*
*
Για να δούμε λοιπόν πώς η γλώσσα μπορεί, να «επαναστατήσει» ειρηνικά, να αρχίσει να εκφέρει αυτό για το οποίο υπάρχει, την ουσία της επικοινωνίας και της δικής μας ανάγκης. Να γίνει ξανά δική μας. Να δημιουργηθεί, τρόπος του λέγειν, μια καινούργια «καθαρεύουσα» που θα σταματήσει όσο αυτό περνάει από το χέρι μας, τη χρήση του έμψυχου λόγου από τους άρχοντες των σκέτων αριθμών και των διαχειριστών του δημόσιου ψεύδους.
Υπάρχει μια εντελώς μετρίσιμη σε κουκιά και νούμερα σκοπιμότητα που κάποιοι μας επιβάλλουν να μεριμνούμε, να συζητάμε και να γράφουμε, να σκεφτόμαστε στο φινάλε, με έναν τρόπο που αν δεν μας είναι ακατανόητος και εκφοβιστικός, αν δεν είναι στείρος και προπαγανδιστικός, διαστρέφει τη χρήση της κάθε λέξης.
Τις τιμές ας συνεχίσει να τις ρυθμίζει η αγορά, τις αξίες θα τις αναδείξουμε εμείς.
Τη δημοτική που αποκατέστησε ο Ράλλης το 1974, και συνοδεύτηκε από το φαινόμενο που ο κάθε αρχάριος σημειολόγος ή ψυχολόγος μπορεί να βεβαιώσει πως οδηγεί στη διαταραχή του νου και του λόγου. Άλλη γλώσσα να μιλάς, άλλη γλώσσα να διαβάζεις και σε άλλη γλώσσα να καλείσαι να γράφεις. Κι από την άλλη, να έχεις διδαχτεί την δημοτική -στην τρέχουσα τότε μορφή και χρήση-, πέρα από τη λογοτεχνία, μόνο μέσα από… προκηρύξεις, δείγματα λόγου που ποτέ και πουθενά δεν φημίζονται για την «πιστότητα» της γλώσσας που χρησιμοποιούν, άλλο τόσο τεχνητή, άλλο τόσο αλλοιωμένη από σκοπιμότητα.
Η έλευση της μεταπολίτευσης ήταν πολύχρωμη και ελευθεριάζουσα. Με όλα τα βιβλία αποκατεστημένα, όλες τις μουσικές, όλους τους στίχους, όλες τις παραστάσεις αλλά και καινούργιες εφημερίδες και φυλλάδες και πολιτικές επιθεωρήσεις και μια πληθώρα από πληροφορίες και γνώση και διάλογο. Όλα αυτά όμως πάλι, είχαν τη δόση της σχιζοφρένειας. Τα πανεπιστημιακά βιβλία δεν είχαν «μεταφραστεί» στην δημοτική, ούτε και η ορολογία. Η επιστημονική σκέψη ήταν άλλη στο έδρανο και άλλη στο προαύλιο. Το ίδιο ίσχυε και στις ειδήσεις και στις εφημερίδες και στις κουβέντες και στην εμπορική αλληλογραφία και στην διαφημιστική κειμενογραφία και στις δηλώσεις και στις αιτήσεις και στις δικαστικές αποφάσεις και στα συμβόλαια, σε ό,τι περνούσε δηλαδή από το χέρι. Και η καθημερινότητα σε ανάγκαζε να στραμπουλάς το χέρι σου, ανάμεσα στις υποτακτικές, τις υπογεγραμμένες και τις δοτικές, ανάμεσα στην κατάργηση τους και την αμηχανία μπροστά στη νέο-αναστημένη δημοτική.
Και μετά ήρθε και το μονοτονικό, που μας απάλλαξε μεν από πλήθος κανόνες και εξαιρέσεις αλλά πήρε μαζί του και την περισπωμένη, τη μικρή κυματιστή γραμμή πάνω από τη λέξη «είναι» ή τον συσχετισμό δασεινόμενης λέξης με τη μετατροπή του πι σε φι, και άλλα που φαντάζομαι ότι ακούγονται εξωτικά κι απόμακρα στη γενιά του «Σκέφτομαι και γράφω» έναντι εκείνης του «Λόλα, να ένα μήλο».
Και πέρασαν χρόνια και κρίσεις με άλλες επταετίες και οκταετίες που σιγά-σιγά οι λέξεις και οι έννοιες αντικαταστάθηκαν και αντικαθιστώνται με ραγδαίους ρυθμούς με παπάκια, με πάνω παύλα, κάτω παύλα, τίνος –είναι- η- πάνω-πάνω αλλά και με πολλά, πάρα πολλά νούμερα, δείκτες και οικονομικά μεγέθη, σαν τα πολυθρύλητα spreads που μπήκαν ξαφνικά στην καθημερινότητά μας.
Οι Dow Jones και Nikkei ήταν οι πρώτοι οικονομικοί δείκτες που έκαναν το γύρο σε καφενεία και κουβεντολόγια, τότε που οι αγρότες υποθήκευαν γη προκειμένου να παίξουν στο χρηματιστήριο. Με εικόνες από τον δέκτη της τηλεόρασης να αναμεταδίδει Σοφοκλέους , όπου οι νεόκοποι και οι έμπειροι επενδυτές ενώνονταν και δονούνταν από τους δείκτες, τους μαθηματικούς λόγους δηλαδή. Γιατί αυτό και τίποτα άλλο δεν είναι οι «δείκτες» στην οικονομική γλώσσα. Αναλογίες, αλλιώς «λόγοι», αλλιώς συσχετισμοί μεγεθών και «αποκλίσεις» από μια κάποια «κανονικότητα», που δηλώνουν μία σχέση.
Και φτάσαμε στο σήμερα, στην κορυφή της φούσκας της διεθνούς υπερπαραγωγής και υπερκατανάλωσης, εποχή της ποσότητας που θέλει δε θέλει, ωφελεί δεν ωφελεί, οφείλει να μεγαλώνει τους δείκτες της, τους «λόγους» κατά μαθηματική έννοια, τις αναλογίες του παραλόγου που μετρούν, καταγράφουν και συγκρίνουν τα υποτιθέμενα μεγέθη που εξασφαλίζουν επάρκεια, πλούτο, ευημερία. Έτσι λειτουργεί από την μετα-1929 εποχή το οικονομικό σύστημα που ζούμε. Παράγοντας πολλές, πάρα πολλές υπηρεσίες, πολλές εικονικές και ακόμα περισσότερες άχρηστες, αντί για ζητούμενα προϊόντα. Με μοναδικό σκοπό να διογκώνει αριθμούς που στην ουσία τίποτα δεν μετρούν.
(Αλλού στη γη δεν έχουν να πιούν νερό κι ο τραπεζίτης που συνεργάζομαι με ενθαρρύνει να επενδύσω σε μετοχές νερού για να κερδοσκοπήσει η τράπεζα και να ωφεληθώ κι εγώ.)
Οι άπειρες μετοχές και τα επενδυτικά προϊόντα δεν ανταποκρίνονται σε αγαθά, όπως θα έπρεπε -ή σε υπηρεσίες όπως οι γεωτρήσεις επί παραδείγματι- που θα χρηματοδοτήσουν ένα έργο που θα ποτίσει τους διψασμένους, αλλά ποντάρουν στην έλλειψη νερού που θα αυξήσει την αξία του.
Και εν συνεχεία, εμείς οι ταϊσμένοι και ποτισμένοι, οι στεγασμένοι σε ένα και ενάμιση σπίτι –τόσος είναι ο μέσος όρος κατοχής ιδιόκτητης κατοικίας για κάθε ελληνικό νοικοκυριό- δεν έχουμε το πιο βασικό άυλο αγαθό, δεν έχουμε γλώσσα να μιλήσουμε.
Και μετράμε και ξαναμετράμε νούμερα, αποκλίσεις, δείκτες και αναβοκατεβάσματα. Μετράμε επιδόσεις και αποδόσεις. Εφάπαξ, συντάξιμα, επιδόματα, επιτόκια, πωλήσεις, φόρους. Κανείς δεν θα βρεθεί από τους καθημερινούς συνανθρώπους να πει πως τα τελευταία χρόνια δεν έχει βάλει κάτω το χαρτί και το μολύβι για να υπολογίσει, και πως αλλιώς να πορευτεί; Το αναγκαίο κακό, και αναγκαίο και κακό.
Αλλά.
Ποιος δείκτης, ποιο επιτόκιο, ποια απόκλιση και ποια διασπορά θα μετρήσει και θα συγκρίνει τη φρεσκάδα του ανοιξιάτικου αέρα με την ξινίλα της κλεισούρας, ποιος δείκτης θα αναδείξει τη χαρά από την πρώτη συνάντηση του ματιού με τη θάλασσα, κάθε καλοκαίρι; Το πρώτο τσιγάρο, τον καφέ που φουσκώνει και απλώνεται με πολλές μικρές φουσκάλες, την ταχύτητα που φτάνει η μυρωδιά ενός φαγητού στην εξώπορτα την ώρα που μπαίνει ένας καλεσμένος, τη δροσιά που πέφτει κι ανακουφίζει την πόλη τη νύχτα, την ώρα που εντοπίζουν δυο ζευγάρια μάτια το ΄να τ΄άλλο , το κύλισμα αγαπημένης μουσικής από κει που εκπέμπεται μέχρι το σώμα και μας λικνίζει, πίσω ξανά στον ρυθμό μιας αρμονίας χαμένης, μα όχι ξεχασμένης;
Αλλά και άλλα πιο χειροπιαστά, μικρές χαρές, το λεωφορείο που από ώρα περιμένεις, το πλοίο που ξεκολλάει την άγκυρά του, ένα χαρτί που τόσο περίμενες και παρακάλεσες και να, τώρα τόχεις… Γιατί ποτέ κανένας και ποτέ δεν τα έβαλε κάτω αυτά τα ελλείμματα στο ισοζύγιο της ζωής;
Ή για την μια στιγμή που ενώ περπατάς, η χορεύεις, ή τραβάς κουπί ή πλένεις πιάτα, ανάβει ένα λαμπάκι και σου σκάει ως εκ θαύματος μια καινούργια ιδέα, η λύση ενός προβλήματος, το προσωπικό αυγό του Κολόμβου σου, ο γόρδιος ή ο ομφάλιος που μέχρι τώρα δεν είχες κόψει και ξαφνικά διαπιστώνεις ότι έχεις και καρπούζι και μαχαίρι, και το κάνεις;
Σαν να ακούω βέβαια και δυνατά και καθαρά να μου λέτε πως όλα αυτά τα καλά προϋποθέτουν τον 13ο και τον 14ο και πάλι θα πέσουμε στους αριθμούς, μοιραία.
Αλλά αυτή τη φορά, καθισμένη και περήφανη στα πολλά χρόνια που ζω, μετρημένα από μένα κι από άλλους με βάση τους βαθμούς και τις επιδόσεις, τις επιτυχίες και τις κατακτήσεις, τις καταθέσεις και αναδρομές, έναν και μοναδικό είχαν σκοπό.
Τον σκοπό της μουσικής που με λικνίζει όταν ακούω δυο μόλις λόγια, ανθρώπινα ειπωμένα.
*
Η στάση της πολιτείας προς τα παιδιά, αποτελεί στάση ηθικής. Εντούτοις, η χυδαιότητα της σημερινής εκπαίδευσης, επιθυμεί απροκάλυπτα μια προγραμματισμένη παραγωγή χειραγωγητέων ανθρωπόμορφων τεχνοκρατικών πλασμάτων. Όμως, στην πορεία ως το τελικό μόρφωμα το οποίο θεωρούν ότι λέγεται πολίτης - και, εννοούμαι το παιδί μετά το πέρας της δωδεκαετούς εκπαίδευσης- συναντούμε στιγμές σχεδόν μοχθηρίας, επιτιθέμενης σε κάθε μέρος της παιδικής ύπαρξης, η οποία αρχικά βρίθει, έπειτα, βαθμίδων στερείται και τέλος, στερεύει από την αθωότητα. Λοιπόν, εάν ο πολιτισμός είναι στο μεγαλύτερο μέρος του, πολιτισμός του απρόσωπου βουλημικού όχλου και της βίας, πόσο θέλει για να καταλάβουμε, ότι πρέπει ολοταχώς να στρέψουμε τη φροντίδα μας προς την παιδικότητα και, μάλιστα, στην διαπαιδαγώγηση της, αντί να κρίνομε την αθωότητα ως αντιπαραγωγική και τις εκφράσεις της ως αντιρρεαλιστικές και να βοηθήσουμε ώστε να γίνει – η αθωότητα- το βασικό συστατικό της φιλειρηνικής προσωπικότητας των μελλούμενων πολιτών; Επιστρέφουμε λοιπόν στο παραπάνω ερώτημα μας: η σημερινή παιδεία, αντιμετωπίζει το παιδί ως έμψυχο ον; Αφού υπενθυμίσουμε τον στίχο του ποιητή Βαρβιτσιώτη ο οποίος υπογραμμίζει: «μόνο η αθωότητα διαρκεί» θα απαντήσουμε πως όχι. Αλλά, θα προσθέσουμε και το εξής: η πολιτεία, δεν αντιμετωπίζει το παιδί ούτε καν ως έλλογο ον. Αυτό, θα έπρεπε να ηχεί παράδοξο. Έλλογο, είναι το ον που μελετά τη στάση που θα επιλέξει ανά περίσταση. Που διευκρινίζει στη συνείδηση του, τη ζωή που θα επιλέξει. Το σχολείο όμως, εξαρχής, πέφτει ως ογκόλιθος που συντρίβει ολόκληρη την ύπαρξη του νέου ανθρώπινου πλάσματος και με ευρήματα όπως η βαθμολογία, οι ποινές και τα τοιαύτα, ευνουχίζει και τις όλο και φθίνουσες απόπειρες της εγγενούς στον άνθρωπο ελευθερίας να απεγκλωβιστεί και την οδηγούν σε τρόπους έκφρασης που στο εξής, ίσως και σε όλη τη ζωή του ατόμου, να χαρακτηρίζονται από σπασμωδικότητα.
Ούτε τη λογική, λοιπόν, βλέπουμε να καλλιεργεί η τρέχουσα παιδεία-διότι εάν το έκανε, θα έπρεπε να μην αποτρέπει την κριτική σκέψη και από την άλλη, ούτε ως ψυχική οντότητα αντιμετωπίζει και καλλιεργεί τον άνθρωπο, αφού, εάν το έκανε, αφενός, θα καθάριζε το ευρύτερο πολιτισμικό περιβάλλον από κάθε στοιχείο βίας που θα μπορούσε να προσλάβει το παιδί και, αφετέρου δεν θα απορούσε υποκριτικά για τις σκηνές βίας που ανακύπτουν- και όλο θα γίνονται συχνότερες ανάμεσα στους καθαυτούς παιδικούς πληθυσμούς.
Η θέση του παρόντος κειμένου, είναι άμεσα εξαρτημένη από την πεποίθηση πως, το ανθρώπινο πλάσμα, πρέπει να διαπαιδαγωγείται στο σύνολο του, δηλαδή, τόσο ως διαχειριστής συναισθημάτων, όσο και ως «λογικός» επιμελητής του κόσμου. Η δε πρόταση μας, είναι, συναρτημένη από την αποκαλούμενη συναισθηματική αγωγή. Τι είναι όμως αυτή;
Το βασικό ζητούμενο, είναι αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «εκμάθηση της μάθησης», από τη μια , του δασκάλου, να είναι δάσκαλος ∙ του δε μαθητή, να είναι συμμέτοχος και «υπαρκτός» κατά τη διάρκεια, αλλά, και μετά από την «αποκάλυψη» της ανθρώπινης γνώσης. Αυτό σημαίνει πως ο δάσκαλος, δεν έχει ενώπιον του κάτι που πρέπει να εξαφανίσει για να βάλει στη θέση του κάτι άλλο. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, η προσωπικότητα του παιδιού είναι ήδη παρούσα τη στιγμή που «παραδίδεται» στο εκπαιδευτικό σύστημα. Έτσι, αυτό που πρέπει να αναδειχθεί σε αυτή, είναι το απλούστατο και τρυφερό αίσθημα για συλλογικότητα. Για μια εμπρόσωπη συλλογικότητα. Το πρόβλημα, όμως, που παρακωλύει την επίτευξη αυτής της αναγκαιότητας, είναι πως η γνώση, που στην αρχή παρουσιάζεται ως «σχολική γνώση» απαιτεί μια εύπιστη αναπαραγωγή του εαυτού της από τους μαθητές και, όχι ως θα έπρεπε, μια επανέκφραση της μέσα από τον εαυτό του εκάστοτε μαθητή, που μελλοντικά, ίσως κληθεί να την αναπτύξει, να την προοδεύσει ή και, γιατί όχι, να την καταρρίψει, ως επιστήμονας, ως στοχαστής, ως δημιουργός.
Για να μιλήσουμε, στη συνέχεια, περί της συναισθηματικής αγωγής, δηλαδή του συστήματος που θα πρέπει να περιβάλλει τον διαπαιδαγωγούμενο, ως σύστημα παιδείας, θα πρέπει πρώτα να ορίσουμε-αποφατικά- την ενσυναίσθηση και έτσι να εννοήσουμε τι μπορεί να σημαίνει ενσυναισθητική οξυδέρκεια : η απουσία ενσυναίσθησης, λοιπόν, είναι αυτό που συνεπάγεται αποτυχία της καταγραφής των συναισθημάτων των άλλων. Οι έρευνες, έχουν δείξει, πως η απουσία ενσυναίσθησης, είναι μέγα μειονέκτημα στην συναισθηματική νοημοσύνη, για την καλλιέργεια της οποίας, επιζητείται δηλαδή, η ενσυναισθητική οξυδέρκεια. Αυτό που επίσης καταδεικνύουν οι έρευνες, είναι πως ότι μας είναι γνωστό- και θεμιτό- ως ανθρώπινη υπόσταση, είναι ακατάληπτο δίχως τη συναισθηματική νοημοσύνη.
Θα είναι οπωσδήποτε ρητορική η διερώτηση: έχει κάποια σχέση η απουσία συναισθηματικής αγωγής, με την εγκληματικότητα αλλά και τις όποιες πράξεις βίας στα σχολεία; Με βάση τη δεδομένη απάντηση, πρέπει να υπενθυμίσουμε, πως το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται και εξελίσσεται το παιδί, αποτελείται από δύο βασικούς παράγοντες, των οποίων την σημαντικότητα είναι δύσκολο να την υπολογίσει κανείς ως διαφορετική και άνιση και, αναφερόμαστε φυσικά, στο σχολείο και την οικογένεια. Η δε συζήτηση γύρω από το κατά πόσο η συναισθηματική αγωγή είναι περισσότερο ζήτημα των γονέων, και η λογική, ας πούμε αγωγή, του σχολείου, είναι χαώδης. Αρκεί, όμως, να πούμε, ότι ακόμη και αν τα κριτήρια δίδονταν από την οικογένεια, η δοκιμασία, θα γινόταν στο σχολείο, εκεί, δηλαδή, οπού το παιδί, έρχεται αντιμέτωπο, πρώτη φορά με ένα άγνωστο σύνολο το οποίο, θα έπρεπε, η παιδεία να στοχεύει στο να το καλλιεργήσει και να το αναδείξει σε ο,τι προηγουμένως αναφέραμε ως «εμπρόσωπη συλλογικότητα». Προκαλεί δε, θλίψη, το να μνημονεύσουμε, τη σκληρότητα με την οποία οι ίδιοι οι γονείς, κυριολεκτικά, ρίχνουν στην αρένα του σχολείου τα παιδιά τους, ακόμη και στους βρεφονηπιακούς σταθμούς, με την πρόφαση πώς τα προετοιμάζουν για την τάχα σκληρότητα της ζωής, καθιστώντας πρόδηλη την ουσία της αδιαφορίας τους: μη δυνάμενοι, δηλαδή, να συσχετιστούν οι ίδιοι με ανθρώπους, αδυνατούν να αποκτήσουνε κάποια σχέση με τα ίδια τους τα παιδιά, βάζοντας τον θεμέλιο λίθο του ακοινώνητου ανθρώπου και παρατώντας τα στα χέρια του εκπαιδευτικού συστήματος που χαιρέκακα χωνεύει τις απρόσωπες οντότητες, εκμεταλλευόμενο τες, το πολύ - πολύ, ως μυαλά, που τα βάζει στην υπηρεσία του πολύ εύκολα, ακόμη και αν ιδιοφυίες, αφού, δεν έχει καλλιεργηθεί σε αυτά μια αλληλέγγυα προσωπικότητα.
Είναι γνωστό σε όλους μας, πως τα σημερινά παιδιά, ακόμη και αν έχουν ένα πλούσιο γνωσιακό υπόβαθρο χαρακτηρίζονται από ένα είδος μοναχικότητας, η οποία, κάθε τόσο, ίσως να φτάνει ως κάποιο πρώτο επίπεδο του όχλου, ή, άλλοτε, σε ατομικές πράξεις βίας, που προφανώς δηλώνουν κάποια διαταραχή. Κάτι τέτοιο, προφανώς, υποδεικνύει κάποιο χάσμα μεταξύ της πιο προσωπικής ζωής του παιδιού, την οικογένεια ή, αν θέλετε του εσωτερικού, γενικότερα, κόσμου του και του σχολείου. Έτσι, αναγκαστικά, προϋποτίθεται μια εξωτερίκευση που βεβαίως, είναι επώδυνη για τα παιδιά ούτως ή άλλως, αφού είναι η πρώτη φορά που βρίσκονται ανάμεσα σε άλλα πλάσματα, αλλά, ιδιαιτέρως, για εκείνα στα οποία, έχει καλλιεργηθεί για τον έναν ή τον άλλον λόγο κάποιο είδος φοβίας ή, γενικότερα, κάποια διαταραχή. Ακόμη και οι δεξιότητες που καλλιεργούνται, καθαυτές, δεν αποτελούν εχέγγυο της πρόσληψης, από τον κάτοχο τους, της όποιας ευκαιρίας που μπορεί να φέρει η ζωή, μάλλον δε, του νοήματος της. Ενός νοήματος, που να μπορεί να προκύπτει πέρα και πάνω από τη χρήση ή κατάχρηση των δεξιοτήτων και της γνώσης, για μια εξατομικευμένη ευδαιμονία και μόνο, που κανένα κοινό δεν θα έχει με ότι θα όριζε ο Αριστοτέλης, ως τέλος-με την έννοια του σκοπού- και που θα το προσδιόριζε αυστηρά μέσα στα όρια του ευδαιμονείν κάποιας πολιτείας.
Την τελευταία δεκαετία, η επιστήμη, προχώρησε σε μια σειρά σημαντικών ανακαλύψεων σχετικά με τη σημασία των συναισθημάτων στη ζωή μας. Σημασία που βρίσκεται πολύ πέρα από τον τρόπο διαχείρισης που τους επιφύλαξε η ψυχανάλυση στις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν τα ταύτιζε με εκδηλώσεις του ενστικτωδικού μας κόσμου και μόνον. Περισσότερο, λοιπόν, ακόμη και από τον δείκτη νοημοσύνης, η συναισθηματική επίγνωση, καθορίζει πέρα από την όποια εγκόσμια επιτυχία, αυτό το αίσθημα ευτυχίας. Οι κοινωνιοβιολόγοι, πλέον, υπογραμμίζουν την υπεροχή της καρδιάς επάνω στο μυαλό και προσπαθούν να διευκρινίσουν περαιτέρω την ιδιαίτερη σχέση που τα συνδέει. Η συναισθηματική νοημοσύνη, είναι εκείνη που ελέγχει τα γεγονότα και μετά από κάποιο σημείο, είναι αυτή, που διακρίνει και αναγνωρίζει ή, όχι, σε αυτά, το ίδιο το νόημα της ζωής.
Η συναισθηματική αγωγή, έτσι, καταλαβαίνουμε πως είναι μια τέχνη, που απαιτεί από τους δασκάλους μια πολυδιάστατη σχέση με τα παιδιά ∙ μια πραγματική κοινωνία και κατά συνέπεια, μια σχέση με τους ίδιους τους γονείς ούτως ώστε, να έχουν στο επίκεντρο- και φυσικά, όχι, με τρόπο αποπνικτικό- τη διάπλαση της άγνωστης μα υπαρκτής και ανερχόμενης προσωπικότητας τους.
Αυτό το νέο ξεκίνημα για μια συναισθηματική διαπαιδαγώγηση στα σχολεία, τοποθετεί στο πρόσωπο των συναισθημάτων, την ουσία της κοινωνικής ζωής, στο επίκεντρο της προσοχής αντί να τα θεωρεί χωρίς σημασία. Δεν είναι τυχαίο, ότι οι έμπειροι δάσκαλοι, χρησιμοποιούν τις συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές ως ευκαιρία για να διδάξουν μέσω της οικοδομήσεως, πιο εσωτερικές και άρα ανθρώπινες σχέσεις, πράγμα, που –το έχουμε όλοι παρατηρήσει- Είναι εντελώς διαφορετικό από ότι στην πραγματικότητα γίνεται, αποκλείοντας ακόμη και την έκφραση της όποιας συναισθηματικής αγωνίας των παιδιών, πνίγοντας τα, έτσι, και πετώντας τα στην άβυσσο μιας όλο και διευρυνόμενης απομόνωσης.
Οι μεγαλύτεροι παιδαγωγοί και παιδοψυχολόγοι, μας έχουν πει περισσότερο από αρκετά για το παιδί. Όμως κανείς δεν έχει δώσει τη δέουσα σημασία. Ακόμη και οι δάσκαλοι, ή, και οι σπουδαστές της ψυχολογίας, αφού χρησιμοποιήσουν πολύ θλιβερές ιστορίες ως στατιστικά γεγονότα για τις εργασίες τους, χάρη κάποιας όλο και υψηλότερης θέσης, στην καθημερινότητα τους-ως όντως δάσκαλοι και ψυχολόγοι- θα σταθούν μέσα σε πλαίσια κάποιας επαγγελματικής ηθικής, αδιάφοροι και κατασπαραγμένοι από την ψυχρότητα της ταχύτητας, για κέρδος χρόνου μιας υποτιθέμενα προσωπικής ζωής.
Έχει ειπωθεί για τον Πιαζέτ, πως υπήρξε ο πρώτος άνθρωπος που πήρε το παιδί στα σοβαρά. Μια τέτοια παρατήρηση, δεν απέχει από την πραγματικότητα, όμως και μια σωρεία άλλων ερευνητών, έχουν πει τόσα, που δεν δικαιολογούν τη στάση του σύγχρονου πολιτισμού προς το παιδί.
Ο Πιαζέτ, προκαθορίζοντας το πλαίσιο στο οποίο θα πρέπει να κινείται η εκπαίδευση, προφυλάσσει εμπνευσμένα από ο,τι προέβλεπε ο Νίτσε να καταντά η παιδεία- μια μηχανή τεχνοκρατών δηλαδή. Και προφυλάσσει, προτείνοντας, η παιδεία, να προχωρά πάντα μέσω εκπαιδευτικών συστημάτων που προοδευτικά θα καταργούνε τα όρια ανάμεσα στις επιστήμες μέσω της δημιουργίας, τρόπο τινά, ανοιγμάτων που θα επιτρέπουν στους μαθητές και τους φοιτητές, να κινούνται ελεύθερα από τον έναν τομέα στον άλλον, πάντοτε, με καλλιεργημένη τη συνδυαστική δυνατότητα, των τομέων και συνεπώς της γνώσης. Την πρόταση, τώρα, του Πιαζέτ, που υποδείκνυε πως η μάθηση στο παιδί γίνεται με φυσικό τρόπο, όχι γραμμικά αλλά, μάλιστα με ποιοτικά άλματα, συνεχίζει αρμονικά εκείνη του Vygotsky , που επισημαίνει ότι ο νους του ανθρώπου, υπάρχει και αναπτύσσεται ως τέτοιος μόνο στην κοινωνία . Το άτομο δηλαδή, προοδεύει αποκτώντας την μόρφωση μέσα σε κοινωνικές διαδράσεις. Η ανάπτυξη δηλαδή, θεωρείται ως μια κοινωνική δόμηση και εξαρτάται από τη μεσολάβηση του άλλου. Αυτές οι επισημάνσεις, βρίσκουν το χώρο τους μέσα στη θεωρία του Ντεκρολύ η οποία, μας δίνει μιαν ακόμη εξήγηση για την αποτυχία της σημερινής παιδείας και τις διαταραχές των παιδιών, αφού ορίζει ως χώρο εκπαίδευσης, την ίδια την φύση-κάτι που είναι σχεδόν ανύπαρκτο, ιδίως αν εστιάσουμε στα ελληνικά σχολεία. Είναι το άνοιγμα προς τη φύση που αποτελεί βασικό στοιχείο της παιδαγωγικής του ενώ, η ύπαιθρος, καθίσταται για αυτόν κάτι από το οποίο δεν μπορεί να απέχει και πολύ η τάξη των σχολείων. Το βλέμμα – δηλαδή, το βασικό όργανο της παρατήρησης και της παιδείας- εντοπίζει στη φύση ότι είναι πιο κοντά στις αρχέγονες καταβολές του. Για τον Ντεκρολύ, έτσι, η φύση, αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι για τη ζωή ενός υγιούς ανθρώπου στον οποίο, ποτέ δε διανοήθηκε, να δει ξεχωριστά τις δύο του φύσεις, εκείνες της λογικής και του συναισθήματος.
Κύριο λοιπόν μέλημα της παιδείας, αναδεικνύεται η φυσικότητα τόσο στην ανάπτυξη του λογικού κόσμου του παιδιού, όσο και του συναισθηματικού του κόσμου. Όταν η ανάπτυξη της λογικής, γίνεται, όπως σήμερα, εσκεμμένα, οδηγεί σε μια παραγωγή στείρου τεχνοκρατικού πνεύματος. Όταν, αφετέρου, η φυσικότητα απουσιάζει από τον χαρακτήρα της καλλιέργειας του συναισθηματικού κόσμου, οδηγεί σε οχετό διαταραχών. Είναι οικουμενικό στοίχημα, το πώς η ανθρωπότητα θα χειριστεί την ακόμη υπαρκτή παιδικότητα-που μοιάζει να μην θέλει καν να υπάρχει- την παιδικότητα στην οποία το φαντασιακό, είναι φυσικώς, δίχως όρια και καλλιεργούμενο γίνεται η καλή τροφός της γνώσης. Ωστόσο, βομβαρδιζόμενο από εικόνες όχι απαραίτητα βίας, αλλά ασυγχρόνιστες με τους χρόνους της παιδικότητας και της αθωότητάς της, σχεδόν προγραμματικά το οδηγούν να γίνει μια ανεξάντλητη πηγή φρίκης.
Ίσως κάποτε, να μπορούμε να μιλούμε για κάτι πέρα κι από τη συναισθηματική νοημοσύνη, για κάτι που, ο Ελύτης, το όριζε ως ποιητική νοημοσύνη. Δεν πρέπει να ακουστεί ιδεαλιστικό, εάν στις ημέρες μας πούμε, ότι παραμένει, η ποιητική νοημοσύνη, ο μόνος τρόπος για να προσεγγίσουμε την ύπαρξη, εάν επιθυμούμε να διαφεύγει της πλήξης, αλλά και να μην καταντά μια αυτιστική επανάληψη υποτιθέμενων λογικών σχημάτων.
Το εκπαιδευτικό σύστημα, ως τότε, θα πρέπει να παραλαμβάνει το παιδί έχοντας την επίγνωση ότι έχει ήδη μέσα του, τα στοιχεία εκείνα που είναι τα θεμελιώδη της προσωπικότητας και ακόμη, κρίνεται επιβεβλημένο να του τα καλλιεργήσει, προσκαλώντας το να τα εκφράσει χάρη στον άλλον. Να ανοίξει δηλαδή τους ορίζοντες στα σημεία που το παιδί λειτουργεί ατομικά, αναδεικνύοντας το εγγενές χάρισμα του ανθρώπου να υπάρχει για τους άλλους και συνεπώς, να το καθιστά γνώστη του ότι ο άνθρωπος, πρέπει να είναι έτοιμος να δεχτεί πως και οι άλλοι, κατά κάποιον τρόπο, υπάρχουν, με τη σειρά τους, για αυτόν.
Θα ήταν ίσως εύστοχο να θυμηθούμε το στίχο του ποιητή Λειβαδίτη «Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον, είμαστε κιόλας νεκροί…».
*
*
*
Ο ενιαίος άνθρωπος έχει ενιαίο κεφάλι χωρίς λαιμό και το σώμα του είναι στρογγυλό. Οι πτυχές του είναι συμπαγείς μάζες και δεν αυτονομείται από τον πόνο της σφαίρας του γιατί ζει μέσα από ανυπαρξία των συρμάτων στην πολύβουη σάρκα του.
«Ενιαίος είμαι, δεν έχω ούτε πόδια. Μου λες να τρέξω, μα τα παράωρα άκρα της θάλασσας τεντώνονται μόνο και ξαφρίζουν αλήθειες»
Ο ενιαίος άνθρωπος δεν έχει αρχή και τέλος. Είναι μια γραμμή που ξεκινάει από το σύμπαν και καταλήγει στις ρυτίδες του μετώπου σου. Είναι σιαμαίος με το άλλο μισό της ύπαρξής του και τα σιαμαία του όργανα κολλάνε μεταξύ τους απ’ τις βλέννες των παιδιών τους.
«Ενιαίος είμαι, δεν έχω ούτε αυτιά. Η πλαστελίνη στα γεννητικά μου όργανα με κάνει να μην ακούω τίποτα. Δεν ακούω σε ποιον μιλάει η στριγκλιά της ματιάς σου, δεν έχω σχέση παρά μόνο με την άνοιξη. Μισώ τους ρόζους στα δάχτυλα. Κάθε βράδυ φυγαδεύω άστεγους πονεμένους ρόζους, μα δεν ακούω τις λέξεις τους. Υπάρχει σε μένα η σάρκα που αποσύρεται. Και είναι εκείνη που μου λείπει.»
Ο ενιαίος άνθρωπος για να γονιμοποιήσει κατασκευάζει ψευδοπόδια. Το καθένα απ’ αυτά έχει ένα μικρό αβγό στο εσωτερικό του και κάθε φορά που ερεθίζεται η μάζα του, γεννάει τα εκκολαπτόμενα βρέφη. Αυτά σπρώχνουν την πρώιμη πλαστική μεμβράνη και γεμάτα μάτια, φτύνουν τη νύχτα στο πρόσωπο για ν’αντικρύσουν το φως. Όπως ανακαλύπτουν αργότερα οι επιστήμονες, είναι αυτούσια κομμάτια αρχετύπου. «Ένας είμαι, δεν υπάρχω παρά μόνο σε διπλότυπα», λέει ο ενιαίος άνθρωπος κι ενώνεται με εκτοπίσματα κι η φύση του αναδιπλασιάζεται διχαστικά.
«Ενιαίος δεν έχω σχέση παρά μόνο με τις παραφυάδες του εαυτού, σε πολλές και γνώριμες αυταπάτες. Όταν τσακώνομαι με κάποιον, κόβω το χέρι μου και πονάς. Είμαι διάχυτος, όπως το πλάτειασμα της φωνής σου. Τα μάτια της μαμάς μαζεύω στο πλατύσκαλο. Η μέρα γεμίζει μόνο στη φωνή της.»
Ο ενιαίος άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται τον κόσμο αποσπασματικά, αλλά ως όλο. Οι σχέσεις του είναι άφυλες, ή μάλλον διάφυλες. Μιλάει στους άλλους γυμνώνοντας το σώμα του, αφού το σώμα του είναι οι άλλοι. Απαγορεύεται να κρατήσει όπλο. Θα ανατιναχτεί το σύμπαν των μερών του. Φτιάχνει πτυχές σε σημεία εκκρίσεων. Συνθέτει γωνίες όταν ο χειμώνας λειαίνει τις εκτάσεις του.
«Είμαι ενιαίος σαν άνθρωπος και σαν ζώο. Μιλάω στα ζώα. Για μένα τα ζώα είναι άνθρωποι που μουγκρίζουν. Δαγκώνω μόνο τις τρίχες του μετώπου μου. Ραπίζω τις πληγές μου, να βγει κάτι απ’ τα βαθουλώματα, ν’ αποδείξω στη φύση ότι έχω κι εγώ εκκρίσεις και σιελογόνους αδένες. Να δείξω ότι έχω κάτι κι εγώ που εξέχει απ’ το σώμα μου κατά πολύ. Κι αυτό είναι τα δάκρυα σπαθιά μου. Είναι τα αίματα στα πόδια μου, μαμά.»
Μητέρα και παιδί. Πονάει η μήτρα, όταν το παιδί σφαδάζει. Όταν το γεννά, το σώμα της πονάει. Ο ενιαίος άνθρωπος ξέρει πως έχει παιδί. Το βιώνει με όλες του τις αισθήσεις. Κρύβεται η επιθυμία του όλου του, στα μάτια ενός σπόρου. Μια ακαθόριστη δυάδα, θλιμμένη, κάθεται στο στρογγυλό βαθουλωτό του βλέμμα.
«Κι όμως τα ξύλινα δάκρυα δεν είναι άκρα. Είναι ακροφοβικοί αστερισμοί, δίχως πάθος. Άκρα θα ήταν αν έπαιζες ξανά και ξανά το τραγούδι της φυλής που σε γέννησε. Αν ήξερες να ακουμπάς τον ουρανό όταν βρέχει, αν τρύπαγες την ομίχλη με τα δάχτυλα, αν έπιανες τη φωνή με τα χέρια, αν σώπαινες πριν πέσεις απ’ τη σκάλα, γιατί τα άκρα σου θα σπάσεις και θα δεις ότι υπάρχεις.»
Ο ενιαίος άνθρωπος όταν κοιτάζει πίσω του αντικρίζει μόνο λουλούδια του κήπου του. Τους πανσέδες που γεννούσε όταν ο κόσμος έσφυζε μανόλιες. Για κείνον οι πανσέδες ήταν ο μισός κόσμος του. Ο άλλος ήταν τα κοτσάνια τους.
«Ενιαίος είμαι όταν κολυμπάω και βουλιάζω στο βυθό της λησμονιάς υστέρας. Όταν οι άνθρωποι γύρω μου είναι ρίζες άγουρες χωρίς κεφάλια και ατρύγητες ρώγες. Εγώ είμαι και όταν το στόμα μου είναι γεμάτο μάζα από αλεύρι και δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη, δεν μπορώ ούτε τη γλώσσα μου να φιλήσω. Προδομένο στόμα. Ακόμα ψευδίζω.»
Ο ενιαίος άνθρωπος κάποτε θα προσπαθήσει να μπουσουλήσει. Τα ψευδοπόδια θα σπάσουν όλα τους τα αβγά, θα σταματήσουν να γεννούν, θα τα τραβήξει η μαία προς τα έξω, να γίνουν χέρια. Θα μπουσουλήσει.
«Αν είχα άκρα θα κολυμπούσα στο μπλε πάπλωμα, κι αν είχα άκρα θα σ’ έπιανα απ’ το χέρι. Αν είχα άκρα θα ήμουν το περιστέρι στο φουστάνι σου κι ο ώμος πάνω από το δεξί σου στήθος.»
Ο ενιαίος άνθρωπος θα προσπαθήσει να βαδίσει. Τα ψευδοπόδια θα σπάσουν πάλι αβγά, θα σταματήσουν να γεννούν, θα τα τραβήξει εκείνος με τα χέρια, να γίνουν πόδια. Τότε θα κάνει το πρώτο του βήμα. Μια μάζα από βλέννες και ούρα, φτωχή σε χαρακτηριστικά, κεφάλι χωρίς φύτρα, θα περπατήσει.
«Αν δεν ήμουν τόσο ενιαίος θα ήξερα ότι μοιάζω με άνθρωπο κι όχι με δημιούργημά του».
«Αν είχα άκρα θα ήμουν το δεξί σου μάτι και όχι το αριστερό μου κεφάλι. Θα πέθαινα με τον Τριστάν, θα αγαπούσα την αδιαπέραστη μοναξιά με τη ρωγμή στα μάτια. Εκείνα που βλέπουν μόνο άνεμο να σπέρνει βροχές.»
«Μα είμαι ενιαίος κι είσαι και συ. Οι καμπύλες στη γύμνια μου, σου χαϊδεύουν το στέρνο. Γι΄ αυτό και το στήθος μας βγάζει το ίδιο γάλα»
*
*
Ηλιοτρόπιο: Γένος φυτών της οικογένειας των βοραγινίδων. Τα περισσότερα είναι πολυετή. Από τα μονοετή καλλιεργείται το ετήσιο και από τα πολυετή το κονδυλόρριζο. Το ριζικό σύστημα του ελαιοφόρου είναι αξονικό, εισδύει στο έδαφος σε βάθος 3μ. και μπορεί έτσι να χρησιμοποιεί την υγρασία βαθιών οριζόντων του εδάφους. Ο κορμός μπορεί να φτάσει τα 5μ., ενώ των ελαιοφόρων ποικιλιών είναι 1-2,5μ. και είναι ευθυτενής. Τα φύλλα είναι μεγάλα, ωοειδή-καρυοειδή με αιχμηρές άκρες και μακριούς μίσχους. Η ανθοταξία είναι κεφαλή με διάμετρο 15-20εκ. περιβαλλόμενη με φυλλαράκια και άγονα γλωσσοειδή άνθη. Το χρώμα της στεφάνης έχει απόχρωση από ανοιχτό κίτρινο έως σκούρο πορτοκαλί. Η γονιμοποίηση γίνεται με ετεροεπικονίαση με τις μέλισσες, άλλα έντομα και τον άνεμο. Η βλαστητική περίοδος διαρκεί 80-140 μερόνυχτα. Η μέση θερμοκρασία θα πρέπει να είναι 14-150C για να δώσει καλλιέργεια σε 14-15 μέρες. Το φυτό καταναλώνει για παραγωγή 100κ. σπόρου 170 τόνους νερού, 5κ.N, 2κ.R2O5 και 9κ.K2O. Ο σπόρος του περιέχει 30-60% λάδι. Το συγκεκριμένο φυτό έχει έντονη την ιδιότητα να παίρνει ορισμένη θέση υπό την επίδραση και κατά τη διεύθυνση του ηλιακού φωτός, φαινόμενο που ονομάζεται ηλιοτροπισμός ή φωτοτροπισμός.
*
*
Αυτό που βιώνουμε στην δημόσια σφαίρα μέσω του δημόσιου λόγου είναι μια διπλή υποβάθμιση. Την υποβάθμιση τόσο της γλώσσας της λογικής όσο και την υποβάθμιση της γλώσσας του συναισθήματος.
Ο λόγος, ειδικά από την περίοδο που ήρθε η κρίση, έχει εκτραπεί προς μια τεχνοκρατική και στείρα περιγραφή αριθμών. Λογικό είναι ό, τι αποδεικνύουν οι αριθμοί. Η γλώσσα μετατράπηκε, σε μια οικονομική περιγραφή της πραγματικότητας. Όλο και πιο εξειδικευμένη, όλο και πιο παραδομένη σε τηλεοπτικές αναλύσεις και τεχνοκρατικές επιβεβαιώσεις. Η συλλογική ενοχή για τη σημερινή κατάσταση, ως κυρίαρχο ιδεολόγημα και αργότερα ως μέσο επιβολής του όποιου μέτρου, καταγράφηκε με όρους ενός εύκολου ηθικισμού και αποδείχτηκε με οικονομικούς δείκτες και κλίμακες. Πειστήκαμε πως ευθυνόμαστε, για μια κατάσταση που επινοούμε στην ασάφεια, για ένα έγκλημα που δεν γνωρίζουμε, ένοχοι και ταυτόχρονα αδύναμοι στην κατανόηση. Κρατώντας απαντήσεις για ερωτήματα που δεν τέθηκαν. Το τραγούδι της εποχής μας γράφεται αποκλειστικά με αριθμούς. Ο οικονομολόγος γίνεται ο νέος ήρωας, ο μόνος που κατέχει την αλήθεια για την περιγραφή και τη συνειδητοποίηση, ο κριτής του καλού και του κακού, ο φορέας αλήθειας από τον οποίο η ίδια η πραγματικότητα εξαρτάται. Ήρωας μιας εποχής που περιγράφει τη ζωή με όρους τεχνικούς, ψυχρούς και ανοίκειους, ο ήρωας μιας πραγματικότητας που μοιάζει να μας διαφεύγει, μέσα στο ακατανόητο και αυστηρά συγκεκριμένο της ορολογίας της. Διαγράμματα, τεχνοκρατικές αναλύσεις, κύρος οίκων και θεσμών άγνωστων, σπαστά αγγλικά και φλύαροι αριθμοί, φτιάχνουν μια νέα γλώσσα που περιγράφει τις μοίρες μας, μοίρες που αδυνατούμε πια να κατανοήσουμε. Και έτσι βρισκόμαστε ανταλλάσσοντας λέξεις παλαιές, αντιμέτωποι με έναν κόσμο νέο, σε μια γλώσσα που αποκλείει την λογική μέσα από την νέα της νοηματοδότηση και τον θόρυβο της ορολογίας.
Το συναίσθημα εκπίπτει σε έναν πλαστικό συναισθηματισμό. Τραγούδια ρέπλικες εύκολων συναισθημάτων, ιστορίες πεταμένες στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τα ακριβοπληρωμένα μυθιστορήματα της δεκάρας πολλαπλασιάζουν τα κλισέ, τις άχαρες μιμήσεις σχέσεων, επιθυμιών και τρόπων ζωής. Για να θυμηθούμε ένα παλιό αστείο, ‘’η ζωή μοιάζει να αντιγράφει, όχι την τέχνη, αλλά μάλλον τα κακόγουστα τηλεοπτικά σίριαλ’’. Αν και σε πρώτο βαθμό αυτή η διπλή υποβάθμιση, μοιάζει κυρίως με ένα φαινόμενο αισθητικό, στην πραγματικότητα έχει βαθειά πολιτικά χαρακτηριστικά και κυρίως πολιτικές χρήσεις. Είχα ετοιμάσει για σήμερα ένα κείμενο πιο θεωρητικό, αλλά τα χθεσινά γεγονότα, με έκαναν να καταλήξω στο ότι το πρακτικό και το επίκαιρο έχει εξίσου μεγάλη σημασία για την κατανόηση του ίδιο του πολιτικού φαινομένου. Για όσους δεν ενημερώθηκαν λόγω της απεργίας, η χθεσινή πορεία χτυπήθηκε βάναυσα και αναίτια, ένας τριαντάχρονος παλεύει για την ζωή του με επισκληρίδιο αιμάτωμα λόγω ξυλοδαρμού από την αστυνομία, ενώ υπήρξαν δεκάδες άλλοι τραυματίες. Το βράδυ ένας 20 χρονος αλλοδαπός δολοφονήθηκε από μαχαίρια αυτόκλητων νεοναζί εκδικητών, ως αντίποινα για την δολοφονία του άντρα στην 3ης Σεπτεμβρίου. Την ώρα που μιλάμε, δύο πορείες βρίσκονται σε ταυτόχρονη εξέλιξη στο κέντρο της Αθήνας: μια που εκφράζει την αγανάκτησή της απέναντι στην βάναυση αστυνομική καταστολή και μία που εκφράζει την οργή της γενικά (εκδήλωση αγανακτισμένων πολιτών που κατέληξε σε πογκρόμ, μαχαιρώματα και λιντσάρισμα μεταναστών). Θα ήθελα να περιγράψω λοιπόν το πώς αυτή η διπλά υποβαθμισμένη γλώσσα λειτουργεί ως μηχανισμός καταστολής, και να χρησιμοποιήσω ως παράδειγμα τις ημέρες του Δεκέμβρη του 2008, ένα σημείο κεντρικό για τις πολιτικές εξελίξεις, τουλάχιστον από την πλευρά των αντιστάσεων μιας κοινωνίας. Και ενώ βασικότερο θέμα είναι για πολλούς τα αίτια τα οποία πυροδότησαν εκείνα τα γεγονότα έχει εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε γιατί και πώς τα γεγονότα αυτά σταμάτησαν. Ποιο το αρχικό συναίσθημα, ποια η υποβάθμισή του και ποια η χρήση και η λειτουργία αυτής της υποβάθμισης.
Δεν ήταν η δικαιολογημένη έκρηξη απόγνωσης της νεολαίας αυτή που έκανε τον Δεκέμβρη να έχει τόση διάρκεια, τόση ένταση και τέτοια σημασία. Ήταν το ίδιο το συναίσθημα της απόγνωσης που εκφραζόταν στις διάφορες περιόδους του φοιτητικού κινήματος και μάλιστα με τρόπο πολιτικά συγκεκριμένο και αιτήματα ξεκάθαρα. Το πρόσωπο του θύματος ήταν αυτό που ήρθε να εκφράσει όλη την απόγνωση μιας γενιάς και να την παρουσιάσει ως ένα παιδί άδικα χαμένο στη γωνία Τζαβέλα και Μεσολογγίου.
Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος αποτέλεσε ένα πρόσωπο με το οποίο ο καθένας θα μπορούσε να ταυτιστεί. Οι νέοι, γιατί αναγνώριζαν στην ηλικία του τη δική τους ηλικία, στην τύχη του τη δική τους τύχη. Οι μεγαλύτεροι γιατί αναγνώριζαν σε αυτόν το παιδί τους ή έστω την παιδικότητα που οι ίδιοι κουβάλαγαν και έχασαν σε μια πορεία ευθυνών, ρουτίνας και επιβίωσης. Η ένταση του αρχικού πλήθους έγινε μια ένταση δίκαιη, αφού με τόσους διαφορετικούς τρόπους αφορούσε το σύνολο. Οι μέρες περνούσαν και η έκφραση της απόγνωσης δεν μειωνόταν.
Ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκαν τα μέσα ενημέρωσης, περιγράφει την αμηχανία του ίδιου του συστήματος να προβλέψει κοινωνικά αντανακλαστικά που πίστευε πως είχαν μουδιάσει στην ακινησία. Η στάση τους αρχικά υπήρξε σπασμωδική. Ήταν χαρακτηριστική η καθυστέρηση με την οποία το νέο μεταδόθηκε. Η ένταση όμως των επεισοδίων δεν άφηνε περιθώρια. Έτσι οι δημοσιογράφοι μετατράπηκαν για άλλη μια φορά σε καλοπροαίρετους ερευνητές, εξετάζοντας τις πτυχές του γεγονότος αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Η οργή όμως είχε ξεπεράσει τα όρια του τηλεοπτικού καθωσπρεπισμού, οι απαντήσεις στα δημοσιογραφικά ερωτήματα δίνονταν με τρόπο ξεκάθαρο. Η αστυνομία, παρά το μέγεθος της καταστολής που εφάρμοσε, δεν φαινόταν ικανή να ελέγξει τις αντιδράσεις. Πολύ περισσότερο, όταν τόσο συχνά είχε να αντιμετωπίσει παιδιά στην ηλικία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Στο σημείο αυτό ήταν οι φωνές των καναλιών που ανέλαβαν το παιχνίδι.
Στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την κατάσταση, τα μέσα αποδέχτηκαν αυτό που η κοινωνία αντιμετώπιζε ως αυτονόητο, τη δολοφονία σε όλο το παράλογο και τη σκληρότητά της. Ο δημοσιογράφος έγινε και αυτός ένας απεγνωσμένος, συχνά ενοχικός, πολίτης. Ο πολιτικός κάθε απόχρωσης ακολούθησε την ίδια συναισθηματική στάση. Έτσι τα δελτία άρχισαν να μιλούν με φράσεις γεμάτες συγκίνηση, παρουσιάζοντας με την συνοδεία μελαγχολικών τραγουδιών, λέξεις κακόγουστες στο μέγεθος τους, ένα αλφάβητο φθαρμένο από τις αντίστοιχες σκηνές των σίριαλ, έναν θρήνο που θύμιζε τηλεοπτικό βιντεοκλίπ. Και όμως στους δρόμους ο θρήνος ανέπνεε σε όλη την οργή και την απόγνωσή του. Το συναίσθημα επικράτησε ακριβώς για να μην μετατραπεί σε πολιτικό αίτημα και κοινωνική διεκδίκηση. Τα αίτια, οι θύτες και οι ευθύνες έμειναν σε ένα σημείο απομακρυσμένο, θολό και ανέγγιχτο. Το κοινό αίσθημα με την ενσωμάτωση αυτή ως ένα σημείο εκτονώθηκε. Το μόνο που έμενε ήταν, σπασμένες βιτρίνες, φωτιά, μια πόλη με δρόμους κλειστούς, μια πόλη κλεισμένη στον φόβο του πλήθους.
Η οργή έγινε θρήνος και ο θρήνος τηλεοπτική μελαγχολία. Έτσι σύντομα μπήκαν και οι κανόνες. Ότι προφανώς κάποιος μπορεί να εκδηλώνει την απόγνωση του αλλά με τρόπο φιλειρηνικό. Ότι προφανώς κάποιος μπορεί να νιώθει το αδιέξοδο, αλλά όχι την απελπισία. Και, τελικά, ότι προφανώς κάποιος μπορεί να ζητά ένα καλύτερο μέλλον, αλλά όχι να το διεκδικεί ή πολύ περισσότερο να το απαιτεί.
Αυτή η στάση έγινε ορατή και στην πρώτη επετειακή πορεία. Η κυβέρνηση καλωσόρισε τις εκδηλώσεις μνήμης, ασκώντας ταυτόχρονα έντονη καταστολή, χτυπώντας την πορεία, φιμώνοντας ουσιαστικά κάθε αντίθετη φωνή και κάθε διεκδίκηση. Η στάση αυτή συνεχίζετε μέχρι και σήμερα. Ενδεικτικά αναφέρω ότι στις δηλώσεις της για τα χθεσινά γεγονότα η κυβέρνηση εξίσωσε το δολοφονικό χτύπημα στον διαδηλωτή, με τις αντιδράσεις απέναντι στην αστυνομία στο νοσοκομείο που ο 30χρονος νοσηλεύεται, περιγράφοντας τα όρια του επιτρεπτού σε κάθε μορφή αντίστασης ή έστω αντίδρασης.Μπορεί λοιπόν να αναζητηθεί η ενότητα συναισθήματος και λογικής μέσα στην πολιτική διαδικασία και κόντρα στις κυρίαρχες υποβαθμίσεις; Δεν έχω καταλήξει στο αν το συναίσθημα προηγείται της ηθικής, στις πολιτικές επιλογές, στο αν η κοινωνική ευαισθησία είναι συναίσθημα ή ιδεολογία, αλλά αυτό που πιστεύω είναι πως μια πολιτική επιλογή η οποία πηγάζει από αυτό τον δρόμο, πρέπει να ακολουθεί μία πορεία απολύτως εκλογικευμένη ως προς την στρατηγική της και τους τρόπους επίτευξης των στόχων της. Αντιδράσεις βασισμένες στο συναίσθημα και προσδιορισμένες από αυτό, μπορεί να εκτονώνουν ακόμα και να γοητεύουν αλλά με μαθηματική ακρίβεια οδηγούν σε πολιτικές αστοχίες ή αποτυχίες. Μέσα από μία νέα γλώσσα του πληθυντικού αριθμού της κοινωνίας, το άτομο καλείται να βρει την ενότητά του δίπλα στους άλλους, διεκδικώντας μέσα από το σύνολο την δική του ταυτόχρονη θέση. Διεκδικώντας έναν κοινό, εξορθολογισμένο βηματισμό, με σημείο εκκίνησης ένα κοινό συναίσθημα.
Το σημείο στο οποίο ο άνθρωπος κοιτά τον εαυτό του να πράττει με βάσει το συναίσθημα άλλα μέσα στα όρια που η προηγούμενη λογική επιτάσσει, είναι το σημείο όπου ο άνθρωπος συναντά το μη ανεστραμμένο του είδωλο στον διπλανό του, μέσα σε μια κοινή διεκδίκηση. Ανάμεσα στους άλλους συναντά τον εαυτό του ενιαίο, ακέραιο και χωρίς ρωγμές. Ο άνθρωπος μπορεί να εμφανιστεί ενιαίος μόνο διεκδικώντας το καινούργιο και κυρίως αυτό που το δημιουργεί.
*
*
Πλην, με αφορμή μία τέτοια ερώτηση, ξεκινά να διαφαίνεται η σύγχυση της υπάρξεως. Τωόντι: εκ πρώτης όψεως, ποια η διαφορά μεταξύ του προσωπικού και του διαφορετικού; Γενικά, θα απαντούσαμε ως εξής: το μεν Προσωπικό, είναι εκ των πραγμάτων άλλο από ένα άλλο προσωπικό, ή, προς διευκόλυνση, ας πούμε: το προσωπικό είναι φύσει και θέσει διαφορετικό. Το δε αυτοσκοπίμως διαφορετικό, διαστρέφει δια της βίας το προσωπικό-ακριβώς, στην απόπειρα του να διαφοροποιηθεί. Προτού να πάμε παραπέρα αυτή την ανάλυση θα πρέπει, εδώ, να καταλήξουμε-και βέβαια, υποκειμενικά- περί του ακολούθου απλού ερωτήματος: πότε η λογική ενός ακροατή, επιτρέπει το «αυθόρμητο» του ομιλητή; Πότε επιτρέπεται μια μη απολύτως τυπική-δηλαδή περιορισμένης και συγκεκριμένης λογικής- συζήτηση; Η απάντηση, βέβαια, είναι πως όσο περισσότερο η σχέση των συζητητών τείνει προς τη φιλία, τόσο περισσότερο η «τυπική» λογική μιας συζητήσεως, διευρύνει τους χώρους της συνομιλίας, ήτοι και του περιεχομένου. Μα τι σημαίνει φιλία; Κάτι που όσο πιο ειλικρινώς είναι αισθανόμενο, τόσο ταυτίζεται με την αγάπη. Όμως, μήπως-θα αναρωτηθούνε κάποιοι- αυτή η τυπική λογική απλώς αχρηστεύεται αφ ης στιγμής οι κώδικες λογικής των δύο-τουλάχιστον- ανθρώπων είναι, πια, δεδομένοι, αφού, ο χρόνος τους κατέστησε κοινούς ή, μιαν απλή σύμπτωση, τους κατέδειξε από την αρχή της όποιας σχέσεως των, εάν όχι κοινούς, συγγενείς στη λογική; Μήπως δηλαδή, η φιλία δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό; Απαντούμε: Περισσότερο από την ταύτιση της μιας με την άλλη λογική, θα έχει μετρήσει το γεγονός ότι η μία με την άλλη λογική- δηλαδή, ο ένας και ο άλλος άνθρωπος- γνωρίστηκαν, ή, ορθότερα, Κοινώνησαν. Τι θα μπορούσε να τους εμποδίσει; Τι είναι αυτό που εμποδίζει την ανάπτυξη μιας διαπροσωπικής σχέσης; Μια πρώιμη –στην κλίμακα προς τη φιλία- απώλεια κοινωνίας, των όποιων μελών, της όποιας σχέσης∙ και, τι είναι αυτό που σπάζει μια μακροχρόνια φιλία; Αυτό το τυπικό: «Δεν σε αναγνωρίζω πια» εξηγεί με ακρίβεια, πώς η όποια σχέση, διασπάται-νομίζω αυτό το ρήμα ταιριάζει- όταν παύει να υπάρχει Ορατότητα μεταξύ των όσων και των όποιων μελών της.
Μα λοιπόν, είναι λογικές συσχετίσεις και συμβατότητες οι ανθρώπινες σχέσεις; Αν σκεφτεί κανείς πως για να ίσχυε κάτι τέτοιο, θα έπρεπε ομοθυμαδόν σαν κάθε ζωικό υποσύνολο, και το δικό μας, να διακρίνεται από μια λογική-έναν απλό ενστικτοδικό προγραμματισμό- που καμία έως τώρα επιστήμη δεν έχει μπορέσει να αντιληφθεί για ποιόν λόγο δεν κατόρθωσε εξ αρχής να στηριχτεί σε μιαν αν-ίδεη λογική, θα εννοούσε αυτή την- ίσως- εσκεμμένη αφέλεια. Και τι είναι μιαν «ανίδεη λογική»; Μια λογική ατροφική, λόγω της απουσίας της ιδέας. Ένα κλειστό σύστημα επιβίωσης. Εάν όμως επρόκειτο όντως για ένα κλειστό λογικό σύστημα επιβίωσης, τι θα του επέτρεπε το ρίσκο της εξελίξεως; Ξεπερνώντας κανείς και άλλες εξ εικασίας ερωταπαντήσεις, νομίζω φτάνει στη σημαντικότερη:
Εάν πρόκειται απλά και μόνο για ένα κλειστά λογικό ον, πώς δεν ταυτίζεται με τα άτομα του ίδιου ζωικού υποσυνόλου και, τι τον καθιστά, τόσο ευφάνταστο στις αφορμές ερίδων και δη, έστω, σπανιότερα, τόσο ανιδιοτελή, στη χαρά ενός αγνώστου και, μάλιστα, τον κάνει να μαίνεται, συνειδητά ή ασυνείδητα, ώστε να αποδείξει ότι διαφοροποιείται;
Όπως όμως πολλοί επισημαίνουν, μεταξύ των οποίων και ο εν λόγω γερμανός φιλόσοφος «οι οπαδοί της νεογέννητης κοινωνιολογίας-ήγουν του Comte- αρνήθηκαν τη διαφορά φυσιολογίας και κοινωνιολογίας, επειδή φοβήθηκαν πως η αναγνώριση της, θα επανοδηγούσε σε κάποια μεταφυσική δυαρχία». Εμείς όμως, πρέπει να σκεφτούμε περαιτέρω διότι, είμαστε στο άκρον άωτον των συνεπειών αφού, αυτή η «φυσιολογιακή» και μόνο προσέγγιση του ανθρώπινου πλάσματος, δεν είναι άλλο από μία σχεδόν μαθηματική όχι, ανάλυση, αλλά, διύλιση και διάλυση του ανθρώπινου όντος, σάμπως να ήταν ένα υλικό σημείο, μήτε καν μονοδιάστατο. Έτσι, τη στιγμή που η επιστήμη προχωρούσε, ουσιαστικά διότι στις μαθηματικές της εξισώσεις μπορούσε να έχει σωρεία συντελεστών ενώ, αποκάλυπτε πως το σύμπαν έχει τόσες και τόσες διαστάσεις, ακόμη και πέρα από τις χωροχρονικές, τον άνθρωπο, τον περιορίζαμε σε έναν ακόμη γνωστό άγνωστο συντελεστή του χάους της τυχαιότητας. Σαν ένα σημείο που ειδικά μετά και από την υποτιθέμενη ανακάλυψη της ψυχανάλυσης- της, πλέον, καταντημένης πρέζας για ακοινώνητους- αποκαλύφθηκε πως μόνο του χαρακτηριστικό, το μόνον «κινούν» αυτού του υλικού σημείου, του ανθρώπου, είναι μια διευρυμένη βουλιμία. Όμως- μιλά και πάλι ο Cassirer- «η φιλοσοφία δεν μπορεί να μας δώσει ικανοποιητική θεωρία για τον άνθρωπο, εάν δεν αναπτύξει κάποια θεωρεία για την πολιτεία». Η κριτική, έτσι, των σχέσεων του ανθρώπου με τον άνθρωπο, φαίνεται να είναι το πρώτο βήμα προς την αντίληψη του όλου κόσμου. Άλλωστε, ακόμη και τώρα, μετά από τόσες και τόσες θεωρίες, η κρίση μας για έναν άνθρωπο, έχει βάση της, τη συμπεριφορά του, δηλαδή, τη στάση του προσώπου του σε σχέση με έναν άλλον.
Σε αυτή την από άποψη «φυσιολογίας» και μόνο προσέγγιση του ανθρώπινου πλάσματος, που ο Cassirer παρατηρεί να προτιμήθηκε και σχεδόν να προέκυψε από μιαν εσκεμμένου προσανατολισμού εξέλιξη της κοινωνιολογίας, ακριβώς από φόβο μήπως ο,τι θεωρούσανε μεταφυσικό κυριαρχούσε, και έτσι, ο άνθρωπος έπρεπε και πάλι να μελετηθεί ως ον που είχε τουλάχιστον μια φύση ακόμη πέραν της ορατής του,
σε αυτό λοιπόν το πλησίασμα το σχεδόν, σωματικό και μόνο-και όπως θα μπορούσε να αντιληφθεί κανείς, ηδονολατρικό- βρίσκουμε ένα σημαντικότατο στάδιο προς τη διάσπαση του ανθρώπου και, άρα, την περεταίρω απομάκρυνση από την επιτυχία ή την επιστροφή στον ενιαίο άνθρωπο. Ο Άνθρωπος, αποθεώνεται-πλην, με δύο τρόπους. Πρώτον, αποθεώνεται με την έννοια πως από-βάλλει τη χριστιανική πεποίθηση της δημιουργίας του, κατ’ εικόνα του Θεού. Πεποίθηση και δόγμα, που πετιέται συλλήβδην σχεδόν με ότι έχει να κάνει με το Χριστιανισμό, γεγονός, δικαίως συντελούμενο στην Ευρώπη, αφού, πλέον- ο Χριστιανισμός-δεν ήταν παρά ένα κράμα ανελευθερίας και πουριτανικού καταντήματος. Πρώτον, το λοιπόν, αποθεώνεται, με την έννοια της απόταξης της ιδέας της Θείας φύσεως του και, δεύτερον, από-θεώνεται –το λέμε ειρωνικά- χάρη της καυχήσεως για το επίτευγμα, ακριβώς αυτής της νέας πεποιθήσεως του, για την τυχαιότητα. Εντούτοις, μαζί με την απόταξη της όποιας σχέσης του με το Θεό, αποκαθήλωσε και κάθε σχέση του με τον συναισθηματικό του κόσμο(προφανώς σταδιακά). Του κόσμου, δηλαδή, που μία και μισή περίπου χιλιετία, ελεγχότανε από μιαν αμιγώς –Εμπρόσωπη(Θεός=Χριστός)- ένθεη θεώρηση του κόσμου και έτσι, διχαζόταν, καταλήγοντας σε μια λογική και μόνο απόπειρα ερμηνείας του κόσμου και ενώ, θα περίμενε κανείς, πως θα χρησιμοποιούσαμε ως επιχείρημα ότι ακόμη και πατέρες της σύγχρονης επιστήμης, απέδιδαν μέχρι και τις ανακαλύψεις των νόμων της μηχανικής σε εμπνεύσεις του Αγίου Πνεύματος, για να θυμηθούμε τον Newton, εμείς θα πούμε, πως ακόμη και στην περίπτωση τους, εντοπίζουμε τη διάσπαση αυτού που γυρεύουμε ως ενιαίο άνθρωπο.
Η ιστορία, κρίνεται –και εννοώ και το μέλλον- με βάση στόχους μελλούμενους και όχι με παρελθούσες βεβαιότητες. Κατά αυτό τον τρόπο, η νοηματοδότηση του κόσμου, είναι άλλη, εάν στην ιστορία γυρεύουμε μιαν ευθεία καταγραφής ανακαλύψεων-εφευρέσεων, ώστε να καθιερώσουμε τη χρησικτησία μας ως προς τον κόσμο και άλλο νόημα αποκτά, εάν στην ιστορία, διακρίνουμε τον χρόνο μέσα στον οποίον δυνάμεθα να καλλιεργηθούμε, ώστε να επιτύχουμε την ευρύτερη δυνατή ειρηνική συλλογικότητα. Την εμπρόσωπη κοινωνία- κάτι, που δεν θα επιτευχθεί παρά με πρόσθεση και πρωτίστως αφαίρεση «δράσης» όπως, αυτή εννοείται από τον δυτικό, τάχα, γνωσιοφιλικό κόσμο.
Τι σημαίνει να πλουτίζει ο νομικός, επειδή υπερασπίζεται τη δικαιοσύνη; Τι σημαίνει η τύφλωση των ασχολούμενων με την ψυχολογία, που δοκούν ότι γνωρίζουν τον άνθρωπο και τελικά, δωροδοκούνται από τους ασθενείς τους απλώς για να τους τυφλώσουν εξατομικεύοντας τους, αφαιρώντας τους αυτό το ανθρώπινο χάρισμα της ενοχής και της τύψης; Τι σημαίνει επαγγελματική ηθική, όταν η ηθική καταδικάζεται ως υποκειμενισμός δίχως νόημα; Τι σημαίνει η ακόρεστη βιβλιογραφία διανοητών και, η πιο ακόρεστη διάβαση από αυτά τα βιβλία τους, ιδιωτικά ηλιθίων φοιτητών, όταν δεν τολμούν, ούτε οι μεν ούτε οι δε, να εκθέσουν το πρόσωπο τους αγαπητικά και θυσιαστικά για εκείνους για τους οποίους μιλούν; Για τους συνανθρώπους; Τι σημαίνει η καταδίκη της παιδοφιλίας, όταν υπάρχει καταιγισμός του φαντασιακού μέσω της εικόνας-τηλεόραση, διαδίκτυο, κινηματογράφος- με ανήλικα άτομα που υποδύονται ιστορίες με κινησιολογίες ανηλίκων;
Όχι. Μια ορθολογική αντιμετώπιση του βίου, δεν μπορεί να μου αποδείξει ούτε καν ότι η παιδοφιλία απαγορεύεται. Ακριβώς κατά τον τρόπο που η ηθική, μπορεί να διατρανώσει, ότι οι στάσεις ζωής, δεν μπορούν να διαφέρουν από τις εκάστοτε πρεσβευόμενες κοσμοαντιλήψεις και, έτσι, ένας άπραγος ως προς τα κοινά άνθρωπος, δεν μπορεί να κηρύττει τον κομουνισμό η, πολλώ δε μάλλον, τον χριστιανισμό.
Όμως, ο επιστημονίστικος τρόπος προσέγγισης της γνώσης, δηλαδή του κόσμου, δηλαδή, του ανθρώπου-όπως λέει ο Pascal- έχει κατορθώσει να ευνουχίσει τη διηνεκή ιδιότητα της απολογίας του εκάστοτε ανθρώπου στην καρδιά του, που μέσω της συγχωρέσεως, θα του επέτρεπε να επανορθώσει και το μεγαλύτερο έγκλημα, χρησιμοποιώντας το χάρισμα της τύψης. Ιδού λοιπόν, ότι από τη μια, η επιστήμη καταντά τεχνολογία-ακριβώς για τους λόγους που ο Νίτσε προέβλεψε ότι η παιδεία θα καταντούσε παραγωγή τεχνοκρατών κτλ- και κατά συνέπεια, η λογική, γίνεται ένας αλγόριθμος εξορθολογισμού και, από την άλλη, η τέχνη, προσπαθεί να εμφυτεύσει τα χαρίσματα της με σεμινάρια, σε παιδάρια, που ή, τα έχει εμποτίσει με γελοία εγωπάθεια απόρριψης κάθε έννοιας του Δασκάλου ή, τα έχει πείσει, πως η τέχνη, η ποίηση, η μουσική, η φιλοσοφία, η επιστήμη, η παιδεία, είναι ένα πρόγραμμα που αρκεί να το εγκαταστήσεις και θα σε μετατρέψει σε ποιητή, μουσικό, δραματουργό, φιλόσοφο και το κακό συναπάντημα. Τι είναι λοιπόν, αυτό που μας έχει αποχαυνώσει τόσο, ώστε να μη μπορούμε να δούμε ότι δεν χρειαζόμαστε άλλη επιστήμη, μέχρι να μοιράσουμε δικαίως την ως τώρα υπαρκτή, σε όλη την ανθρωπότητα; Να τι: ότι δεν έχουμε μάθει να παίρνουμε στα σοβαρά, ηθικά, δηλαδή, φιλοσοφικά ερωτήματα. Να τι: πως, η υστερία του κατορθώματος της γνώσης, όσο και να μας κάνει να διογκώνουμε το κεφάλι μας, δεν κατόρθωσε να μας προκαλέσει τον κατάλληλο βαθμό κώματος, που θα μας επιτρέψει να μην συναισθανόμαστε ότι, αυτό που αντιλαμβανόμαστε, καλούμαστε και να το κατοικήσουμε και να μας κατοικήσει. Αν ο κόσμος για εμάς είναι όγκοι, και τον πολεμούμε ως όγκοι, χάνουμε. Είμαστε λίγοι. Εάν ο κόσμος είναι δώρο, τότε- και μόνο- είναι αντάξιο μας.
Αυτό το είδος φιλοσοφίας, δεν έχει ακόμη αποδώσει καρπούς στη σύγχρονη ελληνική, αλλά και τη μοντέρνα ευρωπαϊκή σκέψη, ενώ, οι απόπειρες από σύγχρονους έλληνες διανοητές-και είναι μια καθολική αιτία- δεν έφτασαν στο ύψος που θα μπορούσαν, για τον απλούστατο λόγο, πως, τέτοιο είδος σκέψης, δεν είναι ταγμένο για να αντιπαραβληθεί συμπλεγματικά από άπραγους αμπελοφιλόσοφους αριστοφανικών φλατοθατοροτοθράτ, που δεν έχουν καμία σχέση με τη βιωτή όσων παρήγαγαν ή, ορθότερα, κατέγραψαν αυτή τη Φιλοσοφία. Είναι, για να το πούμε αλλιώς, σαν να περιμέναμε ο Κροίσος, να μπορούσε να αντιληφθεί το στοχασμό του Ηράκλειτου.
«Ισχυρίζομαι ότι αυτό που συνιστά την ουσία του ανθρώπου και την ιδιάζουσα θέση του μέσα στον κόσμο, βρίσκεται σε ένα επίπεδο πολύ ανώτερο από εκείνο που ο διχασμός μας αποκαλεί νοημοσύνη.» Και επισημαίνει, ότι αν ήμασταν ένα κλειστό ζωώδες λογικό σύστημα, δεν θα μπορούσαμε καν να φανταστούμε ετούτο το ανώτερο επίπεδο της αρχής μας.
2ον Η συνείδηση
Εκείνο, που μας παρέχει τον εξωτερικό κόσμο και τον πολιτισμό, είναι η βιούμενη αντίσταση απέναντι στην κατώτατη, την πιο πρωτόγονη, βαθμίδα της ζωής. Η συνείδηση, είναι αυτό το «τι» για το οποίο κι εάν όλα ξεθωριάσουν, τα χρώματα για παράδειγμα και τα αισθητηριακά υλικά, αν χαθούν όλες οι μορφές και οι σχέσεις αναφοράς, αν εξαφανισθούν όλες οι μορφές ενότητας απ’ τα πράγματα, η συνείδηση, λοιπόν, είναι αυτό που παραμένει ακόμη και αν όλα χαθούν, παραμένει, γυμνή, ελεύθερη κι απαλλαγμένη από κάθε είδος ποιότητας, είναι η καθαρότερη και ισχυρότερη εντύπωση του υπαρκτού. Η συνείδηση - η εμπρόσωπη συνείδηση, είναι η πραγματική εντύπωση του κόσμου.
3ον Η στάση του ανθρώπου ενώπιον του πολιτισμού:
4ον Η ηδονή
Μακριά απ’ τη κοσμογονία
με παρατήσανε μοναχό
σαν πτώμα
ή κτήνος
Και περάσανε οι μέρες από πάνω μου
στάχτη φέρνοντας και καπνό
οπού επνιγόμουνα,
έβλεπα τα θολά τραγούδια
τα δάκρια που είχαν γίνει ουρανός
και τη σιωπή του χρόνου