Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 18

Ανθολογία σύγχρονης ισπανόφωνης ποίησης στα ελληνικά Μέρος Β'

Mεταφράζει η Άτη ΣολέρτηΔιαβάστε το α' μέρος της ανθολογίας εδώ.

Πρόλογος
Η ποιήτρια και μεταφράστρια Άτη Σολέρτη κάνει εδώ και μήνες μια εξαιρετική δουλειά συγκεντρώνοντας ποιήματα σύγχρονων Ισπανών ποιητών και μεταφράζοντάς τα στα ελληνικά, δημιουργώντας μια ανθολογία σύγχρονης ισπανόφωνης ποίησης σε εξέλιξη. Το πρώτο μέρος της ανθολογίας αυτής, το οποίο το ηλεκτρονικό περιοδικό γραμμάτων & τεχνών Vakxikon.gr (με υπεύθυνο έκδοσης τον κύριο Νέστορα Πουλάκο) δημοσίευσε τον Μάρτιο του 2012, περιλαμβάνει ποιήματα εννιά ποιητών και μιας ποιήτριας, με προέλευση κυρίως τα Κανάρια Νησιά. Γι’ αυτό το λόγο, χαρακτηρίστηκε ως ανθολογία ισπανικής ποίησης. Από εδώ και πέρα όμως, ο χαρακτηρισμός αυτός θα αλλάξει, όπως επισημαίνεται στην αρχή του κειμένου τούτου.Για τα επόμενα τρία μέρη της ανθολογίας που θα ακολουθούσαν την αρχική δημοσίευση, η Άτη Σολέρτη θέλησε να μεταφράσει έργα  ποιητών και ποιητριών που θα προέρχονταν και από άλλα μέρη της Ισπανίας ακόμα και από τη Λατινική Αμερική. Θα ήταν μια καλή ευκαιρία επομένως για να αποκτήσει μια πρώτη επαφή με ποιητές και ποιήτριες που το έργο τους δεν έχει καμία σχέση μεταξύ τους. Σε αυτή την ανθολογία δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ παλιών και νέων ποιητών, δεν υπάρχει δηλαδή μια ιεραρχία. Όλοι συμπεριλαμβάνονται μέσα σ’ αυτήν χωρίς καμία διάκριση.

Πάντα έχω στο μυαλό ως παράδειγμα ποιητικής ανθολογίας, εκείνη του περιοδικού Poetry Salzburg Review από την Αυστρία (www.poetrysalzburg.com). Οι εκδότες του, Wolfgang Görtschacher και Andreas Schachermayr, εκδίδουν έργα στα αγγλικά ποιητών και ποιητριών χωρίς να επικεντρώνονται σε ποιητικά ρεύματα ή ποιητικές σχολές. Απλά επιλέγουν τα κατά την γνώμη τους καλύτερα ποιήματα. Εκείνα που ενέχουν τη μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ τους. Και το ίδιο γίνεται και με τις μεταφράσεις στα αγγλικά από ποιητές και ποιήτριες όλου του κόσμου. Έγραψα παραπάνω «ποιητική ανθολογία» αφού γι’ αυτό ακριβώς πρόκειται, κατά την προσωπική γνώμη μου, σε κάθε τεύχος. Μπορούν ο αναγνώστης και η αναγνώστρια να διαβάσουν τα ποιήματα μεγάλων φωνών της παγκόσμιας ποίησης αλλά και ποιήματα μιας νέας γενιάς ποιητών/ποιητριών. Παραδείγματος χάριν, στο τελευταίο τεύχος, το 21, παρουσιάζουν ποιήματα της Rae Armantrout και της Alice Notley, που είναι δυο από τις μεγαλύτερες φωνές της ποίησης στα αγγλικά, και επίσης ποιήματα από πιο καινούριες φωνές που αρχίζουν επίσης να γίνονται γνωστές σε άλλες γλώσσες (όπως η ποίηση της Maureen Alsop στα ισπανικά). Στο χώρο που αφιερώνουν σε κάθε τεύχος στη μεταφραστική τέχνη, δημοσίευσαν, στο τελευταίο, ποιήματα της Chantal Maillard (πολύ σημαντική Ισπανίδα ποιήτρια, σε μετάφραση της Anamaría Crowe Serrano) μαζί με ποιήματα του Miguel Ángel Galindo (ένας εξαιρετικός ποιητής από τα Κανάρια Νησιά, που δυστυχώς δεν είναι σχεδόν καθόλου γνωστός έξω από τα νησιά, και συμμετέχει στο περιοδικό με ένα ποίημα σε δική μου μετάφραση στα αγγλικά, κάποια από τα ποιήματα του οποίου βγήκαν ήδη στο πρώτο μέρος της ανθολογίας της Άτης Σολέρτη) και του πολωνού ποιητή Gregor Wróblewski (ποιήματα που μετέφρασε στα αγγλικά ο Piotr Gwiazda).

Για το δεύτερο μέρος της ανθολογίας που ετοιμάζει η Άτη Σολέρτη, αποφασίστηκε να συνεχίσει με την ιδέα της να μεταφράσει ποιήματα ποιητών και ποιητριών χωρίς καμία αισθητική σχέση μεταξύ τους. Γνωστοί και άγνωστοι, με πολλά βιβλία ήδη εκδοθέντα αλλά και ποιητές/ποιήτριες που τώρα αρχίζουν να εκδίδουν τις πρώτες τους συλλογές. Πιστεύω πως είναι μια πολύ καλή απόφαση, εφόσον μπορεί να βρει κανείς εξαιρετικά ποιήματα και στα πρώτα τους βιβλία. Αξίζει να σημειωθεί πως το πρώτο μέρος της ανθολογίας περιέχονται ποιήματα του Mario Manduca Gómez, που ακόμα δεν έχει εκδώσει ούτε το πρώτο του βιβλίο.

Οι ανθολογίες νεων ποιητών/ποιητριών έχουν έναν καλό λόγο υπάρξεως μεν, αλλά δεν είναι καθόλου σωστό να μένει το έργο τους «κλεισμένο» σε τέτοιου είδους ανθολογίες μόνο δε. Η καταπληκτική ποίηση δεν ανήκει ούτε σε ιεραρχίες ούτε αφορά μόνο μεγάλες ηλικίες.

Σε αυτό το τεύχος, μπορείτε να διαβάσετε ποιήματα από δέκα ποιητές/ποιήτριες από τα Κανάρια Νησιά και άλλα μέρη της Ισπανίας.

Όπως λένε στα ελληνικά, καλή σας ανάγνωση!

Μάριο Ντομίνγκεζ Πάρρα


Μέρος Πρώτο

Ραμίρο Ροσόν Μέσα
http://cuadernodefulgores.blogspot.com/

 

Μονάχοι, περπατάμε στα βουνά […]

Μονάχοι, περπατάμε στα βουνά
ενός ακρωτηρίου του νησιού.
Πατώντας τα μονοπάτια,
διασταυρώνουμε τα αόρατα κατώφλια
ενός βασιλείου μοναχικού.
Πάνω στις νοτισμένες της νυχτερινής δροσιάς πλαγιές,
όπου γεννιέται το χορτάρι,
μαζεύουμε χαμομήλια και λεβάντες.
Μυρώνοντας τα μακριά μαλλιά σου από το άρωμά τους,
σε στέφω από λεπτεπίλεπτα κλαδιά.

Περπατάς στο πλευρό μου,
σαν ένα ουράνιο σημάδι.
Κι ενώ καιγόμαστε ενωμένοι
σε μια μόνη φλόγα διάφανη,
σφαλίζουμε τα χείλη μας.
Λέμε με βλέμματα
αυτό που δεν θα πούμε ποτέ ενώ μιλάμε.
Οι λέξεις μόλις που υπαινίσσονται
την εσωτερική αναστάτωση που μας κινεί,
την ακαταμάχητη που μας ενώνει δύναμη.

Έχοντας λιώσει με του ήλιου την ανατολή,
πίνουμε, αναπνέουμε την ομορφιά.
Έχοντας μετατραπεί σε έμβιους αμφορείς
όπου ωριμάζει ένα μυστηριώδες κρασί,
τρίβουμε με τις άκρες των δαχτύλων
τον αέρα των κορυφών.

(Ανέκδοτο)

Ένα απογυμνωμένο ιερό

Κάτω από τα ψηλά νεφελώματα του απογεύματος,
έρια ξηλωμένα στον ουρανό,
ένας γλάρος μόνος
γλιστράει σχεδιάζοντας, με τα φτερά του,
έναν κύκλο αόρατο.
Ο ωκεανός ήρεμος, μέσα κι έξω
από τον μαύρο της παραλίας κυματοθραύστη,
μεταμορφώνεται στο έδαφος
ενός απογυμνωμένου ιερού,
άδειου από τοίχους, άπειρου.
Στο έδαφος καθρεφτίζονται
οι γαλάζιες της στέγης αποχρώσεις,
που διατηρείται μόνο στις κολώνες
του κρυστάλλινου αέρα.

Ο γλάρος γιορτάζει, στα ύψη,
τους γάμους του ουρανού με τη γη,
σχεδιάζοντας μιας συμμαχίας τη μορφή,
εικόνα απ’ των συζύγων την ένωση.
Εγώ κολυμπώ, κοιτάζοντάς τον σιωπηλός,
σαν στο απογευματινό τοπίο
να έβλεπα μονάχα τον αόρατό του κύκλο.

(Ανέκδοτο)

Κύριε
(Φόρος τιμής στον Όκεγκεμ)

Μια δέηση ύψωσα, τρεμάμενη κι ανθρώπινη,
απ’ τις φωνές της χορωδίας στο άπειρο.
Μια δέηση ευλάβειας αναβλύζει,
όπως μια δόνηση, απ’ το βαθύ έδαφος.
Ο Θεός στην αγκαλιά του υποδέχεται τη μουσική,
στου σύμπαντος τη μητρική σιωπή.
Όλοι οι κόσμοι σιωπούν,
μόνο για να συνδιαλεχθεί
ο άνθρωπος με την καταγωγή του.

Τίποτα δεν ταράζει το γαλήνιο άκουσμά μου,
τη σιωπηλή κατάπληξή μου.
Οι αστραφτερές της νύχτας διαδόσεις
διακόπτουν τα έκθαμβα αυτιά μου.
Ξαφνικά, οι φωνές με σηκώνουν,
με κύματα εναγκαλιζόμενα, απ’ τη γη,
υψώνοντάς με στους ουράνιους κύκλους.
Τα δάχτυλά μου χαϊδεύουν, στην πτήση,
την άυλη αρμονία των άστρων.

(Ανέκδοτο)

Ο Ραμίρο Ροσόν Μέσα [Ramiro Rosón Mesa] (Σάντα Κρούζ, Τενερίφη, 1989), σπουδάζει Νομική στο Πανεπιστήμιο της Λαγκούνα, έχει εκδώσει δύο θεατρικά έργα και μία ποιητική συλλογή και έχει ασχοληθεί επίσης με την προώθηση της λογοτεχνίας ως ραδιοφωνικός παραγωγός. Έχει συνεργαστεί με περιοδικά λόγου και τέχνης αλλά και σημαντικούς καλλιτέχνες.

Κάρλος – Χαβιέρ Μοράλες
http://www.carlosjaviermorales.com/


ΣΙΓΟΥΡΙΑ

Ένας άνθρωπος ερωτευμένος μπορεί να μιλάει για τη ζωή,
τους ανθρώπους να πείθει και να τους ενώνει στο σκοπό του.
Ένας άνθρωπος ερωτευμένος είναι ένας κίνδυνος:
μπορεί να καταλύει τείχη, μάνταλα,
και τα φέρετρα ν’ ανοίγει.
Μέσα στη σάρκα του την πιο βαθιά αξιοκαταφρόνητος να είναι μπορεί
γιατί όλη του η τύχη βρίσκεται στο άλλο κορμί˙
μπορεί να μη γνωρίζει τίποτα, αλλά θα μιλάει για πράγματα εμφανή,
γιατί αυτού του κόσμου το μεδούλι θα αγγίζει:
τις πιο γόνιμες ζώνες του και τα πληγωμένα του μέλη,
και παθιασμένος με τα χείλη του φιλάει
όλες τις επιπτώσεις του λατρεμένου δέρματος,
που είναι το ασφαλές του λιμάνι.
Ένας άνθρωπος ερωτευμένος ποτέ δεν είναι ανόητος
και όταν σφάλλει, κατευθείαν θα το διαπιστώσει:
οι φράσεις του δεν εξαρτώνται απ’ την υπερηφάνεια, αλλά απ’ την υπακοή
στο ρυθμό που το στήθος από το οποίο τρώει του σφραγίζει,
κι όταν έχει καταβροχθίσει πιο πέρα απ’ το δίκαιο,
η δαγκωματιά του θα τον κάνει να επανορθώσει
και να επιστρέψει τους καρπούς στο δέντρο της ζωής.
Ένας άνθρωπος έτσι να μας κάνει κακό δεν μπορεί:
με τις γραμμές του στόματος που αγαπά θα έχει εμμονή
και νιώθει πως ο κορμός του βρίσκεται σε άλλη μέση
και πως βαδίζει με ξένα πόδια ξέρει
και ψηλαφίζει τη συνειδητοποίηση πως είναι ανολοκλήρωτος,
πως είναι ένας άθλιος όταν σκέφτεται τον ίδιο του τον εαυτό.
Αλλά αυτό να μας προσβάλλει ποτέ δεν θα μπορέσει:
γιατί σε οποιοδήποτε άτομο καταφύγιο θα ζητήσει
σαν να ήταν όλοι το μπράτσο που του λείπει.
Εμείς είμαστε ελεύθεροι να του ανοίξουμε τις πόρτες μας:
αν τίποτα δεν του ανοίξουμε, ευτυχισμένος θα πορευτεί
στη φωτιά της σάρκας που χαϊδεύει χωρίς παύση για να τυλιχτεί
γιατί δική του είναι.
Ένας άνθρωπος ερωτευμένος είναι η σιγουριά
πως φυλάει κάποιο μυστικό η ζωή
που θα πρέπει να συλλάβουμε γρήγορα ή αργά.

(Μαδρίτη σαν παραλήρημα, 1996)

ΚΟΥΒΑΝΕΖΙΚΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ

Αν σκέφτεσαι πως σου ανοίγει αυτή η μουσική
άλλων καιρών παράλληλων τις πόρτες,
και πως ένα μπολερό, από μόνο του, μπορεί
να ακυρώσει τη μνήμη σου την τόσο φειδωλή,
μην το αμφισβητείς, έχε πίστη σ’ αυτή τη σπασμένη φωνή
για μια αγάπη πιο σκληρή και πιο όμορφη
από όλες τις αγάπες σου˙
άκου αυτό το τραγούδι που μόνο του μπορεί
να σε ελευθερώσει από το παρελθόν και από το μέλλον
το τόσο πια προβλέψιμο, που αηδία σου προκαλεί.
Ξέχνα, ονειρέψου, άκου, μόνο άκου:
άκου για πάντα αυτή τη σπασμένη φωνή
από ένα παραλήρημα ωραίο κι αξιοζήλευτο
που την αγάπη και την τιμωρία στέφει ένδοξο
για τόσο που έχει αγαπηθεί. Μόνο άκου
οι πιο απαγορευμένες πόρτες πώς ανοίγουνε
για μια φτωχή καρδιά όπως η δική σου
που επιτέλους, ν’ αναπνεύσει λαχταρά, άλλους αέρηδες˙
πώς διαγράφονται όλα αυτά που έζησε, όλα αυτά για να ζήσει:
και είναι όλα μια ωδή, που βιώνεται την ίδια στιγμή που γιορτάζεται.
Άκου, μόνο άκου
καθόσον το τραγούδισμα διαρκεί.

(Νέα Εποχή, 2007)

ΔΟΚΙΜΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ

Για της φωνής τον τονισμό, για το ποίημα,
είναι ανάγκη ο άνθρωπος σε ειρήνη με τον εαυτό του να βρεθεί:
προς το μέλλον να κοιτάζει και να μη βλέπει τίποτα
περισσότερο από έναν πλατύ δρόμο, με ομίχλη αν είναι δυνατόν.
Πόσες φωνές τον επικαλούνται να ακούει
και να καταλαβαίνει πως δεν είναι εύκολο να απαντήσει άμεσα.
Το παρελθόν του να ξεχνάει εντελώς,
γιατί δεν εξυπηρετεί η εμπειρία σε τίποτα.
Να ξέρει πως η ήδη ακουσμένη μουσική
ποτέ δεν θα ηχήσει όμοια με εκείνη τη νύχτα
όπου όλα είναι πιθανά. Να καταλαβαίνει
πως ο χρόνος δεν είναι γνωστός, πως δεν υπάρχει προθεσμία
για να ολοκληρώσει το έργο του, και πως δεν υπάρχει έργο
που διαρκεί για πάντα από μόνο του.

Για της φωνής τον τονισμό, για το ποίημα,
είναι ανάγκη να μην είναι μόνος ο άνθρωπος,
να βρίσκει πάντα κάποιον ικανό να τον διορθώνει,
ν’ αρχίσει νέα ζωή να του ζητά,
να του απαιτεί
τη ζωή ολοκληρωτικά.

(Αυτή η αγάπη και αυτή η φωτιά, 2011)

Ο Κάρλος Χαβιέρ Μοράλες [Carlos Javier Morales] (Σάντα Κρούζ, Τενερίφη, 1967), είναι διδάκτωρ Ισπανικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης και καθηγητής ισπανικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Τενερίφη. Έχει εκδώσει 6 ποιητικές συλλογές και έχει ασχοληθεί με την κριτική σύγχρονης ισπανόφωνης ποίησης.

Χοσέ Μαρία Καστριγιόν Σουάρεθ

ΧΟΡΟΣ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΒΑΛΤΟ

Είναι αργά πια,
και το νερό δεν αγαπάει ούτε τα φώτα ούτε τη μουσική:
ενάντια στο ίδιο τα διαλύει
όπως στο ίδιο του το όνειρο.

Οι γονείς μου αγκαλιάστηκαν για να χορέψουν.

Εγώ δεν ονειρεύομαι ακόμη με τα σώματα αλλά αγαπάω τις φωνές:
τη φωνή της μητέρας μου,
τη φωνή μου, πάνω στο στήθος της τοποθετημένη.

Χορεύουνε αγκαλιασμένοι,
και φτάνουν των βημάτων τους οι άκρες μέχρι εδώ,
όπου το νερό την τύφλωση αναπνέει.

Από εκείνη τη νύχτα, τα αποθέματα της σιωπής.

(Τα Παλιά πυρομαχικά, Εκδ. Idea, 2005)

ΟΙ ΓΙΟΙ ΜΟΥ

έπλυνα τα κορμιά τους
σαν μια ακόμα τελειότητα της ζωής

ήξερα τότε πως γυάλιζα την πέτρα
όπου θα πέσει
η σιωπή τους

αλλά αυτοί ακόμα αγαπάνε στις μπανιέρες του ονείρου
του πατέρα τους τα χέρια

(Γραμμάρια, Εκδ. Trea, 2010)

ΔΙΑΔΟΣΗ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ

Είμαστε δάνεια θερμότητας
την προσαρμόζουμε στο στόμα ψάχνουμε
την καλύτερη θέση του σώματός μας
ανάμεσα στα σώματα
ή κλείνουμε τα μάτια για να βρούμε
(από αυτή την αδυναμία η σθεναρότητα
του είδους μας) τη χλιαρή υγρασία
κάτω απ’ τα βλέφαρα

η προίκα των ζωντανών για τους νεκρούς
η σφοδρότητα των νεκρών πάνω στους γιους τους
κάθε μορφή προδοσίας
επίσης η επιθυμία
με τους χυμούς της
η ρύθμιση των συζητήσεων το σούρουπο
η μίανση των γλωσσών στα περάσματα του βουνού

πάντα είναι θερμότητα το καταδιωκόμενο

(Γραμμάρια, Εκδ. Trea, 2010)

Ο Χοσέ Μαρία Καστριγιόν Σουάρεθ [José María Castrillón Suárez ] (Αβιλές, 1966), είναι διδάκτωρ Ισπανικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Οβιέδο. Έχει εκδώσει 6 ποιητικές συλλογές και έχει βραβευτεί για το έργο του. Έχει συντονίσει και διευθύνει λογοτεχνικά περιοδικά, επίσης έχει επιμεληθεί μαζί με τον Τζόρντι Ντόθε μια μονογραφία για τον Αντόνιο Γαμονέδα.

Χόρχε Ιγκνάθιο Πλάθα Κορράλ


Ποιητική του καπιταλισμού

Ξέρω πως ποτέ δεν θα πεις ελεφαντίαση
Κανένα κακό ενδημικό ή συστημικό
Πάντα θα βρίσκεις ενόχους ασυμμετρικούς
Ένα ον διεστραμμένο ή μία κακή πράξη.
Θα πεις πως μια ευρεία ομάδα από ακαδημαϊκούς
Διαβεβαιώνει πως ο κόσμος βρίσκεται στο σασί
Και πως όλα επιζητούν μια κάθαρση
Κοινωνική. Γνωρίζουμε πια τα δικά σου καλλυντικά...
Μάταια όλα με λέξεις τα αλείφεις
Ξέρουμε πως οργώνεις, πως σκαλίζεις,
Πως σπέρνεις τον καπνό με τον οποίο αλωνίζεις
Τον νου του χωριού σου, ο οποίος διαρρηγνύει
Το πεδίο σου ζευγμένο στο ζυγό της τοκογλυφίας σου,
Παλιά ζύγια που σήμερα ονομάζεις υποθήκη.

(Ανέκδοτο)

Γαλάζια μάτια

Περπατούσες. Βγήκες, περίπατο να κάνεις
Σηκώνοντας στο πέρασμά σου αναταράξεις
πραγμάτων που, νιώθοντας την άφιξή σου,
Ήθελαν να τα είχες κοιτάξει.
Αλλά η γαλάζια ακτίνα της ματιάς σου
Πάνω στη θάλασσα έπεφτε, θάλασσα πάνω σε θάλασσα,
Ατσάλι πάνω σε ατσάλι που στην ταλάντωση
Ξεσχίζει τον αέρα όπως τα σπαθιά.
Επέβαλες τον ουρανό σου πάνω στον ουρανό.
Σκέπασες με τον ατλαντικό σου τον ατλαντικό.
Το γαλάζιο σου έθετε τις ρίζες του σε όλα.
Στο πέρασμά σου όλα σήκωναν την πτήση
Μπροστά στης αστραπής σου την απότομη βροντή
Που γαλάζιες ουλές στον ουρανό αθετεί.

(Ανέκδοτο)

Παρίσι

Το Παρίσι είναι τα μπαλκόνια του χυτηρίου και τα λαξευμένα τμήματα
Του λίθου, η μεγαλειώδης όψη και η ρυτίδωση
Του νερού σε ταραχή και περιδίνηση που μεταφέρει ανήσυχο
Ένα ανάθημα από πηλό στις γαλάζιες θάλασσες.
Το Παρίσι είναι του πολέμου τα τύμπανα κι η σάλπιγγα,
Είναι η εκκλησία του Χριστού και είναι του Άρη ο ναός,
Όπου ανεγείρεται το σίδερο στα εσπερινά
Πεδία μάχης σαν μια ξιφολόγχη.
Το Παρίσι είναι του δρόμου οι φανοί, οι ιχθύες και οι άρτοι
Και είναι το μπορντέλο της χλιδής όπου η πόρνη Ιστορία
Με το Μουσείο ξαπλώνει, των τιτάνων το παιδί.
Το Παρίσι είναι μια σκιά στρεβλωμένη κι απατηλή
Που τονίζει συνοδευόμενη από λυπητερές κινήσεις
της περασμένης δόξας του την παρηκμασμένη ωδή.

(Ανέκδοτο)

Ο Χόρχε Ιγκνάθιο Πλάθα Κορράλ [Jorge Ignacio Plaza Corral] (Κάντιθ, 1980), είναι πτυχιούχος Αραβικής Λογοτεχνίας, έχει διατελέσει Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Άργελ και συνεργάτης καθηγητής στο Ινστιτούτο Θερβάντες. Εργάζεται ως καθηγητής Αραβικών στην Επίσημη Σχολή Γλωσσών (Escuela Oficial de Idiomas). Έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή και είναι συγγραφέας μιας ανέκδοτης νουβέλας κι ενός θεατρικού έργου.

Χουλιέτα Βαλέρο


ΚΥΡΙΑΚΗ. ΠΑΡΑΖΑΛΗ. Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΒΟΥΛΗΣΗ

Αντελήφθη σαν ωκεανός όπου μπορούν να λάβουν χώρα μεγάλα κύματα

και κοπάδια ψαριών πραγματικά πολύ μοναχικά.

Το πράσινο το πιο υπερφυσικό θα τα χάσει όλα γιατί τελικά ο Ήλιος είναι αυτός που προστάζει.

Η άσκηση της ελευθερίας δεν υπάρχει αλλά να προσποιηθεί θα πρέπει

- ένα εύρημα που συχνά στην αγορά, στο μπάνιο συμβαίνει - .

Το εφικτό είναι επομένως να χειρίζεται κανείς την ένταση ή το χρόνο που συμφωνούν στην έκθεση, στο σφουγγάρι, στην έβδομη δερμίδα.

Η παραζάλη, τη συνείδηση γδύνει, για παράδειγμα

και συμβαίνουν τέτοια πράγματα:

Από το παράθυρό μου η πτήση της πρώτης γύρης επιτρέπει να επισπευθεί ο απρίλης

και βλασταίνω στη φούστα ή στη δυστυχία εκείνης της γυναίκας που κουβαλάει κορίτσι, εφημερίδα, Κυριακή.

Αργότερα ανεβαίνω στο τρένο που κάθε οδός προς το παρελθόν προτείνει

και καταλήγω πως η κακοτυχία ήταν πάντα της αγάπης η υποτίμηση

πίσω από την οποία μένει το πέρασμα στην τρυφερότητα, το κρυολόγημα, η με την απουσία της ζαρτιέρας τελείωση

Αν δεν αντέχεται η ένταση τρία παραγγέλματα διασφαλίζουν το κλάδεμα μίας ζωής.

Πολύ πιο διεγερτικό από το κατεργασμένο δέρμα, το ορατό ζευγάρωμα ή το φώλιασμα στη γραμματέα είναι η επίγνωση της θνητότητας και η επιζήτηση συντροφιάς

Απ’ την πλευρά μου προτιμώ να διαπραγματεύομαι με το φως και συστήνω σαν νάρθηκα και στέγη την κομψότητα.

Αλλά υπάρχουν χίλιοι τρόποι για να βάλεις το γράμμα σ’ αυτό το έγκλημα.

Σε μερικά πλάτη γεωγραφικά περιορίζονται στο να χορεύουν.

Ο ΣΙΝΤΑΡΤΑ ΣΤΟ GOOGLE

Η ιστορία του νεαρού πρίγκηπα που βγαίνει απ’ το παλάτι
και ανακαλύπτει ξαφνικά την αρρώστια και το θάνατο,
την απάτη. Όλα συνέβησαν τόσο ραγδαία... Η απογοήτευση,
γοητευτική, όπως το σεξ. Και αναγκαία. Οφείλουμε
να φάμε πολλά φρούτα και να κατανοήσουμε το Ισλάμ
και η μέρα επίσης θα ευχόταν να έχει εικοσσιτέσσερις ώρες
για εμάς. Αλλά υπάρχει, δεν ξέρω, ένα λάθος
δομής˙ έξω και μέσα, ίσως.
Το πιο σοβαρό από όλα το βλέμμα.
Το πιο ευαίσθητο το δέρμα.

Και υπάρχει μια μορφή ανίας
υγιεινή, των ναρκωτικών η απουσία.

Εδώ βραβεύουν της νιότης το τελείωμα με μια σοφίτα.
Σήμερα είδα έναν πελαργό να φωλιάζει στη μύτη
ενός υπέρμετρου γερανού και είδα
τη διαγώνιο της ανάγκης ιχνογραφημένη από ένα λαγωνικό.
Ποτέ δεν θα μάθω από τι δραπέτευε ο ένορκος
τη σύγχυσή μου δεν θα λάβει υπ’ όψιν αλλά ναι
τον τρόπο με τον οποίο εξηγώ την τάση, να καθηλώνω κόσμο.

Σε εύθετο χρόνο κι ένα δωμάτιο περισσότερο
ή λιγότερο άδειο, πολλοί από εμάς δεν απογοητεύουν.

Αυτοί που έχουν παιδιά, σε καθαρές μορφές απελπισίας προσχωρούν.

Αυτοί του Νοτίου ημισφαιρίου δεν έχουν προβλήματα με το αφηρημένο.
Ναι για τους τυφώνες δυσπιστούν.

ΜΩΡΟ

Τι ένταση στο δέρμα φωτεινή
τι επίκειται όλων γιατί θα συμβεί.

Θαύμα, αλλά ανεπιτήδευτο, του καρπού σαν άκρη του κλαδιού.
Ποιος θα μαρτυρούσε τέτοιες αρμοδιότητες απ’ το κλαδί: παραχώρηση χρώματος
κίνηση, αέναη εγκαινίαση.

Από αηδία ανακάτωση κι οι Δευτέρες, όλα είναι σύμβολο της ηδονής:
η σιελλόροια χωρίς ασθενή, ο πόνος που καταλήγει
όπου το δάκρυ χάνει υγρά.
Η πείνα δεν μετριάζει σε καμία ζυγαριά,
σε ηπείρους δυστυχείς.
Όλα όσα πονούν φτάνουν για να μεγαλώσει.

Επίσης της ομοιότητας φανέρωση και η μικρογραφία.
Ομορφιά από αυτό που θα διαστρεβλώσει τη βρωμερή ζωή ή
από το ποδαράκι στον μαραμένο στηθόδεσμο.

Τι να σου πω˙ έχεις γεννηθεί. Μένει το ημερολόγιο
Στο μπουμπούκι κούρνιαξε η αιωνιότητα.

(Ποιήματα ανήκοντα στη Συγγραφή, 2010)

Η Χουλιέτα Βαλέρο [Julieta Valero] (Μαδρίτη, 1971), είναι πτυχιούχος Ισπανικής Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης. Έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές και δοκίμια κι έχει βραβευτεί σημαντικά για το έργο της. Συντονίζει το Ίδρυμα Κέντρο της Ποίησης José Hierro.

Γιάισα Μαρτίνες
http://www.tendencias21.net/literaria/

Ήρθε το τίποτα σώμα για να γίνει και, από το μάτι και της γλώσσας την άκρη να γίνει

παραπάνω γη.

Λευκό και ταπεινωμένο
πάνω στα επτά άλογά του μνημονεύει τώρα – εκ νέου, το πρωινό που
στον ιδρώτα στρέφεται και στο όνομα.

Ξέρει ποιος είναι για τον καταμερισμό της δέσμης και τίποτα δεν μπορεί τον χρόνο να του αρνηθεί

ούτε οι τεράστιοι ζαρωμένοι καγχασμοί του

Σίγουρο είναι πως πάνω σε αυτόν που φτύνει τον ουρανό, πέφτει του τρόμου το σάλιο,
αλλά εκείνο έσκυψε προτού προφέρει – δεν περιμένει
να γίνει περισσότερο από το πεπρωμένο μόνο
να συνδυαστεί με εκείνο μέσω της λέξης.

Με κάποιο πλαστικό τρόπο τη γεωμετρία ξελογιάζει
τη διυλίζει πάνω σε μια πορώδη πλάκα
με γράμματα επισταμένως χαραγμένη, στο χέρι
μπροστά από το κρύσταλλο αστράφτει

Αργότερα παραδίνεται για το τίποτα,
και απ’ το μάτι
και της γλώσσας την άκρη

(Από το βιβλίο Επτά-Οι σκύλοι του ουρανού, Εκδόσεις Leteo, 2010)

Μύριζες σαν γριά του κάμπου
και κατοικούσες κρυμμένη ένα χωριό
από όμοια σπίτια.

Εκείνη άρχισε να ανατρέχει
στους άδειους δρόμους φωνάζοντάς σε Μάνα,
αλλά δεν σε συνάντησε, γιατί φυλούσες
τις κραυγές σε κουμπαράδες.

Τώρα πλέκουμε μαλλιά
στο χωριό σου και στη ζωή ανάμεσα

*

Ξεσκεπάστηκαν οι φωλιές,
τελικά τα παιδιά σου θα μάθουν να ακούνε
τις μάχες της σιωπής
όπως
έχεις υφάνει τις μοίρες καθώς ηρεμείς
-από το δέρμα σου σχεδίασες τους δρόμους-.
Τα βήματά μας τώρα πλησιάζουν
στα μπαούλα σου το αυτί,
εσύ σου γράφεις τις ρίζες στα χείλη,
σου βγάζεις απ’ τα κόκαλα τη ζωή,
και στο όνομά σου τεντώνεις
αστέρια ενώπιον του κόσμου.

Ξεγυμνώθηκαν οι κραυγές,
η Γη γεμίζει
από φωνές που φύλαξες

(Από το βιβλίο Η Λίλιθ αναμασά, Συλλογή Ζιγκουράτ, Ateneo Obrero της Χιχόν, 2002)
Η Γιάισα Μαρτίνες [Yaiza Martínez] (Λας Πάλμας ντε Γκραν Κανάρια, 1973), είναι πτυχιούχος Ισπανικής Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης. Έχει εκδώσει 5 ποιητικές συλλογές και μια νουβέλα. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε εκδόσεις σημαντικών πολιτισμικών φορέων. Είναι επίσης μεταφράστρια και αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Επιστημών και Ανθρωπιστικών Επιστημών «Tendencias21».
Αμίλκαρ Μαρτίν Πέρες


ΝΕΟ 2012 (ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΤΗΣ ΠΥΡΙΤΙΔΑΣ)

Θυμόμαστε πως το έτος εδώ και αιώνες άρχιζε την άνοιξη... αλλά ο ήλιος είναι κάθε φορά πιο χλωμός, γιατί τώρα το έτος αρχίζει το χειμώνα. Γιατί τέτοια ποσότητα βεγγαλικών κι αγίων βαρβάρων που κάνουν τα βουνά να μιλάνε με γλώσσεις δανεισμένες απ’ την πυρίτιδα; Για να υποκαταστήσουν τα ουράνια θαύματα που κάθε τέλος του χρόνου αναμένονται. Εκείνη η ευθυμία του φωτός υποδηλώνει μια νοσταλγία, που κάνει να ανεβαίνει μέχρι το ουράνιο στερέωμα εκείνη η γη, η σφιγμένη στον οδυρμό. Η έκρηξη είχε την αρχή της στου παραδείσου την καθυστέρηση. Ο ουρανός δεν έρχεται˙ ο χρόνος θριαμβεύει. Επομένως είναι σε δυσμένεια η αποστολική παραίσθηση: "Καὶ ἐγώ Ἰωάννης τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἰερουσαλὴμ καινὴν εἶδον καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς" (Ἀποκάλυψις, XXI, 2). Γιατί κάθε τόπος είναι το κέντρο. Δε σιωπούν από το γέλιο οι Φυσικοί όταν τους ρωτά "που" άρχισε η καταγωγή; Κάθε έτος είναι το τέλος. Δεν το ένιωσε η καρδιά σου όταν φόρτωνες εκείνον τον απεσταλμένο από την διαιώνιση της διάρκειας, βάζοντας στον πύραυλο ευτυχία και θλίψη, χαιρετισμό κι αποχαιρετισμό; Και νιώθουμε το αρχαίο όπως το καθαρό διαχωρισμένο ή όπως τη δύναμη του διαφορετικού, ερχόμενοι για να είναι αυτοί οι ασύδοτοι καιροί ανακατεμένοι, και επίσης γιορτάζουμε εκείνη την περασμένη απλότητα σπέρνοντας ο ουρανός του προσώπου με εκείνες τις υδαρείς φωτιές που έρχονται από εκείνο το συμπυκνωμένο χθες που είναι η καρδιά.

Δεν ξέρω πώς ούτε σε ποιόν λέω αυτό. Άρχισα να το λέω όταν πια είχε γίνει πιο έντιμο να το ξεχάσω.... λοιπόν αν το τριαντάφυλλο φτάνει αργά στο ραντεβού του με τη στάχτη, δεν είναι παρά γιατί ήδη η αργοπορία ήταν αμέτρητοι κόσμοι στους οποίους στάχτη και τριαντάφυλλο συνέπεσαν... η αργοπορία τους είναι μια ακόμα περίπτωση, η λιγότερο σημαντική από μια σύμπτωση άπειρη: Αλλά τα μάτια αντέχουν μόνο την ελαφρότητα. Αχ, κι αυτές οι φωτιές, αυτές οι εκρήξεις, αυτοί οι αποχαιρετισμοί, αυτή η διάρκεια; Τι είναι εκτός από γιορτές του πιο ελαφρού μέρους στο οποίο η χρονοτριβή είναι συνάντηση, ο χρόνος είναι τέλος, η γιορτή είναι επιστροφή; Δεν θα αναπολούσε εκεί σε κυκλικά βήματα η πυρίτιδα μέσα στην οποία η ελαφρότητά της οφείλεται στον τραπεζίτη του ουρανού, αλλά το φως της λαμβάνεται απ’ την Καταγωγή που αναγγέλλει και κλαίει;

Η βία του πολέμου είναι καμωμένη με πυκνή στάχτη απ’ τον παράδεισο.

J.Q.
(Ανέκδοτο)

ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

Μην καταστρέφεις την ησυχία σου:
η ελπίδα και ο φόβος
είναι δυο λιοντάρια γεννημένα την ίδια ώρα.
Για τη μέρα, το έγκλημα˙
κατά τη διάρκεια της νύχτας, η συνείδηση:
Η ηθική είναι το εμετικό που δίνεται στο κρεβάτι
για να φτύσει το σώμα μας από το λήθαργο.
Μην κάνεις μεγάλα πράγματα: οι μέρες είναι ένας χιτώνας
που θα πρέπει να επιστρέψεις,
και τα οστά σου μια έρημος ασβεστολιθική
που η ψυχή σου να διασχίσει θα πρέπει.
Οι πράξεις σου είναι οιμωγές που αφήνουν κουφό
το μέλλον... Σε ακούς; Εγώ δεν με ακούω.
Μίλα κάθε φορά με φωνή πιο χαμηλή,
για να μη σε ακούς όταν πια δεν υπάρχεις.
Η μνήμη... είναι ο στίχος με τον οποίο η φαντασία
εξαπατά τη ματαιότητα.
Τι θα ξέρεις εσύ από τα γόητρα του απρόσωπου
άμα το μισό των παρόντων σου
τα έχεις σκοτώσει κάτω από το οστέινο ουράνιο στερέωμά σου;
Κοιμισμένος, μιαίνοντας τριαντάφυλλα ιεροπρεπή,
βγαίνεις από του ασυνείδητου τη λίμνη,
όπως διαλύει ένας πνιγμένος το σάβανό του από νερό
για να χαράξει ο θάνατος στη λέξη τον τρόμο:
Αυτός έχει γίνει τα πάντα, και τίποτα δεν αξίζει τον κόπο.
Ήταν το άφωνο ψάρι που του δάγκωσε το όνομα:
Ήταν η άμμος  που υποδέχτηκε τα λείψανά του και φυλάκιζε
την επίσκεψη των παλιρροιών, και τον υφάλμυρο φοίνικα
μες στον οποίο σκότωσαν τον ήλιο σαν φρούτο
και νεκραναστημένος σαν σκιά...
κι ακόμα την αιωνιότητα διατρυπά, μορφές επαιτώντας.
Πλανήθηκες, αν πήρες το αύριο,
για να μετρήσεις το ανάστημά σου.
Το μήκος σου οφείλεις να το μετρήσεις το μεσημέρι
όταν το φως είναι έντονο και η σκιά είναι εικασία.
Μην κάνεις τίποτα. Η ανάμνηση είναι η πίστη
πως το παρελθόν παραμένει.

Δον Χοσέ Μαρία Κανένας.
(Ανέκδοτο)

ΚΟΙΛΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

Δεν υπάρχει κάτι που να είναι "λίγο ποιητικό", αφού αυτός ο κόσμος είναι ένα χάσμα και σ’ εκείνη τη σκοτεινιά ανάρμοστη η ποίηση εμφανίζεται. Η ποίηση πάντα είναι αρσενική γιατί ανατινάζει την ακάθαρτη παρθενικότητα του κόσμου. Αλλά θέλω να ξέρω: Γιατί ο Δάντης κι ο Βαγιέχο είναι αμφότεροι ποιητές; Με αγγίζει η βεβαιότητα πως ο Βαγιέχο κι ο Πεσσόα είχαν ήδη κυοφορηθεί στον Δάντη και στον Σαν Μπουεναβεντούρα. Δεν είναι η κουρασμένη πληρότητα της ρίζας του δύο όπου συνδιαλέγονται ο Σουίφτ και ο Σπινόζα, ο Καλντερόν και ο Μαλεμπράνς, ο Αισχύλος κι ο Σάμιουελ Μπέκετ, αυτό που με εξοργίζει με τόση ευτυχία: ο Βαγιέχο ήταν πάντα στην κρυπτοποίηση του αριθμού, και αναδείχθηκε όταν μπόρεσε να γίνει κατανοητός στο γράμμα. Ο χρόνος συμπίπτει με το αιώνιο, όταν το αίνιγμα επιλέγει, όπως ένα θηλυκό, την ερμηνεία του.

Ο Πεσσόα, πριν ξοδευτούν χιλιετίες, δεν θα σημαίνει τίποτα....  Γι’ αυτό ο χρόνος είναι ήσυχος και δεν φυλλορροεί  ούτε για ένα λεπτό, γιατί εκείνο το τώρα από ξοδεμένα μέλλοντα έχει γίνει πάντα αυτό το τώρα από τους πολυδιαβασμένους Πεσσόες. Αν ένας ταξιδιώτης επισκεπτόταν το ρολόι του ουρανού κάθε εκατομμύριο χρόνια, θα πίστευε πως στα μεσοδιαστήματα της απουσίας του, η κίνηση είναι ησυχία, αφού το ουράνιο στερέωμα θα ήταν ένα ρολόι χαλασμένο που πάντα αποκαλύπτει την ίδια ώρα.

Θα ροκανίσω τον τάφο της καρδιάς
και θα γίνω ένα εδώ πάντα παραμένον...
Ανατινάζοντας τη συμφωνία του τώρα
και βάζοντας τον πάγο του πληγωμένου μου αίματος
στον πόνο ενός ήλιου που είναι προφητεία.
Η μελλοντική ζωή μου
είναι ένα κοράκι
που περιμένει την περασμένη ζωή μου.
Τη δική μου εγώ δεν την έχω δει να ζει
αφού κρύβει στην κρύα στάχτη
το μόνιμο πρόσωπό μου.
Καταραμένη ευχή,
που τεντώνει τις πτυχές
του άδειου κουστουμιού της μέρας
και κάνει τη μνήμη
να είναι το ΠΑΤΗΤΗΡΙ απ’ όπου πίνει η ψυχή.
Κι εσύ επίσης πίνεις, κι ο ήλιος καίει
στο πόσιμο ποτό σου..., αλλά ίσως
η ζωή έσβησε εκείνο το λικέρ στο οποίο,
με εχθρότητα από άκτιστο πτηνό,
αποτέφρωνες εκείνον τον ορίζοντα
που έδωσε πρόφαση σε τόσους θανάτους.
Τώρα με έχουν φτάσει
οι εγκυμονούσες απ’ τη δύση αναμνήσεις μου
κι ανάποδα το είναι μου φοράω,
κι ο ουρανός βλέπει τον εαυτό του καθισμένο στην άβυσσο του στήθους
όπως η Δίκη του γυαλιού πάνω στο ενδόμυχο.
Δεν θέλω περισσότερους γκρεμούς
όπου απαγχονίζεται το ζώο του εγκεφάλου μου,
προτιμώ το λεπτό τμήμα
που πέφτει στη φτέρνα ενός κλαδεμένου αστεριού.
Αλλά ο ουρανός είναι ένα ύφασμα
απ’ όπου μάσκα τη στεγνή λογική σου κρεμάει,
και προσποιείσαι αστέρια με τρείς χιλιάδες κινήσεις
κοπιαστικές από μυς που ήδη έχεις χάσει.

(Ανέκδοτο)

Ο Αμίλκαρ Μαρτίν Πέρες [Amílcar Martín Pérez] (Σάντα Κρούζ, Τενερίφη, 1977), έχει σπουδάσει Φυσική και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Λαγκούνα και είναι μελετητής της καστελλανικής ποίησης του 17ου αιώνα καθώς και των κλασικών φιλοσόφων και επιστημόνων. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές και ένα φιλοσοφικό -επιστημονικό δοκίμιο.

Χουάν Μανουέλ Μαθίας
http://diosas-nubes.blogspot.com.es/

ΓΡΑΦΕΙΟ

Στα σκοτάδια τις λέξεις
να τις αγγίζεις πρέπει να ξέρεις
με την ίδια πίστη με την οποία αγγίζεται ένα κορμί.

Κάποιες φορές ο άνεμος της καρδιάς υπερβολικά τους φωνάζει
για τη δική τους αδύναμη κατάσταση της λάσπης.
Ο άνεμος της καρδιάς περνά και συγχύζει
και παύουν τα χείλη νικημένα από το παρελθόν,
παρατατικό όταν πάντα,
όταν πάντα ήταν αργά κι ωστόσο κανείς
δεν κατάφερνε να φορέσει ένα κολάρο κατευνασμού σε ορισμένα ρήματα μεταβατικά:
«εγώ είχα», «εγώ ήθελα»
«εγώ ήξερα ή μπορούσα»...
κι ωστόσο
ένα βιβλίο συνέχιζε με όλες του τις ορισμένες ώρες να σαπίζει,
με όλη τη συσσωρευμένη και θλιμμένη οργή του,
με όλη την απαρηγόρητη γραμματική του,
πάντα ανοιχτό από την ίδια παγωνιά
στο γραφείο στο οποίο ποτέ δεν κάθισες.

Κάποιες φορές οι λέξεις
είναι μονάχα δρόμοι τεντωμένοι που οδηγούν στον πυρετό,
κι ο πυρετός δεν είναι παρά ένα μουτζουρωμένο από κίτρινο νοέμβρη κασκόλ
στο λαιμό των παράξενων παιδιών.

Και τη βροχή, μη ξεχνάμε τη βροχή, αγύριστη ηλακάτη κόσμων χωρίς ηθική διδαχή,
και τόση γέρικη ιστορία
στα κατώφλια κοιμισμένη,
και τόση ιστορία αδέξια αποσπασμένη
από τους καταλόγους των σπασμένων θεοτήτων,
βρώμικων από την απουσία, τη βιολέτα και την κιμωλία.

Αλλά είναι νύχτα τώρα, και οι λέξεις
θα γυρίσουν να σκοτεινιάσουν όπως σκοτεινιάζει ένα κορμί,
άμα οι πόλεις τα βλέφαρά τους κλείσουν από μακριά
και μία άβυσσος λεπτή στα χέρια μας χυθεί.
Γιατί ξέρουμε πως ανάμεσα σε σκιά και σκιά μπορεί να πέσει ένα δόγμα
και δεν υπάρχει ένα ναι πιο εμφατικό από αυτό του αγγιγμένου δέρματός σου, ακριβής σκόπελος,
όπου οι αμφιβολίες, συνεχίζουν να σπάνε, η μία μετά την άλλη, τον στείρο του κυματισμό.
Και τη μετατόπισή του.

Δεν υπάρχει άλλη επιστήμη πιο σαφής και χωρίς σίγαση
από τα χέρια που ακούνε και την καρδιά που αγγίζει.
Το σκοτάδι θεμελιώνει την αυστηρή του υπαγόρευση:
πως όλα μπορεί να είναι οποιοδήποτε πράγμα εκτός απ’ το κορμί σου
άμα να φτάνει ξέρει κάποιος από τον πιο σύντομο δρόμο,
από αυτόν που πάει απ’ την αλβαργκονθάλες στη μελαγχολία ή στο σύννεφο
περνώντας απ’ τη λήθη, την πισίνα, την κίρκη, τη βερενίκη, τον βοριά .

Κοίτα. Έχουμε φτάσει από πολύ μακριά
στο πιο δύσκολο μέρος της σύνταξης.
Έχουμε ανοίξει τις πιο παράξενες πόρτες και είδαμε πως πια δεν θα υπήρχε κανείς
παρά η άχρηστη τράπουλα του χαρτοπαίκτη, τα ρέστα κάποιας δευτέρας καταδικασμένης, ένα
μισοτελειωμένο πανηγύρι
και ένα σάπιο από αβεβαιότητα και φόβο τσαμπί.
Όλα ήταν, τελικά, στα δικά μας χέρια.
Εσύ επινοούσες λέξεις όταν κάποιος έσβηνε τις μέρες
κι εγώ συνέχιζα να τις περιμαζεύω για να κατανοήσω γιατί ένα σπίτι
σχεδιάζεται μονάχα με τα χέρια ενός παιδιού κι όχι ενός αρχιτέκτονα,
γιατί ένα σπίτι ποτέ δεν διαρκεί για πάντα,
γιατί ο χρόνος κι ο τρόπος και τα άτομα,
και κανείς δεν επινόησε έναν παράδεισο για τα σπασμένα παιχνίδια και τις ορφανές από ρίμα μετοχές.

Κοίτα.
Έχω φέρει τις λέξεις που επινόησες στα σκοτάδια,
φυλαγμένες μέσα στην ίδια τους τη σκοτεινιά.
Όλες είναι εδώ, δεν λείπει καμιά,
συμπεριλαμβανομένων και αυτών που στην απλή εντριβή πονάνε απ’ το αλάτι και τη θάλασσα τη μακρινή
ή εκείνες, τις πιο ανυπεράσπιστες, που άμα τις χαϊδεύεις υπερβολικά
μπορούνε με ένα δάκρυ ή μ’ έναν άγγελο να μπερδευτούνε εύκολα.
Πάμε να παίξουμε τις αλυσοδεμένες λέξεις.
Αλλά με την ευχαρίστηση που αντιλαμβάνονται μονάχα αυτοί που παίζουνε στα σοβαρά.

Ναι. Στα σοβαρά. Παρακαλώ. Είναι διασκεδαστικό.

Πάμε να τις τοποθετήσουμε τη μία μετά την άλλη, με του καπρίτσιου την πίστη, με την αφή που τους δρόμους επινοεί.
Τη μία μετά την άλλη, θα τις διασώσουμε απ’ την αργή τους των πιθανοτήτων αγωνία,
θα φέρουμε σ’αυτές ένα σπιτικό, ένα σύστημα ριζικό, και έναν ενεστώτα παρατατικό για πάντα,
τη μία μετά την άλλη, πρός της μέρας το φως.

(Από το βιβλίο Μετάβαση, DVD Ediciones, 2011)

ΑΤΤΙΚΕΣ ΝΥΧΤΕΣ

Ο Αύλος Γέλλιος, ρωμαίος μαθητής, τις Αθηναϊκές νύχτες γράφει στα λατινικά. Γράφει ένα βιβλίο άπειρο, παράλογο, που εγώ ποτέ δεν θα τελειώσω να διαβάζω. Και τα λατινικά του είναι τόσο επίπεδα, τόσο εγκαταλελειμμένα σαν τον χειμώνα που ποιμαίνει αστέρια στον άδειο δρόμο κάτω απ’ το παράθυρό του. Φαντάζομαι το παράθυρο, στενό, ασφυκτικό, και το νωχελικό βλέμμα του μαθητή, ανακρίνοντας τη νύχτα των ελλήνων˙ και το λερωμένο τραπέζι όπου πολλαπλασιάζεται το σάλευμα των χαρτιών του, η μπαγιάτικη μυρωδιά της μελάνης, τα πειθαρχημένα αυλάκια της μοναξιάς του. Και τα λατινικά που επιστρέφουν κάθε νύχτα για να ανοίξουν τα απότομα χείλη τους, με την προφορά τους του αρότρου και του θολού αίματος: εκείνα τα βαθύφωνα λατινικά που εμφανίζονται σαν μια χειρονομία ξένη πάντα και μετατοπισμένη, ένας κουφός παλμός, ο υπαινιγμός ενός φιλιού σε λάθος χρόνο μέσα στην πιο ψυχρή σιωπή της αττικής νύχτας, παράξενη σιωπή που δίνεται μονάχα μέχρις ότου οι έλληνες να γίνουν ικανοί να εγκαταλείψουν τους δικούς τους δρόμους. Γιατί η Αθήνα χωρίς έλληνες δεν είναι παρά μια βιτρίνα από πέτρα, ένα πικρό τσαμπί από κίονες και προγόνους, ένας λαβύρινθος που περιστρέφεται και περιστρέφεται με τον νεαρό Αύλο Γέλλιο στο κέντρο του, ανίκανο πάντα να κοιμηθεί, από παραδοξότητα οριστικό ασθενή, που γράφει στα λατινικά όλα όσα μαθαίνει ή έχει μάθει ή πίστεψε πως έμαθε από τους έλληνες˙ και ξετυλίγει τις πιο αλλόκοτες της γνώσης διαδρομές. Ίσως ο Αύλος Γέλλιος να είχε ήδη υποψιαστεί πως η γνώση είναι στα πλευρά μία ενόχληση, επανερχόμενη σε ορισμένες ώρες της αυγής. Ένα πεισματικό σκουλήκι που σκαλίζει τη συνείδηση όταν όλα συγκλίνουν σε κάτι που μοιάζει με μια σιγουριά. Και κάθε σημείο φωτός ή σκιάς στη φωτογραφία σου είναι μια ερώτηση ανάμεσα στις τόσες που ο Αύλος Γέλλιος κι εγώ διατυπώνουμε στην τύχη για να συνθέσουμε ένα όλο τελείως ακατανόητο. Ποιος αριθμός σπασμένων κνημών θα συνιστούσε το όνειρο του Πυθαγόρα; Ποιον διέσωζε απ’ τη λήθη ο Θερβάντες όταν με το χέρι που δεν είχε αυνανιζόταν; Πόσα χελιδόνια μπορεί ο χειμώνας να αποδεχτεί χωρίς να έρθει παρακάτω; Ποιος θυμάται πια τον Αύλο Γέλλιο, τον ρωμαίο μαθητή; Ίσως, ίσως αυτός έχει πια καταλάβει πως το σύμπαν είναι μια συναισθηματική κατασκευή. Και η αγάπη, όπως ήθελε η Σαπφώ, εγείρεται με τη δύναμη της θέλησης της μέλισσας. Εγώ δεν αγαπώ την Αθήνα, αλλά η Αθήνα υπάρχει επειδή ο Αύλος Γέλλιος κάθε νύχτα σε αγρυπνία παραμένει, κάθε νύχτα υποστηρίζοντας την ορμητική του αγάπη για την πολιτεία που δεν τον ακούει. Η Αθήνα υπάρχει επειδή ο Αύλος Γέλλιος στην Αθήνα μαθητεύει με μια προσκόλληση γειτονική σχεδόν με το παραλήρημα. Όχι, εγώ δεν αγαπώ την Αθήνα, αλλά ο Αύλος Γέλλιος στη βασανισμένη του ευρυμάθεια ξύπνιο με διατηρεί, σ’ αυτή την αϋπνία την τρομερά παγανιστική, και δεν με αφήνει να κοιμηθώ, και δεν με αφήνει να σε ξεχάσω, και μου περιπλέκει τα βλέφαρα στα χαρτιά του κάτω από τη λακωνική σαφήνεια της απουσίας σου.

(Ανέκδοτο)

ΑΣΜΑΤΙΚΟ

Αυτές οι αργές λέξεις κάτι έχουν
από αργό ήλιο που τα απογεύματα τα τελευταία
του σεπτέμβρη διαλύεται στο ασήμι.
Είναι το πορφυρό μυστήριο του οίνου
που σαν ένα παιδί ξαναγεννιέται στο πατητήρι
με θορυβώδη φωνή και μάτια ηλικιωμένου.
Αυτές οι λέξεις έρχονται στα χείλη
όπως στην άκρη μιας πισίνας η σελήνη
συναισθηματική, αρχαία, αυστηρή και ευγενής.
Είναι η βρεγμένη γη, ο αγνός άνεμος
που πλέκει μάγια ανάμεσα στα πουρνάρια˙
ο χάλυβας μετριασμένος από θάρρος˙
ο βασιλιάς και ο επαίτης, που, στη μεγάλη ώρα,
ξέρουν να βλέπουν μέσα τους σαν ένας καθρέφτης
του αιώνιου ανθρώπου που στη σιωπή πεθαίνει.
Και είναι η ακρόπολη, και είναι το μάρμαρο
που διατηρεί μάχες και καταδίκες,
απ’ τη φαυλότητα των ημερών πάντα ασφαλείς.
Αυτές οι αργές λέξεις είναι οι γονείς
που μας κληροδότησαν ναούς, παλιά ενδύματα
και μια ιστορία διδαγμένη στις σοφίτες.
Κι είναι τα σύννεφα επίσης χωρίς ιστορία
που οικοδομεί την έρημο μες στην αδυναμία
όπου μονάχα η πίστη κρατά σε αναμονή
το μετάξι, με το βάρος του θανάτου.

Πιο πέρα από τις άγονες γραμματικές,
πιο πέρα από τα ψυχρά ράφια,
πιο πέρα από των χρόνων τα φύλλα,
και πιο πέρα από τη λογοτεχνία,
αυτές οι αργές λέξεις είναι το δικό μου αίμα,
και καίνε σ’ αυτές μέσα πολλές ζωές μαζί,
πολλά μάτια που κοιτάζουν εκ του χρόνου,
άμα τις κάνω απ’ τις αβύσσους τους να γυρίσουν
στο αυτί για να σου μιλήσουν. Αυτές οι λέξεις
είναι το σώμα μου που θρύψαλα απ’ την άμμο έχει γίνει,
η καρδιά μου από την τρικυμία μεταφερμένη,
η ψυχή μου μέσα στο κοχύλι μαζεμένη.

(Από το βιβλίο Άσματα και φυλακές, Isla de Siltolá 2011)

Ο Χουάν Μανουέλ Μαθίας [Juan Manuel Macías] (Καρταγένα, 1970), είναι φιλόλογος, ελληνιστής και μεταφραστής. Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά που σχετίζονται με τα κλασικά γράμματα, με άρθρα και μεταφράσεις ελληνικής ποίησης. Ποιήματά του και άρθρα του λογοτεχνικής κριτικής έχουν δημοσιευτεί σε αρκετά περιοδικά ποίησης. Έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές καθώς επίσης σε μετάφραση ποιήματα της Σαπφούς και την ποιητική συλλογή της Μαρίας Πολυδούρη με τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν».

Ντέμπορα Αντόν Σοριάνο
http://cuentagotas.wordpress.com/


Λιγότερο Αμελί, περισσότερο Κλαρίσα Νταλογουέι

Πώς μισώ τις ερωτήσεις-υποβρύχιο.
Πού πάει η μικρή μου αγαπημένη;
Ο φόβος στο περίβλημα δεν κυριαρχεί.
Καθώς, το μίσος πέφτει,
πάντα πίσω απ’ την αυλαία της ψυχανάλυσης.
Έλα εσύ, και φέρε τα κόλπα σου, πουτάνας γιε.
Διάλεξε για δόλωμα το σάλιο
με χέρια σαν φωτογραφικές μηχανές.
Με κάνεις να μετράω την απόσταση σε σκαμνιά.
Με κάνεις εχθρό απέναντι στο ίδιο μου το γράμμα.
Βιογράφησέ με.
Είσαι η έμπνευση αυτής της μηχανής από σάρκα.

(Από το Λιγότερο Αμελί, περισσότερο Κλαρίσα Νταλογουέι)

Πεντακόσια χρόνια πίνοντας απ’ την ίδια πηγή και δε συνέβη σε κανένα να γεμίσει την κανάτα με άλλο καταραμένο πράγμα: μουσική του ασανσέρ, τριαντάφυλλα και κουκούλια

οι ρυτίδες των χειλιών της Παρθένου Μαρίας περιέχουν ένα μήνυμα που ρέει απ’ τις καρδιές σαν ποτάμια old fashioned ανθρώπων και στίχους του e e cummings
Collige virgo rosas μάζεψέ τα κάνε μ’ εκείνα μια ζώνη βγες στο δρόμο κάπνισέ τα αν είναι απαραίτητο
χόρεψα με έναν άνδρα που παρακαλά στις εκκλησιές και φοράω ένα φόρεμα φτιαγμένο από τσάντες ζαχαρίνης
ένιωσα τα τριχοειδή αγγεία της μύτης σπασμένα τον εγκέφαλο λίγο ή καθόλου οξυγονωμένο ένα παραθυρόφυλλο γεμάτο τρύπες
τσουρουφλίστηκα με τον ήλιο της συμφοράς περιμένοντας μερικά πλοκάμια που υπάρχουν μόνο στα βιντεοπαιχνίδια του Lucas Arts
επίσης ικέτεψα τον Babaji με τα μάτια στυλωμένα στη ραφιέρα του δικού μου
δωματίου
και πέρασα με ένα δερμάτινο μπουφάν επιθυμώντας να κλωτσήσω τους κάδους με την απελπισία του πράσινου σταυρού του φαρμακείου
τραγούδησα παραλυμένη απ’ τον τρόμο θέλωντας να είμαι ο Roy Orbison με το λαιμό σφήκες γεμάτο
όλα για να καταλήξω καταβροχθισμένη από κάτι κι απ’ τη ζωή πιο μεγάλο
αφού είχε εξαλειφθεί το φως ο χρόνος το ύστατο φυσσίγιο

(Από Το κουτί των μπισκότων)

I

Φοράμε το κοστούμι και βγαίνουμε στον κόσμο:
το κοστούμι των ατόμων, ο κόσμος και τα καθήκοντά του,
οι ουρές πέρα απ’ τον τάφο. Ένα μέρος εμετικό.
Στριμώχνονται μαγδαληνές, ο ιδρώτας, κτήρια,

άσφαλτος καναδική, φύση κρυφή.
Ο κόσμος που ταλαιπωρείται, αγωνίζεται για τη βροχή.
Η βούληση η αστική, αυτός ο άταφος σταυρός,
η κενή δειλία, βρώμικα του χθες ποτήρια.

Η ζωή είναι σαν ένα κοστούμι: άμα τεράστιο δεν μας έρχεται
φοβόμαστε μήπως μας το λερώσουν, μήπως μας σκίσουν την πλάτη.
Το φοράμε, προσαρμοσμένος κανένας δε μένει.
Δεν έχει σημασία τι αναμένεται. Πάντα στο ίδιο ράφι

δύο επιλογές συναγωνίζονται για ένα όνειρο χρυσωμένο:
ένα ταξίδι πρώτης τάξης στον παράδεισο τον κλεμμένο.

(Από το Ασυμφωνίες στο εργοστάσιο κλωνοποίησης)

Η Ντέμπορα Αντόν Σοριάνο [Deborah Antón Soriano] (Αλικάντε, 1986), μεγάλωσε στην Έλτσε, σπούδασε Διαφήμιση και Δημόσιες Σχέσεις στη Μαδρίτη και Ισπανική Γλώσσα και Λογοτεχνία. Έχει εκδώσει ένα βιβλίο και μία ποιητική συλλογή, ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικές ανθολογίες και κάποια από αυτά έχουν βραβευτεί.

Μάρτα Αγκούδο Ραμίρεθ


ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ 28010

1. Λέγομαι Μάρτα. Με λένε Μάρτα. Βαφτίστηκα σε σκηνικά χωρίς ιδιοκτήτη ώσπου τα μάτια μου, λίγο λίγο, διεστάλησαν σε μυθοπλασίες.

5. …κάτω απ’ τον πάγο που λιώνει. Πύραυλος αγωνίας στον οποίο πνίγεσαι πίσω από παράθυρα που δεν σταματούν να τροποποιούν. Σήμερα είσαι πληγωμένη, χτες αστραφτερή, και αύριο, ποιος ξέρει αν αύριο θα έρθω με πουλιά ετοιμοθάνατα. Σπείρε σιωπές και θα θερίσεις μοναξιές, λέει ο χιουμορίστας. Θα πρέπει να πάψω για να ξαναρχίσω, να τρίψω τα χέρια μου για να εξαφανιστούν τα δακτυλικά αποτυπώματα και, στην ανοιχτή κλίση της παλάμης, θα μπορέσω να σπείρω τα φωνήεντα μιας αυθεντικής γλώσσας.

6. “Α” απ’ την κατασκευή,  “ι” από την υπερηφάνεια, “ε” από την έναρξη”, το περίφημο  “υ” των αδύναμων μητέρων και ένα “ο” που δεν κατορθώνει να αποχαιρετά. Γι’ αυτό σε όλο αυτό που απορρίπτω πάλλεται η στάση μου˙ και ανάμεσα σ’ αυτό που ήμουν και δεν ήμουν, οι απογοητεύσεις μου˙ και ανάμεσα σε αυτό που είμαι και θα γίνω, ένα σμήνος από ρήματα. Συλλαβίζω με σκοπό να με ξαναρχίσω: μι, άλφα, ρο, ταυ, άλφα˙ και όλο συνεχίζεται ομοίως: υπάκουο, ναυαγώντας...

9. Ανοίγω το γραμματοκιβώτιο και παρατηρώ τις γραφίδες “ρ”, “α”, “τ”, “μ”, “α” στην προβλεφθείσα σειρά, με τέτοιο τρόπο που ο ταχυδρόμος ταυτοποιεί με ταχύτητα τα γράμματα και καταφέρνει με την εργασία του να μεταφέρει μηνύματα, μπουκάλια για ναυαγούς που έχουν ήδη βρεθεί. Ξέρει πως το κάπα και το ου πάντα θα ακούγονται “κου”. Με θαυμάζει η ψυχραιμία του την ώρα της αποκρυπτογράφησης ήχων που έχουν μετατραπεί σε λογαριασμούς νερού, η αποδοχή μιας κόρης στο στρατό ή φυλλάδια για μαστορέματα για ανθρώπους που δραπετεύουν από τα σπίτια τους χωρίς να βγαίνουν απ’ αυτά.

(από την ενότητα “Φωνητική”)

1. Η σύνταξη, η κληρονομιά, παραλλαγές του χρόνου... Κληρονομείται η νοητική κατασκευή αυτού που ακούγεται; Προς τα πού, λοιπόν, ιχνογραφείται η φυγή;

7. Για τον τηλεφωνικό κατάλογο. Όνομα, οδός, νούμερο. Πρώτο επώνυμο κι εκεί είμαι, με τη γυναίκα που καθαρίζει το φύλο των φαλαινών, ο ηλικιωμένος που ψάχνει ανάμεσα στα ούλα μνήμες αποσπασματικές ή ο γιατρός που κοιμάται με τη μετάσταση όλων των ασθενών του. Κι άλλα στοιχεία: δεύτερο επώνυμο, και το περιθώριο αποσαφηνίζεται, η πυξίδα μεγαλώνει. Υποθέτω λοιπόν το προφανές: στις περισσότερες πληροφορίες, μεγαλύτερη η σύγχυση.

(από την ενότητα “Σύνταξη”)

3.  Η γεωγραφία του απόντος ή η λεκάνη της παράλειψης. Πείσμα με άδεια καρέκλα.

6. Ο κόσμος και το εγώ, αρχή και τέλος, ο απίθανος συντονισμός ανάμεσα στο χρόνο και στις φλέβες. Σε κάθε δευτερόλεπτο τα εκατοστά επιβάλλονται και η ηλικία συγκαλεί τις δικαιολογίες. Η μητέρα και ο όγκος της γλώσσας. Η μεγαλειώδης, η μεγάλη και πιο μεγάλη ρήξη.

(από την ενότητα “Γεωγραφία”)

Η Μάρτα Αγκούδο Ραμίρεθ [Marta Agudo Ramírez] (Μαδρίτη, 1971), είναι ποιήτρια και κριτικός λογοτεχνίας. Είναι πτυχιούχος Ισπανικής Λογοτεχνίας και κάτοχος διδακτορικού διπλώματος. Είναι καθηγήτρια ποίησης στη σχολή λογοτεχνικής δημιουργίας «Hotel Kafka». Έχει συνεργαστεί με αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά με άρθρα, συνεντεύξεις και λογοτεχνικές κριτικές. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, έχει μεταφράσει καταλανική ποίηση και ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε αρκετές ποιητικές ανθολογίες. Η ίδια είναι εκδότης λογοτεχνικών ανθολογιών καθώς επίσης και σύμβουλος έκδοσης του λογοτεχνικού περιοδικού «Nayagua», που εκδίδει το Ίδρυμα José Hierro.