του Τάσου Ρήτου
Τα χρόνια που ζήσαμε με τις ΤΡΥΠΕΣ
Δισεκατομμύρια ιδέες με μπερδεύουν
αλήθειες που παίζουν μαζί μου κρυφτό
μπροστά σε αόρατα μάτια που ελέγχουν
ποιές τελικά απ’ όλες θα βρω.
Στεκόμουν έξω από εκείνο το γκρεμισμένο μπαρ και άκουγα τους πιτσιρικάδες να φωνάζουν δως μου λίγη ακόμα αγάπη. Κλεινόμουν ώρες ατελείωτες μέσα στους τέσσερις τοίχους του αφιλόξενου και παγωμένου δωματίου μου και διάβαζα για εκείνη την φωτιά, για εκείνες τις ατελείωτες γιορτές στους δρόμους. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να γίνω μια σκιά και να βρεθώ παρόν εκεί μπροστά στο σκηνικό. Σε ένα υπόγειο μιας μισογκρεμισμένης πολυκατοικίας. Να αγναντεύω μπροστά στο σπασμένο τζάμι, να χαμογελάω και να ακούω ιστορίες για εκείνο το τρένο που δεν έχει τέλος. Για τα αθώα σχέδια περί αλλαγής του κόσμου προς το καλύτερο, ή μάλλον για την αγάπη και την ελπίδα που χρειάζεται ο κόσμος, και πολύ περισσότερο η ψυχή μας.
Έχεις ξεχάσει που ακριβώς θέλεις να πας.
Χάζευα τα όστρακα,
τους αστερίες,
τα μικρά ανέμελα ψαράκια να βολτάρουν στο κενό της γαλάζιας θάλασσας.
Δεν πρόλαβα να χαθώ στην ηρεμία τους και το κύμα με παρέσυρε εξουθενωμένο μέσα στα σπλάχνα ενός τεράστιου και δολοφόνου καρχαρία!
Μήπως μοιάζει με την πόλη σας?
Που δεκάρα δεν δίνουν για σένα.
Ει ει ει έχουμε πάρτι εδώ
Έχουμε πάρτι
Αν μας ακούς, αν μας ακούς
Αν μας ακούς εκεί κάτω κι εσύ
Έλα!
Πονάει πάντα η πρώτη φορά
Η ευτυχία του να σε ζητώ όταν λείπεις είναι αυτό που με λυτρώνει! Η απουσία σου με βοηθάει να σε προσμένω! Μήπως από εκεί πηγάζει η ελπίδα?
μια γνώριμη σκιά στον ουρανό
με πλησιάζεις με λόγια ιδρωμένα
Μα εγώ κλαίω και σου ζητώ
Στον δρόμο να με βγάλεις που ανεβαίνει
για την δικιά σου κοντινή Αμερική
Με μια πληγή και ένα περίστροφο στην τσέπη
Θέλω να τρέξω, κατά 'κει
Ο έρωτας σφήνωσε μέσα σε ένα κομμάτι ξύλο και άνθησε ένα άγριο λουλούδι. Πρώτη φορά και το ηλεκτροσόκ ήταν τόσο δυνατό. . .ακόμα με τυραννάει εκείνος ο πόνος στο στέρνο!
Κάθε φορά που πλησιάζεις προς τα 'δω
Με ξεσηκώνεις με χαλάς και μ' αναγκάζεις
Να μπω γυμνός στο ηλεκτρικό σου μακελειό
Δώς μου λίγη ακόμα αγάπη
θέλω να μπω στην τροχιά των χαμένων
Έφτασε η ώρα να συζητήσουμε για το θέμα της άμμου! Εννοώ τα εφηβικά χρόνια της γνωριμίας με το σκιάχτρο που λέγεται ζωή. Mια άστοργη παρέα αποφάσισε να δώσει πνοή στα σιωπηλά πετράδια της θάλασσας, να ποτίσει την άμμο με άφθονο κρασί και να ξεβράσει τα όνειρά της μπροστά σε ένα άθλιο κασετόφωνο ακούγοντας rock ‘n’ roll. Αυτές είναι μάγκα μου μεγάλες γιορτές! Χορός, φωνές, κραυγές, άφθονο κρασί, rock ‘n’ roll, αστέρια, θάλασσα, άμμος, κύματα και χαμόγελα. Και όλες οι ανησυχίες για το αβέβαιο μέλλον, γίνονταν μία ελπίδα! Κι ας ήταν άγνωστοι αυτοί οι τύποι, και ας ήταν οι σκιές τελικά που χόρευαν! Η ελπίδα γεννήθηκε κι εγώ βρέθηκα στη στάση κι ανέβηκα στο τρένο που πέρασε από μπροστά μου!
Εδώ το τώρα ζητιανεύει λίγη πίκρα απ' το χτες
Εδώ οι άγγελοι δεν κλαίνε ούτε γλύφουν πληγές
Εδώ η θλίψη δεν κερδίζει ποτέ
Πες μου τι γίνεται μ' εκείνα τα παιδιά
Που αν και γεννιούνται κανονικά
Δεν μεγαλώνουν κανονικά
Δεν ονειρεύονται κανονικά
Ούτε ερωτεύονται κανονικά
Πες μου αν πεθαίνουν
Πες μου αν πεθαίνουν κανονικά
Πολλοί αναζητούν την τρέλα και το παράλογο έτσι ώστε η γραφή τους, η μουσική τους, να καρπωθεί αυτές τις εμπειρίες και να τις αντισταθμίσει, να φέρει αυτή την ισορροπία. . .
Η τέχνη ιδωμένη σαν επιδόρπιο χωρίς καμιά συνέχεια και συνέπεια είναι κάτι που με θυμώνει σε βαθμό τρέλας. Υπάρχει ένα τίμημα για καθετί. Ζούμε σε μια μετέωρη εποχή. Μας κυβερνούν μέτριοι άνθρωποι, το υπόβαθρό μας είναι η μετριότητα. Πρέπει λοιπόν να τολμάς, να φοβίζεις, αν χρειάζεσαι τους κάθε λογής αστούς. Όμως τώρα δεν φοβούνται, τι να φοβηθούν άλλωστε, τα άγρια μαλλιά είναι στη μόδα, το ροκ είναι στη μόδα. Δεν είναι δύσκολο να γράφεις τραγούδια ή στίχους, η αγορά είναι πλημμυρισμένη από δίσκους. Δε μας ενδιαφέρουν αυτοί που ακούν το ροκ για μόδα, από ανία ή για να πάρουν ένα «τρυπάκι» και να δουν χρώματα. Μας ενδιαφέρουν τα άτομα που προχωράνε με νέα ερεθίσματα, που δεν τους πειράζει να ματώσουν και λίγο. . . ή πολύ.
δίχως εμφανείς λόγους
Ότι εκσφενδονίζεται στο μηδέν
δίχως ουρές και ίχνη
Ότι υπάρχει από σύμπτωση
δίχως να καυχιέται γι’ αυτό
δίχως να νοιάζεται αν θα μπορεί
για πάντα να μη καυχιέται γι’ αυτό
Μέσα στην πιο μεγάλη μελαγχολία κρύβεται η πιο μεγάλη χαρά και στην πιο μεγάλη χαρά η βαθύτερη μελαγχολία.
Η σκέψη λες πως τρέχει
Η σκέψη λεν πως τρέχει
πιο γρήγορα απ’ το φως
Μα αν είναι να βρεις την αγάπη σου
Όσο κι αν βιάζεσαι
Καλύτερα να πας με τα πόδια
Σε έναν τόσο ανόητο και εξαθλιωμένο κόσμο, σ’ ένα πλανήτη που είναι έτοιμος να τα τινάξει όλα στον αέρα, το να γκρινιάζεις είναι μια υγιής συμπεριφορά.
αν δε σου φτάνει μια ελπίδα τυφλή
αν δε χωράς μέσα σε μια ονειροπαγίδα
αν δε χωράς σε μια αγκαλιά-φυλακή
Τότε τι κρίμα,
παντού περισσεύεις και παντού ξεψυχάς
Τότε τι κρίμα
παντού περισσεύεις και παντού ξεψυχάς
Εκείνη η πατρίδα, εκείνη που με γέννησε, που με ζωντάνεψε, που μου έδωσε σώμα, πνοή και σκέψη! Εκείνη η πατρίδα με πέταξε στην χαράδρα για να σωθώ, εκείνη με έκλεισε μέσα στα σεντούκια της για να κρυφτώ. Εκείνη η πατρίδα ρουφάει το αίμα μου για να δει πόσο αντέχω! Κι όμως ακόμα αντέχω, και λέω εκείνη γιατί εκείνη η πατρίδα δεν υπάρχει πια, την πάγωσε ένα τεράστιο ηλεκτρονικό τέρας!
Τα άλλα τρένα να περνούν
-Πες μου για εκείνη την ιστορία με το τρένο, Γιάννη.
-Τάσο, βρισκόμαστε ένα πρωί εξαντλημένοι απ’ το πιοτό, σε ένα μπαρ της Θεσσαλονίκης. Ένας φίλος μπαίνει μέσα τρέχοντας. 6.30 το πρωί. Ήταν ο Σταθμάρχης! Τι κάθεστε ρε! Στις 7.00 φεύγει το τρένο, έχω κλείσει εισιτήρια για συναυλία στην Αθήνα. . . Από τότε το τρένο αυτό πήρε το όνομα Silver Dollar Express! Και ξέρεις, και να το ξέρεις έχεις ανέβει κι εσύ σε αυτό το τρένο και απόλαυσε την διαδρομή!
-Στην υγειά σου φίλε μου Γιάννη, είσαι από τους πιο αληθινούς ανθρώπους που έχω γνωρίζει!
-Στην υγειά σου κι εσένα, να ‘μαστε πάντα καλά, να ανταμώνουμε και να ρολλάρουμε!
Μια ίσια γραμμή σ' ένα βρώμικο χάρτη
Και στροβιλίζομαι απ' τη μια άκρη στην άλλη
Μ' ένα κεφάλι γεμάτο χρυσάφι
Μπορεί η εποχή μου να ήταν χάρτινη ή φτιαγμένη από άμμο που με το πρώτο αεράκι γκρεμίστηκε. Μπορεί η εποχή μου να ήταν βρώμικη, σκοτεινή, ανελέητη! Μα μέσα από αυτή την εποχή ζωντάνεψα! Έγινα αυτό που έγινα ένας αληθινός και ζωντανός άνθρωπος! Αν είχα την δυνατότητα να αλλάξω την εποχή τις γέννησής μου, δεν θα άλλαζα τίποτα, γιατί ίσως να μην ήμουν αυτό που είμαι τώρα! Δεν μπορείς να αλλάξεις την μοίρα, απλά αν τα καταφέρεις η μοίρα θα ακολουθήσει τον δικό σου μοναδικό δρόμο!
Μέσα στο φως κάποιου αφιλόξενου και μακρινού ουρανού
Γιατί πατρίδα μου είναι εκεί που μίσησα
Και με μίσησαν περισσότερο απ' οπουδήποτε αλλού
Ο έρωτας τώρα έγινε πιο άγριος, πιο ζωντανός!
Ο έρωτας ξεχύθηκε στους λασπωμένους δρόμους να βρει το πεπρωμένο του!
Ο έρωτας ωρίμασε από τις κακοτοπιές!
Έγινε πιο δυνατός!
Πιο αληθινός!
Πιο δυνατός!
Πιο αληθινός!
Πιο άγριος!
Με μια φωτιά που μου ζητούσε να υπομένω
Να καίγομαι μαζί της και να παίζω
Ένα παιχνίδι που εγώ ήμουνα πάντα ο χαμένος
Μα σαν τη ρώτησα αν ήθελε
Να 'ναι αυτή το δέντρο να 'μαι εγώ ο κεραυνός
Δεν πήρα απάντηση δεν πήρα
Και να 'μαι πάλι εδώ ζωντανός
Φιλοσοφίες
Αν πραγματικά, με την καρδιά μας, ποθούμε αυτό που ποθούμε, η ζωή μας το φέρνει, θα πέσουμε πάνω του. Όταν οι ευχές μας είναι αληθινές και ουσιαστικές και είμαστε πραγματικά έτοιμοι να ζητήσουμε κάτι, τότε και η ζωή θα είναι έτοιμη να μας το προσφέρει.
Η μοίρα δεν είναι κάτι το εχθρικό, αλλά κάτι που δημιουργείς εσύ και το περιβάλλον. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουμε τα όνειρα που το μάρκετινγκ και η τηλεόραση μας έχουν επιβάλλει να έχουμε. Στην ουσία είναι τόσο όμορφα και τόσο μετρημένα τα πράγματα που γουστάρουμε για να ζήσουμε και μας τα κάνουν τόσα δύσκολα. . .
Είναι καιρός να μου πεις
Τι γυρεύουμε εμείς
Μέσα στην νύχτα των άλλων
Η Θρησκεία, όπως την έχουνε κάνει, είναι ένας φορέας εξουσίας, ένα εμπόριο ψευδαισθήσεων που ψάχνει καινούργιες αγορές.
Είναι δυνατόν όλοι αυτοί με τις κοιλιές και τα χρυσάφια κρεμασμένα στο λαιμό να είναι εκπρόσωποι του Θεού, της ταπεινοφροσύνης και της αγάπης;
Μας πιπιλίζουν το κεφάλι «δημοκρατία-δημοκρατία» και μόλις μιλήσουμε γινόμαστε μια ακόμη πληροφορία μέσα στις άπειρες, δηλαδή ένα μηδενικό. Είναι πολύ ιδιόμορφη αυτή η λογοκρισία γιατί ταυτόχρονα σε πείθουν ότι μόνο αυτό που βλέπεις στην τηλεόραση υπάρχει, τίποτε άλλο. Εδώ θα μας πείσουνε σε λίγο ότι ο πολιτισμός της χώρας είναι οι «κρατικοί καλλιτέχνες».
Οι ονειροπόλοι, οι χαμένοι, οι τρελοί,
Θα έπρεπε κιόλας να έχουν ήδη συλληφθεί!
Χρειαζόμαστε έναν κόσμο που θα κατεβαίνει στους δρόμους. Στους δρόμους είναι η λύτρωση. Στους δρόμους θα βρεθούν πάλι οι λύσεις.
Οι Τρύπες για μένα είναι ένα πεδίο όπου καταφεύγω για να ισορροπώ. Ταυτόχρονα, είναι ένα πεδίο στο οποίο αντανακλάται ο πόλεμος που έχω ανοίξει εδώ και χρόνια εναντίον του εαυτού μου…
Μες στο σκοτάδι που γυρνάω
Θα πολεμούσες για την πατρίδα;
Πατρίδα είναι εκεί που πήγαμε πιτσιρίκια και παίξαμε, τα τοπία που είδαμε και αγαπήσαμε, είναι το χώμα από όπου παίρνεις για να μεγαλώσεις και να απλωθείς προς τα πάνω, να φτάσεις στον ουρανό σου, το γαλαξία. Πρέπει να αγαπήσεις την πατρίδα σου για να αγαπήσεις σιγά-σιγά όλες τις πατρίδες. Όπως έχεις εσύ τα δικά σου κρυφά μέρη που έχεις ταξιδέψει, που πηγαίνεις όποτε είσαι άσχημα για να γίνεις καλά ή όποτε είσαι καλά για να το γλεντήσεις, τα μέρη όπου πας και συναντάς τον εαυτό σου, το Θεό, το σύμπαν, έτσι έχουν κι άλλα παιδιά στην Αίγυπτο, στην Τουρκία. . . Δεν καταλαβαίνω ποιος είναι ο λόγος να βρεθώ αντιμέτωπος με ένα άλλο φοβισμένο παιδί απ’ την Τουρκία που θα κρατάει όπλο…
Θα σου πάρει το σπίτι…
Η πατρίδα που έχω μέσα στην καρδιά μου δεν αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη για να πολεμήσει ή να φοβηθεί κανέναν εκτός συνόρων. Αυτοί που φοβήθηκε βρίσκονται απ’ τη μέσα πλευρά των συνόρων. Δεν φοβάμαι τους Τούρκους. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι τα πλάσματα που βλέπανε δάση και σκεφτόντουσαν χιλιάρικα έχουν καταστρέψει την δικιά μου πατρίδα.
πως φτερουγίζουν στης γιορτής τον αέρα
με κάθε μου όνειρο, με κάθε μου ελπίδα
γεμίζουν χρώματα τη μαγική μου σφαίρα
Τ’ αλλοπαρμένα αγγελούδια μου κοίτα
πως ξεμυτάν απ’ τ’ ουρανού τα λημέρια
γλιστρώντας πάνω σε μια αέρινη τσουλήθρα
έρχονται όλα να με βρουν εδώ πέρα
Κι όλοι το ξέρουν πως
απόψε θα ’χουμε μια όμορφη νύχτα
κι αύριο θα ’ναι μια καλύτερη μέρα
Έλα να γίνουμε εραστές ενός αναπάντεχου ονείρου.
Να ξεχυθούμε σε πολέμους, να τραφούμε με κραυγές.
Στα μυστήρια πηγάδια της ζωής να πνιγούμε.
Ξεθωριασμένοι στις ασπρόμαυρες εικόνες να γυμνωθούμε.
Με αστέρια να δέσουμε τα χέρια, με ήλιο να τυφλώσουμε τα μάτια,
κι ύστερα πάνω στην άμμο να αφήσουμε τις ανάμικτες σκιές μας!
Έλα να γίνουμε εραστές μιας άγριας μουσικής,
ενός άσπλαχνου κονσέρτου, μιας ξεκούρδιστης κιθάρας.
Να γίνουμε τα δάκτυλα κι η φωνή, ο στίχος ο απόκοσμος κι ο απάνθρωπος.
Κι ο δρόμος της αγάπης να μην έχει τέλος, κι ελπίδα μας να μην έχει τέλος!
Διάφανες πόλεις κρυμμένες μες το φως
Λικνίζεστε στην άκρη του ορίζοντα
Σαν όνειρο σαν πόθος κοντινός
Μα εγώ κάτω από τα κύματα σαν χάνω
Πώς να νικήσω αυτό τον άγριο καιρό
Βουλιάζω μες το τίποτα κι όλο φοβάμαι
Φοβάμαι πως θα αργήσω να σας βρω
Η αλήθεια είναι αυτό που πονάει πιο πολύ! Αν σκύψουμε στα βαθιά πηγάδια της Ιστορίας θα βρούμε μέσα στη σκουριά και την λάσπη, την απάντηση! Δίχως φανφάρες και τυμπανοκρουσίες θα πρέπει να στηρίξουμε την αλήθεια με όλα τα ιδανικά που μας κάνουν ζωντανούς και ελεύθερους ανθρώπους!
και δεν ήταν σφαίρες
κραυγές γλάρων
ή παιδικές μελωδίες.
Τα παιχνίδι τελικά παίζεται ανάμεσα στην συνύπαρξη του παραλόγου και του ανεκμετάλλευτου λογικού! Σαν αποτέλεσμα έχουμε μια αλυσιδωτή αντίδραση του εγκεφάλου να φτάνει στην τρέλα, να περιστρέφεται στο ίδιο σημείο σαν μπαλαρίνα και τέλος να βυθίζεται σε ένα βαρύ λήθαργο.
τζογάρισες στο όνειρο κι είσαι έτοιμος για όλα
Το λέει κι ένα τραγούδι που μας μάθαιναν παλιά
ο χαμένος τα παίρνει όλα!
Καλοκαίρι του 2005, παντζούρια κλειστά, μα ο αέρας μπουσουλούσε από τις γρίλιες. Σούρουπο και έχω στα χέρια μου ίσως το πιο σκοτεινό αλλά ίσως και το πιο ελπιδοφόρο δώρο που μου έχουν κάνει. Ένα βινύλιο βγαλμένο από το συρτάρι του χρόνου! Η απόφαση μα και η προσμονή, καθώς επέστρεφα σπίτι μετά τη δουλειά, να το ακούσω μαζί με την κοπέλα μου, πίνοντας κρασί στο μέσο του σαλονιού ήταν θέμα δευτερολέπτων.
σ’ ένα ανοιξιάτικο λιβάδι ήμασταν μόνοι,
ξάπλωνα κι είχα το κεφάλι μου στα πόδια σου,
κι άκουγα το χορτάρι να μεγαλώνει
Τα σκοτάδια της ψυχής μου ζεστάθηκαν από μια δυνατή φωτιά, κι η ελπίδα που ήταν κρυμμένη μέσα τους θέλησε να ξεπηδήσει και να γεμίσει το δωμάτιο με χρώματα! Ένιωθα σαν να είχα πέσει βαθιά σε ένα πηγάδι και ξαφνικά έβλεπα το φως να πέφτει καταπάνω μου και να με τυφλώνει.
Βούλιαζα σ’ ένα πικρό απόκοσμο πυθμένα
Έβλεπα τη φωτιά που ερχόταν καταπάνω μου
Και δρόσιζα την σκέψη μου με σένα
Έψαξα τα σκοτάδια μου, τις λύπες μου , τις χαρές μου, ζωγράφισα και όλες τις γιορτές στον τοίχο άλλοτε της κάμαρας και άλλοτε της αποθήκης. Μέθυσα με καπνό, έρωτα και δροσερό αέρα μπροστά στο μικρό μπαλκόνι. Στοίβαξα πολλά απογεύματα στην βαλίτσα μου κι έφυγα για να ανακαλύψω τα πεδία της μάχης. Ξεδίπλωσα τα λερωμένα ρούχα μου στο πάτωμα για κρεβάτι μπροστά στην τραπεζαρία. Έκλαψα γελώντας, μέθυσα ξεμεθώντας, ερωτεύτηκα χωρίζοντας μα και χώρισα ερωτευμένος.
Λύγισα την σιωπή μου, πως ένιωσα δεν περιγράφεται! Τα κατάφερα είπα. . .έφτασα στο πρώτο παράθυρο της ζωής που βλέπει στο ουρανό. . .αλλά το ένα βαγόνι έχει πολλά παράθυρα. . . και τα βαγόνια είναι παρά πολλά!
Θα κατεβαίνω μόνο αν θέλω να γελάσω
Σιγά μην κλάψω σιγά μην φοβηθώ
Οι φόβοι, οι αγωνίες, τα πάθη και τα λάθη, οι έρωτες, η φυγή και η ελπίδα, η χαρά και η θλίψη, η αγάπη. . .όλα κρύβονται μέσα στο πηγάδι του χρόνου!
ποια ελπίδα σ' οδηγεί στην πιο γλυκιά αυταπάτη
ποια θλίψη σε κλωτσάει πιο μακριά από παντού
πες μου ποιος φόβος σε νίκησε πάλι