Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 26

Tζ. Έλλις ΜακΤάγκαρτ: Η σχέση του χρόνου με την αιωνιότητα

Μεταφράζει ο Αλέξανδρος Τσαντίλας
tsantilas26.jpg
1.     Η αληθινή φύση του Χρόνου, και ειδικά το ζήτημα του κατά πόσο ο Χρόνος είναι πέρα για πέρα αληθινός, έχει αποτελέσει μείζον θέμα συζήτησης στην φιλοσοφία. Δεν υπάρχει ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, καμία αμφισημία όταν αναφέρεται κανείς στον Χρόνο. Κάθε ένας, όταν μιλάει για τον Χρόνο, εννοεί το κοινό για όλους χαρακτηριστικό του βιώματος – ένα χαρακτηριστικό παρόν στο βίωμα του καθένα από εμάς.
2.     Η Αιωνιότητα είναι μία πιο αμφίσημη λέξη. Χρησιμοποιείται με τουλάχιστον τρεις διακριτές σημασίες: Ως δηλωτική του χρόνου χωρίς τέλος, ως δηλωτική της αχρονικότητας που έχουν οι αλήθειες, και τέλος, ως δηλωτική της αχρονικότητας των υπάρξεων.
Η πρώτη σημασία δεν θα μας απασχολήσει για πολύ, μιας και είναι γενικά αποδεκτό πως αποτελεί μία μάλλον αδόκιμη χρήση της λέξης, και το γεγονός πως είναι σημαντική προκύπτει από την συχνότητα με την οποία χρησιμοποιείται. Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων, λόγου χάρη, που δηλώνουν ότι πιστεύουν πως θα ζήσουν αιώνια, δεν εννοούν ότι πιστεύουν σε μία άχρονη ζωή, αλλά πως πιστεύουν σε μία ζωή, μέσα στον χρόνο, που δεν θα παύσει ποτέ. Η πεποίθηση αυτή δεν είναι και η μοναδική αναφορικά με την διαδεδομένη αντίληψη περί αθανασίας, ούτε και η βέλτιστη πεποίθηση έναντι άλλων, αλλά είναι η πιο συνηθισμένη. Υπό αυτή την άποψη, η σχέση της Αιωνιότητας με τον Χρόνο είναι, φυσικά, απλούστατη: Ο Χρόνος – ο πεπερασμένος Χρόνος – δεν αποτελεί παρά ένα τμήμα της Αιωνιότητας.
Προχωράμε, τώρα, στις βαθύτερες σημασίες της Αιωνιότητας. Πρώτα, όμως, θα ήθελα να δηλώσω πως μολονότι η θεώρηση ότι η Αιωνιότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά Χρόνος χωρίς τέλος είναι μεν ρηχή, μολαταύτα δεν μπορώ να σταθώ στο ζήτημα της άνευ τέλους ύπαρξης στον χρόνο με την περιφρόνηση που το αντιμετωπίζουν, ενίοτε, άλλοι. Εάν, παραδείγματος χάριν, αποδεικνυόταν πως η αληθινή φύση του ανθρώπου είναι αχρόνως αιώνια, δεν μπορώ να θεωρήσω το ζήτημα της μελλοντικής του ύπαρξης στον χρόνο ως κάτι άνευ νοήματος ή άνευ σημασίας. Ασχέτως θεωρίας, το ζήτημα αυτό θα είχε εξίσου νόημα όσο και η δήλωση της παρούσας κατάστασης του ανθρώπου στον χρόνο – που είναι, ενδεχομένως, εν μέρει ανεπαρκής, αλλά έχει σίγουρα κάποιο νόημα, και που είναι εξίσου πιθανό να έχει πολύ μεγάλη σημασία. Με όλα αυτά, ωστόσο, παρεκβαίνουμε  από το θέμα.
3.     Η δεύτερη σημασία με την οποία χρησιμοποιείται η Αιωνιότητα δηλώνει την αχρονικότητα που λέγεται ότι κατέχουν όλοι οι γενικοί νόμοι, καθώς και όλες οι αλήθειες, τόσο οι ειδικές, όσο και οι γενικότερες. «Το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου ισούται με δύο ορθές γωνίες», «η λάμψη από την εκπυρσοκρότηση ενός μακρινού κανονιού φαίνεται πριν ακουστεί ο κρότος της εκπυρσοκρότησης», «η ημερομηνία της μάχης του Βατερλό είναι η 18η Ιουνίου του 1815». Δύο από τις παραπάνω αλήθειες παραπέμπουν στον χρόνο, ενώ η τρίτη δεν αποτελεί γενικό νόμο, αλλά μάλλον μία ειδική διαπίστωση. Λέγεται, όμως, ότι και οι τρεις αυτές αλήθειες είναι άχρονες, κι ότι η γνώση του ανθρώπου περί αυτών αποτελεί γεγονός στον χρόνο. Έχει ως αφετηρία μία κάποια στιγμή, και διανύει μία κάποια χρονική διάρκεια. Υπάρχει κάλλιστα το ενδεχόμενο να υπήρχαν εποχές που κανένας δεν γνώριζε καμία από αυτές τις αλήθειες. Λένε, ωστόσο, ότι η αλήθεια θα πρέπει να διακρίνεται τόσο από την γνώση που έχουμε εμείς γι’ αυτή, η οποία βρίσκεται εντός του χρόνου, όσο και από το θέμα στο οποίο αναφέρεται η αλήθεια αυτή, η οποία ίσως να βρίσκεται εντός του χρόνου ∙ και η αλήθεια, λένε, είναι πάντα άχρονη.
Πολλά μπορούν να ειπωθούν αναφορικά με αυτή την άποψη∙ αλλά, κατά την γνώμη μου, κάτι μπορεί επίσης να ειπωθεί εναντίον της. Δεν έχω πρόθεση να το αναλύσω επί της παρούσης∙ μεταξύ άλλων, θα μας ξεμακρύνει από το θέμα, και δεν έχει και κάποια ουσιαστική συμβολή στον τωρινό μας σκοπό∙ κι αυτό διότι, αν ορίσουμε την Αιωνιότητα κατ’ αυτό τον τρόπο, η σχέση της Αιωνιότητας με τον Χρόνο είναι πολύ απλή: δεν θα είναι παρά η σχέση ανάμεσα σε μία αλήθεια και στο θέμα το οποίο αφορά η αλήθεια αυτή. Σχεδόν κάθε ουσία που υφίσταται εντός του χρόνου, και όλα σχεδόν τα γεγονότα στον χρόνο, ασχέτως του πόσο ασήμαντα ή εφήμερα μπορεί να είναι, καθώς και πολλές προτάσεις – και όντως θα πρόκειται για έναν άπειρο αριθμό προτάσεων – θα είναι όλες και όλα τους αλήθεια. Έτσι, αφού σύμφωνα με αυτή την άποψη, τίποτα υπαρκτό δεν θα είναι αιώνιο πέρα από τις αλήθειες που το αφορούν, η σχέση μεταξύ Αιωνιότητας και Χρόνου δεν θα είναι παρά μια περίπτωση σχέσης ανάμεσα σε μία αλήθεια και στην πραγματικότητα στην οποία η αλήθεια αυτή θα ισχύει. Το τί συνιστά μία τέτοια σχέση είναι μεν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ερώτημα, παρ’ όλα αυτά όμως, είναι ένα ερώτημα στο οποίο δεν υπεισέρχονται καθόλου οι ξεχωριστές φύσεις της Αιωνιότητας και του Χρόνου.
Συν τοις άλλοις, η απόδειξη μιας Αιωνιότητας υπό αυτή την έννοια δεν μας προσφέρει ούτε μία καινοτόμα θεώρηση όσον αφορά την φύση της πραγματικότητας, αλλά ούτε και μας επιτρέπει μία ματιά σε κάποια μεγαλύτερη αμεταβλητότητα ή σταθερότητα του σύμπαντος πέρα από αυτή που είναι εμφανής σε μία prima facie θεώρηση μέσω της εμπειρίας. Είναι αναμφίβολο πως υπό αυτό το πρίσμα, τα πάντα συνδέονται με κάποιο τρόπο με την Αιωνιότητα. Το κάθε τι, όμως, διαθέτει την ίδια ακριβώς σύνδεση, και αυτό χωρίς να υφίσταται κάποια μεταβολή στη φύση του, αλλά απλά αποκτώντας την, με το που κάνει την εμφάνιση του. Μπορούμε να θωρούμε τους εαυτούς μας sub quadam specie aeternitatis, επειδή ο κάθε ένας από εμάς υπάρχει, και η αλήθεια αυτής της ύπαρξης είναι αιώνια. Τότε, όμως, για μερικές ώρες, πραγματοποιείται μία παρτίδα μπριτζ, και μπορεί κι αυτή εξίσου να ιδωθεί sub quadam specie aeternitatis τόσο όσο κι ένα ανθρώπινο ον. Αυτό ισχύει παρομοίως και για τις φυσαλίδες σ’ ένα ποτήρι με μεταλλικό νερό – και δεν αναφέρομαι στην ουσία του νερού, αλλά στο στιγμιαίο σχήμα που αυτό παίρνει.
Ακόμη και τα γεγονότα έχουν την ίδια αχρονικότητα. Εάν φταρνίστηκα τα περασμένα Χριστούγεννα, τότε η αλήθεια που εκφράζει το γεγονός αυτό, πάντα σύμφωνα με τη συγκεκριμένη σημασία της Αιωνιότητας, είναι εξίσου αιώνια όσο και η αλήθεια της αγάπης, της ανθρώπινης ύπαρξης, ή ακόμη και της ύπαρξης του Θεού, αν βέβαια αυτός υπάρχει. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, δεν υπάρχει κάποιος ή κάτι το αιώνιο, αλλά για όλα, αμετάβλητα, εφήμερα, ανώτερα και κατώτερα, υπάρχουν αναρίθμητες αιώνιες αλήθειες. Το συμπέρασμα μπορεί ενδεχομένως να είναι ορθό, αλλά δύσκολα θα το χαρακτήριζε κανείς ως ιδιαίτερα ενδιαφέρον ή σημαντικό.
Το να στοχάζεται κάποιος τις αιώνιες αλήθειες μπορεί όντως να αποτελεί την πιο ενδιαφέρουσα και σημαντική δραστηριότητα, αν και είναι αμφίβολο το αν αποτελεί – κατά την άποψη που φαίνεται να είχε ο Σπινόζα – την πιο ευγενή δραστηριότητα με την οποία μπορεί να καταπιαστεί ένα πνεύμα. Από την άλλη μεριά όμως, το να στοχάζεται κανείς τις αιώνιες αλήθειες δεν είναι από μόνο του, αυτό καθ’ αυτό, μία αλήθεια. Είναι μία δραστηριότητα. Άρα, συνεπάγεται πως δεν μπορεί να είναι κάτι το αιώνιο, σύμφωνα τουλάχιστον με την σημασία που έχουμε μέχρι στιγμής διαπραγματευτεί.
4.     Περνάμε τώρα στην τρίτη σημασία της Αιωνιότητας, που θα μας απασχολήσει για το υπόλοιπο της παρούσας εργασίας, σύμφωνα με την οποία η Αιωνιότητα χρησιμοποιείται ως δηλωτική της αχρονικότητας των υπάρξεων. Κατά τη γνώμη μου, η Ύπαρξη, όπως και ο Χρόνος, είναι μία εξαιρετικά απόλυτη έννοια για να καταστεί δυνατός ο ορισμός της. Εντούτοις, δεν είναι δύσκολο να προσδιοριστεί τί δηλώνει σαν λέξη. Από τη στιγμή που οι ουσίες, ή οι ιδιότητες και οι σχέσεις των ουσιών, είναι αληθείς, τότε υπάρχουν. Από τη στιγμή που τα γεγονότα είναι αληθή, τότε υπάρχουν. Από την άλλη μεριά, εάν οι αλήθειες, καθώς και οι ιδέες, που αποτελούν συστατικά μέρη σ’ αυτές τις αλήθειες, έχουν κάποιου είδους ανεξάρτητη πραγματικότητα, τότε αυτή δεν είναι μια πραγματικότητα της ύπαρξης – αν και, όπως είναι φυσικό, οι δικές μας αντιλήψεις όσον αφορά τέτοιες αλήθειες είναι υπαρκτές, αφού αποτελούν ψυχικά γεγονότα. Έτσι, ο Αυτοκράτωρ της Κίνας υπάρχει. Ο ηθικός του χαρακτήρας και οι αμοιβαίες επιδράσεις μεταξύ αυτού και των υπηκόων του, υπάρχουν. Το ίδιο ισχύει και για τα γεγονότα στην καθημερινή του ζωή. Αντιθέτως, η Αρχή του Αποκλειόμενου Μέσου, ο Νόμος της Βαρύτητας, και άλλες αληθείς προτάσεις, δεν υπάρχουν, παρ’ ότι η γνώση μου περί της Αρχής του Αποκλειόμενου Μέσου υπάρχει στο νου μου σαν γεγονός.
Οτιδήποτε είναι χρονικό, υπάρχει. Αυτή είναι μία γενικώς αποδεκτή άποψη, δεδομένου πως οι στοχαστές που είναι πεπεισμένοι ότι οι αλήθειες και οι ιδέες διαθέτουν μία πραγματικότητα που αποτελεί ύπαρξη, παραδέχονται πως μια τέτοια πραγματικότητα θα είναι άχρονη. Συνεπώς, οτιδήποτε είναι χρονικό και γενικότερα αληθές, υπάρχει. Είναι όμως η αντίστροφη περίπτωση εξίσου αληθής; Είναι, άραγε, όλη η ύπαρξη χρονική;
Όλη η ύπαρξη που κάνει ορατή την παρουσία της ως τμήμα του καθημερινού μας κόσμου παρουσιάζεται ως χρονική. Μολαταύτα, ενδέχεται να υφίσταται μία πραγματικότητα που δεν κάνει ορατή την παρουσία της σε εμάς στην συνηθισμένη πάροδο των πραγμάτων, παρ’ όλο που η παρουσία της δύναται να αποκαλυφθεί μέσω της αναζήτησης. Και, για μια ακόμη φορά, κάποιο πράγμα δύναται να παρουσιαστεί με έναν λίγο-πολύ παραπλανητικό τρόπο. Επιπροσθέτως, συχνά γίνεται λόγος ότι μπορούμε βάσιμα να πιστέψουμε πως κάποια πραγματικότητα που υπάρχει, υπάρχει με άχρονο τρόπο – όχι μοναχά με την έννοια πως η ύπαρξη της διαρκεί μέσα στον χρόνο που δεν τελειώνει ποτέ, αλλά με την βαθύτερη έννοια, ότι η πραγματικότητα αυτή δεν βρίσκεται καθόλου μέσα στον χρόνο.
5.      Η πιθανότητα μιας άχρονης ύπαρξης έχει κριθεί ως αρνητική. Ο Λότζε (2), παραδείγματος χάριν, καθιστά τον χρόνο ουσιώδες χαρακτηριστικό της ύπαρξης – η ορολογία που χρησιμοποιεί είναι διαφορετική, αλλά σε αυτό καταλήγει. Η γενικότερη κρίση των στοχαστών, ωστόσο, είναι αντίθετη ∙ κι αυτό επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πίστη στην ύπαρξη ενός Θεού, και οι περισσότεροι από εκείνους που δεν έχουν πίστη σ’ έναν Θεό, έχουν πιστέψει πως υπάρχει κάποιο απρόσωπο Απόλυτο. Και η γενική σύλληψη τόσο του Θεού, όσο και του Απόλυτου, είναι πως αυτά αποτελούν κάτι το άχρονο. Αυτό δεν είναι καθολικώς αποδεκτό. Ο Λότζε θεωρεί πως ο Θεός υπάρχει εντός του χρόνου. Αναμφίβολα, ανάμεσα στους θεολόγους συγγραφείς σίγουρα θα υπήρχαν κάποιοι που, λέγοντας ότι ο Θεός είναι αιώνιος, εννοούσαν μοναχά ότι η ύπαρξη του διανύει τον ατελείωτο χρόνο ή ότι η φύση του παραμένει αμετάβλητη. Μολαταύτα, κατά κανόνα, η φιλοσοφία και η θεολογία είχαν ως πεποίθηση πως ο Θεός υπάρχει με άχρονο τρόπο.
Θεωρώ πως η αυτή η άποψη – η πιθανότητα της άχρονης ύπαρξης – είναι ορθή. Το να υπάρχει κάτι και να βρίσκεται εντός του χρόνου μου φαίνεται πως πρόκειται για δύο χαρακτηριστικά που είναι σε μεγάλο βαθμό ξέχωρα μεταξύ τους. Συν τοις άλλοις, παρά τ’ ότι φαίνεται ξεκάθαρα πως τίποτα δεν δύναται να βρίσκεται εντός του χρόνου χωρίς να υπάρχει, αδυνατώ να κατανοήσω γιατί, με ανάλογο τρόπο, κάποιο πράγμα είναι αδύνατο να υπάρχει χωρίς να βρίσκεται εντός του χρόνου. Το αν κάτι τέτοιο όντως υφίσταται – εάν δηλαδή υπάρχει λόγος να πιστέψουμε πως κάποιο πράγμα όντως υπάρχει έξω από τον χρόνο – αποτελεί ζήτημα που δεν θα το διερευνήσω στην παρούσα εργασία. Στόχος μου είναι μοναχά να διερευνήσω την σχέση της ύπαρξης εντός του Χρόνου με την ύπαρξη εντός της Αιωνιότητας, αν βέβαια υπάρχει μία τέτοια αιώνια ύπαρξη.
6.      Εμείς, που κάνουμε μια απόπειρα να εκτιμήσουμε την σχέση αυτή, έχουμε την αίσθηση πως υπάρχουμε μέσα στον χρόνο, ασχέτως αν αυτό είναι αληθές ή όχι. Έτσι, δεν θα πρέπει να φαίνεται παράξενο το ότι οι άνθρωποι έχουν αποπειραθεί να εκφράσουν την σχέση τους με το Αιώνιο χρησιμοποιώντας όρους δανεικούς από τον Χρόνο, δηλώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ότι το Αιώνιο αποτελεί παρόν, παρελθόν, ή μέλλον. Θα εξετάσουμε ποιος από αυτούς τους όρους είναι η πιο προσφυής μεταφορά, καθώς και το αν κάποιος από αυτούς συνιστά κάτι παραπάνω από μεταφορά.
Καταρχήν, μπορούμε να θεωρήσουμε πως η ύπαρξη μέσα στον Χρόνο και η ύπαρξη στην Αιωνιότητα είναι εξίσου αληθείς. Έπειτα, αφού το ίδιο πράγμα δεν δύναται να υπάρχει και μέσα στον χρόνο αλλά και άχρονα – εφόσον τα δύο κατηγορήματα γίνονται αντιληπτά ως έχοντα την ίδια έννοια και όντας εξίσου αληθή – το μόνο που θα έμενε θα ήταν κάποιο υπαρκτό ον να βρισκόταν εντός του χρόνου, και κάποιο υπαρκτό ον να βρισκόταν έξω από αυτόν. (Το παραπάνω απλουστεύεται αν αναλογιστεί κανείς την κοινώς διαδεδομένη θεολογική άποψη, σύμφωνα με την οποία ο Θεός υπάρχει με άχρονο τρόπο, αλλά κάθε τι άλλο υπάρχει εντός του χρόνου). Σε μία τέτοια περίπτωση, τί είδους σχέση θα υπήρχε ανάμεσα στο χρονικό και στο αιώνιο;
Σε τέτοιες περιστάσεις, το αιώνιο συχνά αναφέρεται με την έννοια του «αιώνιου παρόντος». Όπως θα δούμε στη συνέχεια, αυτή η περιγραφή είναι σχετικά δόκιμη ως μεταφορά, αλλά, όπως πιστεύω, δεν μπορεί να αποτελέσει κάτι πέρα από μία μεταφορά. Το «παρόν» δεν είναι όπως η «ύπαρξη», δεν είναι ένα κατηγόρημα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί με την ίδια σημασία τόσο αναφορικά με το χρονικό, όσο και με το άχρονο. Τουναντίον, η σημασία του φαίνεται να περιλαμβάνει μία διακριτή αναφορά στον χρόνο, καθώς και μία διακριτή αναφορά στο παρελθόν και το μέλλον. Το Παρόν ήταν μέλλον και θα είναι παρελθόν. Δεν ισχυρίζομαι πως αυτός είναι ένας επαρκής ορισμός του παρόντος, αλλά φαίνεται να είναι ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό του παρόντος. Αν ισχύει αυτό, το άχρονο δεν δύναται να είναι παρόν. Το αιώνιο, το άχρονο, οφείλει να είναι διακριτό έναντι εκείνου που υφίσταται αμετάβλητο στον χρόνο. Οι Πυραμίδες υπάρχουν στον χρόνο, αλλά η ύπαρξη τους έχει διανύσει χιλιάδες χρόνια, και μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια εκείνες αποτελούσαν παρόν. Και αν υποθέσουμε πως τα ανθρώπινα όντα και υφίστανται αλήθεια μέσα στον χρόνο, αλλά είναι και αθάνατα, θα μπορούσαμε να πούμε πως κάθε άνθρωπος, έπειτα από την γέννηση του, αποτελεί ένα αδιάκοπο παρόν, μιας και θα υπάρχει σε κάθε στιγμή του μελλοντικού χρόνου. Εντούτοις, η συνέχεια διαμέσου του χρόνου αποτελεί, όπως έχουμε ήδη δει, κάτι τελείως διαφορετικό από την άχρονη ύπαρξη.
7.     Κατά την άποψη μου, η θεώρηση του αιώνιου ως αιώνιο παρόν οφείλεται σε έναν και μόνο λόγο, που στηρίζεται σε μία παρανόηση. Αναφορικά με όσα υπάρχουν στον χρόνο, η κρίση που θα διατυπώσω λέγοντας πως «είναι αληθές ότι το Χ υπάρχει τώρα» είναι αληθής όταν το Χ βρίσκεται στο παρόν, και όχι όταν το Χ βρίσκεται στο μέλλον ή στο παρελθόν. Αν, τώρα, υποθέσουμε ότι το Ζ υπάρχει αιώνια, αν διατυπώσω κρίση λέγοντας πως «είναι τώρα αληθές ότι το Ζ υπάρχει» τότε η κρίση αυτή θα είναι πάντα αληθής. Άρα, πιστεύω πως το Ζ ενίοτε θεωρείται ότι είναι πάντα παρόν. Αυτό, όμως, αποτελεί παρανόηση, διότι η πρόταση «είναι τώρα αληθές ότι το Ζ υπάρχει», όπου το «τώρα» αναφέρεται στην αλήθεια της κρίσης μου περί της υπάρξεως του Ζ, δεν είναι σε καμία περίπτωση ίδια με την πρόταση «είναι αληθές ότι το Ζ υπάρχει τώρα», όπου το «τώρα» αναφέρεται στην ύπαρξη του Ζ. Μία κρίση αποτελεί ψυχικό γεγονός στο μυαλό μου, και βρίσκεται εντός του χρόνου, ακόμη κι αν το αντικείμενο της κρίσης μου είναι το άχρονο∙ άρα, η λέξη «τώρα» είναι μία λέξη που μπορεί ορθά να χρησιμοποιηθεί σε αυτή την περίπτωση, αλλά το «τώρα» δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αυτή καθ’ αυτή την ύπαρξη του άχρονου.
8.     Ωστόσο, από άποψη μεταφοράς, το να αποκαλείται παρόν το αιώνιο, είναι κάτι που του αρμόζει σε σημαντικό βαθμό. Ευθύς εξαρχής, το μέλλον και το παρελθόν μεταβάλλουν συνεχώς την θέση τους αναφορικά με εμάς. Το μέλλον μονίμως πλησιάζει εγγύτερα, παραμένοντας όμως μέλλον. Το παρελθόν πάντα απομακρύνεται, παραμένοντας εντούτοις παρελθόν. Το παρόν, ωστόσο, ενώ παραμένει παρόν, δεν μεταβάλλεται κατ’ αντίστοιχο τρόπο. Σχηματίζεται διαρκώς από εκείνο που ήταν μέλλον, και διαρκώς μεταβάλλεται σε παρελθόν. Ως παρόν, εντούτοις, δεν μεταβάλλεται όσον αφορά τη σχέση του απέναντι σε εμάς.
Αυτή η ιδιότητα που διαθέτει επιτρέπει μία κάποια αναλογία προς το άχρονο που, το δίχως άλλο, δεν δύναται να μεταβάλλεται. Το άχρονο δεν μεταβάλλεται, άρα τίποτε στο άχρονο δεν μπορεί να το κάνει να μεταβεί εγγύτερα ή μακρύτερα από εμάς ∙ και η σταθερότητα που περιλαμβάνεται σε αυτό διαθέτει μία αναλογία με την σταθερότητα που διαθέτει το παρόν ενώ παραμένει παρόν.
9.     Δεύτερον, το παρόν πάντα θεωρείται ότι έχει περισσότερη πραγματικότητα σε σχέση με το παρελθόν ή το μέλλον. Αυτό συμβαίνει σε τέτοιο βαθμό, που δεν μας φαίνεται αδόκιμο να ισχυριστούμε ότι αν κάτι δεν υπάρχει στο παρόν, τότε δεν υπάρχει και καθόλου. Δεν θα μας φανεί ασυνήθιστο, σαν φράση, να ισχυριστούμε ότι η Άγια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν υπάρχει, δεδομένου ότι το ίδιο ακριβώς θα λέγαμε αναφορικά με την ύπαρξη της Ουτοπίας του Τόμας Μορ (3). Παρ’ όλα αυτά, λέγοντας κάτι τέτοιο δεν αρνούμαστε την ύπαρξη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στο παρελθόν, όπως δεν αρνούμαστε την ύπαρξη του Ηνωμένου Βασιλείου στο παρόν. Το αιώνιο, τώρα, δεν παρουσιάζεται με την φθίνουσα πραγματικότητα του παρελθόντος και του μέλλοντος, αλλά διαθέτει όλη την πραγματικότητα που επιδέχεται η φύση του. Και το αιώνιο, γενικά, θεωρείται πιο πραγματικό απ’ ότι το χρονικό, αφού όποτε κάποια πραγματικότητα θεωρείται αιώνια και κάποια άλλη χρονική, τότε αυτό που θεωρείται αιώνιο είναι είτε ο Θεός, είτε το Απόλυτο, και χρονικό θεωρείται το δημιουργημένο ή το πεπερασμένο. Ως εκ τούτου, θα έχει την μορφή της πραγματικότητας του παρόντος, σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι  θα έχει την πραγματικότητα του παρελθόντος ή του μέλλοντος, άρα το να θεωρηθεί παρόν θα είναι πιο δόκιμο σαν μεταφορά. Αυτό ισχύει σε εξαιρετικό βαθμό αν αναλογιστούμε τα συναισθήματα μας απέναντι στο αιώνιο – κάτι που είναι πολύ σημαντικό, αφού όπως είπαμε πιο πριν, το αιώνιο στην προκειμένη περίπτωση θα είναι ή ο Θεός, ή το Απόλυτο. Είναι ξεκάθαρο πως τα συναισθήματα ενός ανθρώπου που αγάπησε έναν αιώνιο Θεό θα προσέγγιζαν περισσότερο τα συναισθήματα ενός ανθρώπου που αγάπησε ένα ον που υφίσταται στον παρόντα χρόνο, απ’ ότι θα προσέγγιζε τα συναισθήματα ενός ανθρώπου ο οποίος αγάπησε ένα ον που έπαψε να υπάρχει, ή που δεν έχει υπάρξει ακόμα.
10.     Τρίτον, θα πρέπει να θυμηθούμε πως μονάχα το παρόν, κι όχι το παρελθόν ή το μέλλον, είναι αυτό που θεωρούμε ότι έχει τη δυνατότητα να ασκήσει άμεση αιτιακή επιρροή. Το μέλλον δεν γίνεται καθόλου αντιληπτό ως αιτία – μιας και η αιτιότητα πάντα προχωράει προς αυτό που έπεται, και ποτέ πίσω προς εκείνο που προηγείται. Το παρελθόν σίγουρα θεωρείται ότι ενεργεί ως αιτία, αλλά όχι με άμεσο τρόπο. Το παρελθόν παράγει το παρόν, οπότε είναι η μακρινή αιτία για όσα παράγονται τώρα από το παρόν∙ δεν είναι, όμως, η άμεση αιτία για τα όσα παράγονται τώρα. Πιστεύω ότι αυτό προκύπτει αναπόφευκτα εφόσον εξετάζουμε την αιτιότητα σε σχέση με τον χρόνο. Εάν οδηγεί σε αντιφάσεις – και δεν ισχυρίζομαι πως δεν υφίστανται αντιφάσεις – τότε αυτές είναι ως αποτέλεσμα της φύσης του χρόνου. Μπορούν να επηρεάσουν την κρίση μας ως προς το αν ο χρόνος είναι εντέλει πραγματικός, αλλά δεν μπορούμε να τις ξεφορτωθούμε ενόσω εξετάζουμε πράγματα που υφίστανται μέσα στον χρόνο.
Το αιώνιο, τώρα, μπορεί να ιδωθεί ως αιτία. Δεν προτίθεμαι να διερευνήσω το κατά πόσο είναι ορθή η άποψη, που υποστηρίζεται συχνά, ότι το αιώνιο ενδέχεται να αποτελεί την μοναδική αιτία των πάντων. Δεν υπάρχει όμως ουδεμία αμφιβολία πως αν υπάρχει οτιδήποτε το αιώνιο, τότε ενδέχεται να είναι μία επιμέρους αιτία ενός αποτελέσματος, έτσι που το αποτέλεσμα να είναι διαφορετικό απ’ ότι θα ήταν χωρίς την συμβολή του αιωνίου αυτού όντος. Και η αιτίωση του αιωνίου αυτού όντος θα πρέπει να θεωρηθεί ως άμεση, με τον ίδιο τρόπο που άμεση θα είναι και η αιτίωση ενός όντος που είναι παρόν μέσα στον χρόνο. Επίσης, και για αυτόν τον λόγο, το παρόν είναι μία δόκιμη μεταφορά για το αιώνιο. Ωστόσο, δεν μπορεί να είναι κάτι πέρα από μεταφορά. Η παροντικότητα περιλαμβάνει τον χρόνο, και δεν μπορεί να αποτελεί εκ του αχρόνου κατηγόρηση.
11.     Θα πρέπει τώρα να συλλογιστούμε μία άλλη θεωρία όσον αφορά το αντικείμενο της άχρονης ύπαρξης. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, όλη η ύπαρξη είναι στο σύνολο της άχρονη, και η prima facie εμφάνιση του Χρόνου που μας παρουσιάζει η εμπειρία μας, δεν είναι στ’ αλήθεια παρά μόνο μια εξωτερική όψη που αποκρύπτει την φύση της άχρονης πραγματικότητας. Σε αυτή την περίπτωση, δεν θα χωρίσουμε το σύνολο της ύπαρξης σε δύο διαπιστώσεις, μία χρονική και μία αιώνια, όπως πράξαμε προηγουμένως. Όλη η ύπαρξη, συνολικά, θα είναι αιώνια. Αυτό, με τη σειρά του, θα αποκλείσει αφενός την πιθανότητα οποιοδήποτε μέρος της να είναι στ’ αλήθεια χρονικό, αφετέρου θα αφήσει ανοικτή μία πιθανότητα κάποιο μέρος της ύπαρξης, ή και το σύνολο της, να εμφανίζεται σ’ εμάς ως χρονικό.
Η θεωρία της εξωπραγματικότητας του Χρόνου είναι αναμφίβολα εξαιρετικά δύσκολη για να γίνει πλήρως κατανοητή ∙ επιπροσθέτως, είναι εξίσου αναμφίβολο ότι παρουσιάζει πολλές και μεγάλες δυσκολίες. Δεν σκοπεύω επί της παρούσης να συνηγορήσω υπέρ της, ούτε και να την αναπτύξω επί μακρόν, αλλά μοναχά να εξετάσω, όπως και προηγουμένως, ποια θα ήταν η σχέση του Χρόνου με την Αιωνιότητα εάν και εφόσον η θεωρία αυτή είναι αληθής. Είναι αδιαμφισβήτητο πως αξίζει να συλλογιστούμε τις συνέπειες αυτής της θεωρίας, μιας και υποστηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τους φιλοσόφους. Στην φιλοσοφία του Σπινόζα, η ακριβής φύση της Αιωνιότητας και η σχέση της με τον χρόνο αποτελούν ένα εξαιρετικά δύσκολο πρόβλημα, ειδικά από τη στιγμή που δεν είναι διόλου απίθανο ο ίδιος ο Σπινόζα να μην προχώρησε σε μία επαρκώς σαφή διάκριση ανάμεσα στην αχρονία που έχουν οι αλήθειες και την αχρονία της ύπαρξης. Μολοταύτα, το δόγμα περί της αχρονίας της πραγματικότητας αποτελούσε, αναντίρρητα, πεποίθηση που συμμεριζόταν ο Καντ, μολονότι ο ίδιος ενδεχομένως να μην χρησιμοποιούσε αυτή την έκφραση. Αποτελούσε, επίσης, πεποίθηση του Σοπενχάουερ, καθώς και θεμελιώδες δόγμα της φιλοσοφίας του Χέγκελ, και ως προς αυτό, οι Χεγκελιανοί ακολούθησαν τις πεποιθήσεις του δασκάλου τους πολύ πιο στενά απ’ όσο συνέβη σε περιπτώσεις άλλων δογμάτων. Στην τωρινή μας εποχή, την πεποίθηση αυτή ασπάζεται και ο μεγαλύτερος εκ των εν ζωή φιλοσόφων, ο κ. Μπράντλεϊ (4). Αν στρέψουμε τη ματιά μας από τους φιλοσόφους στους θεολόγους, θα συναντήσουμε ξανά το ίδιο δόγμα. Βέβαια, η άποψη πως η πραγματικότητα είναι συνολικά άχρονη δεν απαντάται τόσο γενικευμένα στους θεολόγους όσο η άποψη ότι κάποιο μέρος της πραγματικότητας είναι άχρονο. Ωστόσο, ποτέ, σε καμία χώρα και σε καμία εποχή δεν παρέμεινε η θεολογία ανέγγιχτη επί μακρόν από τον μυστικισμό, εφόσον συνυπήρχε μαζί του∙ και η εξωπραγματικότητα του χρόνου, αν και δεν υποστηρίζεται από όλους τους μυστικιστές, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα αξιώματα του μυστικισμού.
Στρεφόμενοι για μία ακόμη φορά στην Άπω Ανατολή, εκεί που η φιλοσοφία και η θεολογία δεν αποδέχονται ούτε στο ελάχιστο την μερική μεταξύ τους διάκριση που υφίσταται στην Δύση, θα δούμε ότι το δόγμα περί της εξωπραγματικότητας του χρόνου θεωρείται πρωτεύουσας σημασίας.
Από τη στιγμή που μία θεωρία έχει κερδίσει τέτοια υποστήριξη, και που συνεχίζει να την κερδίζει έως τις μέρες μας, τότε δικαίως ή αδίκως, πολλά μπορούν να ειπωθούν υπέρ της. Δάσκαλοι τέτοιου κύρους, και τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, δεν θα υιοθετούσαν ένα δόγμα σαν κι αυτό αν δεν συνέτρεχαν σοβαρότατοι λόγοι. Από τη δική μου μεριά, είμαι πεπεισμένος πως παρά τις πολύ μεγάλες δυσκολίες που παρουσιάζει, η θεωρία αυτή θα πρέπει να γίνει αποδεκτή ως αληθής. Επί του παρόντος, ωστόσο, θα προτιμούσα μονάχα να τονίσω το γεγονός του ότι άσχετα με το αν η θεωρία είναι αληθής η ψευδή, το να συλλογιστούμε τις κάθε λογής επιπτώσεις που μπορεί να προκύψουν από την αποδοχή της δεν είναι σε καμία περίπτωση χάσιμο χρόνου.
12.     Ποιος είναι ο επακριβής ορισμός που θα πρέπει να δώσουμε στον Χρόνο βάσει αυτής της θεωρίας; Δεν μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί λάθος, διότι το να αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα μέσα στον χρόνο δεν συνεπάγεται απαραίτητα μία εσφαλμένη κρίση. Αν κάποιος που αντιλαμβάνεται τα πράγματα μέσα στον χρόνο πιστεύει ότι αυτά όντως βρίσκονται μέσα στον χρόνο, αυτό θα αποτελούσε βέβαια μια λανθασμένη κρίση. Αν όμως η θεωρία είναι αληθής, τότε κάποιος που την ενστερνίζεται δεν θα υπέπιπτε σε εσφαλμένη κρίση αναφορικά με το αντικείμενο. Η κρίση θα ήταν ως εξής: «Αντιλαμβάνομαι τα πράγματα σαν αυτά να βρίσκονται εντός του χρόνου, και δεν μπορώ να τα αντιληφθώ με άλλο τρόπο, όμως αυτά δεν βρίσκονται στ’ αλήθεια μέσα στον χρόνο, είναι άχρονα». Δεν θα υπήρχε κανένα σφάλμα σε αυτή την κρίση∙ άρα, δεν μπορούμε να ισχυριζόμαστε πως η αντίληψη των πραγμάτων εντός του χρόνου είναι λάθος. Η αντίληψη αυτή λίγο-πολύ αποκρύπτει την αληθινή φύση των πραγμάτων, αλλά δεν οδηγεί στο να διαπράττει κανείς ψευδείς κρίσεις σχετικά με τη φύση τους.
Έτσι, από τη στιγμή που η αντίληψη των πραγμάτων στον χρόνο δεν συνεπάγεται απαραιτήτως κάποιο σφάλμα, τότε αντιστοίχως, από τη στιγμή που το υφιστάμενο σφάλμα εξαλειφθεί, η αντίληψη των πραγμάτων μέσα στον χρόνο δεν θα αλλάξει. Εάν ξεκινήσω να ασπάζομαι την άποψη πως τα πράγματα βρίσκονται εντός του χρόνου – που μπορεί να είναι λανθασμένη, αλλά είναι σε κάθε περίπτωση η πιο προφανής άποψη –  κι έπειτα πεισθώ από φιλοσοφικά επιχειρήματα πως τα πράγματα είναι στ’ αλήθεια άχρονα, τότε θα συνεχίσω εντούτοις να τα αντιλαμβάνομαι ως ευρισκόμενα μέσα στον χρόνο, όπως και να ’χει το πράγμα.
Άρα, θα πρέπει να κατανοήσουμε το γεγονός ότι η αντίληψη που έχουμε για τα πράγματα εντός του χρόνου δεν είναι παρά μία ψευδαίσθηση, αντίστοιχη με εκείνη που μας κάνει να βλέπουμε τον ήλιο μεγαλύτερο στο ηλιοβασίλεμα απ’ ότι στο απομεσήμερο, ή που κάνει μία ευθεία βέργα να φαίνεται πως λυγίζει όταν μπαίνει στο νερό. Έπειτα από το πέρας της παιδικής μου ηλικίας, δεν πιστεύω ότι η βέργα λυγίζει στ’ αλήθεια ∙ μολαταύτα, όσο κι αν πείθω τον εαυτό μου είτε μέσω της λογικής, είτε με την απλή αίσθηση της αφής, ότι η βέργα δεν έχει αλλάξει σχήμα με το που μπήκε στο νερό, θα εξακολουθήσω να λαμβάνω οπτικές εντυπώσεις από αυτή που θα μοιάζουν με εκείνες που θα μου έδινε μια κυρτή βέργα έξω απ’ το νερό. Έτσι είναι και η ψευδαίσθηση του χρόνου – αλλά πολύ πιο γενικευμένη, και πολύ πιο δύσκολη στο να τη συλλάβει κανείς στο νου του. Αποκρύπτει ένα μέρος της αλήθειας και οδηγεί σε μία εσφαλμένη κρίση, μιας και το εμφανές συμπέρασμα που προκύπτει από την εμπειρία του καθενός είναι, όπως είπα μόλις τώρα, είναι πως τα πράγματα όντως βρίσκονται μέσα στον χρόνο. Παρ’ όλα αυτά, αυτό ούτε συνεπάγεται απαραίτητα μία εσφαλμένη κρίση, αλλά ούτε και εξαλείφεται από μία ορθή κρίση.
13.     Οπότε ποια είναι η σχέση που προκύπτει μεταξύ Χρόνου και Αιωνιότητας σύμφωνα με μια θεωρία όπως κι αυτή; Πιστεύω πως η απάντηση θα ποικίλει. Σύμφωνα με τα όσα μας λέει η θεωρία, το να βλέπουμε την ύπαρξη με την μορφή του χρόνου σημαίνει πως λίγο-πολύ την βλέπουμε με τρόπο που δεν αντιστοιχεί στην πραγματική της μορφή. Ταυτόχρονα, η εμφάνιση αυτή δεν είναι μόνο ψευδαίσθηση. Παρά την ψευδαισθητική μορφή του χρόνου, αντιλαμβανόμαστε κάποιο τμήμα της πραγματικής φύσεως της άχρονης πραγματικότητας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αν κοιτάξουμε προς τα έξω πίσω από ένα παράθυρο με κόκκινο τζάμι, θα δούμε τα πράγματα που βρίσκονται από την άλλη μεριά με τη μορφή, το μέγεθος και την κίνηση που θα έχουν, αλλά δεν θα τα δούμε με το πραγματικό τους χρώμα. Βέβαια, το ζήτημα στην παρούσα περίπτωση είναι αρκετά πιο περίπλοκο. Δεν μπορούμε να περάσουμε στην άλλη μεριά του χρόνου με τον τρόπο που θα περνάγαμε στην άλλη μεριά του παραθύρου, ανακαλύπτοντας έτσι, με άμεση παρατήρηση, ποιο κομμάτι της πρότερης μας εμπειρίας οφείλεται στην μορφή που έχει ο χρόνος∙ και το να καταλήξουμε και να δικαιολογήσουμε μία ιδέα περί του τι μπορεί να είναι η αληθής άχρονη φύση της ύπαρξης είναι μεν μια πολύ σκληρή, καίτοι όχι αδύνατη εργασία. Θα πρέπει να μείνουμε ικανοποιημένοι με το γενικόλογο συμπέρασμα, σύμφωνα με το οποίο όπου μας παρουσιάζεται η ύπαρξη με την μορφή του χρόνου, τότε την βλέπουμε εν μέρει, αλλά όχι εξ ολοκλήρου, όπως είναι στην πραγματικότητα.
Έτσι, ο τρόπος με τον οποίο θεωρούμε την ύπαρξη ανά πάσα στιγμή του χρόνου είναι λίγο-πολύ ανεπαρκής∙ και έχω την εντύπωση ότι η σχέση του χρόνου με την αιωνιότητα εξαρτάται από την σχετική ανεπάρκεια της άποψης που έχουμε εμείς για την πραγματικότητα σε διαφορετικές στιγμές του χρόνου.
Το καθοριστικό ζήτημα – αυτή είναι και η θεωρία που θέλω να σας προτείνω – έχει να κάνει με το αν υπάρχει οποιοσδήποτε νόμος σύμφωνα με τον οποίο οι καταστάσεις στον χρόνο, καθώς μεταβαίνουμε από τις προγενέστερες καταστάσεις στις μεταγενέστερες, τείνουν να γίνονται περισσότερο ή λιγότερο επαρκείς απεικονίσεις της άχρονης πραγματικότητας.
14.     Ας εξετάσουμε, εν πρώτοις, τι θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε ένας τέτοιος νόμος. Σε μια τέτοια περίπτωση, το μέλλον δεν θα είχε λόγο να μοιάζει με την άχρονη πραγματικότητα, ακριβώς επειδή είναι μέλλον, λιγότερο ή περισσότερο απ’ ότι θα έμοιαζε σε αυτή το παρόν. Ακόμη και τότε, θα υπήρχαν ταλαντεύσεις όσον αφορά την επάρκεια με την οποία ο χρόνος θα απεικόνιζε την Αιωνιότητα. Σε κάποια μεμονωμένη στιγμή, η όψη που έχω για το σύμπαν μπορεί να παραμορφώσει την αλήθεια σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό απ’ ότι θα την είχε παραμορφώσει η όψη που θα είχα την προηγούμενη στιγμή από εκείνη. Εντούτοις, τέτοιες ταλαντεύσεις είναι όπως τα κύματα της θάλασσας: κάποια συγκεκριμένη στιγμή, η επιφάνεια ενός συγκεκριμένου σημείου μπορεί να είναι υψηλότερη απ’ ότι την προηγούμενη στιγμή. Αυτό, όμως, δεν μας δίνει κανένα λόγο να συμπεράνουμε πως μία ώρα μετά, η επιφάνεια θα είναι και πάλι ψηλότερη απ’ ότι ήταν την προηγούμενη στιγμή, ή ότι το μέσο ύψος της αυξάνεται.
Εάν η επάρκεια των χρονικών απεικονίσεων ακολουθεί αυτή τη συνθήκη, τότε, κατά την άποψη μου, η σχέση του Χρόνου με την Αιωνιότητα θα εκφράζεται όπως και όταν ο Χρόνος θεωρούνταν εξίσου πραγματικός όσο και η Αιωνιότητα. Μ’ άλλα λόγια, η πιο δόκιμη μεταφορά για τη σχέση αυτή είναι να θεωρηθεί η Αιωνιότητα ως παρόν, αν και μια τέτοια θεώρηση δεν είναι παρά μία μεταφορά και τίποτε άλλο.
Η μεταφορά είναι δόκιμη για τους ίδιους λόγους όπως και προηγουμένως. Πρώτον, η σχέση της Αιωνιότητας με τον χρόνο είναι σταθερή ∙ μπορούμε, όπως είπα και πριν, να έχουμε μία λιγότερο επαρκή απεικόνιση της Αιωνιότητας σε κάποιες συγκεκριμένες στιγμές του χρόνου απ’ ότι σε άλλες, αλλά εάν θεωρήσουμε συνολικά τον χρόνο, τότε ούτε προσεγγίζει την Αιωνιότητα, ούτε παρεκκλίνει από αυτήν. Επιπροσθέτως, για τους λόγους που εξηγήθηκαν πιο πριν, είναι ως ένα βαθμό δόκιμο να χρησιμοποιούμε την παροντικότητα ως μεταφορά για την αμετάβλητη αυτή σχέση.
Δεύτερον, η μεταφορά είναι δόκιμη στην παρούσα περίπτωση, όπως ήταν δόκιμη και προηγουμένως, προκειμένου να εκφραστεί η πραγματικότητα του αιώνιου. Το αιώνιο δεν διαθέτει την ελαττωμένη εκείνη πραγματικότητα που προσδίδουμε στο παρελθόν ή στο μέλλον. Για την ακρίβεια, η πραγματικότητα που έχει το αιώνιο σύμφωνα με αυτή τη θεωρία είναι σχετικά μεγαλύτερη απ’ ότι ήταν σύμφωνα με την άλλη. Βάσει εκείνης, το Αιώνιο ήταν γενικά το πραγματικότερο όλων, επειδή περιλάμβανε γενικά τον Θεό ή το Απόλυτο. Εδώ όμως, το αναπόφευκτο συμπέρασμα της θεωρίας είναι ότι το Αιώνιο δεν είναι μόνο το πραγματικότερο όλων, αλλά η μοναδική αληθινή πραγματικότητα. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικότερο τώρα απ’ ότι πριν να μπορεί αυτό να εκφραστεί με μία μεταφορά που αντλείται από την μεγαλύτερη πραγματικότητα στον χρόνο.
Τρίτον, βάσει αυτής της θεωρίας, το Αιώνιο θα πρέπει οπωσδήποτε να θεωρείται πως ασκεί άμεση αιτιακή επιρροή, ή, για να το θέσω διαφορετικά, να θεωρείται πως διαθέτει μία ιδιότητα που θα καθιστά την αιτιακή επιρροή μία ατελή απεικόνιση της. Διότι τα πάντα εξαρτώνται από την φύση του αιωνίου, το οποίο αποτελεί την μοναδική αληθινή πραγματικότητα.
Την ίδια στιγμή, το να ισχυριστούμε πως το αιώνιο αποτελεί αιώνια παρόν εξακολουθεί να είναι μία μεταφορά και τίποτε άλλο. Δεν είναι μία κυριολεκτικά ορθή περιγραφή μιας και, όπως είδαμε, το παρόν είναι ουσιαστικά ένας χρονικός προσδιορισμός, και το αιώνιο δεν βρίσκεται εντός του Χρόνου.
15.     Πιστεύω πως, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, πολλά από αυτά που είπα δεν είναι αμφιλεγόμενα, αλλά ούτε πως είπα κάτι που να μπορώ να ισχυριστώ ότι είναι πρωτότυπο. Έχω, ωστόσο, να υποβάλλω μία θέση που, ασχέτως του αν είναι πρωτότυπη ή όχι, είναι σε κάθε περίπτωση αμφιλεγόμενη. Δηλώνω πως παρ’ ότι για μας - που διατυπώνουμε την κρίση μας όντας στο εσωτερικό μιας χρονικής σειράς – η  παροντικότητα του αιωνίου δεν μπορεί ποτέ να είναι κάτι πέρα από μεταφορά, ο ισχυρισμός ότι το αιώνιο ήταν παρελθόν ή μέλλον, ενδέχεται, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, να είναι κάτι πολύ παραπάνω από μεταφορά. Η δήλωση αυτή θα φαντάζει, αναμφίβολα, εξαιρετικά παράδοξη. Το αιώνιο είναι άχρονο, άρα πως γίνεται το άχρονο να έχει μία θέση στην χρονική σειρά; Μολαταύτα, θεωρώ πως η θέση αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί, και θα αποπειραθώ τώρα να σκιαγραφήσω την δικαιολόγηση της.
16.     Έχουμε μέχρι στιγμής εξετάσει τι θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε νόμος σύμφωνα με τον οποίο οι καταστάσεις στον χρόνο, καθώς μεταβαίνουμε από τις προγενέστερες καταστάσεις στις μεταγενέστερες, τείνουν να γίνονται περισσότερο ή λιγότερο επαρκείς απεικονίσεις της άχρονης πραγματικότητας. Τι θα συνέβαινε, όμως, αν υπήρχε ένας τέτοιος νόμος;
Το γεγονότα στον χρόνο παρατάσσονται με μία σειρά – μία οριστική και μη αναστρέψιμη σειρά. Η λάμψη ενός κανονιού σε μακρινή απόσταση γίνεται αντιληπτή πριν από τον κρότο της εκπυρσοκρότησης. Ο κρότος δεν γίνεται αντιληπτός πριν από τη λάμψη. Η Μάχη του Βατερλό έγινε πριν κηρυχτεί η Μεταρρύθμιση. Η Μεταρρύθμιση δεν κηρύχτηκε πριν από την Μάχη του Βατερλό. Ποιο είναι τώρα αυτό που προσδιορίζει την σειρά;
Η απλή μορφή του χρόνου δεν αρκεί για κάτι τέτοιο. Αν τα πράγματα συντελούνται εντός του χρόνου, τότε πρέπει να συντελούνται με μία σειρά, και η σειρά αυτή θα πρέπει να είναι οριστική και μη αναστρέψιμη ∙ αυτό το απαιτεί η ίδια η φύση του χρόνου. Ωστόσο, δεν μας διευκολύνει στο να κατανοήσουμε το ποια θα είναι η σειρά αυτή. Αν η Μάχη του Βατερλό και η Μεταρρύθμιση συντελούνται εντός του χρόνου, τότε η φύση του χρόνου απαιτεί είτε αυτά να συντελούνται ταυτόχρονα, είτε η Μάχη να προηγείται της Μεταρρύθμιση, είτε η Μεταρρύθμιση να προηγείται της Μάχης. Δεν μας διευκολύνει, ωστόσο, στο να προσδιορίσουμε ποια από τις τρεις αυτές εναλλακτικές θα ακολουθηθεί.
Τι είναι αυτό που καθορίζει την τάξη των γεγονότων στον χρόνο, αν υποθέσουμε – όπως κάνουμε τώρα – πως ο Χρόνος δεν είναι παρά ένας ψευδαισθητικός τρόπος να αντιλαμβανόμαστε μία άχρονη πραγματικότητα; Προσωπικά θεωρώ ότι η τάξη αυτή μπορεί κάλλιστα να προσδιορίζεται από την επάρκεια με την οποία οι καταστάσεις απεικονίζουν την άχρονη πραγματικότητα, έτσι ώστε οι καταστάσεις που έπονται η μία της άλλης να είναι σε απειροελάχιστο βαθμό διάφορες όσον αφορά τον βαθμό επάρκειας τους, και πως η συνολική χρονική σειρά παρουσιάζει μία σταθερή ανέλιξη στην μεταβολή της επάρκειας – αν και δεν μπορώ ακόμη να πω ποια κατεύθυνση ακολουθεί.
Θεωρώ πως κάτι μπορεί να ειπωθεί για να αποδειχθεί η παραπάνω δήλωση, αλλά δεν αρκεί μία διάλεξη για να το αναπτύξω, κι επί της παρούσης δεν σκοπεύω ούτε καν να παρουσιάσω ένα σκιαγράφημα του. Ούτε είναι και κάτι που συμβάλλει στον τωρινό μας σκοπό, ο οποίος αφορά το ποια θα ήταν η σχέση του Χρόνου με την Αιωνιότητα σε διάφορες περιστάσεις. Ας προχωρήσουμε τώρα στον συλλογισμό του ποια θα ήταν η σχέση μεταξύ των δύο σύμφωνα με τις περιστάσεις αυτές.
17.     Ας υποθέσουμε, έτσι, ότι οι καταστάσεις της χρονικής σειράς είναι τέτοιες έτσι ώστε κάθε κατάσταση να είναι μία επαρκέστερη έκφραση της πραγματικότητας απ’ ότι η κατάσταση στη μία πλευρά της σειράς, και μία λιγότερο επαρκής απεικόνιση της πραγματικότητας απ’ ότι η κατάσταση στην άλλη πλευρά της, έτσι που να σχηματίζουν μία συνεχή σειρά όσον αφορά την επάρκεια του απεικονίσματος τους. Κι ας υποθέσουμε, επίσης, ότι η επαρκέστερη των απεικονίσεων αυτών – που, όπως είναι φυσικό, θα βρίσκεται στη μία άκρη της σειράς – δεν διαφέρει παρά μόνο σε απειροελάχιστο βαθμό από την πραγματικότητα την οποία απεικονίζει. Σε αυτή την περίπτωση, ποια είναι η σχέση του Χρόνου και της Αιωνιότητας;
Αυτό θα εξαρτηθεί από την κατεύθυνση, εντός της σειράς, στην οποία συναντάται η μεγαλύτερη επάρκεια. Ενδέχεται, καταρχήν, τα μεταγενέστερα στάδια της χρονικής σειράς να είναι πιο επαρκή απ’ ότι τα προγενέστερα. Σε αυτή την περίπτωση, το παρόν στάδιο θα είναι πιο επαρκές σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο στάδιο του παρελθόντος, και λιγότερο επαρκές σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο στάδιο του μέλλοντος.
Μπορούμε να το επεκτείνουμε περισσότερο: Εάν ο χρόνος είναι εξωπραγματικός, όπως έχουμε υποθέσει, τότε η περί της υπάρξεως του χρόνου ψευδαίσθηση δεν δύναται να βρίσκεται εντός του χρόνου περισσότερο απ’ όσο δύναται να βρίσκεται οποιοδήποτε άλλο πράγμα. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια σειρά που μας δίνει την ψευδαίσθηση του χρόνου, η χρονική σειρά αυτή καθ’ αυτή δεν βρίσκεται μέσα στον χρόνο. Άρα, η σειρά δεν είναι παρά μία σειρά απεικονίσεων, με κάποιες απ’ τις απεικονίσεις αυτές να είναι περισσότερο επαρκείς κι άλλες λιγότερο επαρκείς, οι οποίες έχουν παραταχθεί σύμφωνα με την τάξη της επάρκειας τους. Αυτό το σειριακό στοιχείο – η σειρά επάρκειας – είναι το μοναδικό σειριακό στοιχείο που εξακολουθεί να είναι πραγματικό, αν δηλωθεί οριστικά και αμετάκλητα πως ο χρόνος είναι εξωπραγματικός.
Άρα, όταν δηλώνουμε πως ένα συγκεκριμένο στάδιο στην χρονική σειρά είναι ακόμη στο μέλλον, τότε η πραγματική αλήθεια, εάν η θεωρία που εξετάζουμε είναι σωστή, είναι, πως το εξεταζόμενο αυτό στάδιο αποτελεί μία λιγότερο επαρκή απεικόνιση της άχρονης πραγματικότητας της ύπαρξης απ’ ότι το στάδιο στο οποίο βρισκόμαστε στο παρόν.
Τώρα, η άχρονη πραγματικότητα αυτή, καθ’ αυτή, περιέχει όλη τη φύση της. Έτσι, η θέση της ως προς την λιγότερο ανεπαρκή απεικόνιση της θα είναι η ίδια με την θέση εκείνης της απεικόνισης ως προς την αμέσως επόμενη λιγότερο ανεπαρκή απεικόνιση, και ούτω καθεξής. Εφόσον, σύμφωνα με την υπόθεση που έχουμε κάνει, οι απεικονίσεις της πραγματικότητας στην χρονική σειρά προσεγγίζουν την πραγματικότητα έως ότου η ανεπάρκεια να γίνει εντέλει απειροελάχιστη, τότε η έσχατη της σειράς των χρονικών απεικονίσεων δεν θα διαφέρει παρά μόνο απειροελάχιστα από πραγματικότητα αυτή καθ’ αυτή. Έτσι, με δεδομένο πως ο χρόνος είναι συνεχής, το προτελευταίο στάδιο θα διαφέρει απ’ το τελευταίο με παρόμοιο τρόπο, δηλαδή όντας απειροελάχιστα λιγότερο επαρκές.
Ως εκ τούτου, η άχρονη πραγματικότητα – το Αιώνιο – μπορεί η ίδια να θεωρηθεί ως το έσχατο στάδιο μιας σειράς, της οποίας τα υπόλοιπα στάδια είναι εκείνα που εμείς αντιλαμβανόμαστε ως χρονική σειρά, και τα στάδια που θα είναι πιο κοντά στην άχρονη πραγματικότητα θα είναι εκείνα που αντιλαμβανόμαστε ως μεταγενέστερα στάδια στον χρόνο. Άρα, όποτε βλέπουμε τα πράγματα μέσα στον χρόνο – όπως και οφείλουμε να τα βλέπουμε – θα πρέπει να φανταζόμαστε το Αιώνιο σαν το τελικό στάδιο στην χρονική ανέλιξη. Θα πρέπει να το φανταζόμαστε ως υφιστάμενο στο μέλλον, και ως το τέλος του μέλλοντος. Ο χρόνος φτάνει ως την Αιωνιότητα, και παύει να υφίσταται στην Αιωνιότητα.
18.     Είναι σίγουρο πως το συμπέρασμα αυτό θα το απορρίψουν πολλοί χωρίς περαιτέρω διερεύνηση, θεωρώντας το υπερβολικά εξωφρενικό. Πώς γίνεται το άχρονο να έχει μία θέση στο τέλος μιας χρονικής σειράς; Πώς γίνεται να ξεκινάει η Αιωνιότητα όταν παύει ο Χρόνος; Πώς γίνεται, έτσι κι αλλιώς, να έχει αφετηρία η Αιωνιότητα;
Η απάντηση στις παραπάνω ενστάσεις έχει, κατά την γνώμη μου, ως εξής: όπως είναι φυσικό, σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση η Αιωνιότητα δεν είναι στ’ αλήθεια μέλλον, όπως και δεν έχει στ’ αλήθεια αφετηρία ∙ διότι ο χρόνος είναι εξωπραγματικός, άρα τίποτε δεν μπορεί να είναι μέλλον, και τίποτε δεν μπορεί να έχει αφετηρία. Οπότε, πως μπορεί να δικαιολογηθεί το να θεωρείται η Αιωνιότητα ως μέλλον; Πιστεύω πως η εξήγηση έγκειται στ’ ότι η Αιωνιότητα είναι εξίσου μέλλον όσο και οτιδήποτε άλλο μπορεί να αποτελέσει μέλλον. Είναι τόσο αληθές μέλλον, όσο και η αυριανή μέρα ή η επόμενη χρονιά. Άρα, λαμβάνοντας τον Χρόνο ως πραγματικό, όπως βέβαια δεν μπορούμε να κάνουμε και διαφορετικά στην περίπτωση της καθημερινής ζωής, όταν επιδιώκουμε να εκτιμήσουμε την σχέση του Χρόνου και της Αιωνιότητας, μπορούμε εύλογα να πούμε ότι η Αιωνιότητα αποτελεί μέλλον. Από τη σκοπιά του χρόνου, τα γεγονότα της αυριανής μέρας και τα γεγονότα της επόμενης χρονιάς αποτελούν μέλλον. Έτσι, αν η Αιωνιότητα αποτελεί εξίσου αληθές μέλλον όσο και εκείνα, είναι εύλογο να δηλώσουμε πως η Αιωνιότητα αποτελεί μέλλον. Δεν είναι απόλυτα αληθές, αλλά είναι εξίσου αληθές όσο και οποιοσδήποτε άλλος ισχυρισμός περί μελλοντικότητας ∙ και είναι σίγουρα πιο αληθής ισχυρισμός απ’ ότι αν δηλώσουμε πως η Αιωνιότητα αποτελεί παρόν ή παρελθόν.
Ας ανακεφαλαιώσουμε. Εάν ο χρόνος είναι εξωπραγματικός, τότε η χρονική σειρά είναι μία σειρά που αποτελείται από λιγότερο ή περισσότερο επαρκείς απεικονίσεις της άχρονης πραγματικότητας, και η σειρά αυτή καθ’ αυτή δεν βρίσκεται πραγματικά εντός του χρόνου. Εάν αυτό που προσδιορίζει την θέση των σταδίων στην χρονική σειρά είναι οι διαφορετικοί βαθμοί επάρκειας με τους οποίους οι απεικονίσεις αυτές ανταποκρίνονται στην άχρονη πραγματικότητα, τότε η σειρά, που δεν είναι στ’ αλήθεια σειρά εντός του χρόνου, είναι στ’ αλήθεια μία σειρά βαθμών επάρκειας. Εάν το επαρκέστερο από τα στάδια αυτά διαθέτει μόνο απειροελάχιστη ανεπάρκεια, τότε η άχρονη πραγματικότητα, καθ’ ολοκληρίαν, θα σχηματίζει το τελικό στάδιο της σειράς. Και εάν η διάκριση μεταξύ προγενέστερων και μεταγενέστερων σταδίων έχει να κάνει με τ’ ότι τα μεταγενέστερα στάδια είναι και τα πιο επαρκή, τότε – δεδομένου ότι το μέλλον είναι μεταγενέστερο του παρόντος – οφείλουμε να τοποθετήσουμε την άχρονη πραγματικότητα στο μέλλον, και στην τελική έκβαση του μέλλοντος.
Ως εκ τούτου, το να δηλώσουμε ότι η Αιωνιότητα είναι μέλλον σύμφωνα με την θεωρία αυτή είναι πολύ πιο επακριβής ισχυρισμός απ’ ότι αν δηλώσουμε, όπως στις προηγούμενες περιπτώσεις, πως η Αιωνιότητα είναι παρόν. Διότι, στις περιπτώσεις εκείνες, η Αιωνιότητα μπορεί μεν να διέθετε κάποια αναλογία ως προς το παρόν, όμως δεν ήταν εξ ολοκλήρου παρόν όπως το σημερινό φως του ήλιου, που αποτελεί παρόν με την πλήρη έννοια του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή, όμως, η Αιωνιότητα είναι εξίσου στ’ αλήθεια μέλλον όπως και το αυριανό φως του ήλιου, που αποτελεί μέλλον με την πλήρη έννοια του μέλλοντος. Η παροντικότητα της Αιωνιότητας ήταν μοναχά μια μεταφορά. Η μελλοντικότητα της, στην περίπτωση αυτή, είναι εξίσου αληθής όσο και οποιαδήποτε άλλη μελλοντικότητα.
19.     Ας περάσουμε σε μία άλλη περίπτωση. Ας υποθέσουμε, όπως και πριν, ότι η αλήθεια της χρονικής σειράς ήταν μία σειρά απεικονίσεων που παρατάσσονται σύμφωνα με τους βαθμούς επάρκειας τους, και συνεχίζονται έως ότου ο έσχατος όρος της σειράς να μην διαφέρει παρά μόνο απειροελάχιστα από αυτή καθ’ αυτή την άχρονη πραγματικότητα. Ωστόσο, ας υποθέσουμε ότι η σειρά ακολουθεί αντίθετη πορεία, έτσι ώστε τα πιο επαρκή τμήματα να εμφανίζονται στα προγενέστερα στάδια της χρονικής σειράς, και τα λιγότερο επαρκή τμήματα να εμφανίζονται στα μεταγενέστερα στάδια της χρονικής σειράς. Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να θεωρήσουμε πως η άχρονη πραγματικότητα αποτελεί την αφετηρία του παρελθόντος αντί για την έκβαση του μέλλοντος. Θα πρέπει να θεωρούμε ότι εμείς έχουμε ως σημείο εκκίνησης την άχρονη πραγματικότητα, κι όχι πως είμαστε προορισμένοι να φτάσουμε σε αυτήν. Είναι φανερό πως από μία πρακτική άποψη, η διαφορά ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις ενδέχεται να είναι τεράστια – θα αναφερθώ ξανά στην πρακτική σημασία της σχέσης σε μετέπειτα σημείο. Θεωρώ πως υπάρχουν λόγοι να υποθέσουμε πως η πρώτη εκ των δύο περιπτώσεων είναι αυτή που υπάρχει στ’ αλήθεια, και πως η Αιωνιότητα πρέπει να θεωρείται ότι βρίσκεται στο μέλλον, κι όχι στο παρελθόν. Μολαταύτα, το αντικείμενο μας εδώ είναι απλά να συνειδητοποιήσουμε πως, αν η δεύτερη περίπτωση είναι αληθής, έτσι που τα πιο επαρκή τμήματα να είναι εκείνα που εμφανίζονται ως προγενέστερα, τότε η Αιωνιότητα θα πρέπει να θεωρείται ότι είναι στο παρελθόν.
20.     Μπορώ να αναφέρω και μία τρίτη περίπτωση, μολονότι είμαι της άποψης πως είναι εξαιρετικά απίθανη. Ας υποθέσουμε πως τα στάδια της σειράς έχουν παραταχθεί με τρόπο που δεν αφορά απλά και μόνο την τάξη της επάρκειας, αλλά αφορά κάποια αρχή σύμφωνα με την οποία τα λιγότερο επαρκή στάδια τοποθετούνται στη μέση, και γίνονται πιο επαρκή καθώς απομακρύνονται από τη μέση προς την κατεύθυνση τόσο του ενός, όσο και του άλλου άκρου της σειράς. Κι ας υποθέσουμε, όπως και πριν, ότι οι πιο επαρκείς απεικονίσεις δεν διαφέρουν παρά μόνο απειροελάχιστα από την άχρονη πραγματικότητα. Τότε, είναι φανερό πως η θέση της άχρονης πραγματικότητας ως προς το προγενέστερο τμήμα της σειράς θα είναι ίδια με τη θέση εκείνου του τμήματος προς το αμέσως προγενέστερο ∙ και είναι εξίσου φανερό πως η θέση της άχρονης πραγματικότητας ως προς το μεταγενέστερο τμήμα της σειράς θα είναι ίδια με τη θέση εκείνου του τμήματος  προς το αμέσως μεταγενέστερο. Έτσι, κατ’ αυτό τον τρόπο, η άχρονη πραγματικότητα θα ήταν όρος σε κάθε άκρο της σειράς, αποτελώντας και αφετηρία και έκβαση της σειράς. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να θεωρήσουμε το Αιώνιο τόσο αφετηρία του παρελθόντος, όσο και έκβαση του μέλλοντος.
21.      Άρα βλέπουμε πως, σύμφωνα με ορισμένες υποθέσεις, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το Αιώνιο αποτελεί παρελθόν ή μέλλον, όχι μόνο ως μεταφορά, αλλά ως κάτι το εξίσου αληθές όσο και οτιδήποτε άλλο που ενδέχεται να αποτελεί παρελθόν ή μέλλον. Αυτό όμως δεν ισχύει όσον αφορά το παρόν. Καμία υπόθεση δεν δικαιολογεί τον ισχυρισμό πως το Αιώνιο, τώρα, είναι παρόν. Εάν ήταν παρόν, θα είχε την σχέση που έχει το παρόν ως προς την τωρινή μας θέση στην χρονική σειρά – δηλαδή, όπως είναι φυσικό, το Αιώνιο θα έπρεπε να είναι ταυτόσημο με το παρόν. Η άχρονη πραγματικότητα, εντούτοις, σίγουρα δεν είναι ταυτόσημη με μία θέση όπως αυτή στην οποία βρισκόμαστε τώρα, την οποία και απεικονίζει μέσα στον χρόνο, οπότε, σύμφωνα με την θεωρία μας, την απεικονίζει ανεπαρκώς. Σύμφωνα με κάποιες υποθέσεις, τις οποίες και εξετάσαμε πιο πριν, η πιο δόκιμη μεταφορά για το Αιώνιο είναι πως αυτό αποτελεί ένα αιώνιο παρόν. Καμία υπόθεση, όμως, δεν μπορεί να καταστήσει την μεταφορά αυτή κάτι παραπάνω από μία μεταφορά.
22.     Αυτό που μένει να πούμε, όσον αφορά τις περιπτώσεις όπου το Αιώνιο θεωρείται έκβαση του μέλλοντος ή αφετηρία του παρελθόντος, είναι πως υπάρχει η πιθανότητα το εν λόγω παρελθόν, ή το εν λόγω μέλλον, να εκτείνονται στο άπειρο. Δεν βλέπω να υπάρχει κάτι που θα απέκλειε αυτή την υπόθεση, επιτρέποντας μας να υποστηρίξουμε ότι έχουμε φτάσει το παρόν έχοντας διανύσει ένα πεπερασμένο χρονικό διάστημα από το Αιώνιο, ή ότι θα φτάσουμε στο Αιώνιο διανύοντας ένα πεπερασμένο χρονικό διάστημα από το παρόν.
Στα μαθηματικά, αυτό που δεν συμβαίνει παρά μόνο σε μία άπειρη απόσταση λέγεται ότι είναι το ίδιο με αυτό που δεν συμβαίνει καθόλου. Ως εκ τούτου, λέγεται ότι δύο παράλληλες ευθείες γραμμές συναντούν η μία την άλλη σε μία άπειρη απόσταση. Αφού οι μαθηματικοί υιοθετούν αυτόν τον τρόπο έκφρασης, τότε αυτός έχει κάποια πραγματική χρησιμότητα όσον αφορά τα μαθηματικά. Ωστόσο, πέρα από τις συμβάσεις της ειδικής αυτής επιστήμης, θεωρώ ότι υπάρχει μεγάλη και υπαρκτή διαφορά ανάμεσα σε μία σειρά που καταλήγει σε ένα αποτέλεσμα, έπειτα από μία απείρως μακρά ανέλιξη, και μία σειρά που ποτέ δεν καταλήγει σε αυτό το αποτέλεσμα.
Έτσι, εάν η σειρά των σταδίων που παρεμβάλλονται μεταξύ του παρόντος και της άχρονης πραγματικότητας ήταν τέτοια που θα μας φαινόταν σαν ένα απείρως μακρύ χρονικό διάστημα, θεωρώ δόκιμο να δηλώσω πως η άχρονη πραγματικότητα αποτελεί το απώτατο στάδιο μίας σειράς από την οποία είτε ξεκινά, είτε καταλήγει σε αυτή. Την ίδια στιγμή, δεν βρίσκω κάποιο λόγο να μην υποθέσω πως το μάκρος της είναι άπειρο, αντί να υποθέτω πως είναι πεπερασμένο.
23.     Προτείνω, λοιπόν, να αφιερωθεί το υπόλοιπο της εργασίας αυτής στο να εξεταστούν ορισμένες εκφάνσεις της πιθανότητας να είναι ορθό να θεωρείται η Αιωνιότητα ως έκβαση του μέλλοντος.
Θα μπορούσε κάλλιστα να ισχυριστεί κανείς πως η θεώρηση αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοια με μία πολύ κοινή Χριστιανική πεποίθηση. Ο Χριστιανικός παράδεισος δίνει ενίοτε την εντύπωση ότι παραμένει αναλλοίωτος στην πάροδο του ατελείωτου χρόνου ∙ δίνει, όμως, την εντύπωση πως αποτελεί άχρονη κατάσταση. Την ίδια στιγμή, η γενική πεποίθηση για τον παράδεισο είναι ότι βρίσκεται στο μέλλον. Δεν βρισκόμαστε στον Παράδεισο τώρα, ούτε βρισκόμασταν σε αυτόν πριν τη γέννηση μας – και είναι αλήθεια πως οι περισσότεροι χριστιανοί αρνούνται το ότι υπήρξαμε πριν από την γέννηση των τωρινών μας σωμάτων. Ο θάνατος μας χωρίζει από αυτόν – όχι βέβαια ότι ο θάνατος από μόνος του αρκεί για να μας τοποθετήσει στον παράδεισο, αλλά δεν θα μπορέσουμε να φτάσουμε εκεί προτού έχουμε διαβεί το στάδιο του θανάτου.
Μολονότι αυτή δεν αποτελεί μια πανθομολογούμενη πεποίθηση του Χριστιανισμού, εντούτοις δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως, σε γενικές γραμμές, ο παράδεισος τοποθετείται στο μέλλον. Ο παράδεισος ενδέχεται να θεωρείται νοητική κατάσταση, κι όχι κάποιο μέρος ή κάποιο περιβάλλον. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να είναι μία νοητική κατάσταση η οποία θα καταστεί κτήμα μας στο μέλλον. «Βλέπομεν γαρ άρτι δι΄ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον» (Προς Κορινθίους Α’ Επιστολή, 13:12). Η αφετηρία του μπορεί να βρίσκεται στο παρόν, η ολοκλήρωση του όμως όχι. Περαιτέρω, ακόμη και το κομμάτι του παραδείσου που αποκτάται στην επίγεια ζωή θα πρέπει να αποκτηθεί εκ νέου, να κερδηθεί εκεί που δεν υπήρχε πριν, κι έτσι τοποθετήθηκε στο μέλλον, και για πολλούς ανθρώπους εξακολουθεί να βρίσκεται στο μέλλον.
Αυτή η θεώρηση του χριστιανικού παραδείσου δέχεται εσχάτως, δριμεία κριτική, τόσο από το εσωτερικό της Χριστιανοσύνης, όσο και απ’ έξω από αυτή. Λέγεται πως εάν ο παράδεισος είναι τέλειος, τότε θα πρέπει να είναι και άχρονος, και πως είναι γενικά αποδεκτό πως είναι άχρονος, άρα είναι παράλογο να τοποθετείται στο μέλλον, και πως θα πρέπει, τουναντίον, να θεωρείται ως αιώνιο παρόν.
Οι επικριτές της θεώρησης του παραδείσου ως μέλλον έχουν μια κάποια υποκειμενική αιτιολόγηση όσον αφορά τις επικρίσεις τους∙ έχουν ερευνήσει την σχέση του Χρόνου με την Αιωνιότητα πολύ διεξοδικότερα απ’ ότι η πλειοψηφία εκείνων που θεωρούν ότι ο παράδεισος βρίσκεται στο μέλλον. Έχουν συλλάβει τις δυσκολίες  να δίνεται στην Αιωνιότητα μια θέση στο τέλος της χρονικής σειράς, ενώ πολλοί απ’ όσους είναι πεπεισμένοι ότι ο παράδεισος αποτελεί μέλλον, δεν έχουν καν συλλάβει τις δυσκολίες αυτές. Δηλώνω, εντούτοις, ότι ενδέχεται, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, η άποψη ότι ο παράδεισος τώρα αποτελεί μέλλον, ενδέχεται να είναι πιο αληθής απ’ ότι θα μπορούσε να είναι, σε κάθε περίσταση, η πεποίθηση πως ο παράδεισος αποτελεί τωρινό παρόν.
Ας ανακεφαλαιώσουμε για μία ακόμη φορά τις προϋποθέσεις αυτές. Το Αιώνιο μπορεί κάλλιστα να θεωρείται ως μέλλον, εάν ο χρόνος είναι εξωπραγματικός, εάν η σειρά που παρουσιάζεται σ’ εμάς ως χρονική σειρά αποτελεί σειρά απεικονίσεων που παρατάσσονται κατ’ επάρκεια, εάν η επαρκέστατη των απεικονίσεων διαφέρει παρά μόνο απειροελάχιστα από την πραγματικότητα που απεικονίζει, και εάν οι πιο επαρκείς απεικονίσεις είναι αυτές που παρουσιάζονται στα μεταγενέστερα τμήματα της σειράς.
Τώρα, πολύς κόσμος που έχει την πεποίθηση πως ο παράδεισος αποτελεί μέλλον θα ισχυρίζονταν πως η επίτευξη του παραδείσου γίνεται σταδιακά, με προοδευτικά στάδια που γίνονταν ολοένα και μεγαλύτερης επάρκειας, έως ότου το έσχατο να οδηγούσε στην άχρονη τελειότητα χωρίς κανένα ρήγμα όσον αφορά τη συνέχεια, κι ότι το επαρκέστερο από τα στάδια αυτά επέρχεται σε μεταγενέστερο στάδιο. Έτσι, επιτυγχάνονται τρεις από τις τέσσερις προϋποθέσεις. Η πρώτη προϋπόθεση – ότι, δηλαδή, ο χρόνος είναι εξωπραγματικός – είναι, φυσικά, λιγότερο διαδεδομένη. Εάν όμως συνδυαστεί με τις άλλες τρεις – όπως γίνεται συχνά, κι όπως κάλλιστα ενδέχεται να ισχύει – τότε άποψη μου είναι ότι η ιδέα ενός άχρονου παραδείσου είναι αιτιολογήσιμη, και πως οι Χριστιανοί που ενστερνίστηκαν την πεποίθηση αυτή μπορεί μεν να μην είχαν τόσο διεισδυτική ματιά, όπως είχαν κριτικοί σαν τους κ. Μπράντλεϊ και Χάλντεϊν (5), άλλα είχαν όντως συλλάβει την αλήθεια, αν και δεν μπορούσαν να δουν με ξεκάθαρο τρόπο, γιατί η πεποίθηση τους αυτή ήταν αληθής.
24.     Η πρακτική σημασία του ζητήματος εάν το Αιώνιο μπορεί να θεωρηθεί μέλλον, φαίνεται σ’ εμένα τεράστια. Το υπέρτατο ζήτημα, από άποψη πρακτικής σημασίας, είναι το εάν εκείνο που είναι επικρατέστερο στο σύμπαν είναι το καλό ή το κακό, καθώς ,και το κατά πόσο το ένα είναι επικρατέστερο έναντι του άλλου. Η πρακτική σημασία της φιλοσοφίας δεν έγκειται στην καθοδήγηση που μας προσφέρει όσον αφορά τη ζωή – που, κατά την γνώμη μου, δεν μας προσφέρει και ιδιαίτερη καθοδήγηση – αλλά στο αν μπορεί να απαντήσει στο υπέρτατο αυτό ερώτημα με χαρμόσυνο τρόπο, αν μπορεί να προσφέρει μια κάποια λύση που να είναι και παρηγοριά, αλλά και ενθάρρυνση.
Με ποιο τρόπο μπορούμε να ελπίζουμε πως θα επιτύχουμε σε αυτό; Δεν μπορεί να γίνει με εμπειρική επαγωγή. Ακόμη και αν έχουμε στοιχεία για να καταλήξουμε σ’ ένα ευνοϊκό συμπέρασμα, όσον αφορά την κατάσταση των ανθρώπων αυτού του πλανήτη στον καιρό μας – διότι εμπειρικά μέχρι εκεί μπορούμε να ξέρουμε – θα ήταν μία πολύ μικρή βάση για μία επαγωγή που θα μας προσέφερε έστω και την ελάχιστη πιθανότητα όσον αφορά το συνολικό σύμπαν μέσω του συνολικού χρόνου.
Η πίστη σ’ έναν Θεό που είναι από τη μεριά του καλού, αποτελεί ένα από τα στηρίγματα στα οποία οι άνθρωποι έχουν πολύ συχνά προσπαθήσει να στηρίξουν μία αισιόδοξη λύση σχετικά με αυτό το ζήτημα. Ωστόσο, ακόμη κι αν αποδεχτούμε την ύπαρξη ενός τέτοιου Θεού, αυτή η αποδοχή από μόνη της δεν θα προσφέρει επαρκή αιτιολόγηση γι’ αυτό που αναζητούμε. Προσκρούουμε στην παλιά δυσκολία, την δυσκολία που διατύπωσε με τέλεια σαφήνεια ο Αυγουστίνος, και που οι θεϊστές, σε όλους τους αιώνες που έχουν περάσει από τότε, ουδέποτε κατάφεραν να αποφύγουν. Είτε ο Θεός μπορεί να κάνει οτιδήποτε επιθυμεί, οπότε το κακό, δεδομένου ότι υπάρχει, δεν γίνεται να είναι απεχθές για εκείνον, και η ύπαρξη του δεν προσφέρει καμία αιτία για τον περιορισμό της έκτασης ή της διάρκειας του. Αλλιώς, ο Θεός δεν μπορεί να κάνει οτιδήποτε επιθυμεί, οπότε δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι το κακό, παρά τις προσπάθειες του Θεού, δεν δύναται να επικρατεί έναντι του καλού τώρα, ούτε κι ότι προορίζεται να αυξηθεί στο μέλλον.
Έχουν γίνει απόπειρες να αποδειχθεί η επικράτηση του καλού σύμφωνα με την εγγενή φύση του καλού και του κακού. Εδώ όμως, μου φαίνεται πως κάθε επιχείρημα που αποδεικνύει κάτι, εντέλει καταλήγει να αποδεικνύει πάρα πολλά, διότι όλα τους τείνουν να αποδείξουν ότι το κακό δεν υπάρχει καθόλου ∙ και φοβάμαι πως ένα τέτοιο επιχείρημα μπορεί να απορριφθεί ως reduction ad absurdum.
25.     Ποια άλλη οδός μένει για εμάς, που δεν έχουμε την ευτυχή ιδιοσυγκρασία να μπορούμε να πιστέψουμε σε κάτι επειδή θέλουμε να το πιστέψουμε; Μία δοκιμασμένη λύση απομένει: Αυτή, που πάνω της υψώθηκε ο πιο θαυμάσιος οπτιμισμός που είδε ποτέ η φιλοσοφία, ο οπτιμισμός του Χέγκελ. Η λύση βρίσκεται στην εξωπραγματικότητα του Χρόνου: Μόνο η πραγματικότητα του Αιώνιου υπάρχει, και το Αιώνιο είναι τέλεια αγαθό. Το σύνολο του κακού που υποθέτουμε πως βρίσκεται στην ύπαρξη αποτελεί τμήμα του Χρονικού στοιχείου, το οποίο λανθασμένα υποθέτουμε ότι βρίσκεται στην ύπαρξη. Κι έτσι, δεν υπάρχει καθόλου κακό.
Η λύση αυτή, όμως, με τη μορφή που παίρνει με τον Χέγκελ, δεν θα μας προσφέρει αυτό που αναζητούμε. Κατ’ αρχήν, δεν έχει στ’ αλήθεια κάποιο αισιόδοξο αποτέλεσμα: Το να μας πει ότι το κακό είναι εξωπραγματικό δεν καθιστά αυτό που εμείς σκεφτόμαστε ως κακό, ούτε λιγότερο δυσάρεστο να το υποστούμε, ούτε και λιγότερο αποκαρδιωτικό όταν το συλλογιζόμαστε. Κι ακόμη κι αν είχε το αποτέλεσμα αυτό, όσον αφορά εκείνους που γνωρίζουν την αλήθεια, τί συμβαίνει στην περίπτωση εκείνων που δεν την γνωρίζουν; Ο μόνος λόγος για αισιοδοξία θα βρισκόταν σε μία πίστη, πως αυτή η ψευδαίσθηση του κακού είναι, είτε περιορισμένη σε ποσότητα, είτε μεταβατική ως προς την εμφανή της διάρκεια∙ αν και η παραδοχή της εξωπραγματικότητας του κακού, δεν θα μας επέτρεπε ούτε να περιορίσουμε την έκταση, αλλά ούτε και την διάρκεια της δικής μας ψευδαίσθησης για την πραγματικότητα του κακού.
Δεύτερον, δεν είμαι της γνώμης πως η θεωρία αυτή μπορεί να γίνει αποδεκτή ως αληθής. Είναι πιθανό να μην υπάρχει αμαρτία στην ύπαρξη ∙ όντως, εάν ο χρόνος είναι εξωπραγματικός, φαίνεται αναπόφευκτα πως δεν υφίσταται ούτε και αμαρτία. Είναι εξίσου πιθανό να μην υπάρχει ούτε πόνος – αν και αυτό δεν είναι τόσο απλό. Το κακό, όμως, είναι ευρύτερο απ’ ότι η αμαρτία ή ο πόνος ∙ και φαίνεται, σ’ εμένα τουλάχιστον, σε κάθε περίπτωση σίγουρο, πως ακόμη και η ψευδαίσθηση πως είμαι στ’ αλήθεια αμαρτωλός ή πως στ’ αλήθεια πονάω, αποτελεί κακό. Μπορεί να μην είμαι όντως αμαρτωλός, ούτε όντως να πονάω, αλλά υπό κάποια έννοια η ψευδαίσθηση της αμαρτίας ή η ψευδαίσθηση του πόνου υπάρχουν, και αυτό αποτελεί πραγματικό κακό. Εάν το αμφισβητούμε, ας αναρωτηθούμε κατά πόσο δεν θα θεωρούσαμε το σύμπαν καλύτερο εάν μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε μία δεδομένη ψευδαίσθηση αμαρτίας ή πόνου, με ένα βίωμα αρετής ή ευχαρίστησης. Ή, ας αναρωτηθούμε κατά πόσο δεν θα ρίχναμε το φταίξιμο σ’ έναν δημιουργό που εισήγαγε, άνευ λόγου και αιτίας ,τέτοιες ψευδαισθήσεις στο σύμπαν που ο ίδιος έχει δημιουργήσει.
26.     Αν όμως εγκαταλείψουμε την προσπάθεια να βασίσουμε μια οπτιμιστική λύση στην εξωπραγματικότητα του χρόνου μέσω της εξωπραγματικότητας του κακού, η εξωπραγματικότητα του χρόνου μπορεί να μας φανεί χρήσιμη και με άλλο τρόπο.
Είναι γεγονός – που ίσως μία μέρα ερμηνευθεί, αλλά που ασχέτως  αν ερμηνευτεί ή όχι, δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς – πως το καλό και το κακό του μέλλοντος επιδρούν σ’ εμάς με πολύ διαφορετικό τρόπο απ’ ότι το καλό και το κακό του παρελθόντος. Ας υποθέσουμε πως υπάρχουν δύο άνθρωποι, ένας εκ των οποίων ήταν πολύ ευτυχισμένος για ένα εκατομμύριο χρόνια, και πρόκειται να γίνει πολύ δυστυχισμένος για άλλο ένα εκατομμύριο χρόνια, ενώ ο δεύτερος ήταν πολύ δυστυχισμένος για ένα εκατομμύριο χρόνο, και τώρα πρόκειται να γίνει πολύ ευτυχισμένος για τη διάρκεια της ίδιας χρονικής περιόδου. Αν υποθέσουμε πως αυτοί βρίσκονται σε μία ουδέτερη ώρα μεταξύ των δύο περιόδων, και θυμούνται το παρελθόν, ενώ είναι βέβαιοι για το μέλλον, τότε είναι βέβαιο πως ο δεύτερος θα βρίσκεται σε μία πολύ πιο επιθυμητή θέση απ’ ότι ο πρώτος, παρότι το σύνολο της ζωής του καθενός εκ των δύο θα έδειχνε ακριβώς την ίδια ποσότητα ευχαρίστησης και πόνου.
Υπό αυτό το σκεπτικό, το κακό του παρελθόντος δεν μας θλίβει όπως το κακό του μέλλοντος. Μπορεί, ενδεχομένως, να μας θλίβουν τα αποτελέσματα που αυτό άφησε στο παρόν, ή που αναμένεται να προκύψουν στο μέλλον – αν και εφόσον τα αποτελέσματα αποτελούν τα ίδια κακό, πράγμα που φυσικά δεν ισχύει πάντοτε όσον αφορά τα τωρινά αποτελέσματα περασμένων κακών. Ή, η ανάμνηση του κακού που πέρασε μπορεί να μας υπενθυμίσει πως το σύμπαν δεν είναι συνολικά καλό, και να μας προξενήσει φόβο για το κακό στο μέλλον∙ κι ένα κακό του παρελθόντος ίσως μας προκαλέσει όχι μοναχά αυτή τη γενική επιφύλαξη, αλλά συγκεκριμένους λόγους για να φοβόμαστε κάποιο συγκεκριμένο μελλοντικό κακό. Συν τοις άλλοις, για μία ακόμη φορά, εάν το κακό που πέρασε προέκυψε λόγω της αχρειότητας κάποιου ατόμου, το γεγονός ότι το κακό πέρασε, δεν θα επηρεάσει το γεγονός πως το άτομο που το προξένησε εξακολουθεί να είναι αχρείο, εκτός βέβαια κι αν βελτιώθηκε και μετανόησε για ό, τι έκανε.
27.     Εάν, ως εκ τούτου, καταλήγαμε σε μία θεωρία του σύμπαντος που βάσει της οποίας θα ήταν είτε αδύνατο να αρνηθούμε την ύπαρξη του κακού, είτε θα αποδεικνυόταν πως το καλό επικρατεί έναντι του κακού σε ολόκληρο το σύνολο του χρόνου, ή πως επικρατεί έναντι του κακού επί του παρόντος, τότε θα υπήρχε ακόμη μια πιθανότητα για αισιοδοξία. Αν μία τέτοια θεωρία μπορούσε να αποδείξει πως, ασχέτως της τωρινής κατάστασης του σύμπαντος, η βελτίωση του είναι αναπόφευκτη, και πως εξίσου αναπόφευκτο είναι το να βελτιωθεί η κατάσταση του κάθε ενσυνείδητου ατόμου μέσα στο σύμπαν, έως ότου όλα φτάσουν σε μία οριστική κατάσταση τέλειας αγαθότητας, ή τουλάχιστον μίας εξαιρετικά καλής αγαθότητας, τότε σίγουρα θα γινόταν αποδεκτή σαν μία χαρμόσυνη θεωρία. Είναι σίγουρο πως μια τέτοια θεωρία θα προσέφερε τόση παρηγοριά και ενθάρρυνση για τα κακά του παρόντος, όσο και οποιαδήποτε άλλη πίστη∙ και είναι αλήθεια ότι αποτελεί εξίσου ευκταία θεωρία όσο περιγράφεται, δεδομένου πως αν προχωρούσαμε πιο πέρα, προς την κατεύθυνση του οπτιμισμού, σύντομα θα φτάναμε στην άρνηση του κακού, οπότε, όπως αναφέρθηκε και πριν, η θεωρία μας θα κατέρρεε προσκρούοντας σε διαπιστώσεις που δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί.
28.     Με ποιο τρόπο, όμως, θα μπορούσε να αποδειχθεί μία τέτοια θεωρία; Δεν υπάρχουν εμπειρικά στοιχεία που θα μας επέτρεπαν έστω και κάποιο ελάχιστο τεκμήριο υπέρ ενός τέτοιου κολοσσιαίου συμπεράσματος. Και πως μπορούμε να αποδείξουμε a priori πως το καλό μελλοντικά θα επικρατήσει περισσότερο του κακού απ’ ότι στο παρελθόν, ή απ’ ότι στο παρόν; Ποια σχέση μπορεί να ανακαλύψει η a priori λογική ανάμεσα στο μεταγενέστερο και το βελτιωμένο;
Εάν ο Χρόνος θεωρείται πραγματικός, τότε δεν βλέπω με ποιον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Αν όμως ο Χρόνος είναι εξωπραγματικός, τότε υπάρχει όντως αυτή η δυνατότητα – και δεν θα επιχειρήσω να πω περισσότερα προς το παρόν – για να διαφανεί στην πράξη η παραπάνω θεώρηση. Βλέπω όντως μία δυνατότητα να φανεί πως η άχρονη πραγματικότητα θα είναι - δεν θα πω ομοιόμορφα καλή, αλλά πολύ καλή, πολύ καλύτερη απ’ οτιδήποτε μπορούμε τώρα να βιώσουμε, ή έστω να φανταστούμε. Βλέπω όντως μια δυνατότητα να φανεί πως εκείνο που αποκρύπτει από εμάς την αγαθότητα αυτή – στο βαθμό που αυτή είναι κρυμμένη – είναι η ψευδαίσθηση του χρόνου. Και, επιπροσθέτως, βλέπω όντως τη δυνατότητα να φανεί πως οι διαφορετικές απεικονίσεις που παρουσιάζονται σ’ εμάς ως χρονική σειρά, παρατάσσονται με τέτοια τάξη έτσι ώστε εκείνες που παρουσιάζονται ως μεταγενέστερες να είναι οι πιο επαρκείς, και πως η έσχατη απεικόνιση δεν διαφέρει παρά μόνο απειροελάχιστα από την άχρονη πραγματικότητα. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να θεωρήσουμε το Αιώνιο, ως την έκβαση του Χρόνου, ενώ ο ίδιος ο Χρόνος ουσιαστικά δεν είναι παρά η διαδικασία, με την οποία φτάνουμε στο Αιώνιο και την τελειότητα του.
Έτσι, η πραγματικότητα του Αιώνιου μπορεί να μας καθησυχάσει μόνο εάν την συλλάβουμε ως μέλλον, αφού η αισιοδοξία πρέπει να προσβλέπει στο μέλλον. Ούτε μπορώ να σκεφτώ κάποιον τρόπο έτσι ώστε να έχουμε μία οπτιμιστική θεώρηση του μέλλοντος εάν το συλλογιστούμε αλλιώς, πέρα απ’ το ότι αποτελεί την προοδευτική αποκάλυψη του Αιωνίου. Το εάν και κατά πόσο μπορεί αυτό να γίνει θα το κρίνει το μέλλον∙ οι δυνατότητες για τις οποίες έκανα λόγο ενδέχεται να αποτελέσουν αποδείξεις, όπως ενδέχεται να μην είναι τίποτε άλλο πέρα από πλάνες. Ωστόσο, πιστεύω πως υπάρχει μία πιθανότητα ευτυχούς λύσης όσον αφορά τη σχέση του Χρόνου με την Αιωνιότητα και, όπως είναι η φιλοσοφία επί του παρόντος, δεν βλέπω η πιθανότητα αυτή δεν φαίνεται να βρίσκεται οπουδήποτε αλλού.
Σημειώσεις
(1) Τίτλος: Ομιλία της 23ης Αυγούστου 1907 ενώπιον της Ένωσης Φιλοσόφων του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας.
(2) Ρούντολφ Χέρμαν Λότζε (Rudolf Hermann Lotze), 1817 – 1881: Γερμανός γιατρός, φιλόσοφος και πανεπιστημιακός.
(3) Τόμας Μορ (Thomas Moore), 1478 – 1535: Άγγλος λόγιος, φιλόσοφος και συγγραφέας της Ουτοπίας.
(4) Φράνσις Χέρμπερτ Μπράντλεϊ (Francis Herbert Bradley), 1846 – 1924: Άγγλος φιλόσοφος της νεοχεγκελιανής σχολής.
(5) Ρίτσαρντ Μπάρτον Χαλντέιν (Richard Burton Haldane), 1856 – 1928: Άγγλος πολιτικός και φιλόσοφος.