Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 33

"Tα χρόνια της κρίσης" του Αντώνη Βερούχη

βερούχης-δημουλή

Τα χρόνια της κρίσης/The years of crisis, Aντώνης Βερούχης, μτφρ. στα ελληνικά Αγγελική Δημουλή, εκδόσεις Vakxikon.gr 2015 (δίγλωσση έκδοση συνοδεία φωτογραφιών)

Το βιβλίο του Αντώνη Βερούχη, Τα χρόνια της κρίσης, είναι μια ποιητική συλλογή, της οποίας η ραχοκοκαλιά είναι η Αθήνα και ό, τι βρίσκεται μέσα, γύρω αλλά και έξω απ’ αυτή.

Το βιβλίο αποτελείται από 18 ποιήματα εκ των οποίων το εκτενές ποιήμα: Οι τελευταίες μέρες του καρναβαλιού, σπάζει τη συλλογή σε τρία ευκρινή μέρη: μέρος 1ο , μέρος 2ο –Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ και μέρος 3ο . Αυτά τα μέρη τα υποδιαιρεί ευέλικτα άλλο ένα ποίημα σε 3 πάλι συνέχειες, το οποίο τιτλοφορείται Θραύσμα: Θραύσμα 1, Θραύσμα 2 και Θραύσμα 3. Η συλλογή συμπληρώνεται από 24 ασπρόμαυρες φωτογραφίες, που βρίσκονται στη μέση του βιβλίου και οι οποίες μπορούν να ιδωθούν είτε ως ξεχωριστό κομμάτι είτε ως συμπληρωματικό οπτικό υλικό. Όπως και να ‘χει, αυτό το βιβλίο είναι αδύνατο να το διαβάσεις μόνο μια φορά. Σε προκαλεί να το ανοίξεις ξανά και ξανά για να αποκρυπτογραφήσεις τις φωτογραφίες, για να περιηγηθείς στο αστικό τοπίο, για να υπογραμμίσεις έναν στίχο, για να μάθεις τέλος πάντων τι συμβαίνει στην Αθήνα, στα χρόνια της κρίσης!

Τα ποιήματα της συλλογής ακολουθούν την τεχνική της αφηγηματικότητας. Η γλωσσική έκφραση αντλείται ανόθευτα απ’ την καθομιλουμένη και πρόκειται για μια φωνή αυτόνομη και κατασταλαγμένη ως προς την πραγματικότητα που καλείται να περιγράψει. Δε λείπουν κάποιοι νεολογισμοί και λέξεις αργκό, όπως η λέξη «πρεζοκούταλα», που στόχο έχουν τη ρεαλιστικότερη αναπαράσταση των χώρων και των ομάδων που περιγράφονται.

Η ποίηση του Βερούχη είναι φωτογραφική- αν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε μ’ ένα μόνο επίθετο-, και συνδιαλέγεται πρώτα-πρώτα, με όσα συνθέτουν την αποσύνθεση του αστικού τρόπου ζωής. Η περιπλάνηση του ποιητή πραγματοποιείται στον ορατό κόσμο της πραγματικότητας:
[γράφει:]

Ένα γλοιώδες μονοπάτι από ανθρώπινη δυσωδία και χαρά
γέμιζε τους δρόμους.
ή
Σ' αυτή τη μητρόπολη υπάρχει η βία του ήχου τόσο δυνατά που οι
κραυγές μου δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά αισθησιακοί ψίθυροι.

αλλά, αυτή η ποίηση, ολοκληρώνεται ανάμεσα στις αναδρομές της παιδικότητας και τις προλήψεις ενός γαλήνιου μέλλοντος, όπως για παράδειγμα όταν μιλάει για τ’ ανέμελα Χριστούγεννα της παιδικής του ηλικίας, στο χωριό: Η ζωή βρίσκεται παντού στο δωμάτιο, γράφει.

Η αξία της ιδιωτικότητας ακόμη, ως ο "απήμων τόπος" του ποιητή – υπερέχει, που σε συνδυασμό με τον έρωτα, με τον υπέροχο καθρεφτισμένο «άλλο», υφαίνουν ένα εύθραυστο αλλά συνάμα προστατευτικό κουκούλι έναντι του ασθμαίνοντος παρόντος.

Ωστόσο, ας περιπλανηθούμε λίγο στον χώρο, στην Αθήνα που «βλέπει» ο ποιητής. Μια Αθήνα της οποιας οι κάτοικοι-ένας απ’ αυτούς και ο Βερούχης, διεκδικούν συνεχώς και αδιάλειπτα τις ανάσες τους. Ο αναγνώστης ακολουθεί το λαχανιασμένο βήμα του ποιητή στις πορείες που γίνονται στην πόλη, βιώνει μαζί του, τον τρόμο, την αγωνία, την ταλαιπωρία, την αστυνομική βία και σκύβει ενστικτωδώς κάτω απ’ τον θόρυβο των drones και των ελικοπτέρων.
[γράφει:]

Πέτρες και μολότοφ εκσφενδονίστηκαν πίσω στους αστυνομικούς που
μας κυνηγούσαν και εν μέσω των δακρυγόνων ακούγονταν συνθήματα.
Ψηλά από πάνω μας πετούσαν ελικόπτερα στον δροσερό νυχτερινό
ουρανό, τα ρουθούνια και τα μάτια μας έσταζαν καθώς εισπνέαμε
τον χημικό αέρα.

Η περιγραφή του αστικού τοπίου δε γίνεται φειδωλά και είναι δηλωτική δίνοντας υλικό για περαιτέρω στοχασμούς. Οι βρώμικες λακκούβες, τα άδεια πάρκα και οι ερημωμένες παιδικές χαρές, τα πρεζάκια που ακροβατούν στις γωνίες, τα φεστιβάλ δίχως ταυτότητα που μοιάζουν με παρακμιακές γιορτές, οι λούμπεν προσωπικότητες κρυμμένες μέσα σε καπνούς από τσιγάρα και καταγώγια, οι δαρμένες γυναίκες, ο φτηνός σκληρός έρωτας αποτελούν την πεμπτουσία της πόλης που βιώνει τα χρόνια της κρίσης.

Στο σημείο αυτό θα ταίριαζε και η αναφορά στον Γάλλο θεωρητικό Henri Levebvre, ο οποίος τονίζει την κοινωνική σημασία του αστικού χώρου: «ο χώρος αυτός ομογενής και, παρ’όλα αυτά διαχωρισμένος, κομματιασμένος και, παρ’όλα αυτά διευθετημένος, εξαρθρωμένος και, παρ’όλα αυτά διατηρημένος, είναι ο χώρος όπου το κέντρο καταστρέφεται...» λέει. Έτσι, και τα ποιήματα της συλλογής ακολουθούν αυτή την καταστροφή του κέντρου, του οποίου όμως, η ιστορική αξία παραμένει. Γι’ αυτό το λόγο, σε πολλά ποιήματα η δράση πραγματώνεται όπως γράφει ο ποιητής, στην αρχαία πόλη, στα ιστορικά μονοπάτια.

Ο Giorgio Agamben, πάλι, αναφέρεται στα όρια ανάμεσα στο βίο και στη ζωή, δίνοντας έμφαση στην έννοια του αποκλεισμού. Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι είναι εκτός βίου. Κι έτσι εκείνοι στα ποιήματα του Βερούχη, παυσίληπα καρώνονται σε υστερικές εκδηλώσεις: κάποιοι σφιχταγκάλιαζαν τα φώτα του δρόμου, άλλοι συνωστίζονταν στα σκαλιά και κολλούσαν πάνω τους σε στάση εμβρυακή[...]μεθύστακες που κοιμόνταν στον εμετό τους με το χαμόγελό τους να κρατά σφιχτά ένα μπουκάλι. Αυτοί, δεν ανήκουν πλέον ούτε εκεί απ’ όπου έφυγαν ούτε όμως κι εκεί που θέλουν να πάνε. Βρίσκονται εγκλωβισμένοι, ανώνυμοι και ομαδοποιημένοι στα όρια της πόλης χωρίς όμως να είναι πολίτες γιατί η πόλη τους διώχνει.

Είναι η οικονομική κρίση που παρουσιάζεται εδώ ως το πλαίσιο και η αφετηρία της παρακμής αλλά εμπίπτει και στη σφαίρα της υπαρξιακής μεταφοράς που επιτρέπει στον ποιητή να στοχαστεί πάνω στην ουσία του «εγώ» του. Η πόλη και η κρίση δηλαδή καθρεφτίζουν τον κατακερματισμένο εαυτό που μέσω της προσωπικής αναζήτησης και αμφισβήτησης συναντιέται με το συλλογικό ή άλλοτε αντίστροφα, η συμμετοχή σε συλλογικές δράσεις, οδηγεί σε μια στροφή προς τα μέσα, με εμφανή σωματικά αποτελέσματα πάνω στον ποιητή. Θα λέγαμε κάτι σαν βαθιά εσωτερίκευση της κρίσης.
[γράφει:]

Η πόλη αργά χάνει το πνεύμα της και οι κάτοικοί της το ίδιο.
Εδώ δεν υπάρχει δουλειά ούτε λεφτά για να ξοδευτούν.
Κανένας σκοπός το πρωί όταν ανοίγουν τα μάτια
και κοιτάζουν επίμονα το ταβάνι.
[...]
Νιώθω ένα ρίγος στα κόκκαλά μου.

Ο θάνατος μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο παρουσιάζεται λυτρωτικός κι όχι σαν επικείμενος φόβος. Πώς μπορείς άλλωστε να φοβάσαι αυτό που σου φαντάζει αναπόφευκτα σωτήριο; Η ανελέητη μοναξιά των υποκειμένων, η προβολή της ελπίδα μόνο στη φαντασία, τα αβάσταχτα βράδια των σιωπών, οι καταρρακωμένες φιγούρες των παριών στις γωνίες ωθούν στη διαπίστωση ότι η πόλη, ως χώρος, είναι τοξική και ρουφάει όλη τη ζωντάνια των κατοίκων της, ταϊζοντάς τους δηλητήριο, οργή και μιζέρια και κυρίως τους ταϊζει τη βεβαιότητα ότι τα πράγματα δε θα βελτιωθούν.
[γράφει:]

-Κι αν ο θάνατος δε φτάσει ποτέ; ψιθυρίζει.
Χωρίς αντίστροφη μέτρηση δεν υφίσταται η έννοια του χρόνου
παρά μόνο η φρίκη του παντοτινού.

Στον αντίποδα αυτής της αστικής παραμόρφωσης συναντούμε τον ερωτισμό ως συνισταμένη της συνύπαρξης δύο σωμάτων στο χώρο της πόλης που αλληλοστηρίζονται αλλά φτάνουν στην τελείωσή τους είτε έξω απ’ την πόλη, στις παρυφές της, είτε κρυμμένοι στον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού. Το εσωτερικό κενό της ύπαρξης καλύπτεται απ’ τον «ιδανικό άλλο» που μ’ ένα άγγιγμα, μ’ένα στιγμιαίο φιλί, με την ερωτική πράξη, μ’ ένα χάδι την ώρα του ύπνου, στήνει ένα σκηνικό αποφόρτισης απ’ την πραγματικότητα:

Καλά ντυμένοι, καταχείμωνο και δεσμευμένοι από την ψύχρα,
κρατηθήκαμε κοντά ο ένας στον άλλο,
διώχνοντας με τη ζέστη μας το κρύο απ’ το έδαφος.

ή αλλού:

Κινούμαστε μαζί σαν ένα, καρδιές και μυαλό ευθυγραμμισμένα,
προφυλαγμένοι, προστατευμένοι και απρόσβλητοι
από κάθε λύπη και θλίψη.

Η ευάλωτη συνθήκη του έρωτα βρίσκει καταφύγιο και στη φύση ή σ’ ό,τι έχει απομείνει όρθιο απ’ αυτή. Τα κομμένα λουλούδια στο ποίημα Πόλη-οπτασία, βρίσκονται στο νεροχύτη θρεμμένα με δάκρυα κι όχι με νερό και αποφαίνονται ότι:
με αγάπη ο κόσμος μπορεί να επανεκκινηθεί.

Ώσπου στο τέλος, στο ομώνυμο της συλλογής ποίημα, οι άνθρωποι και φυσικό περιβάλλον ταυτίζονται και με συνοδεία τα πλάσματα της φύσης, οι κατατρεγμένοι απ’την κρίση άνθρωποι, γεννημένοι κι αγέννητοι σώζονται από ένα δέντρο.

Η συλλογή του Βερούχη μπορεί και πρέπει να διαβαστεί σαν μια σύγχρονη μαρτυρία και να ιδωθεί ως μια προειδοποίηση του τι μπορεί να προκαλέσει ο εφησυχασμός αλλά κυρίως η παραίτηση σε μια μητρόπολη που αποτελεί κομμάτι όλων μας!

Αγγελική Δημουλή