Top menu

Συνάδουν οι υψηλές πωλήσεις με την ποιότητα; -Άρθρο της Αλ. Νταμπίκη

Κακά τα ψέματα, όσοι από εμάς αρέσκονται ακόμη στο μαγικό ταξίδι που μπορεί να μας προσφέρει η ανάγνωση ενός βιβλίου ή ενός ποιήματος γινόμαστε πολλές φορές κι οι πιο «στριφνοί» κριτικοί. Όλοι μπορούμε να ανακαλέσουμε κάποια στιγμή που κατηγορήσαμε μια μορφή τέχνης για «εμπορευματοποίηση» όταν οι πωλήσεις ξεπέρασαν τον μέσο όρο και υπήρξε ένα μαζικό ενδιαφέρον, ακόμα και από ανθρώπους που η επαφή τους με το αντικείμενο ήταν μέχρι εκείνο το σημείο σχεδόν επιδερμική.

Τα παραδείγματα είναι πολλά και αφορούν Έλληνες και ξένους συγγραφείς. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τη φρενίτιδα που προκάλεσε «Ο Αλχημιστής» του Paulo Coelho στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και πως σιγά σιγά τα -υπερβολικά ίσως- εγκωμιαστικά σχόλια για το εν λόγω βιβλίο οδήγησαν εν τέλει στην «αποδόμηση» του Πορτογάλου συγγραφέα, ο οποίος έγινε ξαφνικά «εύκολος» κι «εύπεπτος». Και στην πατρίδα μας, εξάλλου, υπάρχουν ανάλογες περιπτώσεις κι αρνητικές κριτικές για μυθιστορήματα που φαίνεται να απευθύνονται σε ένα ευρύτερο κοινό κι ενοχλούν την «ελιτίστικη» πλευρά που, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, κρύβουμε όλοι μας μέσα μας.

Είναι όμως στην πραγματικότητα έτσι; Οποιαδήποτε δημιουργία ενός καλλιτέχνη πηγαίνει καλά εμπορικά σημαίνει αυτόματα ότι δεν είναι και ποιοτική; Κι αν συμβαίνει όντως αυτό, πώς εξηγούμε περιπτώσεις ανθρώπων που είχαν τρομερή επιτυχία κι άγγιξαν εκατομμύρια ψυχές, αλλά παρ’ όλα αυτά κατάφεραν να αλλάξουν τον κόσμο με την τέχνη τους και να μείνουν στην ιστορία ως «θεμέλιοι λίθοι»; Τα παραδείγματα… άπειρα κι από διαφορετικά πεδία, είτε μιλάμε για τη λογοτεχνία και την ποίηση είτε για τη ζωγραφική, το θέατρο και τη μουσική.

Αφορμή για αυτές τις σκέψεις στάθηκε ένα άρθρο για το επικείμενο νέο δημιούργημα της Jane Stanton Hitchcock, μιας αμερικανίδας συγγραφέως με αρκετά best-seller στο ενεργητικό της. Η 70χρονη ωστόσο διακρίνεται για το γλαφυρό στιλ γραψίματος της κι έχει αποθεωθεί πολλάκις όχι μόνο από το αναγνωστικό κοινό, αλλά και από κριτικούς διακεκριμένων λογοτεχνικών περιοδικών.

Ξεκίνησε την καριέρα της ως σεναριογράφος κινηματογραφικών και θεατρικών έργων, ενώ πραγματοποίησε το συγγραφικό ντεμπούτο της το 1992 με το «Trick of the Εye», ένα γοτθικό θρίλερ που έκανε το όνομα της γνωστό στον χώρο κι ήταν υποψήφιο για τα βραβεία «Edgar» και «Hammett». Εκεί φανέρωσε και τα πρώτα στοιχεία που, πλέον, θεωρούνται χαρακτηριστικά του τρόπου γραφής της. Δύο χρόνια αργότερα (1994) κυκλοφόρησε το «The Witches’ Hammer» που την καθιέρωσε στον χώρο, ενώ έκτοτε ακολούθησαν τα «Social Crimes» (2002), «One Dangerous Lady» (2005) και «Mortal Friends» (2009).

Οι πωλήσεις όλων των βιβλίων της ξεπέρασαν (κατά πολύ) τον μέσο όρο και θεωρήθηκαν ιδιαίτερα επιτυχημένες, όμως αυτό το γεγονός δεν εμπόδισε αρκετούς κριτικούς να εξάρουν τις ικανότητες της, έστω κι αν κάποιοι από αυτούς φάνηκε να επηρεάζονται (αρνητικά) από τον… θόρυβο γύρω από το όνομα της. Η ίδια δεν φαίνεται να νοιάζεται και τόσο, δηλώνοντας χαρακτηριστικά: «Οι άνθρωποι που υποτιμάς στη ζωή σου είναι πολύ συχνά ικανοί για το καλύτερο κι αυτοί που νομίζεις πως είναι σπουδαίοι σε απογοητεύουν».

Η Jane Stanton Hitchcock πάντα προσπαθούσε να ενσωματώσει στα βιβλία της γεγονότα ή καταστάσεις που έχει ζήσει, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να κάνει πιο αληθοφανή τα μυθιστορήματα της. Έτσι και τώρα, το νέο βιβλίο της θα έχει τον τίτλο «Bluff» και θα διεισδύει στον κόσμο των παιχνιδιών με τράπουλα, που τυγχάνει να είναι και το αγαπημένο χόμπι της τα τελευταία χρόνια. Είναι, μάλιστα, αρκετά ικανή κι έχει συμμετάσχει σε πολλά τουρνουά, όπου ανταγωνίστηκε με επιτυχία επαγγελματίες παίκτες, όπως τη Vanessa Selbst, πιθανότατα την πιο επιτυχημένη γυναίκα του συγκεκριμένου χώρου.

«Αυτό το παιχνίδι είναι όπως η πραγματική ζωή. Ο καθένας κάνει λάθη, μαθαίνει από αυτά και προσπαθεί να μην τα επαναλάβει. Σου διδάσκει ότι δεν πρέπει να μένεις προσκολλημένος στο παρελθόν, αλλά να εφαρμόζεις αυτά που έχεις μάθει στο μέλλον» λέει η ίδια αποτυπώνοντας με πολύ όμορφο τρόπο τις σκέψεις της, ίδιον των ανθρώπων με ταλέντο και… ποιότητα.