Top menu

O κινηματογραφικός Ε. Ζάχος-Παπαζαχαρίου

cinemapapazahariou

Γράφει η Μαρία Ιωαννίδου

«Η ζωή για την ζήσεις θέλει τέχνη»

Πριν αρχίσει ο Μάρκος ο Έλληνας να καταγράφει τα ταξίδια του είχε ήδη απομυθοποιήσει στο Παρίσι του Μάη, και τους ομοϊδεάτες του αριστερούς Γάλλους διανοούμενους με την επιφανειακή υιοθέτηση του πολιτικώς ορθού αλλά και τους «φωνακλάδες» αυτοεξόριστους συμπατριώτες του. Πριν ξεκινήσει να συλλέγει υλικό από περιηγήσεις και αφηγήσεις  για την κοινωνία μέσω διαλόγων  και «παραμυθιών», ψάχνοντας μια «αλήθεια» που να αντέχει, είχε ενθαρρυνθεί από τον ίδιο τον Μπέκετ. Ο ανατρεπτικός θεατρικός συγγραφέας είχε αναγνωρίσει αυθεντικότητα και ουσία στην προφορική κληρονομιά που μετέφερε ο νέος ‘Ελληνας από τους Πόντιους προγόνους του και την είχε θεωρήσει άξια καταγραφής, ακόμα και δραματοποίησης.

Με το ίδιο μοτίβο, κόντρα στα στερεότυπα και με διάθεση για έρευνα και συσχετισμό των πολιτισμών βάσει των εθνολογικών, ιστορικών και γλωσσολογικών του γνώσεων θα ταξιδέψει ανά την Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση. Θα κουβεντιάσει με τους σοφούς γέροντες, τους χειρώνακτες, τους περιθωριακούς της μεγαλούπολης, θα αφουγκραστεί τους μύθους που επιβιώνουν, θα αναρωτηθεί για τους δρόμους που παίρνουν οι γλώσσες, για τη λαϊκή σοφία και τις δοξασίες που δεν χαμπαριάζουν από πολιτικές σκοπιμότητες. Σπαρταριστά επεισόδια διανθίζουν τη διαδρομή, σαν το «μυστήριο του ανθρώπου με τις σαγιονάρες», το δίλημμα ποιος ποιάν θα πηδήξει στη παρέα, η αντιμετώπιση των εξαγριωμένων σοβιετικών φρουρών αλλά και των πεινασμένων λύκων μια χιονισμένη νύχτα Χριστουγέννων όταν διέσχιζε το πέρασμά τους, αναζητώντας, μόνος, τα λόγια της αγάπης...

Με το Μάρκο θα πιούμε καφέ, θα μπούμε σε τρένα και σε τρύπες παλιατζήδων, σε μουσεία και μαυσωλεία για να τον δούμε να αναζητάει πάντα τις λέξεις του, τους ήρωές του και εν τέλει τους δικούς του μύθους. Θα κουβεντιάσει και θα σχετιστεί με ανώνυμους κι επώνυμους, κρατώντας από το ένα χέρι τις γνώσεις για την ιστορία, από το άλλο την κοινωνική πραγματικότητα που ζει σε κάθε χώρα. Από το συσχετισμό εθνοτήτων και πολιτισμών, από το διάλογο και τη ανθρώπινη δυναμική κατά καιρούς θα ανακύπτουν τα  επιστεγάσματά του: «Η ζωή, για να την ζήσεις θέλει τέχνη», «μοναξιά, ο πιο φριχτός κοινός παρονομαστής», «η μουσική παντρεύει τους πολιτισμούς», και «η ομιλία είναι και αυτή μια τέχνη» αποφαίνεται θυμόσοφα, σε γλώσσα άμεση κι απλή.

Η γλώσσα και οι γλώσσες του κόσμου, τα σύμβολα και η συλλογική πίστη από τη μια, οι εξουσίες και οι επεμβάσεις τους από την άλλη, ο πεζός και ο έμμετρος λόγος σαν φορείς έκφρασης, μπαίνουν στο επίκεντρο της σκέψης του περιηγητή που προσπαθεί να γεφυρώσει την πάτρια ανατολίτικη καταγωγή με την αποκτημένη στη Δύση, γνώση και κουλτούρα του. Τα επιστημονικά δεδομένα, βέβαια,  ο μέσος αναγνώστης δεν είναι σε θέση να τα κρίνει, αλλά η όλη αφήγηση έχει τη γοητεία που βγαίνει από το γόνιμο κλίμα διαλόγου και καφενείου. Τα λόγια που εκφέρονται ανάμεσα από άρωμα καφέ, τσίκνας αλλά και αναθυμιάσεις αλκοόλ είναι αποσταγμένα. Η ζύμωση της ομήγυρης και το ευφάνταστο πρίσμα του Μάρκου, θα κάνει τα σοβιετικά αγάλματα να φαίνονται φαντάσματα, τις σοβαροφανείς εκδηλώσεις να  διακωμωδούνται από την άρρητη φιλική συνομωσία, ενώ αυτός θα συνεχίζει να τραγουδάει στη γλώσσα και στη μουσική που κουβαλάει από τη πατρίδα του όπου κι αν βρεθεί και παραδόξως, θα συνηχεί…

Το κλίμα μιας παρέας οξυδερκούς, διονυσιακής ενίοτε, με τις αντιθέσεις και τους έντονους διαλόγους –με αντιπαραθέσεις αλλά και γέννημα ιδεών- είναι η ραχοκοκαλιά που κρατάει την εξιστόρηση ζωντανή. Ο Παπαζαχαρίου τιμά το «καφενείο» με την ευρύτερή του έννοια, καθώς η συντροφιά με τη φιλοσοφική διάθεση, που άλλοτε συνέχεται από κοινή ιδεολογία, κουλτούρα και ρίζα του καθένα, άλλοτε από καλλιτεχνικό δεσμό, διατηρεί πάντα το «αγοραίο» χιούμορ της. Και ο συγγραφέας προφανώς υπακούοντας σ' εκείνη τη παλιά προτροπή του μπαμπα-Μπέκετ, αναπτύσσει το -κατά τη γνώμη μου- πιο μεγάλο του ταλέντο: το  σπινθηροβόλο θεατρικό, πνεύμα που μεταφέρει στο χαρτί τους διαλόγους που ανθολογεί και τις διηγήσεις που συλλέγει. Ενώ  διατυπώνοντας τις απόψεις του διατηρεί μια αιρετική/εικονοκλαστική  ματιά και δεν κολλάει σε καμία δεδομένη αντίληψη πραγμάτων, σε κανένα δέος προς τα παραδεδεγμένα σε Δύση και Ανατολή. Ίσως και να ΄ναι αυτή η μοίρα εκείνων που στοχάζονται βαθιά κι ελεύθερα, η μετέωρη θέση των τέκνων της διασποράς.

Όσο οι ιστορίες, χτίζονταν η κάθε μια πάνω στην άλλη (τα πέντε διηγήματα) διέβλεψα μια σχεδόν αδιόρατη, ιδεολογική δήλωση «συγγένειας» προς τη μεταφυσική και την ανατολίτικη ρίζα που άλλωστε ο Ζ.Π. διά του Μάρκου δείχνει να μην άφησε ποτέ από το χέρι του, ως μίτο μέσα στον λαβύρινθο των τόπων, χρόνων και αντιλήψεων που περιπλανήθηκε. Παρόλα αυτά οι «περιπέτειες» ανοίγουν μια βεντάλια προβληματισμού και φαντασίας στον δημιουργικό περιηγητή που η μετακίνηση από τόπο σε τόπο δίνει μια καλύτερη ευκαιρία να στοχαστεί από απόσταση και να ξαναζυγίσει, να εκτιμήσει -με την ουδέτερη έννοια της λέξης- τον δικό του τόπο. Είναι αποτέλεσμα ισορροπίας του στοχαστή σαν πολίτη του παγκοσμιοποιημένου κόσμου και σαν πατριώτη, δίχως στεγανά.

Πριν από δύο χρόνια (2013) είχαμε απολαύσει στη μεγάλη οθόνη  σε σκηνοθεσία Νίκου Παναγιωτόπουλου την κινηματογραφική βερζιόν των περιπετειών του Παπαζαχαρίου ως road movie, ή «κωμωδία παρεξηγήσεων» με τον τίτλο Η Λιμουζίνα, δομημένο πάνω σε επί μέρους χαρακτήρες (Μάρκος, Μπέκετ, Νόρμαν Μέηλερ, Μαξ και Κολέτ) ενώ στον επίσης στοιχειώδη μύθο και κορμό παρεμβλήθηκαν μερικά από τα φιλοσοφικά και διαλεκτικά κομμάτια.

Σύντομα αναμένεται και Η Κόρη του Ρέμπραντ όπου ο ίδιος σκηνοθέτης και ο Ζ.Π. υπογράφουν το σενάριο.

Σημ. Oι "Περιπέτειες στην Ευρώπη" του Ε. Ζάχου-Παπαζαχαρίου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Φαρφουλάς (2010).