Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 14

Numb (διήγημα) - Αγγελική Στελλάκη

Τον συναντώ τυχαία στο δρόμο ένα πρωί. Έχω καιρό να τον δω και μου φαίνεται διαφορετικός. Ή πάλι, ίσως έτσι να νομίζω, ίσως ο ήλιος που φωτίζει να είναι διαφορετικός...
Εκείνος μοιάζει χαμένος, αφηρημένος. Στην αρχή δε με καταλαβαίνει καλά-καλά.
«Πού πας;» τον ρωτάω.
Δεν μου απαντά. Φαίνεται να μην ξέρει. Μου δείχνει μόνο πίσω, το σημείο από το οποίο έχει έρθει.
Εγώ κοιτάζω πάνω από τον ώμο του. Κι όμως, δεν βλέπω τίποτα εκεί που μου δείχνει.
«Τι είναι εκεί;» τον ρωτάω, αλλά αυτός δεν μπορεί να μιλήσει. Μονάχα συνεχίζει να δείχνει εκεί, πίσω.
«Ναι, αλλά πού πας;» επιμένω.
Δεν απαντάει. Ίσως τελικά, όντως, να μην ξέρει.

Μια αχτίδα πέφτει στο πρόσωπό του και εκείνος κλείνει για λίγο τα μάτια. Κι έπειτα τα ανοίγει και λες και με κοιτάζει για πρώτη φορά, λες και η ψυχή του αναγνωρίζει τη δική μου.
«Δε με νοιάζει και πολύ το που» μου λέει.
Κι εμένα μου έρχεται στο νου η Αλίκη και ο Γάτος του Τσεσάιρ.
«Τότε δεν έχει σημασία ποιο δρόμο θα πάρεις» του λέω.
«... αρκεί να φτάσω κάπου» συμπληρώνει αυτός σαν εξήγηση.
«Σίγουρα θα φτάσεις κάπου» λέω, χαϊδεύοντάς του τον ώμο. «Αρκεί μόνο να περπατήσεις αρκετά».**
Εκείνος χαμογελά.
«Τότε ας πούμε ότι θα πάω, όπου με βγάλει ο δρόμος».
Κι εγώ τον ρωτάω αν θα ήθελε να περπατήσω μαζί του.
Δεν λέει τίποτα. Μόνο απλώνει το χέρι του και πιάνει το δικό μου. Ξεκινάμε έτσι να περπατάμε. Το βλέμμα του χάνεται πότε-πότε πίσω, στο σημείο από το οποίο έχει έρθει.
Συνεχίζουμε έτσι να βαδίζουμε. Χωρίς προορισμό. Για λίγο.
Ανοίγω τα μάτια και κοιτάζω το ρολόι. Έχω κοιμηθεί μόλις ένα τέταρτο κι όμως πρόλαβα να δω μέχρι και όνειρο. Ξανακοιτάζω το ρολόι. Έχει πάει τέσσερις και πια εγκαταλείπω την προσπάθεια. Δεν θα κοιμηθώ άλλο απόψε. Αν δεν έκανε τόση ζέστη... έχω και πολύ πρωινό ξύπνημα, τι ξύπνημα δηλαδή, τέτοια ώρα που πήγε, το γύρισα σε αγρυπνία.


Παίζω με την ιδέα της αυτοϊκανοποίησης, αλλά έχει πάει ήδη τέσσερις και η ζέστη μου έχει σπάσει τα νεύρα. Βαριέμαι. Κάθομαι και κοιτάζω για κάνα τέταρτο ακόμα το ταβάνι, σκεπτόμενη τις λεπτομέρειες του ονείρου μου. Μετά από λίγο σηκώνομαι και πίνω δύο ποτήρια παγωμένο νερό. Αυτή η κωλοζέστη... Θέλω μια βότκα τώρα, σκέτη, να μου κάψει τον ουρανίσκο. Δεν πίνω, όχι τέτοια ώρα, μετά πώς θα πάω δουλειά, θα με πάρει ο ύπνος. Πιάνω το βιβλίο μου, αλλά και από αυτό μόνο μια αράδα καταφέρνω να διαβάσω. Δεν γίνεται να συγκεντρωθώ, με τίποτα.

Σηκώνομαι και ανοίγω τον υπολογιστή. Facebook, λοιπόν. Αλλά πριν μπω, μήπως να κάνω καμιά βόλτα στις μεγάλες εφημερίδες, να δω τι γίνεται στον κόσμο; Τι να γίνεται; Χρέη, φτώχεια, πόλεμοι, σκάνδαλα. Σιχαίνομαι. Αυτούς και τον εαυτό μου. Προτιμώ να χαζέψω τα κουτσομπολιά του Χόλιγουντ. Ποιος τα ’χει με ποια, αν την κεράτωσε, πόσα κιλά έχασε στην τελευταία της δίαιτα η Νικόλ Κίντμαν, να δω τις φωτογραφίες της άβαφης Μαντόνα, να χαρώ που ο χρόνος δεν περνάει μόνο από πάνω μου, αλλά είναι αμείλικτος με όλους. Ακόμα και με τους πλούσιους και διάσημους. Να ξεχαστώ και να ευλογίσω την αφάνειά μου και ύστερα να τη σιχτιρίσω ξανά.

Και μετά youtube. Ακούω το τραγούδι του Στόκα, «γαμημένη συνήθεια» λέει και εγώ σκέφτομαι την ηλεκτρονική μου συνήθεια. Αυτή και μόνο αυτή είναι που με βαραίνει, με πνίγει. Το ψηφιακό μου αποτύπωμα. Αυτά που λέω και αυτά που γράφω ες αεί αναρτημένα σε έναν παγκόσμιο ιστό, όπου έχουμε όλοι παγιδευτεί σαν αράχνες. Αφάνεια; Ποια αφάνεια; Ξέχνα την αφάνεια, στην νέα ηλεκτρονική εποχή δεν μπορεί να εξαφανιστεί κανείς. Ακόμα και αν το θέλει.

Έτσι, πνιγμένη κι απόψε το βράδυ. Και ξεχνάω και το ηλεκτρονικό αποτύπωμα, καθώς νιώθω τους τοίχους να με πλακώνουν. Δεν πειράζει, ας με βλέπουν. Σήμερα αυτό θέλω. Παρέα θέλω. Να μιλήσω, να με ακούσουν. Ποιος όμως; Τέσσερις η ώρα τα ξημερώματα ποιος είναι εκεί έξω και ποιος να θέλει να σε ακούσει; Η αγάπη είναι θόρυβος τραγουδούν οι Verve από τα ηχεία μου και μιλούν για τις πλαστικές μου σόλες που φτιάχνονται στην Κίνα. Αφουγκράζομαι. Σιωπή. Αν η αγάπη είναι θόρυβος, η σιωπή τι είναι; Κι εγώ που σωπαίνω τι είμαι; Ουρλιάζω, βέβαια, μέσα μου ουρλιάζω. Αλλά το ουρλιαχτό μου δεν γίνεται κραυγή, μια γενιά που ουρλιάζει σωπαίνοντας, που ουρλιάζει κάνοντας το θυμό και την απογοήτευσή της τραγούδι. Κι έπειτα το ανεβάζει στο Facebook. Τραγούδι των Verve ή των Archive. So fuck you anyway.

Κι ακόμα δεν έχω μπει στο Facebook. Να δω όλους εκείνους που μου διαφημίζουν τη ζωή τους, που μου λένε ότι είναι «ερωτευμένοι» ή «σε σχέση και μπερδεμένοι» ή ότι μόλις βγήκαν από τη θάλασσα ή ότι δεν θα πάνε να ψηφίσουν ή ότι έκαναν σεξ, παιδί, ή ότι πήραν προαγωγή επειδή είναι οι υπάλληλοι του μήνα, του χρόνου, της δεκαετίας. Άλλους ανθρώπους, σαν εμένα κι αυτοί αυτοδιαφημίζονται και αυτοθαυμάζονται, που αν δεν το πουν και δεν το γράψουν είναι σαν να μην έγινε ποτέ. Σαν να μην υπήρξε. Ακόμα περισσότερο, αν κάποιος δεν τους το σχολιάσει, δεν πατήσει like, είναι σαν να μην αξίζει. Και εγώ τώρα με αυτούς θέλω να ενωθώ, αναζητώ την παρέα τους, να δω ότι και κάποιος άλλος είναι ξύπνιος στις τέσσερις η ώρα τα ξημερώματα, ότι δεν είμαι μόνο εγώ που νιώθω έτσι, που έχω πιάσει στο youtube και ακούω ό,τι να ’ναι, που διαβάζω τα κουτσομπολιά για τους σταρ του Χόλιγουντ, που απογοητεύομαι, που νιώθω μόνη, που φοβάμαι, που σκοντάφτω σε επιθυμίες και ανασφάλειες δικές μου και αλλονών.

Μπαίνω λίγο στο τσατ, στο messenger. Να βρω κάποιον, αχ ας βρω κάποιον, τέτοια ώρα δεν μπορεί, όλο και κάποιος θα βρίσκεται μπροστά στον υπολογιστή του. Τίποτα. Ακόμα και αυτοί που πονάνε και φοβούνται, ακόμα και αυτοί έχουν πάει για ύπνο. Κι εγώ εδώ, ξάγρυπνη, μπροστά στη γαμημένη μου συνήθεια, να κυνηγάω κάτι. Να τρέχω, ακολουθώντας τους χαοτικούς ρυθμούς των ηλεκτρονικών νευρώνων του PC μου, να προσπαθώ να ζήσω ό,τι μπορώ πριν ο χρόνος τελειώσει. Αύριο είναι η τελευταία ευκαιρία. Σβήστο. Σήμερα. Αυτό το ξημέρωμα μπορεί να είναι η τελευταία μου ευκαιρία. Αυτά τα φώτα, που εξαφανίζονται με το πρώτο φως της μέρας, μπορεί και να μην υπάρχουν. Κι η πόλη μπορεί να έχει τυλιχτεί επιτέλους στη σιωπή της.

Να χωρέσω ό,τι γίνεται σε αυτό το σακί. Να γίνω ένας μικρός Θεός, να φτιάξω χρόνο από κει που δεν υπάρχει, να ενώσω στιγμές. Παρελθόν και παρόν σε μία. Στην επόμενη. Κάθε φορά στην επόμενη.

Κι εγώ εκεί, να δρασκελίζω το ένα σημείο μετά το άλλο, να θέλω να προφτάσω. Θα φτάσω; Τι ψάχνω;

Ίσως το βρω στο Facebook, σκέφτομαι και επιτέλους μπαίνω. Λες και το καθυστερώ, λες και υπάρχει κάτι που δεν θέλω να δω. Ή ίσως αυτό να φοβάμαι. Ότι δεν θα υπάρχει τίποτα, ότι ο κόσμος σταμάτησε στις τέσσερις τα ξημερώματα, ότι έχω μείνει μόνο εγώ αυτό το πρωινό, εγώ και το youtube και η προοπτική μιας βότκας σκέτης, που κι αυτή δεν την πίνω από φόβο.

Τσάμπα ανησυχούσα. Οι άνθρωποι συνεχίζουν και ανεβάζουν τραγούδια, συνεχίζουν και ερωτεύονται, εξακολουθούν να είναι υπερβολικοί. Μόνο που το κάνουν με διαφορετικό τρόπο, με τρόπο ψηφιακό, λιγότερες κουβέντες, περισσότερα smiley, περισσότερα like, λιγότερη ζωή.

Κάποιος έχει ανεβάσει το Numb των Portishead. Οι κεραίες μου υψώνονται. Κάποιος έχει ανεβάσει μες στη νύχτα ένα τραγούδι για να μου πει πως αισθάνεται όπως εγώ. «Και αυτή η μοναξιά, απλά δε λέει να με αφήσει ήσυχη». Κοιτάζω καλύτερα. Όχι, τελικά δεν είναι κάποιος. Είναι το μουσικό κανάλι που παρακολουθώ και που κάθε λίγο και λιγάκι ανεβάζει τραγούδια. Ειρωνία. Ένα μουσικό κανάλι που αισθάνεται νεκρωμένο. Όπως εγώ.

Χαζεύω για λίγο τα υπόλοιπα. Τα «καληνύχτα» δίνουν και παίρνουν –αυτά γύρω στις 03:00 το βράδυ, ακόμα και οι σκληροπυρηνικοί ξενύχτηδες πρέπει κάποτε να κοιμηθούν-, ενώ κάποιος άλλος έχει κάνει τον τοίχο του μπουζουχτσίδικο. Τερζής, Άντζελα Δημητρίου, Βασίλης Καρράς. «Για σένα είχα αισθήματα/ που τώρα πια δεν έχω/ κάποια στιγμή σ' αγάπησα/ μα τώρα δεν σ' αντέχω» κι από κάτω δεκάδες σχόλια: «Κουράγιο ρε φίλε», «Έτσι είναι όλες τους αχάριστες», «Πες τα ρε Βασιλάκη, μεγάλε, έχεις γράψει ιστορία».

Τι να δω πια; Τι να δω που θα με εκπλήξει, θα μου εξάψει τις αισθήσεις; Τι να δω πέρα από κακογραμμένα τσιτάτα που προσομοιάζουν –αλλά δεν είναι- σε αληθινή ζωή, τι κάνω πέρα από το να ψιλαφίζω τη μοναξιά των άλλων και να ανέχομαι απλά τη δική μου;

Δεν έχω απάντηση. Κι έτσι σκέφτομαι πως να, τώρα θα πάω στην κουζίνα, θα ανοίξω τη μποτίλια με το υγραέριο, θα κλείσω τα παράθυρα με πανιά και δεν θα ξυπνήσω ποτέ.

Τότε ακούω μια βουή. Κι αρχίζει γύρω μου το δωμάτιο να τρέμει. Το Facebook και ο υπολογιστής, οι εικόνες μπροστά μου χορεύουν, ίσως διαλύεται η εικονική μου πραγματικότητα και οι ψευδαισθήσεις μου, σκέφτομαι, αλλά τελικά όλα τρέμουν, όλα κινούνται. Γύρω μου βιβλία πέφτουν από τα ράφια, και τα αναμνηστικά από τα ταξίδια μου, κι αυτά αυτοκτονούν από τον μπουφέ του σαλονιού. Τα έπιπλα τρίζουν, ραγισματιές δημιουργούνται στους τοίχους, μικρές διαδρομές που μέσα τους θα μπορούσα να χαθώ και να μη βρεθώ ποτέ ξανά. Το βουητό δυναμώνει, η πόλη δεν είναι πια σιωπιλή, επιτέλους ουρλιάζει, καθώς ο μικρόκοσμός μου καταρρέει. Αν επιζήσω από αυτόν τον σεισμό, σκέφτομαι την ώρα που αναζητώ καταφύγιο κάτω από το γραφείο με τον υπολογιστή από πάνω να έχει πλέον σβήσει, θα τον πάρω τηλέφωνο, να κάνουμε μια βόλτα σαν εκείνη στο όνειρό μου. Αλλά πριν, θα πιω μια βότκα. Σκέτη.
 
*Numb=τραγούδι των Portishead
**Διάλογος από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, του Λιουίς Κάρολ
 
Η Αγγελική Στελλάκη ζει στην Αθήνα. Είναι δημοσιογράφος.