Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 1

Nick Cave & the Bad Seeds (Propaganda)

του Τάσου Ρήτου

Τα σκυλιά κοροϊδεύουν τον αγέρα

Θέλω να μιλήσω για ένα κορίτσι που ταξίδευε για χρόνια μέσα στον δρόμο της πορνείας. Ήταν πανέμορφη σαν ήλιος, ήταν γλυκιά σαν λουλούδι, ήταν σιωπηλή σαν δάσος, ήταν ερωτική σαν θάλασσα.
Την ακούω τώρα να σιγοτραγουδάει για τις νύχτες. Πάνω σε στρώματα υγρά να κυλάει το κορμί της. Ακούραστη, για ακόμα μια φορά με ποδοπάτησε πάνω στα λασπόνερα. Όχι της είχα πει να μη με ερωτευτεί, θα σκοτωθούμε!

Ένας κακός άνεμος μαστίγωσε τον λόφο,
Με μια χούφτα ελπιδοφόρα λόγια.
Την αγαπώ και θα την αγαπώ για πάντα
Ο ουρανός είναι έτοιμος να σκάσει
Είπα κάτι που δεν το εννοούσα
Και όλα έγιναν με λάθος τρόπο!

Είμαι ένας κακομαθημένος κωλόγερος τώρα πια και το μόνο που σκέφτομαι είναι να πεθάνω πάνω στο πτώμα της. Τώρα! Δεν αντέχω τα χέρια μου να τρέμουν. Δεν αντέχω τα χείλη μου να γδέρνουν άλλο τον αγέρα. Δεν αντέχω τα μάτια μου να ξεθωριάζουν άχρωμα πάνω στη σκισμένη φωτογραφία της. Τώρα θέλω να πεθάνω, αλλά πρώτα να γράψω ένα γράμμα για το πόσο μου λείπει.
Πόσο οικτρά νιώθω πάνω στην αναπηρική καρέκλα, χωρίς να έχω αγκαλιά τα μαλλιά της.

Βρέξε τα φιλιά σου υποτιμητικά επάνω μου
Βρέξε τα φιλιά σου πάνω μου σαν καταιγίδα
Και όσους έρθουν πριν από μένα
Στο αργό ξεθώριασμα της μορφής σου
Θα τους διώξω απ' το μυαλό μου
Και θα στέκομαι
Στη βροχή με ένα γράμμα και μια προσευχή
Ψιθυριστά στον άνεμο

Η ιστορία λοιπόν ξεκινάει, όταν το φεγγάρι έδιωξε τα σύννεφα, για να απομείνει μόνο του να κλάψει. Εκείνο λοιπόν το βροχερό βράδυ περπατούσα αφηρημένος στο γνωστό μονοπάτι, μέσα στο δάσος, για να φτάσω στο σπίτι μου. Κάθε νύχτα το ένιωθα αυτό το σιγανό τρεμούλιασμα στα μάτια. Άλλοτε έβλεπα τους λύκους να με κατασπαράζουν, άλλοτε έβλεπα τα δέντρα να πέφτουν επάνω μου. Μα πάντα εκείνος ο τζίτζικας μου έτρωγε τα αυτιά μέχρι να διπλοκλειδώσω καλά την πόρτα της κάμαράς μου. Εκείνο λοιπόν το βράδυ, ένας κεραυνός έσκισε το φεγγάρι στη μέση. Ήταν εκείνη! Γυμνή, ολόλευκη σαν σεντόνι! Από εκείνη τη στιγμή, τα χέρια μου πήραν τη μορφή σκουληκιού. Λες και η ματιά της ήταν ο θάνατός μου. Αμέσως ένιωσα τόσο γέρος, μα τόσο γέρος! Την ερωτεύτηκα αμέσως, το ίδιο κι εκείνη, έτσι ήθελα να πιστεύω!

Καθώς λοιπόν ήρθες κοντά σε μένα
Η ψυχή μου με παρηγόρησε και με διαβεβαίωσε
Ότι με τον καιρό η καρδιά μου θα είναι ζωντανή
Και ότι όλα θα αποκαλυφθούν
Έτσι κάθισα και παρακολούθησα την παγωμένη ηλικία μου να αποψύχεται
Είσαι αυτή που πάντα περίμενα;

Κάθε βράδυ καθόμασταν δίπλα στο μικρό μου τζάκι και διαβάζαμε μικρές ιστορίες για ανθρώπους. Ανθρώπους ξεπεσμένους, ανθρώπους καταραμένους, ανθρώπους πεθαμένους και ανθρώπους ερωτευμένους. Ήμασταν τόσο ήρεμοι. Μου χάιδευε τα άσπρα μαλλιά συνέχεια κι ένιωθα να φυσάει ο αγέρας πάνω μου. Τα φιλιά της έμοιαζαν σαν το γλυκό κρασί. Αυτή ήταν πάντα γυμνή, δεν είχε ρούχα. Από την πρώτη μέρα που τη συνάντησα μέχρι τώρα, που είναι νεκρή, δεν φορούσε τίποτα. Αληθινή ομορφιά! Αγνή ομορφιά!

Κάτι μου κρατάει σκληρά το χέρι μου
Σέρνοντας την ψυχή μου σε μία όμορφη γη
Κάτι εισέβαλε τις νύχτες μου
Ζωγραφίζοντας τον ύπνο μου με ένα τόσο φωτεινό χρώμα
Αλλάζοντας το γκρι με το γαλάζιο

Πρέπει να ξέρω αν αυτό είναι αληθινό
Πρέπει να ξέρω τι είναι αυτό που κάνει την καρδιά μου να τραγουδά
Χαμογελάς και χάνομαι για πάντα
Κάθε λεπτό που ξοδεύω μαζί σου
Κάθε λεπτό, κάθε λεπτό
Που με αγγίζεις είμαι έτοιμος να με αποπλανήσεις.

Η ιστορία θα μπορούσε να τελείωνε όπως τα παραμύθια. «Και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα». Μα όχι, ποτέ η ιστορία δεν τελειώνει όπως τα παραμύθια. Τα παραμύθια είναι για τα μικρά παιδιά, για να κοιμούνται και να ονειρεύονται στο ύπνο τους χρώματα. Για εμάς, τα σκυλιά του χρόνου, η ιστορία τελειώνει, όταν ο λύκος δαγκώσει το κόκαλο μέχρι να σπάσει. Η ιστορία τελειώνει με το πιο σκληρό βασανιστήριο, τη βαριά ανάσα του θανάτου.
Εκείνο το πρωινό μύριζε τρικυμία. Τα φύλλα στον κήπο χόρευαν σαν τρελά. Έβλεπες τον Έλβις να χορεύει με την Μέριλυν τσάρλεστον πάνω στα μαύρα τριαντάφυλλα. Η ομίχλη είχε κρύψει και την παλιά γραφομηχανή μου δίπλα στο ραγισμένο τζάμι. Εγώ ήμουν κουκουλωμένος κάτω απ' το σεντόνι μου, αναζητώντας λιγοστή ευτυχία απ' τα πολύ παιδικά μου όνειρα.
Εκείνη πάλι άργησε, όπως κάθε πρωί τα τελευταία χρόνια μετά το ατύχημα. Μύριζε πάντα εκείνο το πενιχρό άρωμα των δεκάδων εραστών. Δεν μπορούσα να το σταματήσω. Είχε το δίκιο της. Ένας γερομπατίρης αλκοολικός δεν μπορούσε να προσφέρει μια τόσο ερωτική στιγμή, όσο ένας πιτσιρικάς.

Τη βρήκα μία νύχτα, μέσα στη φωτιά και στο θόρυβο
Άγριες καμπάνες χτυπούσαν στον άγριο ουρανό
Ήξερα από την πρώτη στιγμή
Ότι θα την αγαπούσα μέχρι τη στιγμή που θα πέθαινα
Και φίλησα με χιλιάδες δάκρια
Την κυρία της θλίψης μου!

Η μυρωδιά της νιότης έσβησε, καθώς τα φύλλα του τελευταίου πευκόδενδρου έπεσαν όλα στο χώμα. Ο κηπουρός μαυροφορεμένος τα μάζεψε και τα θάψε στον τάφο του. Νεκρική σιγή στο σπίτι. Ομίχλη, σκόνη! Κι αγάπη τσακισμένη να λιγοθυμάει στις βρώμικες φλοκάτες της κρεβατοκάμαρας. Άργησες πάλι! Ο χάρος θα ήθελα να ερχότανε προτού σε ξαναδώ ματωμένη απ' τον ξυλοδαρμό του τελευταίου εραστή της νύχτας.

Βλέπω ότι σε έχουν τραυματίσει, αγαπητή
Εδώ έχουμε το σεληνόφως για μανδύα
Και δεν υπάρχει ερημιά. . . .

Επίτρεψέ μου, αγαπητή, να καθησυχάσω τον φόβο σου
καθώς θα κολυμπάς απαρατήρητη
Αλλά αν θέλεις να δειπνήσεις με τους κανίβαλους
Αργά ή γρήγορα θα σε φάνε
Παρόλα αυτά είμαι ευτυχής που ήρθες εδώ πέρα με τα ζώα σου
Αν και η καρδιά σου είναι μελανιασμένη και αιμορραγεί σαν αρνί

Τα τελευταία χρόνια συνηθίζαμε να βγαίνουμε βόλτα στο ποτάμι. Ξεκινούσαμε χαράματα για να βλέπουμε τον ήλιο να σκίζει το πελώριο δάσος. Έμοιαζε σαν χάρτης. Καταλαβαίναμε ότι στο τέλος του δάσους θα βλέπαμε μόνο τον ήλιο. Εκεί ήταν και το ποτάμι. Μόλις φτάναμε, έπιανα εγώ την κιθάρα μου και αυτή ξεκινούσε να χορεύει. Μέχρι το βράδυ! Γινόμασταν ένα με τη φύση. Τα πουλιά τραγουδούσαν μαζί μας, τα φύλλα απ' τα δέντρα χόρευαν μαζί της. Τόσο όμορφα. Όταν νύχτωνε για τα καλά, ξεκινούσαμε για την επιστροφή. Ήταν η ώρα του αποχωρισμού. Κάθε βράδυ για μένα ήταν αποχωρισμός, μέχρι το επόμενο πρωί.

"Από την πρώτη μέρα που τη γνώρισα ήξερα ότι ήταν μοναδική
Με κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε
Στα χείλη της είχε το χρώμα των τριαντάφυλλων
Που μεγάλωναν κάτω στο ποτάμι, άγρια και ματωμένα."

"Όταν χτύπησε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο
Ο τρόμος μου έφυγε μέσα στην αγκαλιά του
Είναι ο πρώτος άντρας που τόσο προσεχτικά
Σκούπισε τα δάκρυα που έτρεχαν στο πρόσωπό μου"

"Τη δεύτερη μέρα μου έφερε ένα λουλούδι
Ήταν πιο όμορφη από κάθε γυναίκα που έχω δει
Της είπα: Ξέρεις που μεγαλώνουν τα άγρια τριαντάφυλλα
Τόσο γλυκά και ανέμελα και ελεύθερα;"

"Τη δεύτερη μέρα ήρθε με ένα κόκκινο χρώμα ροζέ
Είπε: Θα μου δώσετε την απώλεια και τη θλίψη σας
Κούνησα το κεφάλι μου, σαν ξαπλώνω στο κρεβάτι
Είπε: Αν σου δείξω τα τριαντάφυλλα, θα με ακολουθήσεις;"

"Την τρίτη μέρα με πήγε στο ποτάμι
Μου έδειξε τα τριαντάφυλλα και με φίλησε
Και το τελευταίο πράγμα που άκουσα ήταν ένα ξόρκι
Γονάτισε στην άκρη και σήκωσε κατά πάνω μου ένα βράχο"

"Την τελευταία μέρα, την πήγα εκεί που ανθίζουν τα άγρια τριαντάφυλλα
Ξάπλωσε πάνω στην πλαγιά, όπου το φως έμπαινε σαν κλέφτης.
Και φιληθήκαμε για τον αποχαιρετισμό και είπα: Τόση ομορφιά πρέπει να πεθάνει
Έπεσε κάτω και φύτεψα ένα τριαντάφυλλο ανάμεσα στα δόντια της"