Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 21

liber tango - Νίκος Ξένιος

Όταν πετάς με το αερόστατο,  η γη από κάτω απειλεί να έλθει πιο κοντά, πράγμα που δεν συμβαίνει στο αεροπλάνο. Εκεί τα πάντα είναι προδιαγεγραμμένα, ακόμη κι ο νοερός διάδρομος πάνω στον οποίο πετάς. Ο κύριος Μπιγκότι, υπεύθυνος της πειραματικής πτήσης, είναι ενθουσιώδης και μιλά ακατάπαυστα. Μοιάζει να ‘χει ξανακάνει τη διαδρομή, γιατί αναγνωρίζει  κάθε πόλη από ψηλά και φωνάζει: «Να, πίσω μας είναι το Ρέτζιο!», και μετά: «Κοίτα, κοίτα κάτω! Η βίλα Σαν Τζοβάνι!». Απ’το αεροδρόμιο του Ατσιρεάλε  θα με παραλάβει ο Στέφανο  για να  με μεταφέρει με αυτοκίνητο στο σπίτι του, στις Συρακούσες.Τον Στέφανο τον γνώρισα οκτώ χρόνια πριν, σ’ ένα συνέδριο για τα αερόπλοια, στη Ρώμη. Πετυχημένος αεροναυπηγός, γράφει ρομαντικά ποιήματα σε ανάμεικτα αρχαία ελληνικά με ιταλικά, λατρεύει την Ελλάδα κι έρχεται ακροατής σε όλα τα επιστημονικά συμπόσια. Στη Ρώμη τότε με πλησίασε και μετά από λίγο μου αφιέρωσε  τα ποιήματά του.  «Η γιαγιά ομιλεί τα ελληνικά, κι εγώ τα ομιλώ επίσης και θα έλθω εις τας Αθήνας μία των ημερών». Τα ποιήματά του ήταν δύσληπτα, όλο λάθη, ένα μείγμα γλωσσών, και παρόλ΄αυτά ιδιαίτερα ευαίσθητα. Είχα πρόσφατα πάρει διαζύγιο και τότε με τον Στέφανο τα ήπιαμε κι ο κακομοίρης κάθισε κι άκουσε τον πόνο μου καταλεπτώς. Ένιωθα τόσο μειωμένος κι εγκαταλελειμμένος, που δεν του ανέφερα καν το όνομά της, και παρόλο που άκουγε τον πόνο μου για μια γυναίκα παντελώς άγνωστη, περιορίστηκε στο σχόλιο ότι οι σχέσεις είναι δύσκολες και, μολονότι νεότερος μου, παρέμεινε αξιοθαύμαστα διακριτικός.  Ανυπομονώ να τον ξανασυναντήσω, να μου μιλήσει για τη Σικελία, την πατρίδα του, και να δοκιμάσω το  γλυκό από σταφύλι της γυναίκας του. “Μόλις ενυμφεύθην”, μου είχε γράψει στο τελευταίο του γράμμα, “η γυναίκα μου είναι λίγο μεγαλύτερη, τρομερά σέξυ, όμως η ηλικία δεν φαίνεται. Είναι ελληνίδα και κάνει ένα γλυκό σταφύλι, γκουστοζίσιμο!”.

Είναι πέντε το απόγευμα και ρίχνω φευγαλέα ματιά στα σύννεφα. Δεν έχω αλλάξει το ρολόι μου ακόμη.  Ένα περίεργο σύννεφο μοιάζει με μονολιθικό μενίρ.  Ακουμπώ πίσω το κεφάλι και σκέφτομαι  πώς θα ήταν αν δενόμουν ψηλά στο μπαλόνι, αν θα άκουγα τις επουράνιες σειρήνες με βουλοκέρι στ΄αυτιά. Μια πτήση με αερόστατο δεν είναι κάτι που κανείς κάνει συχνά. Αν δεν ήταν η υπόθεση της τεχνολογικής έκθεσης δεν είμαι βέβαιος πως θα το είχα αποτολμήσει. Όμως βρέθηκα στη Νότια Ιταλία, να που έτυχε κι αυτό, και να που βρέθηκα να αιωρούμαι σαν τον Φινέας Φογκ ή σαν τους Μοντγκολφιέ, με το στερέωμα κάτω απ’ τα πόδια μου.  Καμιά σχέση με αεροπλάνο...

Φαντάζομαι το ρεύμα των καιρών να με ξεβράζει, αλμυρό και με φουρτουνιασμένη την ψυχή, στις παρυφές μιας σικελικής ακρόπολης. Το τοπίο όλο μυρίζει θειάφι από το ηφαίστειο και τα σταφύλια κρέμονται ολοκόκκινα στις κρεβατίνες. Στις σικελικές αγροικίες καιροφυλακτεί ο έρωτας, τα μάγουλα των κοριτσιών κοκκινίζουν, στα βουνίσια μαντριά τρίζουν οι πόρτες και σφραγίζονται τα βόδια και τ’αρνιά.Τα μουγκανητά τους πριν από τη νύχτα φτάνουν μ’ ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης.

Πάντα είχα μανία με την αρχαιότητα και κατασκεύαζα εικόνες ζωντανές για να μπορέσω να γίνω μέρος τους. Το ίδιο έκανε και η  πρώην γυναίκα μου, η Θάλεια,  που ήταν φιλόλογος κι αυτό που μας συνέδεε ήταν η αρχαιολατρία. Πώς να περιγράψει κανείς τη Θάλεια;  Πάντα στην περιγραφή της δυο-τρία πράγματα μου ξεφεύγουν. Η Θάλεια αγαπούσε το Liber Tango. Όταν χόρευε το στήθος της ήταν υπέροχο. Δεν ξεχνώ τα βυσσινί κορδελάκια από το σουτιέν, που προεξείχαν. Κι από πάνω υφαντό μπούστο και γιλέκο. Βαφόταν ελαφρά. Αλλά στα όνειρά μου πάντα πασάλειβε το πρόσωπό της με μπογιές. Η Θάλεια ήταν ένας κλόουν και ήταν, ταυτόχρονα, το κοινό του κλόουν που ξεκαρδιζόταν. Η ίδια ήταν το κοινό στο τσίρκο της ψυχής της. Ξεβαφόταν μπροστά στον καθρέφτη με στρογγυλά μπαμπακάκια και lotion demaquillante και ήταν όμορφη, έτσι, με τις μολυβιές τραβηγμένες με την ανάστροφη της παλάμης, ως τα μάγουλα. Είχες διαρκώς την αίσθηση ότι ήταν γυμνή.

Επίσης, η  Θάλεια ήταν εντελώς ανίκανη να μαγειρέψει οτιδήποτε• όμως, ήταν θησαυρός γνώσεων. Από τις περιγραφές  της μπορούσες ν’ αναπλάσεις τη μυρωδιά των αρχαίων μαγειρείων, τη γεύση του ψητού καθώς άνοιγαν τα πώματα οι δούλες το απόγευμα ξεσφραγίζοντας το παλιό μακεδονίτικο κρασί. Ως και να κρυφοκοιτάξεις από το ψηλόλιγνο παράθυρο του κελαριού στον κάμπο τις κοπέλες. Αίφνης τις φανταζόσουν στα δώματά τους,  ν’ ανοίγουν τις μυρωμένες τους ιματιοθήκες. Μυρωδιά από κυπαρισσένιο ρετσινόξυλο.  Έξω οι μαστόροι να μιλούν θορυβώντας για το ιπποδάμειο σύστημα, για τον Σελινούντα και τους Θουρίους, για τη Ρόδο και τον Πειραιά, να λένε πώς άνοιξαν πλακόστρωτους δρόμους προς όλες τις κατευθύνσεις.  Και ότι το κέντρο της κάθε πόλης είναι  ρυμοτομημένο οριζόντια και κάθετα, αυστηρά καμωμένο το καθετί, με μαεστρία υπολογισμένο. Αυστηρότητα και πειθαρχία, μια ζωή ορθολογική.

Όλοι οι ορθολογιστές φίλοι μου είναι παντρεμένοι, μόνο εγώ έχω παραμείνει μόνος. Όμως σημασία έχει ότι ζω μια ζωή ενδιαφέρουσα, όλο εναλλαγές. Ο κύριος Μπιγκότι με αποσπά φωνάζοντας: «Μα κε κάτσο! Αφήσαμε μόλις τη Μεσίνα!» και σχολιάζει τις απότομες αλλαγές ηλιοφάνειας.  Οι τραγουδιστές φράσεις του συντονίζονται με τον μονότονο ήχο της φλόγας που καίει μόνιμα κάτω από το μπαλόνι, κι ένα ελαφρύ λίκνισμα τον κάνει να υποχωρεί μισό βήμα για να ισορροπήσει. Τινάζει την αλογοουρά και ξύνει τη φαλάκρα του. Είναι γύρω στα σαρανταπέντε, κοκκινοτρίχης, με απωθητική φάτσα, λευκό πουκάμισο και πλαστικό μπουφάν με αθλητικά παπούτσια. Βγάζει τα ειδικά γυαλιά του κι ελέγχει τα όργανα πλοήγησης μιλώντας στη γυναίκα του: «Σε μια ώρα και μισή θα είμαστε Κατάνια, μι κάρα»

Ο αέρας δυναμώνει. Ένα αεροδρόμιο θα ήταν ό,τι καλύτερο...
“Και...με τι ασχολείστε, αν επιτρέπεται;”, γυρνά και με ρωτάει ουρλιάζοντας στα ιταλικά.
“Δεν σας ακούω! Τι είπατε;» κερδίζω χρόνο εγώ, ενώ κρατιέμαι σφιχτά.
«Τι δουλειά κάνετε λέω»
“Άαα, ιπτάμενος ήμουν. Τώρα, σε μια εταιρεία μελετών…”
“Ε βέρο; Ιπτάμενος, ε; Καλά μιλάμε ποολύ ενδιαφέρουσα δουλειά! Μόλτο ιντερεσάντε! ...Παντρεμένος;»

Δεν απαντώ στην οδυνηρή ερώτηση. Η σικελική γη με περιμένει μετά το θαλάσσιο πέρασμα. Την ξέρω τη Σικελία, είχαμε έρθει δέκα χρόνια πριν με τη Θάλεια: κάθε θαμνόκλαδο  στη γη  αυτή είναι ποτισμένο με τη ρευστή βούληση ν΄ανοίξει και ν’ αστράψει. Ο βράχος έγινε σύμβολο της νέας αυτονομίας, αλάνθαστο παρατηρητήριο. Τα κοχύλια ήταν ρήτορες που βούιζαν. «Σιγή κι επαρχιώτικη υποκρισία», είχε πει τότε η Θάλεια, σαν να επισκεπτόταν την αρχαία Σικελία. Όλα όσα στα μάτια μιας Ελληνίδας αποτελούσαν την ταυτότητα μιας πόλης, εκεί, στον φανταστικό αυτόν τόπο, φάνταζαν μικρά και ασήμαντα. Οι λαϊκές συνοικίες με τα πλινθόκτιστα σπίτια και τη μονόφυλλη πόρτα, οι επαύλεις με τα ψηφιδωτά, το περίστυλο, τον βωμό και την αυλόθυρα. Οι κραυγές των γυναικών  που φώναζαν πριν ανοίξουν την πόρτα στο δρόμο, μην τύχει και χτυπήσουν τους περαστικούς, γιατί οι πόρτες στην αρχαιότητα άνοιγαν προς τα έξω. Είναι τόσο ζωντανή η εικόνα της κατωϊταλικής αρχαιότητας, που νιώθω πολύ πεζός όταν συγκρίνω τον εαυτό μου με τον Σικελό φίλο μου.  Έχω να τον δω καιρό, αλλά ο θαυμασμός μου παραμένει αμείωτος. Φαντάζομαι η σύζυγός του θα είναι εξίσου καλλιεργημένη.
«Και... από πού είστε;”, ξαναρωτάει με στεντόρεια φωνή ο κύριος Μπιγκότι.
“Από Βόλο. Έχω κάνει σερί διαδρομές δύο εικοσιτετράωρα τώρα. Έπρεπε να περάσω από τη Nότια Ιταλία.”
“Ωραίο μέρος”, κάνει  διεκπεραιωτικά ο κύριος Μπιγκότι, «Μάγκνα Γκρέτσια! Εγώ είμαι από τη Νάπολη. Εκεί είναι το χωριό της γυναίκας μου. Εγώ είμαι άνθρωπος της περιπέτειας…»

Η ναπολιτάνα κυρία Μόνικα Μπιγκότι,  που ταξιδεύει μαζί μας στο αερόστατο, είναι γύρω στα πενήντα, με ολόασπρες γυαλιστερές μπότες μέχρι λίγο κάτω από το γόνατο, μαλλιά  απόλυτα ντεκαπαρισμένα σ’ ένα τόνο του άσπρου και ολόισια πράσο, με ξεθωριασμένα χαρακτηριστικά, δυο τεράστια γυαλιά ηλίου και κεφαλομάντηλο. Η φωνή του κύριου Μπιγκότι σβύνει μ’ ένα φύσημα του αέρα και χάνεται σ’ ένα αρχαίο απόγευμα του Αυγούστου. Δεν ολοκληρώνει την κουβέντα του γιατί φυσάει επικίνδυνα. Δεν τους πολυσυμπαθώ αυτούς τους δύο και δεν βλέπω την ώρα να βρεθώ με το φιλικό μου ζευγάρι.
«Τι είναι αυτό από κάτω;» τον ρωτώ για να σπάσω τον πάγο.
«Αυτό είναι εργοστάσιο ζωοτροφών!», μου απαντά δυνατά, με αξιοθαύμαστη ετοιμότητα. «Σε μισή ώρα θα είμαστε πάνω από την Ίταλα!»

Mε τη Θάλεια χωρίσαμε γιατί είδε, λέει, μπροστά της ένα σκοτεινό τούνελ.  Σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι, δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, και ούτε παιδί, ούτε προοπτική παιδιού. Χάθηκε, μετά τον χωρισμό μας, δεν καταφέραμε ούτε φίλοι να μείνουμε, παρά τα τόσα που μας συνέδεαν. Απλά έτσι, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Τότε βγήκα στη βεράντα που έβλεπε προς τον κεντρικό δρόμο. Στη γωνία, καθώς πότιζα, πρόσεξα ένα σύνολο από γλάστρες που κάποτε είχαν ξεκινήσει με συγκεκριμένα λουλούδια και τώρα είχε απομείνει το πιο ανθεκτικό, το γεράνι, και κάποια αυτοφυή, με πολύ μακρύ, εύθραυστο μίσχο και πολλά οβάλ φυλλαράκια. Είχαν φτιάξει μια δική τους γωνία κι έμοιαζαν αναρριχητικά, όμως έπεφταν και σάπιζαν. Πρόσεξα, λοιπόν, ένα  σφιχταγκάλιασμά τους πάνω από το παλιό, σπασμένο τραπεζάκι που χρησιμοποιούσαμε για υποστήριγμα. Τότε αναρωτήθηκα τι σόι άμορφη μάζα είναι αυτή στη ρίζα των φυτών και ενωμένη, με σβολιασμένα χώματα σε σχήμα καρδιάς, χωρίς καμιά ιδιαίτερη μυρωδιά, αλλά μ’ένα κιτρινωπό χρώμα, μια στερεότητα και μια δομή περίεργη, σαν να λέμε «υπό οικοδόμησιν». Τι είδους αλλόκοτη κατασκευή κι αυτή, σκέφτηκα, πάνω και κάτω από το σημείο εκκίνησης της ζωής των φυτών, έτσι αυθαίρετη και χωμάτινη και στο είδος μεταλλική• απρόβλεπτα μυστική και ουδέτερη μέσα στο γενικά προβλέψιμο γωνιακό σημείο της βεράντας. Με δομή αργά σφιχτοδεμένου μυώνα, με ύπουλα διαμορφούμενη υφή, παρασιτική θα’λεγες κι ανησυχητική• που κάπου αποβλέπει και κάπου γενικεύεται σε βάρος του οικοδομικού υλικού, και χρειάζεσαι τσάπα πια για να την αφαιρέσεις...

Τώρα πια μόνο η συναναστροφή με ανθρώπους ρομαντικούς σαν τον Στέφανο με παρηγορεί κάπως. Τη Θάλεια ούτε που του την ανέφερα ξανά, κι εκείνος αντίστοιχα ποτέ δεν με ρώτησε το παραμικρό γι΄αυτήν τη γυναίκα που τόσο με ταλαιπώρησε. Τήρησε απόσταση από το γεγονός αυτό, από την προσωπική μου ζωή γενικότερα. Πάντα το θεωρούσα προσόν αυτό για ένα φίλο, να γνωρίζει τα όριά του• και ο συγκεκριμένος φίλος τα γνώριζε. Ποτέ δεν χωνόταν στα χωράφια όπου δεν τον έσπερναν, ποτέ δεν  έδινε έμφαση στα υλικά περιστατικά της ζωής, σαν η ποίηση να τον είχε απορροφήσει τελείως. Τουλάχιστον αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που είχα από τον Στέφανο. Αλλά κι από τη Θάλεια είχα συγκρατήσει μόνο τις καλές μας στιγμές, σαν να χωριζόταν η ζωή μου στα δυο, στην κακή «προ Θάλειας» εποχή και στην καλή εποχή της σχέσης μας. Λίγο ασαφές παρέμενε το «μετά τη Θάλεια» χρονικό διάστημα, όμως είναι ολοφάνερο ότι τη ζωή μου πια την ζω έντονα. Ανατρεπτικά. Χωρίς νοσηρό καταφύγιο τις αναμνήσεις μου, χωρίς να έχω προσπαθήσει ιδιαίτερα να αιτιολογήσω τα αναιτιολόγητα. Μ’ εντυπωσιάζει, βέβαια, που η Θάλεια δεν επιδίωξε ποτέ να με ξανασυναντήσει. Από τότε έχω κάνει κανα-δυο δεσμούς σχετικά σοβαρούς, αλλά δεν άντεξαν την τριβή και το υπερφορτωμένο επαγγελματικό μου πρόγραμμα, που με πετούσε από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο. Μια γυναίκα δεν θέλει να περιμένει τον άντρα της να πετάξει, ούτε και να προσγειωθεί•  τον θέλει εκεί, δίπλα της, γειωμένο.

Εγώ όμως βρίσκομαι σε πτήσεις όλη την ώρα. Φυσικά η συγκεκριμένη  πτήση είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Αφήνει τον νου να πετά. Αυτό στο αεροπλάνο δεν θα ήταν δυνατό. Σαν να βλέπω, τώρα, τα νώτα της θάλασσας, τα μάτια του ουρανού, τους λειμώνες των δακρύων ενός ναυτικού σαν τον Οδυσσέα, σαν να βλέπω τους στεναγμούς. Σαν αστραπή όλοι οι πληθυντικοί και οι δυικοί αριθμοί από τα ποιήματα του σικελού φίλου μου συνθέτουν ένα ογκώδη και ανελέητο Ενικό•  έρχονται  από τις γωνίες των πλακόστρωτων δρόμων και λαμπυρίζουν. Ο Ενικός παίρνει τη θέση του στη σάρκα των ανθρώπων, στα χάλκινα πιθάρια μέσα στα κελάρια της Σικελίας, στο κατακάθι του μούστου, στον κρότο που κάνουν τα πράγματα στο μυαλό μου. Στα κτίσματα και στις δραστηριότητες των ανθρώπων, στα ποιήματα του Στέφανο , βαρύγδουπος σαν δήλωση, ο Ενικός αριθμός αναδίδει ένα άρωμα σαν κοπριά...

Πετάμε πια οριζόντια και χαμηλά, πάνω απ’ το Ατσιρεάλε, κι έπειτ’ από είκοσι λεπτά το πρόσωπό μου δέχεται ράπισμα από τον ζεστό και υγρό αέρα της Κατάνια. Σταδιακά ο κύριος Μπιγκότι χαμηλώνει τη φλόγα και το αερόστατο χάνει ύψος πάνω απ’ τον αεροδιάδρομο που φαίνεται ξεκάθαρα από κάτω• μιλά με τον πύργο ελέγχου του αεροδρομίου και κάποιες συγκεχυμένες φράσεις τον διαβεβαιώνουν πως μπορεί να προσγειωθεί. Φυσάει έντονα και φοβάμαι. Μια άσχημη προσγείωση με αεροπλάνο είναι, όπως και να το κάνουμε, λιγότερο επικίνδυνη. Άσχημες σκέψεις με κατακλύζουν κι όλα τα δυσάρεστα συμβάντα που με τον νόμο των πιθανοτήτων θα μπορούσαν να προκύψουν περνούν αστραπιαία από το μυαλό μου. Η κατάσταση χειροτερεύει όταν βλέπω το άστατο πέσιμο του καλαθιού και νιώθω την επιτάχυνση της πτώσης. Πόσο περίεργα κι απρόβλεπτα ήταν πάντα τα πράγματα για τους τολμηρούς, σκέφτομαι. Η μοναξιά μου εντείνεται όταν η κυρία Μπιγκότι σφίγγεται στην αγκαλιά του άντρα της και τ’αυτιά μου βουλώνουν. Ορκίζομαι μέσα μου ότι αυτή θα είναι η πρώτη και η τελευταία φορά. Στο εξής θα παίρνω αποκλειστικά και μόνο το αεροπλάνο.

Πέφτουμε κάπως άτσαλα στο αεροδρόμιο του Ατσιρεάλε και το καλάθι τραντάζεται δυσάρεστα. Ένα σωρό οχήματα κινούνται προς το μέρος μας. Παρά τον ενθουσιασμό μου, νιώθω εξαντλημένος. Κόσμος έχει μαζευτεί ολόγυρα και πολλοί σχολιάζουν με θόρυβο. Τεντώνομαι κι αφουγκράζομαι τους ήχους του αεροδρομίου, όταν ακούγεται ένα μαρσάρισμα και φρενάρει μπροστά μας μια φερράρι. Ο Στέφανο τινάζεται ενθουσιασμένος μέσα από τ’ αυτοκίνητο , «Κάρο αμίκο! Κάρο αμίκο!» και τρέχει προς το μέρος μου κουνώντας το χέρι. Φτάνει, μου σφίγγει το μπράτσο χαμογελώντας και με τραβά ορμητικά δεξιά, προς τη μεριά της πόρτας.

Με το πλάι του ματιού βλέπω τον κύριο Μπιγκότι α-λα μπρατσέτα με τη γυναίκα του ν’απομακρύνονται. Στο πρόσωπο της φιλάρεσκης γυναίκας προλαβαίνω να διακρίνω κάτι σαν ανακούφιση. Μετά, χάνονται αριστερά, στο πλήθος. Ο Στέφανο εξακολουθεί να μου τραβά το μανίκι με ανυπομονησία. Μοιάζει νεότερος, πιο ζωηρός, λιγότερο ανασφαλής. Παραμένει εξίσου παρορμητικός, ωστόσο. Η άφιξή μου, και μάλιστα με τόσο αντισυμβατικό μέσο, εντείνει τον ενθουσιασμό του•  είμαι σχεδόν βέβαιος ότι έχει μιλήσει στους πάντες για την εξωφρενική πτήση μου, αλλά η κούραση δεν μ’ αφήνει να συγκεντρωθώ. Η φασαρία ολόγυρα είναι ενοχλητική και νιώθω πως θα’θελα να μην είχα κάνει αυτό το ταξίδι. Ο Στέφανο ανοίγει την πόρτα της φερράρι με μιαν έκφραση στο πρόσωπο ανάλογη με ενός εντομολόγου που επιδεικνύει την τελευταία συλλογή κολεοπτέρων του.

Μένω κόκαλο όταν από την ανοιχτή πόρτα βγαίνει τότε εκείνη, διορθώνοντας το βυσσινί κορδελάκι του στηθόδεσμού της κι απλώνοντάς μου αμήχανα το χέρι, όπως έκανε όταν ξεκινούσε το τανγκό.
«Κάρο αμίκο, να συστήσω εσένα σε την γυναίκα μου, την Θάλεια…»

Το παράλογο είναι πως η πρώτη σκέψη μου ήταν ν’ αναρωτηθώ πότε έμαθε να φτιάχνει γλυκό σταφύλι.

Ο Νίκος Ξένιος ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων Το άχτι (Εκδ. Φαρφουλάς, 2011) και τη νουβέλα Ένα τριάρι για τον Οιδίποδα (Εκδ. Φαρφουλάς, 2012). Έχει συμμετάσχει σε δύο συλλογές διηγημάτων και σε βιβλία για τη γλώσσα και το θέατρο, από τις Εκδόσεις Φαρφουλάς, Ιστός, Ζαχαρόπουλος, Κοάν, Ίασπις, Πελασγός και Routledge.