Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 2

#2 Νίκος Κουνενής :"Η συγγραφή είναι στοίχημα αυτογνωσίας"

της Μαίρης Αλεξοπούλου

- Νίκο, πότε άρχισες να ασχολείσαι με τη λογοτεχνία;
- Στα 40κάτι. Από παιδί το είχα σκοπό κάποτε να ξεκινήσω, αλλά το ανέβαλα. Διάβαζα πολύ και το είχα ως όνειρο από πιτσιρίκι, αλλά περνώντας τα χρόνια σιγά-σιγά το όνειρο απομακρυνόταν.

- Γιατί;
- Γιατί όσο περνά ο καιρός, φαντάζεσαι ότι ενδεχομένως δεν μπορεί να γίνει.

- Δεν είχες γράψει διηγήματα, ποιήματα, εφηβικά πειράματα;                                                                                                                                                                        - Ψιλοπράματα.Η πρώτη φορά που κάθισα σοβαρά να γράψω λογοτεχνία ήταν στα 44.

- Γιατί; Τί συνέβει στα 44;
- Απλώς τέλειωναν οι προθεσμίες. Σκέφτηκα ότι ή τώρα ή ποτέ. Υπήρχε κι ένας φίλος που με πίεζε.

- Είχε διαβάσει χειρόγραφά σου;
- Όχι. Αλλά τότε ασκούσα τη λεγόμενη προφορική λογοτεχνία. Μεταξύ τύρου και αλκοόλ, έφτιαχνα διάφορες ιστορίες και τις έλεγα στην παρέα. Έπαιξε και αυτό τον ρόλο του.

- Οπότε φτάνει η στιγμή που πρωτοκάθεσαι και γράφεις. Τί γράφεις;
- Γράφω αποκλειστικά σάτιρα. Κοινωνικοπολιτική σάτιρα.

- Τί σημαίνει σάτιρα για σένα;
- Δύσκολη ερώτηση. Κοίταξε, αυτό που με ενδιαφέρει στη λογοτεχνία είναι ο δημόσιος χώρος. Κάθε πτυχή του δημόσιου χώρου. Δηλαδή δεν ασχολούμαι με ιδιωτικές ιστορίες. Μέσω της σάτιρας, της υπερβολής, του χιουμοριστικού παιχνιδιού μπορείς να αποκαλύψεις πλευρές της πραγματικότητας αποτελεσματικότερα και πιο διασκεδαστικά.

- Υπάρχουν άλλοι συγγραφείς που επιλέγουν τη σάτιρα;
- Ελάχιστοι σήμερα, δυστυχώς. Αυτό που κάποτε έκανε η σάτιρα σήμερα το κάνει κυρίως, διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα, το αστυνομικό μυθιστόρημα, που έχει παρόμοιους προσανατολισμούς. Είναι βέβαια διαφορετικός ο τρόπος, αλλά οι στοχεύσεις είναι ίδιες. Το αστυνομικό μυθιστόρημα σήμερα είναι ριζοσπαστικό, με κοινωνικοπολιτικό προσανατολισμό. Έχει πάψει να περιορίζεται σε μικρά αινίγματα, και προσπαθεί να αναδείξει κεντρικά ζητήματα κοινωνικά, πολιτικά, ηθικά, οικονομικά κλπ.
Οι δικές μου ιστορίες είναι σατιρικές, άρα υπερβολικές. Γράφω για πράγματα που είτε έχουν συμβεί είτε θα μπορούσαν να συμβούν, αλλά χρησιμοποιώ πάντα την υπερβολή. Για να σατιρίσεις την πραγματικότητα πρέπει να τη μετατρέψεις σε καρικατούρα. Η σάτιρα είναι κοντά στην πραγματικότητα και ταυτόχρονα μακριά της. Πατάει στην πραγματικότητα, αντλεί τα θέματά της από αυτήν και αντεπιδρά σ’ αυτήν με τρόπο τρελό, γκροτέσκο. Δες τις γελοιογραφίες του Καλαϊτζή, του Ιωάννου του Στάθη και των πάμπολλων νέων δημιουργών. Γελοιογράφος στο χώρο της πεζογραφίας αισθάνομαι και εγώ, και νομίζω έχω διδαχθεί αρκετά πράγματα από την «κανονική» γελοιογραφία. Για παράδειγμα, στο πρώτο διήγημα που έγραψα, τη «Δημόσια Εγγραφή», προσπαθώ να στήσω ένα αμιγώς γελοιογραφικό σύμπαν. Εκείνη την εποχή έτρεχε η ιστορία με το χρηματιστήριο, τη φούσκα και την κατάρευση.  Στο διήγημά μου υπάρχει ένας τύπος, ένας μικροαστός λογιστής, που λέγεται Α.Ε. Κούρος (Αντώνιος του Ευαγγέλου Κούρος) και υπάρχει και μία εταιρεία Α.Ε. Κούρος. Γίνεται λοιπόν ένα ηλεκτρονικό λάθος και αντί να μετοχοποιηθεί η εταιρεία μετοχοποιείται ο τύπος, μετατρέπεται σε άυλους τίτλους. Ή στο «Ο λαγός και η χελώνα - ιστορική αποκατάσταση της αλήθειας» όπου αποδεικνύεται ότι η χελώνα ήταν ντοπαρισμένη. Καταστάσεις, βεβαίως, απόλύτως εξωπραγματικές, που όμως παραπέμπουν ευθέως στην πραγματικότητα, που επίσης αποδεικνύεται εξωπραγματική ενίοτε.

- Κάνεις και προετοιμασία με θεωρητικά διαβάσματα;
- Τα θεωρητικά διαβάσματα είναι ούτως ή άλλως μέρος της ζωής μου, υπήρξαν προτού υπάρξω εγώ ως συγγραφέας.. Είναι πράγματα που τα παρακολουθώ έτσι κι αλλιώς. Ελάχιστες φορές χρειάστηκε να κάνω κάποια ειδική έρευνα. Σε μια σατιρική ψευδοκριτική μου για παράδεγμα, χρειάστηκε να μελετήσω κριτικές γεύσεις για να τις παρωδήσω. Σε γενικές γραμμές όμως η δουλειά μου δεν προαπαιτεί ειδική έρευνα.

- Πώς γράφεις; Κυοφορείς και γεννάς;
- Όχι. Γεννάω χωρίς να έχω κυοφορήσει. Είμαι από εκείνους που ξεκινούν από μία βασική ιδέα και πάνω στο ίδιο το γράψιμο τούς έρχεται η συνέχεια. Δηλαδή εγώ δεν ξέρω τί θα γίνει με τους ήρωες μου. Με πάνε αυτοί. Και ή θα με πάνε καλά ή θα με ξεβράσουν.

- Έχεις χειρόγραφα στο συρτάρι σου που περιμένουν να ξανασχοληθείς μαζί τους ή τα πετάς εντελώς;
- Δεν τα πετάω. Τα λυπάμαι. Έχω ένα μυθιστόρημα, ας πούμε, που βγήκε χάλια. Δεν ξέρω αν θα ξανασχοληθώ με αυτό. Δε φαντάζομαι.

- Διορθώνονται τα πάντα;
- Όχι. Νομίζω πως όχι. Αλλά και οι αποτυχίες είναι χρήσιμες, βοηθάνε στην αυτογνωσία.  Μαθαίνουμε και από τις αποτυχίες μας κάμποσα πράγματα, κάποιες φορές και περισσότερα από όσα μαθαίνουμε όταν μας πετυχαίνει η συνταγή. Προσγειωνόμαστε, ενώ αποκαλύπτονται μπροστά στα μάτια μας και πλευρές τις οποίες αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να δούμε.  Η συγγραφή και γενικότερα η καλλιτεχνική δημιουργία είναι πάντα, εκτός των άλλων, και ένα διαρκές στοίχημα αυτογνωσίας. 

- Είναι αξιολογικό κριτήριο της δουλειάς σου, το να περνάς καλά όταν γράφεις;
- Χωρίς αμφιβολία. Είναι σημαντικό το να με κάνει χαρούμενο αυτό που γράφω, τη στιγμή που το γράφω. Επειδή άλλωστε  τα βιβλία μου είναι χιουμοριστικά, όταν γράφω και μου βγαίνουν, αισθάνομαι ευτυχής. Σκέφτομαι την υπόθεση, μού έρχονται κάποιες ιδέες και γελάω με μεγάλη συχνότητα, μέχρι και μόνος μου, στο δρόμο. 

- Κλέβεις από τους γύρω σου για τις ιστορίες σου;
- Φυσικά. Ας πούμε, ανάμεσα στους ηρωές μου, υπάρχει ένας φίλος από τη Μυτιλήνη που έχει μια κάποια επαρχιακή προφορά, είναι και γεροδεμένος, με χωριάτικη φυσιογνωμία, κοκκινομάγουλος. Τον χρησιμοποιώ από το 2ο βιβλίο μου μέχρι και σήμερα. Τον λένε Κώστα Βαμβακά, εγώ τον λέω Ντίνο Βαμβακούση. Όποτε χρειάζομαι κάποιον καλόκαρδο τσαντίλα, με επαρχιακή προφορά, βάζω αυτόν. Μου έχει λύσει το πρόβλημα να ψάχνω χαρακτήρα. Αυτός άλλωστε είναι και ο τύπος που με πίεζε να στρωθώ κάποτε και να γράψω.

- Πόσο σημαντική είναι η γλώσσα;                                                                                                                           - Θεωρώ ότι η σάτιρα είναι 50% γλώσσα, 50% περιεχόμενο. Η γλώσσα πρέπει να είναι παιχνιδιάρικη, να δένει με την ιστορία. Αλλιώς, όσο καλό κι αν είναι το «στόρι», το χάνεις το παιχνίδι. Ο Ροϊδης, ας πούμε, δεν θα ήταν αυτό που είναι χωρίς την καταπληκτική του γλώσσα.

- Σε ενδιαφέρει το κείμενό σου να τοποθετείται χρονικά και μέσω της γλώσσας του; Ενσωματώνεις πχ τη γλώσσα του υπολογιστή ή του σημερινού εφήβου;
- Βεβαίως με ενδιαφέρει και το επιχειρώ συχνά. Οι διάφοροι ήρωες στα βιβλία μου μιλάνε γλώσσες αντίστοιχες με αυτό που είναι. Ας πούμε στο "Ω! του θαύματος" στο πρώτο κεφάλαιο είναι μια παρέα μικροαπατεώνων που μιλάνε σε αργκώ, αλλά μία αργκώ φτιαγμένη με τον δικό μου τρόπο ώστε να προκαλεί γέλιο.

- Έχεις την αγωνία να φέρεις κάτι καινούριο στη λογοτεχνία; Πιστεύεις ότι όλα έχουν ειπωθεί, οπότε δεν έχει κανένα νόημα η απόπειρα να μιλήσουμε;
- Η αλήθεια είναι ότι πολλά έχουν ειπωθεί, αλλά πάντα υπάρχουν τρόποι να τα ξαναπείς διαφορετικά. Υπάρχουν κι άλλα που μέλλουν να ειπωθούν, δεν φτάσαμε στο τέλος της ανθρώπινης Ιστορίας. Ζούμε πάντως σε μία εποχή δύσκολη, μεταβατική όπου συχνά η πραγματικότητα ξεπερνάει κατά πολύ την φαντασία. Οπότε το ζήτημα είναι να βρεις ιστορίες που παρότι δε μιλάνε για κάτι το εντελώς καινούργιο, μπορούν ταυτόχρονα να είναι πρωτότυπες. Αυτό έχει να κάνει με τους ήρωες που θα στήσεις και με την πλοκή. Αυτό είναι το στοίχημα: να λέμε ακόμα και τα πιο κοινότοπα πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Αλλιώς θα πέθαιναν οι τέχνες.

- Η αγωνία αναφορικά με τη δομή, τη χρήση της γλώσσας, τα θέλω και οι αναζητήσεις του 20ου αιώνα έχει πια ξεπεραστεί;
- Δεν νομίζω. Θεωρώ απλώς ότι αυτήν την περίοδο στο χώρο των τεχνών υπάρχει μία αμηχανία. Δηλαδή, ενώ μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες δεχόμασταν ότι έβγαιναν καινούρια πράγματα, τώρα πια πραγματικά κυριαρχεί η ψευδαίσθηση ότι όλα έχουν ήδη γίνει ή ειπωθεί. Υπάρχουν πάντως, στ’ αλήθεια κάμποσες ανακυκλώσεις. Ας πούμε, δεν νομίζω ότι το σπάσιμο της συμβατικής αφήγησης που έκανε ο μεταμοντερνισμός πήγε τη λογοτεχνία πιο πέρα από ότι την πήγε αιώνες πριν ο Στερν ή ο Ραμπελαί. Υπάρχει μία αμηχανία ως προς το μορφολογικό και γλωσσικό περιεχόμενο της τέχνης αλλά αυτό συμβαίνει πάντα σε μεταβατικές εποχές. Κανείς δεν ξέρει, ας πούμε, αν η εποχή που ζούμε θα βγάλει κάποια καινούργια πράγματα ή αν θα οδηγήσει σε νέες επιστροφές. Γιατί π.χ. το Στερν και το Ραμπελαί τους ακολούθησαν ο ρομαντισμός και ο ρεαλισμός, σαφώς παραδοσιακότερα ρεύματα. Υπάρχει πάντως μια ανήσυχη πολυφωνία αυτή τη στιγμή, καλοδεχούμενη οπωσδήποτε.

- Μήπως ακριβώς αυτή η πολυφωνία είναι που εκφράζει τη σημερινή καθημερινότητα;
- Ναι, αλλά αυτό είναι και αποτέλεσμα σύγχισης. Μιας σύγχισης μέσα από την οποία μπορούν να βγουν και καλά, αλλά και ισοπεδωτικά πράγματα.

- Έτσι κι αλλιώς από όλα τα οργανωμένα κινήματα που ποτέ υπήρξαν, ελάχιστα επηρέασαν ουσιαστικά τον τρόπο που ζούμε και σκεφτόμαστε, δηλαδή τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο αφού κλείσουμε το βιβλίο.
- Πράγματι, αν μιλάμε για τα κινήματα της τέχνης. Γιατί τα πολιτικά κινήματα, π.χ. η γαλλική επανάσταση, τα επηρέασαν όλα αυτά σε πολύ μεγάλο βαθμό.

- Κριτική υπάρχει στην Ελλάδα;
- Φυσικά υπάρχει.

- Πού αναπτύσεται;
- Και στις εφημερίδες και σε περιοδικά και στο διαδίκτυο.

- Μήπως κυριαρχούν οι βιβλιοπαρουσιάσεις;
- Όντως έχει ενισχυθεί το σκέλος της βιβλιοπαρουσίασης. Αυτό γίνεται για ευνόητους λόγους: έντονη εμπορευματοποίηση, πάρα πολλοί τίτλοι κλπ. Ωστόσο θεωρώ ότι υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που γράφουν κριτική.

- Επηρεάζει η κριτική είτε το αναγνωστικό κοινό είτε το δημιουργό;
- Τους δημιουργούς τους επηρεάζει ή πάντως πρέπει να τους επηρεάζει. Εμένα με επηρεάζει. Μέσα από κριτικές έχω βελτιωθεί, ή πάντως έχω προσπαθήσει να διορθώσω κάποιες δικές μου αδυναμίες. Και τους αναγνώστες θα έλεγα ότι επηρεάζει, αλλά λιγότερο από παλιά. Το αγοραστικό κριτήριο έχει να κάνει πλέον με τις μόδες και τη διαφήμιση. Από την άλλη δουλεύουν και οι κεκτημένες ταχύτητες: υπάρχουν αναγνώστες που ακολουθούν έναν συγγραφέα, ακόμα κι αν ο συγγραφέας έχει πάψει να είναι τόσο καλός όσο ήταν κάποτε. Αλλά και αναγνώστες που δύσκολα θα αγοράσουν το καινούριο βιβλίο ενός συγγραφέα, εφόσον με κάποια έργα τους τούς διέψευσε.

- Πέραν των άλλων δραστηριοτήτων σου, συντονίζεις και 2 από τις Λέσχες Ανάγνωσης του πολυχώρου «Μεταίχμιο».
- Ναι. Διαβάζουμε ελληνική λογοτεχνία από το 1960 μέχρι σήμερα.

- Τί έχεις μάθει από τις λέσχες ;
- Το πρώτο που έμαθα είναι ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός ανθρώπων που ενδιαφέρεται να διαβάσει λογοτεχνία. Ξεκινώντας τις λέσχες ήμουν σχετικά απαισιόδοξος. Θεωρούσα ότι είναι πιθανόν να φυλλορροήσουν πολύ γρήγορα και ότι οι λόγοι για τους οποίους θα ερχόταν ο κόσμος θα ήταν κυρίως κοινωνικοί. Φυσικά υπάρχουν και αυτοί- και ευτυχώς που συμβαίνει γιατί αλλιώς θα μιλούσαμε για μίζερες καταστάσεις- αλλά δεν επισκιάζουν το πραγματικό αναγνωστικό ενδιαφέρον. Σε κάθε λέσχη είναι 17 άτομα, τα οποία έρχονται κατά κανόνα μελετημένα και με έντονη διάθεση ουσιαστικής συμμετοχής. Το δεύτερο που κέρδισα επειδή ακριβώς κουβεντιάζουμε συλλογικά, μαθαίνω κι εγώ πράγματα από τις απόψεις που εκφράζονται από τους συμμετέχοντες. Μπορεί να ανακαλύψω πλευρές που  ο ίδιος δεν είχα εντοπίσει.

- Μπορεί ένας συγγραφέας να βιοπορίζεται από τη λογοτεχνία;
- Θα ήταν ευτύχημα να συνέβαινε αυτό, αλλά συμβαίνει σε ελάχιστους, κάποιοι από τους οποίους πουλάνε γιατί είναι σημαντικοί, ενώ κάποιοι άλλοι πουλάνε για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Υπάρχει βέβαια ο κίνδυνος να πέσει ο δημιουργός στην παγίδα του να ακολουθεί τη συνταγή του πιο ευπώλητου βιβλίου του. Εν τέλει, όμως, το πραγματικό ζήτημα είναι το κατά πόσο εκτιμάς ο ίδιος τον εαυτό σου ως συγγραφέα. Αν διολισθήσεις στην εμπορική αντίληψη μόνο και μόνο για να βιοπορίζεσαι, τότε τα πράγματα είναι άσχημα. Είναι θέμα συνείδησης. Θα προτιμούσα να διαβάζει τα βιβλία μου πολύς κόσμος κι εγώ να μην παίρνω φράγκο, από το να μην διαβάζονται και να εισπράττω μεγάλα ποσά. Ή να διαβάζονται και να μην τα εκτιμάω. Αυτό είναι το βασικό μου κριτήριο. Το να πουλήσουν δεν είναι, φυσικά, κακό, ευπρόσδεκτο είναι κάτω από συγκεκριμένς προϋποθέσεις. Δεν πουλάνε μόνο τα "φτηνιάρικα" βιβλία. Ο Φίλιπ Ροθ, ας πούμε, πουλάει, αλλά δεν είναι εμποράκος.

- Επιστρέφω στα περί σάτιρας... Η επιλογή του δημόσιου χώρου έχει να κάνει και με τις πολιτικές σου θέσεις;
- Ναι. Αλλά και επειδή γενικότερα θεωρώ ότι το δημόσιο καθορίζει κατά βάσιν το ιδιωτικό, κι όχι το ανάποδο.

- Είναι δηλαδή στρατευμένη η λογοτεχνία σου;
- Δεν θα χρησιμοποιούσα τον όρο στρατευμένη. Κυρίως γιατί με αυτόν τον όρο έχουμε ταυτίσει μία σειρά από λογοτεχνικά είδη, μάλλον απωθητικά. Θα έλεγα, πάντως, ότι οι ιστορίες μου είναι πολιτικές, με την ευρύτερη έννοια του όρου. Στοχεύουν κάπου, δεν κολυμπάνε στο κενό.

- Το κίνημα του Μάης του '68 είναι ξανά της μόδας;
- Δεν είναι τόσο όσο φαίνεται, μακάρι νάταν. Οπωσδήποτε φαντάζει περισσότερο επίκαιρος από όσο πριν 10- 15 χρόνια. Το θεωρώ εξαιρετικά θετικό αυτό, αλλά να μην τρελαθούμε κι από ενθουσιασμό. Σήμερα, πάντως, υπάρχει ξανά πολιτικοποίηση μετά από μία μεγάλη περίοδο γενικευμένης συντηρητικοποίησης. Κάτι γίνεται πάλι. Ζούμε στην περίοδο του τέλους των ψευδαισθήσεων. Έχουμε φτάσει στον πάτο και ο κόσμος ψάχνεται, αναζητεί και πάλι κάτι να πιστέψει. Αλλά τώρα πια η αφετηρία είναι περισσότερο γειωμένη. Δηλαδή τα κίνητρα της γενιάς των 700 ευρώ και της περιβαλλοντικής ανησυχίας είναι εντελώς πραγματικά, με ασφυκτικό τρόπο, πραγματικά ασφυκτικό. Ίσως αυτή η πίεση να οδηγήσει και σε γενικότερη ιδεολογικοπολιτική ριζοσπαστικοποίηση, πράγμα που είναι το ζητούμενο αυτή τη στιγμή, και για το οποίο υπάρχουν ήδη ενθαρρυντικές ενδείξεις

Ο Νίκος Κουνενής γεννήθηκε το 1957. Είναι πτυχιούχος του Οικονομικού τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δημοσιεύει βιβλιοκριτικές και άρθρα στην «Καθημερινή», τα  ένθετα «Αναγνώσεις» της «Κυριακάτικης Αυγής», και «Βιβλία» του «Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής» καθώς και στα περιοδικά «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και «Κηρήθρες». Συντάσσει τη σατιρική στήλη «Πικαντύλη», στο περιοδικό «Γαλέρα» και οργανώνει τις «Εκδηλώσεις υψηλού ρίσκου» στο βιβλιοπωλείο ΚΨΜ  .

Έχει εκδόσει τα βιβλία:
«Δημόσια Εγγραφή» (Σατιρικά διηγήματα) εκδ.«Κοχλίας» 2002, δεύτερη έκδοση «Κοχλίας» 2003
«Ζωντανή Σύνδεση» (Σατιρικά διηγήματα) εκδ. «Κοχλίας»2003»
«Πρωταγόρας – Γοργίας: Η σοφιστική τομή» (Μελέτη) εκδ. «Σαββάλας» 2002
«Ώ, του θαύματος!»,(μυθιστόρημα) ,εκδ. Μεταίχμιο 2006
«ΥποΚριτικά κείμενα: σατιρικό παιχνίδι κακών προθέσεων», εκδ. ΚΨΜ 2007

Συμμετοχές:
«Κοκτέιλ μολότοφ» (διηγήματα) εκδ. «Κοχλίας» 2003