Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 37

"encore – Οι γυναίκες της Οδύσσειας", της Νάνας Παπαδάκη

encore – Οι γυναίκες της Οδύσσειας, ποίηση, Νάνα Παπαδάκη, εκδόσεις Μελάνι 2016

Η τρίτη ποιητική συλλογή της Νάνας Παπαδάκη σφύζει από πρωτοτυπία, στοχασμό και συναίσθημα. Στις «γυναίκες της Οδύσσειας» συνυπάρχουν, άλλοτε αρμονικά, άλλοτε συγκρουσιακά, ο λυγμός και το χαμόγελο, ο ψίθυρος και το ουρλιαχτό, η αγωνία και η συμφιλίωση.  Με γλώσσα μεστή και δημιουργική και εικόνες στιβαρές, με απρόοπτα που εκπλήσσουν και παρασύρουν, η ποίηση της Παπαδάκη δεν επιτρέπει εφησυχασμό.

Στις γυναίκες της Οδύσσειας, ο αναγνώστης θα συναντήσει την Καλυψώ που φωνάζει: «Πέφτουμε, Οδυσσέα, μέσα στον ήλιο / Τούτα τα χέρια δεν είναι παρά χέρια που αγάπησαν / Την αλήθεια του ματιού.»

Θα αφουγκραστεί την Αθηνά που μιλάει για αγάλματα: «Χωρίς αυτά τίποτα δεν θα οριοθετούσε το πέρασμα του χρόνου κι οι κάτοικοι θα βούλιαζαν σε αιώνιο παρόν που, αργά ή γρήγορα, θα τους οδηγούσε σε μια αυτοσχέδια ακινησία.»

Θα παρακολουθήσει την Κίρκη να υλοποιεί μια ικεσία, τη Μελανθώ να γλείφει τρίαινες για να αποτινάξει ένα μέρος από τις τύψεις (ως άχρηστο συναίσθημα), θα ακούει μονίμως τραγούδια από τις Σειρήνες.

Στη συνέχεια, ο αναγνώστης θα κοιτάξει προσεκτικά τη Ναυσικά: «Πυκνή η σάρκα. / Κυλάει σαν τόπι σε έρημο χωράφι που αμέτρητα γέλια παιδιών / αυλακώνουν. / Κι εμείς, σβήνουμε στο σκοτεινό νερό. απ’ τα βαθιά μας κόκαλα / Ξαναφτιάχνουμε τη μέρα / Πιο τυφλή».

Θα γνωρίσει την Ευρύκλεια που ζητά δικαιοσύνη. Θα νιώσει στην απόληξη της γλώσσας την προσμονή της Πηνελόπης, στυφή, συχνά πικρή.

Θα εκπλαγεί με την Ελένη: «Υπάρχει βαθιά μες στη σάρκα κάτι που γνωρίζει / πριν ακόμη μιλήσει τα πράγματα. / Που το λιμαίνονται οι άνεμοι / με ράμφος σκοτεινό να το καρφώσουν / Να ενταφιάσουν εκεί ξανά και ξανά το μεγάλο αίμα.»

Θα συμπονέσει την Κασσιφόνη: «Όσο για τον αδελφό μου / Όχι, δεν τον σκότωσα εγώ. / Άλλος αφανισμός / πιο βαθύς αυτός, με είχε απορροφήσει / Του εαυτού μου.»

Θα μελετήσει το σώμα να σφαδάζει από πόνο στην Ινώ, τον θάνατο να έρχεται ως: «κλάμα παιδιού που εκσφενδονίζουν στους αιώνες» στην Αντίκλεια, θα ονειρευτεί με την Αρήτη που μιλάει για τις όχθες, για τους ά λ λ ο υ ς, για το ταξίδι που όσο κι αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι έχει τελειώσει ή ολοκληρωθεί, ξεκινάει εκ νέου από την αρχή.

Στη γραφή της Παπαδάκη παντού υπάρχει η θάλασσα ως αναφορά στο άπειρο, το αίμα ως νέκταρ αναγκαίο, ο χρόνος ως αδήριτος νόμος, η ομορφιά της ζωής και το πένθος, η προσμονή αυτού που δεν έρχεται και η ματαίωση σε σχέση με ότι δεν συντελέστηκε βάσει φαντασίωσης, η ανάγκη για πίστη και ελπίδα, ο έρωτας και κυρίως, το σώμα που αναβλύζει τριγμούς, μισεμούς, ύμνους. Η γυναίκα ως φορέας της μοίρας και της ιστορίας, χωρίς ίχνος φεμινισμού, μετατρέπεται σε μοχλό εξέλιξης του Ανθρώπου, σε κινητήριο δύναμη. Ως εκ τούτου, οι «άγνωστες» γυναίκες της Οδύσσειας πλάι στις γνωστές και αγαπημένες διαμορφώνουν ένα σύμπαν όπου ο αναγνώστης, μαγεμένος, παρασύρεται σε μια περιπλάνηση η οποία έχει όραμα πάντα την αρχή. Από και προς την αρχή, όπως και να έχει…

Τζούλια Γκανάσου