Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 25

Eξόριστες φωνές της Νατάσας Κεσμέτη

Εξόριστες φωνές, στοχασμοί και ιστορίες, Νατάσα Κεσμέτη, Εκδόσεις Αρμός 2013

 

Ἕνας πρῶτος λόγος ν’ ἀδημονεῖ καθένας μας ὡς ἀναγνώστης νά βυθιστεῖ στίς σελίδες τῶν βιβλίων τῆς Ν.Κ., τήν ἰδιαίτερή της Λιμνοθάλασσα, εἶναι νομίζω ὁ καθαυτόν λόγος της: πλεύσιμος ἀλλά καί πλευστικός, ὁ ἴδιος πλεούμενο καθώς καί πλοηγός στά ψυχικά βάθη, ἔμπειρος πλοίαρχος πρός τίς ἄγριες, εἰδικότερα τίς ἄφιλες ἀκτές τῶν ὀδυνῶν πού ἐξακολουθοῦν ν’ ἀπειλοῦν μ’ ἀπροσδόκητα προσωπικά ναυάγια, ἀκόμα καί μέ μιά τελεσίδικη προσάραξη ἤ, μέ τίς διαδρομές ἀνάμεσα στούς ἀχαρτογράφητους ὑπαρξιακούς ὑφάλους, κάποτε ἤρεμος ἄν κι ὄχι μακάριος στά διαλείμματα τῆς νηνεμίας, καί πάντως, σέ κάθε περίπτωση, μέ τό κατάστρωμα ὑπερπλῆρες ἁλιευμάτων.

Ἀπό τίς πρῶτες λέξεις, ἀπό τήν ἀρχική ὥς τήν τελευταία πρόταση ξαναερωτεύεσαι τή γλώσσα σου. Ἔχω τήν αἴσθηση μάλιστα πώς, στίς μέρες μας, μέρες τῆς ἀπογύμνωσης, τοῦ ἀποσυμβολισμοῦ, τῆς ἀποκαθήλωσης ἱερῶν καί ὁσίων στό ὄνομα μιᾶς τάχα προόδου, κάποιας ἀόριστης, ἀνυπόσχετης ἐξέλιξης, ὅπου ἡ εὐκολία ἔχει ἀναγορευτεῖ σε κύρια πρακτική τοῦ βίου, ἡ ἀντίσταση στό διαφορετικό, σ’ αὐτό δηλαδή πού εἶναι δύσκολο, τό ὁποῖο προϋποθέτει καί χρειάζεται συνεχή ἐπαγρύπνηση καί ἐξάσκηση, ἡ ἄρνηση κάθε κατάστασης ἤ πράγματος πού σέ θέλουν ὁλόκληρο στίς μέρες τῶν Ναρκίσσων, κάνει αὐτόν ἀκριβῶς τόν ἔρωτα τῆς ἑλληνικῆς πολλαπλῶς χρήσιμο. Ἐπειδή ἡ γλώσσα καί μαζί της ἡ ἑλληνικότητα ἔχουν καταντήσει ξεφτισμένη, ξεθωριασμένη σημαία, ἀναρτημένη στά μπαλκόνια μιᾶς σκοτεινῆς πολιτικῆς, μέ τρομερές καί τρομακτικές προεκτάσεις καί συνέπειες, στήν ἀντίληψη καί ἄρα στήν καθημερινότητά μας. Κι ἐπειδή, ἐπίσης, τόσο εὔκολα ξεχνᾶμε ποιοί εἴμαστε, οἱ ἴδιοι κατηγορώντας καί ἀποδομώντας ὄχι μόνο τόν θησαυρό ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ μόνη σκυτάλη πού ἡ παράδοσή της μᾶς ἀναλογεῖ - ἀφοῦ ποιά ἄλλη πατρίδα ἐκτός ἀπό τή γλώσσα; -, ἀλλά καί ἐκποιώντας τή μικρή ἤ μεγαλύτερη γειτονιά μας. Ἔτσι,  ἐρχόμενοι κι ἐμεῖς ἀπό τόν δρόμο τῆς ἐνιαίας ἑλληνικῆς συναντιόμαστε μέ τή συγγραφέα, ἡ ὁποία διαπιστώνει ὅτι φτάσαμε στό σημεῖο ὁ ἐκσυγχρονισμός νά ὁρίζεται ἀπό τή νομιμοποίηση τοῦ βέβηλου. Ὁ ἀφανισμός νά εἶναι πλουτισμός. Καί ἀλλοῦ: οἱ γέροι μιλᾶνε στούς μικρότερους (ἄν καταφέρουν νά τούς κρατήσουν κοντά τους πάνω ἀπό πέντε λεπτά) γιά «ὁράματα» πού αὐτοί εἶχαν. Ἀλλά δέν καταφέρνουν νά τούς μεταδώσουν σχεδόν τίποτα... Τί ἔγινε τό περιεχόμενο; Αὐτό πού ἐπί αἰῶνες ἔχριε τούς «γέρους» σέ σοφούς;» Ἤ πάλι: οἱ γείτονές μου ἐπιχειροῦν πάλι καί πάλι νά μιλήσουν στά ἐγγόνια τους γιά ἰδανικά, τά δικά τους ἰδανικά... Ποιά ἰδανικά ἄραγε, ὡς πρός τί; Ὡς πρός τή ζωή καθαυτή; Τόν τρόπο της; Τόν Λόγο; Τίς ἔννοιες, τίς λέξεις πού θά ὄφειλαν ἴσως νά τήν συλλαμβάνουν, νά τήν δέχονται, νά τήν ἐκφράζουν ὡς Δωρεά τῆς Χάριτος καί ὡς Ἀντιχάρισμα τῆς Εὐγνωμοσύνης μας;

Τό βιβλίο χωρίζεται σέ τρεῖς ἑνότητες. Ἡ πρώτη του λέξη ἀποτελεῖ τό  σημεῖο ἐκκίνησης γιά τό ταξίδι μιᾶς ἐνδιαφέρουσας ἐσωτερικῆς περιπέτειας μέ ἐναλλασσόμενα ὀχήματα στοχασμούς καί ἱστορίες. Ὁ λόγος τῆς Ν.Κ. συγκινεῖ ἐντόνως τόν ἀναγνώστη, δέν τόν ἀφήνει μετέωρο. Εἶναι κατασταλαγμένος καί στέρεος. Ὡς πρός τό σύνολο τῶν περιεχομένων τίποτα δέν εἶναι ξένο, ἀσύνδετο. Ἴσως ἐπειδή οἱ στοχασμοί εἶναι ἔτσι κι ἀλλιῶς σύμφυτοι μέ τό συγγραφικό της ὕφος, οἱ ὁποῖοι ἐν προκειμένῳ, τόσο στήν πρώτη ὅσο καί στή δεύτερη ἑνότητα, συνδέονται ἤ ἀφορμῶνται ἀπό κάποιο περιστατικό. Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στίς ἱστορίες, πού κυρίως ἐκτυλίσσονται στήν τελευταία ἑνότητα, ἐκεῖ ὅπου ἀνοίγει τό σεντούκι τῶν βιωμάτων, καί οἱ αἰτίες, οἱ ἀφορμές, οἱ ρίζες τῶν ὀδυνῶν καθώς κι οἱ πολλαπλές καί πολυποίκιλες συνέπειές τους στή ρύμη τοῦ βίου ἐκτινάσσονται μπρός μας, οἱ στοχασμοί εἶναι ἀπαραίτητο συστατικό προκειμένου νά βρεθεῖ, νά ἐπικρατήσει μιά ὁρισμένη τάξη στίς ἔντονες συγκινησιακές φορτίσεις πού διαρκῶς ἀναμοχλεύουν καί συνταράσσουν τόν βυθό τῆς ὕπαρξης.

Ποιές εἶναι ὅμως οἱ «ἐξόριστες φωνές»; Τῶν γειτόνων, τῶν γονιῶν, τῶν ἄλλων προσώπων πού ἀναφέρονται στά κείμενα, οἱ ὁποῖοι μέ τόν τρόπο τους σημάδεψαν τίς μνῆμες καί καθόρισαν τή ζωή της ἤ ἐκείνων στούς ὁποίους ἀφιερώνονται ὁρισμένα ἀπό αὐτά; Μήπως εἶναι τοῦ Περαστικοῦ ἤ τῶν ἁλιέων τῆς μακρινῆς Ἀράλης; Ἔχω τήν αἴσθηση, παρακολουθώντας ἐδῶ καί χρόνια τό συγγραφικό ἔργο τῆς Ν.Κ., ὅτι οἱ «ἐξόριστες φωνές» πού ἀκροώμαστε δέν εἶναι παρά τό μέταλλο, ἡ χροιά, ἡ μουσικότητα, ἡ ἔνταση, ἡ τονικότητα πού συνιστοῦν τό ἰδιαίτερο καί χαρακτηριστικό κράμα τῆς ἴδιας τῆς φωνῆς τῆς συγγραφέως.

Ἡ ἐξόριστη φωνή τῆς Ν.Κ. λοιπόν, ἔρχεται ἀπό μακριά, ἀπό τόσο μακριά ὅσο εἶναι τό ἀκριβῶς δίπλα: ἀπό τόν φάρο ὅπου κατοικεῖ, παρόμοιο μ’ ἐκεῖνον τοῦ ἐξωφύλλου τοῦ βιβλίου της, σιγανή, κάποιες στιγμές ὑπόκωφη, ἀπροσδόκητα τρυφερή, ἔτσι πού νά μή μπορεῖς νά καταλάβεις ποῦ ἡ ἴδια ἀκριβῶς στέκει, ἀπό ποῦ σοῦ μιλάει. Τήν ψάχνεις στά δωμάτια, τά πατώματα τοῦ μοναχικοῦ οἰκοδομήματος, δέν διακρίνεις τή φιγούρα της, ὡστόσο ἡ παρουσία της εἶναι σέ τέτοιο βαθμό ἔντονη καί ξεκάθαρη, πού τόσο ἡ φωνή ὅσο καί ἡ μοναχικότητα πού ἀναδύεται σέ πετυχαίνουν στό κέντρο τοῦ στέρνου σου. Ἡ ἐξόριστη φωνή της δέν συναντᾶ ἁπλῶς τήν δική σου, ἀλλά σχηματίζεται κι ἐκφωνεῖται ἀπό τό ἴδιο ἀκριβῶς σημεῖο ὅπου ἡ δική σου. Σέ δονεῖ, φέρει στήν ἐπιφάνεια τῆς συνείδησης συναισθήματα κι εὔλογες ἀπορίες, καθώς καί καθετί πού προκύπτει ἀπό τήν ὀδύνη τῆς ἐξορίας, κυριώτερα δέ, ἀπό ἐκείνη τῆς ἐπιλογῆς τῆς αὐτοεξορίας. Ὡστόσο ἡ πνευματική ὡριμότητα τῆς συγγραφέως δέν περιορίζεται σέ καταγραφές καί διαπιστώσεις ψυχολογικοῦ ἐνδιαφέροντος καί συμπερασμάτων, ἀλλά σέ ὁδηγεῖ προοδευτικά ὥς τό σημεῖο ν’ ἀποδεχτεῖς τήν ἰδιαίτερη ποιότητα, τόν πλοῦτο καί τήν εὐεργεσία τῆς μοναχικότητας, τή χαρά καί τήν εὐλογία της. Τί πρῶτα-πρῶτα εἶναι ὠφέλιμο νά δεχτεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἄν ὄχι ὅτι ἡ φύση του εἶναι μοναχική; Ποῦ ἀλλοῦ βρίσκεται τό κλειδί τῆς γιατρειᾶς του; Ὅσο περισσότερο φοβᾶται ν’ ἀνοίξει αὐτήν τήν Πόρτα, ὅσο μένει ἔξω της τρέμοντας, πῶς μπορεῖ νά γνωρίσει τόν ἑαυτό του; Καί πῶς ἀλλιῶς μπορεῖ νά δημιουργήσει; Ὄχι μονάχα ἔργα τῆς τέχνης, κάθε τέχνης, ἀλλά πῶς ν’ ἀντιληφθεῖ, νά δεχτεῖ τήν ἴδια τή ζωή ὡς τέχνη. Πῶς ἄν δέν σιωπᾶ; Ἄν πρίν δέν πάψει νά καταπλήσσεται καί νά καταπτοεῖται ἀπό τήν ἐξωτερική καί κυριώτερα τήν ἐσωτερική του σιωπή; Μήν ἐκβιάζεις τίποτα. Οὔτε μιά λέξη νά προφερθεῖ πρίν τήν ὥρα της. Μήν ἐμποδίζεις, κάνε στήν ἄκρη. Καί μήν τό λές πουθενά. Οὔτε στόν ἑαυτό σου. Πρωτίστως, ὄχι σ’ αὐτόν. Πῶς μπορεῖ ν’ ἀκούσει ὁποιονδήποτε, ἄν δέν ἔχει οἰκειωθεῖ μέ τό ν’ ἀκούει, ν’ ἀντέχει τόν ἑαυτό του; Εἶναι δυνατόν ποτέ μέ ἄλλον τρόπο παρεκτός ἐκείνου: νά ξεφύγει ἀπό ἀναρίθμητα «θέλω» καί ἀμέτρητα «ἐγώ», «ἐγώ», «ἐγώ», ὥστε ν’ ἀκούσει, ν’ ἀφουγκραστεῖ τόν ἄλλον, ν’ ἀφήσει χῶρο στήν καρδιά του νά ὑποδεχτεῖ μιάν ἄλλη καρδιά; Νά ὑπό-δεχτεῖ ταπεινά. Ἀκριβῶς!

Αὐτή τήν ἐποχή, ὅπου ὡς κατ’ ἐξοχήν μοντέλο ζωῆς ἔχει ἐπιλεγεῖ τό νά μή ψάχνεις, ὅσο καί τό νά ψάχνεις, ἔτσι πού στήν οὐσία νά βολεύεσαι, δηλαδή νά ἐξαντλεῖσαι στήν ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων, δίχως νά  ἀγγίζεις τίποτα. Ἄν καί πιθανόν ὅλοι διψοῦν γιά τό ἐντελῶς ἀντίθετο, γιά μιά σχέση, ὅποιου εἴδους σχέση, ἡ Ν.Κ. προτείνει ἕναν τρόπο γιατρειᾶς: Ἅπλωσε τίς φοῦχτες καί μάζεψε τά αἱμάτινα μαργαριτάρια τῶν θρόμβων τους. Μ’ αὐτά ντύσου καί κατάνευσε στή ζωή. Ἤ: νά φτιάξεις ἕναν κῆπο, μοῦ εἶπε. Αὐτό εἶναι ὅλο κι ὅλο πού ἔχεις νά κάνεις. Νά καθαρίσεις τόν τόπο, νά κοσκινίσεις πολύ καλά τό χῶμα, νά φυτέψεις, νά ποτίζεις τούς σπόρους. Τίποτα ἄλλο δέν πέφτει στό μερίδιό σου. Καί μετά πάλι ἀπό τήν ἀρχή…. Δέν ἔχει σημασία ἄν αὐτά τά λόγια εἶναι δικά της, τοῦ Πορφυρίου τοῦ Κτίστου, στή μνήμη τοῦ ὁποίου ἀφιερώνεται τό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα, τοῦ Ἑνός ἤ ὅποιου ἄλλου Περαστικοῦ, πού σ’ αὐτήν τήν ἑνότητα τῶν «ἐξόριστων φωνῶν» συναντῶνται κι ἐξηχοῦν λόγια τοῦ Προφήτη τοῦ Γκιμπράν ἤ τοῦ  Ἀγαπημένου τοῦ Ρουμί. Ἡ συνταγή μοιάζει νά ‘ναι μία: γίνε δεκτικός, μεῖνε ταπεινός, πήγαινε κατευθείαν στό Κέντρο.

Τό Κέντρο: ἡ ψυχή. Ἡ ἀλήθεια. Τό αἷμα. Ἡ πορεία πρός τό Κέντρο εἶναι ὁ δρόμος πρός τήν ἐξορία; Πρός τήν ἔρημο; Ποιάν ἔρημο, ὡστόσο; Μήπως ἀφήνοντας τήν ἔρημη χώρα τῶν ἀνθρώπων καί τή ζωή ἐκεῖ, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπό τή συνήθεια, τίς κάθε τύπου ἀνταλλαγές, συναλλαγες καί ἀνταποδόσεις, τήν ἐκποίηση, τήν ἄφατη, μολονότι μ’ ἕναν τρόπο δεδηλωμένη ὑπόσχεση, κυριώτερα ἀπό μέρους σου, νά διατηρήσεις, μ’ ὅλα τά μέσα πού διαθέτεις, γιά τόν ἑαυτό σου καί τούς ἄλλους ἐνεργή τήν παραμονή στόν ὕπνο, καταφέρεις νά δεῖς, νά φτάσεις σ’ ἐκείνη τή μόνη ὄαση, πού ἐπιτέλους δέν εἶναι ἀντικατοπτρισμός;

Ποιά εἶναι ἡ ὑποχρέωση, ἡ δουλειά καθενός μας, τοῦ συγγραφέα ἐν προκειμένῳ ἀναφορικά μέ τήν πορεία, τήν ἔρημο, τήν ὄαση; Μήπως στίς μέρες μας, μέ τήν εὐκολία πού ὁ καθένας μπορεῖ νά προσθέτει δίπλα στ’ ὄνομά του μιάν ἰδιότητα, οἱ λέξεις «συγγραφέας», «λογοτέχνης», δέν εἶναι παρά ἕνα ἀκόμη πουκάμισο ἀδειανό; Ποιά ἡ χρησιμότητα τῆς ἰδιότητας, ὅταν τό «ἔργο» εἶναι κατασκεύασμα καί ὄχι δημιούργημα; Ὅταν ὁ γράφων δέν ἐνεφύσησεν ψυχήν ζῶσαν; Ὅταν ὁ ἴδιος ἐπιμένει ν’ ἀπουσιάζει ἀπό τήν οὐσία τῶν λέξεων; Ὅταν τίς μεταχειρίζεται δίχως νά τίς ἐμπνέεται; Μιά ἀληθινή λέξη εἶναι ἕνας θρόμβος ἱδρώτα μέ πήγματα ἀπό αἷμa πού ἄν καί δέν εἶναι ἰδιοκτησία κανενός, ἐν τούτοις μία, ἔστω μία τέτοια λέξη ἔχει τή δύναμη νά χορδίσει, νά συν-κινήσει, νά δονήσει τήν ἀλήθεια στήν ὕπαρξη καθενός.

Ὡστόσο, καί ἡ Ν.Κ. ἐξακολουθεῖ στό 14ο βιβλίο της, σαράντα χρόνια μετά τήν πρώτη της ἐμφάνιση στά γράμματα καί σχεδόν ὅλα τῆς ζωῆς της πού βυθίζεται κι ἀνασταίνεται στίς λέξεις, τίς χαράδρες καί τίς κορυφές τοῦ ἑαυτοῦ της, ν’ ἀναρωτιέται καί, παράλληλα, νά διαπιστώνει: Αὐτή εἶναι ἡ δουλειά τοῦ συγγραφέα; Νά ἀναπαριστάνει τό ἀνελέητο; Νά συμπαρίσταται στήν κάθε λογῆς φρίκη; Πρόκειται γιά ρεαλισμό ἤ γιά ἀναπαράσταση τῆς ἀνημπόριας; Ὁ συγγραφέας σηκώνει τά χέρια ψηλά καί σκορπώντας ρίγη τρόμου μέ τίς φράσεις καί τίς εἰκόνες του δηλώνει, ἐξ ὀνόματος καί πολλῶν ἄλλων, ἀπαθής σάν τόν Πιλάτο: «Ἤμουνα μάρτυρας, τά εἶδα ὅλα αὐτά, ἀλλά δέν ἔχω καμία σχέση».

Ὑπάρχει εὐθύνη γιά ὅλα αὐτά; Τίνος ἀναλογεῖ; Τί χρειάζεται νά δοῦμε; Ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή φύση τῆς πείνας μας; Δηλαδή γιά ποιόν ἤ γιά τί πεινᾶμε; Ποιάν ἀλήθεια γυρεύουμε; Ἀντέχουμε νά σπάσουμε τούς παραμορφωτικούς καθρέφτες; Κτίστηκα μές στά ψέματά μου γιά νά φυλαχτῶ ἀπό τά ψέματα τῶν ἄλλων, ἀλλά αὐτό πού λαχταροῦσε ἡ ψυχή μου ἦταν ἡ ἀλήθεια... Αὐτή πού δέν ἄντεχε νά σηκώσει ἦταν ἡ μοναδική ἀλήθεια; Ἴσως ἐξ αἰτίας τῶν τόσων ψεμάτων, τῆς μυθολογίας ἀλλά καί τῶν κυρηγμάτων γύρω ἀπό μιάν ἀπροσδιόριστη στήν οὐσία ἀλήθεια, ἐνῶ ἡ καθημερινότητα τοῦ βίου σπαταλιέται σέ σκοπούς, ἐπιδιώξεις, ἐπιθυμίες πού δέν ἔχουν τελειωμό, νά εἶναι ἡ ρίζα τῆς σχάσης καθενός καί τῆς κοινωνίας γενικότερα… Μπορεῖ τό πιό ἀσήκωτο νά ἦταν ἡ ἐπιθυμία πού δέν ὑπῆρχε περίπτωση νά ἱκανοποιηθεῖ... Ἡ ἀναγνώριση πού δέν ἔρχεται, τό κέρδος πού δέν ἐπιτυγχάνεται, τό καθετί πού δέν πραγματοποιεῖται, δέν εἶναι παρά ὑπομνήσεις της. Γδέρνουν... σκάβουν τήν ἴδια πληγή. Καί συνεχῶς θυμίζουν, μέσα σέ παραλλαγές τῆς ἴδιας ὀδύνης, πώς ἡ ἐπιθυμία γιά ἀγάπη μένει ξεκρέμαστη σέ μιά φρικαλέα αὐτιστική αἰώρηση . Ὁπότε, ὁ καθένας μας καί ὅλοι, ἀκόμη καί οἱ μητέρες, ἀνάμεσα στίς ὁποῖες καί ἡ Μητέρα ὅλων, ἡ Ἐκκλησία, ἀπό ποιάν ἐξορία ἔρχονται πρός ποιάν Ἔρημο καθοδηγοῦν, καί κατευθύνονται; Ἄν καί πᾶν τά παιδιά, τά ἐγγόνια, στούς τόπους λατρείας, δέν μεταλαμβάνουν οἱ ἴδιες... ἐμφανίζονται συνήθως ἀδιάφορες καί παγωμένες, ἐνῶ ὑποδύονται τίς ἀναβράζουσες... Ἀλλά ὅποιος παρατηρεῖ ἀπροκατάληπτα, κάπου κάπου λούζεται ἀπό ἕνα κύμα τρυφερότητας γιά τίς νέες αὐτές γυναῖκες πού τίς σαρώνει ἕνας καιρός τόσο ἀνάλγητος μαζί τους, ὅσο ὅλοι οἱ προηγούμενοι αἰῶνες μαζί.

Στήν τρίτη ἑνότητα τοῦ βιβλίου ἐπικρατοῦν οἱ ἱστορίες. Τόσον ἐκεῖνες πού ἀφορμῶνται ἀπό γεγονότα πού σχετίζονται μέ τή Θάλασσα τῆς Ἀράλης ὅσο καί οἱ ἀναφορές πού ὑπάρχουν σέ κάποιες ἀπό τίς ὑπόλοιπες περί αὐτήν, δημιουργοῦν τήν αἴσθηση, παραπέμπουν στή δονούμενη συχνότητα πού προκαλεῖ τό ἐπαναλαμβανόμενο «ποτέ ποτέ πιά» τοῦ Πόε. Ποιό εἶναι ἀκριβῶς τό «ποτέ ποτέ πιά» γιά τήν Ν.Κ.; Ἡ ἐξορία; Ὁ ἀργός καί βασανιστικός θάνατος στόν ὁποῖον ὁδηγεῖ ἡ παραμονή στή συγκεκριμένη ἔρημο; Ἐπειδή ἡ Ἀράλη, ἀπό τήν ὁποία τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων ἐξαφάνισαν ἀπό χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα τό νερό, εἶναι μιά ἰδιαίτερη ἔρημος: ἁλμυρή. Ὁ ἀέρας ἀκόμη καί σήμερα ξεσηκώνει καί μεταφέρει τό ἁλάτι ἀπό τόν ἀποξηραμένο πυθμένα, τό ρίχνει στίς σοδιές, τούς κήπους, τά σπίτια, τίς ζωές τῶν ἀνθρώπων σκορπίζοντας τήν ἀπελπισία, τήν πείνα, τήν ἀρρώστια, τήν καταστροφή, τόν θάνατο. Οἱ ἁλιεῖς τῆς ἐναπομείνασας Θάλασσας χρειάζεται νά ταξιδεύουν χλιόμετρα προκειμένου νά ἐμπορευτοῦν καί νά τραφοῦν μέ τά περιορισμένα ἁλιεύματα. Ὡστόσο, ἄν καί πολλές φορές τά ὀχήματά τους ἀγκομαχοῦν ἀνεβοκατεβαίνοντας τίς πετρωμένες διαδρομές τῶν ἁλατόλοφων ἤ, κολλᾶν, ἀνατρέπονται κι ἐγκαταλείπονται βυθισμένα στίς τεράστιες κοιλάδες τοῦ ἅλατος, ἄλλου εἴδους ἐπιβίωση δέν ὑπάρχει. Ἤ..., μήπως αὐτή καθαυτήν ἡ παραδοχή ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ἐπιβίωσης ἀνατρέπει τή βεβαιότητα τῆς λιμοκτονίας καί τοῦ θανάτου;

Τά πρόσωπα τῶν ὁποίων οἱ ζωές διαπλέκονται μέ αὐτές τῆς μητέρας, τοῦ πατέρα ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς Ν.Κ., δηλαδή οἱ ἱστορίες τους εἶναι ὁ θησαυρός πού ἁλιεύει ἡ συγγραφέας ἀπό τήν προσωπική της Ἀράλη. Φρονῶ πώς ἡ ἱστορία ὑπό τόν τίτλο «Ἀνάμεσα στά θυμάρια» εἶναι ἡ κορυφαία τοῦ βιβλίου. Οἱ χτύποι τῆς καρδιᾶς τῆς Ν.Κ. μέσα ἀπό τίς λέξεις της συναντοῦν, ἀγγίζουν, σμίγουν μ’ ἐκείνους τοῦ ἀναγνώστη, καθορίζουν ἀκόμη καί τόν ρυθμό τῆς ἀναπνοῆς του.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι βέβαια πώς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά ἐπιτύχει ὁ συγγραφέας μιά τέτοιου εἴδους καί βαθμοῦ ταύτιση τοῦ ἀναγνώστη του εἶναι ἡ ἀκεραιότητα. Οἱ κάθε λογῆς ἐκποιήσεις, οἱ παραχωρήσεις σ’ ὅποιες ἀπό τίς ἐκδοχές τοῦ βίου, τό ὀλίσθημα δηλαδή σέ καθετί πού δέν ἀπαιτεῖ τήν πλήρη ἀφοσίωσή σου, ἀκυρώνει τόν ἑκάστοτε γράφοντα ἀπό τό νά εἶναι ὄντως ἐπαρκής συγγραφέας, τόν δέ ἀναγνώστη ἀπό τό νά εἶναι ἐπαρκής ἀναγνώστης. Τή συγκεκριμένη μυστική συνταγή κανείς ἐπίδοξος γράφων, εἶναι σίγουρο, δέν θά τή διδαχτεῖ σέ κανένα σεμινάριο. Ἴσως τό ἀκούσει στόν ψίθυρο τοῦ Περαστικοῦ μέσα του, ἄν ἔχει τό κουράγιο κάποια στιγμή ν’ ἀφήσει τό ἐγώ, ἐγώ, ἐγώ στήν ἄκρη, ἄν ἀποφασίσει νά μήν ἐνδώσει στόν τρόμο τῆς ἐξορίας. Ἄν, ἐν ὀλίγοις, ἡ ψυχή του εἶναι ἕτοιμη. Ἀλλά ἐπίσης χρειάζεται καί ὁ ἀναγνώστης νά διαθέτει τίς ἀντίστοιχες ἰδιότητες, προκειμένου ἡ περιστασιακή συνεύρεση τῶν δύο νά γίνει σχέση, πραγματική κοινωνία.

Τέτοιου εἴδους μέθεξη δημιουργοῦν, κατά τή γνώμη μου, οἱ «ἐξόριστες φωνές» τῆς Ν.Κ., ἡ ὁποία, εὐτυχῶς, παραμένει ἐξόριστη ἀπό τή λογοτεχνική ἔρημο τῶν Ναρκίσσων, αὐτήν τήν Θάλασσα τῆς Ἀράλης, καί πού, πάλι εὐτυχῶς, ἡ ψυχή της δέν εἶναι ἔρημη χώρα. Ἀντιθέτως, τό Ζωντανό Νερό της συνιστᾶ ἕνα μοναδικό Δέλτα μεστό σέ κάλλος καί πλοῦτο, πού γίνεται πηγή ἔμπνευσης καί δημιουργίας γιά τήν ἴδια. Μᾶς μοιράζεται, μᾶς θρέφει.

Nατάσα Ζαχαροπούλου