Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 14

Dead End [Mέρος B' - Πράξη ΙI - III] (θεατρικό) - Ν.Γ. Λυκομήτρος

ΠΡΑΞΗ II ― ΣΚΗΝΗ 1η


Το στριπτιζάδικο. Ο Βασίλης και ο Tristan, φορώντας τα ίδια ρούχα όπως και την πρώτη φορά, κάθονται σ’ ένα τραπέζι και συνομιλούν. Το ίδιο ισχύει για την Ολένα και τη Στέλλα. Η πίστα είναι σκοτεινή. Φωτίζονται μόνο τα τραπέζια και μετά ο καναπές και το μπαρ αντίστοιχα.

Βασίλης: Τελικά, καλόμαθες Tristan με τις γκομενίτσες και δε λες να ξεκολλήσεις.     Ποιος θα το ’λεγε ότι εσύ θα μου ζητούσες να ξανάρθουμε εδώ.
Tristan: Συμβαίνουν αυτά καμιά φορά.
Βασίλης: Είσαι σιγανό ποταμάκι, αγόρι μου.
Tristan: Ίσως να ’χεις δίκιο.
Βασίλης: Τι ίσως;! Εδώ τα πράγματα μιλάνε από μόνα τους. Αλλά σε καταλαβαίνω.     Θόλωσε το μάτι σου από τις κουκλάρες. Θα σου τα φάνε όλα στα table dance.     Και μια που μίλησα για φράγκα, για πες μου, πώς τη βγάζεις;
Tristan: Όπως ξέρεις, μένω στο πατρικό μου και έτσι δεν πληρώνω ξενοδοχεία.
Βασίλης: Ας είναι καλά η μάνα σου που δεν το νοικιάζει. Ενώ μένει μόνιμα στο Παρίσι,    αφήνει άδειο το σπίτι για να μένεις εσύ όποτε σου καπνίσει.
Tristan: Όσο για τα έξοδά μου, τα καλύπτει η κληρονομιά.
Βασίλης: Σε ζούνε οι γυναίκες δηλαδή. Κάποτε, όμως, θα τελειώσει και η κληρονομιά     και η υπομονή της μάνας σου.
Tristan: Αν εκδοθούν τα ποιήματά μου, θα εγκατασταθώ εδώ μόνιμα και θα ψάξω να     βρω δουλειά. Ίσως ήρθε η ώρα να κάνω ένα νέο ξεκίνημα.
Βασίλης (γελώντας): Άντε να γίνεις άνθρωπος, επιτέλους! Αρκετά με την πάρλα. Ήρθε η    ώρα για διασκέδαση. Έχω βάλει στο μάτι εκείνη την ξανθιά που σου χόρεψε     πριβέ την προηγούμενη φορά. Απόψε θα το γλεντήσουμε!
Tristan (αδιάφορα): Καλή διασκέδαση.

Ο Βασίλης κάνει νόημα στη Στέλλα για table dance και πηγαίνουν στον καναπέ. Ο Tristan κάθεται στο μπαρ και συνομιλεί με τον Άγγελο, τον μπάρμαν. Η Στέλλα βγάζει τα ρούχα της και καβαλάει τον Βασίλη.
Βασίλης: Είσαι θεά, μωρό μου! Μ’ έχεις τρελάνει! Ό,τι έχω για πάρτη σου!
Στέλλα: Κι εσύ είσαι πολύ «σκληρό» αγόρι!
Βασίλης: Έτσι είναι οι αληθινοί άντρες.
Στέλλα: Είναι κι ο φίλος σου εδώ;
Βασίλης: Τον θυμάσαι, ε; Άστον αυτόν. Είναι πολύ ευαίσθητος γι’ αυτά τα μέρη.
Στέλλα: Ενώ εσύ;
Βασίλης: Εγώ ξέρω πώς να σε κάνω να νιώσεις γυναίκα. (Της χουφτώνει τα στήθη.)
Στέλλα (γελώντας συγκαταβατικά): Και τι δουλειά κάνει;
Βασίλης: Είναι ποιητής. Αλλά γι’ αυτόν θα μιλάμε τώρα;
Στέλλα: Δίκιο έχεις. (Βάζει το πρόσωπό του ανάμεσα στα στήθη της.)

Ο Tristan μιλάει με τον μπάρμαν. Όση ώρα συνομιλούν συνεχίζεται το table dance του Βασίλη.

Άγγελος: Ωραία η ξανθιά, ε;
Tristan (κοφτά): Ναι.
Άγγελος: Είναι από τη Μολδαβία. Καινούριο φρούτο.
Tristan: Αλήθεια;
Άγγελος: Ναι. Είναι ψυχούλα, όμως. Μην τη βλέπεις έτσι. Έχει περάσει πολλά. Τώρα     τελευταία, όμως, φαίνεται πιο χαρούμενη. Σα να ’χει αλλάξει κάτι στη ζωή της.
Tristan (χαμογελά): Σαν τι, δηλαδή;
Άγγελος: Ίσως να βρήκε κανένα πλούσιο γκόμενο, ξέρω γω. Εσύ, φίλε, είσαι μόνος;
Tristan: Μόνος.
Άγγελος: Ο φίλος σου, παντρεμένος;
Tristan: Πού το κατάλαβες;
Άγγελος: Απ’ τον τρόπο που χουφτώνει τη Στέλλα.
Tristan: Μιλάει η εμπειρία, έτσι;
Άγγελος: Δεν είμαι πολύ καιρό εδώ αλλά κάτι τέτοιους τους παίρνω χαμπάρι αμέσως.
Tristan: Εσύ πως βρέθηκες σ’ αυτό το πόστο;
Άγγελος: Ο προηγούμενος μπάρμαν ήταν φίλος μου. Όταν έφυγε από δω πρότεινε εμένα    για αντικαταστάτη του. Το αφεντικό με συμπάθησε και με προσέλαβε.
Tristan: Το αφεντικό τι άνθρωπος είναι;
Άγγελος: Ο κατάλληλος γι’ αυτή τη δουλειά. Δεν κάνει περιττούς τσαμπουκάδες. Έχει     μια συμφωνία με τα κορίτσια. Τους πληρώνει το ξενοδοχείο και τους δίνει τα     μισά λεφτά απ’ τα table. Αυτός κρατάει τα υπόλοιπα.
Tristan: Δε μου φαίνεται και πολύ βολικός ο διακανονισμός. Μόλις βγάλουνε πέντε     δραχμές τα κορίτσια, θα την κοπανήσουνε.
Άγγελος (πιάνει τον ώμο του Tristan): Έχει κάνει το κουμάντο του το αφεντικό. Μην     ανησυχείς.
Tristan: Δηλαδή;
Άγγελος: Ααα! Αυτά είναι μυστικά της επιχείρησης. Δεν κάνει να τα μαθαίνουν οι     πελάτες.

Σβήνουν τα φώτα. Αλλαγή σκηνικού.

ΣΚΗΝΗ 2η


Γραφείο Tristan. Συνομιλεί με τη μητέρα του. Ακούμε μόνο τη φωνή της.

Tristan: Έλα, μαμά. Ο Tristan είμαι.
Μητέρα: Όλα καλά, αγόρι μου;
Tristan: Μια χαρά. Καλύτερα δε γίνεται.
Μητέρα: Έχεις κάτι να μου πεις, γιε μου;
Tristan: Από σένα δε μπορώ να κρυφτώ ούτε λεπτό. Όντως, κάτι συμβαίνει.
Μητέρα (ανήσυχη): Τι;
Tristan: Είμαι ερωτευμένος!
Μητέρα: Α, κι εγώ νόμισα ότι επρόκειτο για κάτι σημαντικό.
Tristan: Άκου, μαμά. Αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Μητέρα: Τι εννοείς;
Tristan: Εννοώ ότι αυτή η κοπέλα είναι ξεχωριστή. Όλη μου η ζωή περιστρέφεται γύρω    απ’ αυτή.
Μητέρα: Τι να σου πω, Tristan. Μακάρι τα πράγματα να είναι όπως τα λες. Και πώς τη    λένε την κοπέλα;
Tristan: Στέλλα.
Μητέρα: Και τι δουλειά κάνει;
Tristan: Δε μπορώ να σου πω λεπτομέρειες. Θα τα μάθεις όλα όταν έρθει η ώρα. Προς     το παρόν, αρκέσου στο ότι είναι πολύ όμορφη και μάλλον ενδιαφέρεται κι αυτή     για μένα.
Μητέρα: Μάλλον; Δεν είσαι σίγουρος;
Tristan: Μόνο μια φορά έχουμε βγει.
Μητέρα: Και πότε πρόλαβες να την ερωτευτείς;
Tristan: Δε χρειάζεται πολύς καιρός για να ερωτευτεί κανείς τη Στέλλα.
Μητέρα: Καλά, κατάλαβα. Πες μου, τι γίνεται με τον εκδότη;
Tristan: Δεν υπάρχει κάτι καινούριο. Σύντομα θα μου τηλεφωνήσει για να     ξανασυναντηθούμε. Ελπίζω ότι όλα θα πάνε καλά.
Μητέρα: Πάντως, αν και αυτή τη φορά δεν υπάρξει αποτέλεσμα, ίσως θα ’πρεπε να     ξανασκεφτείς όλη αυτήν την ιστορία με την ποίηση.
Tristan: Τις ξέρουμε τις απόψεις σου, μαμά, δε χρειάζεται να τις επαναλαμβάνεις. Ας     σκεφτούμε θετικά έστω για μια φορά. Κι αν τα πράγματα δεν έρθουν όπως τα     υπολογίζω, θα δούμε τι θα κάνουμε.
Μητέρα: Εντάξει, εντάξει. Ήθελα να σου πω και κάτι εξαιρετικά σημαντικό. Στο δεύτερο    συρτάρι του γραφείου, ο πατέρας σου έχει αφήσει ένα 45άρι πιστόλι. Το έφερε     κρυφά στην Ελλάδα πριν κάποια χρόνια. Ήταν σουβενίρ από τον πόλεμο στην     Αλγερία. Φρόντισε να το ξεφορτωθείς, μην βρεις το μπελά σου.
Tristan: Μείνε ήσυχη, μαμά. Σε χαιρετώ.
Μητέρα: Αντίο, γιε μου.

Σβήνουν τα φώτα. Αλλαγή σκηνικού.

ΣΚΗΝΗ 3η


Δωμάτιο ξενοδοχείου. Ο Tristan και η Στέλλα φορούν τα ίδια ρούχα όπως την πρώτη φορά που συναντήθηκαν εκεί. Χτυπάει η πόρτα. Η Στέλλα ανοίγει, αγκαλιάζει τον Tristan και τον φιλάει παθιασμένα στο στόμα. Στέκονται όρθιοι.

Tristan: Τι ήταν αυτό;
Στέλλα: Απλά, σκέφτηκα όσα μου είπες και αποφάσισα να σου δώσω την ευκαιρία που     ζήτησες.
Tristan: Αυτό είναι υπέροχο! Δε μπορείς να φανταστείς πόσο ευτυχισμένο με κάνεις.
Στέλλα: Να θυμάσαι μόνο, Tristan, ότι δε θα’χεις άλλη ευκαιρία. Αν με πληγώσεις, τότε    θα πρέπει να φύγεις απ’ τη ζωή μου. Δεν πιστεύω ότι είσαι ερωτευμένος. Έτσι κι    αλλιώς, εγώ δεν έχω χρόνο για έρωτες. Αν, όμως, ενδιαφέρεσαι για μένα, θα     περάσουμε καλά όσο κρατήσει όλο αυτό.
Tristan: Ακόμα δε λες να με πιστέψεις. Άκου, Στέλλα. Πέρασα πολλά χρόνια μοναξιάς    και στο Παρίσι και στην Αθήνα. Το μόνο που είδα κι εδώ κι εκεί ήταν η     απομόνωση, το ψέμα και η υποκρισία. Δε μπορώ ν’ αντέξω άλλο αυτήν την     κατάσταση. Αν εσύ δεν έχεις χρόνο για έρωτες, για μένα αυτή είναι μια από τις     τελευταίες ευκαιρίες για να ερωτευτώ. Κουράστηκα και δε μπορώ να παλέψω     άλλο. Θα τα δώσω όλα τώρα και ό,τι βγει. Τουλάχιστον ξέρω ότι είσαι ειλικρινής    μαζί μου κι αυτό μου φτάνει. Ήθελα να σου πω και κάτι ακόμα. Ας καθίσουμε     πρώτα.

Ο Tristan βγάζει το παλτό του και κάθονται στο κρεβάτι.

Στέλλα: Πες μου.
Tristan: Προτού έρθω εδώ μίλησα μ’ ένα φίλο. Ήλπιζα ότι θα μου έδινες την ευκαιρία     που ζήτησα και θέλησα κι εγώ να σε βοηθήσω να ξεφύγεις από δω.
Στέλλα: Τι εννοείς;
Tristan: Ο φίλος μου έχει ένα μαγαζί με ρούχα. Χρειάζεται μια κοπέλα για πωλήτρια.     Θα παίρνεις λιγότερα από δω αλλά δε θα σε χουφτώνει ο κάθε μαλάκας.
Στέλλα: Tristan...
Tristan: Άκουσέ με. Το ξέρω ότι είναι δύσκολο να φύγεις απ’ το μαγαζί. Όμως, πρέπει     να προσπαθήσεις.
Στέλλα: Tristan, τα πράγματα δεν είναι όπως νομίζεις. Δε μπορώ να φύγω απ’ το μαγαζί.
Tristan: Μα γιατί;
Στέλλα: Αυτό δε μπορώ να σου πω.
Tristan: Και προτιμάς να δουλεύεις για το αφεντικό;
Στέλλα: Ναι. Στο μαγαζί εγώ έχω το πάνω χέρι. Εγώ αποφασίζω μέχρι που θα φτάσει     πελάτης. Στο μαγαζί του φίλου σου ή σε άλλη δουλειά, πληρώνεσαι για άλλο και    τελικά σου πιάνουν τον κώλο. Τουλάχιστον εδώ πληρώνομαι για να μου πιάνουν    τον κώλο και δεν κοροϊδεύω τον εαυτό μου.
Tristan: Είσαι κυνική.
Στέλλα: Δεν ξέρω τι λες, ξέρω ποια είναι αλήθεια. Εδώ κάνω ό,τι κάνω και πληρώνομαι    καλά. Έξω εκμετάλλευση είναι ίδια αλλά έχει άλλο όνομα. Δε θέλω να     συζητήσουμε άλλο. Είμαι αυτή που είμαι. Αν θέλεις να είμαστε μαζί πρέπει να με    δεχτείς.
Tristan: Εντάξει αλλά χρειάζομαι χρόνο. Δεν είναι εύκολο να δεχτώ αυτό που     συμβαίνει.
Στέλλα: Καταλαβαίνω.

Η Στέλλα αγκαλιάζει τον Tristan. Τον φιλάει στο μάγουλο και μετά στο στόμα. Εκείνος ανταποκρίνεται. Η Στέλλα ξεκουμπώνει τα κουμπιά απ’ το πουκάμισό της. Δε φοράει σουτιέν. Παίρνει το δεξί χέρι του Tristan και το βάζει στο στήθος της. Με το δεξί της χέρι χαϊδεύει τον καβάλο του Tristan. Αυτός παίρνει το χέρι του απ’ το στήθος της, τη φιλάει στο μέτωπο, βάζει το παλτό του και φεύγει. Η Στέλλα κλείνει το πουκάμισο, χωρίς να το κουμπώσει, βάζει τα χέρια της στο στήθος της και κοιτά με βλέμμα απλανές το πάτωμα.

Σβήνουν τα φώτα. Αλλαγή σκηνικού.

ΣΚΗΝΗ 4η

Το στριπτιζάδικο. Η Στέλλα και η Ολένα κάθονται σ’ ένα τραπέζι και συζητούν καπνίζοντας. Ο κ. Νίκος κάθεται στο μπαρ.
Ολένα: Τι νέα απ’ τον ποιητή;
Στέλλα: Αποφάσισα να του δώσω μια ευκαιρία.
Ολένα: Σ’ έψησε τελικά, ε;
Στέλλα: Tristan είναι διαφορετικός.
Ολένα: Διαφορετικός μέχρι να σε πηδήξει.
Στέλλα: Κάνεις λάθος. Ούτε το χέρι δεν τολμάει να μου πιάσει.
Ολένα: Γιατί; Μήπως είναι «αδερφή»;
Στέλλα: Είναι λίγο ντροπαλός. Το άλλο δε στο είπα.
Ολένα: Έχει κι άλλο;
Στέλλα: Θέλει να μου βρει δουλειά. Μου είπε για φίλο του που έχει μαγαζί με ρούχα.
Ολένα: Στέλλα, πρόσεχε. Πράγμα όσο πάει, χειροτερεύει. Αν το μάθει αφεντικό, θα βρεις    μπελά  σου.
Στέλλα: Του το ξέκοψα αμέσως, μην ανησυχείς.
Ολένα: Έτσι κι αλλιώς κινδυνεύεις. Τι θα γίνει αν μάθει κ. Νίκος για τη σχέση σας;
Στέλλα: Δε θα το μάθει. Δεν πρόκειται να τα παρατήσω από φόβο. Θα ζήσω αυτήν την     ιστορία ως το τέλος.
Ολένα: Εγώ, πάντως, θα κρατήσω στόμα μου κλειστό.
Στέλλα: Ευχαριστώ, Ολένα, είσαι η μόνη φίλη που έχω. (Αγγίζει το χέρι της Ολένα.)

Ο κ. Νίκος κάνει νόημα στη Στέλλα να πάει στο μπαρ. Η Στέλλα υπακούει.

Νίκος: Στέλλα, αύριο που είμαστε κλειστά θα περάσω απ’ το ξενοδοχείο. Θέλω να     συζητήσουμε κάτι ιδιαιτέρως.
Στέλλα: Μάλιστα, αφεντικό.
Νίκος: Φρόντισε να είσαι μόνη σου.
Στέλλα: Θα είμαι. (Σβήνουν τα φώτα. Αλλαγή σκηνικού.)


ΠΡΑΞΗ III ― ΣΚΗΝΗ 1η


Γραφείο εκδότη. Χτυπάει η πόρτα και μπαίνει ο Tristan.

Κασσανδρινός: Περάστε, κ. Ténébreux.
Tristan: Καλημέρα σας.
Κασσανδρινός: Καλημέρα.
Tristan: Στο τηλέφωνο μου είπατε ότι πήρατε μια απόφαση.
Κασσανδρινός: Πράγματι.
Tristan: Μπορώ να την ακούσω;
Κασσανδρινός: Βεβαίως. Εγώ και οι συνεργάτες μου μελετήσαμε εις βάθος τα ποιήματά    σας και θεωρούμε ότι είναι ιδιαιτέρως αξιόλογα. Είστε ένας απ’ τους πιο     ελπιδοφόρους ποιητές της εποχής μας.
Tristan: Σας ευχαριστώ.
Κασσανδρινός: Ωστόσο, η παρούσα εκδοτική συγκυρία είναι αρνητική και δεν μας     επιτρέπει να κάνουμε ανοίγματα.
Tristan: Τι ακριβώς εννοείτε;
Κασσανδρινός: Δε μπορούμε να επενδύσουμε σε νέους ποιητές αυτή τη στιγμή. Όπως     γνωρίζετε, το αναγνωστικό κοινό της ποίησης είναι περιορισμένο. Θα ήταν πολύ    τολμηρό εκ μέρους μας να στηριχτούμε σε άγνωστους στο ευρύ κοινό     δημιουργούς. Γι’ αυτό θα προτιμήσουμε να επανεκδώσουμε έργα καταξιωμένων     Ελλήνων ποιητών παρά να ρισκάρουμε εκδίδοντας τα δικά σας ποιήματα.
Tristan: Καταλαβαίνω.
Κασσανδρινός: Λυπάμαι πολύ. Ίσως αργότερα οι συνθήκες να είναι ευνοϊκότερες για ένα    τέτοιο εγχείρημα.
Tristan: Ίσως.
Κασσανδρινός: Αν ετοιμάσετε κάτι καινούριο, θα ήθελα πολύ να είμαι ο πρώτος που θα    το διαβάσει.
Tristan: Θα το έχω υπόψη μου. Ευχαριστώ πολύ. Αντίο σας, κ. Κασσανδρινέ.
Κασσανδρινός: Αντίο, κ. Ténébreux. (Σβήνουν τα φώτα. Αλλαγή σκηνικού.)

ΣΚΗΝΗ 2η


Δωμάτιο ξενοδοχείου. Χτυπάει η πόρτα. Η Στέλλα, φορώντας ένα μαύρο κομπινεζόν, ανοίγει και μπαίνει το αφεντικό. Η πόρτα δεν κλείνει καλά.

Στέλλα: Γεια σου, αφεντικό.
Νίκος: Γεια σου, Στελλίτσα. Στις ομορφιές σου είσαι σήμερα.
Στέλλα: Ευχαριστώ, κ. Νίκο.
Νίκος: Λοιπόν...θα μπω κατευθείαν στο θέμα. Έχω κάνει πολλά για σένα και νομίζω πως    ήρθε η ώρα να μου τα ανταποδώσεις.
Στέλλα: Μα, δουλεύω σκληρά στο μαγαζί.
Νίκος: Πρέπει να κάνεις κάτι παραπάνω.
Στέλλα: Δηλαδή, τι;
Νίκος: Κοίτα, Στέλλα. Είσαι πολύ όμορφο κορίτσι. Καταλαβαίνεις τι θέλει κάθε άντρας    από σένα.
Στέλλα: Αυτό αποκλείεται, κ. Νίκο.
Νίκος: Σκέψου λίγο πριν απαντήσεις, μωρό μου. Έχω το διαβατήριό σου. Άμα μου τη     βαρέσει σε στέλνω πακέτο στην επαρχία και να δούμε πώς θα τα βγάλεις πέρα.
Στέλλα: Δε θέλω να ξαναπάω επαρχία, αφεντικό.
Νίκος: Γι’ αυτό σου λέω. Μη μου φέρνεις αντίρρηση. Κάνε ό,τι σου λέω και θα βγεις     κερδισμένη. Στο κάτω-κάτω, τι είναι ένα γαμήσι;
Στέλλα: Μόνο κάνε γρήγορα, αφεντικό, γιατί περιμένω μια φίλη.
Νίκος: Μην ανησυχείς, δε θ’ αργήσουμε καθόλου. Και να θυμάσαι, Στέλλα: δε μ’ αρέσει     να γαμάω παγοκολώνες, θέλω ανταπόκριση. Έτσι, κούκλα μου;
Στέλλα: Ναι, αφεντικό.

Ακούγεται η μουσική του Vivaldi από τις «4 Εποχές». Ο κ. Νίκος βγάζει το πουκάμισο και το παντελόνι του ενώ η Στέλλα ξαπλώνει στο κρεβάτι. Τα φώτα σβήνουν. Ένα λεπτό μετά ακούγονται βογκητά. Ένας προβολέας που αναβοσβήνει διαρκώς φωτίζει το κρεβάτι. Βλέπουμε τη Στέλλα πεσμένη στα τέσσερα να την παίρνει ο κ. Νίκος. Με το αριστερό του χέρι κρατάει τη μέση της και με το δεξί δίνει σκαμπίλια στον πισινό της. Ανοίγει η πόρτα, που φωτίζεται από έναν προβολέα και μπαίνει ο Tristan. Κοντοστέκεται για λίγο και μετά φεύγει οργισμένος. Χαμηλώνει η μουσική. Το ζευγάρι διακόπτει για λίγο.

Νίκος: Ποιος ήταν αυτός;
Στέλλα: Μάλλον μπήκε σε λάθος δωμάτιο. Μη σταματάς!

Σβήνουν τα φώτα. Αλλαγή σκηνικού.

ΣΚΗΝΗ 3η


Γραφείο Tristan. Εκτός απ’ τα γνωστά αντικείμενα, υπάρχει πάνω στο γραφείο κι ένας αριθμός σελίδων δεμένες με σπιράλ. Καθ’όλη τη διάρκεια της συνομιλίας ο Tristan σκίζει και από μια σελίδα.

Μητέρα: Γεια σου, Tristan.
Tristan: Γεια.
Μητέρα: Πήρα να μάθω νεότερα σχετικά με την έκδοση των ποιημάτων σου. Σήμερα δεν    ήταν το ραντεβού με τον εκδότη;
Tristan: Ναι. Τελικά, μαμά, είχες δίκιο. Ως συνήθως. Τα ποιήματά μου δεν πρόκειται να    εκδοθούν. Είσαι ευχαριστημένη τώρα;
Μητέρα: Γιατί να είμαι ευχαριστημένη;
Tristan: Γιατί τα είχες προβλέψει όλα απ’ την αρχή. Και δικαιώθηκες πλήρως.
Μητέρα: Τι σημασία έχει αυτό;
Tristan: Πάντοτε έβγαινες αληθινή. Μετά από κάθε αποτυχία μου, ερχόταν μια ακόμη     δικαίωση για σένα.
Μητέρα: Μην το λες αυτό, Tristan. Απλώς είχα καταλάβει ότι η ποίηση δεν είναι αυτό     που σου ταιριάζει. Δεν είσαι καλός σ’ αυτό. Πρέπει, λοιπόν, να το πάρεις     απόφαση και ν’ ασχοληθείς με κάτι άλλο.
Tristan: Έχεις δίκιο.
Μητέρα: Ίσως αυτή είναι μια ευκαιρία για να κάνεις μια καινούρια αρχή.
Tristan: Ναι, ίσως. Να είσαι σίγουρη, μαμά, ότι δε θα υπάρξουν άλλες αποτυχίες. Από     δω και μπρος, ό,τι στόχο βάζω θα τον πετυχαίνω.
Μητέρα: Έτσι μπράβο. Η τέχνη δεν είναι μονόδρομος, γιε μου. Υπάρχουν άλλα πιο     ωραία πράγματα σ’ αυτή τη ζωή. Όπως π.χ. ο έρωτας. Αλήθεια, τι έγινε εκείνη η     κοπέλα που μου έλεγες;
Tristan: Tην έδιωξα. Συνειδητοποίησα ότι δε μου ταίριαζε. Ωστόσο, θα χρειαστεί λίγος    χρόνος για να την ξεπεράσω. Άλλωστε, κάθε χωρισμός είναι κι ένας μικρός     θάνατος, έτσι δεν είναι;
Μητέρα: Έτσι.
Tristan: Σ’ αφήνω τώρα. Καληνύχτα, μαμά.
Μητέρα: Καληνύχτα, γιε μου.

Ο Tristan κλείνει το τηλέφωνο και πετάει τα χαρτιά στα σκουπίδια. Ύστερα ρίχνει ένα αναμμένο σπίρτο στο καλάθι των αχρήστων.

Tristan: Πρέπει να ξεφορτωθώ κι εκείνο το όπλο του μπαμπά. Δεν μπορώ να το κρατάω    άλλο.

Ο Tristan ανοίγει το συρτάρι, βάζει το όπλο μέσα απ’ το παντελόνι του και φοράει τη μαύρη καμπαρντίνα. Ανοίγει την πόρτα και φεύγει.

Σβήνουν τα φώτα. Αλλαγή σκηνικού.

ΣΚΗΝΗ 4η


Δωμάτιο ξενοδοχείου. Ο Tristan χτυπάει δυνατά την πόρτα. Η Στέλλα, φορώντας το μαύρο κομπινεζόν, του ανοίγει και συνομιλούν όρθιοι.

Tristan: Άνοιξε, Στέλλα.
Στέλλα: Μη φωνάζεις, ανοίγω. (Ανοίγει την πόρτα.)
Tristan: Γι’ αυτό δεν ήθελες να φύγεις απ’ το μαγαζί;
Στέλλα: Tristan, είσαι ταραγμένος. Ηρέμησε και θα σου εξηγήσω.
Tristan: Τι να ηρεμήσω; Μου έλεγες ότι δεν έχεις καιρό για έρωτες και ότι δεν πρέπει     να σε πληγώσω. Παρ’όλ’αυτά, εγώ πάλεψα γιατί σ’ ερωτεύτηκα και πίστεψα σε     σένα.
Στέλλα: Κι εγώ σε πίστεψα, Tristan.
Tristan: Αυτό δεν σε εμπόδισε να πηδιέσαι με το αφεντικό.
Στέλλα: Πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Tristan: Μου το ξανάπες αυτό, Στέλλα. Τότε, προσπάθησα να σε καταλάβω. Τώρα,     κατάλαβα ότι μου έλεγες παραμύθια.
Στέλλα: Αφεντικό μ’ εκβιάζει. Έχει διαβατήριό μου. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.
Tristan: Μαλακίες. Αφού σας είδα. Σε γαμούσε κι εσύ το απολάμβανες, Στέλλα.
Στέλλα: Αυτός γαμούσε την τρύπα μου κι εγώ έκανα υπομονή.
Tristan: Σε ποιον τα πουλάς αυτά, ρε Στέλλα; Ήθελα ν’ αλλάξεις ζωή κι έκανα ότι     μπορούσα για να σε βοηθήσω.
Στέλλα: Και τι ξέρεις εσύ από ζωή, Tristan; Θα σου πω εγώ. Τίποτα! Δεν ξέρεις πως     είναι να σε χουφτώνει ο κάθε μαλάκας και να σε πηδάει το αφεντικό σου. Εσύ     βολεύεσαι με τις κληρονομιές και γράφεις ποιήματα.
Tristan: Κόψε το μελόδραμα, Στέλλα. Δεν πιάνει σε μένα. Ξέρω να διακρίνω την     αλήθεια.
Στέλλα: Αφού είναι έτσι, θα σου πω εγώ αλήθεια. Την αντέχεις;
Tristan: Και βέβαια.
Στέλλα: Άκου, λοιπόν. Το αφεντικό με ξέσκιζε όλο το απόγευμα. Τον άφησα να με πάρει    κι απ’ τον κώλο και του άρεσε πολύ. Στο τέλος, με έχυσε στα μούτρα.
Tristan: Σκάσε!
Στέλλα: Ακόμα έχω τη γεύση απ’ το σπέρμα του στο στόμα μου.
Tristan: Σκάσε, είπα!
Στέλλα: Αυτή είναι αλήθεια που ήθελες ν’ ακούσεις. Τι έπαθες τώρα, ζηλεύεις;
Tristan: Αδιαφορώ!
Στέλλα: Αδιαφορείς, ε; Πού να ξέρεις πώς είναι αληθινοί άντρες.
Tristan: Ώστε έτσι, ε; Ωραία, λοιπόν, Τώρα θα δεις έναν αληθινό άντρα. Ξάπλωσε στο     κρεβάτι!
Στέλλα: Δε γουστάρω, Tristan. Μ’ έχεις ξενερώσει.
Tristan (βγάζει την καμπαρντίνα, την πετάει κάτω και τραβάει το 45άρι): Τώρα εγώ έχω    το πάνω χέρι, Στέλλα. Κάνε ό,τι σου λέω!

Ένας προβολέας που αναβοσβήνει, φωτίζει το κρεβάτι. Άλλα φώτα δεν υπάρχουν. Η Στέλλα ξαπλώνει, με περιφρονητικό ύφος, στο κρεβάτι. Ο Tristan την πλησιάζει, της σηκώνει το κομπινεζόν μέχρι τη μέση και της βγάζει το κυλοτάκι, κρατώντας το όπλο με το αριστερό του χέρι. Στη συνέχεια, κατεβάζει το παντελόνι και το εσώρουχό του μέχρι τα γόνατά του και αυνανίζεται προσπαθώντας να έρθει σε στύση. Δεν τα καταφέρνει. Η Στέλλα το αντιλαμβάνεται.

Στέλλα: Άντε, λοιπόν. Σε περιμένω μ’ ανοιχτά τα πόδια. Δείξε μου πόσο άντρας είσαι. Τι    έγινε, Tristan; Δε σου σηκώνεται; Μήπως σ’ αρέσουν τ’ αγοράκια;
Tristan (Σηκώνει το εσώρουχό του και ξανακουμπώνει το παντελόνι του): Σκάσε,     επιτέλους!

Ο Tristan στρέφει το όπλο του προς τη Στέλλα και τη σημαδεύει στο κεφάλι.

Στέλλα: Έλα, ρίξε μου. Αφού δε μπορείς να κάνεις τίποτα με το καβλί σου, κάνε κάτι με    το όπλο σου!
Tristan: Γιατί έπρεπε να τα καταστρέψεις όλα; Σ’ αγάπησα...σ’ αγαπώ!

Ο Tristan βάζει το όπλο στον δεξιό του κρόταφο.

Στέλλα: Όχι!

Ο Tristan αυτοκτονεί. Ακούγεται, χαμηλά στην αρχή, το “The Last Beat of My Heart” των Siouxsie and the Banshees. H Στέλλα πέφτει πάνω απ’ το πτώμα. Τον φιλάει στο μέτωπο και μετά στα χείλη.

Στέλλα: Κι εγώ σ’ αγαπώ, Tristan. Ντασβιντάνια!
Η Στέλλα ξαπλώνει πάνω στο στήθος του Tristan και παραμένει εκεί. Η μουσική δυναμώνει. Σιγά-σιγά, ανοίγουν όλα τα φώτα και μέχρι το τέλος του τραγουδιού φωτίζεται ολόκληρη η σκηνή.

ΤΕΛΟΣ


Σημείωση : (1) To Α' Μέρος το διαβάζεις εδώ, (2)Επιλογή φωτογραφίας από την Αγγελική Κορρέ

Ο Ν.Γ. Λυκομήτρος γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα. Σπούδασε Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία και έκανε μεταπτυχιακό στη Μετάφραση-Μεταφρασεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 2010 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ιχνηλάτες του Τέλους από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και σε πληθώρα ιστολογίων. Είναι διαχειριστής του ιστολογίου «Ο Ήχος της Απώλειας» http://www.the-sound-of-loss.blogspot.com/.

Το θεατρικό έργο με τίτλο «Dead End» (Μητροπολιτικό Ψυχόδραμα σε Τρεις Πράξεις) γράφτηκε το 2003 και δημοσιεύεται για πρώτη φορά από το Περιοδικό Γραμμάτων & Τεχνών «Βακχικόν».

Εάν κάποιος εκδότης επιθυμεί να κυκλοφορήσει το έργο σε έντυπη μορφή ή εάν κάποιος σκηνοθέτης ή θεατρική ομάδα επιθυμεί να «ανεβάσει» το έργο στο θεατρικό σανίδι, παρακαλείται να αποστείλει e-mail στην ηλεκτρονική διεύθυνση damocleanswordoftime@gmail.com. Στην ανωτέρω διεύθυνση μπορούν να αποστέλλουν τα σχόλια και τις παρατηρήσεις τους οι αναγνώστες του «Βακχικόν».