Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 18

Cubanacan: Σύντομη μελέτη της κουβανικής λογοτεχνίας Mέρος Α'

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Από τον Χοσέ Μάρτι και το όραμα ως τη διάψευση της μετεπαναστικής Κούβας


«Δεν γεννηθήκαμε από αγγέλους ή αγίους,
αλλά από δαιμόνια, βουτηγμένα στο θειάφι.»
Pedro Juan Gutierez


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΟΙ ΟΡΟΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΜΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ


Με έναν αξιωματικό χαρακτήρα, δίχως καμιά δυνατότητα αμφιβολίας ή αμφισβήτησης δεν μπορούμε παρά να δεχτούμε την ακόλουθη πρόταση. Η λογοτεχνική παραγωγή ενός τόπου είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ιστορία του. Η παρατήρηση της κοινωνικής φαινομενολογίας, όπως απεικονίζεται από τις πολιτικές διακυμάνσεις και τις μεταβολές στο εσωτερικό μιας εθνικά διαφοροποιούμενης κοινωνίας είναι δυνατόν να παράσχει τα αναγκαία εφόδια, ώστε να ερμηνευθεί η διαμόρφωση των καλλιτεχνικών κατευθύνσεων ενός πληθυσμού. Εξωτερικοί ή εσωτερικοί παράγοντες, άσχετοι ή άρρηκτα σχετιζόμενοι με τις προβληματικές συνιστώσες μιας εντοπιότητας μπορούν και με βεβαιότητα το πράττουν, να επηρεάσουν κάθε τομέα της ανθρώπινης δράσης. Η οικονομία, ο πολιτισμός, η κοινωνική συνοχή, μορφοποιούνται ως στερεότυπα, εξειδικεύονται, αφού λάβουν μες στους κόλπους τους κάθε δράση, η οποία μπορεί να έχει μια διάσταση εθνική. «Η τέχνη συνιστά ζήτημα αντιστροφής», παραδέχεται ο Γιάννης Ρίτσος μες στην πλούσια εργογραφία του και τούτο το μυθικό απόσταγμα δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια πραγματικότητα. Η καλλιτεχνική δραστηριότητα, δέκτης ισχυρός των σημείων και των καιρών ενσωματώνει κάθε μεταβολή στον εθνικό ιστό, τον εξετάζει, διαμορφώνει το πόρισμα και τελικά μεταβάλλει αισθητά ή διακριτικά το βάδισμα και τη στόχευσή της, αντίστοιχα με τη δυναμική μιας τάσης. Με τούτο ως γνώμονα, μπορούμε να ερμηνεύσουμε δίχως αναστολές και να θαυμάσουμε σε όλο τους το μέγεθος, εκείνα τα ρεύματα που τάχθηκαν κάποτε στο πλευρό ενός λαού, ή ακόμα τραγούδησαν με θάρρος την αγιότητα μιας παράδοσης, ή πάλι στεκόμενα ως κορυφαίες αντένες, στόχευσαν στην εκτίμηση της αυθεντικότητας εκείνου που καλείται αίσθηση ανθρώπινη και εντάσσει μέσα της κάθε πτυχή, φαντασία ή ρεαλισμό.

Μια ανάλογη πορεία θα επισημανθεί σε κάθε εθνική, καλλιτεχνική ιστορία. Οι αρμόδιοι μελετητές μπορούν με βεβαιότητα να στοιχειοθετήσουν πως τέτοιες μεταβολές, όπως οι προαναφερόμενες έλαβαν χώρα σε κάθε κοινωνία, επιφέροντας άλλοτε ένα πνεύμα συστράτευσης ή εσωτερικότητας ή πάλι ενός βαθύτερου ανθρωπισμού. Την ιστορία, την επίδραση της οποίας στην τέχνη με τούτα τα γενικά τιμούμε, τη γράφουν τα πρόσωπα. Μορφές εμβληματικές, άλλες που επέλεξαν οδούς «ανόπαες», προσωπικότητες, οι οποίες εξαργύρωσαν την αυταπάρνησή ή την προσήλωση σε διαχρονικά ιδανικά με το αντίτιμο του θανάτου και την τελική αγόρευσή τους σε εμβλήματα μες στη συνείδηση ενός λαού. Πάντα η ιστορία γραμμένη από πρόσωπα, πάντα οι ιδέες να προπορεύονται, νε εκφράζονται και τελικά να μεγενθύνονται με τον πιο καθολικό τρόπο από το σύνολο μιας κοινωνίας.

Ακραγγίζοντας κανείς τις οξείες γωνίες μιας καλλιτεχνικής, εθνικά διαμορφωμένης συνείδησης οφείλει να λάβει υπόψη τα ειδικά γνωρίσματα, να μελετήσει τα πρόσωπα, να κατατάξει το εύρος, τη δυναμική, το βαθμό κοινωνικοποίησης των ιδεών αυτών. Έτσι μπορεί να ανιχνεύσει με μια ευκολία μεγαλύτερη τις μακρές περιόδους των σιωπών ή πάλι να σταθεί με σεβασμό απέναντι σε μια τεχνοτροπία του λόγου, της μουσικής ή του χρωστήρα. Η συνειδητοποίηση όλων αυτών των παραμέτρων συνιστά ίσως το μόνο δρόμο προκειμένου να προβεί κάποιος στην εξέταση και την όποια κριτική μιας καλλιτεχνικής δράσης. Ειδικότερα δε, αν αυτή στέκει σε ένα επίπεδο υψηλότερο της ατομικότητας, όπως ας πούμε το εθνικό η ανάλυση των ειδικών χαρακτηριστικών, όπως διατυπώνονται από την ιστορία, μπορεί να παραχωρήσει σημαντικά συμπεράσματα, εξηγώντας τα αδιέξοδα ή τις όποιες πορείες έλαβε η τέχνη σε έναν τόπο.

Η περίπτωση της κουβανικής λογοτεχνίας, της οποίας θα αποπειραθούμε να εξηγήσουμε τους όρους υπό τους οποίους διαμορφώθηκε, αλλά και τους κυριότερους εκπροσώπους ή τις τελικές διεξόδους, τις οποίες ο λόγος έλαβε κατά την «ενηλικίωσή» του, συνιστά ένα τρανό παράδειγμα της ιστορικής επιρροής. Διαρκείς επαναστάσεις, πολιτική αστάθεια, πειραματισμοί από τα πολεμοχαρή, αποικιοκρατικά, δυτικά καθεστώτα καταλαμβάνουν περίοπτη και αρκετά συχνή θέαση μες στην ιστορική καταγραφή. Μορφές και πρόσωπα που τάχθηκαν υπέρ της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης και άλλα των οποίων την προσφορά ή τη ζημία θα την εκτιμήσει η μελλοντική κριτική, περιλαμβάνονται μες στην παράθεση των ιστορικών γεγονότων. Τούτο το σύντομο σχόλιο απέναντι σε μια ξένη, μα «ανοιχτή» και εξωστρεφή, άσκηση του λόγου, δεν αποτελεί μια φιλολογική εκτίμηση του παραγόμενου, καλλιτεχνικού προϊόντος. Πέρα από την τεχνική ανεπάρκεια του γράφοντος, υπερισχύει ως πεποίθηση προσωπική εκείνη η άποψη που θέλει το λόγο συνεπή μονάχα απέναντι στην προφορικότητα του λαού. Μες σε εκείνη τη γλώσσα, μες στους πιο ταπεινούς και λαϊκούς κόλπους κρύβεται πάντα ο πιο αυθεντικός χαρακτήρας του λόγου, υφίστανται σταθεροί και διαχρονικοί οι βασικοί πυλώνες γύρω από τους οποίους η πεζογραφία και η ποίηση στοιχειοθετούνται. Μες σε αυτόν τον πυρήνα, ο οποίος τρέφει την αίσθηση, τη διαμποτίζει και ενυπάρχει σε κάθε της έκφραση, μυστικός και ανεξιχνίαστος, υπάρχει ο δαίμονας της ποίησης. Ο σφυγμός του, εκείνος, ο οποίος επεκτείνεται πάντα πέραν του λόγου μπορεί να θεωρηθεί ως το επιθυμητό πόρισμα ετούτης της προσέγγισης. Η εμπλοκή ιστορίας και μύθου, η μετάθεση του ενός μες στον άλλο, η αντιμεταχώρηση αυτή, την οποία τόσο εύστοχα διαπιστώνει ο Δ. Μαρωνίτης στις προσωπογραφίες του, συνιστά εδώ, στην κουβανική λογοτεχνία τη βασική και αδιάψευστη τεχνοτροπία. Αυτή τελικά θα κυριαρχήσει, επιβεβαιώνοντας το γεγονός πως ο μακρινός αυτός τόπος κατόρθωσε να βιώσει την ιστορία του και έτσι να την αγαπήσει, να κατοχυρώσει την εθνική του ταυτότητα και με τούτη να σταθεί στην υδρόγεια κοινωνία, δίχως τα «πολιτικά δεκανίκια», με τα οποία μας έχει συνηθίσει ο μικρόψυχος και μικροπολιτικός καιρός μας, όταν συζητούμε για μεγέθη, ευρύτερα μιας ευγενούς συλλογικότητας.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΚΟΥΒΑΝΕΖΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ -
Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΣΤΟΝ ΕΚΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟ ΛΟΓΟ


Η ιστορία της Κούβας ξεκινά από την εποχή της ανακάλυψης της νήσου κατά το έτος 1492. Στοιχεία για την κατοίκηση της χερσονήσου αναφέρονται βεβαίως σε προγενέστες εποχές, ήδη από το 4.000 π.Χ. Η χρησιμότητά τους όμως κρίνεται μειωμένη, καθώς οποιαδήποτε θέαση των στοιχείων εκείνης της περιόδου δεν μπορεί παρά να διεγείρει το ενδιαφέρον επιστημών με παρελθοντικό αντικείμενο, όπως η ανθρωπολογία ή η γεωλογία. Θα θεωρήσουμε, λοιπόν, αυθαίρετα μεν, αλλά έχοντας ως βασικό επιχείρημα την κοινωνική, ιστορική καταγραφή, ως αφετηρία της παρουσίας της Κούβας στη διεθνή σκηνή την περίοδο της ανακάλυψής της από τον Χριστόφορο Κολόμβο. Η χορηγία του πανίσχυρου, ισπανικού στέμματος της Καστίλλης θα επιτρέψει στο φιλόδοξο θαλασσοπόρο να βρεθεί στις άγνωστες ακτές της Κούβας. Η διοίκηση υπό την ισπανική αρχή θα ξεκινήσει με τον γιο του Κολόμβου Diego Colon και τον μετέπειτα διορισμένο από την Καστίλλη Diego Velasquez. Από τούτη την περίοδο και έπειται ξεκινά μια ολέθρια και τραγική περίοδος για το ιθαγενές στοιχείο. Διαρκείς σφαγές εις το όνομα της καθολικής εκκλησίας, εκμετάλλευση του υπεδάφους και των φυσικών αποθεμάτων, ειδικά όσων αφορούσαν τα πλούσια κοιτάσματα πολύτιμων μετάλλων, θα οδηγήσει στον εκτοπισμό μεγάλων, πληθυσμιακών ομάδων και την ανέγερση στις περιοχές αυτές των σημαντικότερων πόλεων του επονομαζόμενο «νέου κόσμου.» Η τραγωδία των ιθαγενών συνιστά δίχως αμφιβολία μία από τις σημαντικότερες πληγές για την κουβανική ιστορία. Η δίχως έρεισμα εξάλειψη των γηγενών δεν μπορεί παρά να στοιχειοθετεί, δίχως καμιά αμφιβολία εκείνο που σήμερα πια καλείται «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.» Ο χαρακτηρισμός αυτός, μπορεί να θεωρηθεί ως επινόηση αυτής της περιόδου μια και τότε διαπιστώνεται με τον πιο φριχτό τρόπο η νέα, ρεαλιστική προσέγγιση του κόσμου και των κοινωνικών επιστημών. Η αυστηροποίηση των θρησκευτικών κανόνων, η αίσθηση του φόβου κάτω από την οποία θεμελιώνεται για αιώνες ο δυτικός κόσμος, ο διακρινόμενος, ήδη από τότε αμοραλισμός, που θα πλουτίσει αργότερα και θα διαμορφώσει την τεχνοκρατική αντίληψη του Διαφωτισμού συνιστούν μερικά από τα γνωρίσματα μιας τρομακτικής για την ανθρωπότητα περιόδου. Οι «ασθένειες» εκείνης της εποχής συνιστούν μια πρώτη προσέγγιση ίσως της παγκοσμιοποιημένης, επίκαιρης αντίληψης, με την οποία ως αφετηρία η ανθρωπότητα σήμερα δοκιμάζει εκ νέου να ορίσει τους όρους της «επιθετικότητας» και της «τραχύτητας.» Η μόνη πρόοδος, την οποία μπορεί κάποιος να παραδεχτεί σε σχέση με την εποχή εκείνη, δεν είναι άλλη από την εμφάνιση νέων μέσων και νέων πρακτικών, οι οποίες μπορούν να εξυπηρετήσουν τους εθνικούς σκοπούς, πιο αποτελεσματικά, ταχύτερα, καθολικότερα.

Κομβικό σημείο για την μετέπειτα πορεία της Κούβας και την πληθυσμιακή της συγκρότηση θα διαδραματίσει η αθρόα εισροή Αφρικανών δούλων, από το 1513 και έπειτα. Με τούτον τον τρόπο, όχι μόνο θα ενισχυθεί ο πληθυσμός του νησιού, αλλά θα παρατηρηθεί από την περίοδο εκείνη και έπειτα μια διαρκής ανάμειξη πολιτισμικών γνωρισμάτων. Τούτα θα οδηγήσουν στη διαμόρφωση ενός πολιτισμού αυτόφωτου και πλούσιου σε εθιμικές παραδόσεις, τεχνοτροπίες και οράματα. Η θρησκευτική πρόσμιξη ιθαγενών και καθολικών, όπου και υπό όποιες συνθήκες κατορθώνει να συντελεστεί θα καθορίσει σημαντικά την κοσμική στάση ενός βαθιά θρησκευόμενου λαού, ο οποίος όμως διατηρεί ως πεδίο υπερβατικότητας την ίδια την εγκοσμιότητα, αναζητώντας σε εκείνη την αγιοσύνη και την κάθαρση. Με άλλα λόγια, η ιστορική σύνθεση διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων, με πολλαπλά επίπεδα κουλτούρας και πολιτιστικής αφετηρίας οδηγεί σήμερα στον τελικό ψυχισμό του «γεωχαρούς» Κουβανού. Την ανάδειξη της πόλης Αβάνα ως πρωτεύουσα της Κούβας το 1513 θα διαδεχτούν μακρές και μόνιμες, σφοδρά αγωνιστικές περίοδοι κοινωνικής πάλης, με τους ιθαγεννείς, ισχυροποιημένους αριθμητικά από την εισαγωγή των Αφρικανών δούλων να αποζητούν την απόσχιση και την τελική ανεξαρτησία από τη «μητριαρχική» Ισπανία. Ήδη από την περίοδο του σχηματισμού των πρώτων, οργανωμένων, λαϊκών κινημάτων, όπως αποτελεί αυτό με την ονομασία «Ήλιοι και Ακτίνες του Μπολιβάρ», η ανάμειξη καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων αποτελεί κανόνα. Ο ποιητής και αγωνιστής Χοσέ Μανουέλ Χερέντια αποτελεί παράδειγμα που επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Άλλωστε δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός πως η διαμόρφωση ενός λαϊκού, ισχυρού αισθήματος  απαιτεί τη συγκρότηση ενός ιδεαλιστικού περιεχομένου, το οποίο μόνο διά του λόγου μπορεί να καθοριστεί με τη μέγιστη, δυνατή ακρίβεια.

Το 1826, με την διαπίστωση των πρώτων θυμάτων του αγώνα για την ανεξαρτησία της Κούβας, ξεκινούν και οι πιο δραστικές, κινηματικές ενέργειες των γηγενών. Άλλες υποκινούμενες από τις Η.Π.Α. και το διακαή πόθο τους να εντάξουν τη νήσο με το εξαιρετικά, πλούσιο υπέδαφος στα όρια των συνόρων τους και άλλες πάλι προκαλούμενες από την αυθεντική επιθυμία ανθρώπων, όπως οι Antonio Masseo και Carlos Manuel de Sespedo. Συμβιβαστικές συνθήκες και συμφωνίες για την παραχώρηση προνομίων θα διαδεχτούν τις μαχητικές ενέργειες των πατριωτών για να καταλήξουμε στον μεγάλο Κουβανό Jose Marti, ποιητή και τη μεγαλειώδη επανάσταση του 1884, με την επιτυχή έκβαση. Όμως τόσο ο θάνατος του ίδιου του πρωτεργάτη, όσο και οι εσωτερικές ρωγμές, οι οποίες κλονίζουν πάντα τις πιο αφελείς και υγιείς προσπάθειες θα οδηγήσουν τελικά στην αμερικανική επικυριαρχία. Αυτή θα διακοπεί μόνο από διαδοχικές, στυγνές δικτατορίες, όπως εκείνες του Μασάντο και του λοχία Μπατίστα, οι οποίες συνέβαλαν στη ζύμωση και την τελική ανάδειξη του σοσιαλιστικού μοντέλου του Φιντέλ Κάστρο, το οποίο ως τις μέρες μας στέκει ακλόνητο, παρά τις θηριωδίες και την ασυνέπειά του απέναντι στους υποστηρικτές.

Ετούτη η σύντομη, όσο και γενική απεικόνιση της ιστορικής πορείας της Κούβας μπορεί να προσφέρει ένα δείγμα και να στοιχειοθετήσει εν μέρει τη διαμόρφωση μιας αγωνιστικής, ανθρωποκεντρικής λογοτεχνίας, η οποία ως τις μέρες κουβαλά, διακριτικά πια, τις ιστορικές δοκιμασίες και τις πολιτικές, διαψευσμένες πια ουτοπίες μιας επανάστασης. Θα μπορούσαμε, με μια κάποια αυθαιρεσία βεβαίως, να χαρακτηρίσουμε την εποχή αυτή της διάψευσης, κατ’ αντιστοιχία με τον ελληνικό Μεσοπόλεμο, ως μια μακρά «εποχή ήττας.» Η αίσθηση άλλωστε αυτή είναι και εκείνη που υπερισχύει ακόμα και στους πιο σύγχρονους, λογοτεχνικούς εκπροσώπους της Κούβας. Η περίπτωση του «απαισιόδοξου» και «βρώμικου», ακραία ρεαλιστικού Gutierez συνιστά μια απόδειξη για τη μορφοποιήση και τη μακρότατη επικράτηση, χρονικά και αισθητικά μιας βαθιά συνειδητοποιημένης, ως προς την ήττα της, κοινωνικής αίσθησης. Η περίπτωση του Gutierez θα μας απασχολήσει και στις μετέπειτα αναφορές μας, ως ένας γνήσιος εκπρόσωπος ενός είδους, το οποίο όπως και η πρωτεύουσα Αβάν, κατορθώνει να συνδυάσει έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, μα και μια ακραία συναρπαστική, παρακμιακή όψη, κατάλοιπο και συνέπεια της αποδομημένης, κοινωνικής πραγματικότητας.

Η ιστορία της Κούβας, η σωσμένη και πρόσφατη, ιστορικά καταγεγραμμένη «βάσανος», δεν εμπεριέχει μόνο τα αίτια για την διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης, καλλιτεχνικής αισθητικής. Ταυτόχρονα, - και τούτο πρέπει να ειπωθεί με σθένος και να τονιστεί πέρα από κάθε φιλολογία-,η ιστορική πραγματικότητα του νησιού αυτού αποτελεί το καθρέφτισμα της δυτικής, πολύχρονης πρακτικής, η οποία δεν έθεσε ποτέ τον άνθρωπο στο επίκεντρο. Και αν πάλι το έπραξε, τούτο δεν συνιστούσε παρά μια επίφαση, μια «φάση αστέρων απλανών.» Η δοκιμασία του κουβανικού λαού συνιστά ένα πόρισμα εσωτερικών και παγκόσμιων πρακτικών. Ο ανεπτυγμένος, ευρωπαϊκός κόσμος, αλλά και οι οικουμενικές Η.Π.Α., μες σε τούτο τον επίκαιρο κλονισμό τους καλούνται να διαπιστώσουν την καθοριστική εμπλοκή τους στην υποβάθμιση ανθρώπων και κοινωνιών.
Μα τούτο αποτελεί προϊόν μιας ειλικρινούς αυτοκριτικής και ο καιρός πια δεν έχει σημάνει για τη ρεαλιστικοποίηση τέτοιων ροπών, εσωτερικών, αυτοδιδαχτικών και αποφασιστικών για τη μη επανάληψη παρόμοιων πειραματισμών, με κόστος εθνικό και οδυνηρό. Η ιστορία της Κούβας είναι η ανομολόγητη ιστορία, η πιο απάνθρωπη των περασμένων αιώνων. Δεν μπορεί, λοιπόν παρά να γεννήσει λόγο και τέχνη υψηλή, αισθητικά και οραματικά. Διότι οι καταγεγραμμένες απώλειες, όσες σώζονται αποτέλεσαν ένα κόστος αβάσταχτο, ανθρώπινο. Καθολικά ανθρώπινο. Και για τούτο αξίζει, θα πει κανείς, το πάθος της Κούβας να «τραγουδιέται», να μελετάται, να διεθνοποιείται. Αρκούν τα αμαρτήματα να λέγονται μεγαλοφώνως, αρκούν από την άλλη οι τόσες μεγαλοστομίες.

ΚΥΡΙΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ

Η ΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΣΚΟΠΟ, Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΑΙΣΘΗΣΗΣ -

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ JOSE MARTI, ΜΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΕΞΑΙΡΕΣΗ


Η Βιρτζίνια Γουλφ στο δοκίμιό της «Όταν δεν ξέρεις ελληνικά», δημοσιευμένο στο συλλογικό, μεταφραστικό έργο της Μερόπης Οικονόμου γράφει: «Δεινόν το τίκτειν εστίν»,  και συνεχίζει, στην αναφορά της για τη σπουδαιότητα των ελληνικών έργων: «...Υπάρχει μια παράξενη δύναμη στη μητρότητα...» Το υποβλητικό παράδειγμα ας αναχθεί στη γέννηση της κουβανικής λογοτεχνίας και τη δύσκολη πορεία, την οποία πρέπει να διαβεί ο άνθρωπος και ο λόγος προτού σμίξουν και ταχθούν σε ένα σκοπό, υψηλότερο της ύπαρξης, έναν σκοπό ανάλογο με εκείνον τον οποίο ανέλαβε ο Jose Marti, όταν πρωτοστατούσε στην εθνική αφύπνιση ενός λαού με κοινές δοκιμασίες, αλλά αισθητά και κυρίως, εθνικά ετερόκλητου. Η συνεισφορά του στην κουβανική κοινωνία εντοπίζεται κυρίως σε τούτο. Στο ό, τι δηλαδή κατάφερε να διαμορφώσει τη βάση για τη σύσταση ενός συλλογικού φρονήματος, με οδηγό το πιο αρχετυπικό, από όλα τα ανθρώπινα ιδανικά, το πιο δύσκολα κατακτημένο σε όλες τις εποχές. Ο Jose Marti σύστησε την ελευθερία ως τρόπο ζωής σε ένα «χειμαζόμενο» λαό, ο οποίος δεν είχε ως τότε, κατορθώσει να εμπεδώσει τη συλλογικότητα μιας ταυτότητας, την κοινή αναφορά και προέλευσή του.

Ο Jose Julian Perez Marti γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου του 1853 και κατέληξε στις 19 Μαϊου του 1895. Χαρακτηρίστηκε ως «Απόστολος της Κουβανικής Ανεξαρτησίας.» Ποιητής, δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος, ο Jose Marti δίκαια κατατάσσεται στους σπουδαίους της παγκόσμια λογοτεχνίας. Η συνεισφορά του στη διαμόρφωση ικανών συνθηκών για την πραγμάτων της κουβανικής επανάστασης κρίνεται αποφασιστική. Με διαρκή ταξίδια στις Η.Π.Α. και την Ισπανία θέλησε να δημοσιοποιήσει τους όρους υπό τους οποίους θα μορφοποιείτο η αυτοδιάθεση του κουβανικού λαού. Διά τούτο η σημαντικότερη από τις ιδιότητες, οι οποίες περιβάλλουν το πρόσωπό του δεν είναι άλλη από εκείνη του βαθύτατα, δημοκρατικού ανθρώπου, ο οποίος αντιλαμβανόταν τη συλλογικότητα και την κατοχύρωσή της ως μόνη οδό για την πραγμάτωση του εθνικού σκοπού. Γεννημένος στην Αβάνα, έχοντας λάβει μια εξαιρετική παιδεία, ήρθε νωρίς σε επαφή με τα πολλαπλά ρεύματα, έτσι όπως συναντιούνταν μες στην κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα, σταυροδρόμι λαών και τάσεων. Ο ίδιος ενσωμάτωσε τις μνήμες αυτές και αναδείχτηκε για το ευρύτατο, πνευματικό του πεδίο. Η συμβολοποίησή του συνιστά την πιο δίκαιη αναγνώριση των αγώνων του, αλλά και των διεθνοποιημένων, πνευματικών οριζόντων του. Οι ιδέες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της πνευματικότητας διατρέχουν την πλούσια εργογραφία του, ενώ ο ίδιος αποτέλεσε σημαντική επιρροή για πλήθος άλλων μεταγενέστερων, λατινοαμερικάνων ποιητών και πεζογράφων.

Προτού προβούμε σε οποιαδήποτε θεώρηση του έργου του, θα πρέπει η αναφορά μας στο πρόσωπο του Jose Marti να βρίσκει την αφετηρία της στις πολιτιστικές πεποιθήσεις του σπουδαίου Κουβανού. Λέγοντας «πολιτιστικές» θα πρέπει να εννοήσουμε όλες εκείνες τις παραμέτρους οι οποίες συνιστούν ένα ολοκληρωμένο σύστημα παιδείας και γενικότερης κουλτούρας, σύμφωνης πάντα με τα εξειδικευμένα χαρακτηριστικά ενός τόπου ή ενός λαού. Στην περίπτωση του Jose Marti η εν λόγω συνεισφορά εντοπίζεται στην πρόταση για το σχηματισμό μιας λατινο-αμερικάνικης, πολιτισμικής ταυτότητας, ικανής να περιγράφει με όρους σαφείς τις ιδιαίτερες, πολιτιστικές διαγραμμίσεις της Κούβας. Ο «άνθρωπος του Νότου», όπως περιέγραψε ο Marti τον ιθαγενή της γενέτειρας γης του, είχε ανάγκη από μια άλλη εκπαιδευτική και βιοτική προσέγγιση, την οποία δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν οι επιβαλόμενες, σχετικές θεωρήσεις Ισπανών και Γάλλων. Η προσαρμογή των κοινωνικών και εκπαιδευτικών συστημάτων στην ιδιαίτερη φύση του συγκεκριμένου τύπου ανθρώπου, η ενσωμάτωση στον κανονιστικό τους χαρακτήρα όλων των συναφών ιδιαιτεροτήτων αποτελούσε αναγκαιότητα για τον Μάρτι και τους πρεσβευτές της ιδέας του. Η φύση, η γλώσσα, η αίσθηση του τόπου θα έπρεπε να αποτελούν τις παραμέτρους για την τελική διαμόρφωση μιας εθνικής ταυτότητας, επιδιωκόμενης από συγκεκριμένα συστήματα και πρακτικές.

Η λογοτεχνική παραγωγή του Jose Marti, παρά το γεγονός πως δεν μπορεί να σταθεί κανείς στον εκδοτικό όγκο του συγγραφέα, εντούτοις αποτελεί δείγμα της ισχυρής πνευματικότητας αλλά και του διευρυμένου πεδίου εφαρμογής των θεωριών του γύρω από τον άνθρωπο και την επικαιρότητα. Το πιο φημισμένο από τα πονήματά του θα πρέπει να θεωρηθεί το έργο «Versos Sensillos», το οποίο περιλαμβάνει ποιήματα, πραγματικές καταθέσεις ψυχής, με τις οποίες μπορεί να καταστεί σαφής η προσέγγιση του Marti γύρω από την κοινωνία, τη θρησκεία αλλά και το όραμα μιας ισορροπημένης, δίκαιης, κοινωνικής πραγματικότητας. Ο Marti πιστεύει στον άνθρωπο, υποστηρίζει την ανάπτυξή του, την πραγμάτωση των πιο υπερβατικών σκοπών του, δεν επιδιώκει την εκδίκηση, τις επιταγές ενός κόσμου που θέλει τη βία προχωρεί με σκληρότητα και μίσος, με μισαλλοδοξία. Στο ποίημα του «Cultivo Una Rosa Blanca», («Καλλιεργώντας ένα άσπρο ρόδο»), ο Jose Marti δηλώνει ακριβώς τούτον τον πυλώνα της κοσμοθεωρίας του. Παραμένει αξιοπρόσεκτο και ένδειξη πραγματικού και ουσιώδους προοδευτισμού, το γεγονός πως μες στις δεδομένες συνθήκες μια εμπόλεμης περιόδου ο Marti έχει το σθένος αλλά και την πνευματική ποιότητα να προτείνει τη σύγκληση από την εναντίωση, τη συγχώρεση από την εκδίκηση, το συμβιβασμό, δίχως κανέναν όρο, απέναντι στη σύγκρουση και την εναντίωση. Υπό αυτό το πρίσμα, η ανθρωπιστική προσφορά του Marti κρίνεται καίρια, τολμηρή, διαχρονική, ικανή να ξεχωρίζει ως τις μέρες μας, τώρα που έστω, σε θεωρητικό δυστυχώς επίπεδο, η παγκόσμια κοινότητα υποτίθεται πως έχει εμπεδώσει τον όρο του ανθρωπισμού, όχι ως ένα παροδικό ρεύμα, μα ως μια διαρκή και μόνιμη κατεύθυνση, ως ένα μονόδρομο στα αιτήματα κάθε εποχής.

Η προσφορά του Marti, συνδέεται με την εισήγηση και την εκπροσώπηση ενός νέου, καλλιτεχνικού ρεύματος, το οποίο έμελε ως και σήμερα να διαμορφώσει την έννοια της καλλιτεχνικής συνείδησης. Ο μοντερνισμός ως λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό γενικότερα, ρεύμα ερχόταν να κυριαρχήσει σε μια εποχή άκρατου ρεαλισμού και προσήλωσης στην παράδοση. Οι δυο αυτές τάσεις, ήδη εξαντλημένες στη δυνατότητα περιγραφής των νέων προβληματικών, έμελε να παραγκωνισθούν στην Ευρώπη για να αντικατασταθούν από μια άλλη οπτική του μοντερνισμού της Λατινικής Αμερικής. Ο υπερεαλισμός, η υπέρβαση απέναντι στην πραγματικότητα θα αποτελούσε το νέο καλλιτεχνικό «φορέα» για πολλές δεκαετίες. Στην περιοχή της νότιας Αμερικής ο μοντερνισμός παρουσιάζει χαρακτηριστικά τα οποία τον καθιστούν ιδιαίτερο και τον προσδιορίζουν κυρίως τοπικά, ως έναν τρόπο παραβίασης της σκληρής πραγματικότητας. Ο εμπλουτισμός της με στοιχεία όπως παραδοσιακά, προσφορικά σωσμένα γνωμικά και πολύπλοκες προτάσεις, μία μίξη δηλαδή της διασωθείσας παράδοσης από τη μια πλευρά και της μοντέρνας, υπερβατικής θεώρησης από την άλλη προσδίδει στο ρεύμα, το οποίο εισήγαγε ο Marti έναν εξειδικεύμενο χαρακτήρα, πολύ κοντύτερα σε αυτό που σήμερα καλούμε «μεταμοντέρνο.»

Συνιστά παρατήρηση, σχεδόν καθολικής αποδοχής, το γεγονός πως οι επκρατούσες, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες είναι δυνατόν να αναγκάσουν την καλλιτεχνική δημιουργία να αναζητήσει νέες οδούς, νέους τρόπους καταφατικής δήλωσης όλων των εναγώνιων συναισθημάτων. Είναι δηλαδή δυνατόν, μέσω μιας ονειρικής αναλαμπής, μέσω μιας ονειρικής οπτικής της πραγματικότητας να διατυπωθούν νέες ιδέες, κριτικές ή ακόμα να επιτυγχανθεί απλά, δίχως προεκτάσεις η υψηλή επιδίωξη της ανθρώπινης επικοινωνίας. Το βάθος ενός ασυνάρτητου οράματος, το οποίο φαινομενικά δεν παρουσιάζει καμιά ακολουθία με την πραγματικότητα μπορεί, αν εκτιμηθεί με τον επαρκέστερο τρόπο και συνδεθεί με μια εκ βαθέων συνειδητοποίηση των συνθηκών της επικαιρότητας να κοινωνήσει μηνύματα σπουδαιότητας, όπως εκείνο της ελευθερίας του Jose Marti.

Ο μοντερνισμός του Marti αποτέλεσε μια διδακτική προσήλωση στον άνθρωπο. Η τραγικότητα της ύπαρξης με τις δεδομένες συνθήκες της ζωής στην υπό κατάληψη Κούβα επέβαλε μια οπτική περισσότερο αισιόδοξη, μια επεξήγηση δηλαδή όλων όσων επρόκειτο να γίνουν για τον ίδιο τον άνθρωπο. Συνιστά βεβαιότητα πως ο Jose Marti τούτη την κατάφαση ήθελε να δηλώσει, πως στην όψη του νεκρού αδελφού του μπορούσε να δει το νεκρό λαό. Ο Marti λειτουργούσε πέρα από ρεύματα και τεχνοτροπίες. Η επιλογή των θεματικών και των προσεγγίσεών του αποτελεί συνέπεια της ανάγκης να παρουσιάσει μια διαφορετική εκδοχή της πραγματικότητας, για ένα κόσμο ο οποίος θα είναι σε θέση να υποστηρίξει την ανθρώπινη ύπαρξη, ρεαλιστικά, δυναμικά, δίχως να αναγνωρίζει σε καμία περίπτωση τη βεβαιότητα μιας μελλοντικής ανάλωσης. Ο Marti με το έργο και την προσφορά του στάθηκε δίπλα στον αγωνιστή Κουβανό, ενώ παράλληλα του προσέφερε το στήριγμα για τη θέαση των οριζόντων, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, η οποία μπορεί να επήλθε από την ίδια την πορεία των πραγμάτων ή και τα πρόσωπα τα οποία μελλοντικά πραγμάτωσαν τα οράματά του.

Η γραφή του, λοιπόν λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω κατορθώνει να συνδυάσει τη λεπτή εικόνα με την ταυτόχρονη θεώρηση απλών, κοινών συναισθημάτων. Αυτός ο παράγοντας ακριβώς, συνιστά την εργογραφία του «εθνική», ενώ παράλληλα τον αναδεικνύει ως έναν από τους κομψότερους και πιο οραματικούς ποιητής του καιρού του.

«LO REAL MARAVILLOSO» - ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΦΟΡΑ

Δεν θα μπορούσε να υπάρχει καταλληλότερη ευκαιρία για να προσεγγίσει κανείς μία ακόμα ξεχωριστή μετάβαση της γηγενούς λογοτεχνίας. Ο μοντερνισμός του Marti, «κοινός» τα επόμενα χρόνια και υιοθετημένος από την πλειοψηφία των συμπατριωτών του λογοτεχνών, θα αποτελέσει την πρώτη ύλη για εκείνο το οποίο μετέπειτα επρόκειτο να χαρακτηριστεί «θαυμαστό πραγματικό.» Το επικό, ως στάση ζωής και αγώνα, το ειδικό τοπίο των περιοχών της Λατινικής Αμερικής αλλά και οι σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ ανθρώπων και ιδεολογιών διαμόρφωσαν μια άλλη, διαφορετική εκδοχή, πολύ πιο αντιπροσωπευτική του τοπικού πνεύματος. Ο Alecho Carpentier, ο οποίος θα αποτελέσει αντικείμενο τούτης της μελέτης, γράφει στον πρόλογο του έργου του, «Αιώνας των Φώτων»: «Η Αμερική είναι η ήπειρος του θαυμαστού πραγματικού (lo real maravilloso), της διαποτισμένης με θαυμαστά στοιχεία, πραγματικότητας. Μια μεγένθυση της πραγματικότητας ιδωμένης μέσα από ιδιαίτερη ένταση αποτέλεσμα μιας πνευματικής έξαρσης που οδηγεί σε οριακές καταστάσεις.» Το «θαυμαστό πραγματικό», ως μετεξέλιξη ενός τοπικού, εξειδικευμένου μοντερνισμού στέκει ως βασικό ρεύμα για τη λογοτεχνική παραγωγή του 20ου αιώνα. Οι οριακές καταστάσεις του ορισμού, -πρόκειται για τις ίδιες, τις οποίες αντιμετώπισε ο Marti-, συνιστούν την ειδοποιό διαφορά, εκείνη που αναγκάζει τον πληθυσμό να αντικρίσει πάντα με διαφορετικό, με οξυμένο βλέμα το παρόν, το συντριμένο παρελθόν του. Τούτος ο λαός, η ιστορία του, το παρόν αλλά και η ένταση, ο ηλεκτρισμός με τον οποίο συγκρούεται, διασώζονται όχι ως παραδοσιακά στοιχεία τύπου φολκλόρ, αλλά ως ζωντανά χαρακτηριστικά. Η θέαση του κόσμου μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω του οράματος, μιας οπτικής που μεταθέτει το μυθικό και το πραγματικό, διαμορφώνοντας εκείνο το οποίο ο Caprentier όρισε ως επικό. Εμείς, με τη γνώση του όρου και της κυριολεξίας του μπορούμε με την ομηρικά, δουλεμένη οξυδέρκειά μας να κατανοήσουμε πώς το επικό συνιστά το ηρωικό. Και τούτος είναι ο μόνος πολλές φορές τρόπος για να αντιταχθεί κανείς στις πιο ζοφερές πραγματικότητες.

Στην πλούσια, δημοσιογραφική κειμενογραφία του Jose Marti μπορεί κανείς να διαπιστώσει τις ιδέες και τα οράματα αυτού του γνήσιου ανθρωπιστή. Ιδέες διατυπωμένες με εμφατικότητα, με σαφήνεια. Ο Jose Marti, σε δημοσίευμα της εφημερίδας «El Partido Liberal», στις 5 Μαρτιού του 1895 γράφει (ii) :  «Στην Αμερική, οι αυτόχθονες έχουν θριαμβεύσει απέναντι στον εισαγόμενο κανόνα. Οι ιθαγενείς έχουν θριαμβεύσει εμπρός στην τεχνοκρατική ελίτ. Οι ιθαγενείς έχουν θριαμβεύσει απέναντι στους ξενόφερτους, καθαρόαιμους κρεολούς. Δεν πρόκειται για μια σύγκρουση ανάμεσα στον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα, μα για μια πάλη ανάμεσα στην ευρυμάθεια και τη φυσική γνώση. Ο γηγενής άνθρωπος είναι καλός και ξέρει να εκτιμά και να ανταμοίβει την πνευματική ανωτερότητα, εφόσον όμως αυτή η πρόσφορη υποταγή του δεν τον υποβαθμίζει ή δεν τον προσβάλλει. Τότε μόνο ο ιθαγενής άνθρωπος στρέφεται στα όπλα και τη δύναμη για να επανακτήσει το σεβασμό καθενός που πληγώνει τις ευαισθησίες του ή βλάπτει τα συμφέροντά του. Οι τύραννοι Αμερικάνοι έχουν έρθει να κυβερνήσουν με τη δύναμη της περιφρόνησης αυτών των φυσικών υπεροχών έναντι των ιθαγενών και η πτώση τους κρίνεται βέβαιη εξαιτίας αυτής τους της προδοσίας. Οι δημοκρατίες έχουν εκδιώξει αυτούς τους τυράννους, εξαιτίας της κυβερνητικής τους ανεπάρκειας,της αδυναμίας τους να εκτιμήσουν τα φυσικά στοιχεία των γηγενών, να ορίσουν μαζί με εκείνους τις κυβερνητικές κατευθύνσεις, να κυβερνήσουν μαζί. Κυβερνήτης, σε μια νέα χώρα, σημαίνει Δημιουργός.» Ο ίδιος συμπληρώνει μες στο ίδιο κείμενο, εντοπίζοντας τις αιτίες της σύγκρουσης μες στην πολιτική της αποικιοκρατίας. «Δεν υπάρχει φυλετικό μίσος, ακριβώς γιατί δεν υφίστανται φυλές.»

Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Jery A. Sierra, ο Jose Marti (iii) «θα πρότεινε την ενότητα ανάμεσα στις δύο ακτές [εννοεί της Φλόριντα και της Κούβας]. Καθώς κατόρθωσε να επιλύσει τις ποικίλες διαφορές ανάμεσα στους ηγέτες της επανάστασης κατά τα έτη πριν την έναρξη του πολέμου για την ανεξαρτησία της Κούβας, έτσι και θα ωθούσε κάθε Κουβανό να κοιτάξει βαθιά μες στην καρδιά του και ώστε η λύση η οποία θα επιλεγόταν να ήταν η πλεόν κατάλληλη για τον καθένα.»

Προβαίνοντας σε μια συμπερασματική θεώρηση των όσων παραθέτονται σε τούτη την αναφορά για τον Jose Marti δεν μπορούμε παρά να αποδεχτούμε το γεγονός πως ο ίδιος στάθηκε εμπνευστής μιας ολόκληρης, εθνικής προσπάθειας, επιστρατεύοντας ιδέες πρωτοποριακές, οι οποίες περισσότερο ερμηνεύονταν ως απόπειρα σύγκλησης, παρά ως ένα εγχείρημα όξυνσης και αδιαλλαξίας. Η λογοτεχνική του παρουσία, μοντέρνα, πρωτοποριακή, στρατευμένη σαφώς στον αγώνα των Κουβανών αγωνιστών, έχει να κομίσει εις τη λατινο-αμερικάνικη λογοτεχνία ένα νέο ρεύμα, μια διαφορετική τάση, υπερβατικότερη, πιο κοντά στο ίδιο το πνεύμα του τόπου. Εντούτοις, όμως θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τούτο. Η στράτευση του Marti καθώς φαίνεται από τα κείμενα του ίδιου αλλά και τις σύγχρονες, κριτικές θεωρήσεις δεν αφορούσε ένα διαρκή αγώνα, ασύμφορο σε κόστος ανθρώπινων ζωών. Ο Marti επιθυμούσε, σαν τον βιβλικό Δαυίδ, καθώς λέει να παλέψει με το «τέρας» και τις εσωτερικές, οικείες σε εκείνον αδυναμίες, προκειμένουν να μεταβάλει την πρόθεσή του απέναντι στο κράτος, το οποίο αναγνώριζε ως πατρίδα του. Η πρωτοποριακή του στάση, ο ανρωποκεντρικός χαρακτήρας των λόγων του αλλά και η βαθιά συνείδηση της εθνικής του ταυτότητας, επέτρεπαν σε εκείνον να αντικρίζει με νηφαλιότητα όλα όσα φάνταζαν απεχθή και βάναυσα για την πλειοψηφία. Η παραδοχή ενός κόσμου, ο οποίος είχε ήδη εισαχθεί σε τροχιά ανάπτυξης σε σχέση με τη στάσιμη, αναπτυξιακά Κούβα συνιστά ένδειξη θάρρους και τολμηρής αυτοκριτικής. Τούτη την προσέγγιση ο Marti θέλησε να την εξαργυρώσει με τη σύμπραξη των Αμερικάνων και την ενίσχυσή του γηγενούς στοιχείου στην προσπάθεια αναμόρφωσής του. Ο πατριωτισμός του επιστρατεύθηκε όταν ο ίδιος διαπίστωσε πως πέρα από τις πολιτικές και τη διπλωματία, πέρα ακόμη και από τις ευγενέστερες επαναστάσεις και τις διαλλακτικότερες προσεγγίσεις παραμένει άκαμπτη η περιφρονητική στάση απέναντι σε έναν ολόκληρο λαό. Για τούτο το ιδανικό του αμοιβαίου σεβασμού, σκοτώθηκε στις 19 Μαίου του 1895 σε ένοπλη σύγκρουση. Παραμένει σύμβολο των αγώνων διεθνώς, ενώ προτομές και μνημειακές μορφές του στολίζουν αίθρια και περιβόλους σχολών, μεγάρων δημοσίου χαρακτήρα.

Η εργογραφία του Jose Marti περιλαμβάνει, καθώς ήδη αναφέραμε πλήθος κειμένων, δημοσιογραφικού ή δοκιμιακού χαρακτήρα καθώς και επιστολές και άλλου είδους κείμενα. Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποιους από τους πολυάριθμους, πραγματικά τίτλους: 1887 April – El poeta Walt Whitman, 1883 March –El Puente de Brooklyn, 1889 – 'La edad de oro', βιβλίο διδακτικού χαρακτήρα για τα νέα παιδιά, απασχόληση που αποδεικνύει τον πατριαρχικό ρόλο του Μάρτι για την κουβανική κουλτούρα, 1891 October –Versos Sencillos, το πιο γνωστό ίσως από τα έργα του, το οποίο περιλαμβάνει 46 ποιήματα, γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, σε τετράστιχες στροφές, οκτασύλλαβες. Ένα έργο πλούσιο σε χρωματικές αναφορές και συμβολισμούς. Το περιεχόμενο στη συλλογή, ποίημα «Rosa Blanca», στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε και που εδώ παρουσιάζεται μεταφρασμένο, αφορά την απολογία του Ιησού στο Συμβούλιο των Αρχιερέων και είναι τέτοια η σπουδαιότητά του, ώστε καθιερώθηκε τούτο να διδάσκεται σε όλα τα παιδιά, τα οποία λαμβάνουν λατινο- αμερικάνικη παιδεία.

(iv)

«Φυλώ ένα άσπρο ρόδο,
Το φυλώ από τη ζέστη του θερισμού
Από την παγωνιά ενός Γενάρη
Το φυλώ.
Για εκείνον τον ειλικρινή φίλο
Που θα έρθει με το χέρι ολόψυχα απλωμένο,
Ακόμα και για εκείνη την αποτρόπαια μορφή,
Που ξεσκίζει με μίσος
Την καρδιά που κρατώ,
Δεν κρατώ τρυφερό ανθό,
Μήτε αγκάθια κρατώ.
Μονάχα φυλώ ένα άσπρο ρόδο.»
Rosa Blanca
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΒΑΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ -
Η ΑΦΕΤΗΡΙΑ, Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ, ΟΙ ΝΕΕΣ ΦΩΝΕΣ -
Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ


Η περίπτωση του Jose Marti αποτελεί την κορυφαία, ίσως συνεισφορά της κουβανικής λογοτεχνίας στο διεθνή χώρο. Η προσφορά του σε επίπεδο κοινωνικό, αλλά και η πρωτοπορία της γραφής του δίκαια τον κατατάσσουν στους σημαντικούς εκπροσώπους της ποίησης σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η μελέτη, όμως της κουβανικής λογοτεχνίας περιλαμβάνει δίχως αμφιβολία ένα ευρύ φάσμα γραφών, οι οποίες παρουσιάζουν τόσο κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όσο και αντιθέσεις, στην ποιότητα ή τη στόχευση, ώστε να μπορούμε να μιλούμε για μια αντινομία, για μια δυσαρμονία της αναλογίας έργων και δημιουργών, σε σχέση με την πληθυσμιακή έκταση του τόπου.

«Η ποίηση υπάρχει παντού. Σε λέξεις, δρόμους, συνεργεία.», δηλώνει ο Alejo Carpentier περιγράφοντας το εύρος και αναφορά της ποιητικής λειτουργίας. Παρά το γεγονός πως η κουβανική ποίηση αρχίζει να αναπτύσσεται κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, εντούτοις σήμερα μπορεί να θεωρηθεί ως μία από τις πλέον ανεξάρτητες και παραγωγικές, ενώ την ίδια στιγμή, ανάμεσα στα κράτη της λατινικής Αμερικής διαπιστώνεται, χωρίς αμφιβολία η βαθιά επίδρασή της στο ύφος και τη θεματολογία. Με άλλα λόγια θα λέγαμε ότι η κουβανική ποίηση συνιστά πηγή έμπνευσης για την ευρύτερη περιοχή, αλλά και την παγκόσμια, διεθνή σκηνή. Ο ισπανόφωνος κόσμος μπορεί σήμερα να υπερηφανεύεται για την πληθώρα ποιητών και λογοτεχνών, οι οποίοι έχουν επανειλημμένα βραβευτεί από διεθνούς κύρους θεσμούς. Ανάμεσά του, πολλοί Κουβανοί λογοτέχνες, όπως ο Alecho Caprentier και ο Lezama Lima, προσωπικότητες των κουβανικών γραμμάτων, οι οποίες δίκαια συμπεριλήφθηκαν στις υποψηφιότητες των βραβείων Νόμπελ.

Εξετάζοντας το φαινόμενο της κουβανικής λογοτεχνίας δεν μπορούμε, όπως ήδη παρατηρήσαμε να παραβλέψουμε το γεγονός πως το έντονο, ιστορικό παρελθόν, προσέφερε το υπόβαθρο ώστε να αναπτυχθεί μια εξειδικευμένη, τοπική φιλολογία, εμποτισμένη από τις απογοητεύσεις, τους αγώνες και την κοινωνική αβεβαιότητα της κουβανικής πραγματικότητας. Διαρκή καθεστώτα ανελευθερίας, πρακτικές δικτατορικές, αποτελούν ιδιαίτερα κοινές αναφορές στην πρόσφατη ιστορία του τόπου. Έτσι, δεν θα μπορούσε να μην μπολιαστεί κάθε ανθρώπινη δράση, όπως και η τέχνη με τούτη την αίσθηση, με την υπεροχή της, όπως διαπιστώθηκε μες στα χρόνια με μια μόνιμη, μα διακριτικά, την ίδια στιγμή,  μαχητική διαλλεκτική των εκπροσώπων του λόγου και της τέχνης συλλογικότερα.

Η αφετηρία της λογοτεχνικής παραγωγής, με την έννοια της ιστορικότητας μπορεί να θεωρηθεί στην Κούβα η περίοδος του πρώτου αποικισμού. Οι θαλασσοπόροι, οι οποίοι έφταναν στις νέες ακτές, έφερναν μαζί τους χρονικογράφους, κειμενογράφους δηλαδή άξιους χειριστές του λόγου, ικανούς να καλύψουν την καινούρια, ανθρώπινη πορεία. Ικανούς να περιγράψουν και να καταστήσουν ιστορικό ντοκουμέντο την απόπειρα των πρώτων αποίκων να εξασφαλίσουν την επιβίωση στα ιδιαίτερα αφιλόξενα, για τους Ευρωπαίους, εδάφη της «νέας γης.» Η πρώτη, ποιοτικά αναγνωρίσιμη, κουβανική λογοτεχνία επισημαίνεται τον 18ο αιώνα, με το έργο «Ο πριγκηπικός κήπος και ο υποκριτής Κλοριντάνο», («The Garden Prince and the hypocritical Clorindano»), έργο το οποίο πραγματευόταν με τρόπο κωμικό τις τεχνητές επιννοήσεις του χρόνου και των παραμέτρων του.

Στα τέλη του ίδιου αιώνα διαπιστώνεται και η πρώτη, ποιητική παραγωγή με κουβανική προέλευση. Οι στιχουργοί Manuel de Zequeira y Arango and Manuel Justo de Rubalcava, παρουσιάζουν τα πρώτα, ποιητικά έργα με κοινά χαρακτηριστικά. Τούτα αφορούν κυρίως την επικράτηση μιας χαρακτηριστικής, κουβανικής τεχνοτροπίας, η οποία εντοπίζεται στη θεματολογία. Το φυσικό τοπίο αποκτά την προτεραιότητα στις αναφορές αυτές. Οι ωδές «A la pina» και «Silva Cubana» συνιστούν τα σημαντικότερα έργα της περιόδου αυτής, αποδιδόμενα στους δημιουργούς, τους οποίους ήδη αναφέραμε ως γνώσιους εκπροσώπους της πρώιμης, κουβανικής ποίησης των αρχών του 18ου αιώνα.

Το ρεύμα του νεοκλασσικισμού θα επικρατήσει τις επόμενες δεκαετίες, ειδικά κατά τις αρχές του 19ου αιώνα. Ως τάση, ο νεοκλασσικισμός αφορούσε την αναθέρμανση του ενδιαφέροντος απέναντι στην αρχαία, ελληνική πραγματικότητα. Η πεποίθηση πως οι άνθρωποι εκείνης της περιόδου είχαν επιτύχει την απόλυτη σύμπλευση πνευματικότητας και κοινωνικής ισορροπίας, η κορύφωση του λόγου και των άλλων μορφών της τέχνης αποτελούν μερικές από τις αιτίες για την αναζωπύρωση του συγκεκριμένου ρεύματος. Στην Ευρώπη με τον Σίλερ και τον Γκαίτε η καλλιτεχνική αυτή ροπή θα γνωρίσει σημαντική  εξέλιξη και θα επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό την εργογραφία της περιόδου. Η ορθολογιστική προσέγγιση του σύμπαντος και η επιδιωκόμενη αρμονία αποτέλεσαν βασικές αρτηρίες για τούτο το ζωντανό και ακμαίο ρεύμα.

Ακριβώς ετούτο το ρεύμα με τα ποιοτικά γνωρίσματα που αναφέραμε θα κάνει, λοιπόν  την εμφάνισή του και στην κουβανική, καλλιτεχνική πραγματικότητα. Η διαφορά του σε σχέση με την αρχαιοπρεπή, λατινική ή ελληνική, αντίστοιχη τεχνοτροπία έγκειται στο γεγονός της ενσωμάτωσης από τους κουβανούς λογοτέχνες της περιόδου εκείνων των στοιχείων, τα οποία υποστήριζαν και ενίσχυαν τον παράγοντα της εντοπιότητας. Η λεγόμενη «κουβανοποίηση», ως τάση συνιστά εκείνον τον παράγοντα ο οποίος διαφοροποιεί τον κουβανικό νεοκλασσικισμό από τον αντίστοιχο της γηραιάς ηπείρου. Η επιθυμία να τονιστεί η πολιτισμική διαφοροποίηση της Κούβας στάθηκε η αφορμή για την παρουσία εκπροσώπων της περιόδου, οι οποίοι με τα έργα τους θέλησαν να δηλώσουν απερίφραστα την παγιωμένη απόσταση από τα πολιτισμικά «πράγματα» της Ευρώπης. Οι Francisco Pobeda y Armenteros και Domingo del Monte  με τα έργα και τη στάση τους κατόρθωσαν να ενισχύσουν την προσπάθεια διαφοροποίησης των κουβανών δημιουργών από τις επικρατούσες, ευρωπαϊκές τεχνοτροπίες. Ήταν οι πρώτοι, των οποίων τα έργα καθιστούν μακρύτερη την πολιτιστική απόσταση μεταξύ της Κούβας και της Ευρώπης, ενώ ενίσχυσαν, καθιέρωσαν και ανέδειξαν την «κουβανοποίηση» ως εθνικό καθήκον κάθε γηγενούς δημιουργού. Είχε ήδη δηλαδή τεθεί, σιωπηρά η καταξίωση της δύσης ως επιλογή αντιστοιχίας για έναν τόπο πολυσυλλεκτικό, με ασαφή ταυτότητα και σύντομη, αν και και συγκλονιστική, εξαιρετικά, ταυτόχρονα ασταθή ιστορική πραγματικότητα.

Την ίδια πρακτική, εκείνη δηλαδή της διαφοροποίησης και της ισχυροποίησης του κουβανικού, πολιτισμικού ιδιώματος θα εφαρμόσουν οι Κουβανοί λογοτέχνες και στο ρεύμα του ρομαντισμού, το οποίο θα διαδεχτεί το νεοκλασσικισμό. Οι Jose Manuel Heredia, Gabriel de la Concepcion Valdes, Juan Francisco Manzano συνιστούν τους γνησιότερους εκπροσώπους της τάσης αυτής, εντοπιζόμενης περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Οι προαναφερόμενοι, μαζί με τον Jose Jacinto Minales αποτελούν και τους κυριότερους «κληρονόμους» του αμερικανικού καθεστωτισμού και των επιρροών, τις οποίες αυτός εγκατέστησε στην κουβανική νήσο.

Στα επόμενα χρόνια, ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει για δύο, κυρίως ποιητές. Οι Juan Clemente Zenea και Luiza Perez de Zambrana με το έργο τους επέτυχαν την ανύψωση της ποιοτικής στάθμης της κουβανικής, λογοτεχνικής παραγωγής, προβαίνοντας σε σημαντικά άλματα.

Προτού προβούμε στην επισήμανση των σημαντικότερων εκπροσώπων του 20ου αιώνα και τον τρόπο με τον οποίο η κουβανική λογοτεχνία πέρασε στον νέο αιώνα, είναι σημαντικό να συνοψίσουμε τα πιο καίρια χαρακτηριστικά της παραγόμενης λογοτεχνίας κατά τον αιώνα που εξέπνευσε.

Ο έντονος, λοιπόν εθνικός και κοινωνικός χαρακτήρας της στιχουργικής κατά την περίοδο της ανάπτυξης της κουβανικής τεχνικής του λόγου, διαμορφώνει το στρατευμένο χαρακτήρα της, όπως επισημάνθηκε στην προσφορά κυρίως του Jose Marti. Παράλληλα, παρουσιάζεται η διάθεση για την πλήρη αναζήτηση και αφομοίωση όλων των αισθητικών ρευμάτων, όπως αυτά παρουσιάστηκαν στην Ευρώπη. Ο ρομαντισμός, ο νεοκλασσικισμός τον οποίον ήδη αναφέραμε, στοιχεία μιας κουλτούρας «avant guard», ο συμβολισμός, ο υπερεαλισμός συνιστούν επιρροές της τοπικής λογοτεχνίας, επιβεβαιώνοντας τον ολότελα «ανοικτό» χαρακτήρα της λατινο- αμερικάνικης τέχνης, η οποία δίχως παρωπίδες ήταν πάντα σε θέση να αφομοιώσει τα σημαντικότερα στοιχεία από τις διαπιστούμενες, λογοτεχνικές τάσεις. Ειδικά όσον αφορά τις καλλιτεχνικές ιδιαιτερότητες και τον τρόπο με τον οποίο αυτές εντάχθηκαν στην δημιουργική δράση της Κούβας, ειδική αναφορά θα πρέπει να πραγματοποιηθεί στην αίσθηση «baroque», η οποία διατρέχει την κουβανική ποίηση, συνδυάζοντας την ισπανική κληρονομιά με την παράδοση και την ονειρική διάσταση. Ετούτη την πληθωρικότητα μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στην κουβανική, καλλιτεχνική δημιουργία, η οποία δεν αρνήθηκε σε όλο το ιστορικό της μάκρος την ευθεία θεάση προς τις πιο καινοτόμες και ρηξικέλευθες, καλλιτεχνικές τάσεις. Σε ετούτη την πτυχή θα πρέπει κανείς να μνημονεύσει ειδικά τους (1) Gogora και Cevedo, ως γνησιότερους εκπροσώπους της αισθητικής «baroque» και της βροντερής παρουσίας της στην καλλιτεχνική και ειδικά τη λογοτεχνική δημιουργία της Κούβας.

20ος ΑΙΩΝΑΣ, Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ -
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ -
ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ -
ALEJO CARPENTIER, Η ΕΜΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ


Ο 20ος αιώνας συνιστά για την Κούβα την πιο συγκλονιστική εποχή. Δεν πρόκειται μόνο για την περίοδο, κατά την οποία λαμβάνει χώρα η επανάσταση του Κάστρο. Η εγκαθίδρυση ενός σοσιαλιστικού κράτους στους κόλπους της ταχύτατα, ανπτυσσόμενης δύσης, η διαμόρφωση του ψυχροπολεμικού κλίματος και η εντατικοποίησή του ως την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, αποτελούν μερικά από τα πιο καίρια χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Η επανάσταση, έχοντας μεταβαλει τη στόχευσή της στο εσωτερικό της χώρας θα ανακόψει την εξελικτική πορεία της χώρας. Εις το όνομα του σοσιαλισμού, η Κούβα θα καταστεί «θέατρο» του τρόπου με τον οποίο οι κοινωνίες υποκύπτουν και τελικά χάνουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Η θεμελιώδης αυτή απώλεια, η ανάπτυξη ενός αβαθούς, κρατικού μηχανισμού, ο οποίος θα ήλεγχε στον απόλυτο βαθμό όλες τους τομείς της ανθρώπινης δράσης κλόνισε ισχυρά ένα αρχικά υγιές κίνημα και έθεσε τη βάση για τη μεταστροφή του πνεύματος της λαϊκής βάσης.

Η Κούβα σταδιακά οδηγείται στην απομόνωση, τον ηθελημένο αποκλεισμό, τον οικονομικό και κοινωνικό «αυτισμό», συμπτώματα μιας δημοκρατίας αυστηρά προσωποπαγούς, ανίκανης να λειτουργήσει ως θεσμός, με τον ελάχιστο βαθμό αυτοσυντήρης. Η σημερινή, οικονομική και κοινωνική συγκυρία ίσως αποτελεί την αρχή μιας πορείας, η οποία και θα οδηγήσει στην εφαρμογή ενός δικτύου καθολικών ελευθεριών, αναφερόμενες σε όλους τους τομείς της αστικής και όχι μόνο δραστηριότας. Η πολιτική μετάβαση από τη δικτατορική περίοδο του Φιντέλ Κάστρο, σε εκείνη την αποφασιστικά πιο φιλελεύθερη διακυβέρνηση του Ραούλ μπορεί να εκληφθεί το πρώτο βήμα εκμοντερνισμού της Κούβας. Μια μεταβολή, η οποία συνεπάγεται και την παροχή αυτονόητων ελευθεριών, περιορισμένων επί σειρά ετών από μια ανάλγητη και αδιάλλακτη διακυβέρνηση, είτε αυτή μεταφράζεται ως κανονιστικό πρόγραμμα, είτε πάλι εκφράζεται από τα πρόσωπα και την ειδική ιδεολογία ή φιλοδοξία τους.

Η επανάσταση του Κάστρο απέβλεπε στο σχηματισμό ενός συγκεκριμένου καθεστώτος, με σαφείς πολιτικές και ακριβή οράματα, ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα και στοχοθέτησης. Η απαλλαγή από την ισπανική επικυριαρχία, η αντίθεση στις ιμπεριαλιστικές βλέψεις των Ηνωμένων Πολιτειών, ανέδειξε σε σημαντικό βαθμό ένα σαφές, εθνικό όραμα, εξαργυρωμένο σε ένα ευρύτερο πεδίο δράσεων.

Η πνευματική ζωή του τόπου δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί κατά διαφορετικό τρόπο. Έτσι απαιτήθηκε εκ νέου η επιλογή μιας πνευματικότητας, συμβατής με τις πολιτικές ιδιαιτερότητες του τόπου αλλά και την ίδια την ψυχοσύνθεση ενός ολόκληρου λαού.  Σε τούτο τον αιώνα αποτυπώνεται με ξεκάθαρο τρόπο, ευκρινή θα λέγαμε στο μέγιστο βαθμό, η ισπανική και αμερικανική επίδραση στην Κούβα. Εκπρόσωποι της λογοτεχνίας δημιουργούν δύο τάσεις. Εκείνη η οποία αντιμετωπίζει ως σύμβολο πια τις δημοσιεύσεις και τα «πιστεύω» του Jose Marti και εκείνη που δεν μπορεί, από την άλλη πλευρά παρά να σταθεί με μια συνδυαστική, δημιουργική θα λέγαμε πρακτική απέναντι στις ισπανικές και αμερικανικές επιρροές. Παρά τις επιδράσεις των διαφορετικών, αυτών εθνικών ομάδων, η λογοτεχνική παραγωγή της Κούβας, κατά τα πρώτα έτη της επανάστης, «δέχεται» με αξιοθαύστη ροή τις νέες εκδοχές της εγχώριας, αποκαταστημένης πνευματικότητας. Η τελευταία δεν θα συμπεριλάβει πια στις τεχνοτροπίες και την έκφρασή της εκείνη την ποίηση με το σαφή, κοινωνικό χαρακτήρα. Οι διαφορετικές, κοινωνικές συνθήκες επιβάλλουν κάτι ολότελα διαφορετικό και αμιγώς κουβανικό στην ισχύ και την αναφορά του. Η Κούβα του Κάστρο και της αντίστασης στο αμερικανόφερτο κεφάλαιο, αποτελεί οδηγό για τους νέους ποιητές και τις ποιήτριες, που δημιουργούν υπό το πνεύμα του μοντερνισμού και ενός νέου, αναδιατυπωμένου νεο- ρομαντισμού.

Ο Julian del Casal ποιητής ορόσημο για τις αρχές του 20ου αιώνα δίνει το στίγμα. Διαχωρίζοντας την ποιητική του από τις καθορισμένες βλέψεις, υιοθετεί ένα πιο σύγχρονο ύφος, «τραγουδώντας» την καινούρια ιδέα, αυτή που βασίζεται στην εναγώνια προσέγγιση μιας νέας εποχής, μιας δεκαετίας ραγδαίων αλλαγών στις ήδη διαμορφωμένες, κοινωνικές επιταγές. Οι Agustin Acosta, Ruben Martinez  Villena και Jose Zacarias Tallet αποτελούν τους κύριους εκφραστές της νέας τάσης, εκείνης που καθιστά την ανθρώπινη αγωνία ως προτεραιότητα, πέρα από τις κοινωνικές μάχες και τα οράματα. Οι ποιητές τούτης της αναφοράς φαίνεται πως αντλούν την προσέγγισή τους από διαφορετικές πηγές, εμποτίζοντας τούτες με τους όρους ενός ακμάζοντος μοντερνισμού. Η έλλειψη ρεαλισμού συνιστά και μια κύρια πτυχή της αδυναμίας τους να ακολουθήσουν με επάρκεια τη νέα εποχή. Το έργο «La Zafra» του Acosta, με τη θρησκευτική ρεαλιστικοποίηση της ζωής στις φυτείες του νησιού συνιστά δείγμα της επιδιωκόμενης προσέγγισης. Ο μοντερνισμός αυτός θα εκπνεύσει και οριστικά θα τελειώσει ως τάση ή κίνημα με την εμφάνιση της avant guard περιόδου. Η αφηρημένη γραφή, με την συγχεόμενη σύνταξη, αλλά και η τόνωση της αφρικανικής, ποιητικής παράδοσης, οδηγούν τη νέα τάξη των πραγμάτων.

Η παρουσία του Nicola Guillen συνιστά την αιτία για την τόνωση του ενδιαφέροντος σχετικά με την παράδοση των εποίκων ιθαγεννών και τη διάσωση μιας βαθιάς και δημιουργικής κουλτούρας. Η ποίηση «negrista», η επίδειξη ενός ενδιαφέροντος στην πλούσια ποιητική παράδοση των μεταφερόμενων εργατών συνιστά τη βασική στόχευση αυτού του καλλιτεχνικού ρεύματος, το οποίο εξελίχθηκε και διαδόθηκε σε όλες τις χώρες όπου και δραστηριοποιήθηκε το αφρικανικό στοιχείο. Η διαφορά στην τάση, την οποία διαμόρφωσε ο Guillen αφορά την κοινωνική διάσταση του ζητήματος, μία πλευρά η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης σε όλες τις χώρες, περιορίζοντας τη θεώρηση του φαινομένου σε ένα καλλιτεχνικό, αποκλειστικά επίπεδο. Ο Guillen θέλησε να τραγουδήσει τον κόπο και τα βάσανα του εργάτη και είναι ακριβώς ετούτη η προσέγγισή του που καθιστά την κουβανική ποίηση «negrista» πιο δυναμική και ολοκληρωμένη ανάμεσα στις παρόμοιες εκφάνσεις της.

LEZAMA LIMA, Ο ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΣ ΤΟΥ «PARADISO»


Ειδική αναφορά θα πρέπει σε τούτο το σημείο να πραγματοποιηθεί στο πρόσωπο του Lezama Lima, του Κουβανού συγγραφέα, ο οποίος οδήγησε την εγχώρια λογοτεχνία σε νέα, ανεξιχνίαστα εδάφη. Ο συγγραφέας του «Paradiso» κάνει την εμφάνισή του σε μια περίοδο τελμάτωσης του γραπτού λόγου. Ο Lima εμφανίζεται στα κουβανικά γράμματα με το περιοδικό «Revista Origenes». Αντιπροσωπεύοντας εκείνη τη λογοτεχνία που διατηρεί την ταυτότητά της μα παράλληλα παραμένει «ανοιχτή» στη σύγχρονη, διεθνοποιημένη κοινωνία, ο Lima, ως κεντρική φυσιογνωμία, πλαισιωμένος από σπουδαίους λογοτέχνες, όπως Cintio Vitier, Octavio Smith  και άλλοι προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια διαφορετική ένταση στη λογοτεχνική πραγματικότητα της εποχής με τις ποιητικές τους εργασίες. Πυκνές μεταφορές, αλλόκοτη σύνταξη, τρελή πολλές φορές υπερβατικότερη της λογικής συνέπειας και μια αποικιακή αναφορά, θρησκευτικού, προφητικού τύπου συνιστούν τις ενδείξεις για την καλλιτεχνική αναγέννηση του Νεο- Ρομαντισμού, όπως αυτός διαμορφώθηκε υπό τον καλλιτεχνικό τύπο του «baroque.» Η προφητική αυτή τεχνική του λόγου και της τέχνης γενικότερα δεν θα μπορούσε να μην αποτελέσει αντικείμενο ενδιαφέροντος για τους προφητικούς δημιουργούς, με τη σαφή αναγωγή προς την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη.

Παρά το γεγονός πως ο Lima συνιστά έναν Κουβανό ποιητή, έξω και πέρα από τον κανόνα, πέρα ακόμα και από τα ίδια τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της Κούβας, δεν αναιρείται η υποχρέωση έκφρασης θαυμασμού απέναντι σε έναν από τους πιο ιδιόμορφους καλλιτέχνες με κομβική παρουσία, πρωτοποριακή μες στην ήδη, «φιλόξενη», ποιητική παραγωγή της επαναστατικής Κούβας. Η ποικιλία της έντυπης κειμενογραφίας του Lima αλλά και η κοσμική, περισσότερο συμπαντική θεώρηση του κόσμου τον καθιστούν αγαπητό. Στα χνάρια του, καθώς και των άλλων λογοτεχνών όπως του Lorenzo Garcia Vega και του Felix Pita Rodriguez θα στηριχθεί η προσπάθεια για τη μετάβαση στη νέα εποχή και συγκεκριμένα σε αυτή που προβλέπει πια την αναφορά στον αποικιακό, ιστορικό χαρακτήρα του τόπου.

Ο Lezama Lima (1910-1976) γεννήθηκε και έζησε στην Κούβα, ενσωματώνοντας μες στον ψυχισμό του τρεις σαφώς επαναστατικές φύσεις. Η ανδαλουσσιανή, η βασική και η κουβανική καταγωγή του οριοθετούν την ύπαρξη του Lima. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός και πέθανε κατά το 1919, γεγονός το οποίο επηρέασε σε σημαντικό βαθμό τη μεταστροφή του προς την ποίηση. Εμφανίζεται με το ποίημα «Ο θάνατος του Νάρκισσου», το 1937, ενώ ιδιαίτερο είναι το ενδιαφέρον το οποίο επιδεικνύει στον έντυπο, λογοτεχνικό τύπο. Έχοντας λάβει σημαντικές θέσεις στη μετεπαναστατική Κούβα, όπως υποδιευθυντής του Τμήματος Εκδόσεων, με διευθυντή τον έτερο σπουδαίο της κουβανικής λογοτεχνίας, Alejo Carpentier ο Lima συνιστά ένα βασικό άξονα της νέας, εθνικά «πνευματικής» Κούβας του Κάστρο. Ο Lima θα αποκτήσει φήμη μες στα όρια του ισπανόφωνου, ακαδημαϊκού κόσμου, όταν θα προχωρήσει στη δημιουργία του σπουδαιότερου, ίσως περιοδικού του «Origenes.»

Η έκδοση του μνημειώδους μυθιστορήματος «Paradiso» το 1966 αποτελεί και την κορυφαία πτυχή του έργου του, ενώ παράλληλα συνιστά δείγμα του εύρους, στο οποίο ήταν δυνατό να φτάσει η γραφή τύπου «baroque», την οποία ο ίδιος εισήγαγε, υποστήριξε, εξέλιξε και ουσιαστικά κοινώνησε. Η αμηχανία του καθεστώτος απέναντι στο μυθιστόρημά του, η απόσυρσή του από τις προθήκες των βιβλιοπωλείων, αποτέλεσαν την αφορμή για την πνευματική και κοινωνική, ηθελημένη πάντα, απομόνωση του σπουδαίου συγγραφέα, ο οποίος με τούτο τον τρόπο καταδίκασε απερίφραστα ένα σκοταδιστικό καθεστώς, περιφρονώντας τις ίδιες τις αρχές και τις κολακείες του.

Ο Lezama Lima κατέληξε το 1976 στην Αβάνα της Κούβας, έχοντας πληγεί από πνευμονία. Οι μετέπειτα αναφορές στο έργο του, η εξειδικευμένη βιβλιογραφία, ογκοδέστατη πράγματι, σχετικά με το μυθιστόρημα «Paradiso», η πνευματική του θέση, πρωτοποριακή και βαθιά καλλιτεχνική είχε ως αποτέλεσμα ο Lezama Lima να αποτελεί σήμερα ένα πρόσωπο ορόσημο, όχι μόνο για τη λατινο-αμερικάνικη, λογοτεχνική σκηνή, αλλά και για το σύνολο της παγκόσμιας, πνευματικής κοινότητας.

Η συνεισφορά του Lima και των συνεργατών του περιοδικού «Origenes» αποτέλεσε μια συγκλονιστική επιρροή στην πνευματική ζωή της Κούβας. Μέσα από τις παρουσιάσεις και τις αναφορές του περιοδικού τέθηκαν οι βάσεις για την εξέλιξη της κουβανικής λογοτεχνίας, ενώ παράλληλα ερμηνεύθηκαν οι προσεγγίσεις, οι κλίσεις αλλά και οι παρελθούσες, λογοτεχνικές κατακτήσεις ενός τόπου με έντονη, όπως είδαμε, κοινωνική και αγωνιστική ιστορία.

Το «Paradiso», το κορυφαίο έργο του Lima αποτελεί την πιο καίρια, όμως συνεισφορά του Κουβανού λογοτέχνη στη διαμόρφωση μιας ολόκληρης εποχής, όχι μόνο για την πατρίδα του, αλλά και για το σύνολο, όπως αποδείχτηκε του ισπανόφωνου κόσμου. Το έργο, αυτοβιογραφικό σε μεγάλο βαθμό, παρουσιάζει με τον πιο μυθιστορηματικό, μυστικιστικό τρόπο τη μετάβαση ενός νέου στην ενηλικίωση, παράλληλα με τη μεταπήδηση ενός ολόκληρου λαού σε έναν καινούριο αιώνα. Στην αυγή του 20ου αιώνα, ο νεαρός άνδρας του «Paradiso» διαπιστώνει με έναν τρόπο ποιητικό την οδύνη, με την οποία η ζωή εξελίσσεται, αρθρώνεται, δοκιμάζει με τον πιο προσωπικό τρόπο τους φόβους που ελοχεύουν στην αυγή της «πραγματικής ζωής.»

Οι επισημάνσεις πολλών μελετητών σχετικά με τον υποδηλούμενο, ομοφυλλοφιλικό ερωτισμό του μυθιστορήματος δεν επιδέχονται αμφισβήτησης ή επιβεβαίωσης, αποδεικνύοντας πως το «Paradiso» κατορθώνει να λειτουργήσει σε τρεις, απόλυτες διαστάσεις, όπως κάθε μεγάλη τέχνη. Με άλλα λόγια το μυθιστόρημα του Lima καταφέρνει να αγγίξει το απαιτούμενο ύψος, όπως αυτό εκφράζεται μέσα από κάθε κορυφαία, καλλιτεχνική δυνατότητα, στρέφεται προς έναν υπό εμβάθυνση ορίζοντα, καλλιεργώντας και τιμώντας την εσωτερικότητα, ως μέσο μετάδοσης των αισθημάτων, ενώ την ίδια στιγμή διαπιστώνεται η ευρύτητα, το πλάτος δηλαδή, το οποίο κατακτάται διά μέσου των ιδεών και του δικτύου τους. Το «Paradiso» αποτελεί δείγμα της πληθωρικότητας με την οποία η γραφή «μπαρόκ» μπορεί να λειτουργήσει. Το έντονο συγκηνισιακό στοιχείο, το «προσωπικό» ως μία διαχέουσα υποκειμενικότητα, η κίνηση των προσώπων και του χρόνου, όλων γενικά των παραμέτρων, οι οποίες συνθέτουν το εξειδικευμένο σύμπαν, που δεν είναι αμιγώς λογοτεχνικό μα αποκτά κάποτε ζωή και ασθμαίνει, λειτουργεί πέρα και πάνω από την ίδια τη δημιουργία του. Η αντίθεση τέλος και η προτεινόμενη υπερβολή, αποτελούν ακόμα μερικά ουσιώδη χαρακτηστικά της τεχνοτροπίας «baroque.» Ο Lezama Lima συνθέτοντας το «Paradiso» υιοθετεί όλα τούτα τα στοιχεία δημιουργώντας έναν ολόκληρο οργανισμό, ιστορικό, κοινωνικό, διακριτικά προσωπικό, αποτέλεσμα μιας εμπύρετης εποχής σε κάθε επίπεδο για την κουβανική λογοτεχνία.

Ο συμβολισμός αποτελεί μέσο για τη σύνθεση του Lima. Με τούτο ως γνώμονα θα πρέπει να εκτιμηθεί πρώτιστα η διαρκής αναφορά του συγγραφέα σε πληροφορίες, οι οποίες άπτονται στη βιολογία των ειδών. Συγκρεκριμένα, οι διαρκείες, ζωολογικές επισημάνσεις του συγγραφέα, πέρα από την πραγμάτωση της επιδίωξης του θαυμασμού για την ευρύτητα και την πολυμάθεια δημιουργού και περσόνων του, κατέχουν για το «Paradiso» μια ειδική, κομβική σημασία, περισσότερο ουσιαστική παρά εννοιολογική. Η αναγωγή των πληροφοριών αυτών σε κοινωνικό επίπεδο και η επίτευξη αντίστοιχων σχολίων, γύρω από τις τάξεις και τις ανθρώπινες συμπεριφορές συνιστά το βαθύτερο σκοπό των εν λόγω αναφορών. Παράδειγμα αποτελεί η παροχή πληροφοριών σχετικά με τα είδη των ιχθύων, τα οποία απαντώνται στην κουβανική, θαλάσσια πανίδα. Η κατάταξη των ειδών, ανάγεται σε σχολιασμό επί του γυναικείου «φέρεσθαι», επί της θέσης του κουβανικού λαού απέναντι στα υπόλοιπα, λατινοαμερικάνικα, εθνολογικά φύλλα, στη σιωπηρή αντιπαράθεσή τους με αφετηρία ιστορικές συγκρούσεις και κοινές, εθνικές «πηγές.»

Σε τούτα τα σχόλια προστίθεται και η διαρκής κριτική για το ζήτημα του ταξικού διαχωρισμού το οποίο βιώνεται με έντονο τρόπο κατά τη διάρκεια της εποχής συγγραφής του «Paradiso», εξαιτίας κυρίως της δουλεμπορικής, πολύχρονης πρακτικής στο νησί αλλά και των συνεπαγόμενων, πολλαπλών προσμίξεων στο έδαφος της Κούβας. Οι αναφορές αυτές προσδίδουν στο έργο του Lima μια κριτική και αντισυμβατική διάσταση ανάγοντας το έργο σε μια ειρωνική πραγματεία απέναντι στις κοινωνικές πραγματικότητες της Κούβας και τις άλλες, όσες κυριαρχούν και επιζούν σε όλο το εύρος του δυτικού, ανεπτυγμένου κόσμου. Κάθε σχετική αναφορά του Lima αποτελεί έναν έμμεσο σχολιασμό γύρω από την ιστορική πραγματικότητα, την ανάδειξή της σε μια αναντίρρητη αλήθεια, διαρκώς επαναλαμβανόμενη, ικανή λοιπόν να συνεισφέρει στη διαμόρφωση κανόνων και συμπεριφορών.

Επιθυμώντας να δηλώσει την κοινωνική σημασία της γραφής του, θέλοντας να καταστήσει σαφή τη στόχευση αυτή, ο συγγραφέας επιστρατεύει συμβολικές σκηνές μιας ιστορικής ακολουθίας, διατρέχοντας ολόκληρη την ανθρώπινη πρακτική με μια κατεύθυνση από την οικεία δύση προς την αυτόνομη ανατολή, με μια καταγραφή της διαχρονικά, εμπόλεμης ανθρωπότητας. Οι ρωμαϊκές ρομφαίες αντικαθίστωνται από τα σπαθιά των ανατολικών, φονταμενταλιστικών θεωρήσεων. Η ακριβής αναφορά του Lima  σε τούτα τα ζητήματα και τις καταγραφές είναι τέτοια ώστε μπορεί να σταθεί ικανή να ερεθίσει τον αναγνώστη, προκειμένου ο τελευταίος να εξάγει, ελεύθερος, έχοντας εντρυφήσει στην ευρύτητα του Κουβανού δημιουργού και τις προθέσεις του τα δίκαια κοινωνικά και ιστορικά συμπεράσματα. Η κοινωνική αυτή προοπτική του έργου του Lima, αν και μία ανάμεσα στις πολυπρόσωπες, σημασίες του έργου αναφέρεται πρώτη, εξαιτίας της συνεισφοράς της στην πιο ουσιώδη από τις ανθρώπινες πραγματικότητες.

Η μίξη αρχαιοελληνικών πληροφοριών και άλλων πιο σύγχρονων, θεμελιακών φιλοσοφικών «σταθερών» αποτελεί ένα «μωσαϊκό» θέσεων έτσι ώστε να διαμορφωθούν οι πιο ανθρωποκεντρικές και καθολικές ιδέες, όπως εκείνες της ειρήνης, να εκτιμηθεί παράλληλα και να αναδειχτεί η ιστορική μνήμη και η θετική ή αρνητική συνεισφορά της στη διαμόρφωση μιας παγκόσμιας κοινωνίας. Μόνο ως ένδειξη ανθρώπινης προσέγγισης και δημιουργικού μεγαλείου μπορεί να θεωρηθεί η ερωτική θεώρηση του Lima γύρω από την ερμηνευτική απόπειρα της προσήλωσης του ατόμου στη φωτοχυσία της. Ο ερωτισμός αυτός εντοπίζεται για τον συγγραφέα στην αντίφαση εκείνη, η οποία θέλει τον άνθρωπο, γνώστη ενσυνείδητου της ιστορικής πραγματικότητας, να αγνοεί την τραγικότητα των ίδιων των λαθών του. Ο ερωτισμός του Lima αφορά έναν άνθρωπο, δίχως αξιοπρέπεια, παραδομένο στις εσωτερικές αντιθέσεις του, ανίκανου να απεμπολήσει την ταυτότητα ενός δαιμονικού ζώου, με ένστικτα τρυφερά, πανίσχυρα, που τον θέλουν να προσκολλάται σε ότι τον αρνήθηκε ή τον κλόνισε. Σε τούτη την πτυχή της ανθρώπινης φύσης μπορεί κανείς να διαπιστώσει την αιτία της προόδου, την αφορμή για την ανακοπή της. Ολόκληρη η ανθρωπότητα κινείται με τούτο το σφυγμό, το σφυγμό ατελείωτων παθών, τα οποία έχουν αφήσει σημάδια, όπως στις μεμονωμένες περιπτώσεις των ατελών ερώτων. Τη δαιμονιώδη λατρεία στο παρελθόν και τα ενδεχόμενά του μελετά το «Paradiso», διαπιστώνοντας την ίδια στιγμή μέσω της τεχνικής του Lima, πως μόνο μέσω μιας ανάλογης ερμηνείας μπορεί να ημερέψει το πρόσωπο και τα πάθη του. Έτσι, συνθέτεται ποιητικά το έργο και έτσι γίνεται καταννοητό αυτό που λέει ο καθηγητής Μαρωνίτης στα λαμπρά τομίδιά του. Πως τούτος ο σφυγμός του κόσμου μπορεί να ερμηνευθεί με την ποιητική γραφή, διότι σε εκείνη μπορεί να εντοπισθεί η αφετηρία του, ο δαίμονας συνιστά έναν παράγοντα που επιζεί πάντα πριν το ποίημα, πριν τη γραφή και εξακολουθεί πέρα από την ίδια, καθολικά ξεπερνά δημιουργούς και νοήματα. Για τούτο το «Paradiso» αποτελεί έναν κόσμο αυτόνομο, ένα σύμπαν αυτοτελές και διαχρονικό, μία πραγματικότητα, ιστορικά, δοσμένη ανάγλυφα. Μία αλήθεια, η οποία σαφώς ανταποκρίνεται στη διατύπωση του ίδιου του Lezama Lima, καθώς μιλά για «μια ματαιόδοξη μάχη της ευφυίας.»

Ο κοινωνικός σχολιασμός του Lima στο κορυφαίο έργο του, το οποίο και αποτελεί την ουσία της παρατήρησής μας, επεκτείνεται σε όλους τους θεσμούς, σε όλες τις εκφάνσεις της αμιγώς και δευτερευόντος, επίσημης άσκησης της εξουσίας, κρατικής και άλλης. Έτσι ερμηνεύεται η αντίθεση του συγγραφέα απέναντι στα εκκλησιαστικά ιδρύματα και τη γενικότερη επίδραση του καθολικισμού στην ευρύτερη περιοχή. Επίδραση, η οποία δοκιμάστηκε από το εντόπιο στοιχείο, ήδη από την εποχή της ανακάλυψης της «νέας γης» και της διοίκησής της από τις δυτικές, αποικιοκρατικές δυνάμεις.

Ξεχωριστή σήμανση στο έργο του Lima αποτελεί η αναφορά στο στοιχείο του ερωτισμού. Η καταγεγραμμένη, ομοφοβική Κούβα της περιόδου μετά την επανάσταση του Κάστρο, η μηδενική ανοχή των αρχών απέναντι στην ερωτική ελευθερία, την οποία διεκδικεί η νεότητα, ο τρόμος για μια καθολική έκκληση των ηθών, δίχως να λαμβάνεται υπόψη ο έρωτας ως πηγή δημιουργίας, σε κάθε του έκφραση, αποτελούν τα αίτια, ίσως τα κυριότερα για τις αναφορές του Lima, τις διακριτικά ερωτικές, με την προέκταση την οποία σχολιάσαμε. Η κατάφαση, η υπεράσπιση θα λέγαμε καλύτερα της ομοφυλλοφιλίας εκ μέρους του «Paradiso» θα πραγματοποιηθεί με τις αναφορές του συγγραφέα γύρω από το σχετιζόμενο, ανδρικό πρότυπο της αρχαίας, ελληνικής κοινωνίας, όπως εκφράστηκε από τους Αριστοτέλη και Πλάτωνα. Η παράθεση φιλοσοφικών διατυπώσεων και ιστορικών πληροφοριών γύρω από την τάση της ομοφυλλοφιλίας και την επίδρασή της σε όλους τους τομείς, όπου αναπτύσσονται διαπροσωπικές σχέσεις, ανεξάρτητα από την αφετηρία τους, συγκροτεί την πάγια τακτική του Lima για την υπεράσπιση του λόγου του.Η ανδρόγυνη μορφή, εκείνη δηλαδή η φύση που ανέχεται και υπερασπίζεται τις δύο όψεις του ανθρώπου, συνιστά μια καθολικότητα, μια ύπαρξη κοντύτερα σε εκείνο που καλείται πληρότητα και επιδιώκεται με τρόπο διακαή σε κάθε ιστορική περίοδο. Η πραγμάτωση αυτή του ανθρώπου δεν μπορεί παρά να σταθεί σε πείσμα του ορθολογισμού και της θρησκευτικότητας. Για τον ήρωα του «Paradiso», ο έρωτας ξεπερνά τη σαρκική του έννοια, παύει να αποτελεί μία αποκλίνουσα συμπεριφορά και αποκαθίσταται ως μία προγονική μνήμη, η οποία και ξεπερνά τα όρια των σωμάτων και οδηγεί στην τελείωση. Είναι σαφής η πρόθεση του Lima να διαχωρίσει τη σαρκική επιθυμία από την έννοια του έρωτα με την πνευματική του υπόσταση. Ο έρωτας, είτε ως ετεροφυλλοφιλία ή πάλι ως μία «σύμπραξη ομωνύμων» ενυπάρχει στη συνείδηση του ατόμου, δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί μες στις τεχνητές ανακρίβειες των θεσμών, αλλά εκτείνεται στην έννοια του είδους, την πρωταρχική, οντολογική υπόσταση του ανθρώπου.

Ο Lima κρίνει τη γνώση, αποδεικνύει την ανεπάρκειά της στην ερμηνεία των ανεξήγητων φαινομένων, κρίνει τον ίδιο τον άνθρωπο, οραματίζεται την κάθαρσή του, εκείνη που θα έρθει στο τέλος του έργου, εκείνη που θέλει τον άνθρωπο να έχει βιώσει τη δειλία, τον τρόμο, την ελάχιστη δυναμική του, όπως αυτή προβάλεται μέσα από το μύθο της Αντιγόνης και επιζεί. Τα πρόσωπα του έργου πιστοποιούν το ατυχές, ανθρώπινο παρόν, διατηρούν όμως την ίδια στιγμή μία υποψία κατάφασης, όπως και κατακτιέται τελικά, για το ενδεχόμενο μιας βεβαιότητας, μιας αλήθειας σύμφωνης με τα μέτρα και τα σταθμά, ανάλογης και διδαγμένης την ιστορική αλήθεια, ως εμπειρία, ως λάθος και ως πραγμάτωση.

Ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται το «Paradiso» προσομοιάζει σε μεγάλο βαθμό με την τεχνική της γραφής του «Χαμένου Χρόνου» του Προυστ. Δεν είναι μόνο η προσήλωση σε δευτερεύουσας σημασίας πληροφορίες, μέσα από τις οποίες αναδεικνύεται το ουσιώδες, ούτε και η ογκωδέστατη αποτύπωση μιας πραγματικότητας. Εκείνο, που ξεπερνά το προσωπικό σε κάθε του έκφραση, δεν είναι άλλο από τη χρήση της μνήμης και τον τρόπο με τον οποίο αυτή καθίσταται εκμεταλλεύσιμη. Με άλλα λόγια το μοντέλο της διασκεπτικής μνήμης, το οποίο προτείνεται από τον Προυστ βρίσκει την εφαρμογή του στο έργο του Lima, όπου και κυριαρχεί μια αδιαμόρφωτη και κλονισμένη μνήμη. Τούτο επεκτείνεται στη σκέψη και τη συμπεριφορά, τούτη η μνήμη δεν είναι εκκούσια, διότι τότε δεν θα μπορούσε να διαμορφώσει τον υψηλό βαθμό ευαισθησίας τον οποίο κατορθώνει. Η   φιλοσοφία, είτε πραγματεύεται την τέχνη, τον άνθρωπο και την ταυτότητά του, είτε μελετά το παρελθόν ως πραγματικότητα και αλήθεια, μόνο ενσωματωμένη στα ανθρώπινα μέτρα είναι δυνατόν να καταστεί ικανή να μεταδώσει το βαθμό ευαισθησίας, να συμπυκνώσει τη μουσική της σκέψης και του σώματος σε ένα ακλόνητο οργανισμό, σε ένα σύμπαν αυτοτελές, όπως εκείνο του «Paradiso.»

Ο Lezama Lima εχει δημιουργήσει ένα μυθιστόρημα το οποίο με βεβαιότητα μπορεί να αποτελέσει την επιτομή του όρου (2) «Ολικό μυθιστόρημα.» Τούτη η απαράμιλλη συνεισφορά του στην παγκόσμια λογοτεχνία, όσο και η πνευματική του επίδραση στην Κούβα, αλλά και η ταυτόχρονη εναντίωσή του σε οτιδήποτε αμφισβήτησε την ανθρώπινη ελευθερία, τον αναδεικνύουν ως μια κορυφαία προσωπικότητα, εκφραστή ενός ήθους, υπερβατικότερου της φιλοδοξίας, εφάμιλλου της αυταπάρνησης. Ο Lima οδήγησε τη λογοτεχνία σε κλίμακες και μεγέθη υψηλότερα.

Οι Florit, Eliseo Diedo και Virgillio Pinera αποτέλεσαν μαζί με τον Lima ένα καίριο ρεύμα για την κουβανική λογοτεχνία. Η προσήλωσή του στην τεχνοτροπία του «μπαρόκ», αυτή η ισχυρή και ακλόνητη πρόθεσή τους ως προς το συμβολισμό και την αποτύπωση των προσωπικών συναισθημάτων, συνιστά τον κοινό παρονομαστή της εργογραφίας τους. Με μία προσωπική αισθητική, ιδιαίτερα οξυδερκή, μάρτυρες της πρακτικής του επαναστατικού καθεστώτος οι συγγραφείς αυτοί, κυριότεροι εκπρόσωποι μιας ολόκληρης, αποφασιστικής περιόδου για τη μετάπειτα, ως το 1980 περίπου περίοδο, κατάφεραν να θέσουν τις βάσεις για την αναμόρφωση και τελικά την καθιέρωση της ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Η ομάδα αυτή των δημιουργών, αποκαλούμενη και ως «γενιά του ‘50» επηρέασε καίρια, ως τελευταία, πνευματική κίνηση τη μετέπειτα πορεία της κουβανικής λογοτεχνίας, ενσωματώνοντας όλες τις ισχυρές μεταβολές από το 1960 και έπειτα.

Οι Luis Rogelio Nogueras, Nancy Morejón, Víctor Casaus, Guillermo Rodríguez Rivera, Jesús Cos Causse, Raúl Rivero, Lina de Feria, Delfín Prats, Magaly Alabau και Félix Luis Viera, συνιστούν τους κυριότερους εκπροσώπους των δημιουργών, οι οποίοι γεννιούνται κατά την πενταετία 1945-1950, δημιουργώντας μέχρι το 1980 και έπειτα. Σε αυτή την ομάδα λογοτεχνών μπορεί  κανείς να προσδιορίσει δύο τάσεις ή ρεύματα. Πρόκειται αφ΄ενός για εκείνη την κατεύθυνση, η οποία μοιάζει να σέβεται και να υιοθετεί τα μέτρα και τις παραδοσιακές φόρμες και αφ΄ετέρου εκείνη η τάση, η οποία θέλει μια μεγαλύτερη ελευθερία, επιδιώκοντας νέες φόρμες, δίχως υιοθέτηση των τεχνικών κανόνων. Εντούτοις εκείνο, το οποίο πρέπει να διαπιστώσει κανείς ως κοινή εκφορά και στις δύο «πτέρυγες» δεν είναι άλλο από μια πλούσια σε πειραματισμούς γλώσσα. Η πρόζα, ζωντανή, απτή, ρεαλιστική και επίκαιρη απαιτεί νέες προσεγγίσεις και η συγκεκριμένη γενιά, προσφέρει το κατάλληλο, δημιουργικό υπόβαθρο.

Η γενιά αυτή αλλά και η επόμενη, αποδέχονται και θέτουν στην κορυφή των εμπνευστών δημιουργών της κουβανικής ποίησης τον Lezama Lima, αποδεικνύοντας τη διάθεσή τους, όχι να στραφούν δημιουργικά προς την παράδοση, αλλά να οριοθετήσουν την ίδια, την εθνική δημιουργία. Δημιουργοί όπως οι Sigfredo Ariel, Chely Lima, Jesús David Curbelo, Antonio José Ponte, Rita Martín,Emilio García Montiel, Carlos Alfonso, Frank Abel Dopico, Damaris Calderón, Teresa Melo, Nelson Simón, Juana García Abas, Ronel González, León Estrada, Reinaldo García Blanco δηλώνουν με το έργο τους τη διακριτική μεταβολή, τη ρήξη με τους κανόνες. Η στάση αυτή, επικυρωμένη με πιο δυναμικό τρόπο, έχοντας καθορίσει επακριβώς τα δημιουργικά της όρια εκφράζεται μες στις σελίδες του περιοδικού «Jacara». Στο έντυπο δημοσιεύονται δημιουργίες, οι οποίες αποδεικνύουν ξεκάθαρα την αποστασιοποίηση των λογοτεχνών από μία πολιτική θεώρηση της πραγματικότητας. Η διαφοροποίηση δηλώνεται με αποφασιστικό τρόπο, ενώ ο νέος στίχος καθίσταται ακόμα πιο διεθνοποιημένο, οικουμενικότερος ως προς τη συμβατότητα με άλλες προβληματικές, αλλά και προσαρμοστικότερος στην απαίτηση της επικαιρότητας.

(Συνεχίζεται)
Σημειώσεις: (1) Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια λεπτομερής μελέτη της επίδρασης της ισπανικής λογοτεχνίας στη διαμόρφωση της εξειδικευμένης ταυτότητας, με την οποία «συστήθηκε» απέναντι στο πνευματικό κατεστημένο η κουβανική ποίηση. Η επίδραση των αναφερόμενων δημιουργών κρίνεται κομβική, τόσο για την ανάπτυξη της τεχνοτροπίας «baroque», όσο και για την εισαγωγή του χιουμορ στην κουβανική γραφή, ως μία δάνεια συνεισφορά, η οποία ενσωματώθηκε πλήρως στην τοπική, μελλοντική εργογραφία. (2) Εκτενείς αναφορές, ιδιαίτερα αναλυτικές, εφάμιλες της αξίας του έργου μπορεί κανείς να αναζητήσει στον ογκώδη και λεπτομερειακό πρόλογο του μεταφραστή του «Paradiso», Μανώλη Παπαδολαμπάκη, όπου και αποκαλύπτεται ολόκληρη η δομή και ο τρόπος σύνθεσης του μνημειώδους αυτού, έργου, το οποίο μαζί με τον «Οδυσσέα» και το «Χαμένο Χρόνο» του Προυστ συνθέτουν μία ειδική, ξεχωριστή κατηγορία λογοτεχνικώνμ αυθύπαρκτων κόσμων, κιβωτών κάθε λογοτεχνικού ρεύματος και κάθε τεχνοτροπία.

Βιβλιογραφία: (i) «cubanacan»: Το νησί κατά την προκολομβιανή εποχή κατοικόυνταν από ιθαγενείς φυλές, γνωστές ως Ταΐνο και Σιμπονέι, των οποίων οι πρόγονοι είχαν έρθει αρκετούς αιώνες νωρίτερα από τη Νότια Αμερική. Οι Ταΐνο ήταν γεωργοί και οι Σιμπονέι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες. Το όνομα Κούβα προέρχεται από την Ταΐνο λέξη cubanacán που σημαίνει "κεντρικός τόπος". (ii) http://www.historyofcuba.com/history/marti/America.htm, «OUR AMERICA», δημοσίευση στην εφημερίδα «EL PARTIDO LIBERAL», 5/3/1895. (iii) http://www.historyofcuba.com/history/marti/America.htm, «MARTI LIVES», JERRY A. SIERRA. (iv) 1891 October –Versos Sencillos, «ROSA BLANCA», JOSE MARTI.