Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 19

Cubanacan: Σύντομη μελέτη της κουβανικής λογοτεχνίας Mέρος B'

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
-διαβάστε το α' μέρος -
ALEJO CARPENTIER


Την εμβληματικότερη, ίσως μορφή των κουβανικών γραμμάτων συνιστά ο συγγραφέας Alejo Carpentier, προσωπικότητα συγκλονιστικά σημαντική στη διαδικασία της πολιτιστικής αναμόρφωσης, όχι μόνο της Κούβας μα και όλων των λατινο-αμερικάνικων κρατών. Η συνεισφορά του στην αποκατάσταστη και οριοθέτηση μιας σαφούς ταυτότητας για τη σύγχρονη, κουβανική πραγματικότητα, το πλούσιο και κομβικό, συγγραφικό έργο, με τις σαφείς, διαχρονικές επιρροές, επιβεβαιώνουν πως δικαιωματικά ο Alejo Carpentier κατέχει μια ξεχωριστή θέση στο λογοτεχνικό στερέωμα. Συγκρίνεται με τον Lezama Lima στη γενική συνεισφορά του στα κουβανικά γράμματα.

Ο Κουβανός συγγραφέας γεννήθηκε στη Λωζάννη της Ελβετίας στις 26 Δεκεμβρίου του 1904 και κατέληξε στο Παρίσι στις 24 Απριλίου του 1980. Ήταν γόνος Γάλλου αρχιτέκτονα και Ρωσίδας μητέρας, καθηγήτριας ξένων γλωσσών. Αμέσως μετά τη γέννησή του η οικογένεια μετοίκησε στην Αβάνα, την οποία και ο Carpentier αναγνωρίζει στο εξής ως μόνη και αποκλειστική πατρίδα του. Η νεανική του ηλικία χαρακτηρίζεται από έντονη πνευματικότητα. Μέσα σε ένα κατάλληλο, οικογενειακό περιβάλλον, χαρακτηριζόμενο από μια φυσική κλίση προς τον ακαδημαϊσμό, ο Carpentier γνωρίζει τους «μεγάλους» της ευρωπαϊκής διαννόησης και μυείται στα μυστικά της λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερα.

Ο ίδιος δεν θα ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές στη σχολή αρχιτεκτονικής της Αβάνας. Οι συγκυρίες της ζωής, οι βιοποριστικές ανάγκες καθώς και ζητήματα οικογενειακά θα οδηγήσουν τον νεαρό Carpentier στην αναζήτηση εργασίας στην Αβάνα, προκειμένου να παρέχει τα απαραίτητα για την επιβίωση της μητέρας του. Η απασχόλησή του ως δημοσιογράφος της καλλιτεχνικής στήλης στις εφημερίδες «La discussion» και «El Heraldo de Cuba» αποτέλεσε και την πρώτη, δημοσιογραφική του δραστηριότητα. Καλύπτοντας θέματα σχετικά με την επίδραση της avant guard τεχνοτροπίας, ιδιαίτερα στη μουσική, ο Carpentier άρχισε να μελετά το περιβάλλον του και να αποκτά πιο ειδικευμένες γνώσεις και απόψεις γύρω από τη μουσική. Με τούτη τη φήμη να τον περιβάλλει ο νεαρός Κουβανός εισέρχεται ως μέλος στην ομάδα «Revista de Avance.» Με νέες και καινοτόμες ιδέες γύρω από την τέχνη, πολλές φορές αγγίζοντας τα όρια του μεταμοντέρνου ο Alejo Carpentier μεταβάλεται σε μία απειλή για το δικτατορικό καθεστώς του Ματσάδο. Η φυλάκισή του για ένα χρόνο εξαιτίας δημοσιεύματος κατά του δικτάτορα θα τον οδηγήσει τελικά στην πρόσκαιρη φυγή του από την Κούβα και τη μετάβασή του στη γαλλική πρωτεύουσα. Θα επιστρέψει στη Λατινική Αμερική το 1939, έπειτα από έντεκα χρόνια αυτοεξορίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Στη Γαλλία ο Carpentier θα αναπτύξει τις καλλιτεχνικές του απόψεις και θα τελειοποιήσει στο μέγιστο βαθμό τα ήδη ανεπτυγμένα, εκφραστικά του μέσα. Σε τούτη την παραμονή θα διαμορφωθεί σε μεγάλο ποσοστό η βάση πάνω στην οποία θα ασκηθεί ολόκληρη η συγγραφική δεινότητα του σημαντικότατου λογοτέχνη. Έπειτα από μια μικρή παραμονή στη Βενεζουέλα και την Αϊτή θα επιστρέψει τελικά στην Αβάνα, εξαιτίας, όπως λέει ο ίδιος μιας «νοσταλγίας που τον έκανε να αδειάσει το διαμέρισμά του και να αποφασίσει την επιστροφή στην αγαπημένη Αβάνα.» Με την ανάδειξη στην εξουσία του Φιντέλ Κάστρο ο Alejo Carpentier θα επιστρέψει στην Κούβα για να αναλάβει σημαντικό πόστο στη νέα κυβέρνηση και τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό της. Διευθυντής του τμήματος Εκδόσεων της κουβανικής κυβέρνησης θα συνδράμει με όλες του τις δυνάμεις στο σοσιαλιστικό όραμα, όντας ο ίδιος φανατικός Μαρξιστής και Λενιστής, διαβλέποντας ίσως στο εγχείρημα του Κάστρο τη διέξοδο στο δυτικού τύπου, νεοφιλελευθερισμό.

Η ικανότητά του στη συγγραφή μυθιστορημάτων σταθμών για την παγκόσμια λογοτεχνία, η ευρυμάθειά του, όπως αποτυπώνεται με την ξεχωριστή συμβολή του στη μουσικολογική μελέτη της Κούβας αλλά και το ελεύθερο πνεύμα σε συνδυασμό με τη βαθιά αγάπη για την περιοχή της Λατινικής Αμερικής θα χαρακτηρίσουν το έργο του. Πολυταξιδεμένος, ενσωματώνοντας τις θεάσεις του κόσμου μες στην εξειδικευμένη ματιά του, ο Carpentier υποστήριξε στη γραφή του την τεχνοτροπία τύπου «baroque» την οποία και συναντήσαμε ήδη στην περίπτωση του Lezama Lima. Η κυριότερη όμως συνεισφορά του αφορά τη διαμόρφωση της θεωρίας του «θαυμαστού πραγματικού», μία προσέγγιση της μοναδικότητας του χώρου εκείνου, ο οποίος προσδιορίζεται γεωγραφικά μες στα πλαίσια της Λατινικής Αμερικής. Ο Caprentier αναγνωρίζει σε τούτο τον τόπο μια ξεχωριστή δυναμική, ικανή να μεταβληθεί σε επίπεδα μυθιστορηματικά ή εξωπραγματικά. Το έργο του «The Kingdom of this world», το οποίο παρακολουθεί την ιστορία του πρώτου βασιλιά της Αϊτής, συνιστά τη βάση εκείνη πάνω στην οποία ο Caprentier στηρίζει τη θεωρία του επονομαζόμενου «μαγικού ρεαλισμού», αποτυπώνοντας το θαυμαστό και ανεξήγητο τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η ιστορία μες στα όρια αυτού του κόσμου.

Δύο από τα σημαντικότερα έργα του Alejo Carpentier, κατατασσόμενα σε τούτη τη θέση με βάση τη δυναμική της πρόσληψής τους από το αναγνωστικό κοινό συνιστούν «Τα χαμένη βήματα» και «Ο αιώνας των Φώτων.» Πρόκειται για δύο αριστουργήματα τα οποία επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο τη βαθιά και συνειδητή γνώση της ιστορίας της Λατινικής Αμερικής από τον σπουδαίο μυθιστορηματογράφο και μουσικολόγο Alejo Caprentier.

Η φράση, η οποία περιλαμβάνεται στα «Χαμένα βήματα», αποτυπώνει με τον πιο εύγλωττο και περιεκτικό τρόπο τη θεώρηση του Alejo Carpentier, τη στόχευση του ίδιου του έργου. Η φράση του Τζων Μπουθ  «Sic Semper Tyrannis», δολοφόνου του Λίνκολν φαντάζει ως η δίκαιη κατάληξη, το απόσταγμα θα λέγαμε της αμερικανικής πρακτικής από τη στιγμή της ανακάλυψης του «νέου κόσμου» ως τη θεμελίωση του αμερικανικού κράτους και τη σύμπλευση των μεμονωμένων επαρχιών του πλούσιου βορρά και του περισσότερο δημοκρατικού και ανθρωποκεντρικού νότου. Το συμπυκνωμένο νόημα της φράσης του Μπουθ διατρέχει ολόκληρο το έργο του Κουβανού συγγραφέα ως ένα υδατογράφημα, ως η ρίζα θα λέγαμε της προσέγγισης του ίδιου του Carpentier στην εξελικτική πορεία της αμερικανικής ηπείρου. Αποδοκιμάζοντας βαθιά τις μεθόδους με τις οποίες οργανώθηκε και θεμελιώθηκε το αμερικανικό κράτος εις βάρος του αυτόχθονου στοιχείου θα μεταβληθεί σε μία σταθερά για τον Carpentier, ο οποίος με την ίδια στάση θα καταδικάσει απερίφραστα στις σελίδες του βιβλίου τις πρακτικές της ανελευθερίας, όπως εκφράστηκαν στην πορεία του αιώνα από τις γερμανικές, κατοχικές δυνάμεις και την κήρυξη ενός αποτρόπαιου και παράλογου πολέμου. Ο συγγραφέας αναγνωρίζει τις πρακτικές αυτές ως την απόδειξη της ριζικής αποτυχίας του δυτικού κόσμου να θέσει ως προτεραιότητα το ανθρώπινο στοιχείο, να καταστήσει το σεβασμό προς την ανθρώπινη ζωή ως το πιο καίριο συμπέρασμα μιας εξελικτικής, γνωσιολογικά πορείας, η οποία αδιάκοπα οδήγησε στην κατοχύρωση της ιδιότητας του «ανεπτυγμένου» για τη γηραιά ήπειρο και την αμερικανική κοινοπολιτεία. Η μόρφωση, η βελτίωση των συνθηκών ζωής, η επιστημοσύνη συνιστούν παραμέτρους, οι οποίες δεν συνέβαλαν τελικά στη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος ικανού να εξυψώσει την ανθρώπινη έννοια με όλες τις συνιστώσες της. Με τούτο τον τρόπο ο Carpentier αποδοκιμάζει την πορεία της ανθρωπότητας και τελικά αναγνωρίζει με τρόπο αποδεικτικό πως όλα εξελίχθηκαν με την ίδια αφέλεια, με την οποία θα βάδιζε ο κόσμος, όντας αμόρφωτος ή ακαλλιέργητος. Η ίδια η ανθρώπινη, ιστορικά καταγεγραμμένη πορεία αναιρεί τις κατακτήσεις και τις θεμελιακές αξίες τις οποίες έθεσε ο άνθρωπος ως επίκεντρο και κιβωτό.

Μία πρώτη εκτίμηση των «Χαμένων Βημάτων» βεβαιώνει τη χρήση μιας ορισμένη φόρμας στη γραφή, ικανής να εκμεταλλεύεται το στοιχείο του «θαυμαστού πραγματικού.» Περιγραφές φευγαλέων στιγμών, με λεπτομερειακό τρόπο περιλαμβάνονται σε όλο το εύρος του έργου εντυπωσιάζοντας τον αναγνώστη με την ποιητική τους πρόθεση. Ο συγγραφέας εστιάζει το ενδιαφέρον του στις δευτερεύουσες απασχολήσεις του ανθρώπου, για να αναδείξει τελικά την αδυναμία του προσώπου να συλλάβει την πιο καίρια, ίσως από τις πτυχές της ύπαρξής του, εκείνη η οποία μόνο ως μυστικιστική και εσωτερική θα μπορούσε να περιγραφεί και να οριστεί.

Η στροφή του Carpentier προς τη λαογραφική μελέτη της κουβανικής ιστορίας διαφαίνεται μες στο μυθιστόρημα. Θίγοντας ζητήματα θρησκευτικά ή άλλοτε παραθέτοντας πληροφορίες τοπικιστικού και λαϊκού χαρακτήρα ο συγγραφέας μοιάζει να ανασύρει όχι μόνο την ιστορική μνήμη, αλλά την αίσθησή της, την ουσία της, όπως επιζεί ανάμεσα στα πρόσωπα και μες στις εποχές, διαμορφώνοντας καταλυτικά και απόλυτα την έννοια την έννοια της «εθνικής ταυτότητας.» Η ιδέα της «κοινοκτημοσύνης», μιας διακριτικά, κοινής αφετηρίας των πολιτισμών και των ιδεολογικών τους κριτηρίων αποδεικνύεται μες στο έργο του συγγραφέα. Ο εντυπωσιασμός, με την κυριολεκτική έννοια του όρου θα επέλθει ως συνέπεια, όχι εξαιτίας τούτης της λογοτεχνικής πρακτικής αλλά κυρίως λόγω της ευκολίας με την οποία ο Carpentier συμπυκνώνει τις ιδέες του, καθώς και την ευστοχία των τελευταίων να κρίνουν και να χαρακτηρίσουν τις βεβαιωμένες τάσεις των πολιτισμών. Ο Alejo Carpentier εμφανίζεται ως μία ακραία και βαθιά, φιλοσοφική προσωπικότητα, θέτοντας ερωτήματα διαχρονικά, αποκωδικοποιώντας με αυτόν τον τρόπο την τάση του ανθρώπινου στοιχείου να υποτιμά ή ακόμα να υπερτιμά το παρελθόν, το οποίο ουσιαστικά οδηγεί τις κοινωνίες προς τις μελλοντικές προσομοιώσεις.

Η θεώρηση της τέχνης για τον Carpentier συνιστά ένα ζήτημα καθολικής σημασίας μα και ταυτόχρονα μία κατάκτηση, όχι της λεγόμενης, πνευματικής «κάστας» αλλά μιας λαϊκής ετυμηγορίας με βάση το κριτήριο της παροδικότητας ή πάλι της μονιμότητας. Ακριβώς σε τούτο ο συγγραφέας εντοπίζει τα όρια της τέχνης, αναγνωρίζοντάς την ως περιεχόμενο κάθε ιδέας, η οποία μπορεί να εκφράσει το «ωραίο», το «υφηλό.» Αυτή η τέχνη συνιστά το μόνο τρόπο προκειμένου να σφυρηλατηθεί ένα βέβαιο μέλλον, μια μελλοντική κατάφαση, με άλλα λόγια, αφού μες στην καλλιτεχνική πρακτική αποτυπώνονται τα λάθη, οι αδικίες, οι κατακτήσεις και οι τραγωδίες ολόκληρης της ανθρώπινης πορείας. Ετούτη η αυτογνωσία, όπως εκφράζεται μέσα από την καλλιτεχνική ευαισθησία συνιστά τη μόνη αλήθεια, τη μόνη μέθοδο προκειμένου ο άνθρωπος να ικανοποιήσει την ανάγκη του να ερμηνεύσει και να ερμηνευθεί καθολικά. Με τούτο τον τρόπο ίσως καταστεί αποτελεσματική η προσπάθεια του ατόμου να αναπτύξει τον κατάλληλο «βηματισμό» μες στις νέες εποχές και τις αδόκιμες προκλήσεις. Τα «Χαμένα Βήματ» αποτελούν την αδυναμία της ανθρώπινης κοινωνίας να διαμορφώσει ένα σταθερό και ουσιαστικό βήμα προς ένα πιο ουμανιστικό μέλλον.

Ο «Αιώνας των Φώτων», το έτερο σημαντικό λογοτέχνημα του Alejo Carpentier πραγματεύεται την ιστορία μίας οικογένειας, παράλληλα με τη διαδικασία της ολοκλήρωσης του εποικισμού της νεοανακαλυφθείσας, αμερικανικής ηπείρου. Ο Carpentier προβαίνει σε μία δυναμική εξιστόρηση, παρακολουθώντας ταυτόχρονα, με την ιδιότητα του αφηγητή την ιστορική εξέλιξη, τη σύνθεση του «νέου κόσμου», κατά τη διάρκεια της ίδρυσης των πιο σημαντικών πόλεων στην παρθένα γη. Το μυθιστόρημα ακολουθεί τη μέθοδο των «Χαμένων Βημάτων», παραθέτοντας σημαντικά, ιστορικά στοιχεία, τα οποία με ένα πιο σαφή τρόπο επιβεβαιώνουν τη θηριωδία του δυτικού κόσμου απέναντι σε μια νέα πραγματικότητα, μια ανεκμετάλλευτη ευκαιρία, την οποία και αποτέλεσε με τόσο πειστικό τρόπο η αμερικανική ήπειρος. Η ανθρώπινη φιλοδοξία, η θρησκευτική μισαλλοδοξία, με την επιδεικτική ασέβεια προς το ιθαγενές στοιχείο, η πρακτική της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων και των τοπικών πληθυσμών από εκείνους, οι οποίοι ευαγγελίζονταν με τον ερχομό τους ένα καλύτερο μέλλον για τους αυτόχθονες, συνιστούν μερικές από τις πιο καίριες θεματικές ενός μυθιστορήματος, το οποίο περιέχει ακριβείς, ιστορικές αλήθειες, λειτουργώντας με το μηχανισμό των υποννοουμένων, οδηγώντας έτσι τον αναγνώστη στη διαμόρφωση ενός βέβαιου και αποτρόπαιου συμπεράσματος. Σε τούτη τη μυθιστορία ο Carpentier παραθέτει στοιχεία της ήδη διαμορφωμένης ζωής των Ευρωπαίων αποίκων. Θα μπορούσαμε να πούμε πως τα δύο διηγήματα συνιστούν μέρος ενός έργου «εν προόδω» με το οποίο ο συγγραφέας καταθέτει το δριμύ «κατηγορώ» του απέναντι στο δυτικό κόσμο. Η «τερατώδης αδράνεια ενός ασκητή», όπως περιγράφεται σε κάποιες από τις πολυάριθμες αναφορές του έργου, αντιστοιχεί στη θηριώδη ευκινησία του ανεπτυγμένου κόσμου, προκειμένου να καθορίσει τους όρους ενός στρεβλού παιχνιδιού με κόστος υψηλό σε ανθρώπινες ζωές. Ακόμα και αν τούτο είναι συγκαλυμμένο, ο Carpentier διαμορφώνει πολιτικά μυθιστορήματα, αντλώντας από το παρελθόν τις θεωρήσεις εκείνες, οι οποίες τόσο καθολικά πια διαχωρίζουν τους «δυνατούς» από τους «υποκείμενους λαούς.»

Ο Alejo Carpentier μελέτησε μέσα από τα δύο αυτά έργα του ολόκληρη την κοινωνική φαινομενολογία και την ιστορία της, όπως εξελίχθηκε στο γεωγραφικό μήκος της πατρίδας του. Η απεμπλοκή του από κινήματα, όπως αυτό του σουρεαλισμού, το οποίο αποδοκίμασε ως παρακμιακό, η  κοινή γραφή τύπου «baroque», όπως εξελίχθηκε στα έργα των πιο σημαντικών, Κουβανών λογοτεχνών, μαρτυρά την προσήλωσή του στην καθιέρωση ενός τμήματος της εθνικής, πολιτιστικής ταυτότητας. Η μυθιστορηματική του έφεση, πέρα από τις ιδέες και το διαχρονικό της περιεχόμενο, συνιστά μια εξαίσια αποτίμηση της λατινο-αμερικάνικης ιστορικής μνήμης. Ο Carpentier αποτελεί μία μεγάλη μορφή των γραμμάτων, αφού έθεσε το ταλέντο του στην υπηρεσία του ανθρώπου, καταθέτοντας με παρρησία την πραγματική υπόσταση των πραγμάτων σε ένα βαθιά δοκιμασμένο κόσμο.

Ο «Αιώνας των Φώτων» αποτελεί ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα γύρω από την ιστορία, με την έννοια την οποία της προσδίδει ο ίδιος ο συγγραφέας, προκειμένου να δικαιολογήσει τη δίκαιη εστίασή του. «Ιστορία», λέει ο Alejo Carpentier, «νοείται η συστηματική μελέτη του παρελθόντος, εστιασμένη στην ανθρώπινη, κυρίως δράση.» Ετούτη τη δράση παραθέτει ο συγγραφέας, προσφέροντας τη βάση για συγκεκριμένα, τραγικά μεν, αλλά ιστορικά συντεταγμένα συμπεράσματα.

«Η άρπα και η σκιά» αποτελεί το τρίτο έργο του Carpentier, το οποίο θα μας απασχολήσει σε τούτη τη σύντομη, σε σχέση με το εύρος του συγγραφέα αναφορά μας στα πιο κομβικά δείγματα της εργογραφίας του. Το λογοτεχνικό αυτό έργο βρίσκει την αφετηρία της κατατομής του στο λεγόμενο «Χρυσό Θρύλο», μία συλλογή βίων αγίων από κάποιον Ιταλό μοναχό. Μες στο περιεχόμενο του μύθου, διαπιστώνεται η σημειολογία του τίτλου. «Στο σώμα, τη σκιά, την ψυχή. Σε τούτα χωρίζεται ο άνθρωπος, όπως η άρπα ανήκει στο χέρι, τη χορδή, την τέχνη.» Η απογοήτευση του ανθρώπου, του ίδιου του συγγραφέα συνιστά ένα μείζον θέμα του περιεχομένου. Πρόκειται για το συναισθηματικό συμπέρασμα του Carpentier σχετικά με τα πολιτικά γεγονότα των καιρών του και την πάντα ανεπαρκή και λανθασμένα κατευθυνόμενη ισχύ των ανθρώπινων κοινωνιών. Η αναφορά του στην Εκκλησία, η άσκηση της πολιτικής μέσα από τους κόλπους της ηγεσίας της αποδεικνύει το στρεβλό τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η πολυπρόσωπη και προσκολημένη στον τυπολατρικό χαρακτήρα της εκκλησία.

«Άρπα», τιτλοφορείται το πρώτο μέρος του βιβλίου, με τη σαφή αναφορά προς το δόγμα του καθολικισμού, μεταθέτοντας στον παππικό ρόλο την ιδιότητα του μουσικού οργάνου, πάντα σε συσχετισμό με το μύθο. Ο Πάππας συμβολίζει την άρπα, η οποία πρόκειται για αιώνες να διαμορφώσει με τον «ήχο» και το σφυγμό της το «νέο κόσμο.» Ο χριστιανισμός, με το προσωπείο μιας λατρείας, ασκούμενης, ιδιοτελούς, συνιστά το μέσο. Η άρπα με τη σκιά της, η εκκλησία δηλαδή με τη συγκεκριμένη, δογματική υπόσταση και τη διοίκηση από πρόσωπα με πολιτικούς όρους, σκιώδεις φορείς εξουσίας συνθέτουν το υποβλητικό παράδειγμα. Στην εκκλησία αποδίδεται από τον Carpentier η κρίση της φιλοσοφίας, ως ένας κεντρικός πυλώνας του δογματικού ύφους, το οποίο υιοθετεί το κεντρικό, καθολικό ιερατείο.

Με έναν ευφάνταστρο τρόπο, ανατρεπτικό, χαρακτηριστικό της θεώρησης του ίδιου του συγγραφέα ο άνθρωπος καλείται να εκτιμήσει την ιδέα του πολιτισμού, ως ένα ενδεχόμενο κίνδυνο της ίδιας της ύπαρξής του, διαβρωτικό και ισχυρό. Η αναφορά στις «ευτυχισμένες εποχές» αφορά τις περιόδους εκείνες, οι οποίες προσφέρουν το κατάλληλο υλικό προκειμένου να καταστούν εκμεταλλεύσιμες από τους πνευματικούς και τις επιδιώξεις τους. Η γκροτέσκα μορφή του Δον Κιχώτη από τη μία και από την άλλη πλευρά οι βοσκοί οριοθετεί τους δύο πόλους της προσέγγισης του Carpentier. Ο κίνδυνος του πολιτισμού, όπως βιώθηκε στον αμερικανικό κόσμο, η αδυναμία της μάζας να κρίνει και να επιλέξει προσωποποιούνται στο άκριτο πλήθος και την εμβληματική, ισπανική μορφή. Αλληγορικός και σκεπτικιστής ο συγγραφέας προβαίνει στη διατύπωση ενός ερωτήματος, το οποίο ανταποκρίνεται με ευθύτητα στους ευγενείς ή όχι σκοπούς των φορέων πολιτισμού.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί η προφανής επίδραση της ισπανικής λογοτεχνίας, τόσο στο σύνολο του λατινο-αμερικάνικου κόσμου, όσο και την ίδια τη μορφή και το περιεχόμενο της κουβανικής λογοτεχνίας. Η επιρροή του Gogora και της πρώιμης, «baroque» τεχνοτροπίας, η αίσθηση του χιούμορ, όπως εκφράστηκε με τραχύτητα και οξυδέρκεια από τον ποιητή Cevedo και η ειρωνική διάθεση του δημιουργού του Δον Κιχώτη αποτελούν καίριες επιρροές στην κουβανική λογοτεχνία, δάνεια κεφάλαια της Ισπανίας. Η σκληρή, αποικιοκρατική πολιτική των Ιβήρων είχε ως αποτέλεσμα να προκύψουν οι προσμίξεις εκείνες, οι οποίες θέλουν να δημιουργείται ο νέος τύπος ανθρώπου, εκείνος που συσσωρεύει στον ψυχισμό του τους αιώνες κατοχής και αναγνωρίζει ως κοιτίδα του το σύνολο του λατινο-αμερικάνικου κόσμου.

Στο έργο του Carpentier όπου βρίθουν οι συμβολιστικές αναφορές προτείνεται εκείνη η ανθρώπινη δράση, η οποία προβλέπει την παρόρμηση, ως συστατικό στοιχείο του ενστίκτου, την ανάπαυλα, δηλαδή τον απροκάλυπτο κλονισμό πρακτικών, όπως ο σκεπτισκισμός, καθώς και την υπερβολή, ως μια πληθωρικότητα στις ήδη διατυπωμένες διεκδικήσεις. Οι εγκόσμιες αγωνίες, η μάταιη μοναστική ζωή, η προσφορά δηλαδή στις επιταγές της παρωχημένης, εκκλησιαστικής πολιτικής επιβεβαιώνονται ως προεκτάσεις νοηματικές στο έργο του Alejo Carpentier.

Με την αναφορά του συγγραφέα στη «σκιά», υποδηλώνεται η ανθρώπινη κενότητα. Έτσι ίσως να υποδηλώνεται και να συμβολίζεται, καθώς συνηθίζεται στη συγκεκριμένη τεχνοτροπία του μπαρόκ η έλλειψη οράματος και φαντασίας. Στη φύση και τη λειτουργία της αναζητείται από τον συγγραφέα η ελπιδοφόρα επίδραση. Μες στο οικείο, φυσικό περιβάλλον λαμβάνει χώρα ο διαδραστικός μηχανισμός, εκεί συμβαίνει η σύγκρουση ανάμεσα στο άγνωστο, το ουτοπικό και σε εκείνη την πουριτανική, δογματική θεώρηση του κόσμου.

Ο έρωτας, ο δυτικός κόσμος και οι πρακτικές του, όπως διατυπώθηκαν και στην υπόλοιπη εργογραφία του, η διαφθορά ως συνέπεια, η επανάσταση ως συνδυαστική λειτουργία των πιο κορυφαίων, ανθρώπινων διατυπώσεων αποτελούν άξονες του έργου. Σε τούτο ακριβώς το σημείο ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στα πρόσωπα του Simon Bolivar, της Ασπασίας. Με τούτο τον τρόπο ο Carpentier προτείνει την αναζήτηση της αλήθειας μες στα ανθρώπινα πάθη, όπως αυτά εκφέρονται και κυριαρχούν. Ο συγγραφέας εξυψώνει την πραγματική γνώση της ζωής, εκείνη που αποκτάται από πόρνες όπως η Ασπασία και μορφές αγωνιστικές, βαθιά αλτρουιστικές, καθώς ο  μεγάλος Bolivar.

Θα μπορούσαμε να πούμε, ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στον Alejo Carpentier πως το έργο του δεν αποτελεί παρά μία διαρκή διαλλεκτική, προκειμένου να επισημανθούν οι σφοδρές αντιφάσεις του δυτικού κόσμου και να αποδειχτεί η αποκαθήλωση του ανθρώπου από κέντρο και πηγή ζωής ενός υποταγμένου σύμπαντος. Ο Carpentier απευθύνεται στη δύση, μιλώντας με όρους καλλιτεχνικά ολοκληρωτικούς για τις αβλεψίες και τις κενοδοξίες της ιστορικής εμπειρίας, προκειμένου τελικά να οριοθετηθεί η κατευθυντήρια οδός του σύγχρονου προσώπου.

REINALDO ARENAS. I LOVE AMERICA.


Η προσωπική ιστορία του Reinaldo Arenas συνιστά μια τραγική φάρσα. Βαθιά ερωτευμένος με την πατρίδα του, την Κούβα, με την Αβάνα των απολαύσεων, ο Arenas αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον τόπο που λάτρεψε για την Αμερική των ευκαιριών. Κατά τα τελευταία έτη της ζωής του ο Arenas θα εισπραξει την τιμή και την αναγνώριση, την οποία δικαιούται, τόσο ο ίδιος, ως άνθρωπος, όσο και το συγγραφικό του έργο. Διαλέξεις, αναγορεύσεις, μεταφράσεις των έργων του, οι οποίες κυκλοφορούν σε ολόκληρη την Ευρώπη θα παγιώσουν τη θέση του ως ενός από τους κυριότερους εκπροσώπους των κουβανικών γραμμάτων για τον 20ο αιώνα.

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αποπειράθηκαν να στηλιτεύσουν την πραγματικότητα της Κούβας. Άνθρωποι του πνεύματος, όσοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τα στενά όρια της νήσου, προσπάθησαν να υψώσουν τη φωνή τους απέναντι στα κλειστά σύνορα, απέναντι στις κλειστές πόρτες των προεδρικών μεγάρων με τις ύποπτες πρακτικές. Ένας από εκείνους που μόχθησαν να δημοσιοποιήσουν μια στρεβλή κατάσταση ήταν και ο Κουβανός συγγραφέας Reinaldo Arenas. Γεννημένος στα περίχωρα της Αβάνας, από φτωχή οικογένεια, ταύτισε την παιδικότητά του με την αποκαθήλωση του Μπατίστα και το αγνό, λαϊκό ξέσπασμα του εξαθλιωμένου πληθυσμού. Εξοικειωμένος με τη βία, ανέπτυξε μια λανθάνουσα σεξουαλικότητα, η οποία και εκφράστηκε πληθωρικά τα πρώτα έτη της επανάστασης, πριν ληφθούν τα ακραία μέτρα εξόντωσης των ομοφυλόφιλων, και τελικά αποτέλεσε τη βασική αιτία εκδίωξής του. Με το βιβλίο «Ο Σελεστίνο πριν την αυγή», ένα εγχειρίδιο παιδικότητας διακρίνεται σε έναν ετήσιο διαγωνισμό λογοτεχνίας, αποσπώντας εξαιρετικά σχόλια με τη πεζολογική του ποίηση και
τον εσωτερικό ρυθμό. Μεταφέρει στη γραφή του την αίσθηση του εγκλωβισμού που αρχίζει να χαρακτηρίζει δυναμικά το βίο του. Ο Alejo Carpentier, ο οποίος διακρίνει την ιδιαίτερη γραφή του νεαρού Arenas, θα συμβάλλει με την παροχή υλικών και μέσων, έτσι ώστε ο νεαρός συγγραφέας να αναπτύξει ακόμα περισσότερο μια ξεχωριστή, ονειρική γραφή, κινούμενη μεταξύ συμβολισμού και ρεαλισμού. Το καθεστώς θα τον σύρει στη φυλακή, θα αποπειραθεί να σιγάσει τη φωνή του. Τα έργα του θα φτάσουν στην Ευρώπη, μέσω καλλιτεχνών, οι οποίοι με κίνδυνο της ζωής τους αναλαμβάνουν να μεταδώσουν το μήνυμα στον «ελεύθερο κόσμο.»

Η λύτρωση θα έλθει όταν οι κουβανέζικες αρχές θα αποφασίσουν να επιτρέψουν σε όσους επιθυμούν να αποχωρήσουν από το νησί. Στο λιμάνι του Μαριέλ εκείνοι που επιλέγουν τη φυγή προς μια καλύτερη ζωή, θα ταπεινωθούν, αναγκασμένοι να δηλώσουν την ιδιαιτερότητά τους, ώστε να εξασφαλίσουν ουσιαστικά το διωγμό τους από την πατρίδα με το χαρακτηρισμό «ανεπιθύμητοι.» Γνωστός ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα συνεχίσει τη συγγραφή, δίνοντας διαρκώς αποκαλυπτικές συνεντεύξεις για την κατάσταση που επικρατεί στην Κούβα του Κάστρο. Οι βραβεύσεις θα επιβεβαιώσουν τη δυναμική ενός ξεχωριστού έργου. Ο θάνατος θα τον βρει λίγα χρόνια αργότερα. Χτυπημένος από το νέο και άγνωστο, τότε ιό του AIDS, θα αφήσει την τελευταία πνοή του στην «καινούρια γη.» Το δράμα του θα αναδειχθεί αργότερα, όταν αποκαλύπτεται πως για να αποφύγει τον αργό και επώδυνο θάνατο, θα επιλέξει την αυτοχειρία, πληρώνοντας έτσι με το πιο ακριβό τίμημα τις σεξουαλικές επιλογές και τον έκλυτο βίο της νεότητάς, τη θέληση να ζήσει οριακά. Το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του «Πριν πέσει η νύχτα», («Before Night Falls»), το οποίο πρόσφατα μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη θα αποτελέσει μία αδιάψευστη μαρτυρία για τη ραγισμένη ζωή του και θα προκαλέσει για πρώτη φορά μια ευρεία, επίκαιρη αποδοκιμασία απέναντι στην επαναστατική κυβέρνηση της Κούβας και τις σημερινές πρακτικές της.

Ο Arenas συνιστά μία από τις πιο ιδιαίτερες φωνές, όχι μόνο για την πατρίδα του, αλλά και για την παγκόσμια, λογοτεχνική πραγματικότητα. Η σπουδαιότητά του δεν αφορά μόνο τη βιωματική καταγραφή των γεγονότων και την, ως εκ τούτου ανάδειξη του έργου του σε πρότυπο του είδους της «μαρτυρίας.» Η γραφή του Arenas μπορεί να θεωρηθεί μεταφυσική, κινούμενη στις παρυφές του υποσυνείδητου. Ο ίδιος, ακολουθώντας μια τεχνική, η οποία προσομοιάζει με την «αυτόματη γραφή» των υπερρεαλιστών κατόρθωσε να διαμορφώσει μια ξεχωριστή τεχνοτροπία. Αναμειγνύοντας τάσεις, όπως ο συμβολισμός ή ο ρεαλισμός, υιοθετώντας την «αντικειμενική συστοιχία» και την τάση των εικονιστών να δημιουργούν συναίσθημα μέσω της καταγραφής άσχετων ή έκτακτων περιγραφών, δευτερευόντων σε σχέση με την εξέλιξη του κειμένου ενισχύουν τη δυναμική του εκφερόμενου λόγου και δημιουργούν τις απαραίτητες συνθήκες ευρυχωρίας για να ευδοκιμήσει η ευαισθησία, ο πληθωρικός λόγος του ποιητή. Ο Arenas δεν στρέφεται στην έννοια του μύθου, επαναφέροντας τη μυθική μέθοδο. Ο συγγραφέας πλάθει το μύθο ο ίδιος, διαμορφώνοντάς τον κάτω από το πρίσμα του «θαυμαστού πραγματικού.

Ο Arenas σχηματοποιεί ένα έργο καθολικό, ικανό να αγκαλιάσει τον άνθρωπο. Η γραφή του δεν προσδιορίζει μόνο μια πεζολογική ποίηση, πολιτική. Ο ίδιος κοιτά πέρα από τα σύνορα, πιο ψηλά από το ακαθόριστο γαλάζιο του ουρανού. Μιλά για τα οδοφράγματα του ήλιου, αποδεικνύοντας πως η μοναχική σκέψη του επιδιώκει το υψηλότερο, εκείνο που μπορεί να διακρίνεται από κάθε πρόσωπο. Βαθιά συμβολιστής, δίχως να μοιάζει ετούτη η τάση κατάλοιπο μιας τεχνικής επιδίωξης, ο Κουβανός συγγραφέας και ποιητής χρησιμοποιεί το τοπίο για να προσδιορίσει, όχι μόνο το συλλογισμό μα κυρίως το συναίσθημα. Ετούτο ίσως, να τον καθιστά οικείο για τον Έλληνα ερευνητή, ο οποίος χρόνια τώρα έχει εξοικειωθεί με το ελύτειο «φως», τα καρυωτακικικά «χάη.» Ο Reinaldo Arenas επιλέγει την ονειρική γραφή, ικανοποιώντας το αίτημα για ένα λόγο διαφορετικό, ικανό να διεγείρει, όχι τη διάννοια, μα ετούτη τη φορά το συναίσθημα, εκείνο που δεν μπορεί και δεν θα οριστεί ποτέ μα θα ξεσηκώνεται από τη σκόνη των βιβλίων, σαν μια μακρινή επιτολή, ένα όραμα ή ένα στόχο, αναγνωρίσιμο με μέσα οπτικά, με μέσα ευαισθησίας. Η απογοήτευση της επανάστασης, οι προσωπικές δοκιμασίες, η πατρίδα που τον έδιωξε δεν τον αγκιστρώνουν σε μια στείρα κριτική ή ένα λόγο πεσιμιστικό. Ο Arenas κοιτά εμπρός, προσδοκά το τέλος της δοκιμασίας, η οργή του συνιστά την οργή ενός παιδιού. Δεν επιτρέπει πια να γελαστεί από τις ίδιες ουτοπίες που τον οδήγησαν στον αποκλεισμό και τη μοναξιά. «Είμαι εκείνο το θυμωμένο και μοναχικό παιδί όλων των καιρών, είμαι εκείνο το παιδί που εκτοξεύει προς εσένα την προσβολή όλων των καιρών και σε προειδοποιεί, πως αν υποκριτικά με αγγίξεις όλο συγκατάβαση στο κεφάλι, εγώ θα δρέψω την ευκαιρία να ληστέψω το πορτοφόλι σου.» Ναι, η ποιητική απόπειρα του Arenas δεν αφορά μια εργαστηριακή προσέγγιση, μα έναν ειλικρινή και περιεκτικό λόγο, ο οποίος βρίσκει απήχηση σε όλες τις εποχές, επικρατεί απέναντι σε κάθε ρεύμα, σε κάθε κοινωνία.

«Περνώ τα κτίρια που πρέπει κανείς να αποφύγει γιατί ίσως καταρρεύσουν πάνω σου. Διασταυρώνομαι με βλοσυρά πρόσωπα που σε κατακρίνουν με τρόπο πρόχειρο και σε καταδικάζουν. Περνώ τα κλειστά καταστήματα, τους κλειστούς κινηματογράφους, τα κλειστά πάρκα, τα κλειστά αναψυκτήρια, τις διαφημιστικές πινακίδες, αιωρούμενες δικαιολογίες, τώρα καλυμμένες με σκόνη. «ΚΛΕΙΣΤΟ ΠΡΟΣ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ, ΚΛΕΙΣΤΟ ΠΡΟΣ ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΗ.» Τι τύπος επιδιορθώσεων; Πότε τέτοιες ανακαινίσεις, τέτοιες επιδιορθώσεις θα ολοκληρωθούν; Πότε τουλάχιστον θα ξεκινήσουν; Κλειστό, κλειστό, κλειστό. Τα πάντα κλειστά...» Σε τούτο το απόσπασμα που περιλαμβάνεται στο κείμενο  «Το τέλος των παρελάσεων», ο Αρένας ουρλιάζει για τους κλειστούς δρόμους, τις κλειστές ευκαιρίες, τις κλειστές πιθανότητες, την ερμητική πραγματικότητα. Μα έπειτα από τούτες τις φριχτές διαπιστώσεις, τελειώνει λέγοντας πως «δισεκατομύρια μοναχικών ήλιων, τρέχουν σε ουρανούς δίχως σύνορα.»  Και είναι ακριβώς ετούτη η ονειρική περιγραφή που λυτρώνει τον Arenas και καθιστά, κατά το γράφοντα, οικουμενικό το λόγο του. Ένας προσδιορισμός που απευθύνεται αποκλειστικά στον άνθρωπο, πέρα από την ιστορία και την αδιάφορη, τελικά αλήθεια της, αφού εκείνη πάντα και διαρκώς θα επαναλαμβάνεται, περιγελώντας τα ανυποψίαστα θύματά της.

Ο Reinaldo Arenas γνώριζε πως έρχονταν δύσκολοι καιροί. Συνειδητοποίησε πως η ξεγνοιασιά της νεότητας, πως η νεότητα η ίδια, δεν θα είναι ποτέ τόσο ελεύθερη όσο την έζησε σε εκείνη την τελευταία επανάσταση. Ετούτη την αθωότητα θα προσπαθήσει να διατηρήσει άσβηστη, το κοινό, αγαπημένο μας τοπίο, την ανάμνηση που γίνεται αίσθηση, την εποχή, τότε που δεν υπήρχαν αδιέξοδα, τότε που οι επιγραφές τύπου «κλειστόν» ήταν περιττές για εκείνους που μπορούσαν να θρυματίσουν, να ξεπεράσουν πράγματα τυπικά, όπως τα σύνορα, ή τα οδοφράγματα. Σε τούτους ανήκει ο Arenas, στους τελευταίους, εαρινούς ήρωες.

ΟΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΙ. Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΒΑΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ.


Το μεταναστευτικό κίνημα του 1980 προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα οδηγήσει ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στην αποχώρηση. Περίπου 150.000 Κουβανοί, αρνητές του καθεστώτος θα αποχωρήσουν από το νησί μετά την παραχώρηση από τις καθεστωτικές αρχές αυτής της διευκόλυνσης. Έτσι δημιουργείται μία μειοψηφία Κουβανών δημιουργων, οι οποίοι ζουν και δραστηριοποιούνται σε περιοχές εκτός Κούβας. Δίχως την όρθωση ενός ακραίου, πολιτικού λόγου και έχοντας διαμορφώσει ένα πιο συγκαταβατικό τόνο, προσπαθούν να αφυπνίσουν τους εναπομείναντες στην Κούβα και να κοινοποιήσουν την έννοια του δράματος. Luis Cárdenas and Amelia del Castillo συνιστούν μερικά μόνο από τα ονόματα αυτά, των οποίων οι δημιουργίες εκπορεύονται από τα βασικά, μεταναστευτικά κέντρα υποδοχής στην αμερικανική ήπειρο, το Μαϊάμι και τη Φλόριντα. Μες σε αυτό το κλίμα θα αρχίσει να σχηματοποιείται η επικρατούσα, λογοτεχνική πραγματικότητα, εκφρασμένη από ανθρώπους, οι οποίοι λειτουργούν κοντύτερα προς τον πληθυσμό και προέρχονται από αυτόν. Η διάψευση, το λαμπρό, πολιτιστικό παρελθόν καθρεφτίζονται στα νέα, αστικά αμιγώς δημιουργήματα, όπου καταλήγει, ή έτσι τουλάχιστον μοιάζει η ιστορία της τελευταίας, επιτυχημένης επανάστασης στον κόσμο, αυτή του Κάστρο. Η ζωή στην πόλη, οι μορφές και οι τύποι προσωπικοτήτων σε μια παρακμάζουσα κοινωνία με έντονα τα σημάδια της αποτυχίας και του πόνου, ο αιώνιος τύπος ανθρώπου, δίχως το διαχωρισμό βάση φύλλου ή τάξης, μια και όλα έχουν καταστρατηγηθεί και οι διάφορες τάσεις έχουν απωλέσει τη δημιουργική τους ένταση, η ατομικότητα και οι διαστάσεις της ευρύτητάς της έχουν διαπλατυνθεί, στερώντας τη συλλογικότητα από την παραδοσιακή της δυναμική. Όλα τούτα θα απασχολήσουν το νέο δημιουργό, πρωταγωνιστή και δέκτη καταστάσεων και μηνυμάτων αντίστοιχα μες στη νέα εποχή. Οι Eliseo Alberto Diego, Daína Chaviano, Antonio Orlando Rodríguez, Pedro Juan Gutiérrez, Zoé Valdés διατυπώνουν μες στο έργο τους μια γενικότερη στάση αποδοκιμασίας και αποδόμησης όλων των παραδοσιακών αρχών και αξιών. Διατηρούν μία οξύτατη, αιχμηρή αίσθηση του χιούμορ, αυτή μοιάζει να είναι σχεδόν βίαιη, όπως και οι προσεγγίσεις τους. Η νέα, λογοτεχνική παραγωγή δεν φιμώνεται από κανένα καθεστώς, δεν χαρίζεται, δεν εξαγοράζεται ή αμφισβητείται. Η φυσική απαισιοδοξία, αυτονόητη σχεδόν, ο φόβος και η αβεβαιότητα της ύπαρξης, ζητήματα πιο συλλογικά, όπως οι εμπόλεμες συρράξεις στην αφρικανική ήπειρο, τα ναρκωτικά, η διαφθορά μες στους κόλπους της δημόσιας και διεθνούς εξουσίας, η «αποκαθήλωση» του σοσιαλιστικού δόγματος με τη ραγδαία αποτυχία του, οι εκτρωτικές πρακτικές, η κοινωνική αβεβαιότητα με τις ποικίλες συνιστώσες της περιθωριοποίησης και του αποκλεισμού, ο εμπλουτισμός της διαβάθμισης με τις ευγενείς τάξεις των νεόπλουτων και των νεόπτωχων αποτελούν ζητήματα, τα οποία πραγματεύεται η νέα, κουβανική λογοτεχνία. Η ευρύτητά της αποδεικνύει τουλάχιστον την εξωστρέφεια και την απεμπλοκή από δισταγμούς και «στρουθοκαμηλισμούς», επιβεβαιώνοντας τον κανόνα, ο οποίος θέλει την εμπειρία και τον πλούτο της να εξαργυρώνεται σε μεγέθη δημιουργικά, τα οποία κινούνται σε πιο ανθρωποκεντρικά πλαίσια. Δεν θα μπορούσε να διατυπωθεί διαφορετικά. Η κουβανική λογοτεχνία έχει την τύχη να σημειώνει τη μία ακμή μετά την άλλη. Τα πρόσωπα και οι συνθήκες σαφώς την ευνόησαν και εξακολουθούν να το κάνουν. Η σημερινή μεταστροφή της κυβέρνησης αλλά και οι τολμηρές, ρεαλιστικές «γραφίδες» τύπου Gutierez επιβεβαιώνουν τις επισημάνσεις αυτές.

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΗΡΩΕΣ.


Η εξέλιξη της κουβανικής λογοτεχνίας ταυτίζεται με τον τρόπο, με τον οποίο διαμορφώθηκαν οι κοινωνικόί συσχετισμοί. Έτσι, έπειτα από μία μακρά περίοδο ανάπτυξης ενός λόγου πολιτικού και φιλοσοφικά ιστορικού, όπως διατυπώθηκε από τον Alejo Carpentier και τους εκπροσώπους της προεπαναστατικής και επαναστατικής Κούβας, παρατηρούμε τη μετάβαση της κουβανικής λογοτεχνίας προς μια στροφή παρατήρησης της κοινωνίας και των εσωτερικών της ισορροπιών. Κάπως έτσι αρχίζει να διαφαίνεται η επιβολή ενός στυγνού ρεαλισμού, ο οποίος αγγίζει τον ατομικό ψυχισμό και καλείται να ερμηνεύσει, μέσω ενός περιγραφικού μοντέλου, όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία η κουβανική πραγματικότητα ανέδειξε και τελικά ενσωμάτωσε.

Στα πλαίσια του σχολιασμού της πιο πρόσφατης, κουβανικής λογοτεχνικής παραγωγής, εντάσσεται η παρουσία του Pedro Juan Gutierez και της Zoe Valdes, γνήσιων εκπροσώπων ενός αποκαλούμενου «βρώμικου κουβανικού ρεαλισμού.» Η ειλικρινής αποτύπωση όλων των χαρακτηριστικών της σύγχρονης, κουβανικής κοινωνίας, η ανάδειξη της βίας και της ενέργειας που χαρακτηρίζουν το εντόπιο στοιχείο συνιστούν εκφορές της νέας τάσης. Με τούτα τα στοιχεία εισάγονται οι δύο αντιπροσωπευτικότεροι, μαζί με τον Fernando Velazquez Medina, συγγραφείς της περιόδου αυτής, επικεντρωμένοι στον κοινωνικό σχολιασμό και τα πλέον εσωτερικά ζητήματα, ενός ψυχισμού ο οποίος υποχρεώνεται να κουβαλά την ιστορική μνήμη, διαχρονικά παρούσα μες στο αστικό τοπίο αλλά και την ανάγκη μιας εξελικτικής μετάβασης.

Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ PEDRO JUAN GUTIEREZ.


Ο Pedro Juan Gutierez γεννήθηκε στην Κούβα το 1950, όπου και διαμένει ως σήμερα. Ανήσυχη φύση, ο ίδιος άσκησε πλήθος επαγγελμάτων, ως συνέπεια των αυξημένων, βιοποριστικών αναγκών, οι οποίες επικρατούν στη σύγχρονη, κουβανική κοινωνία. Απασχολούμενος ως εργάτης οικοδομών, ραδιοφωνικός παραγωγός, αγρότης, πωλητής στον εμπορικό τομέα και δημοσιογράφος ο Gutierez μπορεί να θεωρηθεί πως κατέχει ένα ευρύ φάσμα εμπειριών, οι οποίες του επιτρέπουν να συλλάβει το σφυγμό μιας διαρκώς, δοκιμαζόμενης κοινωνίας.

Το αντιπροσωπευτικότερο έργο του Gutierez αποτελεί η «Βρώμιμη Τριλογία της Αβάνας», έργο το οποίο συνιστά μια μωσαϊκή αποτύπωση των πιο επίκαιρων, κοινωνικών τάσεων. Διατηρώντας άλλοτε ένα λόγο πιο σκεπτικιστικό, χιουμοριστικό, τραχύ ή περισσότερο διαννοητικό, ο συγγραφέας με την τριλογία του δημιουργεί ένα σύμπαν παράλληλο προς την κοινωνική πραγματικότητα. Ο Gutierez δημιουργεί μια λογοτεχνική περσόνα, η οποία διατρέχει την πόλη της Αβάνας, μεταφέροντας στις σελίδες του βιβλίου όλη την ατμόσφαιρα της σύγχρονης Κούβας. Η συγγραφή, μια εναλλακτική ή περισσότερο ορθολογική σεξουαλικότητα, το ρούμι και η διάθεση να «αποδράσει» κανείς από την ανελέητη φτώχια αποτελούν τις επιδιώξεις των χαρακτήρων του Gutierez. Η κωμικοτραγική ή μια περισσότερο ρεαλιστικά τραγική εξέλιξη της πλοκής, η εισροή αυτοβιογραφικών στοιχείων μες στο έργο, η καταφατική στάση προς ένα περιπετειώδη βίο σε αντίθεση με εκείνον που επιδιώκει την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών και την περιθωριοποίηση της ατομικής απαίτησης για την αυτοέκφραση σε όλα τα επίπεδα δράσης, αποτελούν τις κεντρικές ιδέες, όπως αυτές διαχέονται μες στο έργο του Gutierez. Έτσι, ο κανόνας εκείνος που θέλει την κουβανική λογοτεχνία να κινείται σε επίπεδο περισσότερο ή λιγότερο φιλοσοφικά θα επιβεβαιωθεί, με τη διαφορά πως στις περιπτώσεις των σύγχρονων εκπροσώπων της η φιλοσοφική θεώρηση της ζωής αφορά περισσότερο εσωτερικές προσεγγίσεις.

Ο Gutierez γράφοντας δίχως ιδιαίτερα προικισμένες μεταφορές και περίτεχνα, λεκτικά σχήματα, κατορθώνει να διαμορφώνει εικόνες, τοπία και εντυπώσεις περισσότερο αληθοφανείς και «ανθεκτικές.» Δίχως έντονη περιγραφικότητα κατορθώνει να μεταφέρει στο διήγημά του την ταχύτητα της εποχής αλλά και μια μποέμικη θεώρησή της η οποία όπως προείπαμε αγγίζει τα όρια της αυτοβιογραφίας. Η μέθοδος των παράλληλων, δευτερευόντων πληροφοριών σε σχέση με την πρωταρχική πλοκή, μέθοδος καθιερωμένη μες στην κουβανική λογοτεχνία συναντά και στην περίπτωση Gutierez την επιβεβαίωσή της.

Η σύνδεση με το παρελθόν και τους εκπροσώπους μιας ακαδημαϊκής λογοτεχνίας δεν διακόπτεται μες στο έργο του Pedro Juan Gutierez. Ο ίδιος κατορθώνει να εντάξει μες στο σύγχρονο μύθο τις παραδόσεις και τις συνήθειες της κουβανικής ζωής. Με αυτόν τον τρόπο αφενός κατορθώνει να εντάξει τον αναγνώστη μες στην ατμόσφαιρα της αποκλεισμένης, εγχώριας πραγματικότητας, αφ΄ετέρου δε επιτυγχάνει τη διατήρηση των δεσμών με την ιστορική και λαϊκή μνήμη. Θα μπορούσαμε να πούμε, πως το έργο του κουβανού δημιουργού αποτελεί μία κοινωνική μαρτυρία. Τούτο επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο, καθώς, όπως λέει στον πρόλογο του βιβλίου «Στην καρδιά της Κούβας» μιλώντας για τη χώρα αυτή τη φορά, «ενσωματώνει άλλες χώρες, σε στρώματα που είναι αδύνατο να εντοπισθούν από επιπόλαιες και βιαστικές ματιές.» Ο συμπερασματικός, ανθρωπιστικός χαρακτήρας του Gutierez προκύπτει μέσα από το διακριτικό σχολιασμό του, εκείνον, ο οποίος θέλει την Κούβα μία κιβωτό των λαών, ένα μείγμα εθνών, παραδόσεων και φιλοσοφικών προσεγγίσεων.

Παρά το γεγονός πως ο Gutierez εστιάζει στον κοινωνικό σχολιασμό, όπως αυτός αποκαλύπτεται διάφανος μέσα από την παράθεση περιθωριακών προσωπικοτήτων και αναφορών στον τρόπο ζωής του Κουβανού εργάτη, στη μονότονη, όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας,  αγωνία του, οι αναφορές αυτές δεν εμπεριέχουν τις στείρες και ανώφελες πολιτικολογίες του παρελθόντος. Ο συγγραφέας πασχίζει να αποκαλύψει την ύψιστη σημασία του πολιτισμού, την εκπαιδευτική του διάσταση, την ανωτερότητα και τη σχετική υπερβατικότητά του απέναντι στις διαρκώς μεταλασσόμενες πεποιθήσεις και αξίες της ατομικότητας, οι οποίες δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποτελέσουν πηγή δέσμευσης και χειραγώγησης των κοινωνιών.

«Η αθωότητα μας βυθίζει στην αποτυχία», τονίζει ο συγγραφέας και η ιστορική μνήμη, ως μέθοδος παρατήρησης της μετάβασης της Κούβας προς την τελείωση της επανάστασης συνιστά έναν νεκρό μηχανισμό που έχει απωλέσει πια οριστικά το ανθρωπιστικό χαρακτήρα του και λειτουργεί ως μια στείρα ανάγκη επαναφοράς των στρεβλών και ακυρωμένων αξιών του παρελθόντος. Με αφετηρία τούτη τη θεώρηση, ο Gutierez καταργεί τη βάση του σημερινού καθεστώτος Κάστρο, ενώ γενικότερα δεν χάνει την ευκαιρία να τονίσει τον προπαγανδιστικό, αντιφατικό και αντικοινωνικό χαρακτήρα των καθεστώτων ανά τον κόσμο. Οι λόγοι για την τέλεση της επανάστασης πια δεν ευσταθούν, το καθεστώς έχει οδηγηθεί ήδη στην αυτοκατάλυσή του, ανίκανο να τεθεί στην υπηρεσία του ατόμου. Η αθωότητα, παραφράζοντας τον ίδιο τον συγγραφέα συνιστά μια «ανάπηρη» αφορμή, ένα λόγο βαθιά ανεπαρκή. Η αποτυχία, η επικαιροποιημένη αποτυχία ορθώνεται τραγική και ολοκληρωτική, καλώντας το σύνολο της κοινωνίας να μεταβεί σε πιο ρεαλιστικές, πια αναζητήσεις και απαιτήσεις. Ο διακεκριμένος λογοτέχνης υπερασπίζεται το περιθώριο, το οποίο «κατασκεύασε» η ίδια η επανάσταση και οι θεωρητικοί και εκτελεστικοί φορείς της. Τούτο συνιστά το αποκορύφωμα και την εκπλήρωση της αποτυχίας ενός οράματος, μίας σοσιαλιστικής ουτοπίας η οποία πια δεν συνιστά παρά ένα μνημείο, τόσο του κουβανικού πολιτισμού όσο και του κομμουνισμού. Η Κούβα στο σύνολό της αποτελεί ένα μνημείο νοσταλγικότητας, μία πραγματικότητα ανήμπορη να επανασυνδέσει τον πληθυσμό με την αφετηρία της, ανίκανη να εξυγχρονιστεί και να ανταπεξέλθει στις επίκαιρες ανάγκες. Ακριβώς η οπτική αυτή του Gutierez προσδίδει στο έργο έναν ανθρωπολογικό, κοινωνικό χαρακτήρα, άκρως επίκαιρο, πάντα σε υφή λευκώματος ταξιδιωτικού.

Ο Gutierez αν και σε κάποια σημεία φαντάζει υπερβολικά σκληρός και κυνικός, εντούτοις δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός πως δεν παύει να λειτουργεί κατ΄αναλογία με την άθλια πραγματικότητα της Κούβας. Στα πλαίσια αυτής της τραχύτητάς του, πέρα από τη σύγχρονη μορφή της επανάστασης, ο συγγραφέας αγγίζει το ζήτημα του ερωτισμού, σκληρού, αποτρόπαιου, καθολικού. Αγγίζει το ζήτημα της θρησκευτικότητας, της ευλάβειας. Μιας θεώρησης, η οποία θέλει τον Χριστό λαϊκό, αγρότη, σεξιστή, τεχνοκράτη, κοντύτερα στο επαναστατικό μοντέλο του Κουβανού, μακρύτερα από εκείνο το δυτικό, απρόσιτο πρότυπο. Στη θρησκευτική προσέγγιση του Κουβανού ανθρώπου, ο ίδιος ο Θεός είναι βαθιά ανθρωποποιημένος, γεμάτος πάθη και αντιφάσεις, καθώς ο στερημένος αυτόχθονας. Μέσα από την πρόσμιξη του αφρικανικού στοιχείου, αποκαλύπτεται μία υβριδική θρησκεία, θα μπορούσαμε να πούμε, ικανή να μεταφέρει και να συμπυκνώσει τα ανεκπλήρωτα οράματα κάθε λαού.

Η «προφορική» γραφή του Gutierez καθιστά τα βιβλία της τριλογίας ειλικρινείς μαρτυρίες, εσωτερικές ομολογίες, πέρα φυσικά από την οδοιπορική τους αξία. Έχοντας εκτιμήσει τη ζωή, έχοντας αναπτύξει μια πλήρη εκτίμηση της κουβανικής κοινωνίας ο συγγραφέας μπορεί να αρθρώσει έναν ολοκληρωμένο λόγο σε κάθε επίπεδο κοινωνικού και ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος. Θα λέγαμε, δίχως υπερβολή πως η γραφή του Gutierez «βρωμάει» ελευθερία. Τέτοια είναι η δυναμική και η δύναμη της γραφής του Κουβανού δημιουργού. Η περιγραφή των πρόστυχων solar, της πιάτσας των επιδειξιών, των σκοτεινών αρχοντικών  με τα ανθρώπινα ικριώματα, συνιστούν όλα τούτα τη σύγχρονη αδιαμφισβήτητη εικόνα της Αβάνας. Μες σε αυτά τα μέρη, συναντά κανείς τους ήρωες του Gutierez καθώς παλεύουν ανάμεσα στην ανάγκη και την αμφιβολία. Γύρω από αυτά τα πρόσωπα ο συγγραφέας υφαίνει τους θεμελιώδεις ορισμούς του, γύρω από τούτες τις μορφές προσδιορίζει την ίδια την αξία της τέχνης, η οποία για τον Gutierez προϋποθέτει βιαιότητα, κυνισμό, ωμότητα, αξεστοσύνη, αφέλεια και ειλικρίνεια κοινωνική. Μια τέτοια, καλλιτεχνική δημιουργία μπορεί να προκαλέσει και να ακυρώσει τη φιλήσυχη, ακαδημαϊζουσα ελίτ, την ίδια την ανθρώπινη συνείδηση μπορεί και οφείλει να μεταβάλει προς μια πιο αγωνιστική στόχευση. Στο σύμπαν του Gutierez που δεν μπορεί παρά να είναι το πιο πραγματικό, αναγνωρίζεται ως επίκεντρο και στόχος ο αμαρτωλός άνθρωπος, ο δοσμένος στις αντιθέσεις του, εκείνος που ποτέ δεν αποτέλεσε το αντικείμενο της υπεράσπισης καμιάς επανάστασης και καμιάς θρησκείας. Δεν θα απαιτηθούν συμπεράσματα στην εργογραφία του συγγραφέα. Πρόκειται για απλές συρραφές κειμένων και ζωών, κατ΄αντιστοιχία με την πραγματικότητα, η οποία περιλαμβάνει σε άλλες κλίμακες ρηχές διασταυρώσεις προσώπων και συναντήσεων. Η ιδέα απουσιάζει από τούτο το σύμπαν. Η ιδεολογία κείτεται νεκρή μες στα ερρείπια της υπέροχης Αβάνας.

Ίσως η φράση του Αλμπέρτ Καμύ σχετικά με τον επαναστημένο άνθρωπο, εκείνον που έχει βιώσει την αλλαγή να χαρακτηρίζει με τον πιο άρτιο τρόπο τη βαθύτερη αισθητική των έργων του Gutierez. «Ο επαναστημένος άνθρωπος απαιτεί αναμφίβολα κάποια ελευθερία για τον εαυτό του, αλλά δεν ζητά ποτέ το δικαίωμα να καταστρέψει την ύπαρξη και τη ζωή των άλλων.» Η αξιωματική αυτή θέση συνιστά ίσως την πιο κεντρική διάψευση, όπως υδατογραφείται στο έργο του Κουβανού συγγραφέα μιας επιδίωξης, η οποία δεν τηρήθηκε ποτέ από την επανάσταση. Και οι συνέπειες θα συμπυκνωθούν στην αισθητική ενός άκρως οξυδερκούς ανθρώπου, ο οποίος έχει το θάρρος να προβεί στις πιο οδυνηρές παραδοχές για τον ίδιο το άτομο. Ο Gutierez γράφει πως «η πολιτική συνιστά την τέχνη του καλώς εξαπατείν» και έπειτα απλώνει το χέρι στους λαθραίους ανθρώπους, σε εκείνα τα «κάστρα που υπομένουν στο κέντρο της θυέλλης.»

ZOE VALDES, «ΤΟ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΤΙΠΟΤΑ.»


Η περίπτωση της Zoe Valdes αποτελεί ακόμα μια απόδειξη της ειλικρινούς, εξομολογητικής στάσης, την οποία υιοθέτησε ο σύγχρονος, κουβανικός λόγος. Στο βιβλίο της, «Το καθημερινό τίποτα» η Κουβανή συγγραφέας αποτυπώνει την όψη μιας κατεστραμμένης χώρας, με έναν τρόπο λυρικό και θηλυκό. Η γυναικεία, έμφυτη εσωτερικότητα ξεπερνά την επιφανειακή προσέγγιση του Gutierez και κινείται σε ενδότερους χώρους, σε κατάκοπους, ψυχικούς κόσμους. Για την Valdes η ζωή είναι λιγότερο ρηχή και το «τίποτα» του τίτλου συνιστά ακριβώς τούτο το ελάχιστο που απομένει στον ίδιο τον άνθρωπο. Οι θέσεις της συγγραφέως φαντάζουν επίκαιρες, διαχρονικές, κατάλληλες για κάθε εποχή και ίσως αυτό να αποτελεί και το πιο ουσιώδες κριτήριο για την ανάδειξη της γραφής της. Το όνειρο του σοσιαλισμού, ο καπιταλισμός που πάντα επιβιώνει, ένας ακόμα πιο τραχύς εχθρός, διαμορφωτής των στρεβλών και πρόσκαιρων ισορροπιών.

Ο εσωτερικός μονόλογος, καθώς έτσι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το έργο της Zoe Valdes, συνιστά μια ομολογία της αποτυχίας ενός οράματος, όπως αποτέλεσε η ίδια η επανάσταση, η ίδια που στέρησε από το άτομο την προοπτική μιας καλύτερης ζωής.

Η γυναικεία φύση κατορθώνει να αναδειχτεί μες στο έργο της. Τα πάθη, οι ανησυχίες, τα όνειρα της θηλυκής φύσης αποκαλύπτονται μες στο έργο. Εκείνο που λάμπει μες στο έργο της είναι η κραυγή του φόβου, της απογοήτευσης του σύγχρονου ανθρώπου. Πρόκειται για εκείνους που χάνουν το δικαίωμα στην αληθινή ζωή, επιβιώνοντας σε ένα περιβάλλον τραγικό. Οι τύψεις την βαραίνουν γιατί εκείνη πίστεψε στην επανάσταση και τώρα, θυμάται τον καιρό, «που ερχόταν από ένα νησί για να φτιάξει τον παράδεισο.» Η πίστη στην ιδέα της πατρίδας που προδίδει τα παιδιά της, το επαναλαμβανόμενο λάθος της ιστορίας και του ανθρώπου που τη συνθέτει, του ανθρώπου που επιμένει και ονειρεύεται προσδοκώντας ματαίως τελικά, επαναστάσεις, εμβατήρια, έρωτα. Μες στη συνείδηση του λάθους κρύβεται η ουσία του έργου της Valdes. Τα γραπτά της, στο σύνολό τους, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως αποτελούν μια τραγική ομολογία ανησυχίας και ελπίδας. «Το νερό ήταν πάντα ένα θέαμα αργό», λέει η ίδια και έτσι ορίζει την ανθρώπινη δράση, την ιστορία, τα καταγεγραμμένα λάθη και τη μαρτυρική πορεία του ανθρώπου προς το τέλος.

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ


Είναι σαφές πως μια συνολική θεώρηση της κουβανικής, όπως και κάθε εθνικής λογοτεχνίας δεν μπορεί να συνιστά μια γενική θεώρηση με μεμονωμένες αναφορές. Οι Κουβανοί δημιουργοί, στα έργα των οποίων διατυπώνονται οι σχολιασμοί συνιστούν κομβικές μορφές της τέχνης του λόγου για τη χώρα της Κούβας. Η αλληλεπίδρασή τους με τον ισπανόφωνο κόσμο, η δάνεια σχέση τους με τις πολυπρόσωπες φυλές που συνθέτουν το κουβανικό έθνος, η ένταση της γραφής τους και η επίδρασή της στις μετέπειτα, λογοτεχνικές παραγωγές δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Αντιθέτως αποτελεί ουσιαστικό λόγο για μια ακόμα πιο εξειδικευμένη αναφορά στο έργο και τη ζωή τους. Η κουβανική λογοτεχνία με τον πλούτο και τα πολιτικά και κοινωνικά ερείσματά της αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο. Τούτο, όχι για τον όγκο του έργου, όσο για την ποιότητα και την καλλιτεχνική συνεισφορά των εκπροσώπων, σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Από την εποχή του Χοσέ Μάρτι, μέχρι τους νεωτερισμούς, όπως δηλώνονται απο τους Pedro de Jesús López, Luis Rafael Hernández, Michel Encinosa and Juan Ramón de la Portilla και τους υπόλοιπους, νεότερους Κουβανούς συγγραφείς, η κουβανική λογοτεχνία μπορεί δικαιωματικά να ισχυριστεί πως, όχι μόνο αξιοποίησε στο έπακρο όλα τα λογοτεχνικά ρεύματα, ως τάσεις και ζωντανό υλικό, μα κατόρθωσε να συνεισφέρει μια αδιαμφισβήτητη πρωτοτυπία και μια ουσιώδη ανθρωπιά στην παγκόσμια, λογοτεχνική παραγωγή. Για τούτο, δεν μπορεί παρά να σταθεί κανείς με ενδιαφέρον απέναντι στη λογοτεχνία της Κούβας. Αυτό με βεβαιότητα θα αποτελέσει το πιο βασικό κίνητρο για το μελλοντικό μελετητή, εκείνον που θα μπορεί να συνδυάσει τη φιλολογική γνώση με την πολιτική και κοινωνική φαινομενολογία. Σε κάθε όμως περίπτωση, κανείς, δεν θα μπορέσει να προσδιορίσει με ακρίβεια τα αναδυόμενα μεγέθη της κουβανικής λογοτεχνίας, αν λησμονήσει πως τούτος ο λόγος κυμαίνεται πάντα από τον άνθρωπο προς τον άνθρωπο, ρεύμα υψίσυχνο, που κουβαλά στους μονωτήρες του το συναίσθημα, την ελπίδα, το όραμα, τη διάψευση, τη βαθιά αυτογνωσία ενός πνεύματος που πλάστηκε για να τρέφεται με έρωτα και αγωνία.