Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 14

#3 Βάσια Τζανακάρη : "Ο συγγραφέας δεν είναι χομπίστας"

της Χρυσάνθης Ιακώβου

 

Ίσως λόγω της κοινής μας καταγωγής από την ίδια πόλη, ίσως επειδή είχαν πέσει κάποτε στα χέρια μου μερικά υπέροχα κείμενα της, η Βάσια Τζανακάρη μου είχε ελκύσει από καιρό το ενδιαφέρον ως συγγραφέας. Λίγα χρόνια μετά την πρώτη της συγγραφική απόπειρα, το «Έντεκα Μικροί Φόνοι», επιστρέφει στα ράφια των βιβλιοπωλείων ανανεωμένη και πιο ώριμη συγγραφικά με το «Τζόνι & Λούλου», ένα επίκαιρο love story με φόντο την κρίση των καιρών μας, δείχνοντας μας έτσι πως η νέα γενιά συγγραφέων συνεχίζει να δημιουργεί ακάθεκτη και πως επιτρέπεται να είμαστε αισιόδοξοι για το λογοτεχνικό μέλλον της χώρας μας.
Βάσια, πες μου λίγα λόγια για το νέο σου βιβλίο, «Τζόνι & Λούλου», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Είναι ένα love story που εκτυλίσσεται σε ένα καλοκαίρι, ξεκινάει στην Αθήνα του σήμερα και εξελίσσεται σε ένα  road-trip, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, που θα αλλάξει για πάντα τη ζωή τους. Οι ήρωες, ο Τζόνι και η Λούλου, ανήκουν στη γενιά των τριαντάρηδων, μια γενιά που προσπαθεί να κρατηθεί ζωντανή μες στο χάος της κρίσης, να βρει το βηματισμό της και να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με το παρελθόν.

Το βιβλίο σου έχει ως αφετηρία την κρίση στην Ελλάδα. Σε πόσο μεγάλο βαθμό έχει επηρεάσει εσένα ως συγγραφέα η κρίση αυτή και σε τι βαθμό θεωρείς ότι έχει επηρεάσει γενικότερα τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή;


Είναι αδύνατον να μην σε έχει επηρεάσει η κρίση ως συγγραφέα, τόσο σε πρακτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο συλλογιστικής. Είναι τόσο massive αυτό που συμβαίνει ώστε είναι αδύνατον να μείνεις ανεπηρέαστος. Καταρχάς, αλλάζει το αισθητήριό σου και βλέπεις πράγματα που πριν δεν έβλεπες. Αυτό σιγά σιγά παίρνει θέση στη θεματική σου. Στο τέλος, διαπιστώνεις ότι δεν παρατηρείς απλά, αλλά παρατηρείς κάτι στο οποίο είσαι κι εσύ μέσα, κι αυτό δημιουργεί μια σχετικότητα. Αυτό γεννάει ερωτήματα και τα ερωτήματα γίνονται πολλές ιστορίες από τις οποίες διηγείσαι μία (που μπορεί και να μην έχει καμία σχέση με την κρίση). Προσωπικά, με συγκλονίζει ο πόνος των ανθρώπων και η αξιοπρέπεια με την οποία κάποιοι αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες είτε με κρίση είτε χωρίς. Επίσης, με συγκλονίζει η αχαριστία όσων έχουν τα πάντα και γκρινιάζουν. Με σοκάρει η ευκολία με την οποία η ζωή γίνεται αναλώσιμη. Με τρομάζει το πώς έχουμε γίνει σαν κοινωνία: αδιάφοροι, εξαγριωμένοι, εκδικητικοί. Τώρα, σχετικά με το αν έχει επηρεαστεί συνολικά η λογοτεχνική παραγωγή από την κρίση, η εύκολη απάντηση είναι πως «ναι, έχει επηρεαστεί», η δύσκολη το «πώς». Σ’ αυτό το τελευταίο μετράει το πώς ο κάθε συγγραφέας διαλέγει να αφηγείται την πραγματικότητα γύρω του. Και τα κριτήρια είναι πολλά κι όχι πάντα η ανάγκη να πεις μια ιστορία.

Τι αισθάνεσαι ότι έχει αλλάξει μέσα σου συγγραφικά από την εποχή των «Έντεκα μικρών φόνων», του πρώτου σου βιβλίου;

Θεωρώ ότι έχω ωριμάσει σαν συγγραφέας. Ανέκαθεν παρατηρούσα, κρατούσα σημειώσεις, έγραφα. Είναι μια διαδικασία που γίνεται αυθόρμητα και μου είναι απαραίτητη. Τώρα δουλεύω πιο συγκροτημένα και προγραμματισμένα. Οι ιδέες όμως μου έρχονται με τον ίδιο απρογραμμάτιστο τρόπο!

Η συγγραφή τι θέση μπορεί να έχει σε έναν κόσμο σαν τον σημερινό, όπως αυτός τουλάχιστον έχει διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες; Μπορεί να λειτουργήσει ως δικλείδα ασφαλείας απέναντι στη διαφθορά, ως μέσο αφύπνισης, ως καταφύγιο μήπως;

Ένας συγγραφέας γράφει για να πει μια ιστορία καλύπτοντας ταυτόχρονα μια εσωτερική ανάγκη, να βρίσκεται σε ισορροπία με τον εαυτό του. Οι κοινωνικές συνθήκες εντείνουν αυτή τη διαδικασία. Η συγγραφή, όπως και όλες οι τέχνες, πάντα βρίσκει τη θέση της στον κόσμο, καμιά φορά είναι το silver lining στο σύννεφο, που λένε και οι Αγγλοσάξονες. Υπάρχουν άνθρωποι σήμερα για τους οποίους το βιβλίο είναι πολυτέλεια, αλλά για κάποιους μπορεί να είναι σωσίβιο. Έχει να κάνει με το πώς έχεις μάθει να βλέπεις τον κόσμο, προς τα πού έχεις μάθει να στρέφεσαι όταν τα πράγματα ζορίζουν.

jlvi.jpgΤι είναι αυτό που θέλεις να εκφράσεις μέσα από τα βιβλία σου και τι είναι αυτό που θέλεις να περάσεις στο κοινό; Και τι είναι αυτό που υπάρχει σε κάθε βιβλίο από εσένα την ίδια;


Το πρώτο μου μέλημα είναι να αφηγηθώ. Να φτιάξω κόσμους που ταιριάζουν στην αισθητική μου και αν είμαι τυχερή να ταιριάζουν και με την αισθητική περισσότερων. Ελπίζω οι άνθρωποι που θα διαβάσουν το βιβλίο μου να νιώσουν ότι δεν είναι μόνοι. Σ’ αυτά που γράφω υπάρχουν πολλά δικά μου πράγματα. Ταινίες που έχω δει, μουσικές που έχω ακούσει, ιδέες που με έχουν εντυπωσιάσει, βόλτες που έχω κάνει, εμμονές που δε λένε να με αφήσουν, άνθρωποι που έχω γνωρίσει, φράσεις που έχω ακούσει, δυσκολίες που έχω περάσει, χαρές που έχω ζήσει -ποιος συγγραφέας μπορεί να πει ότι δε βάζει έστω ένα κομματάκι από τον εαυτό του σε αυτό που γράφει; Στο τέλος, όμως, πρέπει να βγεις από όλα αυτά, έχοντας πάρει μαζί σου και βάλει στο χαρτί την ένταση του βιώματος χωρίς να είσαι αυτός που το έχει βιώσει.

Τι ήταν αυτό που συντελέστηκε μέσα σου ώστε να σε οδηγήσει στη συγγραφή; Ποια ήταν τα στάδια που πέρασες μέχρι να γίνεις συνειδητά συγγραφέας;

Με κάνεις τώρα να θυμηθώ παλιά πράγματα! Από τα πολύ κλασικά, όπως το ότι έγραφα ημερολόγιο ή ότι είχα φτιάξει διάφορες παιδικές εφημεριδούλες με τον αδερφό μου μέχρι τα ποιήματα που έγραφα στο Λύκειο και απόπειρες διηγημάτων στο πανεπιστήμιο. Έγραφα γιατί με ευχαριστούσε. Έγραφα ιστορίες που ήθελα να ζήσω, που έβλεπα στον ύπνο μου, που γεννιούνταν στο μυαλό μου από ένα ελάχιστο ερέθισμα. Κι ύστερα, το ότι διάβαζα διαρκώς, από πολύ μικρή, με έμπασε στο κλίμα. Δεν ήμουν από τα παιδιά που στραβομουτσούνιαζαν όταν άνοιγαν ένα δώρο και διαπίστωναν ότι ήταν βιβλίο. Όχι ότι δεν ήθελα κούκλες!

Αναμφίβολα στη διαμόρφωση σου ως συγγραφέα θα έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο ο πατέρας σου, ο Βασίλης Τζανακάρης, γνωστός και αναγνωρισμένος συγγραφέας και δημοσιογράφος. Πόσο πολύ και με ποιον τρόπο σε επηρέασε συγγραφικά αυτό;

Με επηρέασε στο ότι με έμαθε να αγαπάω το βιβλίο -τα δώρα που λέγαμε προηγουμένως. Με έμαθε να το θεωρώ κάτι σημαντικό. Να βλέπω το γράψιμο -από τη στιγμή που αποφάσισα ότι αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου- ως μια κανονική δουλειά και όχι σαν χόμπι. Ο πατέρας μου με έμαθε ότι δεν αρκεί να κάθεσαι και να περιμένεις την έμπνευση, αλλά πρέπει να στρώνεσαι στη δουλειά. Κι ας σβήνεις τις μισές σελίδες που έγραψες. Το πατρικό μου ήταν και είναι πνιγμένο στα βιβλία. Αυτό που δεν ξέρεις, ίσως, είναι ότι και η μητέρα μου είχε εκδόσει ένα βιβλιαράκι με διηγήματα πριν πολλά-πολλά χρόνια, το «Ιστορίες για Δύο», στο οποίο αναγνωρίζω στοιχεία της δικής μου γραφής.

Ποιες είναι οι συνθήκες για τους λογοτέχνες του σήμερα; Πόσο δύσκολο είναι για ένα νεαρό συγγραφέα να αναδειχθεί στις μέρες μας;


Στην Ελλάδα κάποιος που γράφει πρέπει να αποδείξει ότι κάνει ένα επάγγελμα. Προσωπικά, λέω ότι πρέπει να τελειώνουμε οριστικά με την εικόνα του ποζερά καταραμένου συγγραφέα που επικοινωνεί με το ελίτ υπερπέραν. Ο συγγραφέας δεν είναι χομπίστας. Μπορεί και να ξεκινάει ως τέτοιος, κάνοντας κάτι που του αρέσει, το συγγραφικό έργο όμως θέλει δουλειά. Υπάρχουν συγγραφείς που ερευνούν, ταξιδεύουν, διαβάζουν, κάνουν μαθήματα για να καταρτιστούν πάνω σε πράγματα που θεωρούν ότι δεν κατέχουν και είναι σημαντικά στοιχεία της αφήγησής τους. Ο συγγραφέας κάνει μια δύσκολη δουλειά και πρέπει να αμείβεται γι’ αυτή. Από την άλλη, δεν μ’ αρέσουν όσοι σκέφτονται υπολογιστικά. Αν θέλεις κάθε καλοκαίρι να βγάζεις κι ένα βιβλίο για να πάρεις έξτρα μερίδιο από την εκδοτική πίτα και όχι γιατί θες (κι έχεις) να πεις πράγματα, τότε δεν είσαι συγγραφέας, είσαι μπακάλης. Όσον αφορά στους νέους δημιουργούς, άλλοι τους στηρίζουν, άλλοι είναι αδιάφοροι και άλλοι τους κοροϊδεύουν ανενδοίαστα. Εγώ έχω την τύχη να με στηρίζουν επαγγελματίες από τα πρώτα μου βήματα. Ξέρω ότι εκεί έξω υπάρχουν πολλοί νέοι συγγραφείς που αξίζουν να διαβαστούν αλλά μένουν στην αφάνεια. Ζούμε, δυστυχώς, σε μια χώρα που οι νέοι αντιμετωπίζονται με δυσπιστία, δεν τους δίνονται ευκαιρίες που να αντιστοιχούν στις ικανότητές τους, είμαστε μια χώρα σε κρίση μέσης ηλικίας. Αυτό όμως που με ενοχλεί περισσότερο είναι ότι δε σεβόμαστε. Δε σεβόμαστε τον κόπο του άλλου. Δε σεβόμαστε το ότι κάποιος δημιουργεί κάτι -καλό-κακό δεν έχει σημασία- και μάλιστα στις πάντα δύσκολες για τους δημιουργούς συνθήκες της Ελλάδας. Η δυσκολία μας να σεβαστούμε είναι ευθέως ανάλογη με την ευκολία μας να χλευάσουμε.

Οι ευσεβείς πόθοι σου για το μέλλον: πώς φαντάζεσαι τον εαυτός σου ως συγγραφέα, τι είναι αυτό που θα ήθελες να επιτύχεις σε αυτόν το χώρο;

Θα ’θελα να γράφω με ησυχία. Ζούμε σε απίθανα φασαριόζικη χώρα. Δε βρίσκεις πουθενά την ησυχία σου. Οπότε θα ήθελα να μπορώ να ζω σε ένα νησί όπου μόνο η οικογένειά μου θα με αποσπά από το γράψιμο. Α, ναι, και θα ήθελα το Τζόνι & Λούλου να γίνει road movie γιατί λατρεύω το σινεμά!

Ποιες στιγμές θα ξεχώριζες ως πιο σημαντικές στην μέχρι τώρα συγγραφική πορεία σου;

Την υποψηφιότητα μου για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα από το περιοδικό Διαβάζω για το Έντεκα Μικροί Φόνοι (Μεταίχμιο). Την πρόταση του Βαγγέλη Ραπτόπουλου να συμμετάσχω στο συλλογικό έργο Ελληνικά Ονόματα (Κέδρος), που με τίμησε πολύ. Την κυκλοφορία του Τζόνι & Λούλου (Μεταίχμιο).
 
Η Βάσια Τζανακάρη γεννήθηκε στις Σέρρες το 1980. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη. Ζει στην Αθήνα. Με το πρώτο της βιβλίο, "Έντεκα μικροί φόνοι: Ιστορίες εμπνευσμένες από τραγούδια του Nick Cave" (Εκδ. Μεταίχμιο) ήταν υποψήφια, για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω. Διηγήματά της έχουν περιληφθεί σε συλλογικά έργα (Ελληνικά Ονόματα, Κέδρος) και έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και στο διαδίκτυο. Ασχολείται παράλληλα με τη μετάφραση, έχει διατελέσει αρχισυντάκτρια του Ποπ+Ροκ και αρθρογραφεί σε διάφορα έντυπα και sites (Δίφωνο, Μετρόπολις, www.muscipaper.gr, www.billboard.com.gr).