Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 14

Αν Σέξτον, Ποιήματα

Η ωραία κοιμωμένηΦέρτε στο νου σας
ένα κορίτσι που γλιστράει συνεχώς,
με τα μπράτσα να καμπυλώνουν σαν γέρικα καρότα,
μέσα στην έκσταση του υπνωτιστή,
μέσα στον κόσμο των πνευμάτων
μιλώντας με το δώρο των γλωσσών.
Έχει κολλήσει στη μηχανή του χρόνου,
ξαφνικά είναι δύο χρονών και πιπιλά το δάχτυλό της,
σαν σαλιγκάρι στρέφεται προς τα μέσα,
μαθαίνει να μιλά ξανά.
Κάνει ένα ταξίδι.
Κολυμπά όλο και πιο μακριά, όλο και πιο πίσω,
σαν σολομός,
παλεύοντας να μπει μες το τσαντάκι της μητέρας της.
Μικρή κουκλίτσα,
έλα στον μπαμπά.
Κάτσε στο γόνατό μου.
Έχω φιλιά για το σβέρκο σου.
Μια δεκάρα για τις σκέψεις σου, Πριγκίπισσα.
Θα τις κυνηγήσω σαν να 'τανε σμαράγδια.

Γίνε το παιχνιδάκι μου
και θα σου δώσω ρίζες.
Αυτού του είδους το ταξίδι,
θεριεμένο σαν αγιόκλημα.

Μια φορά κι έναν καιρό,
ένας βασιλιάς είχε βαφτίσει
την κόρη του Τριανταφυλλιά
κι επειδή είχε μόνο δώδεκα χρυσά πιάτα
κάλεσε μόνο δώδεκα νεράιδες
στο σπουδαίο γεγονός.
Η δέκατη τρίτη νεράιδα
–τα δάχτυλά της μακριά και λεπτά σαν καλαμάκια,
τα μάτια της καμμένα από τσιγάρα,
η μήτρα της μια άδεια κούπα τσαγιού–
έφτασε με δώρο το κακό.
Έκανε αυτήν την προφητεία:
στα δεκαπέντε η πριγκίπισσα
θα τρυπηθεί από ανέμη
και θα σωριαστεί νεκρή.
Καπούτ!
Στην αυλή έπεσε σιωπή.
Ο βασιλιάς έμεινε άφωνος σαν την Κραυγή του Μουνχ.
Οι προφητείες των μαγισσών
εκείνον τον καιρό
έπιαναν τόπο.
Ωστόσο, η δωδέκατη νεράιδα
είχε μια κάποια γόμα
κι έτσι μετρίασε λιγάκι την κατάρα
αλλάζοντας τον θάνατο με ύπνο
εκατό χρόνων.

Ο βασιλιάς διέταξε να καταστρέψουν
και να πετάξουν κάθε ανέμη.

Η Τριανταφυλλιά μεγάλωνε και γίνονταν θεά
και κάθε βράδυ ο βασιλιάς
έδενε χαλινάρι στο στρίφωμα του φουστανιού της
να την κρατάει ασφαλή.
Στέριωνε με μια παραμάνα το φεγγάρι
για να της δίνει αέναο φως.
Ανάγκαζε κάθε άντρα στην αυλή
να τρίβει με απορρυπαντικό τη γλώσσα του
να μη μολύνεται ο αέρας γύρω απ' την πεντάμορφη.

Έτσι εκείνη ζούσε μέσα στην μυρωδιά του βασιλιά,
περιπλεγμένη σαν αγιόκλημα.

Την ημέρα των δεκάτων πέμπτων γενεθλίων της
η Τριανταφυλλιά
τρύπησε το δάχτυλό της
με μια παλιά καμμένη ανέμη
και σταματήσαν τα ρολόγια.

Ναι, πράγματι. Κοιμήθηκε.
Ο βασιλιάς και η βασίλισσα κοιμήθηκαν,
οι αυλικοί κι επίσης οι μύγες στον τοίχο.
Η φωτιά στο τζάκι πάγωσε
και το ψητό σταμάτησε να τσιτσιρίζει.
Τα δέντρα έγιναν μέταλλο και
πορσελάνη ο σκύλος.
Όλοι έπεσαν σε ύπνωση
σαν κατατονικοί
στη μηχανή του χρόνου κολλημένοι.
Ακόμα και οι βάτραχοι έμοιαζαν ζωντανοί νεκροί.

Μόνο μια αγριοτριανταφυλλιά ανθούσε ακόμα
κι όλο θέριευε
φτιάχνοντας τείχος από αγκάθια
τριγύρω από το κάστρο.

Αρκετοί πρίγκιπες προσπάθησαν
να το περάσουν
γιατί είχανε ακούσει πολλά για την Τριανταφυλλιά.
Όμως δεν είχανε τρίψει τις γλώσσες τους κι έτσι
πιάστηκαν στ' αγκάθια και σταυρώθηκαν εκεί.

Σε εύλογο διάστημα πέρασαν τα εκατό χρόνια
και ένας πρίγκιπας κατάφερε να μπει.
Οι θάμνοι χώριζαν μπροστά του σαν να ήταν ο Μωυσής
και βρήκε το ταμπλό βιβάν ανέπαφο.
Φίλησε την Τριανταφυλλιά
κι εκείνη ξύπνησε φωνάζοντας:
“Μπαμπά! Μπαμπά!”

Και –ξαφνικά!– βγαίνει απ' τη φυλακή της!

Παντρεύτηκε τον πρίγκιπα
και όλα πήγανε καλά
εκτός από το φόβο -
τον φόβο του ύπνου.

Η Ωραία Κοιμωμένη
υπέφερε από αϋπνίες...
Δεν μπορούσε να πάρει έναν υπνάκο
ή να κοιμηθεί κανονικά
χωρίς να της ετοιμάσει κάποιες πανίσχυρες σταγόνες
ο φαρμακοποιός της αυλής
και μάλιστα ποτέ μπροστά στον πρίγκιπα.
Αν είναι να 'ρθει ο ύπνος, έλεγε,
θα πρέπει να με βρει εξ απήνης
καθώς γελώ ή χορεύω
ώστε να αγνοώ αυτό το βάρβαρο μέρος
όπου ξαπλώνω με τα γελάδια να με σπρώχνουν
στην τρύπα, ανοιχτή στο μάγουλό μου.
Επιπλέον, δεν πρέπει να ονειρευτώ
γιατί όταν ονειρεύομαι βλέπω το τραπέζι στρωμένο
και μια γριά που τρεμάμενη στη θέση μου.
Τα μάτια της καμμένα απ' τα τσιγάρα,
την προδοσία να μασουλά σαν φέτα κρέατος.

Δεν πρέπει να κοιμηθώ
γιατί όταν κοιμάμαι είμαι ενενήντα χρονών
και νομίζω ότι πεθαίνω.
Ο θάνατος κροταλίζει στον λαιμό μου
σαν παιδικός βόλος.
Φορώ για σκουλαρίκια σωληνάρια.
Κείτομαι ακίνητη σαν σιδερόβεργα.
Εάν στο γόνατό μου χώσετε μια βελόνα
ούτε που θα κουνηθώ.
Είμαι γεμάτη ενέσεις νοβοκαϊνης.
Αυτό το κορίτσι σε ύπνωση
είναι δικό σου για να το κάνεις ό,τι θες.
Μπορείς να την απιθώσεις σ' ένα μνήμα,
ένα απαίσιο πακέτο,
και να φτυαρίσεις χώμα στο πρόσωπό της
και να μη σου πει ποτέ “Ει! Γεια σου!”.

Όμως, εάν στο στόμα τη φιλήσεις
τα μάτια της θ' ανοίξουνε διάπλατα
και θα φωνάξει:
“Μπαμπά! Μπαμπά!”

Και - ξαφνικά! - βγαίνει απ' τη φυλακή της.

Έγινε μια κλοπή.
Αυτό μου λένε.
Εγκαταλείφθηκα.
Αυτό το ξέρω.
Με ανάγκασαν να πάω προς τα πίσω.
Με ανάγκασαν να πάω προς τα εμπρός.
Με πέρασαν από χέρι σε χέρι
σαν μια πιατέλα φρούτα.
Κάθε βράδυ με καρφώνουν σ' ένα μέρος
και ξεχνώ ποια είμαι.
Μπαμπά;
Αυτό είναι ένα άλλο είδος φυλακής.
Δεν είναι καθόλου ο πρίγκηπας
αλλά ο πατέρας μου
που μεθυσμένος σκύβει πάνω απ' το κρεβάτι μου,
σαν καρχαρίας κυκλώνει την άβυσσο,
ο πατέρας μου πάνω μου παχύς
σαν κοιμισμένη μέδουσα.
Τι ταξίδι είναι αυτό, κοριτσάκι;
Αυτή είναι η έξοδος από την φυλακή;
Βοήθεια, Θεέ μου, αυτή είναι η ζωή μετά τον θάνατο;

Ρούχα

Φόρα ένα καθαρό πουκάμισο
πριν πεθάνεις, είπε κάποιος Ρώσος.
Κάτι που δε θα έχει σάλια, παρακαλώ,
ούτε λεκέδες από αυγό, ούτε αίμα,
ούτε ιδρώτα ή σπέρμα.
Με θέλεις καθαρή, Θεέ μου,
έτσι κι εγώ θα προσπαθήσω να υπακούσω.

Κάνει το καπέλο που φορούσα
όταν παντρεύτηκα;
Λευκό, πλατύ, με ψεύτικα λουλούδια σε μια μικρή σειρά.
Είναι παλιομοδίτικο κι έχει τόσο στιλ όσο ένα σκαθάρι,
όμως ταιριάζει να πεθάνεις φορώντας κάτι νοσταλγικό.

Θα πάρω και το πουκάμισο που φορούσα στα βαψίματα,
που έχει πλυθεί τόσες φορές και έχει φυσικά
λεκέδες από κάθε κίτρινη κουζίνα που έχω βάψει.
Θεέ μου, δε σε πειράζει να φέρω όλες τις κουζίνες μου;
Βαστούν τα γέλια της οικογένειας και τη σούπα.

Για στηθόδεσμο
(χρειάζεται να το αναφέρω;)
εκείνο το ενισχυμένο μαύρο που μόλις το 'βγαλα
με χλεύασε ο εραστής μου.
«Πού πήγε το υπόλοιπο;» μου είπε.

Θα πάρω και
τη φούστα της εγκυμοσύνης μου του ενάτου μήνα,
παράθυρο για της αγάπης την κοιλιά
απ' όπου ξεπετάχτηκαν ένα ένα τα μωρά σαν μήλα,
στο εστιατόριο σπάσανε τα νερά,
φτιάχνοντας ένα σπίτι θορυβώδες όπου θα 'θελα να πεθάνω.

Για εσώρουχα θα πάρω άσπρα βαμβακερά,
αυτά της παιδικής μου ηλικίας,
γιατί ήτανε της μάνας μου η γνώμη
πως τα καλά κορίτσια φοράνε μόνο άσπρο βαμβάκι.
Κι αν είχε ζήσει να το δει
θα μ' είχε επικηρύξει
για τα κόκκινα, τα μαύρα, τα μπλε που έχω φορέσει.
Όμως εγώ θα συμφωνούσα απολύτως
να πεθάνω σαν καλό κορίτσι
και να μυρίζω χλωρίνη και αποσμητικό.
Ως δεκαεξάρα
θα πέθαινα γεμάτη απορίες.

Το κεφάλι που περιμένει

Αν πράγματι βαδίζω όπως συνήθως
έξω απ' το ίδιο αναρρωτήριο, στον ίδιο δρόμο εδώ κοντά
και βλέπω άλλο ένα κεφάλι, να περιμένει στο παράθυρο ψηλά
έτσι όπως καθόταν πάντα εκείνη
στην ξύλινη καρέκλα της, να περιμένει όποιον να' ναι,
τότε τα πάντα γίνονται. Ξέρω μονάχα

ότι σε δερματόδετα τετράδια έγραφε κάθε βράδυ
ότι κανείς δε φάνηκε. Θυμάμαι, φυσικά, τα δάχτυλά της

που αγκιστρώνονταν σφιχτά γύρω απ' τα δικά μου,
όμως και σήμερα ακόμα δε θα πω
πόσες φορές απέφυγα το δρόμο τούτο
όπου εκείνη απλά συνέχιζε να ζει, σαν ζαρωμένο σύκο,
και μας ξεχνούσε, έτσι κι αλλιώς.
Επισκεπτόμουν το φιλί το μαραμένο,
έσκυβα να της ξανακάνω τα χατίρια,
τη μουχλιασμένη της περούκα να χτενίσω και
να αναγκάσω την αγάπη να διαρκέσει.
Τώρα είναι πάντα πεθαμένη, τα δερματόδετα τετράδια
μου ανήκουν.
Σήμερα βλέπω το κεφάλι να κινείται,
σαν άγγελος βλογιοκομμένος, σ' εκείνο το παράθυρο ψηλά.
Τι κάνει αυτό το κεφάλι που περιμένει; Μοιάζει ολόιδιο.
Θα σκύψει να με δει όπως γυρνώ να φύγω;
Νομίζω πως το ακούω να μου φωνάζει
όμως κανείς δεν φάνηκε, κανείς δεν φάνηκε.

Μαθήματα στην πείνα

«Σου αρέσω;»
ρώτησα το μπλε σακάκι.
Καμία απάντηση.
Σιωπή αναπήδησε απ’ τα βιβλία του.
Σιωπή έσταξε απ’ τη γλώσσα του
και κάθισε ανάμεσά μας
κι έφραξε το λαιμό μου.
Έσφαξε την εμπιστοσύνη μου.
Άρπαξε από το στόμα μου τσιγάρα.
Ανταλλάξαμε λέξεις τυφλές
και δεν έκλαψα,
δεν ικέτεψα,
μαυρίλα πλάκωσε την καρδιά μου
και κάτι που είχε υπάρξει καλό,
ένα είδος φιλεύσπλαχνου οξυγόνου,
έγινε φούρνος του γκαζιού.
Σου αρέσω;
Τι εξωφρενικό!
Τι ερώτηση είναι αυτή;
Τι σιωπή είναι αυτή;
Και γιατί περιφέρομαι ακόμα εδώ
διάτρητη απ’ όσα είπε η σιωπή του;

Ο δήμιος

Λογικό, λογικό, λογικό... περάσαμε από
δέκα οίκους –έτσι τους λένε, οίκους–
ψάχνοντας ένα θάλαμο να δέχονται μωρά
που μοιάζουνε με σένα. Κάθε φορά, τα μάτια αυτά
που δεν ανήκουν σε κανέναν
καρφώνονταν επάνω μας,
αυτοί οι επισκέπτες
από το δρόμο που σαλεύει εκεί έξω.
Κοιτούσαν, ναι, αλλά δεν είχανε ιδέα για το χρόνο
εκεί στον οίκο όπου τα μωρά δε μεγαλώνουνε ποτέ.
Αγόρι μου, αθώος και πράος ο εγκέφαλός σου,
μα απαρχαιωμένος.
Τα πιο καινούρια φάρμακα κι η ταραχή της οικογένειας
πίσω σε τράβηξαν ξανά,
εκείνες τις πολλές φορές που πήγες να πεθάνεις.
Κόντρα στην ένοχη ευχή μου, αέρα πήραν
οι βουλωμένες αρτηρίες σου και έβγαλαν φωνή,
όπως ο Λάζαρος.

Η μάνα σου είπε στην αρχή ... γιατί εγώ! Γιατί σ' εμένα!
Μα το ξεπέρασε. Σήμερα απολαμβάνει
την ανιαρή φροντίδα κάθε μέρας μαζί με τον φρενήρη
ηρωισμό της.
Εσύ δεν αγαπάς κανέναν. Αυτή δε μεγαλώνει ένα παιδί.
Μεγαλώνει μία πέτρα που θα δέσει στο λαιμό της.
Μερικές νύχτες στο κρεβάτι μας, εκείνη ροχαλίζει επάνω μου
με στόμα παγωμένο
κι άλλοτε, όπως γυρνάει και τα φιλιά της αναδύονται απ' τη θάλασσα,
φέρνω στο νου μου ιστορίες κακές
για τέρατα και για ναυάγια.
Φέρνω στο νου μου εκείνη τη σκανδιναβική ιστορία
γι’ αυτόν το βασιλιά που σκότωσε εννέα γιους του στη σειρά.
Σφαγιάστηκαν στη χονδρική,
μοιράζονταν μονάχα μια ζωή,
όπως εσύ, γιε μου,
τη δική μου.

Anne Sexton: «Ποιήματα», Εισαγωγή-Μετάφραση: Δήμητρα Σταυρίδου, Εκδ. Printa, 2010, σελ. 384


Από τις εκδόσεις Printa, και στη σειρά «Ποίηση για πάντα», κυκλοφόρησε η εκτενής ανθολογία «Anne Sexton–Ποιήματα», σε μετάφραση της Δήμητρας Σταυρίδου. Την επιμέλεια της σειράς έχει η Παυλίνα Παμπούδη.

Η έκδοση περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικά ποιήματα της Αν Σέξτον από το σύνολο του ποιητικού της έργου (τις δέκα ποιητικές συλλογές της) με σκοπό την όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη παρουσίαση του έργου της στο ελληνικό κοινό.

Η Αν Σέξτον, βραβευμένη με το βραβείο Πούλιτζερ το 1967, είναι μία από τις σπουδαιότερες ποιήτριες των αμερικανικών γραμμάτων και θεωρείται η σημαντικότερη εκπρόσωπος της λεγόμενης εξομολογητικής ποίησης.
Η Σέξτον δεν δίστασε να φέρει στο φως θραύσματα από το «πιο βαθύ και πιο σπασμένο κομμάτι (της)», γράφοντας για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά για τις εμπειρίες της από τις ψυχιατρικές κλινικές, τον αλκοολισμό του πατέρα της, τη βαριά επιρροή της μητέρας της στη ζωή της, την παιδική ηλικία, αλλά και τους εραστές της, τη μητρότητα, τη θηλυκότητα, την τρέλα και βεβαίως το θάνατο. Ήδη από την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής της το 1960, τα ποιήματά της είχαν τεράστια απήχηση σε κοινό και κριτικούς και η ίδια ήταν εξαιρετικά δημοφιλής καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της.

Η ποίησή της, προσωπική, σαρκική και συχνά οδυνηρή, μιλά κυρίως για τους πάσχοντες που αναζητούν καταφύγιο στο θάνατο αλλά και για όσους επιλέγουν τη ζωή, συνειδητά και ξεκάθαρα, κόντρα σε «ένοχες ευχές» για το αντίθετο. Η ποιήτρια που είχε απόλυτη ανάγκη τους στενούς της ανθρώπους «για να της λένε ποια είναι» έζησε και έγραψε στα όρια, καταγράφοντας μια φρενήρη πτήση μεταξύ των ανώτατων και των κατώτατων σημείων του ανθρώπινου ψυχισμού και των ηδονικών απολαύσεων της ζωής, πτήση που τερματίστηκε –αναμενόμενα ίσως– με την αυτοκτονία της το 1974. Έκτοτε, η ποίηση της Αν Σέξτον εξακολουθεί να συγκλονίζει, λειτουργώντας σαν το «τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας».

Πέρα από την εκτενή εισαγωγή και τις σημειώσεις της μεταφράστριας, την έκδοση συμπληρώνει μια εκ βαθέων συνέντευξη της Αν Σέξτον στην επιθεώρηση «Paris Review».