Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 14

Ενδόγραμμα - Ανάγνωση του Δημήτρη Π. Κρανιώτη

της Αναστασίας Γκίτση

Ενδόγραμμα, Ποίηση, Δημήτρης Π. Κρανιώτης, Εκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία, 2010

Δεν υπάρχει θαρρώ μεγαλύτερη πρόκληση για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο που ασχολείται με την λογοτεχνία, να προσπαθήσει να προσεγγίσει την ποίηση με σκοπό να την κατανοήσει και να εμβαθύνει σ’αυτήν, με τρόπο που δεν θα αδικήσει ούτε το ποίημα, ούτε τον ίδιο τον ποιητή. Εξηγούμαι επικουρούμενη μέρος του δοκιμίου του ποιητή κι ακαδημαϊκού  Νάσου Βαγενά:  «Γιατί η γοητεία της ποίησης πηγάζει ακριβώς από εκείνο το ασύλληπτο, το μυστηριώδες, το ανεξιχνίαστο που το αισθάνεται κανείς, ωστόσο αδυνατεί να το ορίσει»  Και ο πιο προσεκτικός χειρουργός λεκτικών σχημάτων να ήταν, είμαι σίγουρη πως δεν θα κατόρθωνε να διεισδύσει με ασφάλεια, ούτε στα άπατα μονοπάτια της σκέψης του δημιουργού, ούτε στα παρθένα δημιουργήματα της κι εννοώ τις έννοιες-σπέρματα που κυοφορούν οι αράδες του ποιήματος.

Δεν θα επιχειρήσω λοιπόν τον ρόλο ούτε της χειρουργού, ούτε της κριτικού της ποίησης του Δημήτρη Κρανιώτη. Αποφάσισα να  ντυθώ το ρόλο της ταξιδεύτριας, που με περισσή φροντίδα και επιμελή ανάγνωση περιπάτησε το σώμα του ποιητή, έτσι όπως ο ίδιος το άπλωσε κατά μήκος της σελίδας και το στόλισε με  λέξεις δικές του, άλλοτε για ν’αποκαλύψει τα κεκρυμμένα κι άλλοτε για να κρύψει τα εμφανή.     

Εξού κι η ονομασία της ποιητικής του συλλογής «Ενδόγραμμα» που ευθύς εξαρχής προϊδεάζει τον αναγνώστη πως πρέπει να σκάψει βαθιά στα γράμματα προκειμένου να συναντήσει τη γλώσσα που ομιλεί ο ποιητής, τις έννοιες αυτής της γλώσσας. Επειδή και οι έννοιες, έτσι λεπτεπίλεπτα άσαρκες που είναι, χρειάζονται τις λέξεις ως «οστρακοειδές» όχημα για να μεταφερθούν από την δημιουργική σκέψη του ποιητή στην αναπλαστική σκέψη του αναγνώστη. Όσοι όμως από τους αναγνώστες επαναπαυτούν μόνο στις λέξεις, μη έχοντας σκάψει εν των ένδω,  θα προσκρούσουν στην επιφάνεια, αγνοώντας για πάντα την ουσία των λεγομένων του ποιητή. Ο ίδιος, εξάλλου, το προτάσσει στην ποιητική του συλλογή ως εναρκτήριο ποίημα. Σελ. 9: «Ενδόγραμμα / λεκτικών παροξυσμών, / εντός γραμμάτων / κοινών ή κενών, / σε δειλές προτάσεις / με κρυμμένες κραυγές, / χωροχρονική ασυνέχεια / απαλλακτικών πορισμάτων / με αθώωση ενόχων / απατηλή περιπέτεια / ενδόμυχων συγκρούσεων / με ήττες νικητών.»

Αν θέλουμε να κοινωνήσουμε έστω και λίγο από την δυναμική της ποίησης του Δημήτρη Κρανιώτη δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε, καθόλη την διάρκεια ανάγνωσης των ποιημάτων του,  την προτροπή του μεγάλου φιλοσόφου που επέμενε να μας συμβουλεύει:  «Όπου κι αν βρίσκεσαι σκάβε βαθιά. Κάτω είναι η πηγή». Μόνον έτσι θα αφουγκραστούμε τις κρυμμένες κραυγές του ποιητή, και θα αποκωδικοποιήσουμε -επαναλαμβάνω στο μέγιστο δυνατό των αναγνωστικών μας δυνατοτήτων-  τους ήχους των ενδόμυχων κραυγών του, που τεχνηέντως κρύβει πίσω από λεκτικούς παροξυσμούς και χωροχρονική ασυνέχεια.

Ο λόγος του ποιητή είναι λιτός, κοφτός, ακαριαίος, ασθματικός, χωρίς λεκτικές περιπτύξεις και καλολογικές υπερβολές. Η αισθητική των λέξεων αποδεικνύεται γυμνή και αναδεικνύει την απαράμιλλή ομορφιά των εννοιών που προσπαθεί να μεταδώσει το ποίημα. Ολιγόστιχα ποιήματα προκαλούν πολύπτυχες αναγνωστικές επεξηγήσεις, αναφέρω το ποίημα ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΙ  σελ. 24: «Εντέχνως / επινόησα χαμόγελα / παγιδεύοντας / αστείρευτες δικαιολογίες  / που υφίστανται / ως αλγόριθμοι / σ’εξίσωση ερώτων». Μια γραφή σχεδόν συνθηματική που με την απλότητά της όχι μόνο σέβεται την ελευθερία του αναγνώστη αλλά την επιζητά, ακούσια ή εκούσια, αναζητώντας στο πρόσωπό του την ιδιότητα εκείνη του συνδημιουργού που θα προεκτείνει την δυναμική του ποιήματος με τις προσωπικές του εικασίες.

Η ποίηση του Δημήτρη Κρανιώτη είναι αποκαλυπτική, δεν επικαλύπτεται από λυρικά παραληρήματα ούτε μπαίνει ο ίδιος σε διαδικασίες υπερθετικών προσπαθειών για να εντυπωσιάσει. Έχει μελετήσει στρατηγικά την πορεία του. Κι όπως αφαιρετικά έχει διαμορφώσει μέσα του μια ουσιαστική θεώρηση των συναισθημάτων, έτσι αφαιρετικά θέλει και να την διατυπώσει, απευθείας και καταιγιστικά χωρίς μπερδεμένους παράδρομους και πολυσύχναστες ποιητικές μαεστρίες. Η μαεστρία του δικού μας ποιητή ορίζεται στην κατάδειξη ουσιωδών εννοιών όπως ο έρωτας, ο πόνος, η ανθρώπινη πληγή, η μνήμη, η κοινωνική αδικία, οι χωροχρονικοί περιορισμοί,  η απογοήτευση κ.α  μέσα από μία αφοπλιστική σχεδόν απλότητα στίχων. Γνωρίζουμε εξάλλου πως η διαδικασία απλούστευσης πολύπλοκων εννοιών δεν είναι καθόλου εύκολη.

Επικαλούμαι την επεξήγηση της Marguerite Yourcenar:  «Να παίρνουμε πάντα την απλούστερη έκφραση αλλά να θυμόμαστε ότι η απλούστερη έκφραση δεν είναι ποτέ η πιο κοινότυπη, αντιθέτως είναι αυτή που βγαίνει απευθείας από τα πράγματα χωρίς να επηρεάζεται από καμία συμβατικότητα». Έτσι είναι ο τόνος και ο λόγος του ποιητή μας, αποφθεγματικός, ακαριαίος πολλές φορές χωρίς ούτε καν ρήματα για να τονίσει ακόμη περισσότερο, με τις απανωτές εικόνες, το εσώτατο μήνυμα που θέλει να απελευθερώσει αρχικά από μέσα του και εν συνεχεία με την γραφίδα του. Αναφέρω το ποίημα ΧΕΙΡΑΨΙΕΣ σελ. 30: «εν λευκώ υποσχέσεις / εκπτώσεων θυσίας, / προτροπή διαύλων / κενών επικοινωνίας, / επιλογές λαθών / προστιθέμενης αξίας / ανήσυχα βλέμματα / κωδικών παράλογης βίας, / χειραψίες απρόσιτης / ποιητικής αδείας.»

Λέξεις που ηχούν με ομοιοκαταληξία! Θυσίας / επικοινωνίας / αξίας / βίας / αδείας. Δεν είναι ασύνηθες η ομοιοκατάληκτη τεχνική του ποιητή προσδίδοντάς έτσι στην ροή του λόγου την μουσικότητα που της χρειάζεται. Άλλοτε πάλι καταφεύγει σε ομόηχα σύμφωνα για να μελοποιήσει, θα λέγαμε, τις εικόνες του. Διαβάζω το ΦΥΛΛΑ ΦΩΝΗΕΝΤΑ  σελ. 22: «Φωτίζουν / φυλάγοντας φωτιές / φρουρούν / φωνές φευγάτες / φοράνε / φύλλα φωνήεντα, / φτηνά φιλιά / φοβούνται / φονεύουν / φήμες φαντάσματα / τα ποιήματα φταίνε!»

Η τεχνική του ποιητή είναι έκδηλη στα μικρά αλλά και στα μεγαλύτερα σ’έκταση ποιήματά του. Η φροντίδα του ωστόσο για τεχνική αρτιότητα διόλου δεν μειώνει την ένταση των λεγομένων που καταπιάνονται με την σύγχρονη εποχή και τα υπαρξιακά αδιέξοδα του ανθρώπου. Αναφέρω ποίημα ΕΓΚΛΗΜΑ σελ. 23 «Στενάζει το όχι / από ντροπή, / το ναι / από συνήθεια, / πατώματα που καίγονται, / με πνίγουν / απ’τους καπνούς τους, / δρόμοι αδιέξοδοι / με σπρώχνουν / να κάνω λάθη, / έρωτες που έσβησαν / απ’το νου, / παλεύουνε ν’αναστηθούν, / να με ρίξουν / στη φωτιά τους / κι όλοι / ζητάνε επίμονα. / το έγκλημα να κάνω, / να σκοτώσω το μέσα μου, / όλα όσα πιστεύω / να ξεγράψω / ιδανικά κι αρχές, / για να γίνω «της μόδας» ή σε κάποιο άλλο ποίημα με τον τίτλο ΑΛΗΘΟΦΑΝΗ ΨΕΜΑΤΑ σελ. 27: «Μη μπορώντας / ή μη θέλοντας / άπλωσα συναισθήματα / ένθεν κι εκείθεν / του ποταμού, / τη δύσκολη στιγμή / που το δόρυ / αληθοφανών ψεμάτων / βύθισε τη σχεδία / εύθραυστων υποσχέσεων / στα ρηχά νερά απρόβλεπτων αιρέσεων / τη κοινής λογικής». 
   
Ο ποιητής ταλαντεύεται, ωσάν ευαίσθητος δέκτης της κοινωνικής παραλογίας κι οξυδερκής πομπός της τρυφερής ποιητικής του ιδιοσυγκρασίας, ανάμεσα σε δύο αντικριστούς, τις περισσότερες φορές αντιμαχόμενους, πόλους, αλλά βρίσκει την ασφαλιστική δικλείδα ν’αναπαυθεί στα «λαμπρά σημάδια του νου».  Ο ίδιος το αναφέρει στο ποίημά του ΙΣΟΠΑΛΗ ΜΑΧΗ σελ.34: «Δεν νικώ, / ούτε χάνω. / Ισόπαλη μάχη / αδιαφορίας κι αρωγής, / «εν τω μέσω» / κανόνων διαφυγής, / κυνηγώ λαμπρά / του νου σημάδια, / μυθικών ηρώων / που ζωντανεύουν / ολονυχτίς».

Η παιδικότητα εξάλλου είναι αυτό που τόσο επιδέξια διασώζει ο κάθε ποιητής με τις λέξεις και την αθωότητά του. Έτσι κι ο δικός μας δεν νικά δεν χάνει, ξέρει πως τίποτα αποκλειστικά ολοκληρωτικό δεν υπάρχει στην ζωή, πως ανάμεσα στα δύο άκρα της αρχής και του τέλους υπάρχει πάντοτε το αθώο σώμα του ποιητή, να ενώνει τ’αντίθετα, να χρωματίζει το λευκό και το μαύρο με το γαλάζο τη ομορφιάς των στίχων. Σ’ένα από τα τελευταία ποιήματά του δίνει το στίγμα του ποιητή και την αναπλαστική του ιδιότητα. ΠΟΙΗΤΗΣ σελ. 75: «Τη φορά των γεγονότων / σφραγίζει, / το αθέατο των φώτων / συμβολίζει, / με πινέλα ενόχων / κάλπικων ενεστώτων / γυμνά σώματα / ζωγραφίζει, / ανέμων φτερά, / υδάτων πουλιά / σχηματίζει, / πέτρινα κλουβιά, / αθώων κελιά / γκρεμίζει, / στάχυα χωραφιών / κενών εποχών / θερίζει, / με αρχαίων σοφών / πλεκτά ιδεών / ο ποιητής / πάντα στο τέλος / μια νέα αρχή χτίζει.»

Αυτό είναι ο ποιητής, πλάστης και δημιουργός, μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων του, είναι ο ανατροπέας που από το τέλος χαράσσει μια νέα αρχή, από το μαύρο απομυζεί το λευκό. Με αξίνα τις λέξεις σκάπτει στα μύχια του εσωτερικού του εαυτού, αγγίζει τα κρυμμένα του μυστικά και αποκαλύπτει την ομορφιά των αισθημάτων. Η ποίηση εξάλλου δεν είναι τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο από την αίσθηση, από την αφή της ίδιας της ψυχή αρχικά του ποιητή, εν συνεχεία του αναγνώστη που μεταποιεί την αρχική αίσθηση των ειπωμένων.

Καταλήγοντας, θα επιμείνω στην φράση του Κρανιώτη «ο ποιητής / πάντα στο τέλος / μια νέα αρχή χτίζει»  που  φέρνει συνειρμικά στον νου μου τον κορυφαίο εκείνο στίχο του Βρεττάκου : «Το ελπίζει ο Θεός / πως τουλάχιστον μες τους λυγμούς των ποιητών / δεν θα πάψει να υπάρχει ποτές ο παράδεισος».
Σημ. Η εισήγηση έλαβε χώρα στον Πολυχώρο «Μαλλιάρης Παιδεία», Θεσσαλονίκη  / 24 Νοεμβρίου 2010