Top menu

"Ρομαντική αισθητική" των Ζ.Δ. Αϊναλή & Μ. Παπαντωνόπουλου

Ρομαντική Αισθητική. Οι ποιητές των Λιμνών και η Σχολή της Ιένα, Μελέτη, Ζ. Δ. Αϊναλής - Μ. Παπαντωνόπουλος, Εκδόσεις Κριτική, 2011

Σημείωμα (του Νέστορα Πουλάκου)

Προσέγγιση στην αισθητική του ρομαντισμού που έχει αξία, και συμπληρώνει αρκούντως περιεκτικά την έως τώρα ελληνική (και ξένη) βιβλιογραφία είναι αυτό το βιβλίο των δυο ποιητών της νέας γενιάς, του Ζ.Δ. Αϊναλή (Ηλεκτρογραφία/ Αποσπάσματα/ Η σιωπή της Σίβας) και του Μιχάλη Παπαντωνόπουλου (Πλάσματα της νύχτας/ Δ/ Συμεών Βάλας), οι οποίοι συν τοις άλλοις διαθέτουν πλούσιο μεταφραστικό, δοκιμιακό και κριτικό έργο.

Στη Ρομαντική Αισθητική που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κριτική, και στα σίγουρα θα αποτελέσει και ένα χρήσιμο πανεπιστημιακό συμπλήρωμα σπουδών, ο πολύ μεστός, ιδιαίτερος και με κριτική ματιά πρόλογος του Ζ.Δ. Αϊναλή αφενός δίνει το στίγμα της έκδοσης αφετέρου ξεχωρίζει. Και κατά τη γνώμη μου, τα πολυσέλιδα σχόλια/ σημειώσεις/ παραπομπές είναι αυτά που δίνουν το κάτι παραπάνω στο έργο. Όπως, άλλωστε, και η πλούσια βιβλιογραφία που διαθέτει.

Από κει και ύστερα, μεταφράζονται από τους δυο ποιητές ολόκληρα έργα εκπροσώπων του ρομαντικού κινήματος. Ο Ζ.Δ. Αϊναλής μεταφράζει κείμενα των Γουόρντσγουορθ και Κόλριτζ, και ο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος του Σλέγκελ. Αυτά συμπληρώνουν και την έκδοση, που καλώς βγήκε σε βιβλίο εντέλει και όχι σε τεύχος λογοτεχνικού περιοδικού, όπως αρχικώς προοριζόταν.

Αποσπάσματα

Ζ. Δ. Αϊναλής : Εισαγωγή [Μελαγχολία και Εξέγερση]

 […] Ο καλλιτέχνης έρχεται για πρώτη φορά στο προσκήνιο της καλλιτεχνικής δημιουργίας με τον Ρομαντισμό. Αυτό που μετράει κυρίως πλέον δεν είναι τόσο η «διαδικασία» με την οποία δημιουργήθηκε το έργο ή τα πλαίσια αναφοράς του, ούτε και οι «συνέπειες» του έργου στο κοινό, ο σκοπός του. Δεν ενδιαφέρει τόσο το εάν ο καλλιτέχνης δημιουργεί μιμητικά ή κατά τη διάρκεια ένθεης ή μη παραφοράς, ούτε και το πώς μπορεί να εκλαμβάνουνε το έργο οι αποδέκτες του, αν θα έχει θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις επάνω τους, αλλά μόνον το ότι ο καλλιτέχνης δημιουργεί. Ο Lukács αντιμετωπίζει στις σωστές της βάσεις την αμφίδρομη σχέση ανάμεσα σε αυτήν την ολότελα νέα αντίληψη περί καλλιτεχνικής δημιουργίας και απολεσθείσας ενότητας που αρχίζει και παρατηρείται την ίδια ακριβώς εποχή: «Η ιδεώδης πραγματικότητα του κόσμου που μας τέρπει, η τέχνη, χάρη σε αυτή της την ιδιότητα αυτονομείται• δεν αποτελεί πλέον αντίγραφο, δεδομένου ότι κάθε πρότυπο έχει εξαφανιστεί• πρόκειται για κατασκευασμένη ολότητα, γιατί η φυσική ενότητα των μεταφυσικών σφαιρών έχει διαρραγεί μια για πάντα».

Έχει, βέβαια, προηγηθεί σε ιδεολογικό επίπεδο ο θρίαμβος των φυσικών επιστημών, σε τεχνολογικό επίπεδο οι ραγδαίες αλλαγές που συνεπιφέρει μαζί της η επιστημονική ανάπτυξη, μεταλλάσσοντας πλέον από γενιά σε γενιά την υλική ζωή βαθύτερα από όσο την είχαν αλλάξει όλοι οι αιώνες που πέρασαν, σε πολιτικό επίπεδο η Γαλλική Επανάσταση (που θα καταλήξει στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που οι πρωτεργάτες της είχαν διακηρύξει), σε οικονομικό η Βιομηχανική Επανάσταση, η μαζικοποίηση της εργασίας και της παραγωγής και η γενίκευση της οικονομίας της αγοράς, σε κοινωνικό η αλματώδης συσσώρευση ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις και ο καταιγισμός τους, δια μέσου του Τύπου, με πληροφορίες που δεν αφομοιώνονται και απλά σωρεύονται, και σε ανθρωπολογικό η ομοιογενοποίηση της καθημερινότητας και η επικράτηση του επίπεδου παρόντος κατ’ αντιδιαστολή προς τον πάλαι ποτέ κύκλιο χρόνο. «Ο κόσμος άλλαξε βάση», σχολιάζει ο Debord στην Κοινωνία του Θεάματος. Συνέπεια όλων των παραπάνω, ή πιο συγκεκριμένα συνέπεια του διαρκούς αισθητηριακού καταιγισμού που οι αλλαγές αυτές συνεπιφέρουν, όπως κατ’ επανάληψη παρατηρεί ο – γνησιότερος απόγονος του Ρομαντισμού στον 20ο αι. – Walter Benjamin, είναι η έκπτωση της εμπειρίας, που καθίσταται εικονική, και κατά συνέπεια η μη αφομοίωση της. Ακόμα πιο ειδικά, με την καταστροφή της αντίληψης περί κύκλιου χρόνου το σύγχρονο υποκείμενο μαθαίνει σταδιακά να ζει σε μια άχρονη παροντικότητα, όπου οι έννοιες του παρελθόντος και του μέλλοντος δεν συνιστούν πλέον βιωμένες σημασίες. Αυτή η καθήλωση του υποκειμένου σε έναν επίπεδο παρόντα χρόνο, όπου κάθε σύνδεση, κάθε συνοχή ανάμεσα στο τώρα το πριν και το μετά έχει σπάσει, λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την αφομοίωση της εμπειρίας, το ες αεί βιούμενο ουδέποτε κατορθώνει να μετουσιωθεί σε βίωμα. Ως εκ τούτου, το υποκείμενο αδυνατεί να αξιολογήσει και κατ’ επέκταση να νοηματοδοτήσει τη ζωή του. Παραπαίει ανάμεσα σε ασυνεχείς στιγμές επί στιγμών σαν καρυδότσουφλο στην τρικυμία. Αν τώρα προσθέσουμε στα παραπάνω την χονδροειδή εκκοσμίκευση, με τη μορφή της απομαγικοποίησης του κόσμου και την απόπειρα πραγμοποίησης του ατόμου που ο αστικοκαπιταλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας συνεπέφερε μαζί του, έχουμε το κεντρικό τρίπτυχο εναντίον του οποίου πρώτοι – επειδή και πρώτοι θα εσωτερικοποιήσουν τις εξελίξεις αυτές – θα βάλουν οι ρομαντικοί, συγκεκριμένα οι γερμανοί, χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Novalis, και η λύση που μάλλον ενστικτωδώς θα προκρίνουν θα είναι η πρόταξη της εσωτερικότητας έναντι του σύστοιχου κόσμου ή για την ακρίβεια η μετα-ποίηση του εξωτερικού σύμφωνα με τις επιταγές του εσωτερικού κόσμου ή αλλιώς η  ποιητικοποίηση του κόσμου. Στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα καταλήγει, άλλωστε, κι ο Friedrich Schlegel, ο οποίος μάλιστα το επενδύει με μια σαφή πολιτική διάσταση: «Το ότι τα πάντα οφείλουν να γίνουν τέχνη ανήκει στην φιλοσοφία της πράξης», γράφει, καθιστώντας έτσι την απόπειρα ποιητικοποίησης του κόσμου ουσιαστική πράξη πολιτικής ευθύνης.   

Όλες αυτές οι – μικρότερης ή μεγαλύτερης εμβέλειας – ‘επαναστάσεις’ εντείνουν την πεποίθηση ότι η πάλαι ποτέ αρραγής ενότητα (είτε υπό το προσωπείο του Κόσμου στην κλασική εποχή είτε υπό το προσωπείο του Θεού στη μεσαιωνική περίοδο) της περιβάλλουσας ‘πραγματικότητας’, του φυσικού και δημιουργημένου από τον άνθρωπο κόσμου, του σύστοιχου κόσμου, έχει οριστικά σπάσει. Το κέντρο έχει οριστικά χαθεί. Και το υποκείμενο με τον ίδιο τρόπο που διασπείρεται κεντροφυγώς εντός της νέας, ομοιογενοποιημένης αλλά δίχως συνοχή κι ενότητα, κοινωνίας, της Gesellschaft, αρχίζει και βιώνει την εσωτερική διασπορά, την πολυδιάσπαση και τον κατακερματισμό, υποχρεώνεται να ‘εφεύρει’ ένα αλλότριο του βιούμενου ιδεατό, υποστασιοποιεί το ανικανοποίητο της διαρκούς αναντιστοιχίας ανάμεσα στο βιούμενο και το ιδεατό («Άγγελε, μόνον στ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;» γράφει ο Σολωμός στους Ελεύθερους Πολιορκημένους). Συνέπεια των παραπάνω δεν μπορεί παρά να είναι και η επανανοηματοδότηση της τέχνης ως μιας εκ των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων: από ένα απλό – ανάμεσα σε άλλα – συμπλήρωμα του βίου καθίσταται πλέον υποκατάστατο του, ένα υποκατάστατο που καλείται να καλύψει την πιέζουσα ελλειμματικότητα και την ανεπάρκεια του ίδιου του βίου, την αδυναμία του υποκειμένου να νοηματοδοτήσει το ίδιο και δια των ιδίων του πράξεων τη ζωή του. Το νεωτερικό υποκείμενο που προκύπτει, όπως προκύπτει, από τις ιστορικές αυτές ανακατατάξεις δεν μπορεί παρά να διαπιστώνει πως για να ζήσει σε έναν οποιοδήποτε κόσμο θα πρέπει πρώτα να βρει τον εαυτό του και την θέση του μέσα σε αυτόν τον κόσμο, κάτι πλέον ελάχιστα αυτονόητο, επιλέγοντας μία φαινομενικότητα ανάμεσα σε πολλές ως ‘πραγματική’, επιλέγοντας δηλαδή έναν κόσμο ως Κόσμο. Για να αποκτήσει, όμως, συνοχή ο οιοσδήποτε σύστοιχος κόσμος πρέπει πρώτα ν’ αποκτήσει συνοχή το υποκείμενο εντός του, εξωτερικεύοντας εν συνεχεία την αποκτηθείσα εσωτερική ενότητα εκτός του. Τα πάντα είναι ζήτημα ‘βλέμματος’. Αν το υποκείμενο δεν αντικρίζει εντός του παρά την πολυδιάσπαση και τον κατακερματισμό, δεν μπορεί παρά να εννοήσει τον σύστοιχο κόσμο που τον περιβάλλει ως εξίσου πολυδιασπασμένο και κατακερματισμένο. Και αντίστροφα, αν το υποκείμενο δεν αντικρίζει παρά μια ‘πραγματικότητα’ κατακερματισμένη, δίχως ενότητα και συνοχή, χωρίς κέντρο, δεν μπορεί παρά να ‘μεταφέρει’ αυτόν τον θεώμενο κατακερματισμό και στη θέαση του εγώ του. Από αυτήν την κατακερματισμένη πρόσληψη του σύστοιχου κόσμου, το «σπάσιμο» της ενότητας, και τις ψυχολογικές της συνέπειες, την εσωτερική δηλαδή διασπορά και την πολυδιάσπαση, δεν μπορεί παρά αναπόφευκτα να προκύψει μια δυναμική άρνησης και αντίθεσης. Ο Hegel γράφει κάπου στα πρώτα γραπτά του: «Η δυνατότητα της αντίθεσης είναι η ελευθερία• η ίδια η πράξη του αντιτίθεσθαι είναι μια πράξη ελευθερίας». Για να αντιτεθείς όμως σε κάτι πρέπει προηγουμένως να το γνωρίσεις, ή έστω να το ανα-γνωρίσεις ως τέτοιο που είναι – ή φαίνεται – και να το αρνηθείς. «Εκκινούμε πάντα από μία υποτιθέμενη πραγματικότητα και απογοητευόμαστε και αηδιάζουμε παντού απ’ την απάτη», γράφει ο Coleridge στο Περί ποιήσεως ή τέχνης. Οι ρομαντικοί ήταν οι πρώτοι που προέβησαν σε αυτήν την δυναμική πράξη της άρνησης του σύστοιχου κόσμου και της αντίθεσης σε αυτόν στην νεώτερη εποχή, ενός κόσμου – και μιας άρνησης – εντός των δεδομένων των οποίων ακόμη ζούμε. […]

Karl Wilhelm Friedrich von Schlegel : Περί Παρανόησης [Μετάφραση : Μιχάλης Παπαντωνόπουλος]

Υπάρχει κάτι σε ορισμένα αντικείμενα της ανθρώπινης σκέψης –ή μέσα μας–  που μας παρακινεί σε ακόμη βαθύτερο στοχασμό• κι όσο περισσότερο κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση και χανόμαστε στον κυκεώνα των ίδιων ζητημάτων, τόσο εκείνα μετατρέπονται σε ένα και μοναδικό Αντικείμενο συλλογισμού, το οποίο ορίζουμε είτε ως Φύση των Πραγμάτων είτε ως Ανθρώπινη Μοίρα – η επιλογή εξαρτάται από το αν αναγνωρίζουμε το εν λόγω Αντικείμενο εντός του εαυτού μας ή έξω από αυτόν. Πιθανώς, κάποια θέματα δεν θα προσέλκυαν ποτέ την προσοχή μας, αν δεν περιερχόμασταν σε κατάσταση ιερής απομόνωσης και δεν εστιάζαμε τη Σκέψη μας στο υπέρτατο αντικείμενο Αυτής• η συναναστροφή του καθενός με τον οικείο του –ή μη– περίγυρο και η πνευματική ενασχόληση με πραγματικές ή φανταστικές ανθρώπινες σχέσεις, οι οποίες –αν εξετάσουμε το ζήτημα καλύτερα– με την πάροδο του χρόνου όχι μόνο πληθαίνουν αριθμητικά, αλλά γίνονται όλο και πιο σύνθετες, εκτρέπουν τη σκέψη μας προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη του ενός και μοναδικού Αντικειμένου της.  

Αναλογιστείτε: επιχειρεί κάποιος να κοινωνήσει τις ιδέες του – υπάρχει τίποτε πιο συναρπαστικό σε αυτήν τη διαδικασία από το ερώτημα αν είναι πραγματικά εφικτή μια τέτοια επικοινωνία; Πού θα έβρισκε αυτός ο άνθρωπος –είτε ως συγγραφέας είτε ως αναγνώστης– την ευκαιρία να δοκιμάσει τη δυνατότητα ή την αδυνατότητα του εν λόγω εγχειρήματος, αν όχι στις σελίδες ενός περιοδικού σαν το Athenäum;

Η κοινή λογική, η οποία αρέσκεται να χαράζει την πορεία της με μόνη πυξίδα την ετυμολογία, δεν θα αργούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα πως θεμέλιο της παρα-νόησης δεν είναι άλλο από την ακατα-νοησία. Πρόκειται καθαρά για προσωπική ιδιοτροπία το γεγονός πως απεχθάνομαι απολύτως όχι μόνο την ακατανοησία του καθαυτού φαινομένου, αλλά και την ακατανοησία της κατανόησης. Εξ ου και αποφάσισα, πριν αρκετό καιρό, να διαπραγματευτώ το συγκεκριμένο θέμα ως εξής: δημιουργώντας –ή επινοώντας, αν χρειαζόταν– μπροστά στα μάτια του αναγνώστη μου και παρά τη θέλησή του, έναν καινούργιο αναγνώστη, πλήρως συμμορφωμένο με τις επιθυμίες μου. Ασφαλώς κι εννοούσα τις παραπάνω προθέσεις μου• εν μέρει, αυτό ίσως οφειλόταν και στην παλαιά ροπή της ιδιοσυγκρασίας μου προς τον μυστικισμό. Ήθελα –έστω, για μία φορά– να ανατρέξω στο σύνολο των δοκιμίων μου, να τα μελετήσω λεπτομερώς, να παραδεχτώ –με αυστηρή ευθύτητα– το συχνό φαινόμενο της αποτυχίας τους και, σταδιακά, να οδηγήσω τον αναγνώστη μου στην ανάλογη συνθήκη ειλικρίνειας και εντιμότητας προς τον εαυτό του. Ήθελα να δείξω πως η παρανόηση αποτελεί σαφώς υποκειμενικό μέγεθος και ο Γκάρβε, μιαν εντελώς ακατανόητη περίπτωση για τον γράφοντα. Ήθελα να αποκαλύψω πως συχνά οι λέξεις καταλαβαίνουν τον εαυτό τους πολύ καλύτερα από τον άνθρωπο που τις χρησιμοποιεί και πως, στα πλαίσια της φιλοσοφίας, αυτές συνδέονται μεταξύ τους με ένα είδος μυστικής συγγένειας, το οποίο –σαν ένα άγριο πλήθος φαντασμάτων που αναστήθηκε πρόωρα– περιπλέκει τα πάντα στα κείμενα και ασκεί την αθέατη εξουσία του Οικουμενικού  Πνεύματος ακόμη και σε εκείνους που αρνούνται την παρουσία Του. Ήθελα να καταδείξω πως η πιο αμιγής και αυθεντική μορφή παρανόησης εκπορεύεται, το δίχως άλλο, από την επιστήμη και την τέχνη –μολονότι αμφότερες αποσκοπούν εκ φύσεως στη μεταδοτικότητα της γνώσης και την κατανόηση–, καθώς και από τη φιλοσοφία και τη φιλολογία• αυτήν τη φορά ήμουν πραγματικά αποφασισμένος να γίνω κατανοητός, καθότι έκρινα πως η αλήθεια τής εν λόγω θέσης δεν ήταν καθόλου αυταπόδεικτη. Ήθελα να εστιάσω την προσοχή του αναγνώστη στις προφητείες των μεγαλύτερων στοχαστών από καταβολής του κόσμου• προφητείες δυσοίωνες και βαθιά σκοτεινές –σας βεβαιώνω– μέχρι που ο Καντ ανακάλυψε τις φιλοσοφικές κατηγορίες και καταύγασε άγνωστες –σχεδόν– κρύπτες του ανθρώπινου πνεύματος. Τι εννοώ; Καταύγασε μία αληθινή γλώσσα, ώστε επιτέλους πάψαμε να «σκαλίζουμε» λέξεις και προσηλωθήκαμε στη δύναμη και την πηγή κάθε είδους ενέργειας. Ας πάρω για παράδειγμα το απίστευτο παραλήρημα της Καμπάλα – ενός κειμένου, το οποίο μεταξύ άλλων διδάσκει πώς μεταμορφώνεται το ανθρώπινο πνεύμα, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά και μόνο τις δικές του λειτουργίες: θα ήταν αδύνατον να διαπραγματευτώ ένα τέτοιο μυστήριο, με την ίδια αφέλεια και φτώχεια –γιατί όχι;– που επέβαλε η απερισκεψία της νεότητας, όταν, στο μυθιστόρημα Λουσίντε, παρουσίαζα τη φύση της ανθρώπινης αγάπης σαν αιώνιο ιερογλυφικό. Συνεπώς, έπρεπε να βρω ένα δημοφιλές μέσο που θα μου επέτρεπε να ενώσω το Ιερό, το Εκλεπτυσμένο, το Εφήμερο, το Αιθέριο, το Μεθυστικό και τον αστάθμητο μηχανισμό της Σκέψης κατά τρόπο μάλλον πειραματικό – όπως αυτόν που υιοθετεί στην επιστήμη του ο χημικός. Συγχρόνως, σημείωνα, με ειλικρινή ικανοποίηση, την πρόοδο της χώρας μας – για να μην πω της εποχής μας! Μια εποχή, στα πλαίσια της οποίας έχουμε την τιμή να υπάρχουμε και εμείς• μια εποχή που, για να περικλείσω όλο το νόημά της σε δύο λέξεις, δικαιούται –και με το παραπάνω– την ταπεινή, πλην όμως άκρως υπαινικτική, ονομασία: Κριτική Εποχή• ώστε, σύντομα τα πάντα να τεθούν υπό κρίση και να επανακαθοριστούν, εκτός από την ίδια την Εποχή• ώστε, άπαντες να αναπτύξουν αυστηρά κριτική στάση απέναντι στην πραγματικότητα που τους περιβάλλει και ο καλλιτέχνης να απολαμβάνει την εύλογη ελπίδα πως η ανθρωπότητα θα ανελιχθεί μαζικά και θα μάθει να διαβάζει. […]