Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 13

Λόγος περί εξουσίας - Ανάγνωση της Λένας Διβάνη

του Δάνη Κουμασίδη

Ένα Πεινασμένο Στόμα, Μυθιστόρημα, Λένα Διβάνη, Εκδόσεις Καστανιώτης, 2010

Το παρόν κείμενο απευθύνεται πρωτίστως σε όσους έχουν ήδη διαβάσει το εν λόγω βιβλίο. Εν συντομία, πρόκειται για την περίπτυξη της ζωής ενός φοιτητή Νομικής με την οικογένεια και τον περίγυρο του καθηγητή του. Ο Γιάννης, μετά από μια τυχαία συνάντηση ένα βράδυ στο Λυκαβηττό όπου έχουν βγάλει και οι δυο βόλτα τους σκύλους τους, εισβάλλει ορμητικά στη ζωή του καθηγητή Κρεμόπουλου και σε λίγο καιρό φτάνει να ελέγχει σχεδόν τα πάντα. Το τραγικό τέλος μοιάζει αναπόφευκτο…
Το κείμενο της Διβάνη, με τις ομολογουμένως εξαιρετικές του λογοτεχνικές αρετές, επί της ουσίας αποτελεί έναν λόγο περί των πλεγμάτων εξουσίας και των κανόνων. Αυτό ακριβώς είναι που αναδεικνύει τη λογοτεχνία της σε λογοτεχνία αξιώσεων, μια λογοτεχνία πίσω από την οποία και συνάμα εντός της αναπτύσσονται οι λόγοι περί της ζωής – λόγοι που υπό άλλη μορφή εμφανίζονται σε όλες τις λεγόμενες κοινωνικές επιστήμες. Η γνώση των κανόνων ανατέμνεται μέσα από την αλληγορία, ουσιαστικά μέσω μιας μετωνυμίας των σχέσεων των ανθρώπων με τους σκύλους και των σκύλων μεταξύ τους. Η εξουσία, η πειθαρχία και η χειραγώγηση γίνονται τα μέσα εκφοράς των επιθυμιών και καθορίζουν τις σχέσεις. Ο Άλλος (με την ψυχαναλυτική σημασία του όρου) εισβάλλει στο υποκείμενο, το καθυποτάσσει και στη συνέχεια το διαλύει. Στις οριακές σχεσιακές καταστάσεις των ανθρώπινων σχέσεων που περιγράφονται στο βιβλίο, οι αλλεπάλληλες συγκρούσεις είναι αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων μασκών που φορούν τα πρόσωπα. Σε αυτό το ανώτατο κοινωνικό περιβάλλον των καθηγητών πανεπιστημίου, εμφανίζεται ο Γιάννης ως η θρυαλλίδα, ο καταλύτης και επιταχυντής για την ανάφλεξη. Αρχικώς ο ίδιος κατακτά τη γλώσσα. Στη συνέχεια επιθυμεί την κοινωνική καταξίωση, τις σαρκικές ηδονές και καταλήγει να επιθυμεί τα πάντα – εξ ου και ρισκάρει συνεχώς τα πάντα.
Εκτός όμως από τον ίδιο τον Γιάννη, υπάρχει και άλλη μια κατάσταση που διαρκώς επανακαθορίζει τις σχέσεις: είναι ο θάνατος. Ο θάνατος, όπως όλες οι οριακές καταστάσεις κατά τον Γιάσπερς, οδηγεί σε μια νέα φιλοσοφία, σε μια νέα θεώρηση των πραγμάτων και φυσικά των σχέσεων. Ο θάνατος της μητέρας του καθηγητή είναι ένα ακόμη σημείο-κλειδί για την εκδίπλωση των νοημάτων στο λογοτέχνημα, ενώ και η (πρόσκαιρη) λύση του βιβλίου επέρχεται πάλι με έναν θάνατο.
Υπάρχει ένα προφανές: όσο αυξάνονται οι τεχνικές δυνατότητες μια ελευθερίας του σύγχρονου ανθρώπου, τόσο αυτός εγκλωβίζεται. Ο νόμος οφείλει να ακολουθήσει, με τις αντίστοιχες διαβαθμίσεις του. Το κατά νόμον έρχεται, για νιοστή φορά, σε αντίθεση με το κατά φύσιν, κι εδώ ακριβώς είναι που η Διβάνη συλλαμβάνει κάτι το εκπληκτικό: την αφηγηματική και νοηματική εμπλοκή των σκύλων ως μετωνυμία και μεταφορά των ανθρώπινων σχέσεων και συμπεριφορών. Ουσιαστικά πρόκειται για θέση φιλοσοφικών ερωτημάτων. Οι προθέσεις, και κυρίως τα κίνητρα, του Γιάννη παραμένουν αδιερεύνητα. Ο φορέας του κακού δεν έχει κάποιον ξεκάθαρο λόγο να το πράττει. Κατά τον Σέλλινγκ, η μόνη ορθή έννοια του κακού είναι πως αυτό έγκειται σε μια θετική διαστροφή ή αντιστροφή των αρχών (Έρευνες για την ουσία της ανθρώπινης ελευθερίας, σελ. 54, Ίνδικτος, 1997). Από την άποψη αυτή, το βιβλίο αναφέρεται σε μια μορφή πάθους που βρίσκεται πιο κοντά στο ακατανόητο πάθος, στην έννοια δηλαδή του παθήματος. Ο άνθρωπος για ακόμα μια φορά πολύ κοντά στο νιτσεϊκό ‘μνησίκακον ζώον’. Αυτή η έξη προς το κακό, πάντα σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον και τις κοινωνικές συνθήκες, αφορά σαφέστατα και τους δύο κεντρικούς ήρωες. Η συγγραφέας έχει ένα εγγενές χάρισμα – που συναρτάται ασφαλώς και με την ιδιότητά της του επιστήμονα: να αντιλαμβάνεται τις στρεβλώσεις των κοινωνικών δομών και της ανθρώπινης κατάστασης, μετουσιώνοντας τες σε λογοτεχνία.
Δε θα αναφερθώ διόλου στην κυνική φιλοσοφία ως μέσο κατανόησης του βιβλίου, καθώς ο κυνισμός με τη σημερινή του σημασία ουδεμία σχέση δεν διατηρεί με τον αντίστοιχο τρόπο σκέψης κατά την αρχαία ελληνική και ελληνιστική σκέψη. Εδώ ο κυνισμός συνίσταται στη μεταφορά της μεθόδου εκπαίδευσης και πειθαρχίας των σκύλων στους ανθρώπους. Το δυσοίωνο είναι πως οι περισσότεροι ανταποκρίνονται…
Η θεματική του βιβλίου τέμνεται με δύο σημαντικότατα φιλμ στην ιστορία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου: το Θεώρημα του Πιερ Πάολο Παζολίνι, και του Άγγελου Εξολοθρευτή του Λούις Μπονιουέλ. Τα δύο τελευταία, γυρίστηκαν και έγιναν αντικείμενα συζήτησης, θαυμασμού και απέχθειας σε μια περίοδο όπου η τρέχουσα πολιτική συγκυρία προσφερόταν για ευκολότερα ερμηνευτικά σχήματα: υπήρχε πάντα η αστική τάξη και η αποκαθήλωση της μέσω μιας εισβολής, μιας θείας δίκης. Σήμερα, σε μια περισσότερο περίπλοκη κατάσταση, η Διβάνη αντιλαμβάνεται και αποδίδει έξοχα αυτήν ακριβώς τη συνθήκη. Η ελίτ, το κατεστημένο είναι ακόμη περισσότερο απονομιμοποιημένα και όσοι εναντιώνονται σε αυτά ακόμα πιο άναρχοι, "τυφλοί". Το διακύβευμα δεν είναι τόσο ο υλικός ανταγωνισμός, όσο ο εξευτελισμός της οικογένειας και του κοινωνικού στάτους του καθηγητή. Ο Κρεμόπουλος είναι χειραγωγήσιμος, ακριβώς επειδή δεν διαθέτει εν τέλει αυτοσυνειδησία. Η γυναίκα του έχει αφεθεί στην κουλτούρα του καταναλωτισμού, της ευκολίας και της life style μεταφυσικής. Ο γιός του στη φυγή και στην τοξικομανία. Ο Άλλος, ο Γιάννης, είναι ορμητικός μόνο που μάλλον δε γνωρίζει εν τέλει τι ακριβώς επιθυμεί. Η Διβάνη, όπως και σε προηγούμενα  της βιβλία, ‘παίζει’ με τις ταυτότητες.
Ιδιαίτερα εφυές και λειτουργικό αναδεικνύεται το εύρημα της εναλλάξ αφήγησης από τους δυο κεντρικούς πρωταγωνιστές, δίχως να χάνεται διόλου η συμπαγής οπτική ή το ύφος του λογοτεχνήματος, αντιθέτως αποκτά μια συναρπαστική διττότητα. Η εικονοπλαστική δύναμη της Διβάνη είναι αδιαμφισβήτητη: δίχως να εστιάζει σε χωρικές περιγραφές, η προσέγγιση και παρουσίαση των χαρακτήρων και των εικόνων τους θα έλεγα πως είναι κινηματογραφικού επιπέδου – σαφώς αρκετά κοντά στις μεγάλες στιγμές του είδους του ψυχογραφικού θρίλερ. 
Η βασική θέση του βιβλίου –κατ’ εμέ- συνίσταται στο ότι η εξουσία δεν αποτελεί παρά έναν συσχετισμό δυνάμεων, συμπλεγμάτων και αλληλεξάρτησης- προς επίρρωση για άλλη μια φορά του Foucault-, έναν συσχετισμό στενά συσχετιζόμενο με την παραγωγή της γνώσης και του λόγου. To πλέγμα ανθρώπινη φύση, ανάγκες, εξουσία, αλληλεξαρτήσεις και ανισότητες συγκροτεί ένα μόρφωμα κατάλληλο προς σμίλευση από λογοτέχνες που διαθέτουν αυτήν την –σπάνια- ικανότητα. Σε δεύτερο επίπεδο, το λογοτέχνημα είναι μια προειδοποίηση: τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν πριν φτάσουμε να καταδυναστεύουμε ο ένας τον άλλο (να ‘τρώμε’ συμβολικά ο ένας τον άλλο) με τον χειρότερο τρόπο, ασκώντας τις χειρότερες όψεις/εκδοχές της εξουσίας. Εν κατακλείδι, αν μου ζητούσε κάποιος να εντοπίσω τις τρεις διακλαδώσεις αυτού του λόγου περί εξουσίας στο "Πεινασμένο Στόμα", θα συμπεριλάμβανα τον δόλο, το τραγικό και μια ρευστή ηθική – όλα χαρακτηριστικά των καιρών που διανύουμε.