Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 12

Αν τουλάχιστον είχα μπορέσει να γράψω για τους ανθρώπους - Ανάγνωση του Λαρρύ Τραμπλαί

της Μαρίας Ιωαννίδου

ΠΙΡΣΙΝΓΚ, Αφηγήματα, Λαρρύ Τραμπλαί, Μτφρ. Ευαγγελία Ανδριτσάνου, Εκδόσεις Άγρα,  2010
Τρία αφηγήματα. Από τον Καναδό Larry Tremblay, λογοτέχνη, σκηνοθέτη και ηθοποιό, μεταφρασμένα από την  Ευαγγελία Ανδριτσάνου.

Τρεις ιστορίες για το σώμα, το μυαλό, την επιθυμία, την ακύρωση και την πυρετώδη πορεία μιας εξαιρετικά εκλεπτυσμένης γραφίδας ανάμεσα στο σώμα και το μυαλό, ανάμεσα στη γραφή και τη ματαιότητά της, τον χρόνο και τα ανεξίτηλα σημάδια.

Στη πρώτη ιστορία, «Το Τσεκούρι», ένας καθηγητής διαπιστώνει πόσο μακριά ή πόσο κοντά βρίσκεται  ο άνθρωπος στο ζώο, στην ζωή και στο θάνατό του, στην εξολόθρευσή του. Απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα βρίσκεται η παραίτηση του καθηγητή από το ποιητικό του έργο , που αν και απόν,  ξετυλίγεται καθώς ο συγγραφέας βαδίζει προς το σπίτι ενός φοιτητή του.  Ο φοιτητής αυτός έχει αποτελέσει την αφορμή για να κάνει ο καθηγητής την αποφασιστική στροφή.

Το αστικό τοπίο γύρω του, οι ειδήσεις και η σημειολογία του περιβάλλοντος μπλέκονται σε  μια βαθιά εξομολόγηση.

«Χωρίς αυτές τις εικόνες των καμένων αγελάδων δεν θα΄χα βρει το κουράγιο να μπω στη νύχτα σου, να την αναποδογυρίσω και ν΄ ανάψω τη λάμψη στο βλέμμα σου.»

”Είσαι δικός μου. Είσαι φοιτητής μου. Έλα κοντά. Δεν θέλεις; Ο άνθρωπος μετεωρίτης, το φως που κατέβηκε απ΄το βουνό είσαι εσύ. Σου βάζω τον τέλειο βαθμό. Πρώτη φορά το κάνω. Έναν βαθμό άγιο, χωρίς μουντζούρες, στρογγυλό, λείο.»…

«Αν μπορούσα να καθίσω στην όχθη της σκέψης σου θα έβρισκα επιτέλους ανάπαυση».

Στην δεύτερη και ομώνυμη ιστορία, το «Πίρσινγκ»,  βλέπουμε τα πράγματα από την οπτική μιας έφηβης που πλανάται  στο αστικό τοπίο. Λάσπη, χιόνι, αλκοόλ και μαθητεία σε έναν κόσμο άγριο που όμως ασκεί μαγευτική σαγήνη στην ηρωΐδα.  Αυτή τη φορά είναι η έφηβη που βρίσκει πνευματικό καταφύγιο, πίστη και ελπίδα για στοργή στον παραμυθένιο, σχεδόν φανταστικό χώρο -και στον απόγονο-  ενός ανθρώπου που η ίδια του η γέννηση σήμανε και την παραμόρφωσή του.  Εκεί στοχεύοντας, η  νεαρή, αντέχει, ενόσω περιπλανάται. Χάρις στο ασφαλές καταφύγιο η περιπλάνηση γίνεται αδιαμαρτύρητα, το κορίτσι φέρεται σαν τα αδέσποτα και …γλωσσομαθή σκυλιά που περιθάλπει η αλήτικη παρέα της. Το σώμα της τελικά σημαδεύεται  από το πίρσινγκ.

Στην τρίτη ιστορία «Αννα στο γράμμα C” μοιάζει ότι οι δύο προηγούμενοι κόσμοι συναντιούνται ένα ζεστό  βράδυ παράλληλα με τα σώματα μιας δακτυλογράφου κι ενός μεσήλικα. Το παιχνίδι με τις λέξεις και τη χαμένη σημασία τους, οι εικόνες, τα αντικείμενα, μια γάτα που γυροφέρνει το διαμέρισμα στο τέλος της μέρας , εκεί που λοξοδρομεί μαζί η ζέστη, το φως κι ο πόθος, όλα ζωντανεύουν.  Αυτή τη φορά ειδωμένα από ίσες αποστάσεις από άντρα και γυναίκα.

Κοινό το νήμα που διατρέχει από την αρχή μέχρι το τέλος, το βιβλίο: H πυρετώδης αναζήτηση  ενός καταφυγίου ανεξάρτητα από φυλή και φύλο, από ηλικία κι από κοινωνικό στάτους . Πέρα από τα στερεότυπα της γλώσσας και του εδραιωμένου πολιτικώς ορθού λόγου της σύγχρονης Καναδικής κοινωνίας . Ένα καταφύγιο που να μπορεί την ίδια στιγμή να  απαλλάξει  τον ταξιδιώτη με τις πολλές αποσκευές από το βάρος τους,  να παραχωρήσει  στον λαθρεπιβάτη μια θέση.

«Είσαι σαν γιος μου, είσαι σαν αδελφός μου, είσαι σαν πατέρας μου. Μοιάζουμε, μοιάζει η σάρκα μας, αρκεί όμως μια ιδέα, αρκεί να την πιστέψει κανείς, για να μη μοιάζει πια τίποτα, για να σβηστεί η λέξη γιος ή αδελφός ή πατέρας κι η σάρκα να ξαναγυρίσει στο κρέας.»… «Ήθελα η λογοτεχνία να είναι τόσο αποτελεσματική που να μπορεί να σκοτώσει. Αυτό κάνει, αν μέσα της δεν έχει καμιά σκέψη, μόνο ιδέες σε σχήμα τσεκουριού. Σούχουν κλέψει τα νιάτα σου με ιδέες που έχουν σχήμα τσεκουριού, πολύ παλιές ιδέες που δίνουν στην ομορφιά σου μια μυρωδιά ατσαλιού και στο χαμόγελό σου την κόψη μιας λεπίδας.» διαβάζω στο «Τσεκούρι»

Διαβάζω και στο οπισθόφυλλο ότι τίθεται το ερώτημα των εξτρεμιστικών ιδεολογιών  αλλά δεν  βρίσκω τίποτα εκτός από την εξομολόγηση ενός ποιητή που αυτοαναιρείται καθώς καταθέτει την ανημποριά του «να σκοτώσει», τάχα. Ο Larry Tremblay δημιουργεί μαγικά σχεδόν εκ του μη όντος, και γι΄ αυτό μάλλον ποιητής παρά πεζογράφος, από τη βαθιά απόγνωση που δημιουργεί η επίγνωση ότι

«Όλες  οι λέξεις είναι πράγματα που παράγει ο άντρας. Με τη γλώσσα του.»