Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 2

Ο βίος της Μαρίας της Αιγυπτίας Μέρος Β'

του Ζ.Δ. Αϊναλή

Κεφάλαιο ΙΙΙ

Όταν έφτασε λοιπόν η μέρα της γιορτής της υψώσεως του σταυρού, εγώ, όπως και πριν, χαζολογούσα από δω κι από κει ψαρεύοντας νεαρούς. Και βλέπω λοιπόν με το που χαράζει η μέρα όλους να τρέχουνε προς την εκκλησία και πηγαίνω κι εγώ τρέχοντας μαζί μ’ εκείνους που τρέχαν. Φτάνω λοιπόν μαζί τους στο προαύλιο του ναού. Κι όταν φτάνει η στιγμή της θείας υψώσεως  (1) να σπρώχνω και να με σπρώχνουνε να εκβιάσω την είσοδο στο πλήθος χωνόμουνα όσο πιο γρήγορα να βρεθώ πιο μέσα ολοένα και πιο βαθιά στο κέντρο του κόσμου. Και με χίλιες ταλαιπωρίες φτάνω κάποτε κι η ταλαίπωρη ίσαμε τη θύρα που επέτρεπε την είσοδο στο ναό όπου στεγάζοταν το ζωοποιό ξύλο. Και με το που πατώ το κατώφλι της θύρας όλοι οι άλλοι περνούσαν ακώλυτα κι εμένα με παρακώλαγε άγνωστη δύναμη, μην επιτρέποντας μου την είσοδο. Κι εκεί στο κέντρο του κόσμου να με προσπερνά και να με σπρώχνει να σπρώχνω και να με σπρώχνουν και μόνο εγώ μέσα στο πλήθος να παραμένω στο κατώφλι και να με παρασέρνει στο προαύλιο πίσω τ’ ανθρώπινο ποτάμι. Και πίστεψα τότε που αυτό συμβαίνει εξαιτίας της αδυναμίας μου ως γυναίκα και πείσμωνα και ξαναχωνόμουν στο πλήθος και σκουντούσα κι έσπρωχνα και προσπαθούσα ν’ ανοίξω το δρόμο. Αλλά μάταια κόπιαζα. Με το που να ξαναφτάσω τα κατάφερνα και πάταγε το έρμο το ποδάρι μου στο κατώφλι, όλοι οι άλλοι περνούσανε ανεμπόδιστα και μόνο εμένα ο ναός δεν καταδεχόταν σαν να ‘χε παραταχτεί μια στρατιωτική φάλαγγα κι είχε διαταχτεί μόνο σε μένα ν’ απαγορεύει την είσοδο, τόσο βίαια μ’ εμπόδιζε κάποια άγνωστη δύναμη και πάλι με ξερνούσε στο προαύλιο τ’ ανθρώπινο κύμα.

Το ίδιο κάνοντας απανωτά τρεις τέσσερις φορές στο τέλος απόκαμα και καμιά δεν μου ‘μεινε δύναμη πια να συνεχίσω να σπρώχνομαι και να σπρώχνω και κατάκοπο το κορμί από τόσην τη βία. Και παραδόθηκα κι έφυγα και κάθισα μόνη σε μια γωνιά στο προαύλιο του ναού. Και μόνο τότε συναισθάνθηκα την αιτία που με εμπόδιζε να δω το τίμιο και ζωοποιό ξύλο. Ότι λόγος σωτήριος άγγιξε ξάφνου της καρδιάς μου τα μάτια αποκαλύπτοντάς μου μεμιάς όλη τη δυσωδία της πολιτείας μου που μ’ απαγόρευε την είσοδο. Άρχισα τότε να κλαίω και να οδύρομαι και να χτυπάω το στήθος μου κι από τα βάθη της καρδιάς μου βαθιά να στενάζω. Και κλαίγοντας βλέπω να πλανάται σε κείνο τον τόπο όπου εκαθόμουνα η εικόνα της παναγίας της Θεοτόκου και γω τότε της λέω δίχως να γονατίσω, Παρθένα Δέσποινα, που και τον Λόγο Θεό γέννησες κι εσύ που του έδωσες σάρκα, το ξέρω, το ξέρω που δεν είν’ ευπρεπές ούτε και λογικό εγώ η ανάξια την εικόνα σου ν’ αντικρίζω την αγνή τη δική σου όπου ‘χεις αμόλυντα και ψυχή και κορμί. Ότι είναι δίκαιο, το ξέρω, εσύ και να φρίττεις και ν’ αποστρέφεσαι εμένα την άσωτη. Πλην όμως, καθώς άκουσα, για τούτο γεννήθηκε άνθρωπος ο Θεός τον οποίον συ γέννησες, να κάνει τους αμαρτωλούς να μετανοήσουν. Βόηθα με την μόνη ότι δεν έχω κανένα στον κόσμο να ζητήσω βοήθεια. Κάνε και γω να συχωρεθώ και να μου επιτραπεί και μένα η είσοδος στο ναό. Μη μου στερήσεις τη θέα του ξύλου όπου εσταυρώθηκ’ η σάρκα του και το αίμα του χύθηκε και για τη δίκη μου σωτηρία ο Θεός  που γέννησες. Κάνε, Δέσποινα, και για μένα οι θύρες ν’ ανοίξουνε και να προσκυνήσω και γω το σταυρό και σου τ’ ορκίζομαι, στ’ όνομα εκείνου που εσύ γέννησες, που τούτην τη σάρκα δεν θα μιάνω ξανά μ’ αδιάντροπους έρωτες, μόνο χάρη στο ξύλο του σταυρού του γιου σου που θα μ’ αφήσεις να δω, αμέσως θα εγκαταλείψω τον κόσμο και τα πάντα όσα που βρίσκονται σε αυτόν κι αμέσως θα φύγω για όπου και να θελήσεις, εγγυήτρια εσύ σωτηρίας, και μ’ οδηγήσεις  (2).

Κι αυτά λέγοντας ένιωσα να φουντώνει η φλόγα της πίστης και αναθαρρώντας από την ευσπλαχνία της Θεοτόκου, κινώ το κορμί μου απ’ εκείνου του τόπου όπου εκαθόμουνα κι όπου ‘κανα τη πρώτη μου προσευχή και πάλι έρχομαι μαζί μ’ εκείνους που ‘μπαίναν και πια κανείς δεν με έσπρωχνε και κανένα δεν χρειαζόταν να σπρώξω, κανείς πια δεν με εμπόδιζε να πλησιάσω τις θύρες που οδηγούσανε στο ναό. Και με κατέλαβε τότε και φρίκη και έκσταση κι αναριγούσα ολάκερη κι έτρεμα. Και φθάνοντας, καρδιοχτύπι στα στήθη, τη θύρα εκείνη που μέχρι πριν λίγο ήτανε σφραγισμένη για μένα σαν η δύναμη εκείνη που την είσοδο πριν μου εμπόδιζε τώρα να μου άνοιγε μπροστά μου το δρόμο, και πέρασα έτσι δίχως κόπο και μέσα στα άγια βρέθηκα κι αξιώθηκα το τίμιο να δω ξύλο και του Θεού τα μυστήρια. Ότι εκείνος ήταν από καιρό σαν έτοιμος να δεχτεί την μετάνοια και μέσα να με πάρει στην αγκαλιά του. Κι αφού έριξα η άθλια το κορμί μου χάμω και το άγιο εκείνο προσκύνησα έδαφος, έτρεξα ν’ αναζητήσω εκείνην που για μένα ήταν εγγυήτρια. Και καταγίνομαι το λοιπόν στο μέρος εκείνο όπου σφραγίστηκ’ η συμφωνία μας και το γόνυ κλίνοντας εμπρός στην Παρθένο και Θεοτόκο τέτοια της λέγω λόγια :

Συ, φιλάγαθε Δέσποινα, το μέγεθος που έδειξες της φιλανθρωπίας σου, συ που δεν απέρριψες τη δέηση μιας ανάξιας γυναίκας. Τη δόξα σου είδα μεγάλη που δίκαια δεν την βλέπουμ’ οι άσωτοι. Δόξα τω θεώ τον που δι εσού δέχεται των αμαρτωλών τη μετάνοια, ότι τι περισσότερο θα μπορούσα να συλλογιστώ ή να ξεστομίσω εγώ αμαρτωλή γυναίκα; Ήρθε το λοιπόν ο καιρός να ξεπληρώσω και γω το χρέος που σου χρωστώ στη συμφωνία μας όταν έμπαινες εγγυήτρια. Τώρα οδήγησε με όπου διατάζεις. Γίνε τώρα για μένα της σωτηρίας ο δάσκαλος, πάρε με από το χέρι κι οδήγησε με στην οδό της μετάνοιας. Κι αυτά λέγοντας από μακριά άκουσα κάποια φωνή να κράζει κι έτσι να λέει, άμα διαβείς τον Ιορδάνη, θα μπορέσεις πια κι εσύ να αναπαυτείς και που εγώ αμέσως πίστεψα ότι αυτή η φωνή απευθυνόταν σε μένα κι αμέσως κλαίγοντας έβγαλα μια κραυγή και στη Θεοτόκο έτσι της μίλησα Δέσποινα, Δέσποινα μην με εγκαταλείπεις! Και έτσι μιλώντας βγήκα από τον περίβολο του ναού και βιαστικά προχωρούσα.

Και βγαίνοντας κάποιος που μ’ είδε, μου δίνει τρία νομίσματα δέξου τα νομίσματα τούτα, μητέρα μου, λέγοντας. Κι εγώ παίρνοντας τα, αγόρασα μ’ εκείνα τρία καρβέλια ψωμί ναν τα πάρω μαζί μου ευλογίας εφόδιο. Και ρώτησα κείνον τον άνθρωπο όπου επούλαγε τα καρβέλια, πες μου άνθρωπε, ποιος είναι ο δρόμος και πως θα τον έβρω για να πάγω στον Ιορδάνη; Κι αφού πληροφορήθηκα από ποια πύλη της πόλης είχα να βγω κι αφού φτάνοντας εκεί βγήκα από κείνη την πύλη πήρα να τρέχω και τρέχοντας να κλαίγω. Κι άλλες φορές ακόμα πολλές ρώτησα και το λοιπόν αφού είχα πια περπατήσει μιαν ολάκερη μέρα (θα ήτανε η τρίτη ώρα της ημέρας όταν αντίκρισα το σταυρό καθώς πιστεύω) όταν έφτασα, κι ενώ ήδη ο ήλιος εβάδιζε προς τη δύση του, στο ναό του Ιωάννου του Βαπτιστού που βρίσκεται πλάι στον Ιορδάνη. Κι αφού προσκύνησα στο ναό κατέβηκ’ αμέσως στον Ιορδάνη και γονατίζοντας έβρεχα και το πρόσωπο και τα χέρια μου με τα άγια νερά του. Κι αφού μετάλαβα τα άχραντα μυστήρια  (3) κι έφαγα ένα μισό καρβέλι κι ήπια νερό από τον Ιορδάνη ξάπλωσα στη γη να περάσω τη νύχτα. Και την επομένη βρίσκοντας ένα μικρό πλοιάριο εκεί όπου με είχε πάρει ο ύπνος τη νύχτα πέρασα στην αντίπερα όχθη και πάλι ζητώντας την οδηγήτρια μου να μ’ οδηγήσει όπου εκείνη ποθούσε. Κι έφτασα τέλος σε τούτην την έρημο κι από τότε ιδού, εμάκρυνα φυγαδεύουσα και εν ταύτη αυλίζομαι, προσδεχομένη τον Θεό μου, τον από ολιγοψυχίας και καταιγίδος τους επιστρέφοντας προς αυτόν διασώζοντα  (4).

Κι ο Ζωσιμάς είπε τότε, πόσα έτη ζεις, δέσποινα μου, σε τούτην την έρημο; Κι απάντησεν η γυναίκα, πιστεύω που πάνε τώρα σαράντα εφτά χρόνοι απ’ όταν έφυγα από την άγια πόλη  (5). Κι είπεν ο Ζωσιμάς, και τι εύρισκες ή είχες για τροφή, δέσποινα μου; Κι απάντησεν η γυναίκα, δυόμισι καρβέλια, όπως σου είπα, είχα περνώντας τον Ιορδάνη αλλά μετά από λίγο ξεραθήκαν κι αυτά εντελώς και γίναν σα πέτρες. Κι έτσι επιβίωσα για χρόνους πολλούς τρώγοντας λίγο κάθε φορά από δαύτα. Κι είπεν ο Ζωσιμάς, κι έζησες τόσα χρόνια έτσι δίχα προβλήματα, δίχα να ταραχτείς από την τέτοια ξαφνική αλλαγή του τρόπου ζωής; Κι απάντησεν η γυναίκα, κάτι πράματα που ρωτάς κι εσύ καλέ αββά Ζωσιμά, ότι εγώ φρίττω και μόνο στην ιδέα να μιλήσω τους κινδύνους όλους τους που υπόμεινα και να τους θυμηθώ τώρα όλους εκείνους τους φοβερούς λογισμούς που τόσο με ταλαιπώρησαν ότι φοβούμαι μήπως και μόλις τους θυμηθώ κατευθείαν θα σπάσω. Κι είπεν ο Ζωσιμάς, τίποτα, δέσποινα μου, μην αφήσεις χωρίς να μου τ’ αποκαλύψεις, ότι ήδη σ’ ερώτησα να μου μιλήσεις τα πάντα και τίποτα να μη κρύψεις που θα μπορούσε να με διδάξει.

Κι απάντησεν η γυναίκα, πίστεψε με, αββά μου, που δεκαεφτά χρόνους ζούσα σε τούτη την έρημο, καταπολεμώντας τα πάθη, θηρία ανήμερα. Κάθε που έπαιρνα να βάλω κάτι στο στόμα μου, τα κρέατα και τα ψάρια όπου ‘χει η Αίγυπτος ποθούσα. Και ποθούσα να πιω και κρασί που ήταν συνέχεια στις σκέψεις μου. Ότι πολύ μου άρεζε να πίνω κρασί πολύ όσο που ζούσα στο κόσμο. Κι εδώ ήταν φορές που δεν έβρισκα μήτε νερό να βρέξω το στόμα μου κι ολάκερη εφλεγόμουν και την επιθυμία δεν άντεχα. Κι απ’ το μυαλό μου δεν έλεγαν να φύγουνε όλα εκείνα τα πορνικά άσματα όπου με θρέψαν στη νιότη μου, και προσπαθούσαν να με ταράξουν και να μ’ αποπλανήσουν ανεβαίνοντας στα χείλη αυθόρμητα τούτα τα δαιμονικά άσματα που τόσα χρόνια τραγούδαγα. Κι αμέσως που εδάκρυζα και με το χέρι να χτυπάω τα στήθια μου και προσπαθώντας να θυμίσω στον εαυτό μου την συμφωνία εκείνη που σε τούτη την έρημο μ’ έφερε. Κι έφερνα στο νου μου την εικόνα της Θεοτόκου και σε κείνην ακούμπαγα κι έκλαιγα και ζητούσα να διώξει τους πονηρούς λογισμούς που την άθλια ψυχή μου ακόμα κατατρέχανε. Ότι πολύ έκλαψα και τα στήθια πολλές φορές με δύναμη χτύπησα, αλλά πάντα στο τέλος αντίκριζα φως πολύ από παντού τυφλωτικό να με κυκλώνει, κι έτσι σιγά σιγά σαν να στάλαζε μέσα μου μια γαλήνη κοπάζοντας την τρικυμία τόσα χρόνια που μαινότανε μέσα μου.

Και τους τόσους λογισμούς που ξανά και ξανά με ωθούσαν στη πορνεία και πάλι, αββά μου, πώς να σου περιγράψω; Και φλόγες ν’ ανάβουνε την καρδιά μου να φλέγουν ταλαίπωρη και να φλέγομαι ολάκερη και να ερεθίζομαι κι απελπισμένα να ζητά το κορμί μου τον άντρα. Και μόλις τέτοιοι με καταλάμβαναν λογισμοί αμέσως με πετούσα στη γη και το χώμα δάκρυα βρέχοντας ότι να μη μπορώ να βγάλω απ’ το μυαλό μου ότι απογοήτεψα εκείνη που για μένα κάποτε εγγυήθηκε σάμπως προστάτιδα και τα συμφωνημένα ότι παρέβηκα και πλήρωνα τώρα τ’ αντίτιμο της παράβασης  (6).  Και δεν σήκωνα το βλέμμα, αλλά το κρατούσα χαμηλωμένο στη γη, και ήταν φορές που τύχαινε να περάσω όλη τη μέρα κι όλη τη νύχτα εκεί δα πέρα, έως ότου να λάμψει τριγύρω κείνο το ίδιο πάντα φως το γλυκύ και να διώξει μακριά τους λογισμούς εκείνους που μ’ ενοχλούσανε όλους. Και το λοιπόν, ακατάπαυστα πάντα, της ψυχής μου τα μάτια έστρεφα προς την εγγυήτρια μου, ζητώντας βοήθεια για την κινδυνεύουσα μέσα στο πέλαγος αυτό της ερήμου. Και την είχα αλήθεια συμπαραστάτιδα μου και βοηθό στον αγώνα μου για μετάνοια. Και έτσι πέρασα κείνα τα δεκαεφτά χρόνια  (7), αντιμετωπίζοντας μυριάδες κινδύνους. Κι από τότε και μέχρι και σήμερα η βοηθός μου στα πάντα μου στάθηκε και μέσα απ’ όλες τις κακουχίες εκείνη με καθοδήγησε.

Κι ο Ζωσιμάς είπε τότε σ’ αυτήν, και τροφή δεν χρειάστηκες ποτέ σου ή ενδύματα; Κι εκείνη έτσι του αποκρίθηκε, τα καρβέλια εκείνα που ήδη ανάφερα αφού τα ‘φαγα σιγά σιγά μέσα σ’ εκείνα τα δεκαεφτά χρόνια, έκτοτε ετρεφόμουνα με διάφορα βότανα και όσα άλλα που ετύχαινε να βρω στην έρημο. Και το ιμάτιο όπου ‘χα όταν διέσχισα τον Ιορδάνη πάνε χρόνια τώρα που ‘λιωσε πια κι αυτό. Και πολλές φορές αναγκάστηκα να υπομένω το κρύο και τις φλόγες της ζέστης το θέρος, να καίγομαι από τον καύσωνα και να παγώνω απ’ τον παγετό, ώστε και πολλές φορές χαμαί να πέφτω ξέπνοη σχεδόν εντελώς και ακίνητη. Και με πολλές συμφορές πολύ βασανίστηκα και μ’ αβάσταχτους πάλεψα πειρασμούς. Κι από τότε μέχρι και σήμερα η δύναμη του Θεού την αμαρτωλή μου ψυχή και το ταπεινό μου κορμί με διάφορους τρόπους συντήρησε, μη παύοντας να αντιλαμβάνομαι από ποια κακά μ’ έσωσε, κι ως τροφή να έχω μονάχ’ ανεξάντλητη την ελπίδα της σωτηρίας μου, ότι τρέφομαι και βρίσκω καταφυγή μόνο στα ρήματα του Θεού που κυβερνάει τα σύμπαντα. Ότι με ψωμί μονάχα δεν θα ζήσει ο άνθρωπος και όσοι την της αμαρτίας απεκδυθήκανε την περιβολή, μην έχοντας σκέπην, θα περιβληθούνε την πέτρα  (8).

Κι ακούγοντας ο Ζωσιμάς ότι μνημόνευε και χωρία απ’ τις Γραφές, κι από του Μωϋσέως κι απ’ του Ιώβ κι απ’ αυτό ακόμα το βιβλίο των Ψαλμών έτσι της λέγει, πέσανε μήπως στα χέρια σου, δέσποινα μου, οι Ψαλμοί ή άλλα βιβλία; Κι εκείνη ακούγοντας αυτό χαμογέλασε συγκαταβατικά και λέγει στο γέροντα, πίστεψε, άνθρωπο, δεν απάντησα, εκτός από σένα, άλλον κανέναν απ’ ότου διέσχισα τον Ιορδάνη. Τι άνθρωπο; Εδώ δεν απάντησα μήτε θηρίο ούτε κανενός άλλου είδους ζώο απ’ όταν πρωταντίκρισα τούτην την έρημο. Όσο για γράμματα δεν έμαθα ποτές. Ούτε και άκουσα ποτέ μου να ψάλλει κανείς ή να διαβάζει  (9). Ο λόγος του Θεού, ζων τε και ενεργής ων  (10), αυτός μονάχα διδάσκει τη γνώση στον άνθρωπο. Κι αυτό είναι το τέλος της ιστορίας μου. Κι όπως έκαμα ξεκινώντας τούτη τη διήγηση σε ξορκίζω και τώρα ξανά, στο όνομα της σαρκώσεως του Θεού Λόγου, στον Κύριο για μένα την άσωτη να προσεύχεσαι. Κι αυτά λέγοντας κι αφού τελείωσε να μιλάει βιάστηκε να κάνει ο γέροντας την μετάνοια. Κι έκλαιγε κι έλεγε, ευλογητός ο Θεός, ο ποιήσας μεγάλα και θαυμαστά, ένδοξα τε και εξαίσια, ων ουκ έστιν αριθμός  (11). Ευλογητός ο Θεός, όπου μου ‘δειξε όσα χαρίζει σ’ όσους τον σέβονται. Όντως, λοιπόν, ουκ εγκατέλειπας τους εκζητούντας σε, Κύριε  (12)!

Κι εκείνη αφού κράτησε με τα χέρια το γέροντα, δεν τον άφησε τη μετάνοια να ολοκληρώσει αλλά του λέγει, όλα τούτα που άκουσες, άνθρωπε, σε ξορκίζω στο όνομα του Σωτήρα Χριστού του Θεού μας σε κανέναν να μην τα πεις, έως ότου ο Θεός μ’ αναπαύσει. Και τώρα πήγαινε πια εν ειρήνη, και με τη χάρη του Θεού θα σε δω και θα με δεις και πάλι τον επόμενο χρόνο. Κι έτσι να κάμεις καθώς θα σου πω. Κατά τη διάρκεια των ιερών νηστειών του επόμενου έτους μη περάσεις τον Ιορδάνη καθώς συνηθίζετε στο μοναστήρι να κάμετε. Κι απορούσε κι εξίστατο ο Ζωσιμάς ακούγοντας την να αναφέρει μέχρι και τον κανόνα του μοναστηριού, και τίποτ’ άλλο δεν έλεγε πάρεξ, δόξα τω Θεώ, ότι μεγάλα τα όσα χαρίζει σ’ όσους τον αγαπάνε. Κι εκείνη είπε, μείνε, αββά, καθώς σου είπα, στο μοναστήρι, ότι αν το θελήσεις να βγεις τίποτε δεν θα προκύψει καλό. Και την αγία εσπέρα του δείπνου του μυστικού, πάρε μαζί σου για μένα απ’ το ζωοποιό σώμα και αίμα του Κυρίου σε σκεύος μέσα ιερό και των μυστηρίων τούτων αντάξιο και φέρε μου τα. Και μείνε με όλα τούτα στην όχθη του Ιορδάνη που είναι κατοικημένη, για να ‘λθω να μεταλάβω τα ζωοποιά δώρα. Ότι από τότε που μετάλαβα για πρώτη και τελευταία φορά στο ναό του Προδρόμου, τότε πριν να διασχίσω τον Ιορδάνη, δεν έτυχε μέχρι σήμερα ν’ αξιωθώ να λάβω ξανά τη μετάληψη. Και τώρα αυτό ‘ναι το μόνο που ποθώ πια ακατάσχετα. Γι αυτό και σου ζητώ και σε παρακαλώ την παράκληση μου να μην παρακούσεις, αλλά οπωσδήποτε να μου φέρεις τα ζωοποιά και θεία μυστήρια εκείνη την ώρα που κι ο Κύριος τους μαθητές του του θείου δείπνου έκανε μέτοχους. Και στον αββά Ιωάννη, τον ηγούμενο της μονής όπου κατοικείς ετούτα να πεις, πρόσεχε τον εαυτό σου και το ποίμνιο σου, ότι πολλά συμβαίνουν εκεί που χρειάζονται διόρθωση. Αλλά δεν θέλω τώρα να του το πεις μα όταν θα σου το επιτρέψει ο Κύριος. Κι αυτά λέγοντας κι αφού πρόσθεσε προσευχήσου για μένα εξαφανίστηκε αμέσως μέσα στα βάθη της ερήμου. Κι ο Ζωσιμάς κλίνοντας το γόνα και προσκυνώντας το έδαφος όπου σημάδεψαν των ποδιών της τα ίχνη, ευχαριστούσε τον Θεό κι εδόξαζε και γύρισε να φύγει μέσα σε αγαλλίαση σώματος και ψυχής δοξάζοντας κι ευλογώντας το Χριστό το Θεό μας. Κι αφού διέσχισε εκείνην την έρημο έφθασε στο μοναστήρι τη μέρα ακριβώς που συνηθίζανε κι οι άλλοι μοναχοί να γυρνάνε.

(Σημειώσεις)

1. Το λεξιλόγιο σε όλο αυτό το χωρίο υποδηλώνει την πραγματική παρουσία του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα και γίνεται έτσι μια πιθανή μαρτυρία χρονολόγησης του κειμένου σε μια προ του 614 εποχή (οπότε και μετέφεραν το Σταυρό οι Πέρσες μετά την άλωση των Ιεροσολύμων).
2. Τα φορτισμένα συναισθηματικά αυτά λόγια μετάνοιας αφήνουνε ολοκάθαρα να διαφανεί ο αντίκτυπος που προκαλεί στην ανθρώπινη ψυχολογία το βάρος της ‘αμαρτίας’ μέσα στα δεδομένα ενός πολιτισμού ενοχής και μιας κοινωνίας αυταρχικής (θα προτιμούσα τον όρο «ολοκληρωτικής», αν ο τελευταίος δεν είχε λάβει τις πολύ συγκεκριμένες διαστάσεις που ο 20ος αι. του προσέδωσε). Ως εκ τούτου, εκφράζουν ιδανικά το φαινόμενο αυτό που προσπάθησα να περιγράψω αλλού αναλυτικά: Ο διάχυτος αυταρχισμός  της βυζαντινής κοινωνίας, τόσο σε πολιτικό - κοινωνικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο, είναι εν πολλοίς υπεύθυνος για την πρόκληση συγκεκριμένων ψυχολογικών αναταραχών, κυρίως για την γέννηση μιας ενοχικής ψυχοπαθολογίας. Εκτός από την προφανή σεξουαλική καταπίεση ή τα συναισθήματα ενοχής που η ανθρώπινη σεξουαλικότητα γεννά στα πλαίσια μιας κοινωνίας που καταδικάζει ιδεολογικά την σεξουαλικότητα, είναι εξίσου υπεύθυνος για την δημιουργία κάποιου είδους Οιδιπόδειου συμπλέγματος (φαινόμενο που αναδύεται εμφανέστατα κυρίως μέσα από τους Βίους των στυλιτών αγίων, Δανιήλ, Συμεών κτλ. – σε αυτούς τους Βίους οι άγιοι στυλίτες παρουσιάζονται συστηματικά να εκδηλώνουν μια συμπεριφορά μαζοχιστικής-αυτομαστιγωτικής αυτοτιμωρίας μετά την εκδήλωση αντιεξουσιαστικών συμπεριφορών). Ο Θεός είναι το δίχως άλλο το υπέρτατο μοντέλο εξουσίας. Εντούτοις, πρόκειται για ένα μοντέλο αφηρημένο, υπό την έννοια ότι δεν είναι άμεσα απτό ή αντιληπτό. Ο Θεός δεν είναι παρά ένα σύμβολο, μία ‘εικόνα’ και η ενοχή απέναντι του δεν είναι παρά ένας τρόπος να δοθεί ένα σχήμα στις ψυχολογικές εκείνες καταστάσεις που η καταγωγή τους βρίσκεται στις ίδιες τις κοινωνικές συνθήκες. Μέσα στα πλαίσια, λοιπόν, της βυζαντινής κοινωνίας, η πίστη στην απόλυτη ισχύ αυτού του εξουσιαστικού – αυταρχικού ‘θεϊκού’ μοντέλου οδηγεί σε μια κοινωνία επίσης αναπόφευκτα εξουσιαστική – αυταρχική, μετασχηματίζοντας το αφηρημένο μοντέλο σε απτές κοινωνικές σχέσεις. Αυτός ο αυταρχισμός εκφράζεται κυρίως μέσα από τρία πρωταρχικά επίπεδα: το πολιτικό επίπεδο (ο Αυτοκράτωρ – η Αυλή), το ιδεολογικό (ο Πατριάρχης – η Εκκλησία) και το κοινωνικό (ο Πατέρας – η Οικογένεια). Το άτομο που ανατράφηκε με αυτό το μοντέλο κατά τη διάρκεια όλων των εκδηλώσεων της ζωής του, καταλήγει να αντιμετωπίζει ψυχολογικά με τον ίδιο τρόπο, συγχέοντας τις διαφορετικές ‘εικόνες’ των διαφορετικών εκπροσώπων των διαφορετικών κοινωνικών επιπέδων. Ως εκ τούτου, ασυνείδητα, η ‘εικόνα’ του πατέρα, εκείνη του πατριάρχη και εκείνη του αυτοκράτορα συγχέονται μεταξύ τους με τέτοιον τρόπο ώστε πλέον να μην συνιστούν παρά μία και μόνη. Διότι, κάθε μία από αυτές τις ‘εικόνες’ αντιστοιχεί σε διαφορετικές εκδοχές του ιδίου μοντέλου καθώς και στις ψυχολογικές αντιδράσεις που αυτό γεννά. Επιπλέον, κάθε μία από αυτές τις ‘εικόνες’ λειτουργεί ως μία γήινη προσωποποίηση της αρχετυπικής ‘εικόνας’ του ίδιου του Θεού. Ή διαφορετικά, η ‘εικόνα’ του Θεού μεταθέτει σε ένα μεταφυσικό επίπεδο τις γήινες ‘εικόνες’, οι οποίες, ως εκ τούτου βρίσκουν την δικαιολόγηση τους σε αυτήν ακριβώς την υπέρτατη, μεταφυσική και εξω-γήινη ‘εικόνα’ απόλυτης εξουσίας.
3. Λογικά ήταν αδύνατο να μεταλάβει η Μαρία εκείνη τη χρονική στιγμή, καθώς από τη διήγηση της συνάγεται ότι δεν είχε βαπτιστεί. Είναι γεγονός, βέβαια, πως προηγουμένως (PG 87/3, 3709, A // στη μετάφραση κεφ. II, § 4), η Μαρία, είχε δηλώσει πως έχει βαπτιστεί, αλλά αυτό δεν εξάγεται πουθενά από την αφήγηση της. Βασικά, πιστεύω, πως ο αφηγητής ‘ξεχνάει’ αν η Μαρία έχει βαπτιστεί ή όχι, και χρησιμοποιεί αυτή τη ‘λεπτομέρεια’ κάθε φορά ανάλογα με τις περιστάσεις.
4.Πρβλ. Ψαλμοί, LIV (LV).
5.Συνεπώς η Μαρία είναι εβδομήντα έξι χρόνων όταν συναντά το Ζωσιμά, καθώς ήταν είκοσι εννιά όταν εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια για να πάει στην Ιερουσαλήμ.
6.Είναι πραγματικά αξιοσημείωτο το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί η Μαρία όταν αναφέρεται στην μεταστροφή της. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα έχει ήδη παρατηρήσει ότι η Μαρία αναφέρεται σε αυτήν με τους όρους μιας εμπορικής συμφωνίας ή ακριβέστερα με τους όρους ενός ‘ενεχυροδανεισμού’. Σε αυτήν την συμφωνία η Μαρία φαίνεται να πιστεύει πως βάζει ως ενέχυρο το κορμί της με αντάλλαγμα τη σωτηρία της ψυχής της. Σε αυτήν την συμφωνία, λοιπόν, με τον Ιησού στο ρόλο του ενεχυροδανειστή, ως μεσολαβήτρια και εγγυήτρια μπαίνει η Θεοτόκος. Δεν θα ήταν άτοπο, συνεπώς, να υποθέσουμε πως αυτή η νοοτροπία που ασυνείδητα ο ‘συγγραφέας’ αποδίδει στη Μαρία, δεν ήταν απλά ενδεικτική της Μαρίας, αλλά αντίθετα ενδεικτική ολόκληρης της εποχής κατά την οποία συντέθηκε το κείμενο, οπότε οι άρτι εκχριστιανισθέντες πληθυσμοί προσελάμβαναν την μεταστροφή τους στον χριστιανισμό ακριβώς με τους όρους μιας συμφωνίας που θα οδηγούσε στη σωτηρία τους. Επιπροσθέτως, σε αυτήν την νοοτροπία έχουμε το δικαίωμα, νομίζω, να δούμε μια αντανάκλαση του εθιμικού της βυζαντινής αυλής, όπου για την ακρόαση των οιονδήποτε αιτημάτων ήταν απαραίτητος ο μεσάζων παρά τω βασιλεί. Συνεπώς, βλέπουμε εδώ, και πρακτικά πλέον, τη ‘σύγχυση των διαφορετικών εικόνων’ για την οποία προηγουμένως μιλούσαμε (βλ. σημ. 27): ο Χριστός προσλαμβάνει ιδιότητες που η πολιτικο-κοινωνική πραγματικότητα και οι εθιμικές πρακτικές έχουν ήδη προσδώσει στον αυτοκράτορα. Στην προκειμένη περίπτωση, βέβαια, ο μεσάζων παρά τω βασιλεί είναι η ίδια η Θεοτόκος.
7.Όπως παρατηρεί η Μ. Kouli, δεν είναι προφανώς τυχαίος ο αριθμός των δεκαεπτά χρόνων που βασανίστηκε στην έρημο η Μαρία, καθώς αυτό το διάστημα αντιστοιχεί απόλυτα με τα δεκαεπτά χρόνια που έζησε μέσα στην ‘αμαρτία’ στην Αλεξάνδρεια (πρβλ., M. KOULI, «Life of St. Mary of Egypt», Holy Women of Byzantium: Ten Saint’s Lives in English Translation, éd. A.-M. TALBOT, Dumbarton Oaks, 1996, p.86). Εντούτοις, μου φαίνεται υπερβολικά ρεαλιστικό για να είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Μαρία παύει τελικά να βασανίζεται από ερωτικά πάθη και ορμές στην ηλικία των 46 χρόνων (29 και 17), στην ηλικία δηλαδή που φυσιολογικά μια γυναίκα μπαίνει στην εμμηνόπαυση.
8.Πρβλ., Δευτερονόμιον, VIII, 3 (και Κατά Ματθαίον, IV,4) / Ιώβ, XXIV,8.
9.Θεωρώ σπουδαιότατη τη συγκεκριμένη φράση ως ιστορική μαρτυρία διότι αποκαλύπτει ότι την περίοδο που ο εν λόγω Βίος συντέθηκε, δηλαδή γύρω στις αρχές του 7ου αι., ο πιο συνηθισμένος τρόπος ακόμα για να έρθει κανείς σε επαφή με ένα έργο δεν ήταν η ανάγνωση αλλά η ακρόαση. Γνωρίζουμε το περιεχόμενο ενός βιβλίου ακούγοντας να μας το διαβάζουν δυνατά, προφανώς σε συνέχειες, σε, περισσότερο ή λιγότερο, τελετουργικού τύπου συναθροίσεις (είτε δημόσιες, όπως συμβαίνει στα μοναστήρια ή στις εκκλησίες, είτε ιδιωτικές, σε στενούς κύκλους ακροατών). Αυτό μπορεί να φαντάζει αδιανόητο για τον σύγχρονο άνθρωπο αλλά δεν μας εκπλήσσει καθόλου αν αναλογιστούμε τη σημαντικότατη λειτουργία της μνήμης στους πολιτισμούς που στηρίζονται στην προφορική οργάνωση της σκέψης (άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η προσωπική, ‘σιωπηλή’, εσωτερική ανάγνωση κατέστη σχετικά πρόσφατα μόνο – αρκετά αργότερα δηλαδή από την αφομοίωση των συνεπειών της τυπογραφίας και την επακόλουθη αναδόμηση της ανθρώπινης συνείδησης – ο γενικευμένος τρόπος προσπέλασης του περιεχομένου ενός ‘βιβλίου’• είναι δε ενδεικτικό ότι ο άγιος Αυγουστίνος αντιλαμβανόταν το γεγονός ότι ο άγιος Αμβρόσιος διάβαζε σιωπηλά ως ένα από τα θαύματα του αγίου). Και μέχρι την ανακάλυψη της τυπογραφίας κανένας πολιτισμός δεν ήταν, και δεν μπορούσε να είναι, σε επίπεδο οργάνωσης της σκέψης και σε επίπεδο έκφρασης, πλήρως εγγράμματος, ακόμα κι αν γνώριζε τη γραφή από αιώνες. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, ακόμα και σε πολιτισμούς που γνώριζαν τη γραφή, η προφορική οργάνωση της σκέψης ήταν η κυριαρχούσα, ιδίως μάλιστα σε περιόδους που παρατηρούνται υψηλότατα ποσοστά αναλφαβητισμού, όπως συνέβαινε κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. Το χαρακτηριστικό αυτό αφήνει, όπως είναι ευνόητο, τα ίχνη του και στις τέχνες του λόγου. (Για την ψυχοδυναμική των προφορικών πολιτισμών και τις συνέπειες στην ανθρώπινη συνείδηση από το οριστικό κι ανέκκλητο πέρασμα στηνεγγραματοσύνη μέσω της τυπογραφίας βλ. την εξαιρετική μελέτη του W. ONG, Orality and Literacy. The Technologizing of the Word, London – New York, 1982).
10.Πρβλ., Προς Εβραίους, IV,4.
11.Πρβλ., Ιώβ, IX,10.
12.Πρβλ., Ψαλμοί, IX,10.