Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 11

Δεν ξέρω αν υπάρχει ελπιδα μέσα μου - Ανάγνωση του Βασίλη Καλογήρου

της Σοφίας Αργυροπούλου (Άτη Σολέρτη)

21 εγκλήματα και μια ντουζίνα δώρα θανάτου, Ποίηση, Βασίλης Καλογήρου, Εκδόσεις Παρέμβαση, 2010

Όλες οι νύχτες έρχονται
σαν τρελές καμαριέρες
ανοίγουν τα συρτάρια μου
και ψάχνουν
τα ρούχα μου
τις κάλτσες μου
τις σημειώσεις μου
κι αν βρουν μια κηλίδα
λίγο πιο σκούρα
απ’ τις άλλες
φωνάζουν
και με ξυπνάνε
με βάζουνε να πλύνω
μέσα στο σκοτάδι
τη ζωή μου
κι όταν σηκώνομαι
το άλλο πρωί
τα δάχτυλα μου
έχουν σχήμα αλλόκοτο
κι η γλώσσα μου
έρχεται σαν ξένη
κατά το μεσημέρι
Έχω την αίσθηση πως μου έγνεψε ο Τσάρλι κρυφά να τον ακολουθήσω σ’ ένα ακόμα ασταμάτητο μεθύσι θανάτου. Στην αρχή φοβήθηκα. Ίσως το βήμα της αποτυχίας έστειλε ραβασάκι προειδοποίησης. Δεν ήξερα τι θα ‘βγαζε από μέσα μου η θέαση της ψυχής μου στο γυάλινο πάτο ενός ακόμα ποτηριού αφρώδους μπύρας. Δεν ήταν όμως και του χαρακτήρα μου να κάνω πίσω. Η πρόκληση μοιάζει με αρετή για εκλεκτούς ενόχους. Δεν πρόλαβα να κάνω κι άλλη σκέψη. Τα λόγια του Τσάρλι ήχησαν στ’ αυτιά μου. «Πίνε, απλώς, περισσότερη μπύρα, μπύρα, πολύ μπύρα». Ήπια. Η γεύση της έμοιαζε και πάλι διαφορετική. Κάθε φορά πιο διαφορετική. Από εκείνα τα ανεξήγητα που νιώθει η ύπαρξη κι αυτό!
Το 21ο ποτήρι μπύρας γελούσε εκκωφαντικά μπροστά μου. Κι εγώ αψηφώντας για άλλη μια φορά τους χλευασμούς, ρουφούσα ακατάπαυστα τα μαύρα απομεινάρια της ψεύτικης ζωής μου στις άσπρες φυσαλίδες της. Πόσο η ζωή μοιάζει με θάνατο για τους εξόριστους! Παρατηρούσα συνταξιδιώτες αλκοολικούς, νηφάλιους κι ανυποψίαστους κυνηγούς φαντασμάτων. Όλοι μου φαίνονταν ίδιοι. Αστείες φάτσες παντού. Με στοίχειωναν σε ένα μπουκάλι μπύρας. Σκηνές από την «Έρημη Χώρα» έπαιρναν σάρκα και οστά. Έσκυψα στο τραπέζι μου. Λίγα αποτσίγαρα να μου θυμίζουν τις στάχτες πεθαμένων αναμνήσεων, λίγα ψιλά να κουδουνίζουν στις τσέπες μου, κάτι αποκόμματα ερωτικών γραμμάτων πάσχιζαν να με δέσουν μες στις σκέψεις μου. Κι ήταν πολλές… Κι η μπύρα μου ακόμα να τελειώσει! Χωρίς να θέλω, δεν ξέρω πως συνέβη…
Γέλασα ειρωνικά! Τα λερωμένα ρούχα μου, μου θύμιζαν πως ότι και να έκανα, ήμουν εγώ ο φταίχτης. Δεν ξέρω αν είχα κάνει όντως τα εγκλήματα για τα οποία με κατηγορούσαν. Δεν ξέρω καν ποιοι ήτανε αυτοί που κατηγορούσαν. Για ποια εγκλήματα… Για ‘κείνα που εμφανίζονταν μπροστά μου κάθε φορά με άλλη μορφή. Κάθε φορά πιο διαφορετική… Το χρόνο και τον τόπο, αδύνατο να τους ορίσω. Συνωμοσίες της λογικής! Δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα μέσα μου. Ή έξω μου. Δεν ξέρω καν αν έχει σημασία. Ούτε και για τη δίκη ξέρω, αν αργεί… Το μόνο που ήξερα ήταν πως θα με υποδεχότανε ο πιο αληθινός κι αξιοζήλευτος ενδεχομένως θάνατος με μια ντουζίνα δώρα. Γύρισα απότομα και κοίταξα αιφνιδιαστικά τον Τσάρλι. «Στα είχα πει» ψιθύρισε. «Δική σου ήταν η επιλογή. Τώρα πιες περισσότερη μπύρα. Υπάρχει καιρός. Κι αν δεν υπάρχει, καλά είναι κι έτσι»