Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 2

Ανάγνωση πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών

της Ευτυχίας Παναγιώτου

Υποσχόμενα ποιήματα

panayotou1.jpg

Ιωάννης Ν. Τσίρκας, Σκεψίρροια, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2008

Τη σκεψίρροια θα την κάνω τέχνη / και σένα πουτάνα επιμόνως και αιωνίως

Τι μαντολίνο, φέρτε μου λίγες ασπιρίνες, να ζήσω ξανά απ’ την αρχή το βίαιο πάθος του έρωτα. Γιατί είναι 20 χρονών, είναι άμεσος, είναι ωμά εξομολογητικός, είναι ροκ και μπιτ, και καταπιάνεται αποκλειστικά με το σχήμα Έρως-Θάνατος. Με την πρώτη αυτή ποιητική του συλλογή ανασκαλεύει τα συναισθήματά του, αδιαφορεί παντελώς για την εκπλέπτυνση και την ωραιοποίηση, καθώς η αγάπη αντιπαλεύει βασανιστικά τη δυσχερή και συνάμα πρωτόγνωρη για τον ίδιο πραγματικότητα οδηγώντας σ’ ένα σχεδόν ανεξέλεγκτο ερωτικό μένος. Το βιβλίο είναι μια στροφή στο Εγώ, «Στα δικά μου μάτια τώρα. / Στη δική μου καρδιά» [«Επωδός»], είναι ο τελευταίος λόγος στα περασμένα, κάτι σαν κλείσιμο ενός ερωτικού κύκλου, που πραγματώνεται ωστόσο με τη μορφή μιας ψυχαναγκαστικής περισσότερο επιβολής του τέλους.
Το ματαιωμένο πρόσωπο της ερωμένης του τον ρίχνει σε μια περιπέτεια ξοδέματος σαρκικής απόλαυσης που φαίνεται να τον εξωθεί ολοένα και περισσότερο στην αίσθηση της ματαιότητας που φέρει άστρο τη νοσταλγία του χαμένου νοήματος, την επώδυνη απώλεια μιας εδεμικής αγάπης. Τα «γλυκά κοριτσάκια» είναι ψεύτικα γιατί υπήρξε Εκείνη, που τώρα τον στοιχειώνει. Προδομένος μάλλον, επιστρατεύει όλα του τα «παιδικά» ένστικτα για ν’ απαλλαγεί πάση θυσία από το βάρος της μνήμης. Κάποτε επιτίθεται: «Άψυχα κρέατα, / αναμνήσεις πουτάνες / και απόλυτα πάντα τρελός» [«Δήλωση»]. Και πιο έντονα: «και η μορφή μου θα παρελαύνει περήφανη / στις γαμημένες σου αναμνήσεις για πάντα» [«Πουά ή το δικό μου υπάρχω»]. Και ξανά: «Το πάθος μου ναός και οι εμπειρίες σου βελόνες. / Σ’ αυτό θα προσκυνάς όσο / (με τον κώλο σου) θα νηστεύεις» [«Ασπιρίνες»]. Άλλοτε αμύνεται με ειρωνική πίκρα: «Είχες πεθάνει κάποτε εκεί, / μα πέρασε καιρός για να θυμάσαι» [«Το Εντελβάις των Εξαρχείων»]. Άλλοτε εκλιπαρεί, εκβιάζοντας μια κάποια, οποιαδήποτε, ανταπόκριση στον πόνο του: «Πες μου ψέματα πως μ’ αγαπάς / και μετά από χίλια χρόνια μοναξιάς / δε θα λείψω σε κανέναν» [«Ποτέ»]. Αυτός που αγαπά και θυμάται βρίσκεται κατά έναν παράλογο τρόπο [είναι αλήθεια, ωστόσο] σε θέση μειονεκτική, ενώ αυτή, καθώς «Μαντάμ Στενέλ», άγνωστο: «Τα θυμάσαι τα αισθήματα; Τα θυμάσαι;» ρωτά [«Επιμένοντας»].
Το βιβλίο μοιάζει με καλοστημένη και γι’ αυτό ιερή για τον ίδιο πράξη εκδίκησης, που εκφράζεται με μια passive-aggressive διάθεση. Ο ποιητής διηγείται για να «ξεπουλήσει» -αντιστρόφως ανάλογα, προφανώς, προς το μέγεθος της αγάπης του- την ερωμένη του. Γίνεται το υποκείμενο που θέλει να καταστρέψει το αντικείμενο της αγάπης του [όπως θα το ήθελε ο Φρόυντ] για να συνεχίσει τη ζωή του. Αμφίβολη βέβαια διέξοδος. Γιατί γράφοντας «καθαρίζουμε» μεν, η αγάπη ωστόσο, ως η βασικότερη ανθρώπινη επιδίωξη, παραμένει πολυτέλεια, βρίσκεται ώς το τέλος της συλλογής σε καραντίνα. Στο σκοτάδι ο ποιητής, ο κόσμος στο φως. Καμία αντίθεση δεν αίρεται. Μα ίσως και να είναι νωρίς.
Γιατί είναι ακόμα Σκεψίρροια. Αποτελεί τη σωματοποίηση των σκέψεων σ’ ένα ποιητικό παραλήρημα, που είναι ενδιαφέρον επειδή είναι ειλικρινές, θαρραλέο, παθιασμένο. Η επιδιωκώμενη υπέρβαση είναι πολύ πιθανή στο μέλλον, θα επιτευχθεί μέσω μιας σφαιρικότερης αντιμετώπισης της πραγματικότητας, πιο ενδοσκοπικής και πιο υπαινικτικής στον αντίκτυπό της. 

panayotou2.jpg

Βασίλης Τσιρώνης, Cordoba, εκδόσεις Γραβριηλίδης, Αθήνα 2007

τι κι αν ήξερε το δρόμο / ποτέ δεν κατάφερε να φτάσει στην κόρδοβα

Τα πάντα μέσα στο βιβλίο μοιάζουν με αναπαραστάσεις μνήμης σ’ ένα δωμάτιο όπου συντελείται κάποιο δράμα με τραβηγμένες τις κουρτίνες. Μέσα σε αυτή τη σκηνοθεσία η πομπή αναστημένων προσώπων: η μαμά, η αδερφή, κάποια κοπέλα, ένας φίλος που δεν έρχεται ή που έχει χαθεί, και κυρίως ο πατέρας, «συνήθως απών», έπειτα νεκρός, όπως φαίνεται εμμέσως στο πρώτο ποίημα «Αύγουστος», που στη συνέχεια αποκαλύπτεται πιο καθαρά στο ποίημα «Η επιστροφή».
Ο στόχος είναι η επιστροφή στην παιδική ηλικία, με τη φιγούρα του εαυτού-αγοριού να είναι πάντα παρούσα, ενός μάρτυρα που δεν επιζητεί ούτε την επιστροφή στην αθωότητα ούτε την υπνώττουσα φυγή. Η βαθύτερη ανάγκη είναι η ενώπιος ενωπίω επούλωση των πρώτων τραυμάτων και η ανασύσταση του Εγώ. Η μνήμη βέβαια επιλέγει τα στιγμιότυπα που «θέλει», ατενίζει κάπως βουβά αλλά δημιουργικά ένα συμπόσιο προσωπικών Εσύ, που εμφανίζονται με σκοπό το κλείσιμο παλιών λογαριασμών και την ένταξη του ποιητή στην εποχή της ενηλικίωσης. Το τίμημα είναι δεδομένο: όλα μοιάζουν μ’ ένα είδος νέκυιας, εφόσον ο ποιητής παρουσιάζεται στοιχειωμένος από τα φαντάσματα του παρελθόντος, φορτισμένος με κακούς οιωνούς. Μέτοχος μιας αρχαίας τραγωδίας -ίσως και να είναι ο Οιδίποδας- οραματίζεται την κάθαρση, που είναι μάλλον ο τελικός του προορισμός: «ελεύθερος πια / με την ψυχή μου στα σπάργανα / θα γλιστρήσω το βήμα μου / σε έναν τόπο δίχως μνήμη» [«Ίσως»]
Οι καλύτερες ποιητικές στιγμές του Βασίλη Τσιρώνη συναντώνται στα ποιήματα που έχουν μικρότερη έκταση, όπου επιτυγχάνεται καλύτερος έλεγχος του υλικού της γραφής, καθώς και σ’ εκείνα [από το ποίημα «Σφίγγα» ώς το τέλος της συλλογής - αρκετά ποιήματα για να μιλάμε έτσι για μια πολύ καλή πρώτη εμφάνιση στα ποιητικά δρώμενα] όπου οι εικόνες είναι πιο διαμπερείς και συνάμα πιο αποφασιστικές στην «κίνησή» τους προς την έξοδο κινδύνου, καθώς ο εμπύρετος στοιχειωμένος εαυτός του ποιητή συμφιλιώνεται με το ίδιο του το είδωλο - δεν το εξοντώνει αυτοκαταστροφικά. Υπάρχει άπλετη τρυφερότητα μέσα στο σκοτάδι, εκείνη που πηγάζει μάλλον από την απουσία θυμού: το Εγώ-Ενήλικας χαρίζει το αίμα του στο Εγώ-Παιδί, για ν’ αναπαύσει εκείνο και να αχνοσβήσει, επιτρέποντας στον ίδιο την απελευθερωμένη είσοδο στη ζωή, σ’ ένα χρόνο μηδενισμένο.
Αυτό το βιβλίο μπορεί να θεωρηθεί και μια ενδιαφέρουσα συνομιλία με ποιητές-περσόνες όπως ο Χαρτ Κρέιν.

Ποιήματα-Ποιητικής

pnayotou3.jpg

Πατρίτσια Κολαΐτη, Σελέστεια, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2007

Σε τι κόσμο ήρθα / Που πρέπει να εφευρίσκω διαρκώς / Νέα εχέγγυα γι’ αυτό που είμαι ή μπορώ να γίνω

Στην αρχή διακρίνεις μια φυσική αθωότητα, γιατί αυτό προτίθεται ενδεχομένως σε πρώτο επίπεδο να παρουσιάσει η ποιήτρια. Οι παιδικές φιγούρες, η οικογένεια, το καροτσάκι που σπρώχνει ο παππούς. Οι προτάσεις που διαδέχονται η μία την άλλη σαν να έχουν απλώς συγκολληθεί κατά λάθος. Η εντελώς ελεύθερη δομή και η άνιση έκταση των ποιημάτων - αλλού άτιτλα, αλλού με τίτλους στη λατινική γλώσσα και μάλιστα αρκετά αμφίσημους. Τα σύντομα «επεξηγηματικά» σημειώματα στο τέλος της συλλογής, που μοιάζουν να έχουν προστεθεί αργότερα από κάποιον άλλο. Όλα αυτά παραπέμπουν σ’ ένα εσκεμμένα αθώα παιδικό κολάζ. Πρόκειται για ένα βιβλίο που δίνει την εντύπωση ότι πηγάζει από πράξη εργοθεραπείας. Μέσα στο σχέδιο ανακαλύπτεις, όσο σου επιτρέπεται, το παιδικό τραύμα αλλά και την παιδική διάνοια. Η Πατρίτσια Κολαΐτη μοιάζει μ’ ένα παιδί που διηγείται με το σχέδιό της το προσωπικό της δράμα. Ποιο είναι άραγε αυτό το δράμα; Ψάξε ψάξε, δεν θα το βρεις.
Η Σελέστεια [από το λατινικό cealum, που σημαίνει ουρανός] δεν είναι παιδί και ο κόσμος που περιγράφει δεν είναι καθόλου ουράνιος. Η γράφουσα είναι ακρωτηριασμένη και η αγάπη είτε δεν υπάρχει, είτε απλώς δεν τρέφει ευαισθησίες για περιθωριοποιημένους ανθρώπους κάθε είδους: «Γι’ αυτό θα ήθελα ‘‘Μόνο γι’ απόψε αν γίνεται γιατρέ / να πάρω το χέρι μου στο σπίτι’’ / Μόνο γι’ απόψε αν γίνεται / να στήσω / με αξιοπρέπεια όρθιο ετούτο το σακατεμένο πράμα / που είμαι / Γιατί η αγάπη / θέλει επάρκεια / και σκόντο δεν κάνει». Κι αν ο τίτλος του συγκεκριμένου ποιήματος στο οποίο ανήκουν οι στίχοι είναι «Φαντασμαγορία», η Πατρίτσια Κολαΐτη ξέρει άλλη μία έννοια για το ψυχολογικό αυτό φαινόμενο: «phantasm limb». Το μέλος-φάντασμα. Ο δρόμος που δεν γίνεται.
Φλερτάρει επικίνδυνα με τα διπλά νοήματα, δημιουργώντας στην ποίησή της ένα αίσθημα ανασφάλειας, ότι όλα όσα διαβάζει κανείς αποτελούν τελικά «φαντασμ-αγορία», δηλαδή όχι πια ένα εντυπωσιακό θεατρικό έργο, αλλά μια παράσταση με ομιλούντα φαντάσματα, «ψευδείς» αντανακλάσεις της αλήθειας. Πράγμα που καθίσταται ακόμη πιο έντονο ως συναίσθημα όταν γνωρίζεις, σαν διαβάσεις τις δύο σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, πως ό,τι γράφεται στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, τα οποία η καλλιτεχνική φύση αλλοιώνει από πρόθεση να σε ξεγελάσει.
Η Σελέστεια είναι ένα πρωτότυπα δαιμόνιο βιβλίο, παράλληλα μια αισθητική πρόταση. Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι διπλός. Είναι αυτός που σκέφτεται κάτι, κι αυτός που σκέφτεται ότι σκέφτεται κάτι. Στη Σελέστεια η ποιητική «περσόνα» μπαίνει και βγαίνει από την ιστορία που διηγείται, κληροδοτώντας στον αναγνώστη ένα αίσθημα μετεωρισμού στο διάβα της ανάγνωσης: «Από ’δω εξασκώ την τέχνη του σακάτη / που με τα χρόνια / έμαθε πια / να κρύβει το άδειο μανίκι // Και μηχανεύομαι / ποιήματα / δίκην επανορθωτικής / προσθετικής χειρουργικής».[«Γλυκό μου βάσανο, ΙΙΙ»].
Από ό,τι φαίνεται, «Η γλώσσα θα αντιστέκεται να γλείψει το μαχαίρι της», γιατί έχει ακόμα μυστικά να εξιστορήσει, με αποτέλεσμα το «Ποίημα» να μοιάζει, από άποψη λύτρωσης ή κάθαρσης, «Δώρο ά-δωρον», εφόσον δεν ρέπει ακριβώς ούτε προς την αυθεντική αυτό-εξομολόγηση, ούτε βέβαια ανήκει ως μαρτυρία σε κάποιον άλλον [ο μικρός Ιλάι και το τετράχρονο κορίτσι αποτελούν μονάχα αφορμές έμπνευσης]. Το βιβλίο στηρίζεται σε κώδικες επικοινωνίας μισούς ελληνικούς, μισούς αγγλικούς [το ω και το z της αλφαβήτας] και είναι μισό υπαρξιακό, μισό ιατρικό, μισό αγγελικό, μισό δαιμονικό. Τι είναι τελικά;
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές του 2007.  

panayotou4.jpg

Αργύρης Παλούκας, Το ξέφτι, εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2007

Η μητέρα μου γεννήθηκε το ’41 / κι ακόμα σέρνει πίσω της ένα ξέφτι.

Αν αφαιρέσεις ή προσθέσεις μια λέξη, θ’ αλλοιώσεις σίγουρα το όλο ποίημα-βιβλίο. Είναι όσο πρέπει, ευσύνοπτο και πλήρες, σαν ξέφτι της πραγματικότητας, που υπάρχει δίχως να βοά εκκωφαντικά, αλλά θορυβώντας υπόγεια. Ένα ξέφτι είναι πράγματι ικανό να σου καταστρέψει το φόρεμα αν το τραβήξεις. Εδώ, όσο κι αν το τραβάς, το φόρεμα δεν καταστρέφεται, αλλάζει ωστόσο η αντίληψη του ρούχου. Το ξέφτι επικρεμάται, σχεδόν φυσικά. Το αποδέχεσαι και το αξιοποιείς.
«Με το ξέφτι» επιβιώνει ο Αργύρης Παλούκας. Θα μπορούσε να θεωρήσει κάποιος το βιβλίο του ως ένα ενιαίο ποίημα-ποιητικής. Οι φωνασκούσες υπερβολές δεν είναι πάντα αποδοτικές στις διαμαρτυρίες τους, οι δε λυρικές ψευδαισθήσεις είναι ανεδαφικές και ξένες προς την πραγματικότητα. Μάλλον αδιαφορεί και για τους δύο πόλους. Επιλέγει κατά μία έννοια έναν τρίτο δρόμο. Την ποίηση που έχει ως εφόδιο τη ζωή δίχως να τη θέτει στο στόχαστρο [όπως άλλωστε η ζωή έχει ως εφόδιο την ποίηση] πλην όμως μηχανεύεται, κάπως δόλια, μια νέα πραγματικότητα μέσα στην ίδια την πραγματικότητα κατασκευάζοντας ομόκεντρους κύκλους ή απλώς διαρρηγνύοντας έναν κύκλο για εισέλθει στο ασφαλές σκοτάδι του λίγο φως. Με μια πινελιά πάντως μπορεί κι αλλάζει την όψη του πίνακα. Εντός κοσμικού συστήματος πάντα, τα ποιήματά του θάναι το ξέφτι.
Ανάλογα λειτουργεί και η γλώσσα. Μέσα στην απλότητα της καθημερινής εκφοράς φωτίζει καλύτερα εκείνο που τον ενδιαφέρει, τη λοξή ματιά, «το άλλο πράγμα» που αποκαλύπτεται όχι σαν συμπλήρωμα γνώσης, αλλά ως νέα γνώση. Το ξέφτι παραπέμπει, ως προς το γενικό αίσθημα [δίχως να υπονοείται εδώ καμία ποιητική συγγένεια] στο ποίημα της Ε. Βακαλό: «Είναι πράγμα το άλλο του πράγματος / Γιατί ενάντιο σε μένα / Και όμορφο / Το πλησίον που χάνεται / Το μετατρέπω σε ρήμα / Εννοείται ο αέρας / Και βόσκει / Ψηλώνοντας απ’ το χόρτο / Το πράσινο ως χρώμα…» [«Το άλλο του πράγματος»].
Δεν είναι μαύρο, ούτε κόκκινο, όπως η ζωή. Το χρώμα του ποιήματος είναι πράσινο. Σαν τη φύση. Ο πόνος μιας απροσδιόριστης απώλειας στα δεκατέσσερα όλα κι όλα ποιήματα της συλλογής είναι γενικευμένος. Τα φαντάσματα του ποιητή είναι τόσα πολλά που είναι σάμπως μέσα του να τα έχει εξημερώσει, ή σάμπως ο ίδιος να μπορεί με αυτά απλώς να συμβιώνει, όχι υπό τη μορφή κάποιας παραίτησης αλλά με μια μειλιχιότητα που του επιτρέπει να ζει απενοχοποιητικά. Παύει να αποτελεί απώλεια ό,τι του κρατά στην τελική συντροφιά, πρόκειται για ένα άλλο είδος τρυφερότητας, σαν το σαχτουρικό «Θηρίο» ή τους «νεκροζώντανους» στην Εκδρομή του Γιώργου Χειμωνά. Το χρώμα είναι πράσινο. Όπως οφείλει ίσως να είναι η ανθρώπινη φύση.
Η ωριμότητα της γραφής μπορεί να καταστήσει το καθετί, εντός του αρνητικού του προσήμου πάντοτε, σχεδόν καλοδεχούμενο. Η σύγχρονη κοινωνία είναι τόσο δεδομένη πια, είτε διαδραματίζεται σ’ ένα κλειστό δωμάτιο, είτε επισυμβαίνει στους δρόμους της Αθήνας, που χρειάζεται τον ποιητή για να προτείνει κάθε φορά νέους τρόπους θέασης: «Για το πού πάτησαν τα πόδια σου / δεν προλαβαίνω να αναρωτηθώ. / Ο δρόμος μόνο ξέρει την αλήθεια. / Κι ο δρόμος δεν μιλάει» [«Λιοσίων»]. Δεν υπάρχει ποτέ μία ακριβής και επαρκής απάντηση σ’ ένα ερώτημα, ο καθένας την αναζητεί, φτάνει να είναι έτοιμος να αποδεχτεί τη φύση των ερωτημάτων να είναι αινιγματικά, καθώς και το θαύμα να γινόμαστε εμείς το θαύμα, οι αφέντες των αποκρίσεών μας. Στο σπίτι μας δεν χρειάζονται από μηχανής θεοί. Όταν τους περιμένουμε αβοήθητοι, τότε το σπίτι μας «Είναι ακριβώς σαν το παλιό / γιατί όποια πόρτα και ν’ ανοίξω / ένα χέρι δεν κατεβαίνει από τον ουρανό / γιατί οι άντρες πίνουν ουίσκι απ’ το πρωί / και οι γυναίκες φέρνουν το σκοτάδι τους σ’ ένα υποτιθέμενο μαγικό κουτί» [«Καινούριο σπίτι»].
Με ποιήματα μικρά σαν αποφθέγματα συντελείται μια μαγική υπέρβαση, μόνο φαινομενική στην αποστασιοποίησή της. Το στοίχημα είναι να θέσεις τον αναγνώστη εντός της αρένας της σκέψης. Το κάθε ποίημα, καταπώς φαίνεται, είναι ριγμένο στα χέρια του αναγνώστη. Ο ίδιος ο ποιητής αποχωρεί, το ποίημα χαρίζεται.
Αν τα σπλάχνα είναι λάγνα, αν το πουκάμισο είναι βρόμικο ή καλοσιδερωμένο είναι κάτι που διαβάζοντας ο αναγνώστης προσπαθεί να λύσει ως αίνιγμα, καθώς η υπαινικτικότητα της «εικαστικής», ανάμεσα σε άλλα, ποίησής του αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της. Βουβή σαν καμβάς μα με συμπαγές χρώμα.
Θυμάται έτσι κάποιος πως υπάρχει τρόπος να κοιτάξει τη θάλασσα κι αλλιώς, ο Αργύρης Παλούκας σού δίνει το ελεύθερο της διάδρασης δίχως ίχνος ρητορείας και διδακτισμού. Το Εγώ, μέχρι και στα πρωτοπρόσωπα ποιήματα, διαφεύγει με μια πράξη εναίσθησης που καλεί τον αναγνώστη να τοποθετήσει τους δικούς του ήρωες στον καμβά. Όπου το ποίημα είναι γραμμένο σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο υπάρχει μια υπόκωφη ειρωνεία που εντείνει την πολυσημία: «Τουλάχιστον για τους νεκρούς μας ανθίζει ένα λουλούδι / οι σπόροι του πέφτουν ξανά στα κοιμητήρια / καλλιεργούνται νέα μυστικά χωράφια» [«Εδώ ο κόσμος χάνεται»]. Οι πρωταγωνιστές του ίδιου του ποιητή μοιάζουν άφυλοι και άχρονοι. Μόνο η μητέρα ορίζεται, μα κι αυτή είναι εκ φύσεως μια απόλυτα πανανθρώπινη φιγούρα.
Τυχαίο δεν είναι ούτε και το μότο της συλλογής λοιπόν: «Μου εφαινότουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτω, κι έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλοστή ορμή» [Διονύσιος Σολωμός].
Ένα καλό μάθημα είναι Το ξέφτι: Δεν υπάρχει τίποτα το περιοριστικό μέσα σε περιορισμένες λέξεις, ένα ξέφτι-ποίημα μπορεί να γίνει αιτία για ένα νέο ρούχο-δέρμα.