Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 10

Σάμιουελ Τέιλορ Κόλριτζ, "Το οραματικό ταξίδι μιας ύπαρξης μοναχικής στη σφαίρα της υπέρβασης"

της Σοφίας Αργυροπούλου (Άτη Σολέρτη)

Σαν θύελλα που από καιρό περίμενε καρτερικά στου χρόνου τις στοές -  σταματημένη από δαιμόνια και πλάσματα θανατερά -  εκείνη τη ζοφερή στιγμή που θα της έδινε ορμή για να θεριέψει μέσα σε κάποιον άλλον… και συμπονετικό αδερφό και να ταρακουνήσει τα πιο βαθιά αισθήματα και βλέμματα της φαντασίας του, ξεχύθηκε μανιωδώς εντός μου. Η αγωνία και η ζάλη, η μέθη της ορμητικότητας του παθιασμένου νου για συγκινήσεις, ότι μου έδινε Ζωή και Θάνατο μαζί, προκλητικά με απειλούσε. Ο αέρας κόντευε να με σηκώσει από τη γη μου, να χάσω την ασφάλεια, το φρένο που χρειάζεται η σκέψη για να μην παρασυρθεί και φτάσει στην παρόξυνση. Για κάπου είχα ξεκινήσει… Κάποιο χαρούμενο συμβάν μου έγνεφε από μακριά. Το γλέντι ενός γάμου. Δεν ξέρω τι μου απέσπασε την προσοχή και γύρισα την πλάτη. Ένα ταξίδι με το βλέμμα, σε μια διάσταση αχανή, μαγνητικής λατρείας. Τον στρόβιλο ακολούθησα της λογικής με δόση τρέλας και σε μια δίνη μπλέχτηκα ξανά, καθώς τριγύριζα ανάποδα ανάμεσα σε κόκκαλα νεκρών και ζωντανών, θαμμένα στους βυθούς τρικυμισμένων θαλασσών και στων στεριών τα δάση, συνοδευόμενος από γλοιώδη πλάσματα λιμνών και αιωρούμενων Αγγέλων, μια Κόλασης φλεγόμενης κι ενός φρικτά αλλοιωμένου Παραδείσου. Ο Κάτω Κόσμος σκέφτηκα, αυτός που μέσα μας εδρεύει, φαντάζοντας αλλιώτικα για τον καθένα, μας πλέκει ίσκιους από αράχνες καμωμένους και περιμένει μια ιστορία να υφάνει ο επισκέπτης. Το τίμημα για την επάνοδο, είναι και πάλι με σοφία καμωμένο… Κι εσύ που αργόσυρτα διαβάζεις, αγαπημένε αναγνώστη, τούτες τις ακαταλαβίστικες γραμμές… Άκου! Το μυστικό για την επάνοδο, είναι κάτω απ’ τη γλώσσα σου υφασμένο. Για να το βγάλεις από μέσα σου, πρέπει να μάθεις να ακούς. Και για να μάθεις να ακούς, πρέπει να μάθεις να κοιτάζεις με σοφία τις σκιές, κλείνοντας πάντοτε τα μάτια. Κάτω απ’ του δέντρου αυτού τον ίσκιο που σου δείχνω, Εγώ, ο αφελής Καλεσμένος, εδώ!  Κάτω απ’ τα πόδια μου, μπροστά σ’ αυτό το μνήμα. Εδώ! Εδώ! Στάσου!

S.T. COLERIDGE
21/10/1772 – 25/7/1834

«Στάσου, Χριστιανέ περαστικέ! – Στάσου, τέκνο του Θεού,
Και διάβασε με ευγενική καρδιά. Κάτω από τούτο το γρασίδι
Ένας ποιητής κείτεται, ή αυτό με το οποίο έμοιαζε κάποτε αυτός-
Ω, κάνε μια σκέψη στην προσευχή για τον Σ. Τ. Κόλριτζ
Που αυτός το πιο πολύ του χρόνου με μόχθο της αναπνοής
Βρήκε θάνατο στη ζωή, ίσως εδώ βρει τη ζωή στο θάνατο!
Έλεος για τους επαίνους – ας συγχωρεθεί για τη φήμη
Ζήτησε τη φήμη – να συγχωρεθεί για τη φήμη
Ζήτησε, και ήλπισε, μέσω του Χριστού.
Κάνε κι εσύ το ίδιο!»

Και τότε ο ουρανός συννέφιασε, τα μανιασμένα κύματα της θυελλώδους νάρκης έλουσαν τον αέρα κι εγώ έστεκα καταμεσής του μνήματος, καθώς τα φύλλα υψώνονταν κάτω απ’ τα πόδια μου, πλέκοντας με χορευτικές κινήσεις διχάλες γύρω απ’ τα κλαδιά του γερασμένου δέντρου. Σαν όραμα αλλοτινών καιρών συνυφασμένο με μαγεία, ο γέρο Coleridge μπροστά μου φανερώθηκε. «Με κάνεις και φοβάμαι γέρο Εσύ!», ψιθύρισα. «Φοβάμαι εσένα και το κοκαλιάρικό σου χέρι! Κι είσαι μακρύς, λιπόσαρκος, και έχεις χρώμα σκοτεινό όπως η πτυχωτή θαλάσσια άμμος. Φοβάμαι εσένα και τ’ αστραφτερό σου μάτι».  Με μια βαριά κι αργόσυρτη φωνή, που ανακινεί υποβλητικά την αύρα εκείνος είπε: «Μη φοβάσαι, Καλεσμένε, μη φοβάσαι! Αυτό το σώμα δεν έπεσε». Πλησίασε χωρίς να με αγγίξει και με το βλέμμα του από τότε, γερά μου σφράγισε τα μάτια.

Το στήθος του χτύπησε ο Καλεσμένος,
Μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς
Παρά ν’ ακούσει ˙
Και έτσι μίλησε εκείνος ο γέρος,
Ο Ναυτικός με τα μάτια που έλαμπαν.

«Και τότε η Ανεμοθύελλα έφτασε,
Κι ήταν σφοδρή και βασανιστική ˙
Με τις ακατανίκητες φτερούγες της
Χτυπούσε και μας έδιωχνε
Προς την κατεύθυνση του νότου.

Με τα κατάρτια να γέρνουν
Την πρόωρα βυθισμένη στο νερό,
Σαν τον κυνηγημένο μ’ ουρλιαχτά
Και με χτυπήματα, που ακόμη
Μες στη σκιά του εχθρού του τρέχει
Και το κεφάλι ρίχνει προς τα μπρος,
Γρήγορα παρασυρόταν το Καράβι,
Βρυχιόταν δυνατά η αντάρα,
Και όλο προς τα νότια φεύγαμε.

Κι έφτασαν τώρα μαζί με ομίχλη και χιόνι,
Κι έγινε κρύο τρομερό:
Και πάγος, ψηλός σαν το κατάρτι,
Ήρθε επιπλέοντας δίπλα μας
Πράσινος τόσο όσο ένα σμαράγδι.

Και μες απ’ τις μάζες του χιονιού
Που ο άνεμος έσπρωχνε
Οι κάτασπροι έστελναν όγκοι
Μια λαμπεράδα καταθλιπτική:
Ούτε μορφές ανθρώπων ούτε ζώα
Αναγνωρίζαμε – Ο πάγος ήταν παντού.

Ο πάγος ήταν εδώ, ο πάγος ήταν κι εκεί,
Ο πάγος ήταν παντού τριγύρω:
Ράγιζε, έσπαγε και γρύλιζε απειλητικά,
Και βρυχιόταν και ούρλιαζε
Όπως οι θόρυβοι μες στη λιποθυμιά!

Στο τέλος την ομίχλη διασχίζοντας
Ένας Άλμπατρος ήρθε ˙
Σαν να ‘ταν μια ψυχή Xριστιανική
Στ’ όνομα του Θεού τον χαιρετήσαμε.

Έφαγε την τροφή που ποτέ
Μέχρι τότε δεν είχε δοκιμάσει,
Κι όλο γύρω και γύρω πετούσε.
Με μια έκρηξη σαν κεραυνού
Ο πάγος σκίστηκε ˙ κι ο τιμονιέρης
Μας οδήγησε ανάμεσα!

Κι ένας καλός νότιος άνεμος
Από την πρύμνη φύσηξε ˙
Ακολουθούσε ο Άλμπατρος
Και κάθε μέρα, για τροφή η παιχνίδι
Στο κάλεσμα του ναυτικού ερχόταν.

Μ’ ομίχλη ή με συννεφιά,
Στο κατάρτι πάνω ή στην κουπαστή,
Για τον εσπερινό κούρνιαζε στις εννιά
Ενώ τη νύχτα όλη, απ’ της ομίχλης
Την άσπρη άχνα μέσα
Θαμπόφεγγε τ’ άσπρο φεγγαρόφωτο.»

«Ο Θεός να σε φυλά γέρο Ναυτικέ
Απ’ τους δαιμόνους που σε βασανίζουν έτσι!
Γιατί έτσι κοιτάς;» - Με τη βαλλίστρα μου
Τον Άλμπατρος χτύπησα.

Είχα κάνει ένα αποτρόπαιο πράγμα
Και μόνο συμφορά θα τους έφερνε:
Γιατί όλοι τους έλεγαν πως είχα σκοτώσει
Το πουλί που έκανε την αύρα να φυσά,
Τον άθλιο! Λέγαν, το πουλί να σκοτώσει,
Που έκανε την αύρα να φυσά!

Αλλά όταν η ομίχλη διαλύθηκε, τότε με δικαίωσαν κι έγιναν έτσι συνεργοί στο έγκλημα. Ώσπου το καράβι έμεινε ξαφνικά ακίνητο. Και ο Άλμπατρος άρχισε να εκδικείται… Νερό παντού, κι απ’ όλες τις μεριές το σκάφος φύραινε, κι ούτε σταγόνα για να πιεις. Ακόμη κι ο βυθός εσάπιζε Χριστέ μου! Γλοιώδη πλάσματα με πόδια κολυμπούσαν στη γλοιώδη πάνω θάλασσα. Γύρω παντού, πλήθος κουβάρια οι φωτιές του θανάτου χόρευαν τη νύχτα.

Αχ, και μια μέρα! Τι κακές ματιές
Είχα από νιούς και γέρους!
Κι αντί για το σταυρό,
Τον Άλμπατρος μου κρέμασαν
Γύρω απ’ το λαιμό μου.

Πέρασαν μέρες εξαντλητικές. Τα λαρύγγια όλων είχαν ξεραθεί, τα μάτια έγιναν από γυαλί. Μέρες εξαντλητικές! Ώσπου φάνηκε από μακριά ένα σχήμα! Σαν σκελετός ενός καραβιού ερχόταν καταπάνω μας, χωρίς καν αύρα, χωρίς ρεύμα.

Κι είναι εκείνη η Γυναίκα όλο του το πλήρωμα;
Είναι εκείνος ένας ΘΑΝΑΤΟΣ;
Και είναι τούτοι δύο;
Είναι ο Θάνατος εκείνης της γυναίκας σύντροφος;

Κόκκινα ήτανε τα χείλια της.
Και τολμηρό το βλέμμα της,
Οι βόστρυχοι της κίτρινοι σαν το χρυσάφι:
Το δέρμα της τόσο λευκό σαν λέπρα,
Ο Εφιάλτης ήτανε αυτή:
Η ΖΩΗ-ΜΕΣΑ-ΣΤΟ- ΘΑΝΑΤΟ
που το αίμα τ’ ανθρώπου παγώνοντας πήζει.

Το γυμνό καράβι-κουφάρι μας πλεύρισε,
Κι οι δυο τους έριχναν τα ζάρια ˙
«Η παρτίδα τελείωσε! Κέρδισα!
Έχω κερδίσει!» Είπε αυτή,
Και σφυρίζει τρεις φορές.

Ένας μετά τον άλλο, κάτω απ’ την αμείλιχτη Σελήνη οι σύντροφοί μου έπεφταν νεκροί και με τα μάτια τους με καταριόνταν.

Από τα σώματά τους οι ψυχές πέταξαν,  -
προς την υπέρτατη ευτυχία ή τη θλίψη έτρεξαν!
Και καθεμιά ψυχή περνούσε δίπλα μου,
Βγάζοντας ένα σφύριγμα όμοιο
Μ’ εκείνο της βαλλίστρας μου!

Μη φοβάσαι, Καλεσμένε, μη φοβάσαι!
Αυτό το σώμα δεν έπεσε.

Μόνος, μονάχος, ολομόναχος,
Μονάχος πάνω στην πλατιά μεγάλη θάλασσα!
Κι ούτ’ ένας άγιος ποτέ δεν ευσπλαχνίστηκε
Την ψυχή μου μες στην αγωνία της.

Ο κρύος ιδρώτας πάνω στα μέλη τους έλιωνε,
Μα ούτε σάπιζαν, ούτε βρωμούσαν:
Το βλέμμα που είχαν ρίξει πάνω μου
Πότε δεν έφυγε.

Ενός ορφανού παιδιού κατάρα
Κι από ύψη θα τραβούσε
Στην κόλαση ένα Πνεύμα
Μα πιο φρικτή κατάρα κι από κείνη
Είν’ η κατάρα στου νεκρού το μάτι!
Μέρες επτά, νύχτες επτά
Έβλεπα εκείνη την κατάρα,
Μ’ ακόμη δεν μπορούσα να πεθάνω.

Πέρα απ’ τη σκιά του καραβιού,
Έβλεπα τα θαλάσσια φίδια:
Κινιόνταν μέσα σ’ αχνάρια λαμπερού λευκού,
Και όταν ανορθώνονταν, το ξωτικό τους φως
Έπεφτε σε λέπια σταχτιά.

Ω ζωντανά ευτυχισμένα πλάσματα!
Γλώσσα καμιά την ομορφιά τους
να φανερώσει δεν μπορεί:
Πηγή αγάπης ανάβρυσε απ’ την καρδιά μου
Τα ευλόγησα ασυνείδητα:
Το δίχως άλλο με σπλαχνίστηκε
Ο ευγενικός μου άγιος,
Και τα ευλόγησα ασυναίσθητα.

Ακριβώς την ίδια τη στιγμή
Μπόρεσα να προσευχηθώ:
Κι απ’ το λαιμό μου έτσι
Έπεσ’ ελεύθερος ο Άλμπατρος,
Και σαν μολύβι μέσα στη θάλασσα βυθίστηκε.

Ύστερα ήρθε ο ύπνος! Ο ύπνος! Είναι ένα πράγμα αγαπημένο, από τον ένα μέχρι τον άλλο πόλο. Κι όταν ξύπνησα έβρεχε. Σίγουρα μες στον ύπνο μου είχα πιει, κι ακόμη το κορμί μου έπινε. Άκουσα ήχους κι είδα παράξενα οράματα και αναταραχή στον ουρανό και στα στοιχεία. Τα πτώματα των συντρόφων μου πήραν ζωή και το καράβι άρχισε προς τα μπρος να κινείται. Μα όχι απ’ τις ψυχές των ανδρών, ούτε από δαίμονες της γης ή του ενδιάμεσου αέρα, αλλά από μια μακάρια ομάδα αγγελικών πνευμάτων, σταλμένης στη γη απ’ την επίκληση του φύλακα αγίου. Το μοναχικό Πνεύμα από το Νότιο Πόλο οδήγησε το καράβι μέχρι τον Ισημερινό, υπακούοντας στην αγγελική ομάδα, μ’ ακόμη ζητούσε εκδίκηση. Του Πολικού Πνεύματος οι σύντροφοι-δαίμονες, οι αόρατοι κάτοικοι των στοιχείων, έλαβαν μέρος στην αδικία που είχα διαπράξει και δύο απ’ αυτούς άρχισαν να διηγούνται πώς μακρά και βαριά ποινή είχε συμφωνηθεί για μένα με το Πολικό Πνεύμα που γύρισε προς τα νότια. Είχα πέσει σε έκσταση γιατί η αγγελική δύναμη έκανε το σκάφος να πηγαίνει προς τα βόρεια με ταχύτητα μεγαλύτερη απ’ όση ανθρώπινη ζωή μπορούσε ν’ αντέξει. Η υπερφυσική κίνηση μετά επιβραδύνθηκε.

Ξύπνησα, και συνεχίζαμε να πλέουμε
Καθώς μ’ ευνοϊκό καιρό:
Το φεγγάρι ήταν ψηλά ˙
Οι πεθαμένοι στέκονταν μαζί.

Όλοι μαζί στέκονταν στο κατάστρωμα πάνω,
Σαν σ’ ένα μπουντρούμι – οστεοφυλάκιο:
Όλοι καρφώναν πάνω μου τα πέτρινα
Μάτια τους, που κάτω
Απ’ το φεγγάρι λάμψεις έβγαζαν.

Η αγωνία, η κατάρα, που πέθαναν μ’ αυτές,
Δεν είχε φύγει ποτέ μακριά:
Τα μάτια μου να τραβήξω δεν μπορούσα
απ’ τα δικά τους μάτια, ούτε
να τα στρέψω ψηλά για να προσευχηθώ.

Και τώρα αυτό το γήτεμα είχε απότομα σπάσει:
Για μια φορά ακόμη έστρεψα το βλέμμα,
στον πράσινο ωκεανό, και κοίταξα μακριά,
μα λίγα είδα απ’ ο,τι ακόμη ήτανε να δω-

Σαν κάποιον που σ’ έρημο δρόμο
Περπατά με φόβο και δέος,
Κι έχοντας μια φορά γύρω κοιτάξει
Να περπατά συνεχίζει,
Και το κεφάλι του δεν στρέφει πια ˙
Γιατί γνωρίζει: δαίμονας τρομερός
Με την περπατησιά του σμίγει πίσω.

Μα γρήγορα ένας άνεμος πάνω μου φύσηξε,
Χωρίς είτε ήχο ή κίνηση να προκαλέσει:
Ο δρόμος του πάνω στη θάλασσα δεν ήταν,
Μ’ ένα ρυτίδιασμα ή με σκιά.

Σήκωσε τα μαλλιά μου, το πρόσωπο
Μου ρίπισε σαν ανοιξιάτικος ζέφυρος
Μέσα σε λιβάδι – Παράξενα
Με τους φόβους μου αναμείχτηκε,
Αλλά τον ένιωσα σαν καλωσόρισμα.

Γρήγορα, γρήγορα το καράβι έφευγε,
Αλλά ταυτόχρονα έπλεε απαλά:
Γλυκά, γλυκά η αύρα φυσούσε-
Πάνω σε μένα μόνο φυσούσε.

Και σαν σε όνειρο χαράς, αντίκρισα τη γενέθλια χώρα μου! Τα αγγελικά πνεύματα άφησαν τα νεκρά σώματα κι εμφανίστηκαν στις δικιές τους πια μορφές που ήταν από φως. Έμοιαζαν με σινιάλα που γίνονταν προς τη στεριά. Ένα αξιολάτρευτο φως ήταν το καθένα τους. Σε λίγο άκουσα χτύπο κουπιών και μια βάρκα είδα να πλησιάζει. Ο πλοηγός με τον βοηθό του διακρίνονταν…

Αγαπημένε Ουράνιε Πατέρα! Τι χαρά,
Οι νεκροί να μ’ αφανίσουν δεν μπορούσαν!

Είδα έναν τρίτο. – Τη φωνή του άκουσα:
Είναι ο Ερημίτης ο καλός!
Έψελνε δυνατά τους θεϊκούς του ύμνους
Που μες στο δάσος ετοιμάζει.
Αυτός θα δώσει στην ψυχή μου άφεση, αυτός
Από το αίμα του Άλμπατρος θα με ξεπλύνει.

Η βάρκα πλησίασε κι άλλο το καράβι, αλλ’ ούτε μιλούσα εγώ ούτε κινιόμουν. Ξάφνου κάτω απ’ τα νερά έγινε μια βοή. Έφτασε η βάρκα πίσω απ’ το καράβι, τον κόλπο άνοιξε στα δυο και το καράβι σαν μολύβι βούλιαξε. Γρήγορα βρέθηκα όπως στα όνειρα στου Πλοηγού τη βάρκα.

Κούνησα τα χείλια μου, κι ο Πλοηγός
Έβγαλε μια κραυγή κι έπεσε σε παροξυσμό ˙
Ο ευσεβής Ερημίτης σήκωσε τα μάτια του
Και προσευχήθηκε εκεί που καθόταν.

Έπιασα τα κουπιά: ο βοηθός του Πλοηγού
Που τώρα πήγαινε να τρελαθεί
Γελούσε δυνατά και συνέχεια, κι όλο
Τα μάτια του γύρναγαν από δω κι από ‘κει.
«Χα! Χα!» είπε «βλέπω καθαρά
Πως ο Διάβολος ξέρει να τραβάει κουπί.»

Και τώρα, στον δικό μου τόπο,
Στεκόμουν πάνω σε στέρεη γη!
Μακριά από τη βάρκα ο Ερημίτης έφευγε
Και μόλις που στεκόταν όρθιος.

«Εξομολόγησε με,
Εξομολόγησέ με άγιε άνθρωπε!»
Ο Ερημίτης τα φρύδια του σούφρωσε.
«Γρήγορα πες μου», είπε,
«Πες μου σε παρακαλώ-
Τι είδους άνθρωπος είσαι εσύ;»

Μέσα σε μια στιγμή το κορμί μου συσπάστηκε
Από αγωνία αξιοθρήνητη,
Που μ’ ανάγκασε την ιστορία μου ν’ αρχίσω
Και έπειτα μ’ άφησε ήσυχο και πάλι.

Και από τότε σε ώρα απροσδιόριστη
Η αγωνία γυρνά και πάλι:
Κι ώσπου να πω τη φρικτή ιστορία μου,
Τούτη η καρδιά μέσα μου φλέγεται.

Περνάω, όπως η νύχτα, από χώρα σε χώρα ˙
Μιαν αλλόκοτη δύναμη έχω
Που να μιλώ με κάνει ˙
Απ’ τη στιγμή που βλέπω την όψη του
Γνωρίζω τον άνθρωπο
Που να μ’ ακούσει πρέπει:
Σ’ αυτόν την ιστορία μου διδάσκω.

Έχε γειά, έχε γειά! Μα τούτο λέω
Σε σένα Καλεσμένε στο Γάμο!
Προσευχήθηκε πολύ αυτός π’ αγάπησε πολύ
Κι ανθρώπους και πουλιά και ζώα.

Και προσευχήθηκε ακόμα πιο πολύ εκείνος
Που αγάπησε ακόμη περισσότερο όλα
Όσα υπάρχουν, και μεγάλα και μικρά ˙
Γιατί ο Θεός που την αγάπη του μας δίνει
Έπλασε και τ’ αγαπάει όλα.

Ο Ναυτικός που τα μάτια του έλαμπαν
Και τη γενειάδα του είχε ασπρίσει ο χρόνος
Έφυγε: και τώρα ο Καλεσμένος στο Γάμο
Την πλάτη έστρεψε στου γαμπρού την πόρτα.

Πήγαινε σαν κάποιος που ‘χει άναυδος μείνει
Και τις αισθήσεις έχει χάσει:
Ένας άνθρωπος πιο κατηφής και πιο σοφός
Τ’ άλλο πρωί σηκώθηκε».

(Αποσπάσματα από τη «Μπαλάντα του γέρου Ναυτικού», μετάφραση Βαγγέλης Αθανασόπουλος, εκδ. Χατζηνικολή, 2001)

coleridge2.jpgΝιώθω να σιγοκαίει η αγωνία εντός μου, τη συμφορά να έρχεται μέσα απ’ τον ψίθυρο του ανέμου, αφουγκράζομαι… Φοβάμαι και κρυώνω. Ιδρώνω όπως ποτέ, παραπατώ σε ξένα οράματα. Σαν πάλλευκο κουφάρι που άθελά του ξεπήδησε απ’ τον τάφο, σε σένα λέω: «Ξένε! Αν είσαι αποκύημα της φαντασίας μου ή ακόμα ένα παιχνίδι που μου στήνει το όνειρο, μέσα στα λόγια τούτα σε προστάζω να χαθείς!» Τότε η επίκληση της φαντασίας στη λογική του ονείρου με σήκωσε νωχελικά από το έδαφος και με ένα άλμα ανάσκελα στη θέση αυτού του μνήματος ταιριάζω. Τα μάτια κλείνω για να δω… Τ’ αερικά στοχάζονται… Ακούω τις συλλαβές τους… Οι χαραγμένες θύμησες γράφουν επάνω μου σωρό… Ίσα που τις διαβάζω… Σαν ιστορία μέσα στου χρόνου τις στοές, τούτη η ζωή του γερασμένου περιπλανώμενου σοφού, που μια κατάρα του όρισε μονάχα αλήθειες να αφηγείται, μέσα στα μάτια μου αφήνω να ξεδιπλωθεί κι ούτε κατά διάνοια να τα ανοίξω δεν τολμώ.

Ο χρόνος της γέννησης: 21 Οκτωβρίου του 1772. Ο τόπος: Ottery St. Mary, ένα μικρό χωριό του Devonshire. Το δέκατο και τελευταίο παιδί του John Coleridge, ενός φτωχού ανθρώπου, δασκάλου, συγγραφέα και ιεροκήρυκα, ο Samuel Taylor Coleridge άνοιξε τα μάτια στον κόσμο, στο σύμβολο που του έγνεψε σαν τελετή μυσταγωγίας βαθιά να το εξερευνήσει. Η μύηση στα μυστήρια του σύμπαντος έγινε από τη νεανική του κιόλας ηλικία, εκείνα τα χειμωνιάτικα βράδια που ο πατέρας του, του μιλούσε για τα άστρα, τους πλανήτες, τις Νεράιδες και τα πνεύματα. Ο εθισμός του νου στο Αχανές, η πίστη στον κόσμο των οραμάτων χωρίς να έχει ως κριτήριο την πίστη στις αισθήσεις γι’ αυτό που έβλεπε, η γλυκιά μελαγχολία, η αίσθηση της διαφορετικότητας στην παρατήρηση, του έδιναν τα πρώτα δείγματα μιας μεταφυσικής ενόρασης.

«Ο πατέρας μου (…) μου είπε τα ονόματα των άστρων – και πως ο Δίας ήταν χίλιες φορές μεγαλύτερος από τον δικό μας κόσμο -  και πως τα άλλα που σπινθηροβολούσαν αστέρια ήταν Ήλιοι που είχαν κόσμους που περιστρέφονταν γύρω απ’ αυτούς – και όταν έφτασα σπίτι μου έδειξε πως περιστρέφονταν. Τον άκουγα με βαθιά ευχαρίστηση και θαυμασμό ˙αλλά χωρίς καθόλου απορία ή δυσπιστία. Γιατί από το πρώιμο διάβασμα παραμυθιών με Νεράιδες και Πνεύματα και άλλα παρόμοια ο νους μου είχε εθιστεί στο Αχανές και ποτέ, με κανένα τρόπο, δεν θεώρησα τις αισθήσεις μου ως κριτήρια γι’ αυτό που πίστευα».

Σε ηλικία εννιά ετών, ένα τραγικό γεγονός θα σημαδέψει για πάντα τη ζωή του. Ο Θάνατος τον επισκέπτεται. Πεθαίνει ο πατέρας του και μέντοράς του. Τον επόμενο χρόνο τον στέλνουν για σπουδές στο Λονδίνο. Η φοίτηση στο Christ’s Hospital τον έκανε να διαπρέψει στα κλασικά γράμματα και ιδιαίτερα στην πλατωνική φιλοσοφία. Λίγο αργότερα η φιγούρα του Θανάτου προβάλλει και πάλι. Χάνει δυο από τα αδέρφια του. Ο ίδιος αρρώστησε βαριά και για να αντιμετωπίσει την ασθένεια παίρνει το κοινό φάρμακο της εποχής, λάβδανο, κύριο συστατικό του οποίου ήταν το όπιο. Η γνωριμία του με το όπιο έμελλε να είναι μοιραία και να του ανοίξει το δρόμο για τον εθισμό.

«Το λάβδανο μου έδινε ανάπαυση και ηρεμία, όχι ύπνο: αλλά εσύ, πιστεύω, γνωρίζεις πόσο θεική είναι αυτή η ανάπαυση – τι τόπος μαγείας, ένας πράσινος τόπος πηγών, λουλουδιών και δέντρων, μες στην καρδιά μια ερημιάς από άμμο.»

Έπειτα στη ζωή του θα στιγματιστεί ως χρήστης όπιου, και υποστήριξε πως ένα απ’ τα ποιήματά του, ο «Kubla Khan», εμπνεύστηκε από οράματα που είδε ενώ βρισκόταν υπό την επίρροια.

ΚΟΥΜΠΛΑ ΧΑΝ
(μτφρ.: Βαγγέλης Αθανασόπουλος)

Στο Ξαναντού ο Κούμπλα Χαν είχε προστάξει…
Των απολαύσεων μεγαλόπρεπο ανάκτορο:
Εκεί που ο Αλφ, το ιερό ποτάμι,
Μες από θεόρατες σπηλιές
Προς την ανήλιαγη θάλασσα κυλούσε.
Έτσι δύο φορές μίλια πέντε εύφορης γης
Με τείχη ζώστηκε και πύργους:
Κι ήταν εκεί κήποι φωτεινοί με φιδωτά ρυάκια,
Όπου πολλά μυριστικά ανθοβολούσαν δέντρα ˙
Και δάση εδώ όσο κι οι λόφοι αρχαία,
Περιβάλλοντας ηλιόλουστες κηλίδες πρασινάδας.

Μα ω! εκείνη η ρομαντική
βαθιά χαράδρα που έγερνε
Κάτω απ’ τον πράσινο λόφο
διαμέσου της σκεπής των κέδρων!
Άγριος τόπος! Ιερός και μαγεμένος
Σαν στοιχειωμένος στου φεγγαριού τη χάση
Από γυναίκα που μοιρολογά
τον έρωτά της για ένα ξωτικό!
Κι απ’ τη χαράδρα αυτή μ’ αντάρα
ασταμάτητη κοχλάζοντας,
Σαν η γης η ίδια με γρήγορα απανωτά
κοντανασάσματα ν’ ανάπνεε.
Τρανή πηγή τιναζόταν με βία:
Κι ανάμεσα στο παλινδρομικό
γοργό της τίναγμα
Τεράστια τινάζονταν συντρίμμια
όπως χαλάζι που αναπηδά,
Ή όπως οι κόκκοι του σταριού
μες από τ’ άχυρα
Κάτω απ’ το χτύπημα που με τον δάρτη
δίνει ο αλωνιστής:

Κι ανάμεσα σ’ αυτούς τους βράχους που χορεύουν
ταυτόχρονα και πάντα
Μονομιάς ξεχύνεται ο ιερός ποταμός.
Για πέντε μίλια ελισσόμενος
με δαιδαλώδη κίνηση
Μες από δάση και λαγκάδια
έτρεχε ο ιερός ποταμός,
Τότε στα θεόρατα έφτανε σπήλαια,
Και με βοή εβούλιαζε μες σ’ ένα ωκεανό νεκρό:
Και στη βοή αυτή ανάμεσα ο Κούμπλα
άκουσε από μακριά
Προγονικές φωνές που προφητεύαν πόλεμο!
Τ’ ανάκτορου των απολαύσεων ο ίσκιος
Στα κύματα έπλεε ανάμεσα ˙
Εκεί το μικρό ακούστηκε κριτήριο
Απ’ την πηγή κι από τα σπήλαια.
Ήτανε θαύμα σπάνιας μαστοριάς.
Ένα ανάκτορο των απολαύσεων ηλιόλουστο
μα και με σπήλαια πάγου!

Μια αρχοντοπούλα με σαντούρι
Σε όραμα είδα μια φορά:
Μι’ Αβησσυνή ήτανε κόρη,
Και στο σαντούρι της έπαιζε,
Υμνώντας το όρος Αβόρα.
Να ξαναζωντανέψω αν μπορούσα μέσα μου
Την αρμονία και τη φωνή της,
Σε μια ηδονή τόσο βαθιά θα με ‘φερνε,
Ώστε με μουσική δυνατή και παρατεταμένη,
Θα ‘χτιζα εκείνο το ανάκτορο μες στον αέρα,
Εκείνο το ηλιόλουστο ανάκτορο!
Εκείνες τις σπηλιές του πάγου!
Κι όλοι όσοι θ’ άκουγαν,
να τα δουν θα μπορούσαν εκεί,
Κι όλοι θα φώναζαν, Προσέξτε! Προσέξτε!
Τα μάτια του π’ αστράφτουν,
την κόμη που κυματίζει!
Τρεις φορές γύρω του πλέξτε ένα κύκλο,
Και τα μάτια σας κλείστε με τρόμο ιερό,
Γιατί αυτός με αμβροσία έχει τραφεί,
Και του παράδεισου ήπιε το γάλα.

Μετά όμως από την ευτυχισμένη περίοδο, όπου τα όνειρα τον βύθιζαν γλυκά σε μια κατάσταση ευφορίας, τον άφηναν να φαντάζεται μισοκοιμισμένος ενίοτε, ελέγχοντας τη μνήμη και τα πρόσωπα, διατηρώντας μιαν αλλόκοτη ζωντάνια και διώχνοντας μακριά οράματα δυσάρεστα και τρομακτικά, ήρθε κάτι που τάραξε τα νερά της λίμνης των μύχιων, μεθυστικών οραμάτων.

«Τότε όλη η μαγεία
Σβήνει – όλος ο τόσο ωραίος κόσμος των σκιών
Αφανίζεται, και χίλιοι κύκλοι απλώνουν,
Και παραμορφώνει ο ένας τον άλλον.
Στάσου για λίγο
Δύστυχε νέε! Που ‘τε τολμούσες
τα μάτια να σηκώσεις-
Γρήγορα το ποτάμι θα ξαναγίνει λείο,
και όπου να ‘ναι
Τα οράματα θα επιστρέψουν!
Και να ‘τος, γαληνεύει,
Κι αμέσως θαμπά τα κομμάτια
μορφών αγαπημένων
Τρεμουλιαστά έρχονται πίσω, ενώνονται
Και τώρα για μια φορά ακόμη
Το νερό καθρέφτης γίνεται.»

Μετά… ήρθαν οι πόνοι του ύπνου. Η πίκρα και ο τρόμος πήραν τη θέση της γοητείας και της απόλαυσης.

ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ
(μτφρ.: Βαγγέλης Αθανασόπουλος)

Όταν πάνω στο κρεβάτι μου
τα μέλη μου ξάπλωνα,
Συνήθειά μου δεν ήταν να προσεύχομαι
Με χείλη να κινούνται ή λυγισμένα γόνατα ˙
Μα σιωπηλά, μ’ αργούς αναβαθμούς,
Το πνεύμα μου συνθέτω σ’ Αγάπη,
Με ταπεινή πεποίθηση τα βλέφαρά μου κλείνω,
Μ’ ευλαβική παραίτηση,
Χωρίς ευχή να βάλω στο μυαλό μου,
Ούτε και κάποια σκέψη να εκφράσω,
Μόνο μια αίσθηση ικεσίας ˙
Μια αίσθηση πάνω σ΄όλη μου την ψυχή μου χαραγμένη
Πως είμαι αδύναμος, καταραμένος όμως όχι,
Μια και μέσα μου, γύρω μου, παντού
Αιώνια δύναμη και Σοφία υπάρχουν.

Ωστόσο χτες τη νύχτα φωναχτά προσευχήθηκα
Με αγωνία και οδύνη,
Βγαίνοντας πάνω από το πλήθος το δαιμονικό
Των σχημάτων και των σκέψεων
που με βασάνιζαν:
Ένα μακάβριο φως, ένας συρφετός
που με ποδοπατούσε,
Αίσθηση λάθους ανυπόφορου,
Κι αυτούς που περιφρονούσα
είναι οι μόνοι ισχυροί!
Δίψα εκδίκησης, η ανίσχυρη βούληση
Ακόμη σε σύγχυση, αλλά ακόμη φλογερή!
Επιθυμία κι απέχθεια παράξενα αναμιγμένες
Πάνω σε άγρια ή μισητά
αντικείμενα κολλημένες.
Φανταστικά πάθη! Συμπλοκή θορυβώδης
που τρελαίνει!

Και ντροπή και τρόμος πάνω απ’ όλα!
Πράξεις που δεν ήταν κρυφές
πρέπει να κρυφτούν,
Που εντελώς μπερδεμένος
δεν μπορούσα να ξέρω
Εάν τις είχα υποστεί ή αν τις έκανα:
Γιατί όλα φαίνονται ενοχή, μεταμέλεια η πόνος,
Δικές μου ή των άλλων είναι το ίδιο,
Φόβος που πνίγει τη ζωή,
ντροπή που πνίγει την ψυχή.
Έτσι δυο νύχτες πέρασαν:
της νύχτας ο τρόμος
Έθλιβε και μάραινε τη μέρα που ‘ρχόταν.
Ο Ύπνος, η μεγάλη ευλογία, φαινόταν σε μένα
Του λοιμού η χειρότερη συμφορά.
Την τρίτη νύχτα, όταν η ίδια μου η δυνατή κραυγή
Απ’ το δαιμονικό με ξύπνησε όνειρο,
Εξαντλημένος από μαρτύρια παράξενα
και άγρια,
Έκλαψα όπως τότε που ήμουνα παιδί ˙
Κι έχοντας έτσι με δάκρυα χαμηλώσει
Την οδύνη μου προς μια πιο ήπια διάθεση,
Τέτοιες τιμωρίες, είπα, αξίζαν
Σε φύσεις βαθύτατα κηλιδωμένες
απ’ την αμαρτία,-
Γιατί πάντα σ’ αναταραχή ξανά και ξανά
Είναι η αβυσσαλέα μέσα κόλαση,
Ο τρόμος τις πράξεις τους να δουν,
Να γνωρίσουν και να σιχαθούν,
παρότι εύχονται και κάνουν!
Τέτοιες λύπες σε τέτοιους ανθρώπους αρμόζουν,
Μα τότε γιατί, γιατί να πέφτουν σε μένα πάνω;
Μονάχα ν’ αγαπιέμαι, αυτό χρειάζομαι,
Κι αυτόν που αγαπώ, τον αγαπώ αληθινά.

Επόμενος σταθμός το Jesus College, στο Cambridge, το 1791. Εκτός από ένα σύντομο διάστημα, στο οποίο κατατάχτηκε στους Δραγώνους το 1793 για να ξεφύγει από τα χρέη και την αποτυχία του στον έρωτα, διέμεινε στο Cambridge μέχρι το 1795 όπου συνάντησε τον Robert Southey, ένα φίλο ποιητή με τον οποίο μοιράζονταν τις ίδιες πολιτικές ιδέες. Έκαναν συζητήσεις και πολλά σχέδια για να θέσουν σε εφαρμογή μαζί, αλλά στην υλοποίησή τους εμφανίστηκαν προβλήματα. Τον Οκτώβρη του 1795 ο Coleridge παντρεύεται τη Sara Flicker, την αδερφή της Edith, την οποία είχε παντρευτεί την προηγούμενη χρονιά ο καλός φίλος του Southey. Δεν συνάντησε όμως τότε τον έρωτα στη ζωή του. Τον επόμενο Σεπτέμβρη γεννιέται το πρώτο του παιδί, ο David Hartley Coleridge, που πήρε το όνομά του από τον ομώνυμο φιλόσοφο. Ο Southey σύστησε στον Coleridge τον ποιητή William Wordsworth to 1797. Μια σημαντική γνωριμία στη ζωή και των δυο ποιητών. Ο Coleridge έγινε φίλος με τον Wordsworth και την αδελφή του Dorothy. Από τις συζητήσεις τους προέκυψαν οι «Lyrical Ballads» («Λυρικές Μπαλάντες»). Το 1798 γεννιέται και το δεύτερο παιδί του Coleridge, που το ονόμασε Berkeley δίνοντας και σ΄αυτό το όνομα ενός φιλοσόφου. Εκείνη την περίοδο, είχε σχηματιστεί γύρω του ένας κύκλος φίλων και θαυμαστών που ο ποιητής είχε πάνω τους μια ευεργετική επίδραση. Ήταν μια εποχή βαθιάς υπαρξιακής και πνευματικής κρίσης, κατά την οποία το κύριο ενδιαφέρον του ήταν στραμμένο στη φιλοσοφία και όχι στην ποίηση μέσω της οποίας έρχονταν στην επιφάνεια και έπαιρναν μορφή μόνο μερικά σπαράγματα της σκέψης του. Αυτή η ανάγκη αναθεώρησης των φιλοσοφικών αρχών τον έστρεψε προς τη Γερμανία. Εκεί του αποκαλύφτηκε ένα πανόραμα ιδεών. Ο πνευματικός του ορίζοντας διευρύνθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνει, τουλάχιστον, ο πιο εμπνευσμένος από τη γενιά του Άγγλος ερμηνευτής του Γερμανικού Ρομαντισμού.

«Κανείς δεν υπήρξε ποτέ μεγάλος ποιητής χωρίς να είναι παράλληλα βαθύς φιλόσοφος. Γιατί η ποίηση είναι το άνθος και η ευωδία όλης της ανθρώπινης γνώσης, των ανθρωπίνων σκέψεων, των ανθρωπίνων παθών, των συγκινήσεων και της γλώσσας»
(Biographia Literaria, τ.Β΄, σ.19)

Συναρπάστηκε τόσο από την παραμονή του εκεί που την παράτεινε κι άλλο. Η Sara του ζητούσε να γυρίσει, οι Wordsworths μετά λύπης τους τον άφησαν εκεί και γύρισαν πίσω στην πατρίδα τους που την νοστάλγησαν και το Φεβρουάριο του 1799 πεθαίνει ο γιος του Berkeley. Αυτό προκάλεσε τύψεις κι ενοχές στον ποιητή. Γύρισε στην Αγγλία τον Ιούλιο του 1799 με πάρα πολλά σχέδια στο μυαλό του, αλλά ελάχιστα από αυτά πραγματοποιήθηκαν. Η φήμη του που είχε απλωθεί, οι προσδοκίες των θαυμαστών του, οι πολλοί και φιλόδοξοι στόχοι του ίδιου του ποιητή, όλα αυτά τον συνέτριψαν κάτω απ’ το βάρος τους. Η σχέση του με τη Sara που είχε δοκιμαστεί την εποχή της παραμονής του στη Γερμανία, τώρα έχει ουσιαστικά διακοπεί. Και έρχεται ένας άλλος έρωτας, με ένα χαριτωμένο ζωηρό κορίτσι, τη Sara Hutchinson, φίλη των Wordsworths, που τη μεγαλύτερη αδερφή της Mary ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε ο Wordsworth το 1802. Ο έρωτας αυτός του Coleridge καθόρισε και, μέχρι ένα βαθμό υπονόμευσε οτιδήποτε έκανε και έγραψε ο ποιητής για τα επόμενα δέκα χρόνια. Συνετέλεσε στη διάλυση του γάμου του, συνέβαλε στην καταστροφή της υγείας του, και σχεδόν έκαμψε τη θέλησή του να συνεχίσει το έργο του. Η Sara Hutchinson (Asra- αναγραμματισμός του ονόματός της-, όπως την αναφέρει στα ποιήματά του) κυριάρχησε στη φαντασία του και αύξησε σε μεγάλο βαθμό το αίσθημα προσωπικής ανεπάρκειας και πρόωρης αποτυχίας που τον κατείχε, και που τον οδήγησε στο όπιο και στο αλκοόλ.

ΠΙΣΤΗ ΣΕ ΕΝΑ ΙΔΕΑΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
(μτφρ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος)

Εφόσον ό,τι πάλλεται μες στο πεδίο της Φύσης,
Ή αλλάζει ή χάνεται ˙ γιατί θα πρέπει εσύ
να παραμένεις
Η μόνη σταθερή μες στον κόσμο που αλλάζει,
Ω συ σκέψη που ποθείς! που δεν έζησες
παρά μες στο μυαλό;
Κάλεσε τις ώρες που, παίζουν μακριά,
Τον νεραϊδένιο λαό της μέρας που θα ‘ρθει –
Σκέψη στοργική! Κανείς απ’ όλο εκείνο το
λαμπρό το  πλήθος
Δεν θ’ αναπνεύσει πάνω σου μ’ ανάσα
που ανάβει τη ζωή,
Μέχρι που, σαν ξένοι που από καταιγίδα
θέλουν να προστατευτούν,
Η Ελπίδα κι η Απελπισία συναντιώνται
Στον σκεπαστό διάδρομο που οδηγεί
στο σπίτι του Θανάτου!
Αλλά με κατατρέχεις ακόμη ˙
κι αν και καλά βλέπω,
Αυτή δεν είσαι συ, και μόνο εσύ είσαι εκείνη,
Ωστόσο, σαν κάποιο αγαπητό Αγαθό
που πήρε σώμα,
Σαν κάποιος έρωτας ζωή που πήρε
Μπροστά στα μάτια μου στάθηκε
Με βλέμμα που ανταποκρίνεται,
μ’ αυτί έτοιμο για ν’ ακούσει,
Κλαίω σε σένα και λέω – Α! αξιαγάπητη φίλη!
Αυτή η αμοιβή μου για όλους τους κόπους μου
θα ‘πρεπε να ΄ναι,
Να ‘χω ένα σπίτι, ένα εγγλέζικο σπίτι, και σένα!»
Άσκοπη επανάληψη! Σπίτι κι εσύ είσαστε ένα.
Το πιο ειρηνικό φτωχόσπιτο, να λάμπει
η σελήνη από πάνω,
Η κίχλη να το νανουρίζει και ο κορυδαλλός
να το ξυπνά,
Χωρίς εσένα δεν θα ‘ναι
παρά μια φλούδα ακινητοποιημένη,
Που ο τιμονιέρης της πάνω σ’ ένα ωκεανό
πλατύ κι αχανή
Κάθεται άφωνος κι ωχρός,
δίπλα στο δοιάκι που σαπίζει.
Δεν είσαι τίποτα; Είσαι όπως αυτό
που βλέπει ο ξυλοκόπος
Όταν με συνεχείς στροφές προχωρά
δυτικά στο λαγγάδι
Μια χειμωνιάτικη αυγή, όπου πάνω απ’ τον δαίδαλο
των αχναριών που τα πρόβατ’ αφήνουν
Η αθέατη ομίχλη του χιονιού υφαίνει
μια σπινθηροβόλα αχλή,
Κι ο ξυλοκόπος βλέπει καθαρά μπροστά του
να περνά αθόρυβα χωρίς να περπατά,
Μια εικόνα μ’ ένα φωτοστέφανο
γύρω απ’ το κεφάλι της ˙
Ο ερωτευμένος χωριάτης λατρεύει
τις ωραίες αποχρώσεις της,
Και δεν γνωρίζει πως αυτός είναι που φτιάχνει
τη σκιά που αναζητά και πίσω της τρέχει.

Στις 21 Φεβρουαρίου του 1804 ο ποιητής παίρνει ένα γράμμα από τη Sara Hutchinson, στο οποίο του λέει ξεκάθαρα να διακόψουν τη σχέση αυτή που τους προκαλούσε τόση στενοχώρια και θλίψη. Ο χωρισμός από τη Sara, που οριστικοποιήθηκε το 1810, τον έκανε να νιώσει τελείως εγκαταλειμμένος και έρημος. Το μόνο που τον συγκρατούσε από την έσχατη πράξη απελπισίας, την αυτοκτονία, ήταν η ηθική του υποχρέωση απέναντι στα παιδιά του.

«Έζησα
Το χειρότερο, ο Κόσμος μπορεί
να ξεσπάσει πάνω μου ˙
Το χειρότερο που μπορεί να κάνει
τη ζωή αδιάφορη,
Αλλά αναστατώνει με ψιθυριστές Δυσαρέσκειες
την επιθανάτια προσευχή.
Είδα το σύνολο όλων των πραγμάτων,
όπου η καρδιά μου
Έχει οποιοδήποτε ενδιαφέρον σ’ αυτή τη Ζωή,
Να σκίζεται και ν’ αποσπάται από τις Ελπίδες μου,
Ώστε τίποτα τώρα να μην έχει μείνει.
Γιατί λοιπόν να εξακολουθώ να ζω;
Εκείνος ο όμηρος, που ο κόσμος
είχε στη φύλαξή του
Δοσμένον από μένα σαν Εγγύηση
Πως θα μπορούσα να ζήσω,
Εκείνη η ελπίδα από Εκείνη, που μ’ έκανε
να έχω εκεχειρία
Με την τυραννία της Ζωής- έφυγε προς τα πού;
Ποιο το όφελος ν’ αποκριθώ; - «Έφυγε! και τώρα
Μπορώ να σπάσω αυτό το Σύμφωνο, τη Συμμαχία
αυτή, του Αίματος
Που με τον εαυτό μου με δένει - και θα τσακίσω»

Οι ρευματισμοί, το όπιο, το πιοτό, οι περίοδοι κατάθλιψης κι αδράνειας που όλο αύξαναν, δεν σταματούσαν να τον βασανίζουν. Ωστόσο η καριέρα του είχε πάρει το δρόμο της. Μια σειρά από ταξίδια, σκέψεις για την πολιτική, τη θεολογία, τη φιλοσοφία, διαλέξεις για τον Kant, τον Shakespeare, η έκδοση περιοδικών, γέμισαν τη ζωή του και τον έκαναν να τραβήξει κοντά του, μια ευρεία γκάμα θαυμαστών συμπεριλαμβανομένων πολλών γνωστών προσωπικοτήτων της εποχής όπως οι Wedgwood που τον στήριζαν και οικονομικά. Τον προσκάλεσαν να συμμετέχει στη Βασιλική Ακαδημία της Λογοτεχνίας κι αναγνωρίστηκε ως κριτικός και δοκιμιογράφος της εποχής του. Ο Coleridge κατάφερε να διατηρήσει τη φιλία του με τον Wordsworth για μερικά χρόνια, αλλά ξεθώριασε καθώς βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στην εξάρτησή του από το όπιο. Η εξάρτηση τροφοδοτήθηκε από τον πόνο καθώς υπέφερε από μια ποικιλία ασθενειών. Ανίκανος να διώξει τη συνήθεια, έψαξε καταφύγιο το 1816 στον γιατρό James Gilman, που τον βοήθησε να φέρει τις δόσεις του όπιου κάτω από ένα σταθερό έλεγχο. Παρέμεινε εκεί για το περισσότερο υπόλοιπο της ζωής του, σχεδόν αποκλεισμένος. Ως το 1834 η υγεία του υποτροπίασε σημαντικά. Στο Highgate, όπου διέμενε ο σοφός γέροντας, ο χρόνος του Θανάτου ήρθε στις 25 Ιουλίου του ίδιου έτους και άφησε το σημάδι του στην καρδιά του καταραμένου μαγεμένου, ρομαντικού στοχαστή σε αθέατα μάτια, Coleridge.

«Έχεις ακούσει ποτέ για κάποιον άνθρωπο που η Υποχονδρία του συνίστατο σε μια σταθερή ισχυρή επιθυμία να δει με τα ίδια του τα μάτια το σώμα του ανοιγμένο;… Πληγωμένος από τα συχνά παράπονα – «όλες του οι κακοτυχίες οφείλονται στη χρήση του όπιου»… - μόνο να μπορούσα να είμαι παρών ενώ τα Σπλάχνα μου θα κείτονταν ανοιγμένα!»

Τράφηκε από τα όνειρα και πάλεψε γι’ αυτά. Αναρωτήθηκε πόσοι ήταν οι τυφλοί που υπήρξαν γύρω του. Πόσοι έχασαν την ακοή τους και το συναίσθημα να νιώσουν τον δικό του πόνο, ν’ ακούσουν το δικό του παραλήρημα φτιαγμένο από αίμα ψυχής. Να πάρουν τη θέση του, σ’ εκείνο το ξύλινο φθαρμένο νεκροκρέβατο που σαν άλλος ναρκωμένος αρχάγγελος πετούσε στον κόσμο των ονείρων για να ξεφύγει από τη γήινη σκληρή πραγματικότητα που ύψωνε τοίχους φυλακής και αδιεξόδου. Η δικαίωση για τον Ποιητή, ήρθε μετά θάνατον. Η νεκροτομή έγινε. Αποκαλύφθηκε πως:

«Η αριστερή πλευρά του στήθους ήταν σχεδόν ολόκληρη κατειλημμένη από την καρδιά, που ήταν εξαιρετικά διογκωμένη, και οι πλευρές της οποίας ήταν τόσο λεπτές, ώστε δεν ήταν ικανές να συγκρατήσουν το βάρος της όταν γινόταν προσπάθεια να την σηκώσουν. Η δεξιά πλευρά του στήθους ήταν γεμάτη με ένα υγρό κλεισμένο σε μια μεμβράνη που είχε τη μορφή κύστης, και η ποσότητά του ήταν πάνω από τρία λίτρα, και με τον τρόπο αυτό οι πνεύμονες και από τις δυο πλευρές ήταν εντελώς πιεσμένοι.»

Στις 15 Ιουνίου 1895, στην εφημερίδα The Lancet δημοσιεύτηκε ένα αντίγραφο της αυτοψίας που είχε σταλεί από την Lucy E. Watson -ανεψιά του γιατρού Gilman-, μαζί με ένα σχόλιο του εκδότη, που μετά τόσα χρόνια έπαιρνε μια θέση απέναντι στην περίπτωση Coleridge.

«Η τυραννία του σώματος βρίσκει το πιο χτυπητό της παράδειγμα στις περιπτώσεις της χρόνιας ασθένειας που, χωρίς να απειλεί τη ζωή, περιορίζει τη ζωτικότητα με τέτοιο τρόπο ώστε να τροποποιεί τον όλο χαρακτήρα του ατόμου (..) Η περιγραφή που δίνεται από τη μεταθανάτια εξέταση (…) αρκεί για να αποδείξει πως ο διανοητικός γίγαντας πρέπει να υπέφερε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ο κόσμος ήταν σε θέση να γνωρίζει, και γίνεται τώρα δυνατό να καταλάβουμε πως η «νωθρότητά» του, καθώς και η συνήθεια του όπιου, είχαν μια φυσική αιτία! Στον θαυμασμό με τον οποίο βλέπουμε τα επιτεύγματά του μπορεί να προστεθεί και εκείνος για έναν άνθρωπο που ενώ από φυσικοσωματική άποψη ήταν τόσο αδικημένος, κατόρθωσε να συμβάλει με τόσο εξαιρετικό και ουσιαστικό τρόπο στη Φιλοσοφία και τη Λογοτεχνία. Είναι μια ακόμα περίπτωση θριάμβου του πνεύματος πάνω στο σώμα».

Το όπιο, η πρόκληση των ονείρων, τα μυστικιστικά οράματα, οι πόνοι του ύπνου, η ρομαντική ατμόσφαιρα του νεφελώδους τοπίου της ύπαρξης, εκείνης που ερωτεύεται ανολοκλήρωτα, που παλεύει για ένα ύψιστο ιδανικό απελπισμένα, συνθέτουν την προσωπικότητα του μεγάλου αυτού Ποιητή. Ο Samuel Taylor Coleridge ξεδίπλωσε το μίτο των δικών του μύχιων και σοφών οραμάτων μόνο σ’ αυτούς που πίστεψε απ’ τη ματιά τους, πως άξιζαν να δουν και να ακούσουν. Ποιητής, φιλόσοφος, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, λέκτορας. Ένας Άγγλος Ρομαντικός που πίστευε στη δύναμη της φαντασίας. Στη δύναμη της υπέρβασης για την εύρεση της εσωτερικής αλήθειας. Ένας ιδεαλιστής φιλόσοφος. Πρόδρομος της σημειωτικής, του υπαρξισμού και της ψυχανάλυσης. Μα πάνω απ’ όλα ένας παρατηρητής της ανθρώπινης ύπαρξης με κύριο άξονα τα όνειρα. Τις λειτουργίες του νου κατά τη διάρκεια των ονείρων και των εφιαλτών, που ήταν ικανές να επεξηγήσουν τη λειτουργία της συνείδησης κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης. Τα «Σημειωματάριά» του, ο πιστός του φίλος από χαρτί, ο καθρέφτης τα ψυχής του, γεμάτα από έξοχες παρατηρήσεις, ταξιδιωτικά ανέκδοτα, όνειρα, προσευχές, εφιάλτες, αυτοαναλύσεις, μεταφυσικούς στοχασμούς, και απομονωμένα κομμάτια ποίησης χωρίς σειρά και τάξη, αποσπασματικά, σφραγίζουν για πάντα τα μάτια μας, με τους ψιθύρους που αφήνουν ν’ ακούσουν τα αυτιά μας.

«Αγαπημένο Βιβλίο! Μοναδικέ έμπιστε φίλε μιας ραγισμένης Καρδιάς που η κοινωνική της φύση επιβάλλει κάποια Διέξοδο… κάθε μεγαλόψυχος νους… αισθάνεται πως είναι Μισός – Και δεν μπορεί να σκεφτεί χωρίς ένα Σύμβολο – ούτε μπορεί ν’ αγαπήσει χωρίς κάτι που ταυτόχρονα είναι το Σύμβολό του, και το άλλο μισό του… Από αυτό προέρχεται η συνήθεια, που χωρίς να συνειδητοποιήσω απέκτησα, να γράφω τις εσώτερες σκέψεις μου. Δεν έχω μια ψυχή πάνω στη γη στην οποία μπορώ να τις αποκαλύψω – και παρόλα αυτά «Δεν είμαι Θεός, ώστε να πρέπει να είμαι μόνος» και γι’ αυτό σε σας, τους παθητικούς μου, μα μόνους αληθινούς κι ευγενικούς, φίλους τις αποκαλύπτω. Θα σας κάψω σίγουρα, όταν νιώσω πως πεθαίνω ˙μα με την Πίστη πως όπως τα Περιεχόμενα απ’ το θνητό μου σχήμα θα σηκωθούν ξανά, έτσι τα δικά σας περιεχόμενα θα σηκωθούν μαζί μου, καθώς ένας Φοίνικας από την Πυρά του.»

Σφραγίζουν για πάντα με το Σκοτεινό Αστρικό τους φως, το Θάνατο μέσα στη Ζωή και τη Ζωή μέσα στο Θάνατο.

«20 Νοεμβρίου – Μεσάνυχτα. – Μετά μια τέτοια μέρα ταραγμένων Ύπνων, από όπου κατάφερα να ξυπνήσω, κάθε αίσθηση του Χρόνου και των Περιστάσεων χάθηκε εντελώς/του πυρετού, του ρευματικού πόνου, και του πλήθους των στομαχικών ενοχλήσεων. – Σηκώθηκα/είμαι ήρεμος/όπως άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα τον Ουρανό, την πρώτη στιγμή νόμισα πως ήταν όλος σκοτεινός, ένας Ουρανός χωρίς άστρα ˙ ο άνεμος, όλο το φούσκωμα του καλοκαιριού φύρανε, και ο Υπόκωφος Ήχος και το Σύριγμα του χειμώνα δεν ήρθαν ακόμη, ο άνεμος ανάμιξε τους σαν της θάλασσας επιβλητικούς μυκηθμούς του με το Θρόισμα από τα μισόξερα φύλλα που ακόμη απόμειναν πάνω σε όλα τα Δέντρα-/-αλλά κοίταξα πάλι στον Ουρανό- και υπήρχαν τόσο πολλά Αστέρια, τόσο θαμπά και τόσο ξεθωριασμένα, που ίσως αυτά να είχαν βάλει στη Φαντασίωση του Παράκελσου την ξαφνική ιδέα των Astra tenebricosa (σκοτεινών Άστρων), που ακτινοβολούσαν σκοτάδι και κρύο, με κούφιες ακτίνες, σαν σωλήνες, κλείνοντας σαν μέσα σε θηκάρι τις ακτίνες του Φωτός και του Θάλπους, και παράγοντας έτσι παγωνιά και σκοτάδι-Δευτέρα Πρωί, 9 η ώρα – Κρύα Βροχή στην κοιλάδα, που είναι Χιόνι πάνω στα Βουνά- »

Σαν ιστορία μέσα στου χρόνου τις στοές, όταν δειλά θα σηκωθώ από ετούτο εδώ το μνήμα, το μυστικό για την επάνοδο θα το ‘χω κάτω από τη γλώσσα μου υφασμένο. Θα ‘χω το νου μου να ακούω, θα ‘χω το νου μου να κοιτάζω με σοφία τις σκιές… Κι έτσι το πέρασμά μου όπως η νύχτα, από χώρα σε χώρα, με μια αλλόκοτη δύναμη που θα με κατατρέχει, που θα με κάνει να μιλώ, απ’ τη στιγμή που την όψη του θα βλέπω, θα γνωρίζω τον άνθρωπο που να μ’ ακούσει πρέπει. Σ’ αυτόν την ιστορία τούτη θα διδάσκω. Ένας άνθρωπος πιο κατηφής και πιο σοφός μέλλει να γεννηθεί...

«Καταβεβλημένος από τα Φαινόμενα που προκαλούσα, άναψα το κερί μου, και έγραψα – για σχήματα, ακόμη και με ανοιχτά μάτια, για τετράγωνα… και για ποικίλα χρώματα και δεν ξέρω για τι άλλο. Πως μέσα σε λίγα λεπτά ξέχασα μια τέτοια Συνάθροιση ξεχωριστών Εντυπώσεων, κοχλασμούς και στοιβάδες χρυσών χρωμάτων και για το λόγο αυτό να σκεφτώ πάνω στη Φύση της Μνήμης. Τόσο έντονα αλλά μέσα σε ένα Λεπτό ξεχασμένα! Το ίδιο συμβαίνει και στα όνειρα. Στοχάσου πάνω σ’ αυτό, αν κατά τύχη ζήσεις – ΑΛΛΟΙΜΟΝΟ!»