Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 10

"Ανεπιτήδευτο μπουκέτο εξόχως πρόωρα ανθισμένων παρενθέσεων" - Ανάγνωση του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ

της Μαρίας Ιωαννίδου

Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί | Σίμορ, συστατικά στοιχεία, Νουβέλες, Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2010

«Υποψιάζομαι ότι οι άνθρωποι συνωμοτούν για να με κάνουν να νιώσω ευτυχισμένος»

Σταχυολογώ δια της παρούσης  -για να μιμηθώ τα τραγανιστά Ελληνικά του Αυγούστου Κορτώ που μετέφερε το πνεύμα του Τζέϊ Ντι στη γλώσσα μας- κάποια αποσπάσματα που ίσως να μπορούν να μεταδώσουν πιο άνετα και άμεσα την ποίηση που καθόλου δεν κρύβεται στις γραμμές του τελευταίου βιβλίου του Αμερικανού ερημίτη Σάλιντζερ.
                                             
«Ψηλή Σηκώστε Στέγη, Ξυλουργοί – Σίμορ, Συστατικά Στοιχεία», ένα δίπτυχο από νουβέλες με τη χαρακτηριστική ματιά που ξετρυπώνει τις ελάχιστες λεπτομέρειες της πραγματικότητας, με το γνωστό εκρηκτικό μίγμα τρυφερότητας, κυνισμού και αυτοσαρκασμού.

Η καλή και η ανάποδη του κεντήματος με όλους τους κόμπους σε δημόσια θέα. Πάρτε δείγμα.

*

«Εάν ο Θάνατος –που βρισκόταν κάπου εκεί γύρω μονίμως, πιθανώς καθιστός στην οροφή-, εάν ο Θάνατος, λοιπόν έμπαινε στο αμάξι περνώντας ως εκ θαύματος μέσα απ΄το τζάμι γυρεύοντάς σε, κατά πάσαν πιθανότητα απλώς σηκωνόσουν και τον ακολουθούσες, αγριωπά αλλά ήσυχα.»

«Το πηλίκιο του «κυρίαρχου των αιθέρων» φάνταζε σχεδόν απάνθρωπα παράταιρο στην κορυφή του χλομού, κάθιδρου, βαθύτατα φοβισμένου προσώπου του, και θυμάμαι πως είχα μια ξαφνική παρόρμηση να του τ΄αρπάξω, ή έστω να του το σιάξω ελαφρώς, επανατοποθετώντας το σε μικρότερη κλίση – την ίδια ακριβώς παρόρμηση, μιλώντας εν γένει για κίνητρα, που μπορεί κανείς να νιώσει σ΄ένα παιδικό πάρτι, όπου σχεδόν αναπόφευκτα θα υπάρχει ένα μικρό, ανυπερθέτως άσχημο παιδάκι, μ΄ ένα χάρτινο καπελίνο που συνθλίβεται πάνω στ΄αυτιά του.»

«Ήταν μια μέρα, και μάρτυς μου ο Θεός, όχι μονάχα οργιαστικών σημείων και συμβόλων, μα και εξωφρενικά εκτεταμένης επικοινωνίας μέσω του γραπτού λόγου. Άπαξ και πηδούσες μες σε μια συνωστισμένη λιμουζίνα, η Μοίρα έκανε πλαγίως ό,τι μπορούσε, πριν απ΄τον όποιον πήδο, για να΄χεις πάνω σου χαρτί και μολύβι, σε περίπτωση που ένας απ  τους συνεπιβάτες σου ήταν κωφάλαλος.»

«Εγώ δεν έχω κυκλοφορία, ούτε σφυγμό. Σπίτι μου είναι η ακινησία.»

«Τρία πράγματα. Πρώτον, ότι είμαι σε μόνιμη απόσυρση κι αδυνατώ να κατανοήσω τα συναισθήματα των άλλων.»

«Απόψε είπα στη Μιούριελ ότι στο Ζεν βουδισμό ένας δάσκαλος είχε ερωτηθεί κάποτε ποιό ήταν το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο, κι ο δάσκαλος αποκρίθηκε πως μια ψόφια γάτα είναι το πλέον ανεκτίμητο, διότι κανείς δεν μπορεί να ορίσει μια τιμή για το κουφάρι της.»

«Τα χέρια μου έχουν ουλές απ΄το άγγιγμα ορισμένων ανθρώπων. Μια φορά στο πάρκο, όταν η Φράνι ήταν ακόμα στο καροτσάκι, άπλωσα το χέρι μου στο χνουδωτό της κεφαλάκι και τ΄άφησα πολλή ώρα εκεί. Μια άλλη φορά, στον κινηματογράφο Loew’ s στην Εβδομηκοστή Δεύτερη Οδό, με τον Ζούι στη διάρκεια ενός θρίλερ. Ήταν γύρω στα έξι με εφτά, και είχε κρυφτεί κάτω απ΄ το κάθισμα για ν΄αποφύγει να δει μια τρομαχτική σκηνή. Ακούμπησα το χέρι μου στο κεφάλι του. Ορισμένα κεφάλια, ορισμένα χρώματα και ορισμένες υφές ανθρώπινων μαλλιών, αφήνουν μόνιμα σημάδια πάνω μου. Και δεν είναι μόνο τα μαλλιά. Ένα βράδυ, έξω απ΄ το στούντιο, η Σάρλοτ πήγε να μου ξεφύγει τρέχοντας, κι εγώ άρπαξα το φόρεμά της για να τη σταματήσω, να την κρατήσω κοντά μου. Ένα κίτρινο βαμβακερό φουστάνι που λάτρευα, γιατί της έπεφτε υπερβολικά μακρύ. Έχω ακόμα ένα λεμονί σημάδι στην παλάμη του δεξιού μου χεριού. Ω Θεέ μου, αν υπάρχει κλινικός ορισμός για την περίπτωσή μου, είμαι ένα είδος αντίστροφου  παρανοϊκού. Υποψιάζομαι ότι οι άνθρωποι συνωμοτούν για να με κάνουν να νιώσω ευτυχισμένος»

«Χαιρετηθήκαμε ακόμα πιο πληθωρικά απ΄ό,τι συνήθως, θαρρείς κι αυτοί οι διαλείποντες χωρισμοί ήταν αίφνης υπερβολικά εκτεταμένοι, περιττοί κι αφόρητοι και για τους δυο μας.»

«Ξάφνου, γλίστρησαν – με τον τρόπο που ο αγκώνας μπορεί να χάσει το «πάτημά» του στην επιφάνεια ενός τραπεζιού ή στον πάγκο ενός μπαρ. Έχασα κι ανέκτησα την ισορροπία μου σχεδόν αυτοστιγμεί, ωστόσο, κι ούτε η κυρία Σίλζμπερν ούτε ο υποσμηναγός έδειχναν να το ‘χανε προσέξει.»

«Ο γαμπρός δεν κωλύεται πλέον λόγω ευτυχίας»

«Κάποιος πρέπει να ξενυχτήσει με τον ευτυχισμένο»

«… παρακαλώ αποδεχθείτε εκ μέρους μου αυτό το ανεπιτήδευτο μπουκέτο εξόχως πρόωρα ανθισμένων παρενθέσεων»

«Η ταχύτητα, σε τούτο ‘δω το κείμενο – κι ο Θεός να συγχωρέσει το αμερικάνικο τομάρι μου-, δεν έχει καμιάν απολύτως σημασία για μένα. Υπάρχουν, ωστόσο, αναγνώστες που απαιτούν σοβαρά μόνο τις πλέον συγκρατημένες, τις πλέον κλασικές και πιθανώς επιδέξιες μεθόδους έλξης της προσοχής  τους, και τους προτείνω-όσο ειλικρινά μπορεί ένας συγγραφέας να προτείνει κάτι τέτοιο – να αποχωρήσουν από τώρα, όσο ακόμα, φαντάζομαι, η αποχώρηση είναι μια χαρά εύκολη. Πιθανότατα θα εξακολουθήσω να επισημαίνω διαθέσιμες εξόδους κατά τον ρου της αφήγησης, αλλά δεν είμαι βέβαιος κατά πόσον θα προσποιηθώ ξανά πως το κάνω μ΄όλη μου την καρδιά.»

«Μολαταύτα, ενίσταμαι μικρολογώντας στους δηλωμένους ειδήμονες, σ΄αυτά τα ζητήματα –στους λόγιους, στους βιογράφους, και ιδίως στο κυρίαρχο στις μέρες μας ρεύμα που διαπνέει την αριστοκρατία της διανόησης, τους αποφοίτους της τάδε και της δείνα επιφανούς δημόσιας ψυχαναλυτικής σχολής- και μικρολογώ εναντίον τους πικρόχολα επ' αυτού: δεν αφουγκράζονται σωστά τις κραυγές πόνου, όταν εκστομίζονται. Δεν μπορούν, βέβαια. Είναι ένα σώμα ευγενών με τσίγκινα αφτιά. Με τέτοιον ελαττωματικό εξοπλισμό, με τέτοια αφτιά, είναι δυνατόν ποτέ κανείς να μπορεί να ανιχνεύσει, βάσει ήχου και ποιότητας μόνον, την πηγή του πόνου;»

«Όμως έχω πολλά, πάρα πολλά ανάρμοστα πράγματα να σας πω.»

«…-να κάνω στη μπάντα λευτερώνοντας γύρω στα εκατόν πενήντα από τα ποιήματα και να αφήσω τον πρώτο πρόθυμο εκδότη που διαθέτει καλοσιδερωμένο κοστούμι περιπάτου και ένα σχετικώς καθαρό ζευγάρι γκρίζα γάντια να τα επιδώσει απευθείας στα σκοτεινά τυπογραφεία του, όπου κατά πάσα πιθανότητα θα βρεθούν δεμένα κάτω από 'να εξώφυλλο με διχρωμία, κομπλέ, με αφτί που θα περιέχει μερικά περιέργως καταδικαστικά σχόλια έγκρισης και υποστήριξης, παρμένα με ικεσίες κι ανηθικότητες απ΄τους «ονομαστούς» ποιητές και συγγραφείς που δεν έχουν τον παραμικρό ενδοιασμό όταν πρόκειται να σχολιάσουν δημόσια το έργο των ομοτέχνων τους (φυλάσσοντας, κατά το σύνηθες, τους βαθείς, τεταρτημοοριόψυχους επαίνους τους για τους φίλους τους , τους υπόπτους κατωτέρου ταλέντου, τους αλλοδαπούς, τους διάτοντες εκκεντρικούς και τους δουλευτήδες …»

«Κάποτε, στο στρατό, ενώ υπέφερα από κάτι που μπορεί να οριστεί ως περιπατητική πλευρίτις για πάνω από ένα τρίμηνο, είχα νιώσει την πρώτη μου αληθινή ανακούφιση, τοποθετώντας ένα απολύτως αθώο στην όψη λυρικό ποίημα του Γουίλιαμ  Μπλέικ στην τσέπη του στήθους, φορώντας το σαν κατάπλασμα για μια-δυο μέρες.»

«και η ποίηση, το δίχως άλλο, είναι μια μορφή κρίσης, ίσως η μόνη αγώγιμη που μπορούμε να θεωρούμε δική μας.»

«Ωστόσο, νέοι ποιητές, το νου σας. Αν θέλετε να θυμόμαστε τα πιο εξαίσια ποιήματά σας το ίδιο τρυφερά τουλάχιστον, όπως θυμόμαστε τις Σκαμπρόζικες, Περιπετειώδεις Ζωές σας, καλά θα κάνετε να μας προσφέρετε από έναν τροφαντό αρουραίο, ξεχωμένο απ΄τη ζέση της καρδιάς σας, σε κάθε στροφή

«Δεν θα πέσω για ύπνο τελικώς. Κάποιος εδώ γύρω έχει φονεύσει τον ύπνο. Μπράβο του, καλά τα κατάφερε.»

«Απόψε είμαι ο μορφέας του ευατού μου. Καληνύχτα! Καληνύχτα σας, εξοργιστικά αμίλητοι άνθρωποι!»