Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 8

Μερικές εκπρόθεσμες σκέψεις για τους "Αδερφούς Γκριμ" του Tέρι Γκίλιαμ

του Ζ.Δ. Αϊναλή

1811. Τα νικηφόρα γαλλικά στρατεύματα προελαύνουν σ’ ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη διαδίδοντας τα διδάγματα του γαλλικού διαφωτισμού και τις αρχές της Επανάστασης. Το φάντασμα του Βολτέρου – φέροντας φωτιά και κραδαίνοντας τσεκούρι – κηρύσσει την Ελευθερία, την Ισότητα και την Αδελφοσύνη. Η Μασσαλιώτιδα αντικαθιστά την προσευχή και ο Σαιν-Ζουστ και ο Μπαμπέφ σαπίζουνε στους τάφους τους. Όλη η Ευρώπη μυρίζει θάνατο και μπαρούτι. Όλη η Ευρώπη μυρίζει προδοσία. Οι πρόσφατες ελπίδες των πεπτωκότων, και στο πρόσωπο τους όλων των πεπτωκότων της Ιστορίας απ’ τον Σπάρτακο κι εξής, θα συνθλιβούν κάτω από τις μπότες της μεγαλομανίας του Βοναπάρτη και των επιδιώξεων της αστικής τάξης.

Δύο περιπλανώμενοι ταξιδιώτες καταφτάνουν καλπάζοντας στην γερμανική καστρόπολη του Karlstadt. Πρόκειται για τους διαβόητους αδερφούς Grimm, οι οποίοι εξασκούν ένα ‘επάγγελμα’ που θα χαρακτήριζε κανείς ως μια illustration version του επαγγέλματος του μάγου και του εξορκιστή. Μετά από αίτημα του δημάρχου της πόλης – και μια πλουσιοπάροχη αμοιβή – αποφασίζουν να σώσουν την πόλη από μια μάγισσα. Μόνο που η ίδια η μάγισσα δεν είναι παρά ένα δημιούργημα τους και η ίδια η δική τους δραστηριότητα μια επικερδής επιχείρηση εξαπάτησης. Φυσικά, ο γαλλικός στρατός που από καιρό παρακολουθεί τις ‘δραστηριότητες’ των δύο αδερφών με την πρώτη ευκαιρία τους συλλαμβάνει επί τη κατηγορία κλοπής στο Αμβούργο. Ο αρχηγός του γαλλικού στρατού, στρατηγός Delatombe (‘από τον τάφο’ σε κατά γράμμα μετάφραση) τους προτείνει το ακόλουθο ‘παζάρι’, το οποίο δεν έχουν άλλη επιλογή από το να δεχτούν: στην πόλη του Marbaden κάποιος ‘τσαρλατάνος’ κάνει τα ίδια με αυτούς κόλπα – αν ξεσκεπάσουν την απάτη τα αδικήματα τους θα παραγραφούν. Μέχρις εδώ όλα καλά. Το πρόβλημα όμως είναι ότι στους γερμανικούς δρυμούς κρύβεται κάτι πέρα από την ρασιοναλιστική κατανόηση των ιθυνόντων του γαλλικού στρατού…

Σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι που θα εστιάσει την προσοχή του ο Terry Gilliam. Επινοώντας ένα πλασματικό παρελθόν για τους αδερφούς Grimm – οι οποίοι ουδέποτε φυσικά υπήρξαν περιπλανώμενοι εξορκιστές, αλλά ακαδημαϊκοί και συλλέκτες λαϊκών παραμυθιών – καθιστά την σύγκρουση ανάμεσα στον γαλλικό διαφωτισμό και τον γερμανικό ρομαντισμό τον κύριο νοηματικό άξονα της ταινίας του. Ενσαρκώνοντας με τρόπο γκροτέσκο στο πρόσωπο του γάλλου στρατηγού έναν υπέρμαχο του διαφωτισμού και στο πρόσωπο των Grimm (κυρίως του μεγαλύτερου αδερφού Jacob, που για κάποιον λόγο, ίσως αβλεψία, παρουσιάζεται εσφαλμένα ως ο νεότερος εκ των δύο στην ταινία) δύο υπέρμαχους του ρομαντισμού, δίνει στην ταινία μια αλληγορική διάσταση που αποσκοπεί στην ανάδειξη της διαπάλης μεταξύ των δύο αντίρροπων κοσμοαντιλήψεων (Weltanschauung) που συνέχουν διαζευκτικά εδώ και τρεις αιώνες τον δυτικό κόσμο: τον διαφωτισμό, ως θεμελιακή και ιδρυτική ιδεολογική αρχή της αστικοκαπιταλιστικής κοινωνίας, και τον ρομαντισμό, ως τον αντικαπιταλιστικό ιδεολογικό αντίποδα του.

Μετά από όλες τις αποτυχημένες απόπειρες του γαλλικού στρατού, που φέρνει μαζί του φωτιά και σίδερο, να αποκαλύψει την υποτιθέμενη απάτη, η σωτηρία των χωρικών του Marbaden επαφίεται στα χέρια των αδερφών Grimm. Η δαιμονοποίηση του γάλλου στρατηγού Delatombe από τον Terry Gilliam δεν είναι, άλλωστε, καθόλου τυχαία καθόσον αυτός ενσαρκώνει όλα τα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού ανθρώπου: αναλγησία, κομφορμισμός, αδιαφορία για την φύση (το κάψιμο του δάσους), τους ανθρώπους και τις ανθρώπινες σχέσεις («σκότωσες τους φίλους μου» του φωνάζει ο Wilhelm Grimm προς το τέλος της ταινίας), πεισματική και μικρόνοη άρνηση όσων δεν μπορούν να κατανοηθούν ρασιοναλιστικά. Στον αντίποδα, οι Grimm αντιπροσωπεύουν όσα αντιμάχεται ο διαφωτισμός, στην καπιταλιστική τουλάχιστον αξιοποίηση του. Σεβασμός στην παράδοση και τους ανθρώπινους φορείς της, σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή, τις ανθρώπινες σχέσεις και τη φύση. Και κυρίως πίστη στα παραμύθια ως συστατικά των Μύθων. Μύθων που πλάθονται από τα υλικά ενός συλλογικού υποσυνείδητου και οι οποίοι δημιουργούν με τη σειρά τους ένα καινούργιο. Μύθων που εκφράζουν με εικόνες και συναισθήματα όσα δεν μπορούν να ειπωθούν με τα λόγια και όσα δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν με το Λόγο.

Τελείως ιδιαίτερος είναι μέσα στο σύμπαν της ταινίας ο ρόλος του Ιταλού υπασπιστή, Mercurio Cavaldi, του γάλλου στρατηγού. Στο πρόσωπο του ενσαρκώνεται ο πολίτης του δυτικού κόσμου που πατάει αμφίσημα ανάμεσα στις δύο αντίρροπες κοσμοαντιλήψεις, τον διαφωτισμό και τον ρομαντισμό, προσπαθώντας να οριοθετήσει τη δική του πολιτιστική ταυτότητα. Η επιλογή της εθνικής του ταυτότητας δεν είναι άλλωστε τυχαία. Δεν είναι άγγλος ή κάποιος βορειοευρωπαίος. Την εποχή που διαδραματίζεται η ταινία η μη εκβιομηχανισμένη και προκαπιταλιστική Ιταλία βρίσκεται στο σύνορο δύο πολιτισμών. Μετά την ναπολεόντεια κατάκτηση έχει έρθει προφανώς σε επαφή με τον διαφωτισμό και έχει υποχρεωθεί να δεχθεί σε ένα επιφανειακό επίπεδο τουλάχιστον τα διδάγματα του, αλλά κατά βάθος βρίσκεται ακόμα στα πλαίσια του πολιτισμού του προκαπιταλιστικού κόσμου. Το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι μέχρι τη χρονική στιγμή που ο Cavaldi βρίσκεται υπό την επήρεια του στρατηγού Delatombe (τη στιγμή δηλαδή που ο τελευταίος τον πυροβολεί ανενδοίαστα), και συνεπώς τόσο του καπιταλισμού όσο και του ιδεολογικού του συστήματος του διαφωτισμού, παρουσιάζεται ως ένας διεστραμμένος σαδιστής με μηδαμινό σεβασμό για την ανθρώπινη ζωή και τις αξίες της, προσηλωμένος ευλαβικά στην ‘δουλειά’ του (ακόμα κι αν αυτή η δουλειά συνεπάγεται τον βασανισμό και την εκτέλεση ανθρώπων), μονίμως κακόκεφος και ζοφερός, ενοχικός και βαθιά κομπλεξικός (σπουδαία η σεναριακή έμπνευση με το περουκίνι), ενώ από την στιγμή που αποκηρύττει τον διαφωτισμό και προσεγγίζει τους Grimm, συμφιλιώνεται με τη δική του παράδοση και τις δικές του αρχές, επαναορίζει το παρελθόν του, αυτονομείται, και ταυτόχρονα μεταμορφώνεται σε έναν συμπονετικό και χαρούμενο άνθρωπο που πρωτοστατεί στην σωτηρία των δώδεκα κοριτσιών και συμμετέχει ανέμελα στο χωριάτικο γλέντι που ακολουθεί.

Επιπλέον η «κακιά μάγισσα», το νεκροζώντανο αυτό απομεινάρι ενός παρελθόντος κόσμου, δεν μπορεί να ηττηθεί από τον γαλλικό διαφωτισμό και τα μέσα του (φωτιά και ρασιοναλισμός), όπως ο ίδιος ο γαλλικός διαφωτισμός βαυκαλίζεται, αλλά από τον γερμανικό ρομαντισμό που τείνει ένα ευήκοο ους προς την μεριά της. Ακούγοντας την, πιστεύοντας μεταφυσικά στην ύπαρξη της – καθόσον η λογική του τον έμαθε να πιστεύει το αντίθετο – κατορθώνει να την νικήσει με τα ίδια της τα όπλα: την φαντασία και το υπερπραγματικό. Στο εξής, η «κακιά μάγισσα», χάρη στην απολυτρωτική λειτουργία της αφήγησης και στον αποδαιμονοποιητικό εξορκισμό της τέχνης της γραφής, καθόσον τα δύο αδέρφια στο τέλος της ταινίας αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το ριψοκίνδυνο επάγγελμα τους και να αφοσιωθούν στην συγγραφή (δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το πρώτο βιβλίο των Γκριμ θα κυκλοφορήσει ακριβώς το 1812), θα παραμείνει στον κόσμο ως ονειρική αλλά ακίνδυνη ανάμνηση. Ένα ενσωματωμένο από τον ρομαντισμό, ζωντανό αλλά εξορκισμένο, γόνιμο αλλά ακίνδυνο συστατικό του παρελθόντος κόσμου στην κοσμοαντίληψη του αλλά όχι μία ξεχωριστή και αυτόνομη δρώσα δύναμη εντός του κόσμου.

Σημαντικότατο είναι από άποψη νοηματική και το τέλος της ταινίας σφραγισμένο κι αυτό από την χαρακτηριστικά ειρωνική διάσταση με την οποία κλείνει ο Gilliam τις περισσότερες ταινίες του. Σε ένα πρώτο, φαινομενικό επίπεδο, οι Γκριμ νικάνε, τα κορίτσια του χωριού σώζονται, οι χωρικοί γλεντάνε. Τέλος καλό, όλα καλά; Όχι, γιατί η ταινία δεν τελειώνει έτσι. «Και ζήσαν αυτοί καλά… ίσως πάλι όχι». Αυτό το «ίσως πάλι όχι», η τελευταία φράση της ταινίας που προσδίδει την χαρακτηριστικά ειρωνική αμφισημία του τέλους επιδέχεται περισσότερης σκέψης απ’ τη μεριά του θεατή. Επαναλαμβάνω ότι η ταινία διαδραματίζεται στα 1811. Τον αμέσως επόμενο χρόνο ο Ναπολέων ξεκινά την ρώσικη εκστρατεία η οποία και θα σημάνει, με την παταγώδη αποτυχία της, την αρχή του τέλους της ευρωπαϊκής ηγεμονίας του γαλλικού στρατού. Όπως ορθά διέκρινε ο Толстой στο Πόλεμος και Ειρήνη, το ριζοσπαστικότερο ίσως πολιτικά καλλιτεχνικό έργο του 19ου αι., η ρωσική εκστρατεία που αποτέλεσε την αρχή του τέλους για τον Ναπολέοντα και η μάχη του Βατερλό τρία χρόνια αργότερα (1815) που έβαλε τελεία στις βλέψεις της γαλλικής αστικής τάξης για πανευρωπαϊκή ηγεμονία μόνο φαινομενικά υπήρξαν ήττες. Γιατί μπορεί τελικά ο γαλλικός στρατός να ηττήθηκε, τα αποτελέσματα όμως της Γαλλικής Επανάστασης αλλάξαν ριζικά ολόκληρη την ευρωπαϊκή κοινωνία προσδένοντας την αμετάκλητα στην πορεία του ταχέως εκ-καπιταλισμού της. Αντιστοίχως, η νίκη του ρομαντισμού στο πρόσωπο των Grimm – και αντιστρόφως η ήττα του διαφωτισμού στο πρόσωπο του Delatombe – μόνο φαινομενικές είναι καθόσον μπορεί να κερδήθηκε μια πρόσκαιρη μάχη αλλά «ο πόλεμος τελικά χάθηκε», όπως καταδεικνύει το γεγονός ότι ο κόσμος που ζούμε σήμερα είναι ο κόσμος του Delatombe και όχι αυτός των Grimm. Ως εκ τούτου, όπως ακριβώς και στην τελευταία του ταινία (The Imaginarium of Doctor Parnassus, 2009), ο Gilliam κλείνει με ένα απαισιόδοξο κατ’ ουσίαν τρόπο, αφήνοντας τους ήρωες του να χαρούν ανυποψίαστοι την προσωρινή νίκη τους, αλλά υποψιάζοντας ταυτόχρονα τους θεατές για την επικείμενη καταστροφή τους που καραδοκεί στη γωνιά του δρόμου – ή έχει ήδη συντελεστεί εν αγνοία τους, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Doctor Parnassus.

Τους μεγάλους καλλιτέχνες τους κάνουν αναμφίβολα οι εμμονές τους. Και όσο πιο ισχυρές οι εμμονές τόσο πιο δυνατά τα καλλιτεχνήματα. Η εμμονή του Terry Gilliam – εμμονή που μοιράζεται άλλωστε με τους δύο άλλους σύγχρονους αμετανόητους παραμυθάδες, τον Tim Burton και τον Hayao Miyazaki –, με το παραμύθι (όπως άλλωστε έρχονται να επαληθεύσουν όλες οι ταινίες του που ακολούθησαν τους Αδερφούς Γκριμ, το Tideland (2005) και το The Imaginarium of Doctor Parnassus (2009), καθώς και η ίδια η πορεία του σκηνοθέτη, μοιρασμένη εξίσου μεταξύ της Δυστοπίας (Brazil, 1985 / 12 Monkeys, 1995) και της Ουτοπίας (The Adventures of Baron Munchausen, 1988)), αποκαλύπτει τον βαθύτατο προβληματισμό του επάνω στην τέχνη της αφήγησης και τον οδυνηρό σκεπτικισμό του, με σαφείς τις καταβολές του στην σκέψη του Benjamin, για το επικείμενο τέλος των αφηγήσεων και των καταστροφικών αποτελεσμάτων του τέλους αυτού για την ίδια την ανθρωπότητα που με τον τρόπο αυτόν κινδυνεύει να απανθρωποποιηθεί, να απολέσει τις ίδιες τις ανθρώπινες της ιδιότητες και να αποστερηθεί του δικαιώματος της στην Φαντασία. Έτσι, όλες οι τελευταίες ταινίες του Gilliam έχοντας κατά βάθος την ίδια προβληματική έρχονται να κρούσουν αμείλικτα τον κώδωνα του κινδύνου. Διότι, και παρά την φαινομενικά αίσια κατακλείδα, όλοι οι πρόσφατοι ήρωες του, και ότι αυτοί αντιπροσωπεύουν, την εισεμπλαστική δύναμη της Φαντασίας, την πίστη στο Όραμα και την Ουτοπία, στο τέλος ηττούνται. Και μαζί τους ηττάται η ίδια η ανθρώπινη ουσία.

Παρίσι,
Νοέμβρης 2009