Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 8

Η Ρωσίδα (διήγημα) - Νατάσα Ζαχαροπούλου

Ὅλο «ντά» ἔλεγε. Δηλαδή, ὅλο, ὅταν μίλαγε. Γιατί σπάνια ἄνοιγε τό στόμα της. Βέβαια κι αὐτό τό «ντά» μέ κλειστό τό ‘λεγε. Ἁπλά ἄνοιγε τά βαμμένα κατακόκκινα χείλια της, ἀνασήκωνε τίς ἄκρες τους σ’ ἕνα χαμόγελο-φουσκωμένη ὑπόσχεση καί μέσ’ ἀπό τά μικρά της δόντια, πού ἄφηναν τά σχεδόν διάφανα οὖλα νά καλοφαίνονται, ἔλεγε «ντάααα…» ἤ, «ντά!». Ἀνάλογα.

Γι’ αὐτό τήν παῖρναν ὅλοι. Δέν ἔφταιγε ἡ μακριά ξανθιά περούκα της, τό ἔντονο κοκκινάδι στό μάγουλο, οἱ μακριές, ψεύτικες, γυριστές της βλεφαρίδες.
Φυσικά δέν ἦταν οὔτε ψηλή οὔτε νταβραντισμένη. Ὅμως μέ τή δεκαπεντάποντη γόβα της μιά χαρά τά ‘βγαζε πέρα. Ἔτσι κι ἀλλιῶς, ὅσοι τήν κλείνανε ἦταν σχεδόν σιτεμένοι. Στήν ἡλικία πού ἀρχίζεις καί μαζεύεις, σάν νά ψιλομπῆκες στό πλύσιμο μέ λάθος πρόγραμμα.
Καθόταν πάνω στό σκαμπώ κι ἔπαιζε μ’ ἕνα κομπολόϊ στό χέρι της. Δέν εἶχε ἀνοίξει ἀκόμη τό μαγαζί. Ὁ μπάρμαν ἑτοίμαζε τά δικά του. Ἀπορροφημένος, ἔβγαζε κάτι ποτήρια ἀπ’ τό πλυντήριο.

Στήν ἄλλη ἄκρη ἔχασκε ἀνοιχτή ἡ πίσω πόρτα, ἡ ἔξοδος κινδύνου. Μήπως καί ξεβρώμιζε ἡ ποτισμένη τσιγαρίλα. Δέν ὑπῆρχε βέβαια περίπτωση. Εἶχε κολλήσει σάν λίγδα ἀπό μηχανόλαδα πάνω στά λερά μαξιλάρια τῶν καθισμάτων, σάν γλίτσα ἦταν πάνω στά ξύλινα τραπέζια.
Ἀπόσωνε τό τσιγάρο. Δέν εἶχε διόλου κέφια ἀπόψε. Ξύπνησε τό μεσημέρι κι ἔνιωθε κουρασμένη. Μέ τό ζόρι ἔφτιαξε ἕναν καφέ, ἄναψε τήν τηλεόραση ν’ ἀκούει τίς ὁμιλίες καί ξαναξάπλωσε.
Εἶχε ἀκυρώσει τό ραντεβού γιά τήν ἀποτρίχωση. Βαριόταν. Κόντευε τά σαράντα κι ἔνιωθε ξοφλημένη. Κάποτε ἤθελε ἕναν ἄντρα δίπλα της… Τόσοι ἄντρες πέρασαν-δέν βρῆκε οὔτε ἕναν. Κανείς δέν ξεστραβώθηκε…
Τώρα εἶχε στραβωθεῖ κι αὐτή κι οὔτε πού κοίταζε τό σῶμα της. Κάτι κρέμαγε ἀπό δῶ, κάτι περίσσευε ἀπό κεῖ… Ντυμένη τά κατάφερνε. Φόραγε κάτι ἐσώρρουχα λαστέξ, σάν πανοπλία. Εὐτυχῶς μ’ αὐτούς τῆς ἔλυσε τό πρόβλημα τό «ντά». Κολλάγανε τά μάτια τους στό στόμα της ὅλη τήν ὥρα.

Εἶχε ἐξασκηθεῖ. Μέ τή γλώσσα στά χείλια, μέ τή γλώσσα νά ἰσορροπεῖ ἀνάμεσα στά δόντια, νά κρέμεται στά σκασμένα χείλια της μέ τούς ξερούς κόμπους τοῦ κραγιόν, νά κυλάει ἀπ’ τά ρουθούνια της μ’ ἕνα ξεφύσημα, νά κολυμπάει στό γλαυκό τῶν ματιῶν της.
Πάντα πήγαινε νωρίτερα στή δουλειά. Νά ξεφεύγει ἀπό τό σπίτι της. Τήν ἔβρισκε νά χάνεται στό θολό παλιομοδίτικο καθρέφτη πάνω ἀπ’ τά ράφια μέ τά μπουκάλια. Νά σφηνώνεται στίς ἀχνές γκρίζες ρωγμές, πού ‘χαν χαράξει τά χρόνια στήν ἐπιφάνειά του.
Κανονικά θά ‘χε ξοφλήσει. Ἤ θά ‘πρεπε νά ‘χε δικό της μαγαζί. Ἀλλά-ἄχρηστη. Κι ὄχι ὅτι τά ‘τρωγε τά λεφτά της ὅπου νά ‘ταν καί σ’ ὅ,τι νά ‘ταν, ὅμως εἶχε κι αὐτή στερητικό ἀπό πολλά. Ἔπειτα εἶναι καί τ’ ἀξεσουάρ γιά τή δουλειά. Οἱ γιατροί, τά τραβήγματα, οἱ ἐνέσεις…, παρά πού τά ‘χε βαρεθεῖ κι αὐτά.
Εἶχε καί τόν μικρό πού φρόντιζε. Τόν μάζεψε ἀπ’ τό δρόμο ἕνα βράδυ. Δέν εἶχε βγάλει τό μεροκάματο πού τοῦ ἀναλογοῦσε, τόν σάπισε τό ἀφεντικό στό ξύλο καί τόν πέταξε ἕξω. Τόν βρῆκε νά κοιμᾶται ἀκουμπώντας στόν κορμό τοῦ δέντρου, στό πεζοδρόμιο ἔξω ἀπό τό σπίτι της. Σάν ψόφιο γατί τῆς ἔμοιασε. Φοβήθηκε νά πλησιάσει. Τό κεφάλι του ἦταν σάν μιά μπάλα ἀπό μαλλιά καί λάσπες. Ἡ μούρη του σάν κακοσβησμένη ξεπατικωτούρα.
Ὕστερα κάτι μέσα της κουνήθηκε. Σάν κούνια πέρα-δῶθε. Σάν νά ζαλίστηκε. Ἄν εἶχε κάποιονε κι αὐτή… Πῆγε κοντά, τόν σκούντησε μέ τή μύτη τῆς γόβας. Ἀναστέναξε. Φοβήθηκε νά τόν ἀγγίξει. Τῆς φάνηκε πώς θά ‘σπαζε. «Σήκω ρεμάλι», τοῦ ‘πε καί τοῦ ‘δωσε μιά φτερνιά στό μπράτσο, πού τόν ξύπνησε. «Μάζεφ’τα καί πᾶμε».
Οὔτε γάλα εἶχε οὔτε ψωμί. Αὐτός τήν κοίταζε μ’ ὅλο τό τρέμουλο τῆς ἄγριας νύχτας νά τόνε σπαρταράει σάν κομπρεσέρ στό φόρτε του. Τόν ρώτησε πόσο ήτανε κι οὔτε κουβέντα. Ὅλες οἱ κουβέντες του πνιγμένες μές στά βαθιά του μάτια. Τοῦ ‘βαλε οὐΐσκι μέ νερό καί τοῦ ‘δωσε δυό μουστοκούλουρα πού βρῆκε στό ντουλάπι.

Αὐτός τό ‘πιε μέ τή μία. «Ἐννιάμισι» τῆς εἶπε μασουλώντας ἄτσαλα καί σπρώχνοντας τό ποτήρι νά τοῦ τό ξαναγεμίσει. «Δεν ἔχει ἄλλο! Πήγαινε πλύσου κι ἄντε στό κρεβάτι» τόν διάταξε, σάν νά τοῦ ‘λεγε «γδύσου, μάνα μου, κι ἔρχομαι». Δέν εἶχε ἄλλο τρόπο.
Τώρα τόν ἔχει στό γυμνάσιο. Ἔτριψε μιά-μιά τίς χάντρες τοῦ κομπολογιοῦ ἀνάμεσα στά δάχτυλα. Σάν δυνατή χαρά, χαρά τοῦ ἥλιου, ἡ τριβή μέ τή μπίλια τοῦ κεχριμπαριοῦ. Στό ἰδιωτικό, παρακαλῶ, σκέφτηκε-χαλάλι!
Ὀ μπάρμαν, μέ μιά βαριεστημένη κίνηση μές στήν καθημερινή συνήθειά της, τῆς ξαπόστειλε ἕνα μπωλάκι μέ πατατάκια καί ξηροκάρπια. Ἔκανε νά βάλει κάνα δυό στό στόμα της καί κρατήθηκε μή τά φτύσει. Ταγκιασμένα. Τόν κοίταξε ἁπλῶς. Τί νά πεῖ; Σάμπως ὑπῆρχαν καί καλλίτερα;
Κι αὐτά μέ τό ζόρι. Εἶχαν βαρεθεῖ οἱ πελάτες νά τά κοπανᾶνε ξεροσφύρι, ζήτα-ζήτα στό τέλος τά προσθέσανε στό σέρβις. Ἕνας πακιστανός τά ‘φερνε μιά φορά τό μήνα, στίς τέσσερις τά χαράματα… Ἀπό τήν πίσω πόρτα… Σέ κάτι μικρά τσουβαλάκια… Γύρευε ἀπό ποῦ τά φέρνανε…
Κατέβασε τό ὑπόλοιπο ποτό της μονορρούφι. Δέν εἶχε μπεῖ πελάτης ἀκόμη… Κοίταξε τό ρολόϊ της τινάζοντας φιλάρεσκα τά γυαλιστερά μαλλιά τῆς περούκας. Τῆς ἔπαιρνε πολύ ὥρα νά τήν ξεμπερδεύει κάθε φορά μετά τή δουλειά. Βλέπεις δέν ἦταν ἀπό φυσική τρίχα. Πλαστική. Σάν τά μαλλιά πού ‘χουν οἱ κούκλες. Μπλέκονταν. Γέμιζαν κόμπους ἀπό τά ἄγρια παιγνίδια. Ἑντεκάμισι. Ποῦ διάβολο πῆγαν ἀπόψε ὅλοι;

Κάποιος μπῆκε. Ἔκανε πώς δέν τόν πῆρε εἴδηση. Σήκωσε μέ τρόπο τήν ἤδη κοντή φούστα, ἔβγαλε τή γόβα, ἔτσι ὅπως καθόταν σταυροπόδι, τήν ἔπαιξε ἰσορροπώντας την στά δάχτυλα καί τήν ξαναφόρεσε. Ἦρθε δίπλα της. Τήν ἄγγιξε μέ τόν ἀγκώνα του στό μπράτσο της. Στράφηκε πρός τό μέρος του: «Ντάααα…», βγῆκε ξέπνοη ἡ συλλαβή μέσ’ ἀπ’ τό βλέμμα της πού βούλιαξε λιγωτικά στό δικό του.
«Ρωσσίδα εἶναι;», ρώτησε τόν μπάρμαν κι αὐτός ἔνευσε. «Τί νά σοῦ βάλω;» «Γέμισέ της μ’ ὅ,τι πίνει καί γιά μένα ἕνα διπλό σέ ψηλό ποτήρι. Ἄνευ». Ἐπιδεικτικά, μιά πού δέν εἶχαν κόσμο, ἄνοιξε ἕνα μπουκάλι ἀπό τά ράφια, ἔτσι πού φάνηκε ἡ μπίλια. Ὁ ἄλλος ἔδειξε νά μήν ἔδωσε σημασία. Βούτηξε τό ποτήρι ἄγρια καί τό ‘πιε σάν νερό.
«Εἶσαι χρόνια ἐδῶ;» τή ρώτησε καί σχεδόν πίεζε μέ τό σῶμα του τό σῶμα της. «Ντάαα», τό χαβά της αὐτή. «Θές κάποτε νά ξαναγυρίσεις;» Ἀλλά μέσα της εἶχε ἀρχίσει κι ἔβραζε. Τήν ψιλιαζόταν τή δουλειά ὅταν ἄρχιζαν αὐτές οἱ ἐρωτήσεις. Ὅσοι βιάζονταν νά τίς πάρουν ἀπό ‘δῶ εἶχαν ὄνειρα νά τίς σώσουν. Νά κάνουν σχέσεις μαζί τους καί νά τίς σώσουν, τρομάρα τους.
Πῆρε ἕνα ταγκιασμένο φυστίκι καί τό ‘παιξε στά χείλια της πρίν τό σπάσει μέ τά μπροστινά της δόντια καί πάρει τά κομμάτια του μέ τή γλώσσα της. Δέν εἶχε νά διαλέξει σήμερα. Πρός τό παρόν τουλάχιστον κι ἔπρεπε νά φάει αὐτόν στή μάπα.

Ἡ κούραση πού ἔνιωθε ἀπό τό ἀπόγευμα τήν κατέβαλλε. Μιά ἄρνηση μέσα της τήν ἔκανε νά τά ‘χει στηλώσει. Ἀλλά ἔξω της αὐτό τό «ντά» εἶχε κάνει τόν ἄλλον θηρίο. Θά μποροῦσε νά τήν πετάξει στό πάτωμα καί νά τήν πάρει ἐδῶ καί τώρα.
Ἤπιε καί τό δεύτερο ποτό του καί ζήτησε τρίτο. Ἔτριψε τά γεννητικά του ὄργανα πάνω ἀπό τό παντελόνι του, ἀλλάζοντας δυό-τρεῖς φορές τή στάση τοῦ κορμιοῦ του. «Γαμῶ τή Ρωσία μου» ἔβρισε. Ξέχναγε τήν ἡλικία της καί τ’ ὄνομά της ἀκόμη, ὅταν τούς ἔβλεπε ν’ ἀντιδροῦν ἔτσι. Πέρναγε ἡ μπογιά της ἀκόμη. Πέρναγε! Ἄγρια χαρά μέσα της. Ἀλλά κι ἡ κούραση παρούσα. Δέν τήν ἄφηνε νά κάνει μιά κίνηση παραπάνω, νά γυρίσει τό βλέμμα της μ’ ἐκεῖνο τό παίξιμο πού τούς ἀπογείωνε.
Αὐτός ἔπεσε μ’ ὅλο του τό βάρος στή μπάρα. Λές καί μ’ ἕναν τρόπο τοῦ μετέδωσε τήν κούρασή της. Ἔπιασε μέ τά δυό του χέρια τούς κροτάφους του καί κοίταζε τό μισογεμάτο ποτήρι. Μετά γύρισε πρός τό μέρος της κι ἄρχισε νά τῆς μιλάει. Ἦταν σίγουρος πώς δέν τόν καταλάβαινε. Ποῦ καί ποῦ τοῦ ‘λεγε «ντά» μέ νόημα. Καί δός του αὐτός.
Εἶχαν ἔρθει στό μαγαζί καί μερικοί ἄλλοι. Οὔτε πού τήν ἔνοιαζε. «Εἶστε οἱ καλλίτερες», εἶπε αὐτός. «Πού δέν καταλαβαίνετε. Πού δέν λέτε τίποτα». «Ντάαα» ἀπάντησε μέ γλύκα. Κοίταξε τό ρολόϊ του. Ἔβγαλε ἑκατό εὐρώ καί τῆς τά ‘βαλε κάτω ἀπό τή δεξιά παλάμη της, πού ἀκουμποῦσε στήν ξύλινη μπάρα. Ἔσκυψε καί σάν νά τή φίλησε στή μακρυά ξανθιά περούκα. «Νά ‘χω τή μυρουδιά σου ἔστω ἀπόψε» πέταξε ἕνα πενηντάρικο καί πρός τόν μπάρμαν κι ἔφυγε.

Εὐτυχῶς πού ‘χαν ἔρθει κι οἱ Ρωσσίδες, ἀλλιῶς ἡ Φιλιώ δέν θά ‘χε ψωμί στήν ἡλικία της…

H Nατάσα Ζαχαροπούλου είναι συγγραφέας και ποιήτρια. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα "Ίχνος κραγιόν η νύχτα" (Ανατολικός, 1996) και "Η Ζωή είναι εδώ" (Ανατολικός, 2009), τις συλλογές διηγημάτων "Κι ας με ταξιδεύεις όπου" (Λύχνος, 1995) και "Όπου ορίζει το φιλί" (Ανατολικός, 1999) και τις ποιητικές συλλογές "Να σ' έχω" (Λύχνος, 1995) και "Ατμός" (Ανατολικός, 2008).