Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 5

Ο Άγγελος του Παράξενου Μέρος Α' (ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ!)

του Ζ.Δ. Αϊναλή

Μια Ανθολογία του Φανταστικού 

Περιεχόμενα (1)

Horace Walpole (1717 – 1797) - Ο Πύργος του Otranto (αποσπάσματα)
William Thomas Beckford (1760 – 1844) - Vathek (αποσπάσματα)
Washington Irving (1783 – 1859) - Ο Μύθος του Ακέφαλου Καβαλάρη
Thomas Love Peacock (1785 – 1866) - Αβαείον Εφιάλτης  (αποσπάσματα)
Nathaniel Hawthorne (1804 – 1864) - Ο νεαρός Goodman Brown
Edgar Allan Poe (1809 – 1849) - Χειρόγραφο που βρέθηκε σε μπουκάλι
Edgar Allan Poe - Η πτώση του οίκου των Usher
Edgar Allan Poe - Ο Άγγελος του Παράξενου
M. R. James (1862 – 1936) - Ο θησαυρός του Abbot Thomas
Algernon Blackwood (1869 – 1951) - Η παράνοια του Jones
H. P. Lovecraft (1890 – 1937) - Herbert West – Ο Μετεμψυχωτής

Εισαγωγή

Let the Priests of the Raven of dawn, no longer in deadly black, with hoarse note curse the sons of joy. Nor his accepted brethren, whom, tyrant, he calls free, lay the bound or build the roof. Nor pale religious lechery call that virginity that wishes but acts not!
For every thing that lives is Holy.
[
William Blake, The Marriage of Heaven and Hell]

Στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού υπήρξαν τρεις ιστορικές περίοδοι που με την διανοητική τους εργασία και την πνευματική τους παραγωγή αλλάξαν ριζικά τον τρόπο θέασης του κόσμου και του ανθρώπου εντός του κόσμου αυτού (τουλάχιστον του ευρωπαϊκού κόσμου). Το χαρακτηριστικό των περιόδων αυτών είναι ότι είναι παραγωγικές. Οι περίοδοι αυτοί είναι βεβαίως αρκετά γνωστοί. Πρόκειται για τον ‘μεγάλο’ 5ο προχριστιανικό αιώνα στην αρχαία Αθήνα (510 – 359 π.Χ.), για τον ‘μεγάλο’ 4ο χριστιανικό αιώνα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (312/313 – 476), τον ‘μεγάλο’ 14ο αιώνα της Ιταλικής Αναγέννησης, και, τέλος, τον ‘εκτενή’, κατά την έκφραση του E.J. Hobsbawm, 19ο ευρωπαϊκό αιώνα (1789 – 1914). Το χαρακτηριστικό όλων ανεξαιρέτως των περιόδων που ακολουθούν τέτοιους είδους πολιτισμικές εξάρσεις, ανεξαρτήτως της διάρκειας τους μέσα στον χρόνο, είναι ότι είναι αναλυτικές. Μετά την εποχή της κλασικής φιλοσοφίας/τέχνης ακολουθεί πάντα μια εποχή αλεξανδρινής φιλολογίας, τη θέση του καλλιτέχνη αναλαμβάνει ο θεωρητικός, του στοχαστή ο βιβλιοθηκάριος. Αν θα έπρεπε να μεταφράσω σε νιτσεϊκούς όρους τους παραπάνω όρους, θα έλεγα μάλλον πως οι παραγωγικές εποχές ταυτίζονται με τις περιόδους εκείνες όπου το επικρατών στοιχείο στην ανθρώπινη δραστηριότητα καθίσταται το διονυσιακό, ενώ αντίστροφα κατά τη διάρκεια των αναλυτικών εποχών υπερτερεί το στοιχείο εκείνο, που φέρει ταυτόχρονα και την ευθύνη της διάλυσης του διονυσιακού, που εύγλωττα ο Nietzsche βάπτισε ως σωκρατισμό. 

Όσο περισσότερο πίσω προχωρούμε μέσα στον χρόνο διαπιστώνουμε ότι γίνεται ολοένα και δυσκολότερο να διακρίνουμε και να συλλάβουμε εναργώς όλα τα χαρακτηριστικά που χαρακτηρίζουν τέτοιου είδους εποχές. Αν όμως σταθούμε στον πλέον πρόσφατο, από την δική μας ιστορική αφετηρία, 19ο αιώνα θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε πως τέτοιες παραγωγικές εποχές κάθε άλλο παρά μονοκόμματες ή μονοδιάστατες είναι. Εκτός από παραγωγικές οι εποχές αυτές είναι ταυτόχρονα και πρωτεϊκές, εποχές μεταβλητές, υπό διαμόρφωση, κάθε άλλο δηλαδή παρά από σταθερότητα χαρακτηρίζονται. Περισσότερο από μια ευδιάκριτη επικράτηση του διονυσιακού στοιχείου (ή της ιδανικής εκείνης ισορροπίας μεταξύ απολλώνιου και διονυσιακού που επισφραγίζει τα μεγαλύτερα έργα τέχνης), παρατηρούμε μια λυσσαλέα πάλη μεταξύ του καθεστηκώτος πάντα σωκρατισμού εναντίον του εξεγερτικού διονυσιακού. Και ίσως ίσως η μοναδική ιδιαιτερότητα τέτοιου είδους εποχών να πηγάζει ακριβώς από την λυσσαλέα διαμάχη που δίνουν αναμεταξύ τους για επικράτηση οι διονυσιακές δυνάμεις του ανθρώπου ενάντια στα σωκρατικά χαλινάρια του. Οι εποχές αυτές κατά συνέπεια δεν μπορούν παρά να χαρακτηρίζονται συνολικά από μια διχοτομούσα αντίφαση. Ο «θεωρητικός» άνθρωπος πλάι στον άγριο, ο Diderot πλάι στον De Sade. Την ίδια εποχή όπου γεννιέται ο Διαφωτισμός γεννιέται και ο συμμετρικός αντίποδας του ο Ρομαντισμός. Πλάι σε έναν Comte κάνει την εμφάνιση του ένας Nietzsche. Και το γεγονός ότι το διονυσιακό στοιχείο είναι εξεγερτικό ενώ το σωκρατικό καθεστηκώς, επεξηγεί ιδανικά γιατί πάντα τέτοιου είδους περίοδοι λήγουν με την ‘ήττα’ του διονυσιακού και μιαν εκ νέου, ακόμη ισχυρότερη από πριν, επαναθέσμιση, με τρόπο διαφορετικό, του σωκρατισμού. Όλες οι παραγωγικές εποχές έχουν κάτι το προμηθεϊκό, μια τιτάνια εξέγερση χάριν της ανθρωπότητας που η μοίρα της είναι να σταυρωθεί επάνω σε κάποιον βράχο του Καυκάσου… Και δυστυχώς για μας σήμερα, ενάμισι σχεδόν αιώνα μετά την Γέννηση της Τραγωδίας, είναι αδύνατον πια να άδουμε, μαζί με τον Nietzsche, το υπέροχο τραγούδι του τέλους του σωκρατικού ανθρώπου, τέλους που κι ο ίδιος ο Nietzsche άλλωστε διατύπωνε περισσότερο ως απαίτηση παρά ως διαπίστωση… 

Το διονυσιακό επιφέρει σχεδόν νομοτελειακά μαζί του την άρνηση του υπάρχοντος• την άρνηση της φαινομενικότητας της ενθάδικης ύπαρξης ως αποκλειστικής πραγματικότητας. Έτσι πλάι στον Διαφωτισμό που με την οπτιμιστική ματιά του και την αφελή, προσηνή του πίστη στην πρόοδο θα γίνει, και μάλιστα σε ένα βαθμό συνειδητά, το διανοητικό δεκανίκι του ανερχόμενου αστικοκαπιταλιστικού οικονομικού συστήματος (του Διαφωτισμού εκείνου που οι σύγχρονοι απόγονοι του βρίσκονται σήμερα να διδάσκουνε στις απανταχού καθηγητικές έδρες των Πανεπιστημίων) θα ανδρωθεί με τρομερή βιαιότητα το Sturm und Drang και ο γερμανικός Ρομαντισμός που θα επιδιώξει ακριβώς να αρνηθεί την φαινομενικότητα ενός τρόπου πραγματικότητας που παρουσιάζεται ως η αποκλειστικά πραγματική. Μια άρνηση που θα εκφραστεί κυρίως καλλιτεχνικά (αλλά σε πολλές περιπτώσεις και φιλοσοφικά), και που περνώντας από όλα τα διάμεσα στάδια, θα περάσει από εκείνο της μη-συνειδητότητας (Ρομαντισμός) αρχικά σε αυτό της συνειδητότητας (Μοντερνισμός) τελικά.     

Την διάσταση αυτή της de facto αποδοχής και της εκ διαμέτρου αντίθετης θεμελιακής άρνησης της ‘πραγματικότητας’ ως τέτοιας στην νεότερη εποχή δεν την εκφράζει κανένα άλλο είδος καλύτερα, σε ότι αφορά τουλάχιστον τα νεότερα ιστορικά λογοτεχνικά είδη, από την λογοτεχνία του φανταστικού (είτε αυτή ενσαρκώνεται κυρίως μέσα από το Gothic κατά τον 18ο – 19ο αι. είτε μέσα από το Horror και το Cyberpunk σήμερα). Το γεγονός ότι πολλές φορές οι κυριότεροι εκπρόσωποι και πρωτεργάτες της κατά τον 19ο αι. υπήρξαν και ηγετικές φυσιογνωμίες του Ρομαντισμού (Poe, Blake, Coleridge, Gautier, Novalis) κάθε άλλο παρά τυχαίο μπορεί να χαρακτηριστεί. Το κοινό νήμα που συνενώνει τις δύο απώτατες άκριες της λογοτεχνίας του φανταστικού (τόσο στην πρώιμη Gothic εκδοχή της όσο και στην νεότατη Cyberpunk εκδοχή της) είναι η ‘πίστη’, σε πείσμα ενός ολοκληρωτικού και ισοπεδωτικού ρασιοναλισμού, ότι η ‘πραγματικότητα’ δεν είναι αυτή που φαίνεται και ότι το υποκείμενο εντός της δεν μπορεί κατ’ ανάγκη να την συλλάβει, να την κατανοήσει και να την επεξηγήσει ορθολογικά. Η βασική διαφορά τους, αντίθετα, είναι αυτή η πίστη στο ‘ιερό’, στην φρικώδη υπερβατικότητα, που χαρακτηρίζει το Gothic και η οποία απουσιάζει ολοσχερώς από το Cyberpunk (όσο και από το σύγχρονο Horror, ως μετεξέλιξη του Gothic), το οποίο μπολιασμένο με τα διδάγματα του μοναδικού αυθεντικού λογοτεχνικού είδους του 20ου αι., το Noir, χαρακτηρίζεται από τον απόλυτο κυνισμό και τον μηδενισμό. Στο Gothic το λογοτεχνικό υποκείμενο αναγκάζεται να δει πίσω από τα πέπλα της ‘πραγματικότητας’ την συσκοτισμένη ύπαρξη ενός άλλου, παράλληλου κόσμου, ο οποίος το υπερβαίνει και τον οποίο αδυνατεί να κατανοήσει και που γι αυτόν ακριβώς το λόγο φοβάται. Αντίθετα, στο Cyberpunk το λογοτεχνικό υποκείμενο έχοντας βιώσει ‘το πρόωρο τέλος των ψευδαισθήσεων’ της μετά-μεταμοντέρνας νεωτερικότητας είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την ‘πραγματικότητα’ ακριβώς επειδή αυτή εκλαμβάνεται ως ‘φαινομενική’, ως ‘σχετική’, μόνο που στη θέση της δεν έχει πλέον τίποτ’ άλλο να βάλει. Το λογοτεχνικό υποκείμενο στο Cyberpunk δεν έχει καν την ‘πολυτέλεια’ καταφυγής σε έναν άλλο, έστω και φρικτό και τρομακτικό κόσμο. Αρνείται την ‘πραγματικότητα’ ενστικτωδώς αλλά πλέον αδυνατεί να της ξεφύγει έστω και για να πορευτεί αυτοκαταστροφικά και με τραγική μεγαλοπρέπεια προς το χαμό του όπως ένας Victor Frankenstein ή ένας Herbert West.   

Όσον αφορά τώρα το ίδιο το Gothic ως είδος, το στοιχείο εκείνο που προκαλεί κατάπληξη είναι η εξ αρχής στοχευμένη, αν και σε πολλές περιπτώσεις ίσως ασυνείδητη, αντίθεση όλων των εκπροσώπων του εναντίον του ‘σωκρατικού’ κεκτημένου του Διαφωτισμού. Σε αυτή την πρώιμη φάση του ύστερου 18ου αι. και του πρώιμου 19ου αι., όπου το Gothic δεν έχει εμφανώς αυτονομηθεί από τον Ρομαντισμό, αλλά αντίθετα συμπλέκεται μαζί του, μπορούμε να διακρίνουμε στην καλλιτεχνική πράξη των περισσότερων εκπροσώπων του μερικές πολύ συγκεκριμένες πτυχές αντίδρασης. Αντίδρασης πρώτα απ’ όλα εναντίον ενός ολοκληρωτικού ρασιοναλισμού, αλλά κι ακόμα αντίδραση εναντίον του κρατικού αυταρχισμού, της ‘επίσημης’ λογικής, τον διδακτισμό, τον ωφελιμισμό και τον οπτιμισμό των Διαφωτιστών, την πρόταξη του αποσπασματικού και ανολοκλήρωτου εναντίον του κλασικιστικού ολοκληρωμένου, ομοιόμορφου κι αυτοτελούς (2) . Ανέφερα παραπάνω δύο ήρωες που σηματοδοτούν ίσως την αρχή και το τέλος της εξέλιξης της αντίδρασης αυτής, τον Frankenstein και τον West. Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι πολλοί λογοτέχνες επιλέγουν ως ήρωα έναν φυσικό επιστήμονα (φυσικό, χημικό, γιατρό) ή έναν άνθρωπο πλήρως γαλουχημένο από το πνεύμα του Διαφωτισμού, και ο οποίος ενώ στην αρχή ξεκινάει χλευάζοντας το οτιδήποτε δεν μπορεί να ερμηνευθεί φυσικά-ορθολογικά, απορρίπτοντας το ως καθαρή δεισιδαιμονία, καταλήγει στο τέλος να καταστρέφεται από την βίαιη ενόρμηση του υπερβατικού, για το οποίο εν μέρει ο ίδιος και εν αγνοία του άνοιξε τις πύλες προκειμένου να εισέλθει, στη ζωή του (ο Frankenstein της Shelley, ο ήρωας του MS found in a bottle του Poe, ο Herbert West του Lovecraft). Άλλοι συγγραφείς επιλέγουν μια διαφορετική τακτική προκειμένου να επιτεθούν στο Διαφωτισμό. Έτσι, ο Beckford στο Vathek φαίνεται συνειδητά να υποσκάπτει το discours του Διαφωτισμού. Ενώ αρχικά, λοιπόν, η νουβέλα δίνει την εντύπωση πως δεν πρόκειται για τίποτα άλλο παρά ένα επίδοξο pastiche του Χίλιες και Μια Νύχτες και του Contes Philosophiques του Voltaire, γρήγορα μεταλλάσσεται σε ένα ‘σκοτεινό’, βυρωνικό έργο, που τίποτα δεν διατηρεί από την πρότερη ‘φωτεινή’ βολτερική του υφή και απλοϊκότητα (3) . Εδώ, λοιπόν, χρησιμοποιείται συνειδητά ως πρότυπο του πρώτου μέρους του έργου ένας ‘εστεμμένος’ διαφωτιστής συγγραφέας απλά και μόνο για να αναιρεθεί διαβρωτικά η σκέψη του στη συνέχεια μέσω της ipso facto κατάρριψης της κοσμολογίας του.    

Αν όμως ο συγγραφέας δεν μπορεί να βιώσει αλλιώς την πραγματικότητα παρά μόνο αρνούμενος την και επιλέγοντας, ως εκ τούτου, ως συγγραφική τακτική την άρνηση του υπάρχοντος ως τέτοιου, στον ήρωα δεν απομένει τελικά παρά μονάχα ο τρόμος. «There may be a devilish Indian behind every tree», μονολογεί ο ήρωας του Hawthorne στο Young Goodman Brown. Διότι ο τρόμος έχει τις καταβολές του πάντα στο άγνωστο. Και εκεί ακριβώς είναι που συγκλίνουν τα δύο ξεχωριστά νήματα, γεννώντας έτσι την λογοτεχνία του φανταστικού, όταν το υποσυνείδητο ανικανοποίητο του ιστορικού συγγραφέας συναντά τον ιστορικό τρόμο του φανταστικού λογοτεχνικού υποκειμένου. Όταν ένας συγγραφέας καταφεύγει, συνειδητά ή ασυνείδητα, μικρή σημασία έχει, στο ‘άγνωστο’ για να ερμηνεύσει αυτό που βιώνει στην ‘πραγματικότητα’ του ως γνωστικό ακατανόητο, ως αποσπασματικό, κατακερματισμένο και χασμώδες, και το οποίο το απορρίπτει ακριβώς ως τέτοιο, βρίσκοντας διέξοδο σε έναν παράλληλο, υπερβατικό και φανταστικό κόσμο, τις συνέπειες των επιλογών του τις γεύονται αναπότρεπτα οι ήρωες του. Και αυτό που γεύονται δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο τυφλός τρόμος. Έναν τρόμο τυφλό που εκπορεύεται και από το εγγενές δέος του ανθρώπου μπροστά στον δραματικό διχασμό της ανθρώπινης φύσης, καταδικασμένης να κινείται από τα φωτεινότερα μονοπάτια στις σκοτεινότερες αβύσσους, από τις αγνότερες προθέσεις στα πιο ανεξέλεγκτα πάθη, από την γαλήνη του στοχασμού στην τρικυμία του πάθους, καταδικασμένης να παρατηρεί σιωπηλή και ανίκανη την απελπισμένη μονομαχία, το διηνεκές πέρασμα από τον Ariel στον Caliban και τανάπαλιν. Έναν τρόμο τυφλό που φωλιάζει μέσα στα ερείπια μεσαιωνικών κάστρων, σε πανοπλίες, σε ήχους παράδοξους σαν τρίξιμο αλυσίδων μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, σε πανώριες αλλά κι επικίνδυνες γυναικείες νυχτερινές φιγούρες που περιφέρονται αθόρυβα μέσα στα λευκά νυχτικά τους σε αραχνιασμένα δωμάτια, στις σκιές που γεννά το σεληνόφως και οι οποίες δραπετεύουν από τις ίδιες ακριβώς εκείνες αραχνιασμένες κάμαρες για να χαθούν για πάντα στο σκοτάδι, σε πλοία φαντάσματα, σε πηγάδια στοιχειωμένα, στις αχανείς άγνωστες εκτάσεις του Νέου Κόσμου, με τη δική τους μυθολογία και τη δική τους αυθυπόσταση, σε αποτρόπαια πειράματα και σε φαουστικά homunculi, σε Golem και σε Περιπλανώμενους Ιουδαίους … 

Αυτή η τόσο γνωστή και εν μέρει στερεοτυπική και καταφανώς γκροτέσκα «σκηνοθεσία του τρόμου», όπως αυτή εκτίθεται στο Gothic, δεν είναι βέβαια εξολοκλήρου επινόηση του 18ου και του 19ου αι. Συνδέει, αντίθετα, ως ρεύμα υπόγειο, τα πιο απομακρυσμένα χρονικά και διαφορετικά μεταξύ τους λογοτεχνικά είδη, από το ελληνιστικό/ρωμαϊκό μυθιστόρημα για να περάσει από κει στους μεσαιωνικούς Βίους Αγίων κι από κει στο Ελισαβετιανό δράμα, τον Shakespeare και τον Marlowe, έχοντας περάσει ήδη προηγουμένως απ’ τον Chaucer και για να καταλήξει κάποτε στον Milton. Η μόνη διαφορά είναι πως τώρα πια ο τρόμος και το υπερβατικό στοιχείο γίνονται οργανικό στοιχείο του Ωραίου , και συνεπώς ως αναπόσπαστο τμήμα μιας συλλογικής Αισθητικής εκφράζουν συλλογικά και συμμετέχουν στην μεταβολή και μιας Ηθικής αιώνων. Κανένας λογοτέχνης μέχρι τον 18ο αι. δεν απέδωσε στον τρόμο χαρακτήρα Ωραίου (4). Αντίθετα, ο τρόμος και το υπερβατικό στοιχείο, ο Φόβος, το Κακό, υπήρχαν, ήταν πολύ ζωντανά για να γίνουν αντικείμενο της Αισθητικής, και ακριβώς γι αυτόν το λόγο χρησιμοποιούνταν ως ο αντίποδας, ως το σκοτεινό και το απαγορευμένο. Ο καλλιτέχνης δεν τα επικαλούνταν απλά και μόνο για να «λυτρώσει το βλέμμα από τη φρίκη της νύχτας», για να ξορκίσει το Κακό, ν’ απολυτρώσει απ’ το Φόβο, αλλά τα αξιοποιούσε ακριβώς εξαιτίας της λειτουργικά χρηστικής τους αξίας ως αναπόσπαστα συστατικά του εξορκισμού. Μόνο όταν έπαψαν να υπάρχουν, μόνο όταν πέθαναν και εξορκίστηκαν ως συστατικά στοιχεία του συλλογικού ασυνείδητου μπόρεσαν να καταστούν στοιχεία αισθητικά, και τα οποία πλέον επικαλούνταν ακριβώς για τη δημιουργία αισθητικού αποτελέσματος. Ένα μυθιστόρημα σαν το Δράκουλα, μια ταινία σαν τον Εξορκιστή, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι θα μπορούσε να υπάρχει το Μεσαίωνα cinéma, δεν θα μπορούσαν επ’ ουδενί λόγω να έχουν υλοποιηθεί το Μεσαίωνα. Τα Άνθη του Κακού δεν θα μπορούσαν να έχουν λατρευτεί. Μόνο όταν ο Θεός κι ο μη-Θεός, τ’ ανάποδο του, πέθαναν μπόρεσε να δημιουργηθεί ο απαραίτητος εκείνος ζωτικός χώρος για την αισθητική, δηλαδή ηθικά νεκρή, εκμετάλλευση τους. Ο σύγχρονος αναγνώστης δεν καλείται κατ’ επέκτασιν να αναμετρηθεί με τον τρόμο, να τον νικήσει προκειμένου να μπορέσει να ζήσει απολυτρωμένος από «τους σπασμούς των αναδεύσεων της θέλησης με το σωτήριο βάλσαμο της ψευδαίσθησης». Δεν τον εγκολπώνει προκειμένου να τον αναιρέσει. Αντίθετα, τον αναζητά χάριν της ιδίας του τέρψης (τέρψης εν πολλοίς ασυνείδητης που προκαλείται από την στιγμιαία αφύπνιση εντός του των επιβιωσάντων εκείνων σπαραγμάτων μιας θέασης ενός κόσμου οριστικά παρελθόντος), προκειμένου να ξεφύγει από την ανία, διαρκώς γιγαντούμενη,  της αφόρητα επίπεδης παροντικής ζωής του σ’ έναν κόσμο άλλον, εντελώς διαφορετικό, μυστηριακό και πλέον οριστικά χαμένο…  

"L’art touche-t-il à sa fin ? La poésie périt-elle pour s’être regardée en face, de même que celui qui a vu Dieu meurt ?", αναρωτιέται ο Maurice Blanchot στο Le livre à venir. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι σχετική. Εξαρτάται από το τι τέχνη θέλουμε, τι λογοτεχνία ζητάμε… και ούτε καν, καθώς το ερώτημα δεν τίθεται σωστά… σε καμιά άλλη εποχή η τέχνη δεν ήταν τόσο ξεκομμένη από την καθημερινή ζωή, σε καμιά άλλη εποχή δεν υπήρχε η τέχνη για την τέχνη, σε καμιά άλλη εποχή δεν υπήρχε αυτονομημένη Αισθητική – με ή χωρίς Α κεφαλαίο… κι όμως σήμερα μετά την ολοκληρωτική παγίωση του θεωρητικού ανθρώπου ως κυρίαρχου ανθρωπολογικού μοντέλου, και μετά τα πρώτα πανηγυρίσματα για την ‘αυτονόμηση’ της τέχνης, γρήγορα φάνηκε το προϊόν τέλμα στις πραγματικές, αποθαρρυντικές του διαστάσεις… διότι όταν η τέχνη καθίσταται ένα απλό διατροφικό συμπλήρωμα μιας φτωχής σε θρεπτικές ουσίες χορτοφαγικής ζωής, τότε και η ζωή δεν μπορεί παρά να αποκαλύπτει τη δραματική αδυναμία της, την πιέζουσα ελλειμματικότητα της. Όταν η ζωή, στερούμενη βιώματος, καθίσταται άπορη ηδονοβλεψία, τότε κι η τέχνη δεν μπορεί παρά να γίνει εξ ανάγκης ηδονοβλεπτική. Η τέχνη είναι επικοινωνία και ως εκ τούτου καλλιτέχνης και κοινωνία δεν μπορεί παρά να βρίσκονται σε μόνιμη διάδραση. Ο διαβόητος μπωντλερικός hypocrite lecteur δεν μπορεί παρά να είν’ αδερφός και όμοιος του συγγραφέα καθόσον δεν νοείται τέχνη αποκομμένη από την κοινωνία. Τα τελευταία 50 χρόνια κατά καιρούς ακούμε καλλιτέχνες ή ‘θεωρητικούς’ να μεμψιμοιρούν για το «θάνατο της τέχνης» την στιγμή εκείνη που θα έπρεπε να πενθούν για το θάνατο της ίδιας της ζωής. Ας σκοτώσουμε μέσα μας τον θεωρητικό άνθρωπο! Αυτό το σκυφτό, ραχιτικό καμπουριασμένο πλάσμα το τόσο στερημένο από χαρά κι από ζωή, ας επανασυνδεθούμε με τις μυστικές, λησμονημένες πηγές της ζωής, ας καταστήσουμε την τέχνη οργανικό μέρος της ζωικής μας καθημερινότητας με τον ίδιο τρόπο που τρώμε, αφοδεύουμε, αναπνέουμε, κάνουμε έρωτα και πεθαίνουμε και τότε ίσως και να δούμε ξανά την ζωή που θέλουμε να βλασταίνει και να μας υπαγορεύει μόνη της μια τέχνη ζωντανή, δυναμική, οργανικά συνδεδεμένη με το ανθρώπινο σύνολο και τις φαινομενικότητες του… ας επιχειρήσουμε να μετατρέψουμε σε όνειρο τη ζωή και τη ζωή σε όνειρο… ας μην αρκεστούμε να θρηνούμε για τη ζωή που δεν ζήσαμε και την τέχνη που δεν κατορθώσαμε… ας συρράψουμε συλλέγοντας μέλη από κοιμητήρια σκοτεινά ακοίμητοι τις νύχτες έναν καινούργιο Φρανκενστάιν, μία καινούργια ζωτική Μυθολογία, κι αφού φυσήξουμε μία πνοή στα χείλη της καινούργια ας την αφήσουμε να μας καθοδηγήσει, να μας πάρει στους τερατώδεις ώμους της και να πορευτούμε έτσι μαζί της βαθιά μες τ’ αχανή διαστήματα της Νύχτας… και ίσως τότε να δούμε κάπου στο βάθος να ξημερώνει μια νεότητα νέα… κοριτσάκια κι αγοράκια ολόγυμνα και ανθηφόρα, παίζοντας, χορεύοντας και τραγουδώντας, ορθάνοιχτες να μας τείνουν τις αγκάλες τους γελώντας…    

Edgar Allan Poe
(1809-1849)

Χειρόγραφο που βρέθηκε σε μπουκάλι

Qui n’a plus qu’un moment à vivre
N’a plus rien à dissimuler.
                                                                                                                              

[Quinault Atys] (5)     

Για τον τόπο μου και για την οικογένεια μου λίγα πράγματα έχω να διηγηθώ. Ανάρμοστες συμπεριφορές και του χρόνου το μάκρος με απομάκρυναν απ’ τον έναν και μ’ αποξένωσαν απ’ τον άλλον. Η πατρική περιουσία μου μου επέτρεψε να λάβω μιαν εκπαίδευση διόλου ευκαταφρόνητη, ενώ η στοχαστική κλίση του μυαλού μου μου επέτρεψε να συστηματοποιήσω τις ιστορίες εκείνες που οι πρώιμες σπουδές μου είχαν επιμελώς σωρεύσει. Περισσότερο από όλα μου τα αναγνώσματα, οι εργασίες των Γερμανών ηθικών μου χάρισαν πραγματική ευδαιμονία, όχι τόσο εξαιτίας κάποιου νοσηρά προμελετημένου θαυμασμού της δικής τους εύγλωττης τρέλας, όσο κυρίως εξαιτίας της άνεσης με την οποία η έξις των εγγενώς δύσκαμπτων συλλογισμών μου μου επέτρεπε να ανιχνεύω την πλάνη τους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που επικρίθηκα για το άγονο της διανοίας μου, ενώ η απουσία φαντασίας μου καταλογιζόταν περίπου σαν έγκλημα, την ίδια στιγμή που ο πυρρωνισμός των απόψεων μου με καθιστούσε παντού και πάντα διαβόητο. Μάλιστα, μια έντονη εκτίμηση της φυσικής φιλοσοφίας, έχει, φοβούμαι, σημαδέψει ανεξίτηλα τη σκέψη μου με κείνο το αρκετά τυπικό σφάλμα της εποχής μας, εννοώ, δηλαδή, την τάση να επιχειρούμε να υποτάξουμε τα γεγονότα, ακόμη και τα λιγότερο ως προς αυτό ενδεδειγμένα, στις αρχές τις συγκεκριμένης επιστήμης. Για να μην μακρηγορώ, ουδείς άνθρωπος θα ήταν λιγότερο επιρρεπής από μένα ως προς το να απομακρυνθεί από την τετράγωνη λογική της αλήθειας παρασυρμένος από το ignes fatui της δεισιδαιμονίας. Θεώρησα πρέπων να το τονίσω αυτό ήδη από μιας αρχής φοβούμενος μήπως και την ασύλληπτη ιστορία που έχω να σας διηγηθώ την εκλάβετε ως αποκύημα μιας ακατέργαστης φαντασίας κι όχι εμπειρία θετική μιας συνείδησης στην οποία η ρέμβη της φαντασίας στάθηκε σ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξης της νεκρό γράμμα, κατάσταση σχεδόν μηδενική. 

Έπειτα από πλήθος χρόνια σπαταλημένα σε ταξίδια μακρινά σάλπαρα το έτος 18-  απ’ το λιμάνι της Μπατάβια, στο πλούσιο και πολυάνθρωπο νησί της Ιάβα, για ένα ταξίδι στο Αρχιπέλαγος. Έφευγα σαν ταξιδιώτης μην έχοντας κανένα άλλο κίνητρο εξόν από ένα είδος νευρικής διάθεσης ανικανοποίητου κι αειφυγίας που ανέκαθεν στοίχειωνε την ύπαρξη μου σαν δαίμονας. 

Το πλοίο μας ήταν ένα υπέροχο σκαρί με εκτόπισμα τετρακοσίων περίπου τόνων, επιχαλκωμένο, κατασκευασμένο από ξύλο τηκ του Μαλαμπάρ και ναυπηγημένο στη Βομβάη. Ήταν φορτωμένο με βαμβακερό μαλλί και λάδι απ’ τα νησιά Λάκαντιβ. Το φορτίο περιλάμβανε ακόμη ψάθινες ίνες, ακατέργαστη ζάχαρη, γάλα καρύδας, καρύδες και μερικά κασόνια όπιο. Το εμπόρευμα, όμως, ήταν κάπως αδέξια φορτωμένο με αποτέλεσμα το πλοίο να παρουσιάζει μιαν ελαφριά κλίση.

Ο απόπλους συνοδεύτηκε από ένα υποτονικό, αδύναμο αεράκι με αποτέλεσμα για μέρες ολόκληρες να μην αντικρίζουμε παρά την ανατολική ακτή της Ιάβα, δίχως κανένα άλλο περιστατικό να ξεγελά έστω και λίγο την αβάσταχτη μονοτονία του ταξιδιού πέρα από το περιστασιακό συναπάντημα με καμιά ασήμαντη βραχονησίδα. 

Μια βραδιά, γερμένος στην κουπαστή, παρατήρησα στα βορειοδυτικά ένα πολύ παράξενο μοναχικό σύννεφο. Ήταν αξιοπρόσεχτο όχι μόνον χάριν της απόχρωσης του μα κι επειδή ήταν το πρώτο σύννεφο που απαντούσαμε αφότου αναχωρήσαμε απ’ τη Μπατάβια. Το παρατήρησα εντατικά ίσαμε το μούχρωμα, οπότε και απλώθηκε δια μιας σ’ όλο το πλάτος του στερεώματος απ’ τ’ ανατολικά έως τα δυτικά σχηματίζοντας στον ορίζοντα μια λεπτή λωρίδα υδρατμών, θυμίζοντας έτσι από μακριά απόμερο ακρογυάλι. Η προσοχή μου, όμως, μετά απ’ αυτό αμέσως αποσπάστηκε από την κόκκινη, γεμάτη αίμα, εμφάνιση του φεγγαριού και την ιδιάζουσα εμφάνιση της θάλασσας. Διότι η τελευταία υφίστατο μια ραγδαία μεταβολή και το νερό φάνταζε πολύ περισσότερο του συνηθισμένου διαφανές. Μολονότι μπορούσα πολύ εύκολα να διακρίνω τον πυθμένα, ανασύροντας το μολύβι του βυθόμετρου με κατάπληξη διαπίστωσα πως το πλοίο βρισκόταν στις δεκαπέντε οργιές βάθος. Αμέσως ο αέρας έγινε ανυπόφορα θερμός και η ατμόσφαιρα γέμισε με ελικοειδής αναθυμιάσεις όμοιες μ’ εκείνες που αναδίνει το καυτό σίδερο. Καθώς η νύχτα έπεφτε εξέπνευσε και η τελευταία πνοή του ανέμου και επικράτησε μια, πέρα πάσης φαντασίας, ολοκληρωτική άπνοια. Η φλόγα ενός κεριού που έκαιγε στην πρύμνη έστεκε ακίνητη, ενώ μια μακριά τρίχα, που επί τούτου κράτησα ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρα, κρεμάστηκε ακίνητη, ανίκανη να προδώσει το παραμικρό ίχνος δόνησης. Εν πάση περιπτώσει, καθώς ο καπετάνιος διεμήνυσε ότι αδυνατούσε να διακρίνει οποιαδήποτε ένδειξη κινδύνου και καθώς κατευθυνόμασταν ήδη προς την ακτή, διέταξε να κατεβάσουμε τα ιστία και να ρίξουμε την άγκυρα. Σκοπιά δεν ορίστηκε καμιά και το πλήρωμα αποτελούμενο σχεδόν εξ ολοκλήρου από Μαλαισιανούς ξαπλώθηκε φαρδιά πλατιά, όχι δίχως κάποια προκλητικότητα, στην κουβέρτα. Εγώ κατέβηκα κάτω με μιαν ακαθόριστη αίσθηση ανησυχίας να έχει φωλιάσει στη ψυχή μου. Πράγματι, κατά τα φαινόμενα δικαιολογούμουν να φοβούμαι για κανέναν σιμούν (6). Εξομολογήθηκα στον καπετάνιο τους φόβους μου αλλά εκείνος αδιαφορώντας παγερά, με παράτησε μόνο με τις ανησυχίες μου δίχως να καταδεχτεί καν να μου δώσει μιαν απάντηση. Η αγωνία μου μολαταύτα με εμπόδιζε να κοιμηθώ και γύρω στα μεσάνυχτα είπα ν’ ανέβω στο κατάστρωμα πάλι. Με το που έβαλα το πόδι μου στο πρώτο σκαλί της εφεδρικής σκάλας αιφνιδιάστηκα από έναν πνιχτό συριστικό, σα μουρμούρισμα, ήχο, όπως αυτόν που προκαλεί η γοργή περιστροφή του τροχού του μύλου, και προτού κατορθώσω να συλλάβω τη σημασία του, ένιωσα το πλοίο να τραντάζεται, με απαράμιλλη βιαιότητα, στο κέντρο του. Την αμέσως επόμενη στιγμή ένα πελώριο αφρισμένο κύμα μας πέταξε στα δοκάρια και σαρώνοντας ολάκερο το κατάστρωμα από την πλώρη ως την πρύμνη πλημμύρισε όλο το πλοίο. 

Η τρομερή ένταση του χτυπήματος αποδείχτηκε, από μία άποψη, σωτήρια για το πλοίο. Γιατί παρόλο που έμπασε σε τέτοιο βαθμό νερά, ώστε ακόμα και τα κατάρτια να έχουνε καταποντιστεί, αναδύθηκε έπειτα από ένα λεπτό, βαρύ καθώς ήταν, από τη θάλασσα κι αφού αμφιταλαντεύτηκε για λίγο κάτω από την τεράστια δύναμη της καταιγίδας, τελικά ξαναβρήκε την ισορροπία του. 

Από ποιο θαύμα γλίτωσα από το βέβαιο σχεδόν χαμό μου είναι αδύνατον να το πω. Εμβρόντητος ακόμη από τη δύναμη του νερού, βρήκα τον εαυτό μου να προσπαθεί να συνέλθει σφηνωμένο ανάμεσα στην κουπαστή και το πηδάλιο. Με τρομερή δυσκολία επανέκτησα τις αισθήσεις μου και κοιτάζοντας ζαλισμένα τριγύρω, συνειδητοποίησα που ήμασταν ακόμα ανάμεσα σε θεόρατα κύματα• τόσο τρομαχτική ήταν, πέρα κι από την πλέον οργιώδη φαντασία, η δίνη των καθώς βουνά ψηλών και αφρισμένων κυμάτων που μας είχαν από παντού περικυκλώσει. Μετά από λίγες στιγμές έφτασε στ’ αυτιά μου ο ήχος της φωνής ενός γέρου Σουηδού, ο οποίος είχε μπαρκάρει μαζί μας την τελευταία στιγμή στο λιμάνι του απόπλου. Φώναξα προς το μέρος του με όση δύναμη μου είχ’ απομείνει και σε λίγο έφτασε τρεκλίζοντας στην πρύμνη. Δεν αργήσαμε να διαπιστώσουμε πως ήμασταν, αλίμονο, οι μοναδικοί επιζώντες του δυστυχήματος. Όλοι όσοι βρισκόντανε στο κατάστρωμα, με εξαίρεση εμάς, είχαν όλοι παρασυρθεί από τη θάλασσα. Ο καπετάνιος κι οι βοηθοί πρέπει να είχαν χαθεί ενόσω κοιμόνταν, γιατί οι καμπίνες είχανε κατακλυσθεί απ’ το νερό. Οι δυο μας μόνο όμως και δίχως άλλη βοήθεια, λίγα μπορούσαμε να κάνουμε για τη σωτηρία του πλοίου και γρήγορα εγκαταλείψαμε παραιτημένοι κάθε προσπάθεια καθώς από στιγμή σε στιγμή περιμέναμε να βυθιστούμε και πάλι. Τα μαντάρια (7), βέβαια, είχαν κοπεί στα δυο ήδη με το πρώτο ξέσπασμα του τυφώνα, αλλιώς θα είχαμε κινδυνεύσει να βυθιστούμε ακαριαία. Πλέαμε με μια ταχύτητα τόσο τρομακτική στη θάλασσα ώστε από καιρού εις καιρόν το νερό να σχηματίζει εμπρός μας χάσματα μεγάλα. Το ξύλο της πρύμνης είχε ανεπανόρθωτα καταστραφεί και γενικά από κάθε άποψη είχαμε υποστεί τεράστιες ζημιές. Τουλάχιστον όμως, προς μεγάλη μας ικανοποίηση, διαπιστώσαμε όχι μονάχα ότι οι αντλίες ήταν ανέπαφες αλλά και το ότι η σταθερότητα του πλοίου δεν είχε σοβαρά επηρεαστεί. Η κυριότερη μανία της υδάτινης έκρηξης είχε κιόλας παρέλθει και πλέον διατρέχαμε σχετικά μικρό κίνδυνο από τη βιαιότητα του ανέμου. Ωστόσο, ατενίζαμε μπροστά μας προς την ποθούμενη ολοκληρωτική γαλήνη με μεγάλη είν’ αλήθεια ακόμη ανησυχία. Γιατί δεν είχαμε άδικο να φοβόμαστε πως σε τούτη την ελεεινή κατάσταση που βρισκότανε το πλοίο, θα χανόμασταν αναπόφευκτα στην πρώτη θαλασσοταραχή που θα ακολουθούσε. Αλλά αυτή μας η ανησυχία δεν φαινόταν με κανέναν τρόπο πιθανόν να επαληθευτεί άμεσα. Για πέντε ολάκερα μερόνυχτα –  κατά τη διάρκεια των οποίων κρατιόμασταν στη ζωή μόνο με μια μικρή ποσότητα ακατέργαστη ζάχαρη, την οποία και προμηθευόμασταν με μεγάλη δυσκολία από το θάλαμο της πλώρης – αυτό που είχε απομείνει από ό,τι κάποτε ήταν το πλοίο μας, έσκιζε με τέτοια ταχύτητα τα κύματα, ενάντια σε κάθε υπολογισμό, για να ακολουθήσει γρήγορα τις διάφορες εναλλαγές του ανέμου, οι οποίες δίχως βέβαια να μπορούν να συγκριθούν με την πρώτη βιαιότητα του σιμούν, παρέμεναν πολύ περισσότερο τρομακτικές από οιανδήποτε θύελλα είχα προηγουμένως αντιμετωπίσει. Η πορεία τις τέσσερις πρώτες μέρες ήτανε με μηδαμινές αποκλίσεις νότιο-ανατολικά και νότια. Πρέπει μάλιστα να είχαμε αφήσει πίσω μας ακόμα και τις ακτές της Νέας Ολλανδίας. Την πέμπτη μέρα το κρύο έγινε αβάσταχτο, μολονότι ο άνεμος φαινότανε να μας παρασέρνει μιαν ιδέα βορειότερα. Ο ήλιος ανέτειλε με μιαν αρρωστιάρικα χλωμή ακτινοβολία και σκαρφάλωνε ελάχιστα στον ορίζοντα εκχέοντας στο στερέωμα ένα αδύναμο φως. Δεν φαινότανε πουθενά το παραμικρό σύννεφο κι ωστόσο ο άνεμος δεν έλεγε να κοπάσει αλλά φυσούσε με μιαν ανήσυχη κι ασταθή μανία. Περίπου κατά το μεσημέρι, όσο μπορούσαμε να υπολογίσουμε, η προσοχή μας αιχμαλωτίστηκε ξανά απ’ την εμφάνιση του ήλιου. Δεν ανέδιδε σχεδόν καθόλου φως, καθώς τουλάχιστον θα έπρεπε, αλλά μια θαμπή και σκυθρωπή λάμψη δίχως καθόλου αντανακλάσεις θαρρείς και είχανε διαθλασθεί οι ακτίνες του. Λίγο πριν βυθιστεί στη φουσκωμένη θάλασσα ο πυρήνας του χανόταν σαν να τον έσβησε βιαστικά κάποια μυστηριώδης υπέρτερη δύναμη. Ήτανε μια θαμπή, σαν ασήμι, στεφάνη μόνη καθώς βιαζότανε να βυθιστεί μέσα σ’ έναν απύθμενο ωκεανό.   

Περιμέναμε μάταια τον ερχομό της έκτης μέρας – για μένα ακόμα δεν έχει φτάσει αυτή η μέρα – για το Σουηδό δεν έμελλε ποτέ να φτάσει. Έκτοτε ήμασταν τυλιγμένοι σ’ ένα παχύ σκοτάδι, τέτοιο που ήταν αδύνατο να διακρίνουμε το οποιοδήποτε αντικείμενο στα είκοσι βήματα από το πλοίο. Αιώνια μόνο νύχτα μας περιέβαλλε αμετάβλητα δίχως ν’ αντικαθίσταται ποτέ από τη στίλβουσα λαμπρότητα της θάλασσας των τροπικών στην οποία είχαμε τόσο συνηθίσει. Παρατηρήσαμε, μολαταύτα, πως η θύελλα παρόλο που συνέχιζε να μαίνεται μ’ αδιάπτωτη μανία, δεν παρατηρούταν πλέον η συνήθης εμφάνιση αφρού κι αναταραχής που ίσαμε τότε μας συνόδευε. Όλα γύρω ήτανε τρόμος κι ερεβώδες σκοτάδι κι έρημος αποπνικτική εβένου μαύρη. Υπέρλογος τρόμος πήρε να φωλιάζει σιγά σιγά στη ψυχή του γέρο-Σουηδού ενώ κι η δική μου τυλίχτηκε μια κατάπληξη σιωπηλή. Εγκαταλείψαμε κάθε μέριμνα για το πλοίο, ως κάτι περισσότερο κι από ανώφελο, και ασφαλίζοντας τους εαυτούς μας όσο το δυνατόν καλύτερα στη βάση του πρυμναίου ιστού, ατενίζαμε πικρά τον ωκεάνιο κόσμο. Δεν είχαμε βέβαια κανένα μέσο υπολογισμού του χρόνου, ούτε και μπορούσαμε να σχηματίσουμε μια κάποια σαφή αντίληψη της κατάστασης μας. Πάρα ταύτα, ήμασταν πεπεισμένοι πως είχαμε βρεθεί νοτιότερα από οποιονδήποτε άλλο θαλασσοπόρο προηγουμένως και γι αυτόν ακριβώς το λόγο η κατάπληξη μας αύξαινε σταθερά όσο δεν απαντούσαμε τα συνηθισμένα σε τούτες τις θάλασσες εμπόδια πάγου. Εν τω μεταξύ, η κάθε στιγμή κινδύνευε να είναι η τελευταία μας έτσι που τα, συχνά γιγαντιαία, κύματα αγωνίζονταν να μας κατακλύσουν. Η θαλασσοταραχή ξεπερνούσε ό,τι είχα ποτέ φανταστεί ως πιθανό και το ότι δεν μας είχε καταποντίσει εδώ και μέρες ήταν απλά θαύμα. Ο σύντροφος μου έκανε λόγο για την ελαφρότητα του φορτίου και μου υπενθύμιζε τις εξαιρετικές ιδιότητες του σκάφους μας. Όμως εγώ δεν μπορούσα πλέον να συγκρατηθώ και κάθε στιγμή εξέφραζα τις ανύπαρκτες πια ελπίδες μας και θλιμμένα προετοιμαζόμουν για το μοιραίο, που αναπόφευκτα ήτανε να ‘ρθει δίχως τίποτα να μπορεί να το αναβάλλει έστω και για μιαν ώρα ακόμα καθώς κόμβο τον κόμβο η αναταραχή της πισώδους, αδυσώπητης θάλασσας γινόταν ολοένα απελπιστικότερα τρομακτική. Ήταν στιγμές που μας κοβότανε η ανάσα σε μιαν ακούσια ανάληψη ψηλότερα από τα αλμπατρός – κι άλλες ζαλιζόμασταν απ’ την ταχύτητα της απότομης πτώσης σ’ αυτήν την υδάτινη κόλαση όπου ο αγέρας ήτανε στάσιμος κι ήχος κανείς δεν διατάραζε την αδράνεια. 

Στον πυθμένα μιας τέτοιας αβύσσου βρισκόμασταν όταν μια πνιχτή κραυγή του συντρόφου μου ξέσπασε τρομαγμένα στο σκοτάδι. «Κοίτα, κοίτα», φώναζε, ουρλιάζοντας μες τ’ αυτιά μου, «Παντοδύναμε Θεέ! Κοίτα, κοίτα». Καθώς μιλούσε αντιλήφθηκα μια θαμπή, μουντή ακτινοβολία ερυθρού φωτός που σαν να έρεε από τα χείλη του τεράστιου εκείνου χάσματος όπου είχαμε ακουμπήσει κι έριχνε μια λάμψη απόκοσμη στο κατάστρωμα. Σηκώνοντας προς τα πάνω τα μάτια μου αντίκρισα ένα θέαμα που πάγωσε το αίμα μέσα στις φλέβες μου. Σ’ ένα δυσθεόρατο ύψος ακριβώς επάνω μας και πάνω από το χείλος της απότομης κατωφέρειας αιωρούταν ένα θεόρατο πλοίο τετρακοσίων περίπου τόνων. Μόλο που υψωνότανε στην κορφή ενός κύματος εκατό τουλάχιστον φορές ψηλότερο απ’ αυτό, το μέγεθος του ξεχώριζε εμφανώς από οποιουδήποτε άλλου πλοίου της γραμμής ή και αυτής ακόμα της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών. Το τεράστιο σκαρί του ήταν ενός βαθιού, σκοτεινού μαύρου χρώματος ενώ η κοψιά του δεν έμοιαζε με καμία συνηθισμένη. Μια μονή σειρά μπρούτζινα κανόνια προεξείχε απ’ την αριστερή πλευρά του πλοίου και πυκνές σειρές φωτιές – από τους αναρίθμητους φανούς μάχης, που ταλαντευόνταν απ’ τα ξάρτια του – ξεπρόβαλαν από τις στίλβουσες επιφάνειες. Αλλά ό,τι κυρίως γέμισε τις ψυχές μας με κατάπληξη και τρόμο ήταν κυρίως ότι κατέπλεε αβίαστα υπό την πίεση της αφύσικης αυτής θάλασσας και του ανεξέλεγκτου αυτού τυφώνα. Όταν για πρώτη φορά το διακρίναμε, η πλώρη του ήταν το μόνο που φαινόταν καθώς ανέτειλε αργά απ’ το θολό κι εφιαλτικό κενό που έχασκε μπροστά του. Για μια και μοναδική στιγμή ακαριαίου τρόμου ακινητοποιήθηκε επάνω στο ιλιγγιώδες αυτό ύψος των κυμάτων, καθώς να είχε συναίσθηση της υπεροχής του, ταλαντεύτηκε για λίγο κι ύστερα κατέπεσε. 

Τη στιγμή εκείνη κι εγώ δεν ξέρω τι αίσθηση αυτοσυντήρησης κατέλαβε τη ψυχή μου. Παραπατώντας κατευθύνθηκα όσο εγγύτερα προς την πρύμνη μπορούσα και περίμενα χωρίς φόβο, παραιτημένα, την επικείμενη καταστροφή. Το πλοίο μας πλέον, εγκαταλείποντας τον αγώνα, βυθιζόταν με το κεφάλι στη θάλασσα. Η ένταση του κατερχόμενου υδάτινου όγκου το χτύπησε συνεπώς ακριβώς στο μέρος εκείνο του σκελετού που ήταν ήδη ολόκληρο σχεδόν κάτω από την επιφάνεια του νερού και το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν να με εκσφενδονίσει με μιαν ασύγκριτη βιαιότητα στα ξάρτια του ξένου πλοίου. 

Εγώ πέφτοντας προσπάθησα να διαφύγω της προσοχής του πληρώματος• και μέσα στη σύγχυση που ακολούθησε απέδωσα ακριβώς τη σωτηρία μου στο γεγονός ότι είχα διαφύγει της προσοχής του πληρώματος. Με μικρή δυσκολία μόνο διέσχισα απαρατήρητος την απόσταση ίσαμε την καταπακτή που ήταν μισάνοιχτη και σύντομα βρήκα την ευκαιρία να κρυφτώ στο αμπάρι. Γιατί ενήργησα έτσι ούτε και γω δεν ξέρω. Ένα απροσδιόριστο συναίσθημα δέους το οποίο από την πρώτη στιγμή που αντιλήφθηκα το πλήρωμα του πλοίου με κατέλαβε, ίσως να υπήρξε η αιτία της ανεξήγητης διάθεσης μου να κρυφτώ. Ότι ήμουν απρόθυμος να εμπιστευτώ τον εαυτό μου στα χέρια ανθρώπων που μου είχαν μεταδώσει, απ’ ότι φευγαλέα μπόρεσα να διαπιστώσω, τόσες πτυχές ταυτόχρονα του ακαθόριστου, του νέου κι άγνωστου, της αμφιβολίας και του φόβου. Θεώρησα έτσι καλύτερο να μηχανευτώ μια κρυψώνα στ’ αμπάρι. Κι αυτό έκανα μετακινώντας ένα μικρό μέρος των σανίδων έτσι ώστε να μου παρέχουν ένα βολικό ησυχαστήριο ανάμεσα στις γιγαντιαίες δοκούς του πλοίου. 

Ότι είχα τελειώσει τις απαραίτητες εργασίες όταν βήματα στο αμπάρι με ανάγκασαν να το χρησιμοποιήσω. Κάποιος άνδρας πέρασε ακριβώς μπροστά από την κρυψώνα μου με ασταθή κι αδύναμο βηματισμό. Από κει που ήμουν δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπο του, αλλά είχα την δυνατότητα να παρατηρήσω τη γενικότερη εμφάνιση του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν αναμφίβολα η προσωποποίηση του γήρατος και της αδυναμίας. Τα γόνατα του τρέμαν υπό το βάρος των χρόνων κι ολόκληρο το κορμί του παρέπαιε συντριμμένο απ’ το δυσβάσταχτο τούτο φορτίο. Μουρμούριζε κάτι στον εαυτό του σ’ έναν χαμηλό, σπασμένο τόνο, ψελλίζοντας κάποιες λέξεις μιας ακατάληπτης γλώσσας και ψαχουλεύοντας στα σκοτεινά σε μια γωνιά ανάμεσα σ’ ένα σωρό από παρατημένα εργαλεία και παλιούς, ξεφτισμένους χάρτες ναυτικούς. Οι τρόποι του ήταν ένα άγριο μείγμα της δυστροπίας της δεύτερης παιδικής ηλικίας και της ιερατικής μεγαλοπρέπειας του Θεού. Έπειτα από λίγο ανέβηκε στο κατάστρωμα και δεν τον ξανάδα.

***

Ένα συναίσθημα, για το οποίο δεν έχω όνομα, κατέλαβε την ψυχή μου, μια αίσθηση που δεν επιδέχεται της παραμικρότερης ανάλυσης και για την οποία τα διδάγματα των περασμένων χρόνων είναι ανεπαρκή και, ως εκ τούτου, για τον ίδιο λόγο, φοβούμαι, πως και το ίδιο το μέλλον δεν θα έχει να μου προσφέρει κανένα κλειδί. Για μια συνείδηση σαν τη δική μου, η τελευταία αυτή σκέψη είναι αληθινά καταστροφική. Δεν πρόκειται ποτέ – το ξέρω καλά πως ουδέποτε πρόκειται – να νιώσω την ικανοποίηση της εκτίμησης της φύσης των συλλογισμών μου. Επιπλέον, είναι πραγματικά ελάχιστα εκπληκτικό το ότι οι συλλογισμοί μου αυτοί είναι τόσο ακαθόριστοι, καθώς έχουνε την αφετηρία τους σε πηγές τόσο απροκάλυπτα καινούργιες. Μια καινούργια αίσθηση, μια νέα οντότητα νιώθω να προστίθεται στη ψυχή μου…

***

Πάει καιρός που βηματίζω πάνω κάτω σε τούτο το απαίσιο πλοίο και οι ακτίνες του πεπρωμένου μου μοιάζουν ν’ αρχίζουν να συγκεντρώνονται σε κάποιο επίκεντρο. Ακατανόητοι άνθρωποι! Απορροφημένοι με μέριμνες που αδυνατώ να προσδιορίσω, με προσπερνούν δίχως να με αντιλαμβάνονται καν. Η τόση μου έγνοια ν’ αποκρύψω την ύπαρξη μου στην αρχή, αποδεικνύεται τώρα παντελώς άχρηστη. Οι άνθρωποι αυτοί δεν πρόκειται ποτέ να με δουν. Μόλις τώρα πέρασα επίτηδες μπροστά απ’ τα μάτια του δεύτερου (8) · πριν λίγο τόλμησα να τρυπώσω στην ιδιωτική καμπίνα του καπετάνιου απ’ όπου και προμηθεύτηκα την απαραίτητη γραφική ύλη με την οποία τώρα γράφω. Θα συνεχίσω, από καιρού εις καιρόν, το ημερολόγιο τούτο. Είναι αλήθεια ότι μπορεί να μη βρω ποτέ την ευκαιρία να το διαβιβάσω στον κόσμο, δεν βλάπτει όμως να προσπαθήσω. Στην χειρότερη των περιπτώσεων, την ύστατη στιγμή θα εσωκλείσω το χειρόγραφο σε μία μποτίλια και θα το ρίξω στη θάλασσα.

***

Συνέβη ένα περιστατικό που μου ‘δωσε νέα λαβή για περισυλλογή. Να είναι άραγε κάτι τέτοια πράγματα απλά και μόνο η δράση μιας ακυβέρνητης τύχης; Ανέβηκα στο κατάστρωμα και ξάπλωσα χάμω, δίχως να προσελκύσω την παραμικρή προσοχή, ανάμεσα σ’ ένα σωρό σκοινιά και παλιά ιστία. Ενώ ονειροπολούσα επάνω στη μοναδικότητα της μοίρας μου, ασυναίσθητα άρχισα να πασαλείβω με μιαν κατραμόβουρτσα το ολοκάθαρο διπλωμένο βελαστράλι (9)  που κειτόταν πάνω σ’ ένα βαρέλι και τα δίχως καμιά σκέψη και πρόθεση κινήματα της βούρτσας σχηματίσανε στο τέλος τη λέξη DISCOVERY (10) .

Τελευταία έκανα ορισμένες παρατηρήσεις αναφορικά με την κατασκευή του πλοίου. Μολονότι άριστα οπλισμένο, δεν είναι, πιστεύω, πολεμικό πλοίο. Τα ξάρτια, το σκαρί και ο εξοπλισμός εν γένει, δεν επιτρέπουν μια τέτοια υπόθεση. Τι δεν είναι, εύκολα μπορώ να το εικάσω· τι, όμως, στην πραγματικότητα είναι, φοβούμαι, πως μου είναι αδύνατον ν’ απαντήσω στο ερώτημα αυτό. Δεν ξέρω πως ακριβώς γίνεται, αλλά εξετάζοντας εξονυχιστικά το παράξενο σκαρί και τη μοναδική κοψιά των ιστών, το τεράστιο μέγεθος του και το υπερμέγεθες κόψιμο του καραβόπανου, την σχετικά απλή πλώρη και την απαρχαιωμένη πρύμνη, μου ‘ρχεται στο μυαλό περιστασιακά η αίσθηση οικείων πραγμάτων, και υπάρχει πάντα κι αυτό τ’ ανακάτωμα  με τέτοιου είδους θαμπές σκιές αναμνήσεων, μια απροσμέτρητη μνήμη από αλλότρια, πανάρχαια χρονικά και εποχές περασμένες…  

Κοιτάζω τις δοκούς του πλοίου. Είναι κατασκευασμένο από ένα ξύλο το οποίο εγώ δεν γνωρίζω. Υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο σε τούτο το ξύλο, το οποίο μου φαίνεται μάλλον ακατάλληλο για το σκοπό που χρησιμοποιήθηκε. Θέλω να πως είναι υπερβολικά πορώδες, χαρακτηριστικό μάλλον ανεξάρτητο από την ύπουλη επενέργεια του σκόρου, που συνιστά αναγκαίο κακό σε τούτες τις θάλασσες. Χαρακτηριστικό μάλλον επίσης ανεξάρτητο κι απ’ τη σαπίλα που έτσι κι αλλιώς ακολουθεί με το χρόνο. Ίσως φαντάζει υπερβολικά περίεργη εκ μέρους μου μια τέτοια παρατήρηση, αλλά αυτά θα μπορούσαν να είναι χαρακτηριστικά της Ισπανικής βελανιδιάς, αν αυτά δεν είχαν διογκωθεί στο έπακρο εξαιτίας αφύσικων παραγόντων.

Διαβάζοντας ξανά την παραπάνω πρόταση, ένα περίεργο απόφθεγμα ενός γέρου θαλασσοδαρμένου Ολλανδού θαλασσοπόρου ήρθε ξάφνου ολοζώντανο στη μνήμη μου. «Είναι τόσο σίγουρο, συνήθιζε, να λέει, όταν καμιά αμφιβολία δεν επισκίαζε την ειλικρίνεια των λόγων του, είναι τόσο σίγουρο όσο και το ότι υπάρχει θάλασσα, ότι στη θάλασσα το πλοίο αυξάνει σε όγκο ακριβώς όπως και το ζωντανό σώμα του ναυτικού…»

Πριν από καμιά ώρα, τόλμησα να εμπιστευτώ τον εαυτό μου σε κάποια από τα μέλη του πληρώματος. Δεν μου ‘δωσαν, όπως ήταν αναμενόμενο, την παραμικρή προσοχή, και μολονότι στεκόμουν ακριβώς μπροστά τους, έδειχναν να μην έχουν καμιά απολύτως συναίσθηση της παρουσίας μου. Όπως ακριβώς κι ο πρώτος εκείνος που είχα δει στο αμπάρι, όλοι τους έφερναν τα σημάδια της πολύ προχωρημένης ηλικίας· τα γόνατα τους τρέμαν μ’ αστάθεια, οι ώμοι τους γέρναν απ’ το βάρος των χρόνων, τα ρυτιδιασμένα τους πρόσωπα κροταλίζαν στον άνεμο, οι φωνές τους ήτανε χαμηλές, τρεμάμενες και σπασμένες, τα μάτια τους βαραίναν απ’ το ρεύμα του χρόνου, και τα γκρίζα μαλλιά τους ανεμίζαν στην καταιγίδα απόκοσμα. Τριγύρω τους, σε κάθε γωνιά του καταστρώματος, κείτονταν παραπεταμένα διάφορα μαθηματικά όργανα της πιο περίεργης κι απαρχαιωμένης κατασκευής… 

Ανέφερα λίγο πριν το διπλωμένο βελαστράλι. Απ’ τη στιγμή που το πλοίο εξαντλήθηκε απ’ τον άνεμο, συνέχισε τη τρομακτική πορεία του προς το νότο, με κάθε καταξεσκισμένο ιστίο διπλωμένο στο κατάστρωμα, και κυλώντας την κάθε στιγμή με απερίγραπτο θάρρος την κορυφή των ιστών του, εισχωρούσε ολοένα βαθύτερα στην πιο τρομακτική υδάτινη κόλαση που μπορεί ποτέ να φανταστεί ο νους του ανθρώπου. Είχα μόλις αφήσει την κουβέρτα, όπου το έβρισκα εντελώς αδύνατο να περπατάω, μολονότι το πλήρωμα φαινόταν να ενοχλείται ελάχιστα. Σε μένα μοιάζει θαύμα θαυμάτων το γεγονός ότι το τεράστιο φορτίο μας δεν το κατάπιαν τα κύματα μια και καλή. Είμαστε, ως φαίνεται, σίγουρα καταδικασμένοι να παραδέρνουμ’ αδιάκοπα στο χείλος της αιωνιότητας, δίχως ποτέ οριστικά να καταβυθιστούμε στην άβυσσο. Από κύματα εκατό φορές πιο μεγάλα απ’ όσο έχω ποτέ στη ζωή μου δει, εμείς ξεγλιστράμε μ’ εκείνην την χαρακτηριστική άνεση της τοξοειδούς κινήσεως που σχηματίζει η βουτιά του γλάρου στην επιφάνεια του νερού. Και πάνω απ’ τα κεφάλια μας τα θεόρατα κύματα χάσκουνε σαν δαίμονες των βυθών. Σαν δαίμονες όμως προορισμένοι απλώς να μας τρομάζουν, την ίδια στιγμή που τους είναι απαγορευμένο να μας καταστρέψουν. Τείνω να αποδώσω τούτες τις, τόσο ανέλπιστα συχνές, διαφυγές στο μοναδικό φυσικό γεγονός που θα μπορούσα να κατηγορήσω για τέτοιου είδους περιπτώσεις. Πρέπει να υποθέσω, δηλαδή, πως το πλοίο βρίσκεται υπό την επίδραση κάποιου πανίσχυρου, ορμητικού υποθαλάσσιου ρεύματος…

Αντίκρισα τον καπετάνιο πρόσωπο με πρόσωπο και μάλιστα μέσα στην ίδια την καμπίνα του, αλλά όπως ακριβώς το περίμενα δεν μου έδωσε την παραμικρή σημασία. Μολονότι στην εμφάνιση του δεν υπάρχει κάτι το οποίο θα μπορούσε να ελκύσει την προσοχή ενός συνηθισμένου παρατηρητή και να τον κάνει να θεωρήσει τον άνθρωπο αυτόν περισσότερο ή λιγότερο έναν καθημερινό άνδρα, ένα συναίσθημα ακατανόητης ευλάβειας αναμεμειγμένο με δέος και μια συναίσθηση θαύματος με καταλαμβάνει κάθε φορά που τον κοιτάζω. Το ανάστημα του είναι περίπου σαν το δικό μου, δηλαδή πέντε πόδια κι οχτώ ίντσες. Ένα μικρό αλλά καλοσχηματισμένο κορμί, όχι ιδιαίτερα γεροδεμένο ή για οποιονδήποτε άλλον λόγο αξιοπρόσεχτο. Είναι, εντούτοις, αυτή η μοναδικότητα της έκφρασης που βασιλεύει στο πρόσωπο του: είναι αυτή η έντονη, αξιοθαύμαστη, συναρπαστική και κάπως απειλητική απόδειξη του γήρατος προσωποποιημένου που άθελα μου τελείως αναστατώνει το πνεύμα μου, προκαλώντας μου ένα συναίσθημα υπόρρητο. Το μέτωπο του, μολονότι ελάχιστα ρυτιδωμένο, μοιάζει να φέρει πάνω του την σφραγίδα χιλιάδων ετών. Τα γκρίζα μαλλιά του μοιάζουνε με σημάδια του παρελθόντος και τα ακόμη περισσότερο γκρίζα μάτια του με σίβυλλες δυσοίωνες του μέλλοντος. Το πάτωμα της καμπίνας είναι διάσπαρτο μ’ ένα πυκνό στρώμα από παράξενα τετράδια, πιασμένα με αγκράφες μεταλλικές, μουχλιασμένα όργανα φυσικής και απαρχαιωμένους, λησμονημένους χάρτες. Το κεφάλι του ήταν σκυμμένο πάνω στα χέρια του και φαινότανε βυθισμένος σε μιαν εντατική περισυλλογή, μ’ ένα φλογερό, ανήσυχο βλέμμα να διατρέχει ένα παράξενο χαρτί, το οποίο εγώ εξέλαβα σαν διαταγή, και το οποίο σε κάθε περίπτωση έφερε τη σφραγίδα κάποιου μονάρχη. Μονολογούσε, καθώς κι ο πρώτος ναυτικός τον οποίο είχα δει στο αμπάρι, κάποιες χαμηλόφωνες, δύστροπες συλλαβές κάποιας άγνωστης μου γλώσσας και μόλο που ο ομιλητής ήταν σχεδόν δίπλα μου, η φωνή του έμοιαζε να φτάνει στ’ αυτιά μου από απόσταση μιλίων…

Το πλοίο και τα πάντα επάνω σ’ αυτό ήταν εμποτισμένα απ’ το πνεύμα του Χρόνου. Τα μέλη του πληρώματος γλιστρούσαν μπρος πίσω καθώς φαντάσματα αιώνων θαμμένων για πάντα. Τα μάτια τους είχαν ένα ανήσυχο κι ανησυχητικό νόημα. Κι όταν τα γερασμένα τους δάκτυλα κρατούσαν μπροστά στα μάτια μου τους φανούς, με ‘κάναν να νιώθω όπως ποτέ μου δεν είχα νιώσει στο παρελθόν, παρόλο που σ’ όλη μου τη ζωή ασχολούμουν με αρχαιότητες, κι είχα σε τέτοιο βαθμό απορροφήσει τις σκιές των πεσμένων στηλών του Balbec, της Persepolis και του Tadmor (11)  μέχρι που τα έγκατα της ψυχής μου να σωριαστούνε σε ερείπια… 

Όταν κοιτώ γύρω μου, νιώθω σχεδόν ντροπή για τους προηγούμενους φόβους μου. Εάν έτρεμα απ’ τη μανία του ανέμου που μας συνόδευε μέχρι τώρα, δεν θα έπρεπε τώρα να στέκω εκστατικός μπροστά στη θέα του ανέμου και του ωκεανού; Και πώς να μεταγράψω σε λόγια και την πιο μικρή έστω ιδέα αυτού για το οποίο ο προσδιορισμός του ως τυφώνα ή ως σιμούν, φαντάζει τετριμμένος κι αναποτελεσματικός; Ολόγυρα απ’ το πλοίο ήταν το σκότος μιας αιώνιας νύχτας και το χάος ενός δίχως αφρούς νερού. Αλλά περίπου σε μια λεύγα μακριά από την κάθε πλευρά του πλοίου, μπορούσες να διακρίνεις αμυδρά και κατά διαστήματα, τις επάλξεις κολοσσιαίων πύργων πάγου να υψώνονται μονοκόμματα και να χάνονται στα βάθη κάποιου παντέρημου ουρανού, μοιάζοντας με τα τείχη του σύμπαντος…

Όπως το υποψιαζόμουν, το πλοίο αποδείχτηκε τελικά πως βρισκόταν υπό την επήρεια κάποιου πανίσχυρου ρεύματος – αν μπορεί να δοθεί μια τέτοια ονομασία σ’ ένα κύμα σαν κι αυτό, το βουητό του οποίου ολολύζοντας κι αντιβοώντας όδευε προς τα νότια με την ορμητική ταχύτητα του καταρράχτη…

Να συλλάβω και να περιγράψω τον τρόμο των αισθήσεων μου είναι, νομίζω, τελείως, αδύνατον. Ωστόσο μια ισχυρή περιέργεια να διεισδύσω στα μυστήρια του απαίσιου αυτού βασιλείου δεσπόζει ακόμα και μέσα στην απελπισία μου, ικανή να με συμφιλιώσει ακόμα και με την αποτρόπαιη αυτή πτυχή του θανάτου του ίδιου. Διότι πλέον είναι κατάδηλο πως οδεύουμε προς κάποια απόκρυφη γνώση – κάποιο μυστικό επτασφράγιστο, του οποίου η ανακάλυψη δεν δύναται να έχει άλλο τίμημα πλην της καταστροφής. Ίσως το ρεύμα να μας οδηγεί στην καρδιά του Νότιου Πόλου του ίδιου. Πρέπει να ομολογηθεί ότι μια τέτοια υπόθεση οργιαστική φαίνεται να έχει κάθε πιθανότητα με το μέρος της…

Το πλήρωμα βηματίζει νευρικά στο κατάστρωμα με ανήσυχο και τρεμάμενο βήμα. Ωστόσο στα πρόσωπα τους κυριαρχεί περισσότερο μάλλον η έκφραση μιας πυρετώδους ελπίδας παρά η απάθεια και η οριστική παραίτηση της απελπισίας.

Εν τω μεταξύ, ο άνεμος εξακολουθεί να μαίνεται πάνω απ’ τα κεφάλια μας κι έτσι που κουβαλούμε ένα πλήθος ιστία, το πλοίο από καιρού εις καιρόν ανασηκώνεται ολόκληρο, σαν να πετά, επάνω απ’ την επιφάνεια του νερού. Ω τρόμος μονάχα κι άλλος τρόμος! Ο πάγος ξάφνου μ’ έναν τρομακτικό βρυχηθμό ανοίγει και σπάει αριστερά και δεξιά μας κι εμείς περιδινούμαστε ιλιγγιωδώς, μέσα σ’ ατέρμονους κύκλους ομόκεντρους, γύρω-γύρω μέσα στα όρια κάποιου γιγάντιου αμφιθεάτρου, οι κορφές των τοίχων του οποίου εξαφανίζονται στο σκότος και την απόσταση. Λίγος χρόνος όμως μ’ απέμεινε ακόμη για ν’ αναρωτιέμαι πια για τη μοίρα μου. Οι κύκλοι ολοένα στενεύουν – καταδυόμαστε μ’ ένα ρυθμό φρενήρη μες τη λαβή της δίνης – και στο μέσον το μουγκρητό και ο μυκηθμός κι ο αχός του ωκεανού και της θύελλας, το πλοίο τραντάζεται και, ω Θεέ μου, καταβυθίζεται! 

(1) Τα μεταφρασμένα κείμενα θα δημοσιεύονται σε συνέχειες, ένα σε κάθε τεύχος. Η σειρά δημοσίευσης θα είναι αυθαίρετη και δεν θα ακολουθήσει μια χρονική-γραμμική λογική αλλά τις εκάστοτε μεταφραστικές προτεραιότητες του μεταφραστή…
(2) Πρβλ. M. BAKHTINE, L’œuvre de François Rabelais et la culture populaire au Moyen Âge et sous la Renaissance, Paris, 1970, σ. 46.
(3) Πρβλ. Mario Praz, « Introductory Essay », Three Gothic Novels, Middlesex, England, 1968, σ. 20-24.
(4) Πρβλ. Mario Praz, « Introductory Essay », Three Gothic Novels, Middlesex, England, 1968, σ. 8-10.
(5) «Αυτός που δεν έχει παρά μόνο μια στιγμή ακόμα να ζήσει / δεν έχει τίποτα πια ν’ αποκρύψει»
(6) Θερμός τυφώνας των τροπικών.
(7) Καραβόσκοινα με τα οποία στρέφονται τα πανιά.
(8) Εννοεί τον δεύτερο καπετάνιο.
(9) Τριγωνικό πανί που τοποθετείται ανάμεσα στους ιστούς.
(10) Ανακάλυψη.
(11) Το σχόλιο αυτό φαίνεται να είναι κατευθείαν αναφορά στο έργο του διάσημου αρχαιολάτρη και χαράκτη του 18ου αι. Robert Wood: Το 1753 θα κυκλοφορήσει, ταυτόχρονα σε Λονδίνο και Παρίσι, το The Ruins of Palmyra, otherwise Tadmor, in the desert, το οποίο με το που κυκλοφόρησε γνώρισε τεράστια επιτυχία καθώς οι γκραβούρες και τα χαρακτικά της Παλμύρας που περιείχε δεν άργησαν να ‘ερεθίσουν’ τα αρχαιολατρικά – και αρκούντως οριενταλιστικά – πνεύματα της εποχής και να προκαλέσουν ένα ολόκληρο κύμα περιηγητών στην περιοχή. Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το βιβλίο άσκησε τεράστια επίδραση στην εξέλιξη της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής σε Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία. Το 1757 το The Ruins of Palmyra θα ακολουθήσει το The ruins of Balbec, otherwise Heliopolis in Coelosyria.