Top menu

Λέσχη ανάγνωσης Μαρτίου: 7 + 1 βιβλία

lam233.jpg
Η συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει στη Λέσχη ανάγνωσης Μαρτίου, τα παρακάτω βιβλία:

1-_dabikidarmi.jpg
Κυριακάτικο απόγευμα στην Πρίγκηπο, μυθιστόρημα, Έλενα Δαρμή, εκδόσεις Τσουκάτου 2014

 

 

Πόση μελαγχολία μπορεί να κρύβει ένα κυριακάτικο απόγευμα; Πόσες απογοητεύσεις και πόσο πόνο; Ένα τέτοιο κυριακάτικο απόγευμα μας παρουσιάζει η συγγραφέας Έλενα Δαρμή, στο μυθιστόρημά της Κυριακάτικο απόγευμα στην Πρίγκηπο, το οποίο συμβολίζει τις προσωπικές ματαιώσεις μίας ολόκληρης ζωής.
Η ηρωΐδα της, μία γυναίκα όπου ο πόνος την έχει οδηγήσει σε ψυχική και κοινωνική απομόνωση, προσπαθεί να βρει τις ισορροπίες της σε μία μικρή και συντηρητική κοινωνία και να πολεμήσει τους δικούς της «δαίμονες». Η ζωή, όμως, απρόβλεπτη όπως πάντα, έχει άλλα σχέδια για εκείνη, καθώς θα φέρει στο δρόμο της ανθρώπους από άλλες κοινωνικές τάξεις και με διαφορετικά βιώματα, αλλά και έναν μεγάλο έρωτα. Ένα οικογενειακό μυστικό που θα ανακαλύψει εντελώς τυχαία, θα την οδηγήσει σε μία μεγάλη εσωτερική αλλά και εξωτερική αλλαγή.
Εκτός από την προσωπική ιστορία της κεντρικής ηρωΐδας, εκτυλίσσονται παράλληλα και άλλες ενδιαφέρουσες προσωπικές ιστορίες που «καθρεφτίζουν» τα ήθη και τα έθιμα, καθώς και την καθημερινότητα των κατοίκων στα Πριγκηπόννησα, αλλά και στα χωριά της Τουρκίας. Το βιβλίο της Έλενας Δαρμή, είναι ένα συγκινητικό μυθιστόρημα, το οποίο μέσα από μία μελαγχολική περιγραφή μας οδηγεί στο αισιόδοξο μήνυμα, ότι όποιο γεγονός και να έχει στοιχειώσει τη ζωή ενός ανθρώπου, η ζωή βρίσκει πάντα έναν περίεργο τρόπο να μας οδηγεί στο φως.

Αλεξία Νταμπίκη

 

2_-_dabikiozeki.jpg
Μια ιστορία για το παρόν, μυθιστόρημα, Ρουθ Οζέκι, μτφρ. Θανάσης Ζάβαλος, εκδόσεις Κλειδάριθμος 2013

 

Πως είναι άραγε όταν οι ζωές δύο τελείως διαφορετικών ανθρώπων, οι οποίοι δεν έχουν γνωριστεί ποτέ να αλληλοεπιδρούν με έναν περίεργο, σχεδόν μεταφυσικό; Αυτό προσπαθεί να περιγράψει η συγγραφέας Ruth Ozeki στο μυθιστόρημά της Μία ιστορία για το παρόν, από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Από τη μία μας ξεναγεί στη ζωή της Νάο, μίας έφηβης από την Ιαπωνία η οποία βιώνει έντονες δυσκολίες, οικονομικής και συναισθηματικής φύσεως στην καθημερινότητά της και σχεδιάζει να αυτοκτονήσει, μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου της, το οποίο βρίσκει τυχαία η Ρουθ, μία συγγραφέας, η οποία ζει σε ένα απομονωμένο νησί με τον σύζυγό της. Το ημερολόγιο της Νάο, θα επηρεάσει την ζωή της με έναν ιδιαίτερο τρόπο και θα στιγματίσει το δικό της ταξίδι εσωτερικής αναζήτησης.
Η οικονομική κρίση, η ψυχολογική βία από τον κοινωνικό περίγυρο, η κοινωνική απομόνωση, οι διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις είναι μερικά από τα θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο, το οποίο όμως μας ταξιδεύει λίγο πιο μακριά εκεί που το παρόν ενός ανθρώπου μπορεί να επηρεάσει το μέλλον ενός άλλου, με έναν μεταφυσικό τρόπο.
Ένα εξαιρετικό βιβλίο, μία συγκινητική ιστορία για το παρόν και το πώς κάποιες συγκυρίες μπορούν να επηρεάσουν και να αλλάξουν την πορεία της ζωής του κάθε ανθρώπου.

Αλεξία Νταμπίκη

 

3_-_ganasouathanasiadou.jpg
Η ζωή μου σαν μάγισσα, μυθιστόρημα, Αντιόπη Αθανασιάδου, εκδόσεις Momentum 2015

 

Η ζωή μου σαν μάγισσα είναι ένα βιβλίο που από τις πρώτες σελίδες παρασύρει τον αναγνώστη σε έναν κόσμο εξωπραγματικό, ιδιόρρυθμο αλλά ταυτόχρονα θελκτικό και τόσο μα τόσο οικείο. Είναι σα να μας αγγίζει ένα αόρατο χέρι φιλικά και μια φωνή να ψιθυρίζει απαλά στο αφτί μας: «τα πάντα είναι εφικτά… έλα… έλα να ταξιδέψουμε για λίγο παρέα.».
Η ζωή μου σαν μάγισσα είναι μια περιπλάνηση γεμάτη μαγεία, φαντασία, απρόοπτα αλλά και εσωτερικότητα, ενατένιση, υπόγειο – συχνά σκληρό στοχασμό. Η Άντυ Αθανασιάδου στήνει με περίτεχνο λόγο και ιδιαίτερη γλώσσα ένα παιχνιδιάρικο, ευμετάβλητο σύμπαν το οποίο σε παρασύρει να το ακολουθήσεις και σταδιακά να το πιστέψεις, να αφεθείς στις κρυμμένες διαρκώς πιθανότητες, στη δυνατότητας μιας άλλης ύπαρξης, μιας άλλης οπτικής, μια άλλης… ζωής.
Η επιλογή της δομής του βιβλίου είναι ενδιαφέρουσα: οι τίτλοι που εμφανίζονται πριν από κάθε μικρό ή μεγαλύτερο κεφάλαιο είναι πολλοί και εμπνευσμένοι δημιουργώντας έτσι στο μυαλό του αναγνώστη τις προϋποθέσεις ώστε να εμπλέκεται ενεργά στη διαδικασία της ανάγνωσης: «Σπίτι που μεγαλώνει», «Σπάζοντας κόκαλα», «Πώς να ταράξετε τα αντικείμενα», «Μπήκα στον ύπνο σου», «Βορείως του μέλλοντος», «Μέρα κισσός», «Η άυλη ιδιότητα του να παράγεις ύλη». Στην ουσία, οι τίτλοι αυτοί διαμορφώνουν ένα ευρετήριο ή αλλιώς μια παράλληλη αφήγηση η οποία παρασύρει τον αναγνώστη και τον παρακινεί να ανακαλύψει τι ακολουθεί, να ανατρέξει στην επόμενη σελίδα. Επιπλέον, η αφήγηση των γεγονότων δεν είναι γραμμική ούτε ως προς τον χρόνο ούτε ως προς την σκέψη της ηρωίδας ούτε ως προς την πλοκή, γεγονός το οποίο ευνοεί και τροφοδοτεί την αγωνία, το λεγόμενο «suspense» στην ιστορία. Εμπλουτισμένο με παράδοξα και ανατροπές, το κείμενο μοιάζει σα να είναι μια συνάντηση ιδωμένη μέσα από πολλαπλές σκοπιές ή όπως γράφει η συγγραφέας: «Μια ανάμνηση που δεν έχει φτάσει στη μνήμη», «Ένα βότσαλο στη λίμνη – από το βυθό προς την επιφάνεια».
Εδώ θα πρέπει να τονίσω ότι πρόκειται για ένα φιλόδοξο εγχείρημα. Η διακινδύνευση έγκειται στην εν δυνάμει χρήση παραδοσιακών κλισέ από τις μυθιστορίες του φανταστικού ή από τα κλασικά παραμύθια ή στην απόδοση μεγαλύτερου μέρους της αφήγησης στις ευκολίες που παρουσιάζει το κομμάτι της μαγείας και των πραγμάτων που μπορούν να επιτευχθούν μέσω αυτής. Τολμώ να πω ότι η Άντυ Αθανασιάδου αποφεύγει τον σκόπελο με μαστοριά: το βιβλίο όχι μόνο δεν υποκύπτει σε κανένα από τα παραπάνω παραπτώματα αλλά διαθέτει κάτι μοναδικό: συνδυάζει τον ορθολογισμό με το μαγικό στοιχείο σε μια ισορροπία δίνοντας χώρο τόσο στην φαντασιακή περιπλάνηση όσο και στον δυναμικό προβληματισμό. Αυτό, κατά την προσωπική μου άποψη, επιτυγχάνεται με τη δόμηση καλά μελετημένων σκηνών που περιλαμβάνουν πολλά ετερόκλητα στοιχεία, μερικά από τα οποία είναι τα παρακάτω. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί εύστοχα την ανάμνηση η οποία παραπέμπει σε κοινούς τόπους και κινητοποιεί το συναίσθημα, όπως: «Η κουζίνα δε ξεφούρνιζε  μόνο φαγητά,  ξεφούρνιζε την ατμόσφαιρα των γεννήσεων των αδελφών μου και τη δική μου, το ιδιοσυγκρασιακό περιβάλλον στο όποιο θα μεγαλώναμε, αυτή η τροφή ήταν μια γλώσσα ή μάλλον η μετάφραση της». Χρησιμοποιεί, επίσης, χιούμορ και λεπτή ειρωνεία που δημιουργούν μια ανακουφιστική απόσταση και δίνουν ανάσες στο κείμενο, όπως: «Αδυνατίστε στον ύπνο σας». Η συγγραφέας προσεγγίζει τους κοινότυπους χαρακτήρες των κλασικών παραμυθιών και των καρτούν με ευρηματικότητα και πρωτοτυπία, όπως: «Ο Τζεπέτο έφτιαξε τη μαριονετούλα που πολλοί γονείς ονειρεύονται για παιδί τους και χωρίς καμία καθυστέρηση την κρέμασε από τις κλωστές του ψυχαναγκασμού του και δε χόρταινε να παίζει με το καινούργιο του παιχνίδι.» ή «Ο Σούπερμαν δεν ένιωθε και τόσο καλά τώρα τελευταία. Γερνούσε, ξεχνούσε, ντρεπόταν.» Τέλος, η συγγραφέας τοποθετεί στο κέντρο της αφήγησης σημαντικά θέματα φιλοσοφικής υφής που αφορούν τους πάντες, όπως: «Υπάρχει ένα κύριο γεγονός στη ζωή ενός ανθρώπου που τον απασχολεί σε όλη τη διάρκεια της. Μερικές φορές αυτό έχει συμβεί πριν τη γέννηση του. Το γεγονός «αργοπορεί» την  προσωπική εξέλιξη και ευτυχία του, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα, ας πω καλλίτερα αργοπορεί το ορμέφυτο της ζωής του. Δε μπορεί  όμως, χρωστάει. Χρωστάει στον πόνο των άλλων που ξοδεύτηκε στο γεγονός αυτό. Μια μέρα κοιτιέται στον καθρέφτη και βλέπει έναν Ξένο. Παντού. Διεθνώς. Έχει ένα άβολο αίσθημα όταν μένει μόνος μερικές φορές. Φοβάται ότι δεν υπάρχει.»
Σε αυτό το πλαίσιο, Η ζωή μου σαν μάγισσα είναι ένα βιβλίο πολυεπίπεδο το οποίο έχει επιπλέον ένα ακόμη προτέρημα: καθώς προχωράει η αφήγηση, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι υπάρχει μια «άλλη» πλευρά στην ιστορία, μια αθέατη πορεία των πραγμάτων όπως ισχύει και στη ζωή: συχνά τα πιο μεγάλα, τα πιο ουσιαστικά εξελίσσονται παράλληλα, κρυφά, στο σκοτάδι. Σε αυτό το σημείο, η συγγραφέας αφήνεται να προσδώσει μια υπαρξιακή χροιά στο βιβλίο: η εξερεύνηση του εαυτού, η προσμονή του «παραδείσου», η αναζήτηση του έρωτα ως διεκδίκηση της ίδιας της ζωής, η προσέγγιση της οικογένειας, των φίλων, των προγόνων και των επιγόνων, η μελέτη της αλλαγής, η ανάγκη του προορισμού και των μύθων είναι μερικά μόνο από τα ζητήματα που θίγονται μέσα στο βιβλίο. Κεντρικό ρόλο έχει η απώλεια ως έννοια υπαρξιακής αναζήτησης η οποία στο εν λόγω έργο συνδέεται περίτεχνα με την προσδοκία, τη ματαίωση, τη φθορά.
Κύριο στοιχείο και εδώ όπως και σε κάθε καλή παραμυθία, είναι η θετική προσέγγιση του τέλους όχι μόνο με την έννοια του αναπόφευκτου τερματισμού μιας κατάστασης ή του θανάτου αλλά με την έννοια της διακοπής και επανεκκίνησης της αέναης ροής των πραγμάτων: γύρω από μια παιδική αλλά όχι αφελή θέαση του κόσμου, η ηρωίδα – η μάγισσα ανασκουμπώνεται και συνεχίζει διαρκώς να επιθυμεί, να αγωνίζεται, να στοχάζεται και να μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη σε ένα νέο, ολοκαίνουργιο εαυτό παρασέρνοντας μας απολύτως.

Τζούλια Γκανάσου

 

4_-_marinoskourkof.jpg
Ο τελευταίος έρωτας ενός Ουκρανού προέδρου, μυθιστόρημα, Αντρέι Κουρκόφ, μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδόσεις Καστανιώτης 2014

 

Οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί δεν δουλεύουν με το ρυθμό ενός καρδιακού παλμού. Ρυθμίζουν τα του οίκου τους με τη μηχανιστική μέθοδο του «ποιος ωφελείται». Οι θεράποντές της, όμως, ακόμα και όταν το ξεχνούν δεν υπολείπονται σε ζητήματα καρδιάς. Πολλές φορές, δε, έχουν μια χαλασμένη ή μια αδύναμη καρδιά.
Όπως ο μυθιστορηματικός Πρόεδρος της Ουκρανίας, Σεργκέι Πάβλοβιτς Μπούνιν, στον Τελευταίο Έρωτα ενός Ουκρανού προέδρου του Αντρέι Κουρκόφ.
Παρεμπιπτόντως με τον Κουρκόφ συμβαίνει το εξής παράδοξο: αν και γράφει στα ρώσικα, η βασική έδρα των περισσότερων μυθιστορημάτων του είναι το Κίεβο και η Ουκρανία. Σε αντίθεση με τους βέρους Ουκρανούς Γκόγκολ και Μπουλγκάκοφ που ελάχιστα –έως καθόλου- ασχολήθηκαν λογοτεχνικά με τη γενέτειρά τους.
Γραμμένος το 2004 ο… πολυσέλιδος έρωτας του Μπούνιν (άλλη μια λογοτεχνική αναφορά, καθώς ο Κουρκόφ δίνει στον κεντρικό του ήρωα το επίθετο του Νομπελίστα συγγραφέα Ιβάν Μπούνιν), επέχει τη θέση προφητείας στη σατυρική της εκδοχή. Γράφτηκε πριν από την «Πορτοκαλί Επανάσταση» της Ουκρανίας, τις φήμες ότι κάποιοι προσπάθησαν να δηλητηριάσουν  τον τρίτο πρόεδρο της χώρας  Βίκτορ Αντρίγιοβιτς Γιούστσενκο, τη δολοφονία του πράκτορα Αλεξάντρ Λιντβινένκο και φυσικά τις δραματικές στιγμές που περνάει τούτη τη στιγμή η Ουκρανία με τις αποσχιστικές τάσεις των φιλορώσων και την Κριμαία να φλέγεται από άκρου εις άκρον.
Υπό μορφήν ημερολογιακής καταγραφής και de profundis παραδοχής του ατελούς βίου του, ο Μπούνιν, εμφανίζεται στο μυθιστόρημα σε τρεις διαφορετικές φάσεις της ζωής του.
Στα νεανικά του χρόνια, τότε που το αίμα του έβραζε, ήθελε να γευτεί κάθε σταγόνα ζωής και ζούσε με τη μητέρα του και τον ψυχικά άρρωστο αδερφό του. Στην μετέπειτα ανέλιξή του στη μηχανή της εξουσίας ως υφυπουργός Οικονομικών και στην τρίτη και πιο ρυθμιστική περίοδο της ζωής του, που εμφανίζεται να έχει ανέλθει στο ύπατο αξίωμα του Προέδρου της Ουκρανίας.
Αυτή η πορεία προς τα πάνω –ως μια υπερταχεία που δεν ορρωδεί προ ουδενός- δεν περιλαμβάνει μόνο συμφωνίες με τους… διαβόλους της πολιτικής, αλλά και σκληρές ήττες σε προσωπικό επίπεδο δημιουργώντας έτσι μια ειρωνική αντίστιξη. Όσο πιο ψηλά ανεβαίνει στην ιεραρχία του ουκρανικού απαράτ, τόσο πιο… σκληρός γίνεται ο οβολός που πρέπει να καταβάλλει στη ζωή του χάνοντας γυναίκες, παιδιά που δεν κατάφεραν να γεννηθούν υγιή, τον αδερφό του, την εγγύτητα με τους ανθρώπους, την αίσθηση του να αγαπάς για ’σένα και όχι για το καλό της πατρίδας.
Το πλέον δηκτικό και σαρκαστικό μέρος του μυθιστορήματος είναι σαφώς εκείνο στο οποίο ο Μπούνιν, καίτοι είναι κάτοχος της υπέρτατης εξουσίας, εντούτοις εμφανίζεται ως ένα ακόμα γρανάζι του σκοτεινού μηχανισμού της εξουσίας. Από μπροστά του περνά όλος ο… θίασος σε ένα θέατρο σκιών στο οποίο εκείνος είναι ένας ψευδεπίγραφος πρωταγωνιστής. Ο Πούτιν, οι επισφαλείς σχέσεις με τη «μαμά Ρωσία», οι εσωτερικοί αντίπαλοι που περιμένουν μια λάθος κίνηση για να τον κατακρημνίσουν από το θρόνο του, οι επίβουλοι Μανδαρίνοι που κανοναρχούν τις αποφάσεις του, οι λιγοστοί έμπιστοί του, αλλά και μια φαιά συνωμοσία που χρησιμοποιεί ως… δόλωμα την δήθεν άρρωστη καρδιά του. Ο Μπούνιν υποβάλλεται σε μεταμόσχευση καρδιάς, έτσι τουλάχιστον τον ενημέρωσαν, αλλά στη συνέχεια θα αποδειχθεί πως οι αντίπαλοί του τοποθέτησαν μέσα στο κορμί του έναν πομπό που δουλεύει με τηλεχειριστήριο και ελέγχει κάθε στιγμή της ζωής, μέχρι το σημείο του τελικού αφανισμού του. Ο Μπούνιν αφήνεται στα χέρια του αόρατου μηχανισμού να ρυθμίσει την παραμονή του στην προεδρική κατοικία. Οι σκηνές του αντιπερισπασμού, έτσι ώστε να μείνει στη θέση του και να κοπούν από τη ρίζα οι συνωμότες είναι σπαρταριστές, ειρωνικές στο έπακρο και ενδεικτικές του τρόπου που οι γραφειοκράτες ξέρουν να διατηρούν τα κεκτημένα τους, δίχως να βρέξουν το μικρό τους δάχτυλο.
Το μυθιστόρημα ισορροπεί ανάμεσα στη συγκίνηση, το θρήνο, την αποκτήνωση και την αναζήτηση από τη μεριά του Μπούνιν ενός προσωπικού νοήματος μιας ζωής γεμάτης από πολιτικές νίκες, αλλά ελάχιστες ατομικές χαρές. Από τις 648 σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν ένα σωρό δευτερεύοντες χαρακτήρες-καρικατούρες που μετέχουν στον πολιτικό και κοινωνικό βίο και καταδεικνύουν το βάθος της διαφθοράς σε ένα κράτος που κρατιέται από τα σχοινιά σαν μαριονέτα.
Η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στη Σταυρούλα Αργυροπούλου.

Διονύσης Μαρίνος

 

5_-_xirogiannikanavouris.jpg
Έσπασε, ποίηση, Κώστας Καναβούρης, εκδόσεις Μελάνι 2014

 

Μέσα στην πολύβουη εποχή είναι επιτακτική ανάγκη να ακούμε τη σιωπή. Να κοιτάμε μέσα μας, να μην χάσουμε τους εαυτούς μας. Κι η ποίηση ως τέχνη αναζητά νέους τρόπους πιο άμεσους, πιο λειτουργικούς, πιο δραστικούς προκειμένου να μιλήσει στην καρδιά και το μυαλό του σύγχρονου αναγνώστη που είναι παράλληλα και πολίτης τούτου του τόπου και βάλλεται από παντού. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια στα πλαίσια της πολύμορφης κρίσης που βιώνουμε ως έθνος. Κάποιοι ταλαντεύονται ανάμεσα στο θαύμα και τον φόβο. Ακόμα κι αν ξέρουν ότι τα θαύματα είναι ανύπαρκτα και οι φόβοι ανούσιοι. Kάποιοι σαν και του λόγου μου έχουμε ανάγκη να πεθαίνουμε κάθε μέρα από έρωτα, να κάνουμε το ένα λάθος μετά το άλλο, να βιώνουμε την ομορφιά ως πληγή, να πενθούμε την αγάπη, να ψηλαφίζουμε τη σιωπή και, ακόμα, να ακούμε τον ήχο που κάνει η όποια πτώση μας.
Κάποιοι σαν και μένα έχουμε απόλυτη ανάγκη την γραφή εδώ του Κώστα Καναβούρη. Μας θυμίζει πως είμαστε άνθρωποι και όχι μάζες. Μας θυμίζει πως είναι όμορφο κανείς να σκέφτεται με συναισθημα και να αισθάνεται με σκέψη. Είναι και ένας στίχος μέσα που μυρίζει Λειβαδίτη, που αγαπώ: Aν είμασταν φτιαγμένοι από νοσταλγία. Μιλάει μέσα μου, όπως και ολόκληρη η σύνθεση. Σημειώνω μιλώντας και εγώ με τη σειρά μου σε ανάλογη με το ύφος του βιβλίου γλώσσα, κάπως επιγραμματικά, να ταιριάζει:
Η ομορφιά όλη συγκεντρωμένη στο ρήγμα. / Ο αναγνώστης γοητεύεται από μια κρυφή διαδικασία αναζήτησης του νοήματος, αν αυτό υπάρχει. / Ο πλουραλιστικός μας κόσμος ιδωμένος με βλέμμα ουσιαστικό. / Λιτός, αφαιρετικός, υπαινικτικός λόγος. / Θίγει βαθιά την ύπαρξη. / Το ποίημα βρίσκεται διαρκώς σε εκρεμμότητα. / Το ποίημα και η λειτουργία του γίνονται αντικείμενο διερεύνησης. / Το ποίημα ζει ανάμεσα στα θραύσματα και... καιροφυλαχτεί. /  Οιονεί ποιήματα από την άλλη. / Ποιήματα στα σκαριά ή προσχέδια για ποιήματα. / Διεισδυτικότητα. / Πολυσημία. / Μινιμαλισμός. / Σπαράγματα αλήθειας. / Φιλοσοφική διάθεση και διάσταση. / Στοχασμός γοητευτικός. / Θέλεις να διαβάζεις το βιβλίο ξανά και ξανά. / Θελκτικό και το εξώφυλλο. Εκείνη η κούνια, σπασμένη; Σε παραπέμπει... /  Συμβολισμός/Μεταφορά: ναρκοπέδια /  Για την ποίηση/το ποίημα/τον ποιητή. Αυτοαναφορικά: Aδηλο υλικό το ποίημα' σαν το γυαλί./Σπάζει εκεί που δεν το περιμένεις. Είναι πολύς καιρός/Που άφησες το ποίημα πεινασμένο./Να προσέχεις. Κουβαλάω απάνω μου ποιήματα./Και έχω ρυθμίσει τον μηχανισμό. Λευκό το χαρτί./Λευκότερο όταν γράφεις. Τα ποιήματα δεν έχουν αναγνώστες./Έχουν αυτόπτες μάρτυρες. O ποιητής δεν γράφει./Ο ποιητής κινείται. Ποιητής χαμηλών μεγατόνων./Απομακρυνθείτε. Ο στίχος είναι μια γιορτή./Το ποίημα είναι πένθος. Eμείς δεν ήμασταν στην αρπαγή,/δουλεύαμε έξω'στα ποιήματα.
Με δύο λόγια: Δεν έσπασε. ΣΠΑΕΙ ΣΥΝΕΧΩΣ. Καλύτερα... Αυτό το βιβλίο Τα ΣΠΑΕΙ!

Ασημίνα Ξηρογιάννη

 

6_-_papadganelis.jpg
Ανάπηροι δρομείς / Ο σκοπευτής της μνήμης / Χρεοκοπία ιδεών, ποίηση, Γιώργος Γκανέλης, εκδόσεις Στοχαστής 2012 - 2014

 

Τελευταία, έχει παρατηρηθεί ότι αρκετοί ποιητές, που δεν είχαν τη δυνατότητα να εκδόσουν παλιότερα τα έργα τους, για διάφορους λόγους, τα εκδίδουν σήμερα και μας χαρίζουν έργα ενδιαφέροντα, που διαφορετικά θα έμεναν καταχωνιασμένα στο συρτάρι.
Μια τέτοια περίπτωση συναντάμε και στον ποιητή Γιώργο Γκανέλη, που από το 2012 και μετά κυκλοφόρησε τρεις ποιητικές συλλογές, που περιλαμβάνουν ποιήματα, που γράφτηκαν από το 1985 μέχρι σήμερα.
Η πρώτη ποιητική συλλογή φέρει τον τίτλο Ανάπηροι δρομείς και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στοχαστής. Με πρότυπα τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Σαχτούρη κ.α., ο Γιώργος Γκανέλης γράφει ποίηση άλλοτε συμβολική και άλλοτε υπερρεαλιστική, άλλοτε κοινωνική και άλλοτε υπαρξιακή. Όμως, η υπερβολική του προσήλωση σε συμβολικά και υπερρεαλιστικά πρότυπα τον οδηγεί ορισμένες φορές σε δυσνόητα μονοπάτια. Ξεχωρίζουν ορισμένοι όμορφοι στίχοι όπως: «Αν κάποτε αγαπήσεις τη βροχή / πρόσεξε μην την εξαντλήσεις…» Όμως, δεν αρκούν ορισμένοι όμορφοι στίχοι για να γραφτεί ένα ωραίο ποίημα.
Η δεύτερη ποιητική συλλογή φέρει τον τίτλο Ο σκοπευτής της μνήμης και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στοχαστής. Εδώ βλέπουμε κάποια βελτίωση. Τα ποιήματα της συλλογής είναι κάπως πιο κατανοητά, χωρίς να αποφεύγονται κι εδώ κάποιοι ακροβατισμοί της αυτόματης γραφής. Πολύ αιχμηρό και τραγικά ειρωνικό το ποίημα για την 25η Μαρτίου, όπου η ελληνική σημαία αναφέρεται ως «ένα πανί με μπλε ρυτίδες, ένας ιστός στραβωμένος», ενώ αυτό, που ενδιαφέρει τον κόσμο δεν είναι τίποτα άλλο από «την επόμενη αργία».
Η τρίτη ποιητική συλλογή φέρει τον τίτλο: Χρεοκοπία ιδεών και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στοχαστής. Εδώ έχουμε ένα ποιοτικό άλμα. Ο Γιώργος Γκανέλης αφήνει κατά μέρος τους πειραματισμούς της αυτόματης γραφής και γίνεται απόλυτα κατανοητός και τραγικά ειρωνικός. Τα ποιήματα είναι κυρίως κοινωνικά και εκφράζουν μια απογοήτευση για το ότι πέρασαν τόσα χρόνια και ο κόσμος δεν άλλαξε προς το καλύτερο. Ο καθένας κοιτάζει να αθωώσει τον εαυτό του κατηγορώντας όλους τους άλλους, το χαμόγελο έχει γίνει πολυτέλεια και ο λυγμός «μια αναγκαστική συνήθεια». Όμως, ακόμα και αν όλα έχουν καταστραφεί κι αν οι ιδέες μας δείχνουν να έχουν χρεοκοπήσει ο Γιώργος Γκανέλης θα γράψει: «Η απάθεια είναι μια ακόμη ήττα» και παρά το ότι θα αφιερώσει στην Κατερίνα Γώγου το ποίημα «Μαρία», που θα διαπιστώσει πικρά ότι «γεράσαμε να περιμένουμε, Μαρία / τις καλύτερες μέρες που θα έρχονταν», θα καταλήξει σε άλλο ποίημα να θαυμάζει τους ανθρώπους, που δεν απογοητεύονται: «Κι επιπλέον / να μην ξεχάσω να δώσω τα εύσημα / σε κάποιους ανθρώπους / που δεν τόλμησαν να πεθάνουν / έμειναν ζωντανοί για να παλέψουν με τη φωτιά» και αλλού: «Μια εκκρεμότητα έχω στη ζωή μου / να παραμένω άνθρωπος», υπενθυμίζοντάς μας τον Νίκο Καζαντζάκη, που έγραφε: «Καθήκον του ανθρώπου είναι να φωνάζει στην έρημο».
Διαβάζοντας αυτές τις τρεις ποιητικές συλλογές διαπιστώνουμε ότι ο Γιώργος Γκανέλης είναι ένας ταλαντούχος ποιητής, που παλεύει το στίχο και βελτιώνεται σε κάθε ποιητική του κατάθεση. Του ευχόμαστε ολόψυχα να συνεχίσει σε αυτό το δύσκολο δρόμο της ποίησης.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

 

7_-_linardakimelitas.jpg
Ελεύθερη πτώση, ποίηση, Χάρης Μελιτάς, εκδόσεις Μανδραγόρας 2015

 

Έχει ειπωθεί για τον Χάρη Μελιτά ότι γράφει καλή ποίηση με σκοπό και στόχο που αντιπροσωπεύει αληθινά τον δημιουργό της, κάτι που σπάνια συναντάμε σε μια εποχή όπου η έννοια «δημιουργός» υποφέρει από κρίση ταυτότητας.
Θα προσέθετα σε αυτό το σχόλιο ότι ο Χάρης Μελιτάς έχει την αξιοζήλευτη ικανότητα σε κάθε συλλογή να πραγματεύεται διαφορετικό θέμα, αλλάζοντας απλά το σημείο εστίασής του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην εγκλωβίζεται σε μια μανιέρα, αλλά να απλώνει τις δυνατότητες της τεχνικής του με χαρακτηριστική άνεση, συνεχώς διευρύνοντάς τις. Έτσι, στην Ελεύθερη πτώση ο Μελιτάς αναμετριέται με την επικαιρότητα και διερωτάται για τη θέση και την πράξη του ατόμου σε σχέση με αυτήν.
Οδυνηρά οικείος σε κάποια σημεία, ανακλητικός ζητημάτων που έχουν απασχολήσει όλους μας (βλ. για παράδειγμα τα ποιήματα Au bord de l’ eau, Το δόγμα του σοκ και Εν μεγάλη γερμανική αποικία, 2014 μΧ.), τον παρακολουθούμε να τα σχολιάζει με πικρία και σαρκασμό, μέσα από μοτίβα της καθημερινότητας που αφυπνίζουν και προβληματίζουν τον αναγνώστη.
Όμως βασικός σκοπός του Μελιτά δεν είναι να προβληματίσει. Αν ήταν, δεν θα υιοθετούσε τον απαλό τρόπο που είναι χαρακτηριστικός της ποίησής του και που ενδεχομένως κρύβει μια διάθεση να προστατεύσει τον αναγνώστη. Επιδίωξή του είναι να βάλει τα χέρια του «επί των τύπων των ήλων», να παρατηρήσει και να αναλύσει τα γεγονότα που τον βομβαρδίζουν, όπως όλους μας, γεγονότα που συχνά νιώθει να τον υπερβαίνουν, σπρώχνοντάς τον σε ελεύθερη πτώση. Και αυτό το καταφέρνει χωρίς να γίνεται ποτέ αυτοαναφορικός, κρατώντας τον στίχο του ανοικτό και αποστασιοποιημένο από τα δήθεν, με βλέμμα σταθερά και αδιαπραγμάτευτα προσηλωμένο στην πραγματικότητα. Οδηγείται έτσι σε καίριες διαπιστώσεις, τις οποίες διατυπώνει με απλά μέσα, χωρίς τίποτε περιττό ή βαρύ.
Όπως σε κάθε συλλογή, κάποια ποιήματα είναι λιγότερο σθεναρά από άλλα, όμως συνολικά πρόκειται για μια ποίηση ουσιαστική, γραμμένη με εξαιρετικό ρυθμό και στηριγμένη σε γερές βάσεις.

Χριστίνα Λιναρδάκη

 

xronose.jpg
Χρόνος παρακείμενος, ποίηση, Αφροδίτη Κυριάκη, εκδόσεις Vakxikon.gr 2014

 

Πάμε λοιπόν να πλανευτούμε στην ποίηση της Αφροδίτης που μας δηλώνει ότι αν θα μπορούσε να ζωγραφίσει την ψυχή του, θα διάλεγε το χρώμα του Μπλε. Ατέρμονες οι επιθυμίες της γραφής της Αφροδίτης Κυριάκη. Ωσάν το μπλε που καθρεφτίζεται στους ωκεανούς και σχίζει τις γραμμές των οριζόντων ανοίγοντας αισθήσεις στα σύμπαντα του Νου. Αισθήσεις και συναισθήματα γήινα της φωτιάς που είναι η ίδια η γυνή, η ζωή μας.
Αναρωτιέται η Αφροδίτη εκεί στους «αόρατους χρησμούς», πως βρέθηκα να περπατώ ανάμεσα στις ζωές των άλλων;  Βαθιά αναζήτηση της ποιήτριας / Περπατώ – (περιμετρικά πετώ λοιπόν) / Που περπατώ; / Στη ζωή / Περπατιέται η ζωή; / Οι άλλοι; / Ποιοι είναι όλοι αυτοί οι άλλοι; / Αόρατοι λοιπόν οι χρησμοί / Και αν είναι πλάνη ο χρησμός; / Ή είναι ορατή η επιθυμία
Και έρχεται ένας αντίλαλος μέσα από το «αντίλαλος δρόμος» λέγοντας μας η ποιήτρια ότι την τρομάζουν οι λέξεις, οι λέξεις οι χιλιοειπωμένες! Τρόμος. Φόβος. Ανασφάλεια. Και οι εξής το άγγιγμα των λέξεων.
Κι αυτό γιατί αυτές οι χιλιοειπωμένες λέξεις σαρκάζουν κάτω από το δέρμα και φανερώνουν τους χίλιους εαυτούς. Λέξη και αυτή Εαυτός με το Ε του έρωτα και την αυτογνωσία του εαυτού μας.
Έχουν δέρμα Αφροδίτη τελικά οι λέξεις και καθρεφτίζονται στα θαυμαστικά που ξοφλούμε τα χρέη μας. Θαυμαστικά, σημεία στίξης και ματαιοδοξία επαναφέρονται όλα αυτά στην μήτρα, σε μια μήτρα του μυείν των συναισθημάτων. Να φταίει η μύηση μας στον επαναπροσδιορισμό του εαυτού μας; Τολμάμε άραγε σ’ αυτή τη μυσταγωγία της ζωής; Ή εξ’ ου και οι χίλιοι εαυτοί;
Δεν φοβάται η Αφροδίτη να προσευχηθεί γυμνή. Το γυμνό του ύμνου Της Γης αποκωδικοποιώντας τη λέξη εξυμνεί η Αφροδίτη μας μέσα από ρίζες δέντρων, μέσα από το ρίζωμα της αναμονής, της απλότητας και του φωτός.
Γυμνό, πόσο το φοβόμαστε όλοι εμείς. Ας μη λοιπόν. Γυμνό είναι το σώμα όταν η ψυχή σέρνεται στα φτιασίδια μας. Από εμάς εξαρτάται η γύμνια μας λοιπόν και έτσι η Αφροδίτη προσεύχεται υψώνοντας πνεύμα και ψυχή.
Και συνεχίζει να αναρωτιέται αν υπάρχουν άνθρωποι που ντύνουν πολύχρωμα τα όνειρά τους ΟΧΙ! Μας το θυμίζει όμως ότι υπάρχουν που ζωγραφίζουν αστέρια, ουρανούς και ακρογιάλια μα και μαλώνουν με την αγάπη, ω του θαύματος ,γιατί όταν έφτασε δεν ήταν στα μέτρα τους.
Τι είναι μέτρο; Έχει μέτρο η αγάπη; Μας ρωτά η ποιήτρια αν το πιστεύουμε. Αναζήτηση είναι η πιστή αγαπημένη μας και εγώ σου δηλώνω πως ναι κι εγώ φοβάμαι τους ανθρώπους με τις λευκές καρδιές, που εντυπωσιάζουν μα δεν έχουν τίποτα να δώσουν ούτε καν μια «μορφή στο χιόνι» όπως γράφεις θρόνιασε ως μορφή ο φόβος στο χιόνι.
Λευκό το χρώμα της Απουσίας. Μα αυτή η θολούρα Αχλή την λένε και είναι θηλυκό ουσιαστικό. Από τι έρχεται αυτή η καταχνιά και πνίγονται οι ήχοι στις λακκούβες της βροχής; Ξεχωριστό άκουσμα μας προσφέρεις ποιήτρια, λέγοντας ότι ακούς το ψιθύρισμα του αέρα μέσα από την Αχλή και δακρύζεις ανάμεσα στις ακλόνητες ρίζες.
Συνομιλεί η Αφροδίτη με τους ανέμους που τόλμησαν να της φέρουν λέξεις στο άκουσμα εκείνο που μεταμόρφωσε τους χειμώνες του στα καλοκαίρια και παραδίδει την σκέψη της στον άνεμο. Αέρηδες ζωής λοιπόν σαν μεταμορφώνεις  με τον έρωτα τις εποχές των άλλων. / Σβήνουν οι φάροι; / Ονειρεύονται; / Ερωτεύονται; / Ταξιδεύουν;
Φάρος. Η ποιήτρια στο βράχο των λέξεων σμιλεύει φωνήεντα και σύμφωνα με το πέταγμα των γλάρων κλέβοντας σταγόνες πελάγους και φτιάχνει ρότες στις ψυχές των ανθρώπων που σε συναντούν κι ας φωνασκείς ότι με ψυχή ξεπλήρωνες τους δαίμονες των ΕΥ μέσα από μια χούφτα λέξεις. Άφησε τους φάρους να ερωτεύονται και να ονειρεύονται προτρέπει η Αφροδίτη. Και ας μην σβήσουν ποτέ ούτε να ταξιδέψουν. Μόνιμη η Αγάπη φάρος απλώνεται στη ζωή μας.
Αγωνίζεται η Αφροδίτη με τα στοιχειά της φύσης. Φιμώνει την βροχή και ταλαντεύεται ανάμεσα από νεφελώματα και προσμονές. Ναι Αφροδίτη μου, ο κόσμος επιστρέφει γιατί είναι κόσμημα, ένα κόσμημα που στέκει στα θαύματα των παραμυθιών μα και στα ανορθόγραφα χαμόγελα.
Τελειώνοντας θέλω να διαβάσω μια της σκέψη που την ένοιωσα ως αγκαλιά. Λευκό το αίμα της πληγής σου πατέρα / Διάφανες οι ελπίδες – δεν πιάνονται / Κι εγώ που μ’ αγγίγματα λαχταρούσα να ζήσω ξοδεύτηκα μ’ ανέμους να ζω. Ευχαριστούμε Αφροδίτη που μας τόνιζες ότι: Ένα γέλιο δεν φτάνει.

Αγαθή Γιολτζίδου