Top menu

Μιγέλ ντε Ουναμούνο: Ο Ρεδόντο και η εκλεκτή ομήγυρη

psarrisunamuno.jpg
Μεταφράζει ο Tάσος ΨάρρηςΟ Μιγέλ ντε Ουναμούνο (1864-1936) θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες και φιλοσόφους της Ισπανίας. Ηγετικός μέλος της γενιάς του 1898, συμμετείχε από κοντά στις εξελίξεις της εποχής του και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της σύγχρονης ισπανικής σκέψης και των γραμμάτων. Το πλούσιο έργο του, που περιλαμβάνει μυθιστορήματα, δοκίμια, ποιήματα και θεατρικά έργα, διακατέχεται από την αιώνια αναζήτηση της εσωτερικής αλήθειας και ακεραιότητας σε έναν κόσμο γεμάτο υποκρισία.
Το διήγημα Ο Ρεδόντο και η εκλεκτή ομήγυρη (Redondo, El contertulio) δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα El Imparcial της Μαδρίτης στις 23 Δεκεμβρίου 1912. Αποτελεί φόρο τιμής στην αγαπημένη συνήθεια των  Ισπανών λογίων και διανοούμενων να συγκεντρώνονται καθημερινά στα καφενεία. Η παρούσα μετάφραση είναι η πρώτη στα ελληνικά.
Από τις εκδόσεις Vakxikon.gr κυκλοφορούν επίσης, σε κοινή έκδοση, τα έργα του Μιγέλ ντε Ουναμούνο Άγιος Μανουήλ ο Μάρτυρας & Η θεία Τούλα (μτφρ. Τάσος Ψάρρης 2013).
Ο Ρεδόντο και η εκλεκτή ομήγυρη

 

Στα μέλη της εκλεκτής ομήγυρης

 

Ο Ρεδόντο έλειπε πάνω από είκοσι χρόνια από την πατρίδα του, δηλαδή από την ομήγυρη με την οποία είχε περάσει τις καλύτερες στιγμές της μακράς του νιότης, τις μοναδικές που έζησε αληθινά. Γιατί για τον Ρεδόντο πατρίδα δεν ήταν ούτε το έθνος, ούτε η χώρα, ούτε η επαρχία, ούτε καν η πόλη όπου είχε γεννηθεί, μεγαλώσει και ζήσει· για τον Ρεδόντο πατρίδα ήταν εκείνα τα δυο τραπεζάκια από άσπρο μάρμαρο του καφέ Ουνιόν, στη γωνία στο βάθος αριστερά όπως μπαίνουμε, γύρω από τα οποία συναντιόταν καθημερινά, εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, με τους φίλους του για να αναλύσουν με κριτικό μάτι οτιδήποτε ανήκε σε τούτο και στον άλλον κόσμο κι ακόμα παραπέρα.
Μόλις ο Ρεδόντο έγινε σαραντατεσσάρων χρονών, διαπίστωσε ότι ο τραπεζίτης του τον είχε κατακλέψει, και αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά. Πήγε λοιπόν στην Αμερική, στο πλευρό κάποιου θείου του που ήταν εκεί ιδιοκτήτης ενός τεράστιου αγροκτήματος. Στην Αμερική άρχισε να νοσταλγεί την πατρίδα του, την ομήγυρη της γωνίας του καφέ Ουνιόν, λαχταρούσε να την ξανανταμώσει κάποτε, σχεδόν κλαίγοντας. Απέφυγε να αποχαιρετήσει τους συντρόφους του, και με το που βρέθηκε στην Αμερική έφτασε στο σημείο να διακόψει κάθε επικοινωνία μαζί τους. Εφόσον δεν μπορούσε να τους ακούει, να τους βλέπει, να συναναστρέφεται μαζί τους, δεν ήθελε να ξέρει ούτε τι γίνονταν. Διέκοψε κάθε επικοινωνία με την πατρίδα του, αντλώντας ευχαρίστηση στη σκέψη ότι θα την ξανάβλεπε κάποια μέρα, περισσότερο ή λιγότερο αλλαγμένη, πάντα όμως την ίδια. Και ανακαλώντας στη μνήμη του τους συμπατριώτες του, δηλαδή, τα μέλη της ομήγυρης, έλεγε στον εαυτό του: Ποιο καινούργιο αίνιγμα να έχει σκαρφιστεί ο Ρομουάλντο; Ποια νέα φανταστική ιστορία να έχει προσθέσει ο Πατριάρχης στη φαρέτρα του; Ποιο σατιρικό ποίημα να απήγγειλε ο Ορτίθ τη μέρα των γενεθλίων του Ενεστρόσα; Τι παραμύθι, πιο χοντρό απ’ όλα τα προηγούμενα, να έχει επινοήσει ο Μανολίτο; Και ούτω καθ’ εξής.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στην Αμερική συλλογιζόταν τη χαμένη ομήγυρη, αναστενάζοντας, τρέφοντας τον καημό του με την ηθελημένη άγνοια για την τωρινή της τύχη. Πέρασαν τα χρόνια, κι ο θείος του δεν τον άφηνε να γυρίσει. Και βαριαναστέναζε σιγανά. Δεν κατάφερε να δημιουργήσει εκεί μια νέα πατρίδα, δεν βρήκε δηλαδή μια νέα ομήγυρη να τον αποζημιώσει για την προηγούμενη. Κι έτσι συνέχισαν να περνούν τα χρόνια, ώσπου ο θείος του πέθανε αφήνοντάς του το μεγαλύτερο μέρος της σημαντικής περιουσίας του, αλλά και κάτι που άξιζε ακόμα περισσότερο, την ελευθερία να γυρίσει στην πατρίδα του, καθώς αυτά τα είκοσι χρόνια δεν του είχε επιτρέψει να κάνει ούτε ένα ταξίδι. Έτσι, με το που βρέθηκε ελεύθερος, ο Ρεδόντο ρευστοποίησε την περιουσία του και, πλημμυρισμένος από αγωνία, επέστρεψε στα πάτρια εδάφη.
Με πόση συγκίνηση κατευθύνθηκε για πρώτη φορά, πάνω από είκοσι χρόνια μετά, στη γωνία του καφέ Ουνιόν, στο βάθος αριστερά όπως μπαίνουμε, εκεί όπου βρισκόταν η πατρίδα του! Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά καθώς έμπαινε στο καφέ, τα πόδια του έτρεμαν. Οι σερβιτόροι ή ήταν άλλοι ή είχαν γίνει κάποιοι άλλοι· ούτε τους αναγνώρισε ούτε τον αναγνώρισαν. Ο υπεύθυνος στο ταμείο ήταν άλλος. Πλησίασε την παρέα στη γωνία· ούτε ο Ρομουάλντο, αυτός με τα αινίγματα, ούτε ο Πατριάρχης, ούτε ο Ενεστρόσα, ούτε ο Ορτίθ, ο σατιρικός ποιητής, ούτε ο παραμυθάς ο Μανολίτο, ούτε ο δον Μοϊσές, ούτε… ούτε ένα από τα φιλαράκια του! Όλοι ήταν διαφορετικοί, όλοι καινούργιοι, όλοι νεότεροι από εκείνον, όλοι άγνωστοι! Η πατρίδα του είχε καταποντιστεί ή είχε μεταφερθεί αλλού. Ένιωσε μόνος, απελπιστικά μόνος, δίχως πατρίδα, δίχως σπίτι, δίχως παρηγοριά που είχε γεννηθεί. Και το είχε ονειρευτεί, το είχε αποζητήσει, το είχε λαχταρήσει πάνω από είκοσι χρόνια στην εξορία! Γύρισε στο σπίτι του, σ’ ένα κρύο, νοικιασμένο ενδιαίτημα, καταπλακωμένος από το βάρος των εξήντα οκτώ του χρόνων, νοιώθοντας γέρος. Κοίταξε για πρώτη φορά προς το μέλλον και αισθάνθηκε την καρδιά του να παγώνει βλέποντας πόση λίγη ζωή του απέμενε. Και τι ζωή! Εκείνη η νύχτα υπήρξε για εκείνον μια νύχτα άγρυπνη, μια νύχτα τραγική, όπου ένιωσε να σφυρίζει στα αυτιά του ο άνεμος της κοιλάδας του Ιωσαφάτ.
Όμως δύο μέρες μετά, σκυφτός, αποκαρδιωμένος, σαν τον ίσκιο ενός κίτρινου φθινοπωρινού φύλλου που το ξεριζώνει από το δέντρο ο βοριάς, πλησίασε στη γωνία του καφέ Ουνιόν και κάθισε στο τρίτο από τα μαρμάρινα τραπεζάκια, κοντά στην επικράτεια που είχε υπάρξει η πατρίδα του. Εστίασε την προσοχή του στη συζήτηση εκείνων των άγνωστων αντρών, εκείνων των βάρβαρων εισβολέων. Ήταν σχεδόν όλοι νέοι· ο μεγαλύτερος ήταν περίπου στα πενήντα.
Ξαφνικά, ο ένας απ’ αυτούς αναφώνησε: «Αυτό μου θυμίζει ένα από τα αινίγματα του μεγάλου δον Ρομουάλντο». Ακούγοντάς το, ο Ρεδόντο, ωθούμενος από μια εσωτερική παρόρμηση, σηκώθηκε, πλησίασε την παρέα και είπε:
«Συγχωρήστε, κύριοι, την αδιακρισία ενός ξένου, αλλά σας άκουσα να μνημονεύετε το όνομα του δον Ρομουάλντο, του ειδικού στα αινίγματα, και θα ήθελα να μάθω αν αναφέρεστε στον δον Ρομουάλντο Θαμπάλα, που υπήρξε ο καλύτερος φίλος μου όταν ήμουν παιδί».
«Σε αυτόν» του απάντησαν.
«Και τι απέγινε;»
«Πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια».
«Γνωρίζατε τον Ορτίθ, τον σατιρικό ποιητή;»
«Πώς είναι δυνατόν να μην τον γνωρίζαμε αφού ήταν μέλος της ίδια ομήγυρης;»
«Τι απέγινε;»
«Πέθανε κι αυτός».
«Κι ο Πατριάρχης;»
«Έφυγε και δεν ξέρει κανείς τίποτα γι’ αυτόν».
«Ο Ενεστρόσα;»
«Πέθανε».
«Ο δον Μοϊσές;»
«Δεν βγαίνει πια από το σπίτι του· είναι παράλυτος!»
«Κι ο Μανολίτο, ο παραμυθάς;»
«Πέθανε κι αυτός…»
«Πέθανε… πέθανε… έφυγε και δεν ξέρει κανείς τίποτα γι’ αυτόν… είναι στο σπίτι του παράλυτος… κι εγώ είμαι ακόμα ζωντανός… Θεέ μου! Θεέ μου!» Και κάθισε ανάμεσά τους κλαίγοντας.
Ακολούθησε μια θλιβερή σιωπή, την οποία διέκοψε ένα από τα νέα μέλη της ομήγυρης, ένας από τους εισβολείς, ρωτώντας τον:
«Κι εσείς, κύριε, επιτρέπεται να ρωτήσουμε…»
«Εγώ είμαι ο Ρεδόντο…»
«Ο Ρεδόντο!» αναφώνησαν σχεδόν όλοι μαζί. «Αυτός που έφυγε για την Αμερική επειδή τον κατέκλεψε ο τραπεζίτης του; Ο Ρεδόντο, για τον οποίο δεν μαθεύτηκε ξανά τίποτα; Ο Ρεδόντο, που αποκαλούσε αυτή την ομήγυρη πατρίδα του; Ο Ρεδόντο, που ήταν η χαρά των συμποσίων; Ο Ρεδόντο, αυτός που μαγείρευε, που έπαιζε κιθάρα, ο μετρ στις αφηγήσεις άσεμνων ιστοριών;»
Ο φτωχός Ρεδόντο σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τριγύρω· τα μάτια του ζωντάνεψαν, είδε αμυδρά την πατρίδα του να ξαναγεννιέται, και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, διαφορετικά όμως δάκρυα, αναφώνησε:
«Ναι, αυτός, αυτός ο Ρεδόντο!»
Τον περικύκλωσαν, τον χειροκρότησαν, τον ανακηρύξαν πατέρα της πατρίδος, κι ένιωσε τη μαραμένη του καρδιά να πλημμυρίζει από το σφριγηλό αίμα εκείνων των νέων ανθρώπων. Εκείνος, ο γέρος, ήταν τώρα ο εισβολέας των εισβολέων.
Εξακολούθησε να συμμετέχει στην ομήγυρη, πεπεισμένος ότι ήταν η ίδια, ακριβώς η ίδια, κι ότι επιζούσαν ακόμα στους κόλπους της, μέσω των αναμνήσεων, τα πνεύματα των ιδρυτών της. Ο Ρεδόντο ήταν η ιστορική συνείδηση της πατρίδας. Όταν έλεγε: «Αυτό μου θυμίζει ένα από τα αινίγματα του μεγάλου μας δον Ρομουάλντο…» απαντούσαν όλοι μαζί: «Να το ακούσουμε! Να το ακούσουμε!» Άλλες φορές: «Ο Ορτίθ, με τη γνωστή του οξυδέρκεια, είχε πει κάποτε…» Άλλες φορές: «Κι αν θέλετε να μιλήσουμε για παραμύθια, κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με τον Μανολίτο». Οτιδήποτε έλεγε, γινόταν δεκτό με επευφημίες.
Σιγά σιγά γνωρίστηκε με τα νέα μέλη της ομήγυρης και τα αγάπησε. Κι όταν ο Ρεδόντο συμπεριέλαβε μία από τις άσεμνες ιστορίες του στο ρεπερτόριό του, ένιωσε να ξαναγεννιέται. Στο επόμενο συμπόσιο μαγείρεψε, έπαιξε κιθάρα σε ηλικία εξήντα εννέα ετών και τραγούδησε. Ήταν ένα τραγούδι για την αιώνια πατρίδα, την αιωνίως ξαναγεννημένη.
Ο Ρεδόντο ανέπτυξε αισθήματα αγάπης κυρίως προς έναν από τους νέους συντρόφους του, τον Ραμονέτε, που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι εγγονός του. Καθόταν δίπλα του, τον χτυπούσε απαλά στο γόνατο επικροτώντας τις έξυπνες παρατηρήσεις του. Του έλεγε συνήθως: «Εσύ, Ραμονέτε, είσαι το πιο πολύτιμο κόσμημα της πατρίδας!» (Μιλούσε σε όλους στον ενικό). Και καθώς η τσέπη του Ρεδόντο ήταν ανοικτή σε όλους τους συμπατριώτες, σε όλα τα μέλη της ομήγυρης, ο Ραμονέτε κατέφυγε συχνά σ’ αυτήν λαμβάνοντας χρηματική βοήθεια.
Μπήκε στην ομήγυρη ένα καινούργιος ενορίτης, ανιψιός ενός από τα τακτικά μέλη, ένας εύθυμος και κάπως αδιάκριτος νεανίας, καλόκαρδος όμως και ευγενής· εκείνη όμως η άφιξη δυσαρέστησε τον Ρεδόντο: τα σύνορα της πατρίδας έπρεπε να είναι κλειστά. Κι όταν ο άλλος δεν τον άκουγε, τον αποκαλούσε «εισβολέα». Και δεν έκρυβε τη δυσπιστία του απέναντι στον εισβολέα, ο οποίος, από τη μεριά του, σεβόταν τον γερο-Ρεδόντο σαν να ήταν πατριάρχης.
Κάποια μέρα που ο Ραμονέτε απουσίαζε, ο Ρεδόντο, ανήσυχος, νοιώθοντας να του λείπει κάτι σημαντικό, ρώτησε πού ήταν. Του είπαν ότι ήταν άρρωστος. Δύο μέρες μετά, ότι πέθανε. Κι ο Ρεδόντο τον έκλαψε, τον έκλαψε όπως θα έκλαιγε έναν εγγονό. Και φωνάζοντας τον εισβολέα κοντά του, του ζήτησε να καθίσει δίπλα του και του είπε:
«Κοίτα, Πέπε, εγώ, όταν μπήκες σ’ αυτή την ομήγυρη, σ’ αυτή την πατρίδα, σε αποκάλεσα εισβολέα, γιατί η άφιξή σου μου φάνηκε σαν εισβολή, ότι διατάρασσε την αρμονία. Δεν κατάλαβα ότι ερχόσουν να αντικαταστήσεις τον άμοιρο Ραμονέτε, ότι πολλές φορές αυτός που θα πάρει τη θέση κάποιου άλλου γεννιέται πριν πεθάνει ο τελευταίος κι όχι μετά· ότι οι άνθρωποι δεν έρχονται για να γεμίσουν το κενό που αφήνουν κάποιοι άλλοι αλλά για να τους εκτοπίσουν. Κι ότι εδώ και καιρό έχει γεννηθεί, και είναι ζωντανός, αυτός που θα αντικαταστήσει εμένα. Έλα, κάθισε δίπλα μου· εμείς οι δύο είμαστε η αρχή και το τέλος της πατρίδας».
Όλοι επιδοκίμασαν τον Ρεδόντο.
Μια μέρα, όπως συνήθιζαν να κάνουν τρεις τέσσερις φορές τον χρόνο, ετοίμασαν ένα κοινό γεύμα, μια «αγάπη», όπως το ονόμαζαν. Ο Ρεδόντο, που προήδρευε, είχε ετοιμάσει ένα από τα πιάτα που ήταν ειδικότητά του. Η γιορτή ήταν ιδιαιτέρως εύθυμη, και κατά τη διάρκειά της μνημονεύτηκαν αινίγματα του μεγάλου Ρομουάλντο, απαγγέλθηκε ένα σατιρικό ποίημα του Ορτίθ, εξιστορήθηκαν παραμύθια του Μανολίτο, τιμήθηκε η μνήμη του Ραμονέτε. Όταν στο τέλος πήγαν να ξυπνήσουν τον Ρεδόντο, που φαινόταν να τον έχει πάρει ο ύπνος ‒όπως συνέβαινε συχνά‒, τον βρήκαν νεκρό. Πέθανε στην πατρίδα του, κατά τη διάρκεια μιας πατριωτικής εορτής.
Άφησε την περιουσία του στην ομήγυρη μοιράζοντάς την σε όλα της τα μέλη, με τον όρο να διοργανώνουν έναν αριθμό από συμπόσια τον χρόνο και με την παράκληση να αφιερώσουν μια ημέρα στους δοξασμένους ιδρυτές της πατρίδας. Στη ιδιόχειρη διαθήκη του, σπανιότατο ντοκουμέντο, έγραφε στο τέλος: «Και αποχαιρετώ εκείνους που έκαναν τη ζωή μου αξιοβίωτη, δίνοντας ραντεβού μαζί τους στην ουράνια πατρίδα, όπου θα τους περιμένω σε μια γωνιά του καφέ Η δόξα, στα αριστερά όπως μπαίνουμε».