Top menu

Μικρό δοκίμιο για το "Τοστ Ζαμπόν" του Τσαρλς Μπουκόβσκι

kantsouzambon.jpg
 
 
 
 
Γράφει η Κατερίνα Καντσού
 
Tον Τσαρλς τον έχω γνωρίσει κυρίως μέσα από την ποίησή του. Μυθιστορήματά του δε γνώριζα πολλά κι ίσως υποσυνείδητα να μην ήθελα να διαβάσω. Η ποίησή του μου αρκούσε. Το Τοστ Ζαμπόν έπιασε την προσοχή μου λίγο πριν βγω έξω απ' το βιβλιοπωλείο που βρισκόμουν. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, το αγόρασα. Ήξερα σε γενικές γραμμές ότι έγραφε την ιστορία της παιδικής του ηλικίας. Οτιδήποτε έχει να κάνει με καταγραφή του παρελθόντος και ειδικά της παιδικής ηλικίας, είτε πρόκειται για ταινία, είτε για βιβλίο, τα κυνηγάω -ξέρω ότι πρέπει να τα ζήσω κι εγώ μαζί με τους δημιουργούς τους.
 
Και κάπως έτσι ξεκίνησα την ανάγνωση της μίνι αυτοβιογραφίας του Τσαρλς. Στο μυαλό μου όλα αυτά τα χρόνια τον είχα ως ένα μεσόκοπο ποιητή που αγαπάει το ποτό το ίδιο εξίσου με τις γυναίκες. Που μετά βίας αντέχει τη ρουτίνα της δουλειάς. Που δίνει ως συμβουλή να ξυπνάμε όχι πριν το μεσημέρι. Που γράφει το ίδιο εμπνευσμένα όπως και ζει -βίαια, βρώμικα, ειλικρινή. Αν έχω ξεχωρίσει τον Τσαρλς είναι γιατί ο λόγος του είναι απόλυτα συμβατός με τον τρόπο της ζωής του -λόγος καθαρός, πιστός σ' αυτά που πρεσβεύει, χωρίς ίχνος ωραιοποίησης. Πάντα έγραφε τα πράγματα ακριβώς όπως ήταν. Έτσι έκανε και σ' αυτό το βιβλίο.
 
Μέσα απ' το Τοστ Ζαμπόν τον είδα όμως πρώτη φορά ως μικρό παιδί. Έζησα μαζί του όλη τη βία και τη σκληρότητα της παιδικής του ηλικίας. Σιχάθηκα τον πατέρα του, έναν διαταραγμένο απόμαχο του Αμερικάνικου Στρατού που λόγω της οικονομικής, κι όχι μόνο, δυσφορίας του ξεσπούσε όλη του τη νευρασθένεια και το άγχος πάνω στο μικρό του γιο μαστιγώνοντάς τον εβδομαδιαίως με το δερμάτινο λουρί με το οποίο ακόνιζε το ξυράφι του. Επαίνεσα εκείνον για την καρτερικότητα και υπομονή του. Ένιωσα το πόσο απάνθρωπα βίωνε την απόρριψη και τη μοναξιά. Τον είδα πολλές φορές ως ένα ολομόναχο πλάσμα στον κόσμο, αβοήθητο, που πάσχιζε να βρει έναν προσανατολισμό και μια κατεύθυνση. Είδα γιατί κλείστηκε στον εαυτό του. Γιατί άρχιζε ν' απορρίπτει την κοινωνία, τ' αλλόκοτα συστήματά της και οτιδήποτε συμβόλιζε την εξουσία. Είδα πόσο προσπαθούσε να καταλάβει, πόσο ήθελε να βρει έστω έναν άνθρωπο να τον καταλάβει. Λυπήθηκα την παραμορφωμένη όψη που απέκτησε από την εμφάνιση μολυσμένων σπυριών παραγεμισμένων με πύον (αποτέλεσμα της ψυχικής εσωτερικής οδύνης που βίωνε). Μέτρησα τα χρόνια, τις εβδομάδες και τις φορές που ξυλοκοπήθηκε τόσο βάναυσα απ' τον πατέρα του- πρέπει να ήταν γύρω στις 800 απ' την ηλικία των 6 μέχρι και 11. Ο ίδιος είπε κάποτε σε μια συνέντευξή του: Όταν σε δέρνουν τόσο πολύ βάναυσα και για τόσο μεγάλο διάστημα, αποκτάς την τάση να λες τα πράγματα με τ' όνομά τους -μ' άλλα λόγια η κατάσταση αυτή εξαφανίζει κάθε προσχηματική διάθεση από μέσα σου. Αν επιζήσει κάτι μέσα σου, συνήθως αυτό θα είναι κάτι αυθεντικό. Οποιοσδήποτε δέχεται τόση βία και τιμωρία στην παιδική του ηλικία, μπορεί να γίνει δυνατός, σωστός άνθρωπος, ή να γίνει βιαστής, φονιάς, να καταλήξει σε κάποιο τρελάδικο, ή να χαθεί μέσα στους αμέτρητους δρόμους της ζωής. Καταλαβαίνετε λοιπόν, πως ο πατέρας μου αποδείχτηκε σπουδαίος λογοτεχνικός δάσκαλος: με δίδαξε το νόημα του πόνου, του πόνου δίχως αιτία.
 
Θυμάμαι ν' αναρωτιέμαι πώς μπορεί να ένιωθε γράφοντάς τα όλα αυτά και ανεγείροντας αναμνήσεις από ένα τόσο σχεδόν αποκρουστικό παρελθόν. Στην πορεία της ανάγνωσης, αναγκάστηκα να κάνω κάποιες φορές διαλείμματα και ν' αποστασιοποιηθώ -όλες αυτές οι εικόνες και τα συναισθήματα που μου προκαλούσαν είχαν γίνει ασφυκτικά, δεν ήξερα πώς να τα διαχειριστώ. Έπρεπε να κάνω προσπάθειες να μην τον λυπάμαι. Όμως τον λυπήθηκα. Πολλές φορές. Έκλαψα. Πολλές φορές. Πώς όχι; Υπήρξε ένα παιδί που μεγάλωσε μες στη βία, το μίσος, την ανέχεια και τον πόνο. Τον ανελέητο πόνο, τον πόνο χωρίς τέλος. Δεν του έδωσαν αγάπη, ούτε του έδειξαν τον τρόπο να τη δείχνει ή να τη ζητάει. Τον αγνοούσαν. Σωματικά, συναισθηματικά, πνευματικά. Το ίδιο και οι καθηγητές και οι φίλοι.
 
Κάνει προσπάθειες όμως να μην βρεθεί στη θέση του θύματος -δεν προσπαθεί να μας κάνει να τον λυπηθούμε, δεν πιστεύω ότι και ο ίδιος λυπόταν τον εαυτό του. Τα βλέπει όλα ως μαθήματα που τον προετοίμαζαν για τους πολυάριθμους σκληρούς αγώνες που έδωσε αργότερα. Η ζωή του δεν ήταν εύκολη, ποτέ δεν υπήρξε. Ξέρω όμως με σιγουριά πως μέσα από το βιβλίο δίνει μια μικρή γεύση της απελπισίας και του τρόμου που βίωνε -υπήρξαν πολλά άλλα γεγονότα που δεν μας τα κάνει γνωστά, ίσως και να μην τ' αντέχαμε. Σε μια συνέντευξή του τον άκουσα να λέει πως η παιδική του ηλικία χαρακτηριζόταν από Τρόμο, με Τ κεφαλαίο και πως δε θα θέλαμε να ξέραμε όλες τις λεπτομέρειες. Όσο λοιπόν κι αν προσπαθεί, μέσα από το χιούμορ πολλές φορές, να εξανεμίσει όλες αυτές τις τραγικές καταστάσεις, είναι εμφανής η ρέουσα οδύνη και πικρία που απαγκιστρώθηκαν πάνω του. Αν όμως, τίποτα απ' όλα αυτά δεν είχε συμβεί τότε, τίποτα απ' τα υπόλοιπα δε θα είχε συμβεί μετά. Ο Τσαρλς δε θα είχε ανακαλύψει τα βιβλία και το γράψιμο, δε θα είχε οδηγηθεί να φύγει απ' το σπίτι του και να προσπαθεί να χαράξει ένα δρόμο μόνος του, μέσα από μια ζωή του περιθωρίου, που του έδινε όμως το έναυσμα και την έμπνευση να γράφει. Μέσα από το γράψιμο ξαναγεννιόταν. Θα πει: Κι όμως εξακολουθούν να υπάρχουν κι άλλα πράγματα να γράψω μέχρι να με πετάξουν μες στο σκοτάδι... Αυτό είναι το καλό με τις λέξεις, συνεχίζουν να καλπάζουν, γυρεύουν πράγματα, σχηματίζουν προτάσεις, στήνουν χορό.
 
Στην εφηβεία του, θα βρει ένα πραγματικό καταφύγιο στα βιβλία και στους συγγραφείς που αρχίζει ν' ανακαλύπτει τον έναν μετά τον άλλον και θα γράψει: για μένα, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που τόσο αναπάντεχα είχαν έρθει στη ζωή μου ήταν η μοναδική μου ευκαιρία. Ήταν οι μοναδικές φωνές που μου μιλούσαν, κι αργότερα θ' ανακαλύψει το ποτό, αυτή την ευχαρίστηση που θα τον συντροφεύει και θα τον ακολουθεί μέχρι και το τέλος της ζωής του. Εκεί μέσα θα μπορεί να χάνεται, ν' αφήνεται, να είναι πραγματικά ο εαυτός του χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα. Αυτό που πάντα ήθελε ήταν να τον αφήνουν ήσυχο, να μην τον κοντράρουν, να μην τον προκαλούν, να μην του επιβάλλουν την κυριαρχία τους. Ήταν ευτυχισμένος να βρίσκεται σε μια γωνιά όπου θα μπορούσε να πίνει, να διαβάζει και να παρατηρεί τον κόσμο που συνειδητοποιημένα δεν ήθελε να ενταχθεί μέσα του. Παρ' όλα αυτά, υπήρχε πάντα κάποιος που του διατάρασσε την ησυχία και την ιδιωτικότητά του -συνήθως κάποιος που ήθελε ν' αποφύγει, άνθρωποι με κάποιες ιδιαιτερότητες που επέλεγαν να πάνε κοντά σ' αυτόν κι όχι σε άλλους. Ο ίδιος γράφει: Γύρω μου συνάζονταν οι αδύναμοι κι όχι οι δυνατοί, οι άσχημοι κι όχι οι όμορφοι, οι χαμένοι κι όχι οι κερδισμένοι. Ήταν, θαρρείς, το πεπρωμένο μου να ταξιδεύω παρέα με τέτοια φάρα σ' όλη μου τη ζωή. Ήμουν σαν μια σβουνιά που μάζευε τις μύγες κι όχι σαν λουλούδι που ποθούσαν να 'ναι σιμά του και οι πεταλούδες και οι μέλισσες. Εγώ ήθελα να είμαι μόνος μου, αισθανόμουν καλύτερα όταν με άφηναν στην ησυχία μου, όταν ήμουν μόνος, αισθανόμουν πιο καθαρός, κι ωστόσο δεν μου έκοβε τόσο ώστε να μπορώ ν' απαλλαχτώ από δαύτους. Ίσως αυτοί να ήταν οι αφέντες μου, να ήταν πατεράδες ενός άλλου είδους.
 
Θα μεταφέρει τα μαθήματα που του δίδαξαν και στη ζωή του -θα γίνει σκληρός ως τον μόνο τρόπο για να επιβιώνει. Έτσι γίνεται πάντα με τα ευαίσθητα και πληγωμένα παιδιά -οφείλουν να ξεχάσουν τους συναισθηματισμούς και τις τρυφερότητες (όσο κι αν κάτι τέτοιο είναι που αναζητούν) και να στραφούν προς την κατεύθυνση της σκληρότητας, ως το μοναδικό όπλο που έχουν για να παλέψουν. Νιώθω πως ένα μεγάλο μέρος της ζωής του παρέμεινε ως ένας παρεξηγημένος άνθρωπος -κάποιον που είτε θα στρίμωχναν μέχρι να τον λυγίσουν, είτε θα ήθελαν να βγάλουν απ' τη μέση, γιατί ήταν διαφορετικός, δεν έμοιαζε με τη μάζα, δεν ακολουθούσε νόρμες και δύσκολα τον καταλάβαιναν. Ή μάλλον, δεν έκαναν ποτέ την προσπάθεια γι' αυτό.
 
Αργότερα, πολλοί θα τον κατηγορήσουν για μισανθρωπισμό. Ο Τσαρλς υπήρξε το αντίθετο του μισάνθρωπου. Αγαπούσε να βρίσκεται με φίλους, προσπαθούσε διαρκώς να καταλάβει τους ανθρώπους. Μπορεί να μην τους καταλάβαινε (και ποιος μπορεί;) ή να μην τους ανεχόταν απόλυτα (ποιος το κάνει;), αλλά σίγουρα τους έδειχνε εμπάθεια. Και μες στην εμπάθεια, κρύβεται μια μεγάλη δόση αγάπης. Γιατί κάθε άνθρωπος που αποφασίζει να γίνει συγγραφέας και να γράψει για τους ανθρώπους, δεν μπορεί παρά να τους αγαπάει. Δεν μπορείς να γράφεις για κάτι, χωρίς να το αγαπάς. Χωρίς να σχετίζεσαι μαζί του. Κι όσο για την αγάπη αυτή καθαυτή, τη λαχταρούσε διακαώς και αμετανόητα. Όλα όσα έκανε ή έγραφε πρόδιδαν αυτή του την ανάγκη. Θέλω να πιστεύω πως όση του στερήθηκε σε όλη τη παιδική-νεανική του ηλικία, την πήρε εις τριπλούν αργότερα απ' τους αναρίθμητους θαυμαστές του που τον αγάπησαν, τον αγκάλιασαν, τον αναγόρευσαν σε έναν απ' τους πιο θρυλικούς ήρωές τους.
 
Αυτόν, έναν παραμορφωμένο, μοναχικό, θρασύ, τολμηρό, τρελό, μέθυσο, εξεγερμένο εραστή των λέξεων. Γι' αυτό, αυτό το βιβλίο σε κερδίζει -γιατί είναι αυθεντικό, έντιμο κι ειλικρινές. Όπως ήταν και ο ίδιος. Όπως ήταν και η ζωή του.
 
Info: Τοστ Ζαμπόν, αφήγημα, Τσαρλς Μπουκόφσκι, μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδόσεις Mεταίχμιο 2013