Top menu

H απουσία στην ποίηση και ο πόνος του ποιητή

melidwnis28.jpg
φωτό: Μ. Τσιράκου
 
 
Γράφει ο Ανέστης Μελιδώνης

H απουσία που γεννά ποίηση η ποίηση που αναγεννά την απουσία, κάθε απόντας και ένας ποιητής που χάθηκε στα σύνορα των λέξεων, κρατώντας αναμμένη την ασύλληπτη εικόνα του μέχρι που στο διάβα του έγινε καπνός, αφού ταυτίστηκε με την απόσταση που το ποίημα δεν μπόρεσε να νικήσει. Κάθε ποίημα δεν είναι απλά μια κατάδυση στο άγνωστο και ανεκπλήρωτο, είναι περισσότερο μια μάχη με τη λήθη, μια μάχη με το μηδέν, και το πώς θα την δώσει τη μάχη του αυτή ο ποιητής έχει κατά μεγάλο μέρος να κάνει με το πώς βίωσε και βιώνει την απουσία. Με λίγα λόγια δεν μιλάμε για την υποθετική απουσία, στην ποίηση όλα είναι συγκεκριμένα, μιλάμε για την αγαπημένη που χάθηκε, για την κοινωνία που διαβρώθηκε, για την πόλη που στέρεψε από πνοή και ποιητικές παρουσίες. Για το κενό που ο ποιητής πληρώνει, γιατί ο ποιητής είναι υπόχρεος να πληρώνει γι’ αυτά που οι άλλοι δεν βλέπουν αλλά τα δημιουργούν ακριβώς εν αγνοία τους, γιατί κάποιος πρέπει να μπορέσει να δει μέσα στο χάος και να δείξει μια πόρτα διεξόδου, κι αυτή είναι πάντα προς το μέλλον, ακόμα κι αν αυτό τείνει προς την απουσία του. «Ας τρέξουμε πάλι χωρίς ανάπαυλα προς τον χαμό μας» λέει ο Camus στο Καλοκαίρι του.

  Τόσοι και τόσοι έλληνες ποιητές δεν τραγούδησαν μια χαμένη αγάπη; Μια πεθαμένη, όπως ο Δικταίος που πια θα παραδοθεί σ’ αυτή την αίσθηση: «ας μην ήσουν ανάμνηση, άσκηση ή σπουδή, / μα ως κάτι πιο απλό, πιο απτό, βέβαιο και γήινο, / που να σε χαίρονται τα χέρια μου, τα μάτια μου, / ή ας έχανα τα χέρια μου, ας έχανα τα μάτια μου, / ας έχανα όλες τις αισθήσεις μου και τον εαυτό μου / κι όπως οι πεθαμένοι να χαρούμε , πολυαγαπημένη: / καθώς οι πεθαμένοι χαίρονται τους πεθαμένους». Ο Λειβαδίτης αντίθετα θα την κάνει κίνητρο για μια μάχιμη στάση: «Κι όπως ξεκινάς με πλατύ βήμα / τα παιδικά σου χρόνια / οι χαμένοι έρωτες / όλα όσα ονειρεύτηκες χωρἰς να τα ζήσεις / τα γιασεμιά που σου γυρίσανε / η καρδιά σου που την ποδοπατήσαν / ξεκινάνε κι αυτά πλάι σου - / να πολεμήσουν / μαζί σου.» Ο Σαχτούρης σε μια ακόμα πιο παράδοξη στάση δε διστάζει να δει κατά πρόσωπο και να ζωντανέψει τα φαντάσματά του: «Ο Ιωάννης Βενιαμίν δ’ Αρκόζι που πέθανε –«εν ζωή»- και αναστήθηκε μόλις νυχτώνει κάθε βράδυ σφάζει τα κοπάδια του –γίδια βόδια και πρόβατα πολλά – πνἰγει όλα τα πουλιά του αδειάζει τα ποτάμια του και πάνω στον κατάμαυρο σταυρό που ‘χει στημένο καταμεσής στο δωμάτιό του σταυρώνει την αγαπημένη του.» Ο Καρούζος προτιμά να περιγράψει τον εφιάλτη με τη μορφή της παιδικής ηλικίας: «Το βράδυ-βράδυ έμπαινε στην κάμαρά του / η βρεφική του ηλικία και του μιλούσε / με τη μεγάλη μάσκα του αγίου Αυγουστίνου / και το βιβλίο των μαγισσών αιωρούμενο / που κάποτε το ‘γραψε μια νεκρή δακτυλογράφος.»
   Ο Σεφέρης απ’ την άλλη βάζει τον ποιητή να γίνεται μελλοντική παρουσία μέσα από την τωρινή του απουσία, με μια δικαίωση του ποιητικού του οράματος και της θυσίας του σε αυτό. «Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε / αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει / ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ’ασφοδέλια / ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων. // Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη.» Ενώ ο Πεντζίκης ξαναβρίσκει τον Θεό μέσα στην παρουσία αυτού που διασώθηκε, στο ότι η απουσία δεν νίκησε αν και επίμονα άφησε σημάδια: «κει που αναζητούμε τις λεπτομέρειες του γραπτού διάκοσμου που διασώθηκαν / να φανταστούμε ότι εξακολουθεί να ‘ναι κατοικία του όντως Θεού / (…) / μέσα από τη γενική φθορά του υλικού επιτρέπει να διακρίνουμε το πνεύμα / (…) καρποφορία στα επέκεινα, μακριάς και επίμονης αγάπης του κόσμου / Έτσι ώστε, εμπνεόμενοι από την εμπειρία τούτη την παλιά, / να μπορούμε να μην απελπιζόμαστε όταν χάνονται από μπροστά μας τα πράγματα, / νιώθοντας μέσα στη σιωπή της απώλειας να μεγαλώνει με την αγάπη / η ελπίδα που αχειροποίητη συμβολίζει ως άμπελο τον Θεάνθρωπο».
   Στον Ελύτη τώρα η απουσία έχει παραμείνει να μαγεύει κάθε του ποιητικό νεύμα, καθώς εκείνη που τότε δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι τώρα έγινε μια μόνιμη απουσία που αποθεώνεται στην απροσιτότητά της «Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα / Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν / Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους / Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα / Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια // Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ’την ανατολή / Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια / Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί – τι γύρευα / Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα / Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος / Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου το πελαγίσιο του έμβλημα / Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα / Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα».
   Στη Μελισσάνθη η μόνη παρούσα δύναμη απέναντι στο βάρος της ύπαρξης και της νύχτας που την ακολουθεί είναι η αγάπη: «Που ‘ναι ο Νόμος και ο Λόγος της Δικαιοσύνης! / Που με το αίμα του κερδίζει το χαμένο αίμα! / Που με το δάκρυ του κερδίζει τα χυμένα δάκρυα! / Που με τον ίδιο του το Θάνατο νικά το Θάνατο! / Γιατί «η Αγάπη είναι ισχυρά ως Θάνατος / Ύδατα πολλά δεν δύνανται να σβέσωσι την Αγάπη / Ουδέ ποταμοί να πνίξωσιν αυτήν».» Πηγαίνοντας ακόμη πιο πίσω θα βρούμε τον Καβάφη που έχει κυριολεκτικά παγώσει τη στιγμή που σημάδεψε η απουσία του ποθητού προσώπου «…Απόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθεί / για μια εβδομάδα μόνο … / Αλίμονον. / η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή.» Στον Ουράνη η απουσία είναι όσο δεν πάει φορτική και δεν μπορεί παρά να τον στοιχειώνει για να τη θεραπεύσει «Δεν πέθανες. Είσαι παντού και είσαι μέσα σ’ όλα: / στων ρόδων το ξεφύλλισμα, στο στεναγμό του αγέρα / στα νέφη που ροδίζουνε όταν πεθαίνει η μέρα, / κι ως και τις νύχτες δίπλα μου σε νιώθω ξαπλωμένη». Ο Σούτσος πάλι σατυρίζει την απουσία μέσα από την παρουσία των ανθρωπόμορφων κορακιών που θα πέσουν πάνω στους απόντες να κερδίσουν από ό,τι τους απέμεινε, κι έτσι ηθικά θεωρεί απόντες αυτούς που ζουν ακόμα αλλά ζουν με αυτόν τον τρόπο, κρατώντας ζωντανούς στη θύμηση αυτούς που χάθηκαν: «Ήρωες εξακουσμένοι! / Και αν είσθε πεθαμένοι, / στην ενθύμησιν του κόσμου, στην ενθύμησίν μας ζήτε. / Πέθαναν, κι αν ζουν ακόμα, όσοι άτιμοι πολίται / εις τους τάφους σας πατούν, / να κληρονομήσουν όλας τα θυσίας σας ζητούν, / και αφήνουν της πατρίδος τους πατέρας, τους προμάχους, / να ψωμοζητούν στις πόλεις και να ξενυχτούν στους βράχους.» Την τεράστια αντίθεση απουσίας και παρουσίας, καταδεικνύει και ο εθνικός μας ποιητής: «Το δώμα τ’ολομόναχο / Βροντούσε από τραγούδια˙ / Στα χέρια και στο μέτωπο / Έτρεμαν τα λουλούδια / Της κορασιάς όπ’ έλαμπε / Σαν τ’ άστρο της αυγής //  Είναι αλαφρό το χώμα σου / Σαν της ελιάς το φύλλο, / Σαν της δροσιάς το στάλαμα / Μη σου βαρύνει αν χείλο / Ανθρώπου δώσει φίλημα / Στην πέτρα που κρατείς.» Ενώ ο σύγχρονός του Κάλβος δείχνει την ορμητικότητα του θανάτου και την μιμείται για να τον νικήσει: «Μια και μόνη είναι / η  οδός, και εις τον τάφον / φέρνει˙ εις αυτήν η ανάγκη / αμάχητον με χείρα / ωθεί τους ζώντας. // Υιε μου πνέουσαν μ’είδες˙ / ο ήλιος κυκλοδίωκτος, / ως αράχνης, μ’ εδίπλωνε / και με φως και με θάνατον / ακαταπαύστως.» Και την ίδια αβάσταχτη απόσταση καταδεικνύει κι εκείνος: «Ω φωνή, ω μητέρα, / ω των πρώτων μου χρόνων / σταθερά παρηγόρησις˙ / όμματ’ όπου μ’εβρέχατε / με γλυκά δάκρυα! // Και συ στόμα όπου εφίλησα / τόσες φορές, με τόσην / θερμότατην αγάπην, / πόση άπειρος άβυσσος / μας ξεχωρίζει!» Και καλύτερα εκείνη την ακαταμάχητη λύπη δεν μπορεί παρά να την εκφράσουν οι στίχοι του Μαβίλη: «Α δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι, / τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν / θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν»
   Η πιο αιχμηρή μορφή απουσίας είναι η διαρκής και βιωμένη, και αυτή εκφράζει ο Καρυωτάκης, «Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ’αυτή τη γη, / σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία, / Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή, / Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία. // Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό / ανδρείκελα, στης Μοίρας τα δυο τυφλά χέρια, / χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό, / άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια. //  Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά, / η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη, / Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά / όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει. // Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός, / Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα, / ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός/ πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα…»
   Κλείνοντας, μια συλλογή με μότο «εν αρχή ήν ο πόνος» και τίτλο «απόντες» μου φαίνεται να ταιριάζει ιδανικά στον τίτλο αυτής της μικρής ανθολόγησης. "Ποιού τρόμου το αδικαίωτο τεκμήριο με κρατάει εδώ;"... Πιο βιωματική ποιήτρια από την Γώγου δύσκολα θα βρούμε. Ποιος μίλησε με περισσότερη αλήθεια για το πως λείπει ο ίδιος ο εαυτός μας από τη ζωή μας; Για το πως μπορούμε ανά πάσα στιγμή να πολεμάμε με την απουσία; Για την αιώνια παρουσία μιας αγάπης που επιμένει να ξετυλίγεται σε πόλεις κενές; "θα 'μαι ένα χαζό παιδικό άστρο που όλο θα πέφτω"..

«Οι δρόμοι της πολυαγαπημένης πόλης μου, φίδια τώρα της γνώσης
μου παραδώσανε της πόλης τα κλειδιά, με εκπαιδεύσανε με μάθανε
όσο με σφίγγουνε ν’ ανοίγομαι, τώρα με σφίγγουνε, ανοίγω...
Τώρα σε λίγο δε θα μπορέσεις να με πιάσεις πια, αν μπορέσεις
κυνήγα με, δε θα με βρεις στους δρόμους της πια, με προφυλάνε
με κρύβουνε ανεβαίνω...
Σε λίγο αν κοιτάξεις λυπημένος το βράδυ στον ουρανό ψηλά
θα ‘μαι ένα χαζό παιδικό άστρο που όλο θα πέφτω»

«Τι έγινε και  φύγανε οι κάτοικοί της βιαστικά
και αφήσανε τις πόρτες ανοιχτές
Τα φώτα αναμμένα...
Τυφλά μεγάλα πουλιά συγκρούονται
μ’ ανοιγμένα φτερά
βαθιά τρομαγμένα
η θάλασσα μπαίνει στην πόλη
μεθοδικά βουλιάζει τη στεριά
ένα καράβι με όρνια λεπρά
πλέει απ’ τις πόρτες
ξανοίγεται αργά... αργά...
ΑΡΓΑ
Τα παιδικά μου χρόνια
άκαμπτα παιδιά ξυλιασμένα
τα ξεθάβει ένας κίτρινος σκύλος
συνέχεια τα γυρνάει σε μένα

...ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΝΕΡΑ
τα χέρια μου σταυρώνουνε μόνα τους
σαν πεθαμΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ;
...................................................................................................
κανένας;

Ποιανού πλανήτη το τέλος το αισχρό
μ’ άφησαν σα σκιάχτρο να τρομάζω εδω...

Για δεν περνάω απέναντι
που ο άνεμος λογχίζει τις φωτιές»