Top menu

Λέσχη ανάγνωσης Δεκεμβρίου: 7 + 1 βιβλία

lad151214.jpg
Η συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει στη Λέσχη ανάγνωσης Δεκεμβρίου, τα παρακάτω βιβλία: 

1_-_marinosrankin.jpeg
Άγιος ή Αμαρτωλός;, μυθιστόρημα, Ίαν Ράνκιν, μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, εκδόσεις Μεταίχμιο 2014

 

Ο δολοφόνος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές και ο συγγραφέας επιστρέφει στους αγαπημένους ήρωές του. Πέραν της αναμφίβολα εμπορικής σκοπιάς να τον ξαραχνιαστεί από τη σύνταξή του, η απόφαση του rock star της αστυνομικής λογοτεχνίας Ίαν Ράνκιν να γράψει μια ακόμη ιστορία με κεντρικό πρόσωπο τον αστυνομικό Τζον Ρέμπους, ενδεχόμενα, να υποσημειώνει την πρόθεση του να ξεκαθαρίσει παλιούς λογαριασμούς.
Άλλωστε στο Άγιος ή Αμαρτωλός με τα φαντάσματα του παρελθόντος καταγίνεται ο σκληροτράχηλος Ρέμπους, ενώ η διερώτηση του τίτλου (πρόδηλη, το δίχως άλλο) φανερώνει την αμήχανη στιγμή της κατάδυσης στον ωκεανό των προσωπικών διλημμάτων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ράνκιν αναδεικνύει τη σκοτεινή πλευρά των αστυνομικών μηχανισμών, τη φαύλη διευθέτηση του νόμου, τη διασταλτική ηθική των διεφθαρμένων αστυνομικών που εκκινούν από ταπεινά κίνητρα, καταρρακώνουν με τις πράξεις ή τις αβελτηρίες τους την έννοια της δικαιοσύνης και είναι πεπεισμένοι πως η Νέμεση δεν θα τους αγγίξει ποτέ.
Ο Ρέμπους επιστρέφει στο Σώμα, βαρύ και ασήκωτος, πιο γερασμένος, αλλά πάντα εν εγρηγόρσει και με εκείνη την άλω της κυνικότητας να τον περιβάλλει όπως πάντα. Επιστρέφει, αλλά τα παλιά του κλέη είναι αυτό ακριβώς: παλιά• παρελθόν. Έχοντας πλέον χαμηλότερο βαθμό στην ιεραρχία της αστυνομίας, ο Ρέμπους θα τεθεί αντιμέτωπος με μια σκοτεινή συρραφή ιστοριών που συνέβησαν πριν από 30 χρόνια, τότε που υπηρετούσε ως νεόκοπος αστυνομικός υπό την σκέπη των «Αγίων της Σκιώδους Βίβλου». Μιας ιδιότυπης ομάδας αστυνομικών που επενεργούσαν κατά το δοκούν και κατά παράβαση κάθε νομιμότητας. Η τωρινή ηγεσία της αστυνομίας ξεφυλλίζει τις πίσω σελίδες εκείνης της ομάδας που καίτοι κιτρινισμένες από το χρόνο, εξακολουθούν να συσχετίζονται με το παρόν. Το βασικό δίλημμα του ανυπότακτου Ρέμπους είναι αν θα συνεργαστεί με τον νομιμόφρονα Μάλκολμ Φοξ των εσωτερικών υποθέσεων της σκοτσέζικης αστυνομίας (ένα πρόσωπο που το έχουμε συναντήσει στη «Δικαίωση του αίματος») προδίδοντας έτσι τους παλαιούς συντρόφους του ή θα αφήσει τη λήθη του χρόνου να επισκιάσει την αλήθεια.
Παράλληλα με αυτό το κεντρικό μοτίβο ο Ράνκιν απλώνει το «παιχνίδι» εμβάλλοντας παράλληλες ιστορίες που άλλοτε σχετίζονται άμεσα με την κεντρική και άλλοτε σκιαγραφούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Σκωτίας που ετοιμάζεται να ψηφίσει υπέρ ή κατά της ανεξαρτητοποίησης από τη Ηνωμένο Βασίλειο (τότε που γραφόταν το βιβλίο δεν είχε διεξαχθεί ακόμη το δημοψήφισμα).
Η καινούργια υπόθεση στην οποία ο Ρέμπους μετέχει ενεργά, και ουσιαστικά καλείται να λύσει τον ένα γρίφο μετά τον άλλον, έχει να κάνει με ένα μυστηριώδες αυτοκινητικό ατύχημα όπου εμπλέκεται ο γιος ενός επιφανούς πολιτικού του Εθνικού Κόμματος, ηγέτη της εκστρατείας για την ανεξαρτησία της Σκωτίας. Εντέλει, όπως αποκαλύπτεται, η σχέση του με τους Αγιους δεν είναι αθώα.
Ο Ράνκιν γράφει ατόφια αστυνομική λογοτεχνία, αυτή που αρέσει στην πλειοψηφία των αναγνωστών (ανά τον κόσμο), σκορπώντας γρίφους ολόγυρα, ανεβάζοντας την αδρεναλίνη, κατασκευάζοντας σκοτεινές δομές στις ιστορίες του που, όμως, έχει τρόπο να τις αποδραματοποιεί έτσι ώστε να γίνουν εύληπτες από το ευρύ κοινό. Ακόμη και όταν ρίχνει τη ματιά του στο πολιτικό πλαίσιο, το κάνει με όρους περιφερειακής σκιαγράφησης της κεντρικής ιστορίας. Δεν γράφει polar, δεν είναι πολιτική η σκοπιά του – εμμένει σε αυτό που γνωρίζει πολύ καλά: να σκαρώνει ιστορίες με έκπτωτους αγγέλους-αστυνομικούς, με δαίμονες των μηχανισμών, με τραχείς «αμαρτωλούς». Σε αυτό το μυθιστόρημα η εμπλοκή ανάμεσα στο προσχηματικό «καλό» και «κακό» είναι άμεση. Εξ ου και ο Ρέμπους, εντέλει, φέρει κάτι και από τις δύο ιδιότητες. Όπως όλοι μας…

Διονύσης Μαρίνος
2_-_dabikiendgame.jpg
 
Endgame: Το κάλεσμα, μυθιστόρημα, Τζέιμς Φρέι, Νιλς Τζόνσον-Σέλτον, μτφρ. Ευγενία Κολυδά, εκδόσεις Ψυχογιός 2014

 

Πως μπορεί άραγε ένα βιβλίο να αποτελεί μέρος του κυνηγιού ενός θησαυρού; Το πρώτο βιβλίο της τριλογίας Endgame, με τίτλο το κάλεσμα από τις εκδόσεις Ψυχογιός είναι σίγουρα κάτι τελείως διαφορετικό από ότι έχουμε διαβάσει μέχρι τώρα. Κάθε βιβλίο της σειράς θα περιέχει έναν γρίφο, ο οποίος έχει σχεδιαστεί από τρεις διδάκτορες του ΜΙΤ, και ο οποίος αποτελείται από διάφορες πληροφορίες και αινίγματα τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα μέσα στο κείμενο, ενώ αλλά θα οδηγούν τον αναγνώστη στο διαδίκτυο, στον πραγματικό κόσμο, σε νοητικές αναζητήσεις, υπερσυνδέσεις, κοινωνικούς διαδικτυακούς τόπους. Ο αναγνώστης που θα βρει τη λύση του γρίφου, κερδίζει ένα οικονομικό έπαθλο.
Η ιστορία αναφέρεται 12 μετεωρίτες που χτυπούν τη Γη και 12 παίκτες που κάνουν τα πάντα για να βρουν τα κρυμμένα κλειδιά που θα εξασφαλίσουν στην αρχαία φυλή που εκπροσωπούν την κληρονομιά του πλανήτη.
Ο αναγνώστης, καλείται και αυτός να λύσει το γρίφο του βιβλίου, καθώς το Endgame είναι το πρώτο multimedia project που συνδυάζει βιβλίο, κινηματογράφο, mobile games, social media και οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας είναι διαθέσιμη στο σύγχρονο κόσμο. Από τη μία μάχη η οποία θα καθορίσει το μέλλον της ανθρωπότητας, από την άλλη ένα εξαιρετικά ευφυές παιχνίδι για το μυαλό του μέσου αναγνώστη. Σε κάθε περίπτωση, ένα πολύ έξυπνο και πρωτότυπο ανάγνωσμα το οποίο αποτελεί πρόκληση για όλους.

Αλεξία Νταμπίκη
3_-_xatzioannouintze.jpg
   
Νταχάου, μελέτη, Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, εκδόσεις Μένανδρος 2014

 

Πρόκειται για ένα συγγραφικό έργο, βασισμένο σε μια  πολύχρονη  έρευνα του συγγραφέα, που παρουσιάζει άγνωστα γεγονότα της νεότερης ελληνικής Ιστορίας μέσα από σπάνια και  ιστορικά ντοκουμέντα και μαρτυρίες ανθρώπων, που τα έζησαν και τα περιγράφουν σαν ένα κομμάτι της δικής τους προσωπικής ιστορίας.
Ένα στοιχείο που δίνει ιδιαίτερη αξία στο συγγραφικό αυτό έργο του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη είναι, ότι στην ελληνική βιβλιογραφία υπάρχουν ελάχιστα μόνο σχετικά έργα, ενώ και στο ίδιο το μουσείο του στρατοπέδου του Νταχάου δεν υπάρχει μέχρι σήμερα κανένα βιβλίο στην ελληνική γλώσσα, που να αναφέρεται στην ιστορία του και ιδιαίτερα στους Έλληνες κρατουμένους του.
Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο, ότι ο συγγραφέας  τιμήθηκε το 2013 για το έργο του αυτό με Εύφημη Μνεία Ιστορικής Μαρτυρίας  από το «Ίδρυμα Βασιλικής και Όλγας Σταυροπούλου», μετά από ομόφωνη απόφαση της κριτικής επιτροπής του Ιδρύματος, που εκτίμησε, τόσο  τις προθέσεις όσο και την πολυετή ερευνητική εργασία του συγγραφέα.
Ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, όπως άλλωστε φαίνεται και από τον τίτλο του πονήματός του, δεν επιχειρεί αλλά ούτε και επιδιώκει να παρουσιάσει με το έργο αυτό μια συνολική μελέτη για το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου. Το βιβλίο αυτό αφορά μόνον ένα συγκεκριμένο κομμάτι της ιστορίας του συγκεκριμένου στρατοπέδου, που αναφέρεται ειδικά στους Έλληνες κρατούμενους, που μεταφέρθηκαν εκεί στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στόχος του συγγραφέα είναι να γνωρίσει η νέα γενιά, μέσα από τις αυτούσιες προσωπικές μαρτυρίες διασωθέντων Ελλήνων κρατουμένων, τις θηριωδίες , που μπορεί να γεννήσει η ανθρώπινη φύση, την φρίκη του πολέμου και την αβίωτη καθημερινότητα του Νταχάου.
Εκπαιδευτικός ο ίδιος, έχοντας υπηρετήσει ως δάσκαλος και σε ελληνικά σχολεία του Μονάχου της Γερμανίας, αναφέρει στο βιβλίο του χαρακτηριστικά: «…Συνειδητοποιώ πως ο άνθρωπος ποτέ άλλοτε δεν έπεσε τόσο χαμηλά και ίσως γι’ αυτό δεν καταφέρνει ακόμη να κλείσει τις πληγές και να σβήσει από τη μνήμη αυτές τις πράξεις, που μόνο ντροπή και απόγνωση προκαλούν στην ανθρωπότητα. Είναι στο χέρι της Ιστορίας να διαπαιδαγωγήσει τις νέες γενιές και να πλάσει υγιείς συνειδήσεις και ανθρώπους. Φωτίζοντας τα γεγονότα, προβάλλοντας τα στοιχεία, τις μαρτυρίες, τις φωτογραφίες, τα έγγραφα και τα ντοκουμέντα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ώστε να μην επαναληφθεί ποτέ αυτή η φρίκη.»
Το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, που λειτουργεί σήμερα ως «τόπος μνήμης», μουσείο και αρχείο, δεχόμενο δεκάδες χιλιάδες επισκεπτών κάθε χρόνο από ολόκληρο τον κόσμο, υπήρξε το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης, το οποίο δημιούργησαν οι Ναζί το 1933, αρχικά για Γερμανούς πολιτικούς κρατουμένους, αντιφρονούντες ή  φυλετικά «υποδεέστερους» και στη συνέχεια, μέχρι το τέλος του πολέμου, και για ξένους κατάδικους και αιχμαλώτους, και το οποίο αποτέλεσε το πρότυπο για τα υπόλοιπα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, που δημιουργήθηκαν αργότερα.
Δεν ήταν στρατόπεδο εξόντωσης (όπως το Άουσβιτς), παρόλο που είχε κρεματόριο, θαλάμους αερίων και ειδικό κτίριο για «ιατρικά πειράματα», αλλά «το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης για πολιτικούς κρατουμένους», σύμφωνα με τον περιβόητο ιδρυτή του, τον υπαρχηγό του Χίτλερ Χάινριχ Χίμλερ, τότε αρχηγό της Αστυνομίας του Μονάχου. Εκεί οι Ναζί συγκέντρωσαν τους «άλλους», δηλαδή όσους σκέφτονταν διαφορετικά από αυτούς: Σοσιαλιστές, κομμουνιστές, θεολόγους και ιερείς, Εβραίους, μάρτυρες του Ιεχωβά, αθίγγανους Ρομά, ομοφυλόφιλους, αιχμαλώτους πολέμου... Τουλάχιστον 200.000 άνθρωποι από 43 περίπου εθνικότητες, μεταξύ των οποίων και 1080 περίπου Έλληνες, πέρασαν από αυτό το στρατόπεδο ως κρατούμενοι στο χρονικό διάστημα 1933-1945. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν γύρισαν ποτέ πίσω από αυτή την κόλαση!
Η διαμονή του συγγραφέα για μια πενταετία στο Μόναχο και οι συχνές επισκέψεις του στο στρατόπεδο του Νταχάου τον βοήθησαν να αποκτήσει πλήρη ενημέρωση για το στρατόπεδο αυτό και να αποκτήσει άμεση πρόσβαση στην βιβλιοθήκη και στα ιστορικά του αρχεία.
Από το πλούσιο πρωτογενές αρχειακό υλικό σε σπάνια ιστορικά έγγραφα, έντυπα και φωτογραφίες, και από τις προσωπικές και επιστολικές μαρτυρίες, τις οποίες συνέλεξε κατά την διάρκεια της  μεθοδικής και επίπονης δεκαετούς έρευνας-μελέτης, που ξεκίνησε στην Γερμανία και συνέχισε στην Ελλάδα, ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης διαμόρφωσε και μας παρουσιάζει το πολύτιμο αυτό βιβλίο του, το οποίο χωρίζεται σε πέντε ενότητες. Η πρώτη ενότητα περιέχει το ιστορικό του Νταχάου, η δεύτερη έγγραφα και ντοκουμέντα, η τρίτη προφορικές και επιστολικές μαρτυρίες, η τέταρτη τον Τύπο ως πηγή για το Νταχάου και η πέμπτη φωτογραφίες και υλικό από το στρατόπεδο.
Ο συγγραφέας καταγράφει με αντικειμενικότητα και χωρίς ακρότητες και υπερβολές, όχι μόνο το ιστορικό του στρατοπέδου, την καθημερινότητα των κρατουμένων και  τις κτηνωδίες, τις φρικιαστικές ποινές και τις βάρβαρες μεθόδους εξόντωσης, που εφάρμοζαν οι Ναζί, αλλά και πολλά ακόμη άγνωστα και χρήσιμα ιστορικά ντοκουμέντα για τους Έλληνες κρατουμένους .
Παραθέτει στοιχεία για την απελευθέρωσή τους από τους Συμμάχους το 1945, ονόματα επιζώντων, βιογραφικά, φωτογραφίες, μαρτυρίες, επιστολές και συνεντεύξεις, καθώς και τα χειρόγραφα ελληνόγλωσσα τεύχη, τόσο της  εφημερίδας «Η Ελευθέρα Δωδεκάνησος», όσο και των εντύπων «Οδυσσεύς» και «Ελλάς», που εξέδιδαν και διακινούσαν στο στρατόπεδο κάποιοι  Έλληνες κρατούμενοι με γνώσεις και πείρα στην δημοσιογραφία.
Μέσα από τα ντοκουμέντα αυτά μπορούμε να αποκομίσουμε πολύτιμες πληροφορίες και γνώσεις για μια άγνωστη και σκοτεινή -στους περισσότερους από εμάς- πτυχή της σύγχρονης ιστορίας μας. Παράλληλα μας δίνεται η δυνατότητα να αποκτήσουμε μια εικόνα για τους Έλληνες αφανείς ήρωες, που έζησαν την φρίκη του Νταχάου, απλούς βιοπαλαιστές της καθημερινότητας από διάφορα μέρη της πατρίδας μας, οι οποίοι, επειδή αγωνίστηκαν για την Ελευθερία και για ένα καλύτερο αύριο της ανθρωπότητας στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, θεωρήθηκαν «εγκληματίες» από τους Ναζί και σύρθηκαν στο στρατόπεδο αυτό για να «πληρώσουν» με τα μαρτύρια και την ίδια τους την ζωή για τις «εγκληματικές» τους πράξεις! Από τις καταγεγραμμένες αφηγήσεις τους, -που δεν είναι κείμενα ηρωϊκά ή μαρτυρικά, αλλά κείμενα απλών ανθρώπων, μέσα από τα οποία καταθέτουν τις φοβερές εμπειρίες, τον εφιάλτη και τον πόνο τους-, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τι σημαίνει πόλεμος και τι σημαίνει Ναζισμός. Σε αυτό συνεισφέρει και η πλαισίωση του έργου με εξαιρετικές φωτογραφίες από το αρχείο της Αρετής Πριοβόλου, που συμπληρώνουν και οπτικά την αντίληψη και τις εντυπώσεις του αναγνώστη για το «κολαστήριο» του Νταχάου.
Εδώ αξίζει, επίσης, να αναφέρουμε, ότι ανάμεσα στους Έλληνες κρατουμένους του στρατοπέδου του Νταχάου υπήρξαν και ορισμένες σημαντικές προσωπικότητες, που έπαιξαν, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των συγκρατουμένων τους, καθοριστικό ρόλο στην διάσωση πολλών Ελλήνων κρατουμένων και στην ασφαλή επιστροφή τους στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωσή τους. Για την δράση και την προσφορά τους γίνεται ιδιαίτερη μνεία στο βιβλίο αυτό. Πρόκειται κυρίως για ανθρώπους με μόρφωση και έντονη κοινωνική και πατριωτική δράση.
Παραθέτουμε τέσσερα χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων προσώπων: Του Νίκου Ζαχαριάδη, Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ, που είχε μεταφερθεί εκεί από τις φυλακές Αβέρωφ των Αθηνών, του τότε Αρχιμανδρίτη και Πρωτοσύγκελου της Μητρόπολης Κορινθίας και αργότερα Μητροπολίτη Δημητριάδος π. Δαμασκηνού Χατζόπουλου, του τότε Αρχιμανδρίτη και Ιερατικού Προϊσταμένου της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας του Μονάχου και αργότερα Μητροπολίτη Κυθήρων π. Μελετίου Γαλανόπουλου και του Αρχιμανδρίτη και μετέπειτα Μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών π. Διονυσίου Χαραλάμπους.
Από την άλλη πλευρά υπήρξαν, δυστυχώς, ανάμεσα στους Έλληνες, που ήσαν ή φέρονταν ως απελευθερωθέντες κρατούμενοι του Νταχάου και κάποιοι, που αμαύρωσαν με την συμπεριφορά και τις πράξεις τους την εικόνα των Ελλήνων. Και για αυτούς, που δεν δίστασαν κατά την διάρκεια αλλά και μετά την λήξη του πολέμου να συνεργαστούν με Ναζί εγκληματίες και να δημιουργήσουν «γκαγκστερικές» συμμορίες στην Γερμανία, γίνονται σχετικές αναφορές στο βιβλίο, βασισμένες σε προσωπικές μαρτυρίες αλλά και σε επίσημα έγγραφα των Αμερικανικών Αρχών.
Κλείνοντας την παρουσίαση αυτή για ένα βιβλίο, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί αφιέρωμα στη μνήμη όλων των Ελλήνων κρατουμένων του Νταχάου και φόρος τιμής σε όλους τους επώνυμους και ανώνυμους εθνομάρτυρες συμπατριώτες μας, που άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή,  εκφράζουμε την ευχή, την ελπίδα και την προτροπή, το έργο αυτό να αποτελέσει το κίνητρο και το εφαλτήριο ώστε να δουν το φως τους δημοσιότητας νέες μελέτες, που θα προσκομίζουν καινούργια στοιχεία για τους Έλληνες πατριώτες, που κρατήθηκαν και θυσιάστηκαν στο Νταχάου και στα άλλα στρατόπεδα αιχμαλώτων στα μαύρα χρόνια των πολέμων, που βίωσε ο τόπος μας. Η μελέτη αποτελεί  χρήσιμο και απαραίτητο βοήθημα για  τους φιλίστορες και τους ιστορικούς ερευνητές αλλά ταυτόχρονα και ένα υλικό και πνευματικό κόσμημα για κάθε βιβλιοθήκη.

Ευθύμιος Χατζηϊωάννου
4_-_montidiavati.jpg
Φεύγω αλλά θα ξανάρθω, νουβέλα, Αρχοντούλα Διαβάτη, εκδόσεις Νησίδες 2014

 

Το πρώτο που σκέφτηκα αντικρίζοντας το νέο βιβλίο της Αρχοντούλας Διαβάτη, ήταν ότι έχει ένα μαγικό εξώφυλλο και έναν πολύ ποιητικό επίσης τίτλο: Φεύγω αλλά θα ξανάρθω.
Και πράγματι, στις σελίδες αυτής της συλλογής, η συγγραφέας πάει κι έρχεται συνεχώς, περιδιαβαίνοντας την πόλη και τα δρώμενά της, πλέκοντας τις διαδρομές της με σκέψεις και συνειρμούς.
Πρόκειται για μια συλλογή χρονογραφημάτων, με την οποία, όπως και η ίδια προλογίζει, επιδιώκει να φωτογραφίσει και να εικονογραφήσει τον χρόνο, σε χρόνους δύσκολους και σκληρούς. Τις περισσότερες φορές μας παίρνει μαζί της για βόλτα στο κέντρο, επίσκεψη σε εκδηλώσεις, παραστάσεις, βιβλιοπαρουσιάσεις, φεστιβάλ και άλλα δρώμενα της Θεσσαλονίκης. Και αφού μοιραστεί μαζί μας σκέψεις, προβληματισμούς και συναισθήματα, συχνά μας παίρνει πίσω μαζί της, ξαναβγαίνοντας στους δρόμους της πόλης.
Οι συνειρμοί της είναι ζωηροί και ελεύθεροι, όπως μια χαλαρή φιλική κουβέντα: από βιβλία σε πρόσωπα, από μια ταινία σε μια προσωπική ανάμνηση, από μια πινακίδα σε ένα απόφθεγμα, από έναν προβληματισμό σε ένα συναίσθημα, παντρεύοντας θέματα που απαιτούν από τον αναγνώστη να είναι κάπως μυημένος, με απλές προσωπικές αφηγήσεις. Παντρεύοντας επίσης το παρόν με το παρελθόν, ένα παρελθόν όπου δεσπόζει η εικονογράφηση της πόλης, κυρίως η περιοχή του σημερινού Χαριλάου.
Τη ζήλεψα τη συγγραφέα μας, για τα διαβάσματα και τις ωραίες περιπλανήσεις της, και με προσωπική από τη μεριά μου συγκίνηση για τις περιστάσεις που ήμουν κι εγώ «εκεί». Και με γλυκιά επίσης συγκίνηση μοιράστηκα τις σκέψεις της που αναδεικνύουν μια ματιά στον κόσμο :γυναικεία, καλλιεργημένη, με κοινωνική ευαισθησία και χιούμορ. Και γλυκάθηκα πολύ με τον χρόνο της, έτσι όπως τον εγγράφει με εσωτερικότητα.
Αυτόν τον ξανακερδισμένο χρόνο που εύστοχα περιγράφεται στο εξαιρετικό κείμενο της σελ.49, τις Ποδηλάτισσες.

Κατερίνα Μόντη
5_-_paradeisanougalanaki.jpg
Ελένη ή ο Κανένας, μυθιστόρημα, Ρέα Γαλανάκη, εκδόσεις Καστανιώτη 2004

 

Ένα μυθιστόρημα για το αίμα που γίνεται πληγή, για τις μνήμες με αγκάθια, μα και για την αναπόδραστη μοίρα των θνητών. Μια πραγματεία για τη γυναικεία φύση μα και την ανθρώπινη λαχτάρα για την υπέρβαση των θνητών ορίων.

Η Ρέα Γαλανάκη εντυπωσιάζεται από την ιστορία της Ελένης Αλταμούρα, της πρώτης γυναίκας ζωγράφου στην Ελλάδα που ντύθηκε άντρας για να καταφέρει να έχει πρόσβαση στον απαγορευμένο για το φύλο της καρπό της γνώσης.
Ταξίδευσε στην Ιταλία, μαθήτευσε στους πιο ονομαστούς δασκάλους ζωγραφικής, μα λαβωμένη από τον έρωτα για τον Ιταλό ζωγράφο Σαβέριο Αλταμούρα  αφήνεται στη γυναικεία μοίρα. Γεννά τρία παιδιά, τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Τα δύο πρώτα της τα πήρε ο θάνατος σε νεαρή ηλικία. Το τρίτο της το στέρησε ο έρωτας της ζωής της εγκαταλείποντάς την μονάχη, λίγο μετά το γάμο τους. Η Ελένη δεν ξεπέρασε ποτέ αυτήν την εγκατάλειψη, μα και το γεγονός ότι η γυναικεία της φύση τελικά νίκησε την αγωνία της να σπάσει τα δεσμά.
«Διότι της φαινόταν ότι κατά τη διάρκεια της ζωής της διαφορετικές γυναίκες είχανε βαδίσει η μία μετά την άλλη στην ίδια οδό. Και ότι η καθεμιά τους , γεννώντας την επόμενη, έπρεπε να χαθεί.»
Η Ρέα Γαλανάκη καταφέρνει να πλάσει μια μυθιστορηματική ηρωίδα τόσο αληθινή που οι σκέψεις της σε ακολουθούν μέρες μετά την πρώτη ανάγνωση του βιβλίου. Είναι απ’ αυτά τα σπάνια βιβλία που δεν είναι απλά καμωμένα από ωραίες σκηνές, μα από νόημα γεμάτο σοφία. Ένα βιβλίο γραμμένο από γυναικείο χέρι με ηρωίδα μια γυναίκα σύμβολο του αγώνα ενάντια στη γυναικεία μοίρα. Μα δε μένει εκεί. Δε γίνεται απλά ένα ακόμη φεμινιστικό μανιφέστο.
Η συγγραφέας καταφέρνει να υψώσει την Ελένη με τα πολλαπλά προσωπεία της σε σύμβολο του ανθρώπου που επαναστατεί ενάντια στην ίδια τη ζωή, ενάντια στην ίδια την ανθρώπινη φύση με όχημα την τέχνη. Η Ρέα Γαλανάκη γνωρίζει πως η τέχνη είναι ο αγώνας ενάντια στο φθαρτό πρόσωπο του ανθρώπου.
Γνωρίζει πως όποιος σ’ αυτήν καταφεύγει είναι ένας άνθρωπος που δεν αποδέχτηκε τη θνητή φύση του. Πάλεψε ενάντια στα δεσμά του.
Η Ελένη επιλέγει από πολύ νωρίς την τέχνη της ζωγραφικής ως όπλο ενάντια στο αναπόδραστο. Γεύεται αυτό το ταξίδι στην Τέχνη, στην ελευθερία και στον έρωτα. Για λίγο μόνο. Γιατί μετά έρχεται η Πτώση. Η προδοσία από τον έρωτα αρχικά και το χτύπημα του θανάτου έπειτα. Ο θάνατος της κόρης της της θυμίζει αυτό που μάταια προσπάθησε με το ταξίδι της στο ανδρικό φύλο και στην τέχνη να ξεχάσει. Και τη μεταμορφώνει σε μια άλλη Ελένη.
«Και νομίζω ότι εκείνο το βράδυ, ανεπαίσθητα ακόμη, άρχισα να καταλαβαίνω την ανεπάρκεια της, κάποτε ανεκτίμητης για μένα, έξωθεν γνώσης. Χρόνια και χρόνια επαγγελματίας ζωγράφος, ίσως τότε άρχισα να καταλαβαίνω το απλούστατο, ότι κάθε σημείο αρχής απαιτεί ένα όμοιο σημείο τέλους για να γίνει ο κύκλος του. Αλλιώς τα πράγματα δεν μπαίνουνε στο σχήμα τους, μα αιωρούνται απλησίαστα, ανεξήγητα, απειλητικά. Έτσι κι εγώ εξηγώ τα ανεξήγητα εκείνης της νύχτας, ότι κλείνοντας τους κύκλους της η μοίρα εκδικείται όποια γυναίκα προσπαθεί να δραπετεύσει από την προκαθορισμένη επανάληψή της. Να δραπετεύσει προς την ελευθερία της δικής της φύσης, του άντρα, των γραμμάτων.»
Το τελειωτικό χτύπημα ωστόσο έρχεται με το θάνατο του Ιωάννη. Εκεί αρχίζει για την Ελένη «η μετά τη ζωή ζωή των γυναικών».
«Έπειτα από την αναχώρηση του Ιωάννη, ξεκίνησα κι εγώ για τη μετά τη ζωή ζωή των γυναικών. Αυτή υπήρξε η τελευταία μου μετακίνηση, μολονότι δεν μετακινήθηκα καθόλου από το παραθαλάσσιο σπίτι. Είχα ακούσει ότι στη μετά τη ζωή ζωή των γυναικών το πόδι δεν πατά συνέχεια στη γη. Ότι ο νους αρέσκεται στο να αιωρείται. Ότι ο κόσμος μοιάζει πιο ανάγλυφος, αφού δάκρυα μάλλον, αλλά και άλλα ανεξήγητα, φουσκώνουνε το σχήμα των πραγμάτων, είτε βαθαίνουν τις παλιές ρωγμές και αποσιωπήσεις. Ότι τα επεισόδια του βίου προχωρούνε εφεξής από πολύ μακριά, ισοπεδωμένα, αδιάφορα σχεδόν για την κανονική ζωή. Έτσι επρόκειτο να ζήσω.»
Η συγγραφέας δανείζεται τον τίτλο αλλά και το χωρισμό του βιβλίου σε 24 ενότητες από την Οδύσσεια. Η Ελένη ως ένας θηλυκός Οδυσσέας αποδύεται σ’ έναν αγώνα ενάντια στη μοίρα. Το πιο συνταρακτικό μέρος είναι ο εσωτερικός μονόλογος της ηρωίδας που λίγο πριν το τέλος της ζωής της, δίχως τις αυταπάτες της νιότης, αυτοψυχοχειρουργείται ανελέητα. Γυμνώνει την ψυχή της στον αναγνώστη και τον μυεί στα άδυτα όχι μόνο της γυναικείας ψυχοσύνθεσης μα και της ψυχής του ανθρώπου που αδάκρυτος παραδίδεται στα «βέλη των θεών».
«Εσύ περίμενες ούριο τον άνεμό μου, αν ποτέ του επέτρεπα να με αγγίξει, κατανοούσες όμως και την εξουσία της μοίρας, που έρχεται ώρα και δαμάζει σε έρωτα ή σε θάνατο ακόμη και τους πιο ανυπόταχτους, τους πιο γενναίους.»
Κι ενώ το ανώδυνο θα ήταν να γραφτεί  ένα βιβλίο που θα υμνεί την παρηγορητική δύναμη της τέχνης, η Ρέα Γαλανάκη επιλέγει τον δύσκολο δρόμο.
Η τέχνη δε δίνει καμία λύτρωση στην Ελένη όταν η Μοίρα του θανάτου χτυπάει την πόρτα της. Σ’ αυτήν καταφεύγει βέβαια  γιατί δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά.
Όταν η Σοφία πεθαίνει, κλείνεται στο δωμάτιό της και την πενθεί με τον μόνο τρόπο που γνωρίζει. Ζωγραφίζει έναν πίνακα με το κοριτσάκι της στην αγκαλιά ενός αγγέλου. Είναι συνταρακτική αυτή η σκηνή.
«Και σαν ήρθε κάποτε η ώρα σου, Σοφία, εγώ σε ζωγράφισα στην αγκαλιά ενός αγγέλου. Τι θα πει δάκρυα; Όλους τους έδιωξα, που έτσι κλαίγοντας ξεμπέρδευαν. Και κλείστηκα το τελευταίο επίγειο βράδυ σου μαζί σου. Έρωτας. Βλέμματα και χαμόγελα, που ανταλλάζεις με τον όμορφο εραστή σου. Άφθαρτα νιάτα και των δυο σας. Να ανοίξει τις μισόκλειστες φτερούγες, να σε πάρει, μα και να σε γυρίζει πίσω, τον επρόσταξα. Εγώ τον εζωγράφιζα, εγώ και τον διέταζα.»
«Το βράδυ που βυθίστηκα στο πένθος της ζωγραφικής ,ανασύρθηκε ένα κρυφό κομμάτι της ζωής μου από το μαλακό θηκάρι, όπου με τόσες δικαιολογίες το είχα κρυμμένο. Και γύρισε μαχαίρι μέσα στην καρδιά μου.»
Μα λύτρωση δε βρίσκει.
«Δεν ήθελα να εξαιρέσω τον Κανένα από τη ζωή μου, περήφανη για όσα είχα κερδίσει με το δάνειο της μορφής του, δεν ήθελα όμως και να τον εμπλέξω στην παμπάλαιη γνώση των γυναικών, που δεν μπορούσε ούτε να την κατανοήσει ούτε να τη σεβαστεί. Ας αναγνώριζε κι εκείνος την προαποφασισμένη μοίρα του, όπως κι εγώ από τη μεριά μου είχα αναγνωρίσει την ανεπάρκεια γραμμάτων και ζωγραφικής μπροστά στο θάνατο της κόρης μου Σοφίας.»
Γι’ αυτό κι όταν πεθαίνει και ο γιος της ο Ιωάννης  δεν καταφεύγει στη ζωγραφική για να τον πενθήσει. Ανάβει μια μεγάλη πυρά όπου καίει τους πίνακές της.
«Εκείνη όμως η πυρά δεν έκαιγε, αφού την άναψε γυναίκα που θρηνούσε. Ουρλιάζοντας, πέφτοντας καταγής, λύνοντας και τραβώντας τα μαλλιά της, σαρκάζοντας την τέχνη της ζωγραφικής, καλώντας σε βοήθεια τους προγόνους, βρίζοντας την απάθεια των ουρανών.»
Και καταλήγει, μετά το θάνατο των παιδιών της μόνη απέναντι στις Ερινύες που την κυνηγούν, μεταμορφωμένη σε μια άλλη Ελένη.
«Μια δειλή γυναίκα που δεν τόλμησε να σκοτωθεί από φόβο μήπως διαπράξει ακόμη μεγαλύτερο αμάρτημα από τη γέννηση δυο παιδιών δίχως ουράνιες κι επίγειες ευχές.»
Στο μυθιστόρημα αυτό η ελπίδα και η ματαίωση, η τέχνη και ο θάνατος, η αλήθεια και η ψευδαίσθηση, ο αγώνας και η ήττα διαλέγονται από την αρχή μέχρι το τέλος, αφήνοντας ωστόσο τον αναγνώστη με την πίκρα του ανεπίδοτου, με την αίσθηση ότι δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις για τον άνθρωπο.
Σκέφτομαι λοιπόν πως αυτό ακριβώς είναι που το καθιστά ένα αυθεντικό έργο λογοτεχνίας.

Ειρήνη Παραδεισανού
6_-_xirogianni.jpg
Έρημος, ποίηση, Γιάννης Πετράκης, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013

Κρατώ στα χέρια μου το δεύτερο βιβλίο του Γιάννη Πετράκη με τίτλο Έρημος. Ενώ εκείνος δηλώνει ευθαρσώς ότι είναι όμηρος της δικιάς του οδύσσειας,εγώ με τη σειρά μου παραδέχομαι ότι αρκετές φορές έχω διαβάσει ως τώρα τα κείμενά του, έχω βυθιστεί ξανά και ξανά στην στοχαστική του θάλασσα και έχω νιώσει κάπως να παρηγοριέται η οξεία μοναξιά μου. Προτιμώ τον όρο κείμενα, αντί του ποιήματα και εξηγούμαι.

  Ο Πετράκης αφηγείται ιστορίες με βλέμμα λοξό ή μη λοξό. Μικρά πεζά, κειμενάκια, αυτοτελείς ιστορίες ζωής ή φαντασίας, κάποιες από τις οποίες διαθέτουν και ποιητικότητα περισσότερη από τις υπόλοιπες. Στίχοι ελεύθεροι και πεζοί λοιπόν, μοντέρνοι στα σημεία. Όμως ενδιαφέροντες, λιτοί, μεστοί, καθαροί, διαυγείς, στοχαστικοί, που έρχονται ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, μιας βαθιάς παρατηρητικότητας της γύρω και της μέσα του πραγματικότητας. Διάχυτη παντού μια θυμοσοφική διάθεση, αρκετές ειρωνικές αράδες πλανώνται τριγύρω, τίμια κατάθεση σκέψεων, επιδέξιο μοίρασμα εμπειριών με τον αναγνώστη.
Ξεχωρίζω τα παρακάτω ποιητικά κείμενα: Σάντουιτς, Το ναυάγιο, Βιογραφία, Ιδεολογία, Ερινύες, Ο αντίλαλος του καθρέφτη που έχει γραφθεί εις μνήμην Αργύρη Χιόνη, Για την Τέχνη και Πλανόδιος μικροπωλητής.
 

Ασημίνα Ξηρογιάννη
7_-_papakonstantinou.jpg
Εις σε ανατίθημη - απόπειρα θρησκευτικής ποίησης, ποίηση, επιμέλεια: Βασιλική Παππά, ιδιωτική έκδοση 2014

Αδιαμφισβήτητα, η λογοτεχνία, ως μορφή τέχνης σ' όλες της τις εκφάνσεις αποτελεί δίοδο έκφρασης του λογοτέχνη (συγγραφέα, ποιητή), αλλά και μια ωποσδήποτε, ιδιόμορφη επικοινωνία με τρεις άξονες. Τον συγγραφέα, ποιητή, δοκιμιογράφο, το κείμενο και τον αναγνώστη. Βασική προυπόθεση ώστε να συντελεστεί και να μορφοποιηθεί ένα λογοτεχνικό έργο αποτελεί το βίωμα του γράφοντα και είναι εκείνο που προκαλεί τις ενδότερες αναταράξεις που επιφέρουν το ανάλογο συναίσθημα. Τα προαιώνια ερωτήματα του ανθρώπου για την ίδια την ύπαρξη του, οι προσδοκίες, οι εσωτερικές αναζητήσεις, η ανάγκη εύρεσης απαντήσεων γίνεται έκφραση που ξεδιπλώνεται στις σελίδες ενός βιβλίου, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη οιασδήποτε επιτήδευσης για εύκολο εντυπωσιασμό, αλλά από το σεβασμό των συντελεστών του. Ο άνθρωπος, αποσταμένος απ' τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης, συναντά τη στιγμή, όπου η καρδιά του λυγίζει από το βαρύ φορτίο και τότε στρέφει τα μάτια και την ψυχή του ψηλά, ατενίζοντας το άπειρο σύμπαν. Φτάνει τότε η ανάγκη να ξεδιπλωθούν τα μύχια και συναισθήματα, οράματα, προσδοκίες, ελπίδες, πάνω στο λευκό χαρτί, γίνονται  φράσεις, λέξεις, στίχοι, λόγια του νου και της καρδιάς. Όταν ο άνισος αγώνας της ζωής κουράζει πνεύμα, σώμα και ψυχή και η εύκολη αγανάκτηση φτάνει ως τα χείλη πως είναι άδικη η ζωή,τότε τρέχει γοργά αναζητώντας να εναποθέσει τις ελπίδες του, να γλυκάνει τον πόνο του στη ζεστή πάντοτε διάπλατα αγγαλιά του  Πατέρα- Δημηουργού του. Σ' εκείνον που δεν έχει γνωρίσει οπτικά, αλλά τον ξέρει καλά, αφού είναι κύριος αποδέκτης του εύρους της απέραντης Αγάπης του. Κάθε στιγμή, κάθε λεπτό νοιώθει γύρω του, μέσα του, δίπλα του την παρουσία του, στη φωτεινή αχτίνα του ήλιου  που καταφέρνει να τρυπώσει στο σκοτεινό δωμάτιο, στο λουλούδι που ανθίζοντας χαρίζει τηνομορφιά των χρωμάτων που έχει στα πέταλά του, στον εγκάρδιο λόγο του φίλου που απαλύνει τον πόνο και ρίχνει λαδάκι στην πληγή, στη φύση στη θάλασσα που γαληνεύει τις αισθήσεις, στο πρώτο κλάμα του μωρού που σηματοδοτεί τη γέννηση, στα καθημερινά, μικρά και μεγάλα θαύματα που ρέουν πλειάδες, στην ίδια τη ζωή, που είναι το μεγαλύτερο.

  Σ' εκείνον θα στραφεί τη στιγμή της υπέρτατης δυσκολίας, θα ζητήσει ένα χέρι καθώς βυθίζεται στην απελπισία θ' απευθύνεται το παραπονεμένο 'γιατί', θα προκαλέσει ζητώντας στήριξη στις δυσκολίες της ζωής του. Σ' εκείνον που αποκαλύπτοντας την ατέρμονη αγάπη του είχε πει: « ζήτησε και θα σου δοθεί». Γιατί ο Θεός είναι Αγάπη κι Αγάπη Θεός. Το χριστιανικό ήθος, ασφαλώς φανερώνεται στη συμπεριφορά, αλλά όχι λιγότερο στο ήθος του ποιητή, ο οποίος διανύοντας δρόμους εσωτερικούς προς τη διέξοδο στο φως, αντιλαμβάνεται και μεταδίδει στον αναγνώστη με τρόπο που τον διαπερνά σύγκορμα, αγγίζοντας τα κατάβαθα της ψυχής του κάνοντας να ριγούν τα φύλλα της καρδιάς, ότι όπου κατοικεί ο Θεός το κάθε τι είναι συμβολικό και ταυτόχρονα αληθινό και τα συμβαίνοντα είναι φανερώματα Θεικής βουλής και αγάπης. Η ποιητική έκφραση, μέσα στις σελίδες του λιτού, όπως αρμόζει στη θεματολογία του καλαίσθητου αυτού βιβλίου, γίνεται άλλοτε παρακλητική, άλλοτε κατανυκτική, εμπεριέχοντας τη δύναμη, μα και την τρυφερότητα της ανθρώπινης ψυχής, με λεκτικούς συνδυασμούς, λιγότερο ή περισσότερο λυρικούς που αποτελούν κατάθεση ψυχής μεταφέροντας συναισθήματα, αγωνίες, ελπίδες, χαρμόσυνα μηνύματα, πότε προσδοκώντας κι άλλοτε υμνώντας. Την ψυχή του μπορεί καθένας να την τελειοποιήσει ή να τη νοθεύσει, να την ενεργοποιήσει ή να την απονευρώσει, η τελική απόφαση είναι πάντα δική μας, αφού ο συμπαντικός Δημιουργός παρέχει την ελευθερία επιλογής, όντας ο ίδιος Αγάπη και η Αλήθεια. Αγάπη που ελευθερώνει κι Αλήθεια που σώζει. Βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα βιβλίο που το συναπαρτίζουν έργα συντελεστών που καταθέτουν με σεβασμό στον αναγνώστη τις ενδότερες πνευματικές και ψυχικές αναζητήσεις τους, τα βαθύτερα συναισθήματα, σε μια διαδρομή όπου η λογοτεχνική έκφραση αποδεικνύει και υπηρετεί το μεγαλείο της ελληνικής γλώσσας.
  Ένα έργο με λιτότητα και ταπεινότητα, καθώς, ήδη από το εξώφυλλό του μας προκαταβάλλει ότι πρόκειται για μιαν απόπειρα θρησκευτικής ποίησης.Περιδιαβαίνοντας ο αναγνώστης στις σελίδες του γίνεται συμμέτοχος, συνοδοιπόρος των δημιουργών του, περιπλανιέται νοερά μες από στίχους σε συνειρμούς, εικόνες, συναισθήματα, γλυκαίνονται ο νους και η ψυχή του, Με τη σφραγίδα μιας εξαιρετικής επιμέλειας η οποία διαπνέεται από σεβασμό στους δημιουργούς των ποιημάτων και συνοδεύει τα έργα τους με αντίστοιχα βιογραφικά σημειώματα, αποτελεί το ιδανικό ανάγνωσμα για όποιον επιθυμεί πνευματικά, εσωτερικά ταξίδια, προκαλώντας πότε περισυλλογή και οδηγώντας, άλλοτε, σε ψυχική ανάταση, καθώς ο ποιητικός λόγος προσπαθεί να υψωθεί για ν' αγγίξει τον ουρανό και είναι κατάλληλο και σημαντικό για κάθε σχολική βιβλιοθήκη. Απαρχή μιας πνευματικής Οδύσσειας, ενός μακρού αγώνα, συνειδητού και υποσυνείδητου, ως να οδηγηθούμε στην ανάκτηση του ίδιου του εαυτού μας και τελικά στον αέναο σκοπό, την ένωση του ανθρώπου με τον Δημιουργό του. Ο ποιητής Θεόδωρος Σαντάς αναρωτιέται σ' ένα ποίημά του, εμπεριεχόμενο στην Ανθολογία « Κύριε.. ποια άβυσσος καταδιώκει τους ποιητές την ώρα που αναδύεται η αθωότητα την ώρα που προσπαθούν να περάσουν το φλογισμένο ποτάμι για να μην ενδώσουν στων σειρήνων τα θέλγητρα;». Ενώ η Αρχοντία Δέρβου μας οδηγεί γράφοντας, «Κοιτάζω το φωτεινό άπειρο. Κλείνω τα μάτια, σε νιώθω να σαλεύεις την τρίαινα της αγάπης σε στιγμές τρικυμίας δροσίζεις τ' ακροθλασσι με εβλαβική ηρεμία...» Ελάτε να τους ακολουθήσουμε μ' ανοιχτή καρδιά... 

Ηλίας Δ. Παπακωνσταντίνου
8_-_vavlidas.jpg
Κατά Ιωάννη Αποκαθήλωση, θέατρο, Αντρέας Πολυκάρπου, εκδόσεις Vakxikon.gr 2014

 

«Σκιά, λένε, είναι η αποτύπωση του εαυτού μας σε μια επιφάνεια, όταν το φως βρίσκεται απέναντί μας. Μήπως, όμως, η σκιά είμαστε εμείς και όχι αυτό το σκούρο σύννεφο που αντικατοπτρίζεται με τις δικές μας διαστάσεις;»
«Τον καθρέφτη μπορούμε να τον σπάσουμε, αλλά τα μάτια μας ποιος τολμά να τα βγάλει, για να μπορεί να βλέπει με την ψυχή;»
«Ο Νόμος είναι ο Λόγος του Θεού….Γιατί πρέπει ν’ ακολουθήσουμε έναν ξένο Νόμο και όχι τις ψυχές μας; Γιατί πρέπει να απαξιώσουμε τη θέλησή μας;»
«Ποιος είναι ο φυσιολογικός τρόπος αντίδρασης απέναντι στα καθημερινά δρώμενα; O δρόμος της καρδιάς ή του μυαλού; O δρόμος της φύσης ή του μεταλλικού Θεού;»
«Σκέφτηκε κάποιος…. ότι για ν’ αυτοκτονήσει ένας άνθρωπος και ν’ αρνηθεί το δώρο του Θεού, σημαίνει ότι ζούσε μια μεγαλύτερη κόλαση απ’ αυτήν που τον περιμένει;»
Αυτά είναι μόνο μερικά από τα ερωτήματα που θέτει με άμεσο και παραστατικό τρόπο ο Αντρέας Πολυκάρπου στο θεατρικό του έργο «Κατά Ιωάννη Αποκαθήλωση». Κι αν από τη μια πλευρά μας θυμίζει τη ρήση του Ζαν – Πωλ Σαρτρ «Η κόλαση είναι οι άλλοι», από την αντίθετη πλευρά μας φέρνει στο νου το αποστολικό «Τις εγκαλέσει κατά εκλεκτών Θεού; Θεός ο δικαιών.» (Αποστόλου Παύλου, Προς Ρωμαίους Επιστολή, κεφάλαιο Η’), που μεταφράζεται περίπου ως «ποιος θα τολμήσει να γίνει επικριτής και κατήγορος εναντίον των εκλεκτών του Θεού; Μόνον ο Θεός αποδίδει δικαιοσύνη.».
Το έργο εκτυλίσσεται σε τέσσερεις σκηνές και έχει πέντε πρόσωπα:  τον Ιωάννη (τον Ευαγγελιστή), τον Αδάμ (τον Πρωτόπλαστο), τον Ιούδα (τον προδότη Μαθητή), τον Κάιν (τον Αδελφοκτόνο) και τον Μεφιστοφελή (τον έκπτωτο Άγγελο).  Πρόκειται για πέντε συμβολικούς χαρακτήρες που όλοι φέρουν την ίδια ηλικία: γύρω στα τριάντα τρία. Είναι η ηλικία που πέθανε ο Χριστός και σύμφωνα με την εκδοχή κάποιου ανώνυμου ιερέα, όλοι οι άνθρωποι ζουν και πεθαίνουν μεταφορικά μέχρι αυτή τη σημαδιακή ηλικία. Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να το χαρακτηρίσει θρησκευτικό δράμα; Αν και το θέμα του είναι αμιγώς θρησκευτικό, τα πρόσωπά του έρχονται από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και η υποτυπώδης δράση του μας οδηγεί πίσω στα πρότυπα των μεσαιωνικών έργων, πόρρω απέχει από το να είναι δράμα και μάλιστα, διδακτικό, δε διαθέτει εκλαϊκευτικά στοιχεία και ο σύγχρονος λόγος του θέτει εν αμφιβόλω τις παραδεδεγμένες ερμηνείες για την «Αποκάλυψη».
Ο ίδιος ο τίτλος του έργου είναι αινιγματικός. Από τη μία πλευρά παραπέμπει στην «Κατά Ιωάννην Αποκάλυψη», αφού η «Αποκάλυψη» του αγαπημένου μαθητή του Χριστού είναι η αφετηρία του έργου και από την άλλη πλευρά υπαινίσσεται μία οιονεί σωτηριολογική «Αποκαθήλωση του Ιωάννη»  στο βαθμό που ο Μεφιστοφελής, ως έκπτωτος Άγγελος, είχε σημαντικό ρόλο στο  γραπτό λόγο του Ευαγγελιστή και το ίδιο επιχειρεί να πετύχει πάλι κατά τη ροή των διαλόγων του θεατρικού έργου.
Οι πηγές που αναβλύζουν από το «όρος της Αποκάλυψης» είναι ανεξάντλητες και ικανές να διαποτίσουν ένα γόνιμο πνευματικό πεδίο. Αυτό συνέβη και με τον Ανδρέα Πολυκάρπου. Οι πηγές αυτές έχουν αποδώσει καρπούς και σε προηγούμενα έργα του, στα ποιητικά του έργα. Η ενασχόλησή του με τα θέματα αυτά, λοιπόν, δεν είναι συγκυριακή ούτε μεμονωμένη.
Στην πρώτη του ποιητική συλλογή, «Τα πρωτοβρόχια της ψυχής μου» (2006), ανιχνεύουμε ήδη ένα ποίημα για τον Κάιν και τον Άβελ και πολλαπλές αναφορές στην ελληνική μυθολογία που παραπέμπουν σε σκέψεις για τις ψυχές, για αγαπημένα πρόσωπα (όπως ο παππούς και η ανηψιά του), για το θαύμα αλλά και για τις προδοσίες της ζωής.
Στην επόμενη ποιητική του συλλογή, «Διάφανες βάρκες» (2010), τα ερεθίσματα όσον αφορά το θέμα μας, είναι έντονα και απαντώνται συχνότερα. Οι αναφορές στα γοητευτικά αλλά και ύπουλα χαρακτηριστικά του Εωσφόρου, οι προβληματισμοί του για τη φύση του κακού και για το θάνατο είναι εμφανείς, προσδίδοντας έναν ζοφερό χαρακτήρα στη συλλογή.
Με τα «Απρόσωπα φαγιούμ» (2013), ο Πολυκάρπου αγγίζει υψηλότερες ποιητικές κορυφές και οι στίχοι του αποκτούν έναν βαθιά στοχαστικό χαρακτήρα πάνω στο περιεχόμενο και στην ουσία της «Αποκάλυψης». Ιδού ένα… αντιπροσωπευτικό δείγμα:

Αποκάλυψη (2)

(σημειώνω ότι υπάρχει και ποίημα «Αποκάλυψη (1))

Θα ψάχνω αέναα το ατελές.
Τρωτό είμαι πνεύμα.
Στην απολυτότητα της θείας χάρης
είμαι σαρκίο ενός μετανάστη Αποστόλου.

Σμιλεύω τα νεφελώματα
αυτά που σκεπάζουν τα ένστικτα.
Στη μαθηματική αναλογία της φύσης
είμαι η λέξη.

Τους Νόμους ψηλαφίζω τυφλά.
Σκορπώ το θειάφι τους
στην κόκκινη της βούλησης θάλασσα.
Αυτή αφρίζει στα σπλάχνα μου.

Μετενσάρκωση του χάους
στο πήλινο σώμα του Θεού.
Διψώ για το αίμα
Αυτού που συλλάβισε το Λόγο.

Τις ψηφίδες του Νόμου
των πύρινων εντολών της ύλης
ποτίζω με αίμα
από τον ομφάλιο λώρο μου.

Σήμανε του ερχομού η σάλπιγγα.
Τον τελευταίο ευνουχίζω άγγελο
πριν αυτός καθαιρέσει τους χρησμούς
εξυψώνοντας του Λόγου την πόλη.

Στο θεατρικό έργο του Πολυκάρπου, η αμφισβήτηση, η ενοχή, η αναζήτηση διά της λογικής ανοίγουν συνεχώς νέες αφορμές για διάλογο, έναν διάλογο με φιλοσοφικό χαρακτήρα που οδηγεί, τελικά, σε μια διαφορετική προσέγγιση του «θείου κειμένου» που οραματίστηκε και έγραψε ο Ιωάννης στο ταπεινό αλλά ενεργειακό σπήλαιο της Πάτμου. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης  υπερασπίζεται τόσο τη θεϊκή θυσία όσο και το γραπτό του έργο, μας διευκρινίζει, όμως, ότι ήταν  γι’ αυτό το έργο  προορισμένος από τη μοίρα. Κι εδώ, ίσως, είναι που επεισέρχεται το προσωπικό στοιχείο, καθώς ακούμε τον Ιωάννη να λέει: «Αυτή, λοιπόν, είναι η μοίρα μου, η μοίρα ενός ανθρώπου που γεννήθηκε να γράφει… σαν τους αιθεροβάμονες που πλέκουν τις δοξασίες τους σε μικρά κιτάπια, μα για όλους είναι σαλοί. Συνεχίζω ακόμα να γράφω… προσπαθώ ακόμα να γράψω τα κείμενά μου μπερδεμένος. Σε ποια γλώσσα, με ποιους γραφικούς χαρακτήρες να συνεχίσω να γράφω; Ποια τελεολογία να προσμένω μετά τη σημερινή μέρα;».
Ο Κάιν δείχνει μεταμελημένος που σκότωσε τον αδελφό του, αλλά παραδέχεται ότι αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει και αποδέχεται την τιμωρία  Κάποια στιγμή, μάλιστα, παραλληλίζει το φόνο του αδελφού του με τη Σταύρωση του Χριστού, σαν ένα έγκλημα το οποίο θα ταράζει πάντοτε τη μακαριότητα των ανθρώπων.
Ο Αδάμ είναι ο μόνος από τους ήρωες που είχε το προνόμιο να γνωρίσει το Θεό, τον ίδιο του τον Πλάστη, αλλά αμφισβήτησε το Λόγο Του και περιέπεσε στην προπατορική αμαρτία. Δέχεται, ωστόσο, ότι ήταν επιλογή του Πλάστη του να αμαρτήσει, δηλαδή, μοιραίο. Η άποψη ότι όλα ήταν προδιαγεγραμμένα, είναι μία άποψη που διατρέχει το έργο, για να έρθει στη συνέχεια η αμφισβήτησή της: «Γιατί Εκείνος να είναι Θεός κι εμείς τα άβουλα όντα; Σε ποιο σταυρό μας κάρφωσαν κι ακόμη δεν αναστηθήκαμε;» αναρωτιέται ο Αδάμ.
Έπειτα, ο Ιούδας, που το γεγονός της προδοσίας τον στιγμάτισε και αυτοκτόνησε , προσπαθεί να αιτιολογήσει τις πράξεις του με επιχειρήματα του τύπου «δε θα γινόμουν ποτέ φιλοχρήματος για τριάκοντα αργύρια» ή «δεν Τον φίλησα, απλώς Του ψιθύρισα τη λέξη εκδίκηση, γιατί, αφού έδιωξε τον Αδάμ από τον Παράδεισο, επανήλθε διδάσκοντας τον Παράδεισο ως μεταθανάτια  Γη της Επαγγελίας» ή «αυτοκτόνησα, γιατί ήθελα να φτάσω πρώτος στην Ανάσταση». Όπως και να ’ναι, παραδέχεται τον εγωισμό του και συντάσσεται με τον Μεφιστοφελή.
Αυτός ο τελευταίος, έχει, ίσως, τον κομβικότερο ρόλο στο έργο. Έχει στοιχεία από τον «Φάουστ» του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, από τον οπερατικό «Μεφίστο» του Αρίγκο Μπόιτο, από τον Διάβολο στο «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» του Μπουλγάκοφ από τον Σατανά της «Αποκάλυψης». Είναι ο έκπτωτος άγγελος των Ουρανών, εξορισμένος και χωρίς φτερά. Έχει αγκαλιάσει όλους τους καταραμένους από τους ανθρώπους, τους χαμένους στα πάθη τους και θεωρεί τον εαυτό του Θεό και Σωτήρα τους. Πιστεύει, ότι όλοι οι άνθρωποι θέλουν κατά βάθος να πουλήσουν την ψυχή τους σ’ εκείνον, γιατί ο πραγματικός Θεός, όπως κι εκείνον, τους ξέχασε, τους πρόδωσε, προστατεύει μόνο αμαρτωλούς και άπιστους. Ισχυρίζεται ότι ο Νόμος του Θεού είναι που σπέρνει την παράνοια στον κόσμο.
Ωστόσο, ακόμα κι ο Μεφιστοφελής αισθάνεται ηττημένος από νέους θεούς. Γιατί, όπως υπονοείται από τα λόγια του στο έργο, έχει έρθει μία  εποχή, όπου οι άνθρωποι έχουν υποβαθμιστεί σε «ανθρωπίδες», (πρώτη μορφή ανθρώπου σύμφωνα με την ανθρωπολογία, μορφή που προϋπήρξε του homo sapiens). Ο όρος «ανθρωπίδες» λειτουργεί ειρωνικά προκειμένου να χλευάσει τον σκεπτόμενο homo sapiens, ότι, δηλαδή, δεν έχει ωριμάσει ανθρωπολογικά και πνευματικά και απόδειξη είναι ότι πιστεύει στους λεγόμενους  «μεταλλικούς θεούς». Αυτοί οι τελευταίοι είναι οι νέοι θεοί που εκπροσωπούν, προφανώς, τις χρηματικές συναλλαγές και μέσω «αλγόριθμων και μαθηματικών τύπων»,  καπηλεύονται άγρια  τα όνειρα και τις ψυχές των «ανθρωπίδων» στη μεταλλική εποχή – εδώ, ο συγγραφέας υπαινίσσεται μία βαθύτερη και παντοτινή μας ανάγκη να πιστεύουμε σε μία ανώτερη δύναμη, ακόμα κι αν αυτή η ανάγκη μας ωθεί κάποτε σε ακραίες τάσεις. Κι ακόμα περισσότερο, υπαινίσσεται ότι αυτές οι τάσεις περικλείουν τέτοια ζοφερότητα και σκληρότητα που σκιάζουν (με την έννοια όχι τόσο ότι «τρομάζουν» αλλά ότι «υπερκαλύπτουν») ακόμα και τον Διάβολο. Γιατί τα πρόσωπα του έργου, εκτός από σύμβολα, είναι και σκιές, σκιές χωρίς αισθήματα και επιθυμίες, αλλά με πλήρη συνείδηση των πεπραγμένων και της πορείας τους, πρόσωπα που τα σημάδεψε η μοίρα: ο Ιούδας, ο Κάιν, ο Αδάμ, ο Ιωάννης είναι οι τελευταίοι από τους ανθρώπους που καλούνται να μπουν στα Ιεροσόλυμα, δηλαδή, στους θεϊκούς Ουρανούς. Ο Μεφιστοφελής τους θεωρεί όλους ως ανθρώπους που πλαισιώνουν τον δικό του κόσμο. Θα καταφέρει, άραγε, να αποτρέψει την είσοδό τους στα Ιεροσόλυμα και ειδικά, την είσοδο του Ιωάννη, ο οποίος με την «Αποκάλυψή» του έφερε τον Μεφιστοφελή στο προσκήνιο;
Μεγάλο ρόλο παίζει σε όλα αυτά, η σημασία που αποδίδει το κάθε πρόσωπο στο Νόμο: είναι η θεϊκή εντολή ή το φόβητρο σε μια κοινωνία ενοχικών ανθρώπων; O Απόστολος Παύλος, πάλι, στην «Προς Ρωμαίους Επιστολή» του, κεφάλαιο Ζ’, διερωτάται : «Πρέπει να λέμε ότι την αμαρτία δεν τη γνωρίσαμε, παρά μόνον διά μέσω του Νόμου, ο οποίος και την απαγόρευε.. Διότι και την αμαρτωλή επιθυμία  μου δε θα τη γνώριζα ως αμαρτωλή, εάν ο Νόμος δεν έλεγε ρητώς «Ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστί».Η αμαρτία, για να φανεί πόσο ολέθρια και φοβερή είναι, πέτυχε δια μέσω του Νόμου που είναι αγαθός και δίκαιος, να πραγματοποιήσει εντός μου το θάνατο.». Και εννοεί ο Απόστολος  Παύλος με το θάνατο, τις ολέθριες συνέπειες που μπορεί να έχει η αμαρτία για τον άνθρωπο.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, το έργο παρουσιάζει δυσκολίες και ιδιαιτερότητες στη θεατρική του αναπαράσταση, δυσκολίες που δεν προέρχονται μόνο από τον τρόπο αντιμετώπισης των θεολογικών ζητημάτων και την ερμηνεία του τι πρεσβεύει ο Νόμος (ο θεϊκός Νόμος), για τις ζωές των ανθρώπων, αλλά και από το ότι αυτή η φιλοσοφική αναζήτηση του συγγραφέα περιέχει μεγάλο πλούτο σκέψεων και ελάχιστη σκηνική δράση. Οι διάλογοι με επίκεντρο τον Ιωάννη παρέχουν ένα άλλοτε παράτολμο και άλλοτε προσεκτικό όχημα των σκέψεών  του, που οδηγεί σταθερά το ενδιαφέρον μας από την αρχή ως το τέλος, όχι τόσο από αγωνία για την έκβαση, όσο γιατί κατορθώνει να μας παρασύρει στη δίνη της έμπνευσής του. Ίνα επαληθευθεί η ρήση ότι… «οι ποιητές άλλο δεν κάνουν από το να διευρύνουν τη σκέψη μας».

Αθανάσιος Βαβλίδας