Top menu

7 ποιήματα & 1 πεζό σε πρώτη δημοσίευση

fylla311.jpg
φωτό: Μ. Τσιράκου
Γρηγόρης Σακαλής
Ερωμένες
Δεν έχω τίποτα δικό μου πια
παρά μόνο τις λέξεις
αυτές που γράφω το βράδυ αργά
κι ύστερα τις αγκαλιάζω σφιχτά
και κοιμάμαι μαζί τους
μέχρι το πρωί,
οι μέρες είναι βάσανο
πολύβουες, κενές
παίζω τους ρόλους μου
όσο καλύτερα μπορώ
τρέχει ο νους μου παντού
και ξαναγυρνά στην αφετηρία
στην έρημο της ψυχής μου,
μια όμορφη μέρα
περιμένω να ‘ρθεί
μα για την ώρα
έχω δικές μου
μόνο τις λέξεις
ερωμένες
στο κρεβάτι μου
όλη νύχτα.

O Γρηγόρης Σακαλής έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Κίβδηλος καιρός (Πλανόδιον 2008), Θαμμένος στην άμμο (Πλανόδιον 2010) και Πορεία στη γύμνια (Bookstars 2013). Έχει συμμετάσχει σε ποιητική ανθολογία των εκδόσεων Ενδυμίων. Ζει και εργάζεται στη Νάουσα.

Ράνια Παπακώστα

[Μάνα]

Η μάνα μου
κλαδί δέντρου
καμμένου
φανάρι εθνικής
οδού
τοιχοκολλημένο ειδοποιητήριο
εξώσεως
λευκή ανταύγεια
στα μαλλιά
λάμψη θαμπή
στα μάτια.

Η μάνα μου
χιλιοπαιγμένη αρχαία
τραγωδία
ουρά σε στάση
αστικού
βραδινό επισκεπτήριο
νοσοκομείου
ουρλιαχτό σε πυλωτή
οικοδομής
κεφτέδες με κύμινο
και θειάφι.

Η μάνα μου
βασίλισσα της ύπαρξης
και πρωθιέρεια της κάμαρής μου.

μια οσία αμαρτωλή
κι εγώ το νόθο τέκνο.

Η Ράνια Παπακώστα ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη.

Βαγγέλης Κούτσης

Αντίδρομα

Μετά την τρίτη εσπερινή ισημερία
Από τα θυρανοίξια της άλωσης
Κι αφού δεν είχα θύμησες, δεν είχα μυρωδιές
Για μια εσώτερη παλίρροια
Έσπευσα  ανάδρομος ικέτης
Μήπως κοπάσει ο κοπετός
Αντάμωσα έναν ιερέα και μου 'πε κάτι βλάσφημο
Όπως τ' όνομα του θεού
Κάποιο παιδί ψιθύρισε για κάτι θλιβερό
Ένα σχολείο χωρίς αυλή
Κι ένας πολιτικός ωρυόταν για κάτι μαζικό
Σαν την αισθητική μιας διαφήμισης
Γριά μάγισσα μ' ορμήνεψε
Για του μέλλοντος τη θέαση
Κι ο δάσκαλος μου έδειχνε μια ζωγραφιά αισχρή
Π.χ. το άπειρο σε σχήμα
Τέλος σαλό που σπούδαζε το απάνθρωπο
Και το άγος της ευθείας
Ώσπου τους είδα άπραγοι να στέκουν
Των ορυζώνων οιωνοσκόποι
Οι γιοί που πια δε θα θερίσουν
Κι η σκέψη που ξεκόρμισε
Στρέφει φενακισμένη.

Ο Βαγγέλης Κούτσης έχει εκδώσει τη συλλογή Τοις κυνών ρήμασι πειθόμενοι (Προμετωπίδα 2013). Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

Πηνελόπη Γιαλελή

Το μάθημα της αλεπούς

Και η αλεπού το ήξερε.
Τα παιδιά είναι περίεργα όσο ειν' κι αθώα.
Πρέπει να επιτρέπεις να πετούν.
Η αποδοχή είναι ο μόνος τρόπος διαχείρισης του αναπόφευκτου.
Ό,τι μπορούσε να του μάθει
είχε ήδη ειπωθεί.
Είχαν παίξει στο χωράφι
κι είχανε κρυφτεί στα στάχυα
κι όταν κανένας δεν κοιτούσε,
τον είχε σκεπάσει με τη γούνα της.
Μόνο με τη γύμνια της μπορούσε να τον ζεστάνει.
Πώς αλλιώς;
Εγωιστικά, για να κουβαλά ένα κομμάτι της όπου κι αν πάει.
Μα, γιατί την κρίνετε;
Και η αλεπού μας η δασκάλα
ένα μικρό παιδί ήταν!
Ποιός μπορεί να χωρίσει το παιδί απ' το παιχνίδι;!
Ο ένας στο κρυφτό, ο άλλος στο κυνηγητό
κάπου χαθήκανε στο τέλος.
Βλέπετε, εκείνος κυνηγούσε τριαντάφυλλα.
Αλλά εκείνη, δεν ήταν τριαντάφυλλο, ήταν αλεπού.
Δεν είχε ροδοπέταλα μοσχομυριστά
ούτε όμως κι αγκάθια να προστατευτεί.
Μόνο δυο πονηρά ματάκια
που οργώνανε τους κήπους
για ν' ανταμώσουν το δικό τους λουλούδι.
Μην ακούτε, λοιπόν τι λένε.
Στον αποχωρισμό το μάθανε κι οι δυο:
«Μόνο με την καρδιά βλέπει κανείς σωστά».
-Αντίο, αλεπού.
-Καληνύχτα, πρίγκιπα.
Θα 'σαι το τριαντάφυλλό μου.
Χάζεψε μια τελευταία φορά τα στάχυα του
και -πάντα αλεπού- άλλαξε πορεία.

Η Πηνελόπη Γιαλελή ζει κι εργάζεται στην Αθήνα.

Απόστολος Κωστούρος


Ροζέτα

Μελλούμενο θήραμα του φωτός, ο οίστρος κατασταλάζει στα σωθικά του, ανεμόπτερα μυστικά: μην προσπαθείς να ξεφύγεις απ’ την εμψύχωση του κενού – η γεωμετρία του ταξιδιού διαλύεται στ’ αμφίβια σκοτάδια. Τα μαλλιά σου υφαίνονται στους αφρούς και τα μάτια σου, μάτια χαμών από καρδιά αφορισμένων νεράιδων –  μάτια νεοφερμένων πουλιών κι έγκατα στιγματικών αγγιγμάτων.

Η κίνηση κρυστάλλωσε την υπεροχή και τώρα μπροστά μας η δύναμη, διαφεύγει σαρκάζοντας από τον ήχο της διασποράς μας. Είναι φυτίλι στο κέρινο ομοίωμά μου αυτή η φωνή – τα βλέφαρά μας καίγονται μέρες, καίγονται μήνες και χρόνια τ’ άγονα στέφανα στα βλέφαρά μας. Γιατί πρέπει να βλέπω τον ίσκιο να ξεσκίζει απ’ τον ολόφωτο ηλεκτρισμό την ψυχή μου σ’ απειράριθμες μαριονέτες που μόνο ανήξερα παιχνιδίζουν;

Αυτή τη φορά γεννήθηκα κεντρισμένος απ’ τον αναβρασμό που ο μαγνητισμός των πανσέληνων ξεγεννάει στη θέα σου τα ομφάλια σύμβολα των ψυχών μας. Ιχνηλατώντας αποξηραμένος ανάγλυφα στους εσώτερους κόλπους της κόλασης, ψηλαφίζω τη μήτρα σου και τη νιώθω να καίει σε θερμοκρασίες αστέρων – χιλιάδων ετών φωτός επιφώτιση, λιώνει, μετεωρίτες σε σκόνη κι εσύ δέχεσαι τη βροχή, χταπόδι που αναριγεί στη σμαράγδινη – κινούμενη άμμο.

Μάθε μου πώς παραβγαίνουν τα πνεύματα των σινιάλων και πώς αστρικών κοιταγμάτων πλημμύρες σαρώνουν τον ουρανό – και τι πειράζει που η ζωή μάς τίναξε τόσο μακριά απ’ το σπίτι; και τι πειράζει που τιναγμένοι στην πιο επώδυνη ευτυχία της σύλληψης, ξετινάξαμε υπερθετικά ολόκληρη τη γιορτή απ’ τη ζωή μας; Ω ναι! Σκόνη, καπνός, και τελείως ανώφελα, αστρικά νανουρίσματα:

Νανούρισέ με διαμαντένια ροζέτα, νυχτερινά περιδέραια φτιάξε μου, απ’ οδοδείχτες αρχέγονων θησαυρών – άσε με να γεννηθώ πυγμαίος ιππόκαμπος με φτερά εφηβικού πήγασου. Νανούρισέ με και θα κοιμάμαι στο αγκάλιασμα των πνευμάτων – ουράνιων τόξων ανάκλιντρα με υπερφίαλα χαλινάρια να βρέχουν  στη χλόη τα μάγουλά τους και να τραγουδούν!

Σε ιπτάμενα ανεμοτάφια, νανούρισέ με, και ρίξε απ’ τον ουρανό λευκόχρυσα καραβόσκοινα, με θέσεις νησιών και μπάλες ανάγλυφων λάμψεων. Ταξίδια στα χάσματα νανουρισμένων υψών, αποίκησαν επιτέλους, σ’ όλων των πεταγμάτων μας τη μανία!

Ο Γιώργιος Π. Κωστούρος ζει κι εργάζεται στην Αθήνα.


Χρήστος Ελαιός
Ταξίδι μικρό και Άγιο Της πλώρης του βουβό ταξίδι σκίζει τη θάλασσα
τα πανιά στο μεγαλείο τραβούν τις στιγμές ξοπίσω
κι καπετάνιοι όλο με μιας γίνονται κι ναύτες
με μπράτσα σφριγηλά χτυπούν τα φινιστρίνια
αγέρας να μπουκάρει μυρωδιά στης γέφυρας τους χάρτες
η πνοή του ανέμου μας φύσα
στης πόλης το ρυθμό  τραβάμε
μιας και δύο και τρείς μονάχοι
όλοι μαζί ξανά να φτάσουμε στην Άκρη
οχτώ χιλιάδες φτάσανε τα μίλια των Αιώνων
στεριά δε βρήκαμε μας ζέψανε με πόνο
Ω και ΄συ γλυκιά μου Ανεμώνη
που βρέθηκες ξάφνου απάνω στο τιμόνι
λαφριά σαν είσαι κλείνε την πορεία
προς τη μεριά που ήρθες ξανά να δούμε.
Τον φάρο να φωτίζει μέσα στο σκοτάδι.

Ο Χρήστος Ελαιός ζει κι εργάζεται στην Αθήνα.

Στράτος Αθανασάκης


Αγάπες

Ξεπέφτουν έκπτωτοι σαν άγγελοι
οι στείρες μας αγάπες, περίγελοι
απ’ τις χαραμάδες τ΄ ουρανού
επάνω σε παπαρούνες λιβαδιού.

Ακάθεκτες ανάμεσα σ’ ανθούς
σ’ ορίζοντα σκότους βαρυπενθούς
κείτονται ανάστατες στ’ αρώματα

τάφο αποζητούνε παρά χρώματα.Ο Στράτος Αθανασάκης ζει κι εργάζεται στο Γουίγκαν της ΑγγλίαςΣτέλιος Ροΐδης

Κλάρκιν

Πηγαίνει σε ένα γνωστό μονοπάτι, το συναίσθημα αυτό
γνωρίζει από την στιγμή που ξεκίνησε σε ποιο μονοπάτι
να πάει, δεν μπορείς να του κρυφτείς, έχει ήδη κρυφτεί
σε αυτό, σκάβει την πατημασιά του, ακονίζει το μυαλό του,
νοιώθεις να το συμπονάς, το συναίσθημα αυτό, είναι στην
μέση τώρα, τώρα που δεν είσαι στην αρχή, δεν είσαι στο
τέλος, τώρα που πρέπει να κυβερνήσουμε τις ζωές μας,
μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο των εργοστασίων που
γεννάνε το συναίσθημα αυτό, και σχολάμε από την εργασία
ενώ τα αυτιά μας βουίζουν, και σπίτι η τηλεόραση δείχνει
ένα πρόσωπο όμοιο με αυτό που περιμένουμε εδώ, εδώ
και κάτι χρόνια, κάτι χρόνια που περάσανε ενώ μας είχανε
προειδοποιήσει,  και το γνωστό μονοπάτι που πηγαίνει το
συναίσθημα αυτό γλιστράει αλλά κανείς δεν πέφτει, γιατί
στο εργοστάσιο που δουλεύουμε δεν συγχωρείται αυτό,
ούτε μπορούμε να προφασιστούμε ασθένεια, το μόνο που
μπορούμε να προφασιστούμε είναι αγάπη, και τότε αφού
το κάνουμε αυτό, να σκάψουμε την πατημασιά μας, να
ακονίσουμε το μυαλό μας, λησμονώντας στο μέρος που
συναντηθήκαμε τι καιρό έκανε εκείνο τον καιρό, και να
ανοίξουμε ένα σπίτι για το συναίσθημα αυτό που γνωρίζει,
γνωρίζει τι σπίτι θα ανοίξουμε πάντα, ενώ δεν έχουμε πει τίποτα
ακόμα και εσύ και εγώ, αλλά έχουμε σκεφτεί, το μέλλον,
το μέλλον που είναι το συναίσθημα αυτό, δίχως να μπορούμε
να βγούμε έξω από την πόρτα, έχοντας πάρει σύνταξη από το
εργοστάσιο, γράφοντας βιβλία που είναι το πρώτο που τα
διαβάζει, κάνοντας όνειρα που μας κατηγορεί που δεν τα
ακολουθούμε, ενώ είναι το ίδιο που δεν μας επιτρέπει να το
κάνουμε αυτό, κρατώντας τα πράγματα στην ίδια θέση που
κατά λάθος βρέθηκαν μια νύχτα εδώ, καθώς ξεμακραίνουμε
και ξεχνάμε πως ξεκίνησε το ταξίδι αυτό, και ακούμε
την λάσπη να τραγουδάει ενώ ανοίγουμε δρόμο με τις
παντόφλες το πρωί, και ο καφές είναι όπως πρέπει, και ο
χρόνος τότε μας θυμάται, και ο καφές είναι πολύ καλός,
τότε ξανάρχεται από μόνο του γλυκά και μέσα μας κατεβαίνει
το συναίσθημα αυτό, και τότε μόνο, καθώς ανάβουμε τσιγάρο,
είμαστε σίγουροι, και η ζωή απλά, τόσο απλά, συνεχίζεται.

Ο Στέλιος Ροΐδης έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Μόδα (Οδός Πανός 2002), Ο χαρακτήρας του χρόνου (Έψιλον 2003), Παλιά παπούτσια (Έψιλον 2004), Οικοδομή (Έψιλον 2005), Ανοιχτοί χώροι (Έψιλον 2006), Η σιωπή του καλοκαιριού (Έψιλον 2007), Ποιήματα για τη γενιά που έμεινε στο σπίτι (Ενδυμίων 2009), Κομμάτια δικά μου (Vakxikon.gr 2012), και το θεατρικό έργο Μια επιτυχημένη σχέση (Vakxikon.gr 2014). Ζει κι εργάζεται στον Πειραιά.