Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 27

Πιστοποιητικά θνητότητας του Γιώργου Χ. Θεοχάρη

bakonikatheoharis.jpg
Πιστοποιητικά θνητότητας, ποίηση, Γιώργος Χ. Θεοχάρης, εκδόσεις Σύγχρονη Έκφραση 2014

 

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Θεοχάρη με τίτλο Πτωχόν μετάλλευμα ξεκινάει με έναν ύμνο στον έρωτα. Όλο το πρώτο από τα τρία μέρη της συλλογής  ξεδιπλώνει το πάθος και τη λατρεία του ποιητή για μια μοναδική σε σαγήνη γυναίκα που τον εκστασιάζει όχι μόνο με τη λαμπερή ομορφιά της, αλλά και με τον μυστηριώδη χαρακτήρα της, τις ξαφνικές  και αντίθετες μεταξύ τους διακυμάνσεις στη διάθεσή της, τον πλούσιο συναισθηματικό της κόσμο. Είναι ένας παθιασμένος έρωτας που τον φέρνει πέρα από τα όρια, πυρετικά τον μεθάει. Ο σαρκικός πόθος  συναρθρώνεται και με το βαθύ, πανίσχυρο συναίσθημα της αγάπης, καθώς τα εξαιρετικά ψυχικά χαρίσματα της γυναίκας την καθιστούν ανεπανάληπτη. Επιπλέον η  κοινή  ένταξη τους σε κοινωνικούς αγώνες τούς δένει ακόμη περισσότερο. Όμως το «θαύμα» του έρωτα από κάποιο λάθος, από αιτία που ρητά δεν αναφέρεται, φτάνει στο τέλος, οδηγείται στον χωρισμό, κάτι που δημιουργεί τρομακτική οδύνη και πόνο. Με στίχους εκπληκτικής δύναμης ο ποιητής αναφωνεί: «Όποιος δε γδάρθηκε στο λάρυγγα/από το ρέκασμα του χωρισμού/ δεν ξέρει τ’ είν’ η αγάπη».
Καμία άλλη γυναικεία μορφή- με  απτά χαρακτηριστικά και έντονη παρουσία-  δεν θα υμνηθεί ξανά στα ποιήματα του Θεοχάρη, η εποχή των παραδεισένιων συναντήσεων ανήκει στο παρελθόν. Όμως ο έρωτας, ως ακλόνητο, επιτακτικά αναζωογονητικό στοιχείο και ανάγκη, διαπερνάει και τις υπόλοιπες τρεις συλλογές που έχουν τους τίτλους: Αμειψισπορά, Ενθύμιον, Από μνήμης. Ως δαιμονικό και λυσσαλέο ζητούμενο έχει τη δύναμη να εξαλείφει το τέλμα, τις συμβάσεις, τη μιζέρια, τους σκοτεινούς ορίζοντες που δεν υπόσχονται καμία ανάταση και διέξοδο. Το διονυσιακό στοιχείο μέσα από το πάθος, τη μουσική, τον χορό, το γλέντι, δίνει συνεχώς τις αναζωπυρώσεις του στους στίχους του Θεοχάρη. Αν ήταν δυνατόν  να καεί από ίμερο, ούτε στιγμή δεν θα δίσταζε. Κι όμως αυτή η δίψα του αισθησιασμού που αμείωτα γυρεύει να εκπληρωθεί, να ανθίσει και να δέσει καρπό συνεχώς καταποντίζεται κι αναβάλλεται. Αυτή η ματαίωση της άνθισης των αισθήσεων, της έλλειψης, του εγκλωβισμού των ερωτικών αισθημάτων διαποτίζει την ποίηση του Θεοχάρη. Νιώθουμε ότι εκφράζει όχι μόνο κάτι που αφορά τον ίδιο αυτή η έλλειψη, αλλά ότι σαν μια αρρώστια του καιρού μας έχει εξαπλωθεί να  καταπονήσει, να βασανίσει, να κατασπαράξει αμέτρητα πλήθη ανθρώπων που δεν βρίσκουν το μαγικό άγγιγμα της αγάπης, αυτή την πεμπτουσία και το βάλσαμο της ζωής.
Για τον Θεοχάρη παρηγοριά και καταφυγή για να πάρει δύναμη και να «βλαστήσει» είναι η τέχνη της ποίησης, όπου η μνήμες στιγμών, ημερών και εποχών με κατάνυξη καταγράφονται παρέχοντας ηδονικούς χυμούς, εκρηξιγενή οράματα επιθυμιών, αιθέρια ψυχικά αναβλήματα, τελετουργίες άφθαστου κάλλους. Το σώμα του μοιάζει με αρχαιολογικό χώρο γεμάτο από αγάλματα σπασμένων αισθημάτων, λαβύρινθους αναζήτησης, συντρίμματα απολεσθέντων παραδείσων, βοή παιάνων επανάστασης. Στο δε ποίημα του Υπέρ των ποιητών μας προτρέπει :«Να αγαπάτε τους ποιητές./ Αντιληφθείτε ότι δεν είναι τίποτα άλλο/ από μια δεξαμενή έρματος/ για να ισορροπούν οι υπερθαλάσσιοι θάλαμοι/ του πλοίου με το οποίο ταξιδεύετε».
Πλήρης κοιτασμάτων αναπόλησης και μνήμης ο Θεοχάρης νιώθει μια θαλπωρή να τον πλημμυρίζει. Αυτές οι μνήμες είναι ο πλούτος στον «μαύρο ή άσπρο» της ζωής του. Η απέραντη τρυφερότητα από τους γονείς  και το ευρύτερο οικογενειακό του περιβάλλον, τα φτωχικά κι όμως αναλλοίωτα όμορφα παιδικά του χρόνια, οι αλησμόνητοι συμμαθητές και οι φίλοι στα διάφορα στάδια της ζωής του τον εμπλουτίζουν συναισθηματικά, σχηματίζοντας δεσμούς αδιάρρηκτους με τον εσώτερο ψυχισμό του. Διαβάζουμε τους ωραίους στίχους:
«Όταν θα λείψω/να μελετάς το βράδυ που θα γέρνεις,/ τα μάτια που σε κοιτάζανε και σε πιστεύανε./ Να μελετάς τα μάτια/ που ανεβάζανε στο στόμα την αλήθεια σου,/ όπως τραβούν στο μπράτσο σου το αίμα/οι πευκοβελόνες».
Ο Θεοχάρης δεν αναλίσκεται ούτε περιχαρακώνεται μόνο γύρω από τον εαυτό του, διατηρεί σε εγρήγορση όλη την προσοχή και την οξυμένη παρατηρητικότητά του για να αντιλαμβάνεται τα προβλήματα, τα αδιέξοδα και την παρακμή της κοινωνίας που ζούμε. Αιχμηρά στηλιτεύει την καταβαράθρωση κάθε έννοιας αξιών, την ξενομανία, το νοσηρό κλίμα της απάθειας, την ευτέλεια τρόπων και πράξεων που συνεχώς πληγώνουν. Με αποκαρδίωση δηλώνει: «Με το μολύβι και με το χαρτί/ και μόνο με προθέσεις/της εθνικής τελμάτωσης ο βάλτος/ δεν στεγνώνει».
Ο ανθρωπισμός κι η αταλάντευτη ευαισθησία του προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο δεν τον αφήνει αδιάφορο κι  ασυγκίνητο για τους ηττημένους της ζωής, για όσους στέλνονται στον Καιάδα του περιθωρίου: τρελοί, εγκαταλειμμένες γυναίκες, κάθε είδους ανάπηροι, ηλικιωμένοι που έχουν ως μόνη προοπτική το άγγιγμα του θανάτου, παιδιά που από τη γέννησή τους δεν αγαπήθηκαν,  θύματα αποτρόπαιων εγκλημάτων, αυτόχειρες. Στον ίδιο βαθμό η ευαισθησία του Θεοχάρη νιώθει αποτροπιασμό για το τερατώδες πρόσωπο της βίας τόσο στη σημερινή εποχή, αλλά κυρίως από φρικτά περιστατικά και καταστάσεις στην περίοδο της Κατοχής και του Εμφύλιου: η σφαγή των Γερμανών στο Δίστομο, προδοσίες, αιματοκυλίσματα, βιασμοί, ενδοοικογενειακοί φόνοι, εγκλήματα τιμής, αιμομιξίες. Τα ποιήματα αυτής της ενότητας είναι συγκλονιστικά.
Αν η πρώτη συλλογή είναι μύηση και ύμνος στον έρωτα, η τέταρτη και τελευταία συλλογή κυρίως απαρτίζεται από ποιήματα πένθους για αγαπημένα πρόσωπα. Όμως η αγωνία, ο φόβος του ποιητή για τη φθορά που επιφέρει ο χρόνος και το αποτρόπαιο του θανάτου, υποδόρια φανερώνει την προσκόλλησή του στη ζωή- δεν απαγκιστρώνεται από το φως, τις εκπλήξεις, τις ζωογόνες πηγές της, όσο και αν νιώθει «δυνάμει νεκρός, δυνάμει ζωντανός».
Στο τέλος της συγκεντρωτικής αυτής συλλογής συμπεριλαμβάνονται και τα ποιήματα της περιόδου 1967- 1974 με τίτλο Ποιήματα των ημερών εκείνων - είναι κοινωνικοπολιτικής υφής, καταγγέλλουν και καυτηριάζουν την έκρυθμη κατάσταση της χώρας στον καιρό της δικτατορίας. Αποτελούν το πρώτο δείγμα γραφής του Θεοχάρη στην ποίηση κι όπως τονίζει η Μαρία Ψάχου στο επίμετρό της: «δίνουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε  τους αναβαθμούς  διαμόρφωσης του ποιητικού προσώπου και να αναγνωρίσουμε τα χαρακτηριστικά της τέχνης του στην εξέλιξή της».
Το έργο του Θεοχάρη είναι κυρίως ανθρωποκεντρικό και υπαρξιακό με παράπλευρη, αλλά σε μικρότερη έκταση, την κοινωνικοπολιτική του διάσταση. Ο λόγος είναι στέρεος κι εύστοχος. Στις αρετές του συγκαταλέγεται η πυκνή αφηγηματική ικανότητα – ρεαλιστική, αλλά και με αποχρώσεις συγκρατημένου λυρισμού.  Περιεχόμενο και μορφή  συγχωνεύονται άρτια κι έντονα, αναδεικνύουν ωριμότητα και μαστοριά έμπειρου τεχνίτη που  ξέρει να θέλγει και να συγκινεί.

Aλεξάνδρα Μπακονίκα