Top menu

Λέσχη ανάγνωσης Σεπτεμβρίου: 7 + 1 βιβλία

las229neo.jpg
Η συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει στη Λέσχη ανάγνωσης Σεπτεμβρίου, τα παρακάτω βιβλία:
1_-_marinosdouatzis.jpg
Η άλλη λέξη, διηγήματα, Γιώργος Δουατζής, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014

 

Η άλλη λέξη… ποια άλλη λέξη; Πού βρίσκεται; Ποιος την εκφέρει, τίνος το στόμα έχει ντύσει; Και αν υπάρχει αυτή η λέξη, μπορεί να συγκεφαλαιώσει όλες τις άλλες – ψεύτικες, αληθινές, διάφανες, αεροστεγείς ή αιμάσσουσες; Ο Γιώργος Δουατζής από τον γενικό τίτλο της συλλογής των διηγημάτων, εκθέτει το υλικό του, τους φέροντες τα πάθη, ακόμα και τις άψυχες συζυγίες των πραγμάτων σε τούτη την προμετωπίδα της αινιγματικής κατάφασης.

Ναι, υπάρχει αυτή η άλλη λέξη – αυτή που δεν ειπώθηκε, ενώ θα έπρεπε. Εκείνη που δεν κατάφερε να ξεκλέψει λίγο αέρα από τα πνευμόνια για να γειωθεί στη γλώσσα, να δουλευτεί στα δόντια. Αυτή η λέξη δεν είναι ένα συγγραφικό προφανές, είναι παρούσα πάντα ακόμα και εν τη απουσία μας – ακόμα και στην πιο βαθιά απουσία των ηρώων αυτού του βιβλίου. Αλλοτε λειτουργεί ως λυτρωτική δικλείδα, άλλοτε σαν τέναγος που σε καταπίνει και, φευ, πολλές φορές σαν κατάρα και γιατρειά ταυτόχρονα.

Λέξεις υπόρρητες, απόρρητες, απορριπτέες και απομαγευτικές προσπαθούν να αρθρώσουν και τούτοι οι άνθρωποι που περνοδιαβαίνουν τα διηγήματα του Γιώργου Δουατζή. Μα, και τα πράγματα το ίδιο και τα ζώα που λαμβάνουν –συγγραφικώ τω τρόπω- αλλότροπη υπόσταση και λαλιά για να ιστορήσουν τα δεσμά και τα δεσμευτικά των ανθρώπων.

Καίτοι τα διηγήματα διεκδικούν την θεματική και την υφολογική τους αυτοτέλεια και λειτουργούν ως επί τω πλείστον έκκεντρα, ο κύκλος, ο πυρήνας και η σπονδυλική τους στήλη είναι κοινή. Πρώτον διότι οι αφηγηματικές τεχνικές ομοιάζουν –πάντα κάποιος αφηγείται, μονολογεί και αποφαίνεται σε πρώτο πρόσωπο, έχοντας όμως απέναντί του έναν οικείο ή απρόσβλητο συνομιλητή, ένα ιδεατό άλλο, ίσως εμάς τους ίδιους, ή μια φιγούρα που πάντα λανθάνει μέσα στα διηγήματα και τα διατρέχει ως σκιά, φάντασμα, ερωτική παρόξυνση, απισχνούμενο απωθημένο, παρελθόν που κρυφοκοιτάζει περιδεώς το παρόν και τέλος σαν μνήμη που ζητάει τοκογλυφικά να υφαρπάξει το μέλλον.

Δεύτερον διότι αυτή η βασική, δομική και ουσιώδης έλλειψη είναι που διαπερνάει υποδορίως, αλλά και με αμυχές τους πρωταγωνιστές αυτών των ιστοριών. Κάτι είχαν και το απώλεσαν, κάτι έψαχναν και δεν το βρήκαν, κάτι τους μένει να αποζητήσουν μέχρι το πέρας της ζωής τους. Υλικές απολαύσεις; Ερωτικές ομοβροντίες; Μια σταθερότητα κατευναστική; Μιαν απάντηση σε ανοιχτές οικογενειακές πληγές; Ή μήπως εκείνη ακριβώς τη λέξη που δεν ξεκορμίζεται από τη γλώσσα, δεν αποκτά βάρος και υπόσταση;

Λέω λοιπόν πως τα εννιά διηγήματα που συνθέτουν την παρούσα συλλογή προσανατολίζουν το περιβάλλον τους προς μια σταθερή, απρόσβλητη κατεύθυνση. Αποτελούν μια αφορμή για την κορυφαία επερώτηση που διέπει τις ζωές όλων των ηρώων. Ποια είναι αυτή η άλλη λέξη;

Για τον Γιώργο Δουατζή, ποιητή δοκιμασμένο σε συνθήκες πυρρός, αυτή η βουτιά στον πεζογραφικό κόσμο, ενδέχεται, το εικάζω, δεν το γνωρίζω, να είναι και η δική του επερώτηση –υπό άλλη ωστόσο μορφική ανάπτυξη. Πώς αναζητείς τη λέξη, όχι πλέον στον στίχο, όχι στο ποίημα, αλλά στην ευρεία ανάπτυξη ενός πεζού. Το αποτέλεσμα είναι τω όντι επιτυχημένο, διότι διατηρεί εκείνη την ποιητική φλόγα του γραφιά, δίχως όμως να υποσκάπτει τα θεμέλια της διηγηματικής ανάπτυξης με πεζολογικές εκβολές. Κοινώς: τα διηγήματα έχουν θαυμαστή οικονομία, αυξημένη αισθητική στη χρήση των μέσων, απέχουν από το στοιχείο της υπερβολής και πολλές φορές είναι τόσο υπαινικτικά που μετατρέπονται σε μια θελκτική δοκιμή πάνω στην ανθρώπινη περίπτωση.

Στο χωρίς σκιά, το εναρκτήριο μέλος της συλλογής, η δομική έννοια της έλλειψης λαμβάνει το χαρακτήρα, ας μου επιτραπεί η έκφραση, στοχοπροσυλωμένης εκδίκησης. Μετουσιώνεται σε μότο ζωής. Ο,τι δεν έχει ο ένας πρωταγωνιστής, το διαθέτει ο άλλος με μια πλησμονή πληγωτική. Ο,τι ο ένας ονειρεύεται να αποκτήσει, ο άλλος το θεωρεί δεδομένο. Και τότε είναι που ο ανθρώπινος κρατήρας φλέγεται και αρχίζει να πυρώνει και να εξακοντίζει φλόγες. Ο λειψός πρωταγωνιστής μηχανορραφεί υπογείως, υποσκάπτει, καταριέται, βυσσοδομεί εναντίον του φαινομενικά φίλου του, αλλά επί της ουσίας αντίζηλου εν ζωή. Φευ, το τέλος υπερβαίνει στοχαστικά τα στενά όρια των ανθρώπινων ονείρων. Ο ζηλωτής ηττάται, εν τη απουσία του… εχθρού του. Ηττάται παταγωδώς και με έναν πικρά γκροτέσκο τρόπο… καταπίνει τον αντίπαλό του.

Στην κούκλα η έλλειψη περιδιαβαίνει τα ριζά του όρους έρωτας. Μόνο που είναι ένας έρωτας, σχεδόν μη υλικός, όμως ούτε και πλατωνικός, αλλά παράδοξος και παράταιρος. Ένας άντρας, μια κούκλα, ένας ιδιότυπος δεσμός που περιλαμβάνει το αίμα του ενός και την άκαμπτη νωθρότητα της άλλης. Κι όμως φλογερός – ο άντρας πρωταγωνιστής με αναπεπταμένα όλα τα ιστία μορφοποιεί το ερωτικό υποκείμενο στο πρόσωπο μιας κούκλας. Το αντικείμενο γίνεται ουσία και η ουσία σκλαβιά. Η στιγμή της απελευθέρωσης συμπίπτει με τον αφανισμό ενός εκάστου. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει μεταξύ ανθρώπων, μπορεί να συμβεί και σε ετερώνυμες υπάρξεις.

Στο τραπέζι, εκ νέου ένα αντικείμενο λαμβάνει το χαρακτήρα συμβόλου. Η σταθερότητα του βίου έγκειται στην ύπαρξη ενός τραπεζιού, Κι αν αυτό για κάποιο λόγο λείψει; Ο εκνευριστικός γείτονας του ήρωα, φασαριόζος και γλεντζές, δανείζεται το τραπέζι για τις ανάγκες ενός ξέφρενου γλεντιού, αλλά μαζί με αυτό είναι σαν να υφαρπάζει και τα πόδια της σταθερότητας του διαμερίσματος του αφηγητή. Αίφνης τα καθημερινά, σχεδόν υποτυπώδη ζητήματα –που αφήνεις ας πούμε τον καφέ σου ή που ακουμπάς το κομπιούτερ- γίνονται κολοσσιαία. Μια ολόκληρη ζωή κρατημένη από ένα κοινό – κοινότατο αντικείμενο. Μια ζωή τόσο στενόχωρη και στενή και περιορισμένη σε έναν υλικό κόσμο προφανή, αλλά και αναγκαίο.

Στην αναχώρηση το κεντρί της αφήγησης αναλαμβάνει να το μπήξει γερά η μνήμη του γιου για την μάνα του που οδεύει πλησίστια προς την αιώνια κατοικία. Το πλέον οικείο πρόσωπο, στην ύστατη στιγμή του, τότε που όλοι οι λογαριασμοί φαίνεται να κλείνουν, μένει έκθετο στην ανάμνηση του παιδιού του. Ακόμα και τούτη η δεσμευτική σχέση μάνας – γιου, πολλάκις αναλυμένη από λογοτεχνική και επιστημονική πλευρά, σε τούτο το διήγημα γίνεται ένας ερωτηματικός σύνδεσμος. Κανείς δεν γνωρίζει κανέναν, κανείς δεν μπορεί να εισχωρήσει στα πυκνά βάθη των σκέψεων ενός άλλου μυαλού. Αν και το μητρικό σώμα δίνει ζωή από τη δική της, οι δύο ζωές παύουν να συνυπάρχουν και να συλλειτουργούν. Μένει η μνήμη να στοχάζεται και να κορφολογεί αθησαύριστες στιγμές.

Στην Ελένη, ένα διήγημα μιας πνοής, δύο άγνωστοι άνθρωποι –ένας άντρας και μια γυναίκα- έλκονται από την πρώτη ματιά, Η μαγική στιγμή αυτής της ηλεκτρικής εκκένωσης, κλείνει αεροστεγώς με μια φυσαλίδα πόθου και σμιξίματος να τους περιβάλλει. Φευ, κι εδώ όμως το θαύμα –το μέγα θαύμα της συμπόρευσης των ανθρώπων- τελείται στο ναό της απουσίας. Χωρίζουν, ενώ έχουν κάθε δικαίωμα να ζήσουν μαζί. Κι όμως δεν το πράττουν. Τι παράξενο που η ζωή λειτουργεί και με τις δύο αντίρροπες δυνάμεις της: έλξη – άπωση και πάλι από την αρχή.

Στο νόμισμα που είναι το μεγαλύτερο σε έκταση διήγημα της συλλογής, θα τολμούσα να πω μια ιδιόμορφη σύνθεση που εγκιβωτίζει πολλές παράλληλες ή συμπίπτουσες δράσεις, φέρει μια Μουρακαμική πνοή. Διότι όπως και ο δαιμόνιος Ιάπωνας, έτσι και ο Γιώργος Δουατζής θεάται τον κόσμο από διαφορετικές γωνίες. Ακόμα και από αθέατες. Πρόκειται επιπροσθέτως για ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό παιχνίδι ανάμεσα τους ήρωες και τον συγγραφέα που μετέχει –ως άλλος ήρωας στο δράμα- και συνομιλεί αενάως με τους χαρακτήρες που έχει πλάσει. Η πυκνότητα της γραφής εδώ εφάπτεται με την χαρακτηριολογική συνάφεια των προσώπων. Πώς βλέπουν; Τι εφορμά στον αμφιβληστροειδή μας; Σε τι παγίδες μας εκθέτει η όραση επί του πραγματικού, όταν αυτό παύει να υφίσταται ως τέτοιο; Οι ψυχολογικές αιτιάσεις εδώ –μεταιχμιακές το δίχως άλλο- αποφασίζουν να αναλάβουν την ανέλιξη της ιστορίας.

Στο βλήμα μνήμες εμφυλίου πολέμου, σπαραγμού, αίματος δεμένου με ιδεολογικές στρατεύσεις έρχονται να σκιάσουν το πέρασμα του ήρωα από τη ζωή στην ανυπαρξία του θανάτου. Ο μονόλογος – διαθήκη που απευθύνεται –πιθανότατα- προς τον γιο που θα πάρει τη σκυτάλη των οικογενειακών φαντασμάτων είναι ασθματική, σκληρή, πονεμένη και πονετική. Ο άντρας, γέρος πλέον και ταλαιπωρημένος αφήνει ως παρακαταθήκη ένα βλήμα που κουβαλούσε χρόνια στα τρίσβαθα του κορμιού του, αλλά και ένα αναπάντητο ερώτημα «ποιος σκότωσε τον αντάρτη αδερφό του;». Οι μνήμες του πατέρα ρέουν στο παρθένο κέλυφος του γιου, κάνουν κατάληψη, η ζωή που φεύγει στοιχειώνει τη ζωή που μένει πίσω.

Ο μονόλογος του Λου είναι μια κλασική μορφή ζωομορφίας, αρκετή συχνή στη λογοτεχνία. Ένας σκύλος αναλαμβάνει να μιλήσει για τα ανθρώπινα. Παραδόξως το κάνει καλύτερα από τους ανθρώπους που αποφεύγουν να εκφραστούν. Νά και πάλι η έννοια της έλλειψης. Ένα τετράποδο δεν έχει ομιλία, αλλά μπορεί να εκφράσει τούτη την έλλειψη με έναν πλούτο συμβόλων. Οι άνθρωποι που διαθέτουν λόγου εύρειαν, αδυνατούν να ορθώσουν δύο στοιχειώδεις κουβέντες, να επικοινωνήσουν και να εκφράσουν τα μύχια των σκέψεών τους. Αντ’ αυτού αναζητούν καταφυγές, νοθευμένες εξιδανικεύσεις, ανεμοσκορπίσματα του αλκοόλ, της τέχνης και της πνιγηρής σιωπής.

Το έσχατο διήγημα, η Πείνα, είναι μια γερή, καλοζυγισμένη μαχαιριά για τη σημερινή κατάσταση και την κατάρρευση κάθε βεβαιότητας. Για την καθίζηση μιας χώρας, για την αποδόμηση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, για τον εξανδραποδισμό των πάντων. Είναι όσο χρειάζεται δηκτικό και ευκρινές δίχως να κραυγάζει λύσεις ή να διασπείρει καταδίκες. Ένα μήνυμα, εντέλει με πολλούς αποδέκτες.

Όλα τούτα σκιαγραφούν μια συλλογή διηγημάτων που ακροπατάει στα όρια της τρέχουσας λογικής, αλλά ενίοτε λοξοδρομεί προς ένα λυτρωτικό παράλογο – προς μια κατάσταση που πλαγιοκοπεί την πραγματικότητα άλλοτε επιθετικά και άλλοτε με σκοπό να την αποκρούσει. Οι ήρωες είναι έρμαια των ελλείψεών τους, αθύρματα της ασίγαστης μνήμης, περιζωμένοι από υλικές υποστάσεις που επιτείνουν την καχεξία τους, ακόμα και από αντικείμενα που αίφνης πάλλονται με ισχυρότερη πνοή από τα έμβια όντα που τα χρησιμοποιούν. Είναι μια συλλογή περισυλλογής: πρισματική, καλειδοσκοπική, παιγνιώδης, λυγμική και προκλητική. Ισως γιατί έχει ως γνώμονα τον άνθρωπο, το σύμβολο της πτώσης του, τα ανειρήνευτα πάθη και τα ασύγγνωστα λάθη του που όμως τα επαναλαμβάνει αιώνες τώρα και φευ είναι καταδικασμένος να τα επαναλαμβάνει αενάως.

Η συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Δουατζή, είναι μια ορχήστρα εγχόρδων και χάλκινων που δεν έχει μάθει να παίζει ένθερμα εμβατήρια, αλλά σονάτες για όλες τις απώλειες, παρελθούσες και μέλλουσες, για τις δικές μας απώλειες που θα έρθουν, πάντα θα έρχονται, ακόμα και όταν εμείς δεν θα είμαστε εδώ για να τις χαιρετίσουμε.

Διονύσης Μαρίνος

 

2_-_xirogiannirouk.jpg
Ποίηση 1963 - 2011, Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ, Εκδόσεις Καστανιώτη 2014

 

Γράφω αυτό το κείμενο στις τρεις τα ξημερώματα. Κοιτώ μια φωτογραφία της που είναι στην Αίγινα, στην ιδιαίτερη πατρίδα μου. Απεικονίζεται να ξεπροβάλει από το παράθυρο του κόκκινου σπιτιού, σοβαρή αλλά γλυκύτατη, όπως πάντα. Και οι στίχοι της που ταιριάζουν στην περίπτωσή μου είναι ακριβώς αυτοί:' Ποιά είναι η ώρα κοντά στα ξημερώματα/που με τ' όνειρο φτάνω στον γκρεμό/ και πέφτω, πέφτω χωρίς το σώμα μου;'

Είναι η ώρα που η ψυχή δεν κοιμάται, βρίσκεται σε  εγρήγορση και αναζητά απεγνωσμένα ό,τι την έλκει. Mπροστά μας, στο ελληνικό ποιητικό τοπίο, απλώνεται  το συνολικό έργο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Δεν χρειάζονται συστάσεις για κανέναν λόγο. Η ποιήτρια είναι ίσως από τους λεγόμενους 'ζωντανούς μύθους. Υπάρχει και δημιουργεί στο παρόν και απολαμβάνει το θαυμαστό, την αγάπη και την αφοσίωση των αναγνωστών της. Όλη η γλυκύτητα και η καλοσύνη της είναι αποτυπωμένες στο  πλατύ και ευγενικό της χαμόγελο. Η σπιρτάδα και η ευρηματικότητα στα μάτια της. Μάτια που μιλάνε και γελάνε. Βλέμμα που έχει τη δύναμη να σε κερδίζει. Όπως και με τα εύστοχα και λειτουργικά ποιήματά της, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ στοχεύει στην καρδιά της ύπαρξης.

Το σπουδαίο έργο της αντέχει στις αντιξοότητες των καιρών, όσο αντιποιητικοί κι αν είναι αυτοί, και ανταποκρίνεται με συνέπεια και γοητεία, παράλληλα, στις επιταγές του παρελθόντος, στο παρόν που βιώνουμε ως αναγνώστες και πολίτες αυτού του τόπου, αλλά και σε αυτό που περιμένουμε να ‘ρθεί. Μίλησαν για έντονη σωματικότητα και την ιδιοφυή διαχείρισή της ως σταθερό μοτίβο που υιοθετείται από την ποιήτρια. Μίλησαν για την πετυχημένη δημιουργία πολλαπλών ποιητικών προσωπείων πριν την αποκάλυψη του ποιητικού εγώ. Βαθιά εξομολογητική και των θλίψεων ακόμα, όμως σε καμία περίπτωση μελοδραματική. Λόγος με έντονο ρυθμό, που ρέει άφθονος και γενναιόδωρος, διαθέτοντας την απαιτούμενη μουσικότητα, χωρίς να εκπίπτει σε ανούσιο  βερμπαλισμό ή άσκοπη φλυαρία. Γραφή που ελίσσεται και εξελίσσεται. Θερμή γραφή που έλκει την ψυχή να την παρακολουθήσει σε όλες της τις διαδρομές.

Αισθησιακή ποιήτρια, ερωτική, αναπλάθει ποιητικά τα βιώματα του έρωτα, καθώς και αυτά της επαφής με του φυσικό περιβάλλον. Ξαναζεί μέσα από αναμνήσεις  που κυριαρχούν μέσα στο ποιητικό της σύμπαν, αλλά τις οποίες ξέρει καλά να διαχειρίζεται, φιλτράροντάς τες με ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Ο πόνος, η θλίψη και το πάθος για τα πράγματα, τoν έρωτα και τους ανθρώπους γίνεται ποίηση. Οι αισθήσεις είναι διάχυτες, ζωντανές και πανταχού παρούσες. Παρόλα αυτά δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα γλυκερό, βαρετό ή ανούσιο λυρισμό. Αντίθετα, η ποιήτρια χαλιναγωγεί με μαεστρία και σωστή οικονομία το αχανές υλικό της, αγγίζοντας τόσο την διανοητική, όσο και την συναισθηματική μας νοημοσύνη. Μας κάνει να αισθανθούμε και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα.

Η Ρουκ αφηγείται ποιητικά, παράλληλα μας προσφέρει μια θεώρηση του κόσμου μοναδικά βαθιά. Προφέρει με μουσικότητα πράγματα, καταστάσεις, αφηγήσεις, συναισθήματα, ανεβάζοντας την θερμοκρασία του αναγνώστη. Εύγλωττα καταθέτει ότι, καμιά ζωή/δεν είναι πιο δυνατή από τον πόθο/καμιά πράξη πιο τελειωτική/από την ποίηση/(Στο δάσος,1982). Δεν σταματά να ρωτά και να αναλογίζεται: Θεέ μου τί θα γίνουμε; Πώς θα πορευτούμε; / Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε; / M’ αυτήν την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων/των ψυχών από δίπλα μας; /

«To σώμα που έγινε η αρχή ενός ταξιδιού» και «η ψυχή ανεμοστρόβιλος» είναι το σώμα και η ψυχή της ποιήτριας που γίνεται «θεατής του φωτός». Κι από φως χτίζει το ποιητικό της σύμπαν, που η υφή του όλους μας αφορά, επειδή ακριβώς μας φέρνει κοντά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην «ουσία του εαυτού» μας. Η περσόνα της «ράβει τα πάθη της», «ακούει τη σιωπή» και τραγουδά την απουσία -και την παρουσία εντέλει, «λησμονώντας με πάθος κάθε μέρα» τον άντρα που νοσταλγεί. Εγώ απολαμβάνω πόσο θαυμαστά μέσα από τις λέξεις και τον αριστοτεχνικό συνδυασμό τους η Ρουκ καταφέρνει όχι απλά να υπάρξει, αλλά να ανορθώσει και το ανάστημά της. Εξοικειωμένη με τους φόβους και τις ατέλειες και ευλογώντας τις ελλείψεις της.

«Τι δίνει η ποίηση /και τί παίρνει;» To παν είναι το πάθος να γίνει πίστη. Και η μεγάλη ποίηση μπορεί να το πετύχει αυτό. Να το απτό παράδειγμα, εδώ μπροστά μας. τι καμιά ζωή / δεν είναι πιο δυνατή απ' τον πόθο / καμιά πράξη πιο τελειωτική / από την ποίηση.» (Στο δάσος, 1982)

Ασημίνα Ξηρογιάννη

 

3_-_dabikigriva.jpg
Η Αλίκη στη χώρα της παράνοιας, ψυχολογία, Σώτη Γρίβα, Εκδόσεις Έναστρον 2014

 

Τι θα έλεγε η Αλίκη αν περπατώντας εις τους κήπους συναντούσε τον έρωτα της ζωής της; Σ’αγαπώ… αλλά μην το παίρνεις κατάκαρδα, δεν σ’ αγαπώ στ’ αλήθεια. Για να είμαι ειλικρινής προσποιούμαι ότι σ’ αγαπώ. Όχι… όχι προσποιούμαι ότι προσποιούμαι ότι σ’ αγαπώ. Άρα σ’ αγαπώ στ’αλήθεια! Σ’ αγαπώ χωρίς να ξέρω ότι σ’ αγαπώ… Τρομακτικό! Μικρή μου Αλίκη να λοιπόν η χώρα των θαυμάτων!

Κάπως έτσι αρχίζει το βιβλίο της λακανικής ψυχαναλύτριας Σώτης Γρίβα H Αλίκη στη χώρα της παράνοιας, από τις εκδόσεις Έναστρον. Ένα ιδιαίτερο βιβλίο καθώς φέρνει σε επαφή τον αναγνώστη με τη λακανική ψυχαναλύση, με έναν αρκετά ιδιόμορφο τρόπο.

Τι είναι όμως η λακανική ψυχανάλυση; Η ψυχανάλυση γενικότερα είναι μία θεραπευτική μέθοδος της ανθρώπινης ψυχής η οποία βασίζεται στην μελέτη του ασυνειδήτου και της οποίας τις θεμελιώδεις έννοιες έχει εισάγει ο Sigmund Freud.

Ο Jacques Lacan θεωρείται ένας από τους πιο αινιγματικούς ψυχαναλυτές και ένας από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς της ψυχανάλυσης. Προσέγγισε τον κλασσικό φροϋδισμό με έναν διαφορετικό τρόπο και για πρώτη φορά έθεσε το ασυνείδητο σε πρωταρχική σύνδεση με τη γλώσσα.

Το βιβλίο της Σώτης Γρίβα μας ξεναγεί με έναν ιδιόμορφο τρόπο στη λακανική ψυχανάλυση προσπαθώντας μέσα από τις σελίδες του να δώσει απαντήσεις σε θεμελιώδη ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και να εξοικειώσει τον αναγνώστη με κάποιες βασικές έννοιες της θεωρίας του μεγάλου ψυχαναλυτή.

Αλεξία Νταμπίκη

 

4_-_kokkosikostarelli.jpg
Βερντάντι, ποίηση, Ευτέρπη Κωσταρέλη, Εκδόσεις Μανδραγόρας 2013

 

Η πρώτη ποιητική συλλογή της Ευτέρπης Κωσταρέλη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μανδραγόρας φέρει τον τίτλο Βερντάντι. Σύμφωνα με την Σκανδιναβική μυθολογία, η Βερντάντι είναι μια θεότητα που αντιπροσωπεύει τη Μοίρα του Παρόντος. Όπως μας πληροφορεί η σχετική σημείωση στην αρχή του βιβλίου, οι Μοίρες της Σκανδιναβικές μυθολογίας είναι οι τρεις Νορν, η Ουρντ -για το παρελθόν και τη γέννηση-, η Βερντάντι για το παρόν και τη ζωή και η Σκουλντ για το μέλλον και το θάνατο.

Η Κωσταρέλη επιλέγει να ασχοληθεί με το παρόν και το παρελθόν, ως χρονική αναφορά που διαμορφώνει και επηρεάζει το παρόν. Η όποια αναφορά στο μέλλον είναι σε συνάρτηση με το τώρα.  Εξ’ ου και οι Ενεστωτικοί και Παρελθοντικοί χρόνοι που κοσμούν τα ποιήματα αποκλείοντας εντελώς σχεδόν μελλοντικούς χρόνους.

Ο πραγματικός χρόνος όμως βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τον χρόνο που συμβολίζει την ψυχολογική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου. Είναι περασμένες έντεκα και δέκα αναστολές θέρους/Όχι εκεί έξω/Εκεί έξω λένε πως είναι Νοέμβρης. Και παρακάτω Είναι κορύφωση Αυγούστου/Όχι εκεί έξω/Εκεί έξω λεν πως είναι Γενάρης/Μα εσύ θα περπατάς ακόμα. Κι ο χρόνος κυλά τα δρομολόγια των εποχών του.

Τα θέματα-μοτίβα που ταλανίζουν την αφηγηματική φωνή∙ η απουσία, η απώλεια, η νοσταλγία και ο έρωτας. Άδακρυς μάχη/ Στον έρωτα υπάρχει.../όπως υπάρχει και ζωή χωρίς Έρωτα.../Ζωη;/ Έστω κέρινα ομοιώματα σε θυρωρό τον Έρεβο. Πολλά από τα ποιήματα έχουν ωστόσο κοινωνική χροιά. Μαζικότητα πόνου/Πέρα από αριθμούς/Πέρα από ξεκάθαρες απόψεις και στόχους/Όχλος ή ήρωες/Δεν έχει σημασία... Άραγε αξίζει τόσες θυσίες μια Δημοκρατία/Όχι, μη βιαστείς να επαναστατήσεις.

Διαβάζοντας την ποιητική αυτή συλλογή εύλογα αναρωτιέσαι ποιο είναι το ποιητικό υποκείμενο και σε ποιον απευθύνεται. Βρισκόμαστε ενώπιον ενός εσωτερικού διαλόγου της ποιήτριας ή μιας λεκτικής αντιπαράθεσης με τη Μοίρα Βερνταντι, με τη μοίρα της; Η Κωσταρέλη παραδίδεται σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας και εύλογα αναρωτιέται «ήταν να σε γνωρίσω ή να με γνωρίσω;». Εντέλει γνωρίζει η Κωσταρέλη την Βερντάντι της ή η Βερντάντι την Κωσταρέλη;

Στεφανία Κοκκόση

 

5_-_papadopouloscollins.jpg
Αρμαντέιλ, μυθιστόρημα, Γουίλκι Κόλλινς, μτφρ. Σάντυ Παπαϊωάννου, Εκδόσεις Gutenberg 2012

 

Πριν από λίγο καιρό οι εκδόσεις Gutenberg κυκλοφόρησαν ένα ακόμα μεγαλειώδες, τόσο για τον όγκο, όσο και για την αξία του, έργο.

Πρόκειται για το μυθιστόρημα του Wilkie Collins Αρμαντέιλ, που σπουδαίοι λογοτέχνες, σύγχρονοι του συγγραφέα το έχουν εκθειάσει, όπως ο Τσαρλς Ντίκενς και ο Χένρι Τζέιμς, ενώ ο Τ.Σ. Έλιοτ έχει γράψει ότι είναι ένα «υποδειγματικό για την εποχή του μελόδραμα».

Μέσα από τη συναρπαστική πλοκή του Αρμαντέιλ ο Wilkie Collins θέτει τα ερωτήματα: Ερμηνεύονται τα όνειρα και αν ναι πως; Μπορεί ένα όνειρο να είναι προειδοποίηση για κάτι, που μπορεί να συμβεί ή να μας δείχνει μια κατάσταση μελλοντική, μοιραία και αναπόφευκτη; Είναι προκαθορισμένη η μοίρα του κάθε ανθρώπου ή μπορεί να αλλάξει αν προσπαθήσουμε; Μπορεί ένας φόνος να αποτελέσει κατάρα για τον απόγονο του φονιά; Όλα τα παραπάνω ερωτήματα βρίσκουν την απάντησή τους μέχρι το τέλος του έργου με ανατροπές και αναπάντεχα συμβάντα μέχρι την κορύφωση και την τελική κάθαρση.

Η πλοκή είναι ρέουσα και αν υπολογίσουμε τον όγκο του βιβλίου, που ξεπερνά τις 1200 σελίδες, χωρίς να πλατειάζει και χωρίς να κουράζει σε κανένα σημείο, τότε θα εκτιμήσουμε και την ικανότητα του Collins, που σε αντίθεση με τον Ντίκενς προτιμούσε να φαίνονται οι χαρακτήρες των έργων του μέσα από την πλοκή χωρίς να σταματά για να τους περιγράψει. Ίσως, η παραπάνω αντίθεση να είναι η αιτία, που ο Wilkie Collins είναι μέχρι σήμερα λιγότερο γνωστός στην Ελλάδα από τον Ντίκενς και που λιγότερα έργα του είναι μεταφρασμένα σε σχέση με άλλους συγγραφείς της εποχής του. Στην ροή της πλοκής του βιβλίου βοηθά και η πολύ γλαφυρή μετάφραση της Σάντυ Παπαϊωάννου, που καταφέρνει να μεταφέρει στα ελληνικά ένα έργο, που σίγουρα απαιτεί τιτάνιες προσπάθειες.

Ένα βασικό σημείο, που πρέπει να σταθούμε, είναι ότι ο Wilkie Collins καταφέρνει να μπει στην ψυχολογία της γυναίκας της εποχής του και αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στις επιστολές, που ανταλλάσσει η κυρία Όλντερσο με την κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος Λύντια Γκουίλτ και στο ημερολόγιο, που κρατάει η Γκουίλτ, στο οποίο αφιερώνονται αρκετές σελίδες του «Αρμαντέιλ».

Θα μπορούσαν να γραφτούν πολύ περισσότερα για ένα τόσο ογκώδες έργο, όπως το Αρμαντέιλ, όμως, θα κλείσουμε εδώ αφήνοντας τον αναγνώστη να ανακαλύψει τις αρετές του έργου, ταξιδεύοντας στις σελίδες του.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

 

6_-_kokkosimilias.jpg
Στην αψίδα των νεκρών θριάμβων, ποίηση, Αλέξανδρος Μηλιάς, Εκδόσεις Πατάκη 2013

 

Ο Αλέξανδρος Μηλιάς γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα, όπου και σπούδασε Ιατρική. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή  Ό,τι φέρει η βροχή. Με τον χαρακτηριστικό τίτλο Στην Αψίδα των νεκρών θριάμβων μας συστήνει στη δεύτερη ποιητική του συλλογή, προκαλώντας μας να εξερευνήσουμε την «ευαίσθητη ισορροπία με το μέσα του».

Πρόκειται για μια ώριμη ποιητική γραφή, με συνείδηση και επίγνωση του ουσιώδους. Τα ποιήματα της συλλογής  χαρακτηρίζει η βιωμένη απώλεια ή ο φόβος αυτής, οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, το πανταχού παρόν μητρικό πρόσωπο-πρότυπο, ο έρωτας  και οι χαμένες στιγμές, «στιγμές που φτάνουν οι όχθες του μυαλού στα πλάτη του κόσμου και ζητούν σε μουσική της μνήμης να υψωθούν». Έντονη είναι η απειλή της φθοράς και του θανάτου που στοιχειώνει το παρόν και το μέλλον του ποιητή, ενώ το παρελθόν του αρνείται πεισματικά να ανακατασκευαστεί.

Η ποίηση του Μηλιά είναι έντονα υπαρξιακή, με ένα ιδιαίτερο στυλ που σε κερδίζει από τους πρώτους κιόλας στίχους, «Η αρχή μου είναι του ύψους, η ζωή μου έγινε εκλέπτυνση πνευματική και νόημα της ομορφιάς ̇ στο ίδιο το μυαλό μου ανοίγει ο τρούλος της πνοής σου, ουρανός με αλλάζει και δε μου ανήκεις, δε μου ανήκει απ’ όσα γράφω μια σειρά. Ω κατακόμβες, λύπη στην ψυχή μου».

Και λίγες σελίδες αργότερα ακολουθεί το ποίημα Φαντασμαγορία της λύπης, «… νεκρός από ύπνο, μόνος μου στο ανεστραμμένο ύψος του ποιήματος, για να κερδίσω τόση αγάπη όση ξεχνώ να καταβάλω κι όση μπορώ να μην ζητώ -στ’ αλήθεια ματαιωμένος».

Ο Μηλιάς πορεύεται αλήθεια μόνος στην ποίηση, μόνος στην αγάπη και τον θάνατο.

Στεφανία Κοκκόση

 

7_-_papagianniskondylakis.jpg
Πρώτη αγάπη, νουβέλα, Ιωάννης Κονδυλάκης, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης 2014

 

Υπό τον τίτλο «παλαιά κείμενα, νέες αναγνώσεις» οι  Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης επανεκδίδουν το σπουδαιότερο ίσως έργο του Κονδυλάκη με πολυσέλιδο επίμετρο της Κέλη Δασκαλά, το οποίο παρακολουθεί κι αποκαλύπτει ιστορικά την αίσθηση που προκάλεσε η νουβέλα από τον καιρό που εκδόθηκε έως σήμερα. Πραγματικά, όπως δηλώνει ο υπότιτλος της σειράς, κατορθώνει να ρίξει νέο φώς στο παλαιό κείμενο.  Ως κουρασμένος αναγνώστης των σημερινών ευπώλητων ή μυθιστορημάτων που παλεύουν με σκιές κι έχοντας πολλά χρόνια να διαβάσω την «πρώτη αγάπη», εντυπωσιάστηκα, από τις πρώτες σελίδες, από την απλότητα και  τη φωτεινότητα της γραφής, αλλά κι από την διαφορετικότητα του θέματος και την διεισδυτική συγγραφική ματιά στους βασικούς χαρακτήρες.

Η παιδική αγάπη προς μια ενήλικη γυναίκα, γεγονός που έχει συμβεί στην ζωή πολλών ανδρών, σπάνια παίρνει τη θέση του στην μυθιστορηματική μυθολογία. Στην πραγματικότητα δεν θυμάμαι άλλο πεζογράφημα που να καταπιάνεται με αυτήν την ιδέα. Όμως η πραγματική σύγκρουση ξεκινάει όταν το παιδί μεγαλώνει και η γυναίκα ανταποκρίνεται στον έρωτα. Τότε θα αναπτυχτεί το πλέγμα κοινωνικών σχέσεων που καθιστά ανελεύθερη την επιλογή του κεντρικού ήρωα. Αλλά το κείμενο του Κονδυλάκη πηγαίνει ακόμη βαθύτερα, καθώς μας κάνει να αναρωτιόμαστε: εάν δεν υπήρχε το πλέγμα κοινωνικών σχέσεων, άραγε θα είχε γίνει η επιλογή ή κι εάν είχε γίνει, θα είχε αποκτήσει τόση δύναμη;

Παλαιός κριτικός χαρακτήρισε, ίσως σωστά, «κουραφέξαλα» τις απόψεις ομοτέχνων του, ότι τάχα ο Κονδυλάκης εισήγαγε τον Φροϋδισμό πριν τον Φρόιντ. Ωστόσο, πεζογραφήματα όπως η Πρώτη αγάπη δεικνύουν ότι ούτε η ψυχανάλυση ούτε καμία άλλη ιδέα ή αποκάλυψη αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία. Οι σχέσεις του κεντρικού πρωταγωνιστή με τον περίγυρο και ειδικά με τη μητέρα του, ο τρόπος που η συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του διαμορφώνονται από αυτή τη σχέση, το γεγονός ότι η διαμόρφωση αυτή δεν είναι συνειδητή, δείχνει ότι οι άνθρωποι της εποχής, λίγο πριν την εμφάνιση του Φρόιντ, έχουν αρχίσει να ψυχανεμίζονται ότι η αλήθεια είναι βαθύτερη από αυτήν που φαίνεται κι οι σχέσεις, ειδικά οι γονεϊκές, καθορίζουν το γίγνεσθαι, την οπτική του ανθρώπου κι επομένως την πραγματικότητα.

Γιατί, ίσως το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της Πρώτης αγάπης, αυτό που έκανε τους κριτικούς να την τοποθετήσουν πάνω από τα άλλα έργα του Κονδυλάκη, ακόμα και από τον απολαυστικό «Πατούχα», είναι ότι η πραγματικότητα έχει πολλές όψεις κι ο αναγνώστης εύκολα αποδεσμεύεται από την υποκειμενική οπτική του κεντρικού αφηγητή.

Γιάννης Παπαγιάννης

 

demis.jpg
Ευλύγιστες μελαγχολίες, ποίηση, Ντέμης Κωνσταντινίδης, Εκδόσεις Vakxikon.gr 2014

 

Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής Ευλύγιστες Μελαγχολίες του Ντέμη Κωνσταντινίδη θα μπορούσε να παραπέμπει στο ρομαντισμό και  το αίσθημα της spleen των παρακμιακών ποιητών. Ωστόσο, η ανάγνωσή της οδηγεί στη διαπίστωση μιας μελαγχολίας που δεν πηγάζει από την ψυχολογία του ανικανοποίητου, αλλά έχει τις ρίζες της στο ρεαλισμό και την επικαιρότητα. Ο τρόπος που το άτομο βιώνει και αντιδρά στα εξωτερικά ερεθίσματα οδηγεί στο σχηματισμό και τη διατύπωση συναισθημάτων, που σχετίζονται μεν με τη μελαγχολία και τον πεσιμισμό από τη μια, από την άλλη όμως προβάλλουν και μια αντίσταση σε αυτόν μέσω αμυντικών μηχανισμών όπως το χιούμορ, η ειρωνεία, η κοινωνική και πολιτική κριτική, ο αυτοσαρκασμός, στοιχεία που δηλώνουν μια  ψυχρή ανάγνωση του πραγματικού, είτε συλλογικού είτε ατομικού.

Πρωταρχικά, η ρεαλιστική -κάποτε φωτογραφικά αποτυπωμένη- καταγραφή του αστικού μικρόκοσμου ιδίως της συμπρωτεύουσας, μέσα από αποσπασματικές, αλλά δυνατές φωτογραφικά εικόνες σε συγκεκριμένες και φορτισμένες νοηματικά και συναισθηματικά χρονικές στιγμές,  αποτελούν συχνά έναυσμα για ένα συλλογισμό πάνω στην πραγματικότητα, που καταλήγει σε στοχαστική διαπίστωση. Ο ποιητής παρατηρεί γνωστούς και αναγνωρίσιμους συλλογικούς χώρους, αισθάνεται την παρουσία του μέσα σ’ αυτούς και αποτυπώνει το φευγαλέο και μοναδικό, αλλά και τη μονιμότητα, την επαναληπτικότητα, το μάταιο παιχνίδι των καθημερινών στιγμών. Στη συνέχεια, δίνει το αποτύπωμα αυτού του βιώματος, αυτής της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο άτομο και στο χώρο και κάποτε αυτό το αποτύπωμα έχει τη χάρη μιας έκπληξης, μιας νέας ανακάλυψης του εαυτού, μιας στιγμής δηλαδή αυτογνωσίας, πραγματικής ή ακόμα και ειρωνικής.

Τομείς του πραγματικού που μας καθορίζουν όπως η εργασία, η πολιτική, η εκπαίδευση μπαίνουν στο στόχαστρο μιας κριτικής και κάποτε απολογητικής ματιάς και στα σημεία αυτά ο ποιητής εδράζεται ιδιαίτερα, για να δώσει στη μελαγχολία του τη διάσταση του κοινωνικού και οικονομικού αδιεξόδου, του κλοιού στον οποίο αναπτύσσεται, υφίσταται, αλλά και ενάντια στον οποίο αντιδρά με απαξίωση ή ακόμα και επιθυμία φυγής.

Το όνειρο της φυγής από το πραγματικό εδώ μετουσιώνεται σε λεκτικό παιχνίδι όπου το υποκείμενο δοκιμάζει και μάλιστα απολαμβάνει την ελευθερία του σε ένα φαντασιακό προνομιούχο επίπεδο, αυτό της γραφής. Έτσι έχουμε μια υπονοούμενη συσχέτιση γραφής και ελευθερίας η οποία δεν έπαψε και δεν θα πάψει ν’ αποτελεί αναμφισβήτητο προνόμιο της λογοτεχνίας και ιδιαίτερα της ποίησης. Το ζήτημα της ελευθερίας λοιπόν είναι κεντρικό θέμα της συλλογής και αν ο ποιητής αντιλαμβάνεται τον περιοριστικό και καταπιεστικό ρόλο του πραγματικού, άλλο τόσο αντιλαμβάνεται ότι αυτός δεν είναι αυτονόητος, αλλά αποτελεί αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών και συλλογικών επιλογών με καθορισμένη ιστορική διάσταση.

Έτσι, πίσω από κάθε πραγματικότητα όσο μουντή, άχαρη ή αρνητική και αν είναι, υπάρχει και μια υποθετική πραγματικότητα την οποία δεν παραλείπει να επινοεί και να προβάλλει ο ποιητής με χιούμορ και εφευρετικότητα. Είναι η φανταστική διάθλαση της φωτογραφικής εικόνας, ο άλλος της εαυτός, εκείνος που δεν δηλώνει αλλά υπονοεί και μας αφήνει να τον υποθέσουμε ή να τον συμπεράνουμε μέσα από τα αποσπάσματα και τα στιγμιότυπα.

Χαρακτηριστικό στοιχείο της συλλογής αποτελεί η χρήση της ρίμας. Πρόκειται για μια μοντέρνα εκδοχή της παραδοσιακής ποιητικής μορφής, που αναβιώνει εδώ με πολύ αξιόλογα αισθητικά αποτελέσματα, καθώς επιλέγεται συχνά για να αποδομήσει και να αναδομήσει το πραγματικό και για να διοχετεύσει σε πολύστροφα ομοιοκατάληκτα ποιήματα το ειρωνικό παιχνίδι και το ρυθμικό ξεδίπλωμα της κριτικής παρατήρησης. Από περιοριστικό και παρωχημένο εκφραστικό μέσο, ο ποιητής τη μετατρέπει σε ευέλικτο μετρικό σχήμα, δείχνοντας τις δυνατότητες που έχουν οι μορφές να εξελίσσονται μέσα στο χρόνο και να μην αποτελούν παγιωμένα σχήματα του παρελθόντος.

Μια μελαγχολία λοιπόν γόνιμη και όχι παθητική, με ιδεολογικές και κοινωνικές προεκτάσεις διατρέχει το πνεύμα της συλλογής, καθώς ελίσσεται σε ποικίλους χώρους και γονιμοποιείται από μια κριτική διάθεση αφύπνισης και θυμοσοφικής ενατένισης των πτυχών του πραγματικού. Ο ποιητής τελικά κερδίζει το στοίχημα με τον αναγνώστη, επειδή στη σχέση του και το διάλογό του με το πραγματικό μεταμορφώνεται σε ένα συλλογικό υποκείμενο, σε έναν αναγνωρίσιμο πολίτη της εποχής μας. Oι καταστάσεις που εκφράζει είναι επίκαιρες και αντιπροσωπευτικές.

Μάρθα Soderquist