Top menu

Ελένη Στασινού: "Ο χορός των κρυστάλλων"

stasinouneo.jpg
Ελένη Στασινού: Πως αναπαριστάς την ιστορία που έχει περάσει, στον τόπο που δεν εχεις επισκεφτεί

Σαν θες να γράψεις για έναν τόπο που δεν έχεις γνωρίσει ποτέ, δεν έχεις παρά η να γεννηθείς σαν ήρωας του μυθιστορήματος σου στον τόπο που θες να περπατήσεις, η να «φυτευτείς» εκεί βιαίως ακολουθώντας την πορεία κάποιου, όπως έκανα στον Χορό Των Κρυστάλλων.

«Βρίσκεται σε ξένη χώρα. Ένα τόπο που με το που πάτησε, το πόδι γνώρισε μια λάσπη εχθρική. Όχι σαν την ζεστή υγρή λάσπη όπου βρίσκανε τόπο να βλαστήσουν τα μπαμπού, μα μια γλιτσιασμένη απεχθή ουσία, που καλόκρυβε αιχμές από πετρώματα άγνωστα στα πόδια.»  
Έτσι ακολουθώντας το κορίτσι αυτό μετά την απόδρασή του από δουλέμπορους, του περασμένου αιώνα, μπόρεσα να γνωρίσω πρώτα την γήινη πλευρά, τη μορφολογική της Σικελίας, την πλευρά που θα άγγιζε με τις αισθήσεις της μια γυναίκα πρωτόγονη.Σαν θες να μπεις στην ψυχοσύνθεση ενός έναν άντρα μισογύνη, θα πρέπει να αγαπήσεις τις γυναίκες με τρόπο τόσο απόλυτο και βίαιο που να μην έχει διαφορά από το μίσος.
«Πως θα ήταν Εκείνη που θα ήταν πλασμένη γι αυτόν.
Σαν σχέδιο μάχης καλά οργανωμένο;
Σαν πεδίο που ανασαίνει μάχη και θάνατο;
Μήπως θα έμοιαζε με τους υποτελείς του; δουλοπρεπείς υποταγμένους και προδότες σε πρώτη ευκαιρία;
Θα ήταν μήπως αυθάδης κι υπερόπτης σαν κάποιος που σε υποτιμά;
Ή μήπως σαν ύπουλος καιροσκόπος που περιμένει να σε υποσκελίσει;
Κι ιδίως, θα ήταν ωραία;
Σαν πόλη που ενώ όλοι θα επιθυμούν να κατακτήσουν, εκείνη θα περιφρουρούσε τα θέλγητρά της μόνον γι αυτόν, τον ένα και μοναδικό της κάτοικο;»
Ένα μίσος που επιθυμούσε πλήρη αφανισμό, με όπλο τον έρωτα.
«Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν μέσα από μια σειρά πράξεων να δηλωθεί
η κυριαρχία του εξ αρχής, σε αυτό το θηλυκό που λάτρευε.
Το σώμα της το πήρε. Την καρδιά της προ πολλού. Με αυτό το τελετουργικό έπαιρνε και την ψυχή της. Καμία γυναίκα δεν θα αντιστεκόταν σε έναν άντρα που κυριαρχούσε στην τριπλή της υπόσταση.»

Και μετά:
«Την θυμάται σε μια από τις στιγμές που νόμισε πως ολοκληρωτικά την κατείχε.
Σαν μετά ώρες ερωτικού πολέμου, βίας και κραυγών, τραυμάτων και βιαιοτήτων, ο υποστράτηγος στράφηκε να την κοιτάξει. Και τότε  ανακάλυψε μια ξέφρενη ομορφιά, μια αβάσταχτη ομορφιά  σε αυτό το σώμα που όμως σπάρασσε.
Εκείνη τη στιγμή είχε θυμηθεί τον πρώτο του νεκρό σε μάχη. Που ενώ ακόμα τον μαχόταν, με την ξιφολόγχη, του εξασφάλισε έναν τέτοιο συνταρακτικό θάνατο.
Με  τα χέρια του που  αγγίζανε  την ζωή και  τα πόδια του σφαδάζοντας τον θάνατο, Έτσι του έμοιασε και η Παρθένα του εκείνο το βράδυ. Μια καμπύλη, η μάλλον αρχικά μια σπείρα, ωσάν ερπετό περιδινούμενο, συστρεφόμενο, εκτινασσόμενο, σπιθίζοντας ένα κράμα μυστήριο, φόβου, ηδονής, αρχής και τέλους.»
Σαν θες να γράψεις για την εφηβική αναστάτωση, θα πρέπει να νοιώσεις σαν δέντρο που φουσκωμένο χυμούς, στενεύεται από τον κλοιό των ορίων του.
«Δεν είμαι όπως πρώτα.. Πρώτα  ήμουν ευτυχισμένη. Τώρα δεν είμαι. Τώρα σαν να περιμένω κάτι που κάποιος μου έταξε και αργεί να έλθει.»
«Μεγαλώνεις αμόρ μίο, μεγαλώνεις και δεν σε χωρά ο παλιός σου εαυτός.»
«Δεν σε καταλαβαίνω. Πως γίνεται κάτι τέτοιο;»
«Θα στο πω απλά γιατί κι εγώ μια απλή γυναίκα είμαι. Πάρε ένα περσυνό σου φόρεμα και δοκίμασε να το φορέσεις. Θα σου μπαίνει; Όχι. Κι από πάνω μπορεί να σου πονέσει το σώμα, να σε γδάρει, να ξηλωθεί, να σου φέρει δυσφορία στην αναπνοή. Έτσι και τώρα. Στο παλιό σου σώμα, προσπαθεί να έρθει η νέα κοπέλα, η έφηβη, αυτή που θα γίνει η νέα γυναίκα. Όλο αυτό σου φέρνει αναστάτωση.»
«Κι εγώ τι θα κάνω, έτσι θα υποφέρω;»
«Θα περάσει, θα περάσει…»
«Ναι καλά. Υποφέρω σου λέω»
«Α, σε έχει κυριέψει για τα καλά…» μουρμουρίζει η γυναίκα και σταυρώνει το απελπισμένο κορίτσι.
«Τι λες;»
«Εγώ τίποτα. Κοίτα θα κάνουμε κάτι. Κι αν με αυτό δεν δεις βελτίωση τότε θα δούμε πάλι. Θα λες την παράκληση….»
Αρχίζει να απαγγέλλει η γυναίκα κάνοντας με τα χέρια της το σημείο της ευλογίας «….“et me nos inducas”»* *(και μη εισενέγκεις ημάς εις πειρασμό)  τελειώνει.
«Θα το λες τριάντα φορές την ημέρα, κάθε που μια πονηρή σκέψη μπαίνει στο κεφάλι σου. Ο σατανάς ψάχνει χαραμάδες στο μυαλό σου ώστε να περάσει και να κυριέψει το σώμα σου.»
Αν θες να περιγράψεις ένα πανηγύρι δεν έχεις παρά να ανακαλύψεις τις ομοιότητες των δυο χωρών στον ίδιο αιώνα. Ή να ξαναδιαβάσεις Παπαδιαμάντη.
«Περάστε κυρίες και κύριοι. Εγώ είμαι ο άνθρωπος που θα σας βοηθήσει να ζήσετε καλύτερα. Εγώ είμαι αυτός που έχει το χάρισμα να διαβλέπει το μέλλον. Δώστε μου την ευκαιρία να βελτιώσω τη ζωή σας»
Μπροστά του υπάρχει τραπέζι καλυμμένο με λευκό σατέν που στην κεντημένη του με πεντάλφες και κομμάτια ουράνια επιφάνεια, δέχεται μια κρυστάλλινη σφαίρα
φλούδες και αυγά, οστά μικρά και μεγαλύτερα, διάφορες σκόνες σε φιαλίδια, μια γυάλινη λεκάνη με νερό, μπαστουνάκια από αρωματικά φυτά και κεριά πολύχρωμα,  σφαίρες και σφαιρίδια ακατανόητης χρήσης, πλην γοητευτικά στο φως της μέρας.
«Περάστε κύριοι και δεσποινίδες Στο όνομα του Κυρίου μας σας βοηθώ να διώξετε το φάσμα της δεισιδαιμονίας. Θυμηθείτε πως όλοι οι αρχαίοι λαοί είχαν θεοποιήσει την τύχη.
Εμείς σαν μοντέρνοι άνθρωποι του εικοστού αιώνα, θα κρατήσουμε την σοφία των νέων ανακαλύψεων αλλά θα σεβαστούμε το μυστήριο.
Κυρίες και κύριοι, αναλύω σαν τους αρχαίους Κινέζους τις ρωγμές στα κελύφη χελωνών.
Σαν τους αρχαίους Γερμανούς διαβάζω τις λωρίδες στους φλοιούς των δέντρων.
Θυμηθείτε την δικά μας θεότητα την Fortuna. Χρειάζεται να σας υπενθυμίσω πως το 49 π.Χ, ο Ιούλιος Καίσαρας έλαβε την καθοριστική απόφαση να διαβεί τον  Ρουβικώνα αφού έριξε ζάρια;
Ελάτε κύριοι να σας αποδείξω πως τύχη και τυχαιότητα έχουν άμεση σχέση.
Όχι κύριε. Δεν είναι αντιχριστιανικό να γνωρίζεις η να θέλεις ν γνωρίσεις τι σου  επιφυλάσσει η τύχη. Θυμηθείτε ότι υπάρχει και η ελεύθερη βούληση, που ο Θωμάς ο Ακινάτης και ο Αυγουστίνος, την δέχονταν και την τιμούσαν σαν θείο προϊόν.
Με αυτήν την ελεύθερη βούληση κοπιάστε να σας διαβάσω τα Ταρώ, η την σφαίρα. Όποιος επιθυμεί θα περάσει στο ιδιαίτερο και θα του αποκαλύψω τρόπους ώστε η ζωή του να γίνει καλύτερη»
Αν θέλει κάποιος να περιγράψει εφιάλτες, δεν έχει παρά να διαβάσει την Κόλαση. Ή να μετουσιωθεί σε παρθένα που αλλοφρόνησε από τον θάνατο του αγαπημένου της.
«Ύστερα θα έρχονται τα ποδοβολητά των αλόγων και η πλατεία θα γεμίζει απ’ όλες τις διόδους τυφεκιοφόρους ετοιμοπόλεμους.
Θα πέφτουν πυροβολισμοί  και τα σώματα θα πέφτουν νεκρά αλλά μετά, θα σηκώνονται σαν ψάρια σε καθαρό νερό, να πλέουν στον ωραίο καλοκαιριάτικο ουρανό μπροστά από τα μάτια τους, σώματα πολλά, ψάρια πολλά κι ένα μόνο θα τεντώνεται μεσούρανα σαν πανί καϊκιού.
Τότε θα είναι που όλες οι κάνες θα στρέφονται επάνω του, να μη γίνει ποτέ λέει αυτό το ταξίδι που σχεδιάστηκε, όλοι θα σημαδεύουν το λευκό πανί και μόνη αυτή θα καταλάβει ότι σημαδεύουν το αγόρι που κοιτούσαν τα πράγματα με την ίδια ματιά, και ότι η αγκαλιά της είναι άδεια.
«Μη! Μη!» θα φωνάζει  που θα ξεσχίζεται το πουκάμισο-πανί από τα πυρά, αλλά η φωνή του θα ακούγεται στο αυτί της.
«Θα τα πούμε κοντέσα, κάθε τόσο μαζευόμαστε στο ανατολικό καρνάγιο. Πίσω από την αποβάθρα τρία.»
Και μετά θα πρέπει σαν άπειρος να περιγράψεις τον Έρωτα που βλέπεις και μοιάζει πόλεμος.
«Υπήρχαν ήχοι. Οι ήχοι αυτοί έρχονταν κι αποτυπώνονταν σαν χρώματα. Και δεν ήσαν τα γλυκά πολιτισμένα χρώματα της αβρότητας η της αθωότητας. Ήταν χρώματα πολέμου αυτά. Χρώματα εξέγερσης και χρώματα υποχώρησης. Χρώματα  αγριότητας, αντίστασης, χρώματα δολοπλοκίας, παγίδας  κι ύστερα πάλι επίθεσης.
Κι είδε η Ροζαλία μαγεμένη  καταλεπτώς τον τρόπο που ζωγραφίζεται η τεχνική αυτού του ιδιαίτερου πολέμου.
Παρατήρησε πόσο σημαντική είναι η παγίδα. Πόσο αποτελεσματική δείχνει η υποχώρηση. Έμαθε τις αποχρώσεις των διπλωματικών οδών.Τις επικύψεις της υποταγής. Διέκρινε την δολιοφθορά του υποταγμένου. Πως με δάκτυλα και γλώσσα εξαγόραζαν τα μέρη  λιγότερη βία. Πως με περιπτύξεις και συσπάσεις απομάκρυναν τις επιθέσεις τις ολομέτωπες. Εξακρίβωσε επίσης με θαυμασμό την συμμετοχή στην μανία του πολέμου.
Και τέλος εκεί όπου όλοι οι ήχοι σχημάτισαν τα μαυροκόκκινα χρώματα του επερχόμενου θανάτου κι άρχισαν να υψώνονται καταμεσίς του άδειου δωματίου, νάσου  σαν σημαία συνθηκολόγησης, ένα λευκός  πίδακας να εκτινάσσεται  να συναντά τα χρώματα του θανάτου ξανοίγοντας τα σαν κοράλλι, γεμίζοντας  χρωματιστές σπίθες τον τόπο,  ήλιος από λάβα που έσκασε τινάχτηκε το μάγμα του το πυρωμένο παντού τριγύρω. Και βλέπει τους δυο πολεμιστές να ανοίγουνε σαν φύλλα και να ρίχνονται δεξιά κι αριστερά.»
Κι ύστερα σαν επιδιώξεις την συνειδητοποίηση, θα κατεβείς στον δρόμο να αφουγκραστείς τον παλμό του λαού. 

«H Ροζαλία ντύθηκε μόνη της. Μετά ακούμπησε πάλι στο τζάμι και παρακολούθησε για ώρα τον δρόμο. Ο δρόμος  αυτός, ο Vittorio Emanuele οδηγούσε στο Μονρεάλε.                                                                 
Εκεί σήμερα η καρδιά της Σικελίας θα χτυπούσε γοργά, από ένταση, θυμό, έλλειψη. Εκεί άνθρωποι που δεν είχαν μαζί της πολλά κοινά  πράγματα, άλλο την λεκτική γέφυρα της ίδιας γλώσσας - που έριχναν στην προσπάθειά τους να συνεννοηθούν - και την αγάπη γι' αυτό το νησί, θα διεκδικούσαν όλα αυτά που η ίδια θεωρούσε αυτονόητα. Ψωμί, παιδεία, ελευθερία.
Ήθελε να τους ζήσει. Να τους γνωρίσει στην ώρα αυτή. Στην ώρα τους. Όχι μιλώντας τους μόνο με ευγένεια ώστε να τους κάνει να νοιώθουν φιλικά τάχα απέναντί της.                                             
Όχι δίνοντας τους τα φορεμένα της ρούχα. Όχι κάνοντας φιλανθρωπίες μέσα σε σαλόνια. Να τους γνωρίσει. Να δει τα πρόσωπά τους. Να μυρίσει τον θυμό τους. Να μελετήσει τα μάτια τους. Να ακουμπήσει τα χέρια τους. Κι ύστερα να κάτσει να σκεφτεί. Να ψάξει κάτω από ποια καθολική εξαπάτηση έφτασαν στο σημείο να μετρούν νεκρούς και όμως να ξανακατεβαίνουν με πείσμα στους δρόμους διεκδικώντας.»
Κι  εκεί στην πορεία αυτή των διεκδικήσεων θα πρέπει να γίνεις ο παρατηρητής  που θα  θαυμάζει την κάμπια να γίνεται πεταλούδα.
«Κι ενώ η Ροζαλία περπατά αργά, η Λατίφα πανικοβλημένη από την απουσία της διασχίζει τρέχοντας την ίδια διαδρομή. Σαν τελικά μετά την δει, δεν θα της μιλήσει. Διότι αυτό το πρόσωπο δεν το έχει ξαναδεί.
Δεν είναι η μικρή της κυρά.                                                                                                                    
Δεν είναι η παρθένα που έπαιζε την μεγάλη μαζί της.                                                                            
Δεν είναι η μοναχοκόρη του Τζουζέππε Μαρινέλλι.                                                                                           
Δεν είναι  η σύζυγος του Λομπάρντι, μα μήτε η αγαπημένη του επαναστάτη.                                            
Είναι ένα νέο πρόσωπο που το πετυχαίνει την ώρα ακριβώς της γέννησης του.                                                              
Γι' αυτό και η Λατίφα θα μείνει λίγο πίσω και πλάι της. Θέλει να παρατηρεί την βαθμιαία της αυτή μεταμόρφωση.»
    
Η συγγραφή λοιπόν μοιάζει θα έλεγα με μια κιβωτό που όπως συμβαίνει με το μυαλό το ανθρώπινο, όλα υπάρχουν εν δυνάμει.