Top menu

Λέσχη ανάγνωσης Ιουλίου: 7 + 1 βιβλία [Προτάσεις για τον Αύγουστο]

lal14.jpg
Η συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει στη Λέσχη ανάγνωσης Ιουλίου, τα παρακάτω βιβλία:
1_-_marinoslamotte.jpg
Παιχνίδι, μυθιστόρημα, Άντερς ντε λα Μοτ, μτφρ. Χριστίνα Σωτηροπούλου, εκδόσεις Κλειδάριθμος 2014

 

Ένας ολόκληρος κόσμος παίζει και παίζεται. Όμως το πραγματικό στοίχημα δεν είναι η έκκριση αδρεναλίνης (ασφαλής ντόπα, το δίχως άλλο) που προκαλεί η δίνη του παιχνιδιού στον παίκτη, αλλά το πώς ο παίζων μετατρέπεται αίφνης σε άθυρμα του παιγνίου.

Κάτι περισσότερο από παιχνίδι μυαλού ή συμπεριφορικό τεστ για μυαλά υψηλής τήξης, το Παιχνίδι του Σουηδού Άντερς ντε λα Μοτ είναι μια υπόκλιση στις ταινίες ανάλογης οπτικής. Άλλωστε και η βασική ιδέα του μυθιστορήματός του έλκει την… καταγωγή της από το «13 Beloved», δίχως όμως να διατηρεί τη σκοτεινή χροιά καταβύθισης στα αρχέγονα ένστικτα του ανθρώπου, στα οποία βουτάει η ταινία.

Αν μπουν στην… εξίσωση το «Das Experiment», το «House of 9» ή το «Cube» (όλες τους ταινίες με θέμα ανθρώπους-πειραματόζωα), τότε έχουμε το πλαίσιο στο οποίο κινείται το βιβλίο.

Δεν είναι τυχαία η ταύτιση του μυθιστορήματος με τον κινηματογράφο και όχι με κάποιο ανάλογο εγχείρημα στο χώρο της λογοτεχνίας. Η οπτική του Μοτ είναι κινηματογραφική (σε σημείο που ορισμένες φορές το κείμενο να λειτουργεί  ως σκριπτ, χάνοντας εντελώς την όποια λογοτεχνική πανοπλία διαθέτει). Οι ρυθμοί της δράσης είναι… σπινταριστοί και ασθματικοί,  αν και δεν λείπουν οι υφέσεις που δεν έχουν δουλευτεί με την ίδια πιστότητα από τον συγγραφέα.

Ο Χένρικ Πέτερσον (ή άλλως πως ΧΠ), ένα κλασικό ρεμάλι, βρίσκει ένα παρατημένο κινητό τηλέφωνο στο τρένο. Μόνο που το εύρημα κρύβει πολλά μυστικά και ελάχιστη τύχη. Η οθόνη ανάβει και τον ρωτάει αν θέλει να παίξει στο παιχνίδι. Οι αρχικοί δισταγμοί κάμπτονται και μπαίνει σε έναν εικονικό κόσμο που είναι γεμάτος μυστήρια, Μεγάλους Αδερφούς, χρήματα και καταξίωση ως δέλεαρ, αλλά και παράτολμα εγχειρήματα που ο ΧΠ πρέπει να φέρει εις πέρας. Όσο περισσότερο μετέχει ενεργά στη μηχανή του παιχνιδιού, τόσο μπλέκεται στον ιστό του και παύει πλέον να είναι ο παίκτης, αλλά γίνεται το… σωματοποιημένο παίγνιο.

Τα πράγματα λαμβάνουν δραματική τροπή, όταν στις «δραστηριότητες» του ΧΠ εισβάλει, ως θύμα, η αδερφή του Ρεβέκκα που είναι αστυνομικός στη φύλαξη υψηλών προσώπων. Ο ΧΠ, προς χάριν του παιχνιδιού, πετάει μια κοτρώνα στο παρμπρίζ ενός αστυνομικού αυτοκινήτου, κατά την ώρα της ασφαλούς «μεταφοράς» ενός VIP. Μόνο που μέσα στο αυτοκίνητο επιβαίνει η αδερφή του η οποία σώζεται από θαύμα.

Ο ΧΠ  δέχεται τη… σφυριά του γεγονότος και αντιλαμβάνεται την παγίδα στην οποία έχει πέσει. Θέλει να ξεσκεπάσει τους εγκεφάλους του παιχνιδιού, να εισχωρήσει στο στρατηγείο τους, να τους εκδικηθεί. Ένας μισότρελος κομπιουτεράς και ο περίεργος μουσουλμάνος φίλος του θα τον βοηθήσουν να βρει την άκρη του νήματος. Ή, μήπως, και αυτοί είναι οργανικά μέλη του παιχνιδιού; Ποιος εξυπηρετεί ποιον; Τίνος πιόνι είναι οι άνθρωποι που κινούνται στο Παιχνίδι;

Το μυθιστόρημα κινείται σε δύο παράλληλες γραμμές, οι οποίες, φευ, λειτουργούν ασύμβατα. Το ένα μέρος είναι η ανάπτυξη του παιχνιδιού και το άλλο η μοναχική ζωή της Ρεβέκκας με τις οικογενειακές τραγωδίες της και τις ερωτικές απογοητεύσεις. Όπου η δράση χρειάζεται να τονωθεί, ο Μοτ δείχνει να κουνάει επιδέξια τα σχοινιά. Όπου κάνει ψυχαναλυτικές μανούβρες, οι λέξεις χάνουν τον προσανατολισμό τους.

Ωστόσο, το μυθιστόρημα διαβάζεται… νεράκι, έχει σασπένς και καθηλώνει τους λάτρεις των ψυχολογικών θρίλερ. Σημειωτέον πως πρόκειται για το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που υπόσχεται ακόμα περισσότερη δράση, αδρεναλίνη και ανατροπές.

Η μετάφραση ανήκει στη Χριστίνα Σωτηροπούλου και είναι συμβατή με το κλίμα του μυθιστορήματος.

Διονύσης Μαρίνος

 

2_-_kokkosistenos.jpg
Λείψανα φόβου, ποίηση, Δημήτρης Στενός, εκδόσεις Οδός Πανός 2013

 

Ο Δημήτρης Στενός γεννήθηκε στο Πέραμα το 1989 όπου ζει. Ποιήματα και σχέδιά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Οδός Πανός και Εντευκτήριο. Επίσης ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί και σε διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά. Τα Λείψανα φόβου είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή.

Τα εικαστικά στοιχεία είναι έντονα στην ποίηση του. Θα μπορούσε να πει κανείς πως τα ποιήματα του παραπέμπουν σε εικόνες, «σχεδιάζουν» εικόνες, εικόνες έντονες που ξεπερνούν τις λέξεις και τις σκέψεις. Τα σύμβολα των ποιημάτων δημιουργούν σταθερές̇ ο σταυρός, το σκοτάδι, τα λουλούδια χαράς και λύπης, Με μια συγκλονιστική πολλές φορές λακωνικότητα κατορθώνει να αποτυπώσει το συναίσθημα  του ανικανοποίητου, την απογοήτευση, την απώλεια, την ίδια την ύπαρξη.

Ο θάνατος και η απειλή του, ο έρωτας,  διατρέχουν την ποιητική συλλογή. «Θα σου φιλήσω τα χέρια/ Θα σου φιλήσω τον λαιμό/Ο έρωτας δεν έχει τέρμα όπως ο θάνατος».

Στεφανία Κοκκόση

 

3_-_papadopoulostrahanas.jpg
Το φάντασμα της όπερας, δοκίμια, Στέφανος Τραχανάς, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2014

 

Πριν από λίγο καιρό είχαμε την ευκαιρία να διαβάσουμε το βιβλίο του Στέφανου Τραχανά Το φάντασμα της όπερας. Πρόκειται για μια σειρά από μικρά δοκίμια, που αναφέρονται στην επιστήμη και στην επίδρασή της στον πολιτισμό.

Μέσα από τις σελίδες του έργου φαίνεται η προσπάθεια του Στέφανου Τραχανά να εκλαϊκεύσει και να αποδώσει με όσο γίνεται πιο απλό τρόπο αρκετές μαθηματικές έννοιες και νόμους της φυσικής πάντα σε σχέση με την επίδρασή τους στον άνθρωπο.

Το βιβλίο ξεκινά με την αρχή της αβεβαιότητας του Heisenberg και μέσα από απλά παραδείγματα μας παρουσιάζει τον αντιδογματισμό της επιστήμης ως θεμέλιο λίθο της ανθρώπινης εξέλιξης.

Εξαιρετικό σημείο του βιβλίου είναι η ανάλυση της θεωρίας του Γαλιλαίου και της πειραματικής μεθόδου, που αναφέρονται μέσω ενός φανταστικού διαλόγου ανάμεσα σε δάσκαλο και μαθητή με χρήση της μαιευτικής μεθόδου του Σωκράτη.

Υπάρχει, όμως, ένα σημείο, όπου ο συγγραφέας δεν μπορεί να ξεπεράσει τα στενά όρια της επιστήμης. Δηλαδή, για τον Στέφανο Τραχανά η επιστήμη μπορεί να λύσει από μόνη της όλα τα κοινωνικά προβλήματα, οπότε φτάνουμε στο σημείο να αναρωτιόμαστε γιατί η επιστήμη έχει χρησιμοποιηθεί για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Το ερώτημα δεν είναι πόσο αντιδογματική είναι η επιστήμη, αλλά το πόσο εκμεταλλευτικό είναι το εκάστοτε κοινωνικό σύστημα. Οι ανταγωνισμοί ενός τέτοιου συστήματος μπορεί να φτάσουν και σε μαζικά εγκλήματα με κίνδυνο την καταστροφή της ίδιας της γης, όπως, λογουχάρη το πυρηνικό ολοκαύτωμα.

Δεν θα επεκταθούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες, έτσι ώστε να αφήσουμε τον αναγνώστη να ανακαλύψει τις αρετές του βιβλίου και θα κλείσουμε τονίζοντας ότι, όπως γράφει και ο Στέφανος Τραχανάς, «Το ηθικό περιεχόμενο που ενυπάρχει στην επιστημονική μέθοδο» είναι «το δικαίωμα να αμφιβάλλεις έλλογα και η υποχρέωση να σκέφτεσαι ελεύθερα, αναγνωρίζοντας ως μόνη αυθεντία την εμπειρική πραγματικότητα».

Θεοχάρης Παπαδόπουλος
4_-_linardakipetrou.jpg
Α' Παθολογική, ποίηση, Δημήτρης Πέτρου, εκδόσεις Μικρή Άρκτος 2013
Η Α΄ Παθολογική είναι η πρώτη συλλογή του Δημήτρη Πέτρου, μια συλλογή αναπάντεχη όσον αφορά την επίδρασή της και αναμφισβήτητα πολύ ενδιαφέρουσα. Ο τρόπος του Δημήτρη Πέτρου, στην πρώτη ανάγνωση, μου θύμισε λίγο Γιάννη Στίγκα – αν και δεν είναι με τίποτα το ίδιο αιχμηρός. Ξαναδιαβάζοντας τη συλλογή, κατάλαβα πως η διαφορά μεταξύ τους δεν περιορίζεται μόνο στο ύφος, είναι πολύ βαθύτερη και ουσιαστική. Ούτως ή άλλως και οι δύο γράφουν με έναν τρόπο φρέσκο, όπου έννοιες φαινομενικά ασύνδετες μπερδεύονται πότε με αιφνιδιαστικό αποτέλεσμα και πότε με καθησυχαστικό: όπως τα κομμάτια ενός παζλ που, όταν μπουν στη θέση τους, συνθέτουν μια οικεία και αγαπημένη εικόνα. Αλλά μέχρι εκεί.Στην ποίηση του Δημήτρη Πέτρου αρχέτυπα, όπως η μητέρα και ο πατέρας, ζητήματα που προκύπτουν από την οικογένεια και την αλληλεπίδραση των μελών της, το θέμα του χρόνου που γλιστρά αμείλικτος, της φιλίας, του θανάτου και της φθαρτότητας απασχολούν τον ποιητή, ο οποίος τα πραγματεύεται με τρόπο άμεσο, σαν να τον αφορούν προσωπικά, και όχι μέσα από μια ακαδημαϊκή-θεωρητική προσέγγιση. Ταυτόχρονα, όμως, καταφέρνει να τα παραδίδει ανοικτά, έτσι που ο αναγνώστης να νιώθει ότι τον αφορούν και αυτόν και δεν πρόκειται για την προσωπική ιστορία κάποιου που δεν τον αγγίζει. Αυτό είναι ένα σημείο που δυστυχώς δεν διαχειρίζονται με επιτυχία πολλοί σύγχρονοι ποιητές, καθώς δεν καταφέρνουν να μετατρέψουν το προσωπικό βίωμα σε κάτι καθολικό, να θωπεύσουν δηλ. το βαθύτερο, το «διά ταύτα» του βιώματος, το υπόστρωμα πάνω στο οποίο «πέφτοντας» η προσωπική εμπειρία, θραύεται και γίνεται πανανθρώπινο κτήμα.Μέσα από στίχους που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και παράλογοι ακόμη, όπως «είναι μαγεία να ανακαλύπτεις κατσαρόλες στα ερείπια» (από το ποίημα «Κεντρικός συνοικισμός») επιτυγχάνεται μια ανακουφιστική γείωση-αποφόρτιση της έντασης που έχει χτίσει ο ποιητής στους προηγούμενους στίχους (εν προκειμένω: «Μεγαλώνοντας ανατρέπεις πολλά δεδομένα, αυτό είναι γνωστό,/και ξαφνικά τα μάτια δακρύζουν./ Μην αναρωτιέσαι λοιπόν γιατί τα σπίτια τρίβονται,/ γιατί το χορτάρι φυτρώνει στις ταράτσες και γιατί/ όσα ονειρεύτηκες δεν θα εκπληρωθούν./Εδώ τελούνται μυστήρια. Ζωή γεμάτη πολυφαινόλες/και άγρια δέντρα.») κι αυτός είναι ένας βασικός μηχανισμός της ποίησής του.

Ο Δημήτρης Πέτρου γράφει απαλά, σαν ένα παιδί που κοιτάζει γεμάτο απορία, έχοντας επίγνωση του συντριπτικού μεγέθους του κόσμου. Η ποίησή του είναι ένα ατέρμονο κρυφτό με τις λέξεις και τα νοήματα, ένα κρυφτό που χαρακτηρίζεται από μελαγχολική διάθεση και που, σε κάθε περίπτωση, συγκινεί και αποζημιώνει.

Χριστίνα Λιναρδάκη

 

5_-_dabikistefanak.jpg
Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι, μυθιστόρημα, Δημήτρης Στεφανάκης, εκδόσεις Ψυχογιός 2014
Πως θα ήταν άραγε για κάποιους από εμάς αν είχαμε την ευκαιρία να επιστρέψουμε για δεύτερη φορά στη ζωή και να «βαδίσουμε» ξανά; Αυτό ακριβώς κάνει ο ήρωας του μυθιστορήματος του Δημήτρη Στεφανάκη Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Ο πρωταγωνιστής όμως του βιβλίου, ο οποίος επιστρέφει για δεύτερη φορά στη ζωή, δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο αλλά ο μεγάλος συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος το καλοκαίρι του 1998, επισκέπτεται τη Μύκονο, σαράντα χρόνια μετά την πραγματική επίσκεψή του στο νησί.

Σε αυτό το ταξίδι στο Νησί των Ανέμων τον συνοδεύει μία ιδιόμορφη παρέα. Η Αριάδνη, μία δημοσιογράφος, η οποία πασχίζει να τον παροτρύνει να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του Ο πρώτος άνθρωπος, ο Μάρκος, ο Αλέξανδρος, η Κάρεν και άλλα πρόσωπα με τα οποία ο Καμύ θα περάσει ένα άκρως ελληνικό καλοκαίρι.

Το μυθιστόρημα του Δημήτρη Στεφανάκη είναι ένα πολύ ευχάριστο ανάγνωσμα, το οποίο μας φέρνει σε επαφή, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, με αρκετές πτυχές της ζωής του μεγάλου συγγραφέα, την προσωπική του ζωή και το έργο του. Από την άλλη μας ξεναγεί στο ελληνικό κυκλαδίτικο καλοκαίρι, στον ήλιο, τη θάλασσα, μέσα από γλαφυρές περιγραφές και έξυπνες ατάκες.

 

Αλεξία Νταμπίκη

 

6_-_papadgerog.jpg
Φως αμάραντο, ποίηση, Κατερίνα Γερογιάννη, εκδόσεις Θρυαλλίδα 2013

 

Πριν από λίγο καιρό έφτασε στα χέρια μας η πρώτη ποιητική συλλογή της Κατερίνας Γερογιάννη Φως αμάραντο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θρυαλλίδα. Πρόκειται για ποίηση κυρίως παραδοσιακή, που εντυπωσιάζει με τον πλούτο των τεχνοτροπιών, που κακώς ορισμένοι θεωρούν πεπερασμένες. Έτσι, συναντάμε σονέτα, βιλανέλες, ίαμβους, τροχαίους, ανάπαιστους, αλλά και λιγότερο γνωστές τεχνοτροπίες όπως τον Ιωνικό απ’ ελάσσονος. Αν και όχι πάντα σωστά μετρημένα τα ποιήματα της Κατερίνας Γερογιάννη μας δείχνουν το εύρος των γνώσεών της κυρίως στα παραδοσιακά μέτρα, αλλά και την ακούραστη επιμονή της να καταφέρει να τα αποδώσει.

Τα περισσότερα ποιήματα είναι κοινωνικά και υπαρξιακά, όμως, που και που συναντάμε και ερωτικές πινελιές. Χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα: «Θα πέφτει η βροχή σε κλειστές ομπρέλες / κανείς δεν θα τρέχει να γλιτώσει απ’ το νερό / και γυμνοί θα αγκαλιάζουν τα σύννεφα ο κόσμος / και θα αναπνέουν αέρα κι ανάσα ξανά / κι όλοι θα λένε ευτυχώς, έσσεται ήμαρ.»

Ένα άλλο σημείο, που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι η Κατερίνα Γερογιάννη σε ορισμένα ποιήματα καταφέρνει να μιμηθεί σπουδαίους ποιητές χωρίς να τους αντιγράψει, όπως ο στίχος: «η καρδιά, το μυαλό είναι ο στόχος», που μας θυμίζει τους στίχους της Κατερίνας Γώγου: «Στο μυαλό είναι ο Στόχος / το νου σου ε;»

Και τι είναι αυτό, που πρέπει να κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε τα κοινωνικά προβλήματα; Η ποιήτρια μας προτρέπει να θυμώσουμε και να αντικρύσουμε τους φόβους μας και να τους νικήσουμε: «Θύμωσε, πριν τη ζωή σου ξεχάσεις και πάλι / πιάσε το χέρι μου ή το μπουκάλι, να καίμε / όσα φοβόμαστε κι όχι την έρημη πόλη.»

Κλείνοντας, αυτή τη σύντομη παρουσίαση στην ποιητική συλλογή της Κατερίνας Γερογιάννη: «Φως αμάραντο», παραθέτουμε μια φράση, από τον πρόλογο, που έχει γράψει ο καθηγητής της International Art Academy Κυριάκος Κυτούδης Φως αμάραντο. «Μια ποιητική συλλογή που αποτυπώνει και επιβεβαιώνει την αέναη ύπαρξη και συνέχεια της τέχνης των τεχνών, την ποίηση.»

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

 

7_-_binosinger.jpg
Ένας φίλος του Κάφκα και άλλες ιστορίες, διηγήματα, Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, μτφρ. Βασίλης Αμανατίδης, εκδόσεις Καστανιώτη 2013

 

Ο βραβευμένος, με  βραβείο Νόμπελ, συγγραφέας Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ καταφέρνει με χαρακτηριστική ευκολία θα λέγαμε να προσφέρει απλόχερα όλες εκείνες τις θύμισες που επικρατούσαν την περίοδο της προπολεμικής Πολωνίας στα γκέτο της χώρας του αλλά και να μας μεταφέρει εικόνες και καταστάσεις ακόμα και  από την άλλη άκρη του Ατλαντικού.

Και όλα αυτά έρχονται να αποτυπωθούν στην συλλογή, αποτελούμενη από 21 διηγήματα, για τα έργα και τις ημέρες των Πολωνοεβραίων κατά τη διάρκεια της γερμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη.

Ως αρχή μεταξύ του αφηγητή-συγγραφέα και του ηθοποιού Ζαν Κον αναπτύσσεται μια ιδιάζουσα σχέση και μονομιάς οι ρόλοι γυρίζουν μπούμερανγκ μιας και ο ηθοποιός ξεκινά μια άτυπη εξομολόγηση των προσωπικών του εμπειριών με διάσημους της εποχής. Στις αναφορές του δεν παραλείπει φυσικά να αναφερθεί και στον Φραντς Κάφκα. Εκεί λοιπόν αρχίζει να ακτινογραφεί τον τελευταίο αλλά και τα απόκρυφα σημεία του χαρακτήρα του.

Άλλωστε μην ξεχνάμε πως ο Κάφκα υπήρξε από τους κατεξοχήν εκφραστές του εξπρεσιονισμού. Έτσι ο Σίνγκερ καταφέρνει παίζοντας πολύ με τις αντιθέσεις να μεταβάλλει την ψυχοσύνθεση του αναγνώστη κατά το δοκούν.

Νίκος Μπίνος

 

8_-_botsi.jpg
Νηρίς-Νηρίς: Η γοργόνα με τη χρυσή καρδιά, παραμύθι, Πελαγία Μπότση, εικον. Γεράσιμος Γαλιατσάτος, εκδόσεις Vakxikon.gr 2014

 

Διαβάζοντας την ιστορία της Πελαγίας Μπότση, πήγα πολύ μακριά στο χρόνο. Η ωραία Νηρίς Νηρίς, δηλαδή, με πήγε. Άνοιξα τον υπολογιστή μου και φρεσκάρισα τις γνώσεις μου για τις Νηρηίδες. Ήταν, λοιπόν, νύμφες, κόρες του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας και εγγονές του Ωκεανού. 50 ή 100 τον αριθμό, η Νηρίς-Νηρίς υποθέτω είναι η 51η ή η 101η. Kαι η καλύτερη. Γιατί ήταν ένα δίμορφο πλάσμα μεταξύ νηρηίδας και γοργόνας. Αυτά τα όντα ζούσαν στο θαλάσσιο βυθό, κολυμπούσαν, έπαιζαν με  δελφίνια τραγουδούσαν και ασχολούνταν με τα πλούσια μαλλιά τους. Δεν τους άρεσε δε να τις συγκρίνουν στην ομορφιά με τις γήινες γυναίκες. Σίγουρα όμως έκαναν λάθος. Δεν μπορούσαν να υπολογίσουν πως χιλιάδες χρόνια μετά θα παρουσιαζόταν μια άλλη που θα ήταν και καλύτερή τους και δε θα είχε τέτοια κόμπλεξ. Που, μάλιστα θα αντιστεκόταν με τον τρόπο της σε παρόμοιους αρρωστημένους μυθολογικούς εγωισμούς.

Λοιπόν, εκείνες είχαν τη δύναμη να ταράζουν τη θάλασσα αλλά και να την ηρεμούν. Ήταν αθάνατες. Η άλλη, η γνωστή μας, η σημερινή, μάλλον δε θέλησε την αθανασία γιατί στην ουσία, με την πράξη της, επέλεξε να έρθει στον κόσμο των ανθρώπων και ως εκ τούτου να γίνει θνητή. Εκείνες, μόνιμες κάτοικοι του βυθού της θάλασσας. Η Νηρίς, μια έκπτωτη παρουσία. Εκείνες τις λάτρεψε η τέχνη και η λαογραφία μάλιστα τις αναπαρήγαγαν με διάφορες μορφές. Ετούτη, θα τη λατρέψουν τα παιδιά.  Όπως και την άλλη της μορφή. Της αδερφής του Μεγαλέξανδρου, δηλαδή.

Κοιτάξτε τώρα τις σας έγραψα! Σέρφαρα στο διαδίκτυο για εκείνες. Κι αν ήμουν δάσκαλος σε δημοτικό θα παρότρυνα και τους μαθητές μου να το κάνουν. Να ψάξουν στο διαδίκτυο, να μιλήσουμε την άλλη μέρα για τις Νηρηίδες και τις γοργόνες και ξαφνικά να τους δείξω το βιβλίο της Πελαγίας Μπότση η οποία θαυμάσια -συνειδητά ή και ασύνειδα- εκμεταλλεύτηκε, σύμφωνα και με τους θεωρητικούς, το διακείμενο των μυθολογικών θαλάσσιων όντων και έδωσε μια ιστορία με ανανεωτικές   τάσεις. Τι καλύτερο θα μπορεί να κάνει ένα βιβλίο από το να θέσει τους αναγνώστες σε κίνηση; Δεν το κάνουν πολλά βιβλία.

Επομένως ένα το κρατούμενο για το βιβλίο της Πελαγίας Μπότση. Θέτει τους αναγνώστες σε κίνηση και πριν αλλά και μετά την ανάγνωση. Γιατί, μπορούν να το αναπαραστήσουν με παντομίμα, με δραματοποίηση, με θεατρικό παιχνίδι, με μουσική, με ζωγραφική. Πάλι, δεν το επιτυγχάνουν όλα τα βιβλία. Γιατί δεν είναι να το κάνεις εσύ, επειδή το θέλεις, αλλά το βιβλίο, αν σε παρακινεί, να το κάνεις. Γιατί η αφήγηση της Πελαγίας Μπότση έχει σύγχρονες εικόνες που μπορούν οι θεωρητικοί να τις εντάξουν στη μεταμυθοπλασία και στον μαγικό ρεαλισμό, δηλαδή, στο πλαίσιο του μεταμοντέρνου.

Δύο τα κρατούμενα, επομένως. Με ένα σύγχρονο βιβλίο που εκμεταλλεύεται θαυμάσια σχετικές αφηγήσεις της μυθολογίας αλλά και της λαογραφίας, στις οποίες σκληρά τιμωρείται όποιος υποτίθεται ότι προδίδει κάποιο μυστικό. Τις ανανεώνει, θα έλεγα.

Και τώρα πάμε στην αφήγηση σε συνδυασμό αφενός με τον αναγνώστη αφετέρου με την πραγματικότητα. Η Νηρίς, μια γοργόνα με θαυμάσια και όχι συνηθισμένη ουρά, γεννήθηκε στο βυθό και ζούσε σ’ ένα ναυαγισμένο πλοίο που βούλιαξε λόγω του φαινομένου «Στοχαστικού κυματοειδούς τραμπόλιου». Πρόκειται για φράση που μας μεταφέρει συνειρμικά στις κυματοειδείς ρυτιδώσεις του χωροχρόνου και η οποία κινητοποιεί τον αναγνώστη να ανακαλέσει στη μνήμη του εικόνες και να «ψάχνει»/ερευνά (σε βιβλία ή στο διαδίκτυο) αυτό το φαινόμενο, παράλληλα με τους επιστήμονες που βέβαια, ψάχνουν, όπως αναφέρεται ακόμα μέχρι και σήμερα. Το πλοίο έκρυβε χρυσάφι με το οποίο ζούσαν οι κάτοικοι του βυθού. Κι ήταν ένα μυστικό αυτό που δεν ήθελαν να διαρρεύσει.

Η γοργόνα, λοιπόν, ήταν ένα άτομο που ήθελε να προσφέρει στους άλλους. Οι φίλοι της περιποιούνταν τα μαλλιά της και την άφηναν στους βράχους. Κι όσο κι αν τους έλεγε να βοηθήσουν όποιον το είχε ανάγκη, εκείνοι αρνούνταν. Δεν την άφηναν να κάνει αυτό που της άρεσε. Να και μια έμμεση διδαχή. Που βγαίνει αβίαστα και υπόγεια.

Τρία τα κρατούμενα, επομένως. Που αρκετά βιβλία, θα έλεγα και δόκιμων συγγραφέων, δεν το καταφέρνουν τόσο καλά. Ένας   θεωρητικός, ο Stephens, λέει πως ένα βιβλίο όταν περνάει τη διδαχή και το μήνυμα υπόγεια είναι από τη μια πλευρά καλό, αν περνάει «καλά» πράγματα και από την άλλη «κακό» αν περνάει άσχημα πράγματα. Κι εδώ η μικρή Νηρίς προσπαθούσε να κάνει αυτό που ήθελε, κι οι άλλοι βουτηγμένοι στην τρυφηλότητα  και στο χρυσάφι δεν την άφηναν. Βρήκε όμως  το δρόμο μόνη της. Και γίνεται ένα- έμμεσο, δίχως διδακτισμό και με υψηλά μηνύματα- πρότυπο για τους αναγνώστες. Όταν  κινδύνεψε ένας ψαράς εκείνη τον έσωσε. Έβαλε το χρέος πάνω από τον εαυτό της. Αλτρουισμός. Και ανατροπή τους στερεότυπου! Στοιχείο του σύγχρονου μεταμοντερνισμού. Όχι σαν την γνωστή που έπρεπε πρώτα να ρωτήσει!

Τέσσερα τα κρατούμενα. Αυτό το γεγονός της στοίχισε στην ουσία την παραμονή της στο βυθό. Εξορίστηκε, αφού τιμωρήθηκε με το να χάσει την ουρά της. Άλλο λαογραφικό αλλά και κινηματογραφικό διακείμενο. Ανέβηκε στη γη και βρήκε τον ψαρά που είχε σώσει. Βρήκε την ελευθερία της, δηλαδή. Προηγουμένως παρατήρησε πράματα που  δεν τα είχε δει όπως αρχαία βυθισμένα αγάλματα που χόρεψε μαζί τους στην εμφάνιση του συγκροτήματος «Σφυρίδες εν δράσει». Εκπληκτικής ωραιότητας και ποιητικής σύλληψης είναι η σκηνή του χορού των αγαλμάτων. Θα πει ο Σεφέρης στο Σπίτι Κοντά στη θάλασσα: -... γιατί τ' αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια ,είμαστε εμείς. Τ' αγάλματα λυγίζουν αλαφριά…

Όπως  και της μουσικής. Ιδανικές οι τελευταίες εικόνες της Νηρίς εγκαταλείποντας ή ίδια το βυθό. Μές από φεγγερά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές, θα πει ο Ελύτης στο Μονόγραμμα. Ξέρετε, η λογοτεχνία λειτουργεί και με αυτό που προείπαμε: με διακείμενα. Και αυτό το μικρό βιβλίο είναι γεμάτο. Κι είναι ένα επιπλέον προσόν του γιατί διαβάζεται ευχάριστα από διαφορετικές ηλικίες. Η καθεμιά θα ανακαλύψει και κάτι. Από τέτοιες εικόνες οι μικροί θα δουν το παιχνίδι, οι μεγάλοι την ποίηση. Μην και δεν είναι το ίδιο πράμα; Η ποίηση είναι το παιχνίδι που παίζουν μεταξύ τους οι λέξεις είχε γράψει ένας θεωρητικός, ο Read. Παιγνιώδες και ποιητικό επομένως το περιεχόμενο. Μεταμυθοπλασία, δηλαδή, λένε οι θεωρητικοί.

Πέντε τα κρατούμενα. Αλλά δε συνεχίζω,  θα χάσουμε το λογαριασμό. Γιατί υπάρχει κι ένα έχτο κρατούμενο με την παιγνιώδη και το σπουδαιότερο εκφραστική εικονογράφηση, κοντά στα συναισθήματα του κειμένου, του Γεράσιμου Γαλιατσάτου, που δεν  μπορεί να μην είναι παρά   συμπατριώτης μου, Κεφαλονίτης.

Αλλά για να… σοβαρευτούμε: είναι εντυπωσιακό τουλάχιστον το πώς σε λίγες αράδες η ιστορία αφηγείται τόσα πολλά στιγμιότυπα παράταιρα μεταξύ τους, φαινομενικά όμως. Γιατί και από την πλευρά της ανάγνωσης, ο αναγνώστης μεταφέρεται από το βυθό της θάλασσας από ένα μυστικό κόσμο που του αποκαλύπτεται ως εάν ήταν γήινος με τα αρνητικά του από τη μια σε ένα κόσμο ανθρώπινο που θα έλεγε κάποιος πως όλα αρχίζουν από την αρχή και όλα είναι ανοιχτά. Κι ένα επιπλέον προσόν  της ιστορίας: έχει ανοιχτό τέλος. Για παράδειγμα, θα κατέληγε με έναν αντιλογοτεχνικό διδακτισμό αν, ας πούμε η κοπελιά, ή ο ψαράς, ερωτευόντουσαν. Αυτό εναπόκειται στον αναγνώστη να το προχωρήσει, αλλά ακόμη και σε άλλες διαδρομές της Νηρίς - Νηρίς, μιας γοργόνας που απαρνήθηκε στην ουσία το υλικό χρυσάφι, γιατί εκείνο που την καθοδηγούσε ήταν το χρυσάφι στα συναισθήματά της στην εγκόσμια πια ζωή της. Και βέβαια, δε θα αναφερθώ καθόλου στην ψυχαναλυτική προσέγγιση της ιστορίας. Ο βυθός, η μήτρα, η αποτίναξη της στερεοτυπίας και η αληθινή ανεύρεση, στην ουσία ενός χαμένου και πλαστού εγώ. Αλλ’ αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ψυχανεμίζομαι ότι η Νηρίς θα έχει μέλλον και σε άλλες ιστορίες της Πελαγίας Μπότση μιας νέας συγγραφέως που πιστεύω ακράδαντα πως αν συνεχίζει τις λογοτεχνικές της καταθέσεις, γιατί απ’ ό,τι είδα είναι πολυτάλαντη, το μέλλον της στην ελληνική παιδική λογοτεχνία της υπόσχεται μόνο καλές κι ευχάριστες εικόνες. Θα κλείσω επικαλούμενος το Ρίτσο και κάποιους στίχους του από το Εμβατήριο του Ωκεανού: Και τραγουδάμε τη θάλασσα, κοιτώντας το ασημένιο σύννεφο πλάι στ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι. Ακούσαμε το τραγούδι της θάλασσας και δεν μπορούμε πια να κοιμηθούμε. Μετέωρο κατάφωτο ασίγαστο το τραγούδι της θάλασσας. Έξω από τα παράθυρα το γαληνό κιθάρισμα του μπάτη.

Δηλαδή, εκείνου που θα συναντά η Νηρίς βοηθώντας κάθε φορά τους ανθρώπους. Και πιθανόν μαζί με τον ψαρά. Έχοντας στη μνήμη τους τη μουσική των σφυρίδων και το χορό των αγαλμάτων.

Γιάννης Σ. Παπαδάτος