Top menu

10 συγγραφείς δημοσιεύουν στο Vakxikon.gr

10poihtes147.jpg
φωτό: Μ. Τσιράκου 

Αναστάσης Γκόγκος

Άτιτλο

Κάποιοι όταν αγανακτούν
μας απαγάγουν και μας στοιβάζουν όλους μαζί
στην καρότσα
μας βάζουν να μαθαίνουμε επιστημονικά ονόματα δέντρων

συμπληρώνουμε με προσοχή τα στοιχεία
σπούδασε ζεί και εργάζεται:

που και που βλέπεις κανέναν να γλιστράει στα κρυφά
και να τρέχει προς την έρημο

οι υπόλοιποι ενηλικιωνόμαστε
μες στη ζέστη
μαζί με τα διλήμματα

Καπτάν ή Κάπτεν Μίσιον;

Ο Αναστάσης Γκόγκος ζει κι εργάζεται στην Θεσσαλονίκη.

Μανώλης Καμπανός

Νεφεληγερέτες ήχοι

Ω! σε ξέχασα.
Κι όμως κάθε που ακούω
Μια τέτοια μελωδία, ανασταίνεσαι.
Ή μάλλον εγώ -έστω για λίγο-
Μοιράζομαι μια χούφτα αέρα με τα πουλιά
Στου φτερουγίσματός τους το ανασήκωμα.

Θαρρείς πως ο χρόνος γίνεται κύκλος,
Δίχως αρχή ή τέλος.
Πώς το ανθρώπινο σώμα κλατάρει σαν λάστιχο
Και η ψυχή που παγιδεύονταν γίνεται αέρας,
Και πάλι,
Νιώθεις αληθινά ελεύθερος
Πως η ελευθερία, για την οπoία ερίζαμε
ήταν απλά ένα παιγνίδι για τα παιδιά.
Το εγώ σβήνεται,
Σαν τις παλιές λέξεις που μάθαμε από τον Δάσκαλο.
Άδειος ο πίνακας περιμένει  να γεμίσει.
Κι όλο περιμένει...

Μόνο που τώρα πια δε χρειάζονται τα γραφτά.

Ο Μανώλης Καμπανός ζει κι εργάζεται στον Άγ. Νικόλαο της Κρήτης.

Εύα Κουτσούμπα

Εγώ & η φωνή

 

Τώρα πια έχεις φύγει μακρυά μου, όλα τελιωσαν για εμάς. Περπατώ δίχως λόγο σε ξεχασμένα τοπία. Φοβάμαι το αύριο, πως θα είναι το αύριο χωρίς εσένα; Δεν αντέχει η ψυχή μου τον πόνο πρέπει απλά να κλείσω τα μάτια μου και να ονειρευτώ τις στιγμές μας. Αποκοιμήθηκα μα το μόνο που βλέπω είναι σκιές σε ένα χαμηλό σκοτάδι. Μα ακούω μια φωνή, τρέχω κοντά της αλλά δεν υπάρχει τίποτα πέρα από θλίψη. Εγώ: μα που βρίσκομαι; Φωνή: εκεί που κανείς δεν θέλει να μείνει αλλά ούτε και να φύγει. Εγώ: μα γιατί; Φωνή: έχουν χαθεί πολλά για να βρίσκεσαι εδώ. Εγώ: με κανείς και νιώθω τυφλή απέναντι στον κόσμο. Φωνή: δεν υπάρχει ζωή μέσα σου. Νιώθεις χείμαρο από θολές εικόνες. Βλέπεις τον κόσμο όπως εγώ γιατί σε κουβαλώ μέσα μου. Εγώ: εμένα όμως με τρομάζει το άγνωστο νιώθω τη φωνή σου νεκρή. Φωνή: εγώ τώρα πια είμαι ο εραστής σου και εσυ το φάντασμα του πάθους μου. Εγώ: θα μ'αγαπάς; Φωνή: δεν νιώθω αγάπη. Εγώ: θα με θες; Φωνή: αποθώ τον έρωτα. Εγώ: θα με νιώθεις; Φωνή: προκαλώ πόνο. Εγώ: θα σου λείπω; Φωνή: ξεχνάς με λένε μοναξιά. Εγώ: θα με χρειαστείς πότε; Φωνή: εσύ βιάστηκες να με ψάξεις. Εγώ: θα με καταλαβαίνεις; Φωνή: δεν υπάρχεις για μένα. Εγώ: είσαι φύλακας ενός παράξενου κόσμου. Φωνή: με δημιούργησες για να μην μείνεις μόνη δεν υπάρχω. Εγώ: θέλω να φύγω. Φωνή: όταν καταλάβεις ότι δεν χρειάζεσαι εμένα αλλά αυτα που ζητάς να γίνω εγώ για σένα θα φύγεις. Εγώ: πότε πως; Φωνή: βρες την δύναμη. Ξύπνησα προσπάθησα να ακούσω την φωνή αλλά μόνο το δικό σου άρωμα ζωής αισθανόμουν. Βρήκα το σημείωμα σου: έλα να με βρεις πριν είναι αργά. Θα ερθω αγάπη μου γιατί δεν θέλω να γίνω φάντασμα των δικών μας αναμνήσεων.

 

Η Εύα Κουτσούμπα ζει κι εργάζεται στην Αθήνα.

Δήμητρα Λουκά

Η επιστροφή

Το ΄65 όταν οι γονείς μου νυμφεύθηκαν, ταις ευλογίες του σεβαστού μητροπολίτη Αρτέων, ο Κώστας ήταν στην τελευταία τάξη του γυμνασίου. Ατίθασος παιδιόθεν είχε διέλθει όλα τα γυμνάσια του νομού οδηγώντας σε απόγνωση τους δύστυχους γονείς του που έσπευδαν με ό,τι διέθεταν – πρόβειο τυρί, ελαιόλαδο μηδέν οξύτητος -  για να εξευμενίσουν τον εκάστοτε γυμνασιάρχη. Λίγο πριν τις εισαγωγικές εξετάσεις ερωτεύτηκε σφόδρα την Ελένη, συμμαθήτριά του στο γυμνάσιο, την οποία άμα τη εισαγωγή του στα ΚΑΤΕΕ της Λάρισας, ζητούσε επιμόνως να παντρευτεί. Εκείνο το καλοκαίρι επισκεπτόταν συχνά τους νιόπαντρους γονείς μου, που ουδόλως κατόρθωσαν να τον πείσουν για την ελαφρότητα του αιτήματος. Ο πατέρας μου που δεν είχε άλλους συγγενείς και του έτρεφε μεγάλη αδυναμία, φοβούμενος τις συνέπειες του παρορμητικού του χαρακτήρα, έπεισε την εξαδέρφη του Όλγα να συγκατανεύσει και με τη σύμφωνη γνώμη της μητέρας μου, υποσχέθηκε  να συνδράμει στη συντήρηση του νεαρού ζεύγους έως ότου ο Κώστας έβρισκε μια αξιοπρεπή εργασία.
    Σε πείσμα όλων των προγνώσεων βασισμένων στον πρότερο νεανικό του βίο, ο Κώστας αποδείχτηκε αξιότερος των περιστάσεων. Δούλευε σκληρά ως εργολάβος μετακινούμενος συνεχώς στην ενδοχώρα και δεν παρέλειπε ποτέ να επισκέπτεται τους γονείς μου ακόμη και στις ολιγοήμερες άδειές του. Εμφανιζόταν αιφνιδίως, άρπαζε τη μητέρα μου από τη μέση, τη σήκωνε ψηλά και εκείνη αναφωνούσε: «Αχ! παιδάκι μου και με τρόμαξες!»
    Μεσούσης της οικονομικής κρίσης και  μετά την ταλαιπωρία αλλεπάλληλων μετακινήσεων, αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο του από τον οποίο πάντοτε αισθανόταν εξόριστος. Ο «επανακάμψας μετανάστης» έδωσε απίστευτη χαρά στους γονείς μου που λόγω της μετοίκησης των τέκνων τους στην πρωτεύουσα, αισθάνθηκαν τα γηρατειά τους εξασφαλισμένα. «Γελάει ο τόπος από τότε που επέστρεψε ο Κώστας» μου έλεγε συχνά η μάνα μου στο τηλέφωνο. Ανακαίνισε το πατρικό του, αγόρασε τρακτέρ με το οποίο όργωνε και ξεχέρσωνε όλα τα παρατημένα μετά τον θάνατο του πατέρα του κτήματα και γενικά επιδίδονταν σε όλες τις απαραίτητες αγροτικές εργασίες, τη επιδοκιμασία όλων.
    Παραμονές του Πάσχα μεσημεράκι και ενώ ο πατέρας μου αναπαυόταν δέχτηκε ένα επείγον τηλεφώνημα από γείτονα• του ζητούσε να σπεύσει αμέσως, γιατί σε δρόμο λίγο έξω από το χωριό είδε από μακριά το τρακτέρ του ανιψιού του να ανατρέπεται σε παρακείμενο κτήμα. Ο πατέρας μου, μαζί με τον Γιώργη, αδερφό του Κώστα, που είχε εν τω μεταξύ και αυτός ειδοποιηθεί, κατέφθασαν επί τόπου και με όσο κουράγιο διέθεταν προχώρησαν προς το συμβάν• αλλά εξ αποστάσεως ακόμη αντίκρισαν το θλιβερό θέαμα: το κεφάλι αποκομμένο από το κορμί είχε συνθλιβεί κάτω από την μπροστινή ρόδα του τρακτέρ. Ο πατέρας μου κατέρρευσε αυτοστιγμεί και αν δεν είχε τα υπογλώσσια χάπια που λόγω καρδιακού νοσήματος έφερε πάντοτε στην τσέπη του, θα ακολουθούσε τον δρόμο του αποθανόντος. Ο Γιώργης με σοβαρά κι αυτός προβλήματα υγείας, σηκώνοντας τα χέρια με τρόμο, συγκλονισμένος, έβγαλε τρομερή κραυγή και εξαφανίστηκε. Φάνηκε ξανά στην εκκλησία, τη μέρα της κηδείας. Παρακολουθούσε το τελετουργικό εξ αποστάσεως, με βλέμμα απεγνωσμένο και απελπισμένο. Όλοι φοβήθηκαν για την τύχη του.
    Την επομένη και ενώ καμία παρηγοριά δεν έβρισκε να πει στην χαροκαμένη εξαδέρφη του, ο πατέρας μου την πλησίασε σιωπηλά και της ψιθύρισε: «Θυμάσαι τότε στην κατοχή που ο παππούλης μας έχασε πέντε παιδιά αράδα από πνευμονία; Την τρίτη μέρα μετά την κηδεία έπαιρνε στην πλάτη την αξίνα και κίναγε για το χωράφι. – Μωρέ σκυλί του 'κραινε η γιαγιά μας. – Δεν έχεις πόνο εσύ για το παιδί που χάθηκε; - Έχω και άλλα παιδιά να θρέψω γυναίκα, της απάνταγε. Πρόσεχε τον Γιώργη ξαδέρφη.»
    Η Όλγα τον κοίταξε σιωπηλή και ακίνητη και σιγοψιθύρισε για τελευταία φορά  τη μέρα εκείνη το παλιό ηπειρώτικο μοιρολόγι:


Για πες μου, τι του ζήλεψες αυτού του Κάτου κόσμου;
Ευτού βιολιά δεν παίζουνε, παιγνίδια δε βαρούνε,
ευτού συδυό δεν κάθουνται, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
είναι κ' οι νιοι ξαρμάτωτοι, κ' οι νιαις ξεστολισμέναις,
και των μαννάδων τα παιδιά σα μήλα ραβδισμένα.


Η Δήμητρα Λουκά ζει κι εργάζεται στην Αθήνα.

Θοδωρής Μαρίνης

Ένα ταξίδι στην Ινδία για… να δω τον Βάλτερ

«Στην Ινδία για να δεις... τι;». Ένας σκόπιμα ασαφής τίτλος, ώστε να διαβάσετε και παρακάτω για να μάθετε ποιος είναι αυτός ο Walter και πως αξίζει ένα ταξίδι στην Ινδία. Γιατί αν το άρθρο είχε τίτλο «Ένα ταξίδι στην Ινδία για να δω το Ταζ Μαχάλ» ίσως να μην του ρίχνατε δεύτερη ματιά, ενώ τώρα χάρις το Walter… Όμως θα συμφωνήσω, χωρίς να προσπαθήσω ύπουλα να σας τραβήξω βαθύτερα σε αυτό το κείμενο, ότι το Ταζ Μαχάλ για μένα δεν είναι λόγος να πάει κανείς μέχρι την Ινδία, αλλά ο Walter είναι.
    Τον γνώρισα ωστόσο, αφού είχα περάσει ήδη δυο μήνες ταξιδεύοντας με ΚΤΕΛ κατά μήκος της δυτικής ακτής από το Δελχί προς νότο, αφού είχα δει το Ταζ Μαχάλ, και τις παραλίες της Γκόα, βουδιστικά αρχαία μνημεία στο Sanchi, κάστρα και παλάτια στην Orchha με ισλαμικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, ινδουιστικούς ναούς στην Karnataka και ωλούθε, φυσικά πάρκα στην Kerala… Οπότε μη νομίζετε πως με πέτυχε πρωτάρη τουρίστα ο Walter και ψάρωσα. Ένας εξηντάρης Γερμανός είναι άλλωστε, καραφλός κι ασπρομάλλης με μουστάκι και μπιροκοιλία, ενώ εγώ τριανταπέντε χρονών λεπτός και ετεροφυλόφιλος, για να εξηγούμαι. Κι όμως, αφού κάναμε μαζί μια μέρα πεζοπορία σε δασωμένους λόφους περνώντας δίπλα από καλλιεργημένα χωράφια –δε θυμάμαι με τι, δρασκελίζοντας μισογκρεμισμένες ξερολιθιές και ρωτώντας ντόπιους το δρόμο για την κορυφή, τις επόμενες μέρες πιάσαμε ακόμα περισσότερη κουβέντα ώσπου γίναμε αχώριστοι γιατί ξέραμε πως η μέρα του αποχωρισμού μας πλησίαζε.
    Αυτός είχε να πάει στο Δελχί να συναντήσει μια γυναίκα κι εγώ είχα να πάω στην Auroville να γνωρίσω Ινδούς που ως τότε ούτε φανταζόμουν ότι υπάρχουν. Η εμπειρία της συνάντησης μας έγινε έτσι ένα απρόσμενο συμβάν του ταξιδιού, από αυτά τα πολύτιμα και –όσον αφορά την Ινδία- πνευματιστικά, που κάθε αξιοσέβαστος αξιδιωτικός οδηγός και πρακτορείο οφείλει να σε προετοιμάσει για το ενδεχόμενο του. Όντως γνωριστήκαμε σε ένα κέντρο διαλογισμού. «Φέτος», μου είπε, «έχω πει να προσπαθήσω να κοιτάω το ημερήσιο πρόγραμμα, γιατί πέρισι που ήμουν πάλι εδώ όλο ξεχνιόμουν, μιλούσα ενώ είχαμε σιγή, αργούσα...». Και συνέχισε: «Δεν καταλαβαίνω την ύπαρξη τόσων κανόνων. Ο κόσμος στην Γερμανία είναι πάντα πρόθυμος να ακολουθήσει κανόνες και να κάνει καλά μάλιστα ότι του λένε. Δεν το καταλαβαίνω αυτό. Όταν υποχρεούμαι να κάνω σέρβις στο αμάξι μου για παράδειγμα, με νοιάζει να περάσει τον έλεγχο ίσα ίσα να είναι επαρκές, ενώ άλλοι πληρώνουν επιπλέον για να βελτιώσουν το δικό τους.»
    Είδαμε μαζί και μια ταινία του 2013 που διαδραματιζόταν στην Αγγλία: “About time” ή «Όσα φέρνει ο χρόνος» λεγόταν. «Αυτοί οι χαρακτήρες δεν είναι αληθινοί», σχολίαζε το επόμενο πρωί στο πρωινό ο Walter, «ξέρω πια τόσους ανθρώπους στην ηλικία μου που προσπάθησαν να ζήσουν κάπως έτσι, πιστεύοντας σε μια τέτοια αληθοφάνεια, αλλά όλο μαζί αυτό δεν υπάρχει και καθόλου για τον καθένα, δεν είναι αλήθεια έτσι η ζωή». Δε χρειαζόταν να μου πει περισσότερα, ήδη ήτανε ο γκουρού μου στην Ινδία και σύντομα προσπαθούσα να μάθω πως γίνεται να είναι ο Walter εξήντα χρονών Γερμανός.
    Είχε σπουδάσει αρχικά Φυσική ως αφορμή για να πετύχει μείωση της στρατιωτικής του θητείας και ύστερα Φιλοσοφία γιατί του άρεσε, ειδικά ο Νίτσε. Δεν τελείωσε τίποτα απ’ τα δύο, δουλεύει τώρα ξυλουργός, κατάγεται από μια κωμόπολη της δυτικής Γερμανίας και ακόμα ζει εκεί. Είναι ανύπαντρος, αλλά η γυναίκα που θα συναντήσει ίσως του αλλάξει τη ζωή, και αυτό το χει λίγο άγχος. «Ναι, Walter, φυσικά! Έχεις ένα δίκιο. Ίσως είναι νωρίς για σένα να δεσμευτείς...» Ο Ιταλός φίλος, ο τρίτος της παρέας, δεν έχανε την ευκαιρία να τον πειράξει, ενώ ο Walter τον άκουγε χαμογελώντας με τα γαλαζοπράσινα μάτια του να αστράφτουν στον προφορικό καταιγισμό του Ιταλού, σαν παιδί μαγεμένο απ’ το θέαμα, για να πει μετά: «Εννοώ ότι είμαστε φίλοι είκοσι χρόνια και δεν έχει γίνει κάτι μεταξύ μας, έχουμε μόνο κοιμηθεί δίπλα δίπλα, αλλά τώρα αν... δεν ξέρω πως...».
    Ευτυχώς κάποια πράγματα δεν αλλάζουν με τα χρόνια. Ο Walter είχε γυρίσει την Ελλάδα το καλοκαίρι του ’79, δηλαδή όταν εγώ ήμουν μόλις μερικών μηνών βρέφος. Δεν ξανάρθε από τότε, «ήταν πολύ όμορφα, αλλά υπήρχαν και τόσα άλλα μέρη για να δω στον κόσμο». Άρα, ξέρω πως δεν ήταν αυτός ένας από τους τουρίστες με τα Φολκςβάγκεν βανάκια που κατασκηνώνανε στα παραλιακά μέρη που κι εγώ παραθέριζα ως παιδί κάνοντας διακοπές με την οικογένεια μου. Αλλά είναι το ίδιο πνεύμα του ’70 που δε γνώρισα και του ’80 που μόνο με τα μάτια ενός παιδιού θυμάμαι, αυτή η Ευρώπη που ακόμα ακούγεται μέσα μου, ενώ ο Walter μιλάει. Μια Ευρώπη που δε θα με ρώταγε τι κάνει ένας Έλληνας στην Ινδία, δε θα πρεπε να δουλεύεις σκληρά για να βγεις απ’ τη κρίση σου, που τα βρήκες εσύ τα λεφτά για ταξίδι; Ευτυχώς δεν έπεσα σε τέτοια σκατά στην Ινδία. Όπως και να χει, ο Walter με κάλυψε σε αυτές τις ερωτήσεις που δε μου έγιναν λέγοντας: «Οι άνθρωποι θέλουν τόσα πολλά πλέον που δε γίνεται. Οι συνομίληκοι μου για να πάρουν τις συντάξεις και τα επιδόματα που θεωρούν δεδομένα θα πρέπει να χει ο καθένας από τρία παιδιά να δουλεύουν σταθερά στη θέση τους.»
    Κι όλο τον κόσμο να δουλεύει υπερωρίες, πάλι δε θα τους ήταν αρκετό, σκέφτομαι εγώ κι αναρωτιέμαι αν είμαι πιο γέρασμένος από το Walter. Αλλά όσο υπάρχουν Walter σ’ αυτό τον κόσμο, υπάρχει ελπίδα. Και κάμποσοι σαν εμένα μαζί τους, γιατί είμαστε από το ίδιο καλούπι, τιμή μου. Εικοσιπέντε χρόνια μετά και τόσο κοντά, όσο τόσο μακριά η Ευρώπη από την Ινδία και η Ευρώπη σήμερα από την ίδια τρεις δεκαετίες πριν. Μακάρι το καλούπι να μην έχει σπάσει κι ούτε ξέρουμε πόσοι είμαστε τελικά αλλά αν υπάρχουμε κάπου θα φανεί, κι εσύ θα γελάς τώρα που το διαβάζεις αυτό. Άκου μεγαλοστομία, εμείς η ελπίδα! Από σένα δε θα ταίριαζε καθόλου, αλλά τίποτα δεν είναι το ίδιο κι απαρράλαχτο, ούτε ο πατέρας κι ο γιός, αυτή ίσως είναι και η ελπίδα εν τέλει και χωρίς ενοχές και νοσταλγία με το καλό θα τα ξαναπούμε, φίλε.

 

Ο Θοδωρής Μαρίνης ζει κι εργάζεται στην Αθήνα.

Δημήτρης Μούχας

Αθόρυβος

Να περάσω αθόρυβος
απ' την Ζωή και τους άλλους,
από επιθυμίες νηστήσιμος
να γευτώ το κορμί μου.
Χωρίς μα και γιατί
δίχως οίστρο και λόγια,
από επευφημίες ανεμπόδιστος
και από της φθίσης τα βρόχια.

Να γυρνάω στην Φύση
να χαϊδεύω τους σκύλους
να μιλάω στις γάτες,
μ' ένα βλέμμα να νοιώθω
των τρελών τις απάτες
κι' άλλα διάφανα πολλά,
να ξεμπροστιάζω φρεγάτες
συνομωσιών ναρκωτικά...
για τους ώμους τους βάτες...


Ο Δημήτρης Μούχας ζει κι εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Τα πάντα είναι ύπαρξη (uPublish 2012).

Σοφία Μποκογιάννη

Άτιτλο

Τζιμάκι, πρωτοξαδελφάκι
από μικρά μεγαλώσαμε μαζί,
μοιραίο ήταν,
κατακαλόκαιρο αρριβάραμε σε τούτη γη
μες σε ζέστη τρομερή και φοβερή!!
Εγώ Άγια Μαρκέλλα εσύ Άγια Παρασκευή
Μάθε πώς σ’ αγαπώ πολύ
πάντα στο μυαλό σ’ έχω,
Δε θ’ αντέξω αν δε σ’ έχω
Να μιλάμε, να γελάμε,
Για τα παλιά μας, τα ωραία
Κι ας χαθήκαν πια..

Σε φιλώ

Η Σοφία Μποκογιάννη ζει κι εργάζεται στην Αθήνα.

Νικόλας Νιαμονητός

Οι παραλίες της ζωής

Οι παραλίες της ζωής
σκεπάζουν απαλά με κύματα τα βήματα μας
μας περιμένουν όπου και αν βρισκόμαστε

Ανοίγονται στα απέραντα
οι μυρωδιές γαλήνης
και υφαίνουν κόσμους μαγικούς
γύρω από τις σπίθες
που ποθήσαμε

Ο αέρας και τα όνειρα
μαζί ποτίζονται
από τα ίδια υλικά
είναι φτιαγμένα

Η άμμος και το σύμπαν όλο
κάτω από το φεγγάρι
κοιμούνται απόψε

Χανόμαστε όλοι μαζί
αέρας, θάλασσα, άμμος
στην άβυσσο της νύχτας

Ο Νικόλας Νιαμονητός ζει κι εργάζεται στην Πράγα.

Χρήστος Ντικμπασάνης

Άθως και μέδουσα

Οι λέξεις εκστομίζονται, αλλά ουσιαστικά δεν κατορθώνουν να πουν τίποτε. Τα πράγματα και τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται τα σύμβολα ανήκουν σε αμοιβαία αποκλειστικούς χώρους εμπειριών. Ο ίδιος ο θάνατος είναι ταυτόσημος με την αναγνώρισή του από κάθε άνθρωπο ξεχωριστά και ο ρόλος του ως συμβουλάτορα και διερευνητικού αντιπάλου του ανθρώπινου είδους ποικίλλει από άτομο σε άτομο και παίρνει εκάστοτε τη μορφή του ειδώλου αυτού, που τον κοιτάει μέσα από το ραγισμένο καθρέφτη της χαμένης ζωής του.
    Κι όμως το να δούμε τον εαυτό μας, όπως τον βλέπουν οι άλλοι είναι πολύ ωφέλιμο χάρισμα. Εξίσου σημαντική είναι και η ικανότητα να βλέπουμε τους άλλους, όπως οι ίδιοι κοιτούν τον εαυτό τους. Τι συμβαίνει όμως, όταν αυτοί οι άλλοι ανήκουν σ’ένα διαφορετικό είδος από όλα τα ήδη γνωστά και κατοικούν έναν κόσμο ριζικά ολέθριο;

Ο δρόμος για την κορυφή του Άθωνα περνούσε μέσα από μία καταπράσινη περιοχή. Όταν το σούρουπο άρχισε να μου ρίχνει τα πρώτα του βλέμματα, κατάλαβα πως δεν ήθελα πολλή ώρα να φθάσω στην κορυφή του και να διανυκτερεύσω εκεί, θαυμάζοντας το πρωί την υπέροχη αυγή. Τη διανυκτέρευσή μου είχε αναλάβει ένας ερημίτης στη μικρή του σκήτη, αλλά αυτό δε με πείραζε καθόλου. Είμαι αρκετά σκληραγωγημένος και νομίζω ότι, μπορώ να κοιμηθώ οπουδήποτε. Εξάλλου είχα ένα σωρό ερωτήσεις θεολογικού περιεχομένου να θέσω στον καλόγερο, ώστε η νύχτα θα περνούσε προτού το καταλάβω. Ο καλόγερος θα με περίμενε ειδοποιημένος από κάποιον μοναχό και φίλο μου.
    Η περιοχή που διένυα ήταν γεμάτη πολύχρονα και πανύψηλα δέντρα και συνάμα ήταν μοναχική και σιωπηλή, αλλά τελικά βρέθηκα να χτυπάω τη μικρή ξύλινη πόρτα της σκήτης, που σχεδόν την έπνιγαν οι θάμνοι. Χτύπησα τρεις φορές μέχρι ν’ανοίξει.
    Ο μοναχός Θεόφιλος φάνηκε να χαίρεται μόλις με είδε, αλλά ένιωσα κάτι σα δέος, γιατί μου φάνηκε προς στιγμή πως αντίκρισα στο βλέμμα του ερημίτη μια σκιά του κακού. Μια σκοτεινιά που με καλούσε να διανυκτερεύσω στο σημείο εκείνο το βράδυ, υποσχόμενη ότι, θα γινόμουν ανήμπορος θεατής του αποτρόπαιου. Ανοιγόκλεισα δυο-τρεις φορές τα βλέφαρά μου, προσπαθώντας να διώξω αυτές τις βέβηλες φαντασιώσεις μου από το μυαλό. Δεν ήταν δυνατόν ένας μοναχός και μάλιστα ερημίτης να κρύβει κάτι σατανικό μέσα του. Έτσι νόμιζα εκείνη τη στιγμή!
    Υπήρχε κάτι προκλητικά γοητευτικό στο περιτριγυρισμένο από δέντρα, ετοιμόρροπο κτίσμα μπροστά μου, γιατί εξέφραζε την κατάνυξη και τις προσευχές μιας περασμένης εποχής με έντονο βυζαντινό χρώμα. Στην κυριολεξία θα έλεγα ότι, ήταν ένας ξύλινος οικίσκος, στο υπέρθυρο του οποίου βρισκόταν ο δικέφαλος βυζαντινός αετός. Τι αετός όμως ήταν αυτός που έβλεπα μπροστά μου! Περισσότερο έμοιαζε λόγω του μακρουλού του σώματος με ζοφερό φίδι παρά με πουλί. Το ξάφνιασμά μου ήταν μεγάλο, αλλά δε είπα τίποτε στον ερημίτη, για να μη φανώ αγενής. Η σκήτη πάντως βρισκόταν ολοφάνερα σε κατάσταση εξαιρετικής φθοράς.
    Μπαίνοντας μέσα ένιωσα έντονη νευρικότητα, αν και το δωμάτιο ήταν λιτό και φτωχικό. Διέθετε δύο παλιά ξύλινα κρεβάτια κι ένα τριμμένο στις γωνίες του τραπέζι. Επίσης υπήρχε μία θερμάστρα για καύση ξύλων, που λειτουργούσε και σα συσκευή μαγειρέματος, όπως μου είπε ο μοναχός. Μέσα στο γεμάτο τριγμούς κτίσμα στην δεξιά εσωτερική του γωνία υπήρχαν σωριασμένα, εκτός από τη Βίβλο, μερικά παμπάλαια ιερά βιβλία και μερικοί ξεφτισμένοι χάρτες. Υπήρχε κι ένας πίνακας ζωγραφικής, που μόλις και μετά βίας διέκρινα την κορνίζα του, στις τέσσερις γωνίες της οποίας ήταν σκαλισμένοι τέσσερις ερπετοειδείς αετοί, σαν αυτόν που είχα δει στο υπέρθυρο. Το θέμα όμως του πίνακα δε φαινόταν, γιατί ήταν καλυμμένο μ’ένα μαύρο βελούδινο ύφασμα. Όταν ρώτησα τον μοναχό, γιατί είχε καλυμμένο τον πίνακα και αν μπορούσα να ρίξω μια ματιά στο θέμα του, μου είπε με ταραγμένη φωνή ότι, θα ήταν προτιμότερο για τη δική μου πνευματική ισορροπία να μην το δω.
    Απρόσμενα άρχισε να μου εξηγεί την αργοπορία του στο άνοιγμα της πόρτας. Είχε ακριβώς τον καλλιεργημένο τόνο που περίμενα και μια απαλή αλλά υποβλητική φωνή, που μέσα της όμως κρυβόταν κάτι σα σύριγμα, το οποίο πάλευε να μη το δείξει έντονα.

-Πρέπει να με συγχωρήσετε, που δεν απάντησα πιο γρήγορα στο χτύπημά σας. Ζω απομονωμένος και συνήθως δεν περιμένω επισκέπτες. Αν δεν σας περίμενα, θα έλεγα ότι ξαφνιάστηκα. Όταν χτυπήσατε δεύτερη φορά, ξεκίνησα να έρθω, αλλά δεν είμαι καλά και κινούμαι με αργό ρυθμό. Ρευματοειδής αρθρίτιδα, μια πολύ οδυνηρή ασθένεια.
    Ασφαλώς θα σας φιλοξενήσω εδώ τη νύχτα. Πριν φέξει θα σας δείξω το μονοπάτι που καταλήγει στο πιο ψηλό σημείο του βουνού, απ’ όπου θα μπορέσετε ν’ απολαύσετε μια φανταστική όντως αυγή. Μόνο θα σας παρακαλέσω, μη ξεσκεπάσετε τον πίνακα.



Ο Χρήστος Ντικμπασάνης έχει εκδώσει τα βιβλία (ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, μελέτες): Ο Υπομνήμων (ποίηση 1984), Απόδραση στην πολιτεία του ανθρώπου (δοκίμιο, Σφακιανάκης 1986), Θρύψαλα από πράσινο γαλαξία (ποίηση, Πύρινος κόσμος 1991), Συναυλία στην άκρη της νύχτας (ποίηση, Μπίμπης 1994), Οφιολατρεία (μελέτη, Αρχέτυπο 2002), Ηθοκυβερνητική (δοκίμιο, Ερωδιός 2003), Απόκρυφος Αδάμ (δοκίμιο, Ερωδιός 2005), Τέρατα και δράκοι (μελέτη, Άγνωστο 2011), Η αποστροφή και το προσκύνημα (ποίηση, Συμπαντικές Διαδρομές 2011), Ζώα - θεοί, ζώα ιερά (μελέτη, Ερωδιός 2012).

Αγία Χ

Στρέλλα (της ενοχής)

Αν το τρέξουμε έτσι Στρέλλα
Μετά εσύ θα κουβαλάς
Τα πιο βαριά μπαγκάζια
Γεμάτα δρόμο και ντροπή
Ποινές και μαργαριτάρια

Πες:
«Ενοχή»
Κράτα το στόμα σου κλειστό
-Αν δεν πονάει άνοιξέ το-
Είναι βαριά βλέπεις τα ψέματα

Είναι μετά κι Εκείνοι:
Τα μεγέθη τους σπέρνουν έχθρες
Κεντούν μέτρα άστιχα
Κύκλους φωτιάς
-μη μένεις-
Μάζευε
Αραχνόσπερμα
Κι εκτρωμηχανές
Ξεκίνα

Άσε τη μύγα να σχολάσει
Απ’ τα σκατά
Λίγο-πολύ μετρούν κι αυτά
Ως έμβλημα
Τρόπων και μεθόδων
Απροσμέτρητα επίσημων
Και κερδοφόρων
Της εποχής μας

Μίλα της
Για μερίδια χλόης
Στο πάρκο χεσμένης
Από σκύλους και παιδιά
Που δεν κρατούν ποτέ τον λόγο τους
Τίποτα
Για το μέλλον τους.
Το βλέπεις;

Στρέλλα… ντυμένη στα κόκκινα, ντυμένη στα μαύρα, μην κλαις
Τελειώνει η ντροπή σου
Νάτη
Τώρα…
τελειώνει
τέλειωσε
την είδες;