Top menu

Ειρήνη Παραδεισανού: "Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς βιβλία"

Σειρά: Τα blogs στο Vakxikon.gr
Αριθμός στη σειρά: 21
paradeisolertineo.jpg
Συνέντευξη
στην Άτη Σολέρτη
(Σοφία Αργυροπούλου)
Η Ειρήνη Παραδεισανού μπορεί να δηλώνει «παρείσακτη» πετυχαίνει όμως το αντίθετο μέσα από το αντικαθρέφτισμα της γραφής της. Κι αυτό γιατί το βλέμμα πηγάζει απ’ την ψυχή. Ιδιαίτερη περίπτωση αυτή η θέα.

Διατηρείς το http://wwwpareisakth.blogspot.gr/. Πώς προέκυψε αυτή η επιλογή της ονομασίας του blog σου;

Είχα μια δυσκολία τότε να εκθέσω το όνομά μου. Και δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να καταλήξω σ’ αυτό το ψευδώνυμο. Παρείσακτη αισθανόμουν πάντα. Δεν είναι ότι δεν έχω ανάγκη τους άλλους ανθρώπους, το αντίθετο μάλιστα. Είναι ότι με δυσκολεύει η τέχνη της επικοινωνίας, όταν αυτή καταντά ένα ανούσιο παιγνίδι χαριεντισμών και αμοιβαίων φιλοφρονήσεων. Μου φαίνεται γελοίο όλο τούτο. Οπότε απ’ αυτήν την άποψη μάλλον θα αισθάνομαι παρείσακτη μέχρι το τέλος της ζωής μου.


Τι σου «λένε» συνήθως τα βλέμματα που συναντάς;

Έχω αυτήν την ιδιοτροπία να κοιτάω τους γύρω μου κατάματα. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που δεν στρέφουν αλλού το βλέμμα όταν τους καρφώνει το δικό μου. Τα βλέμματα των παιδιών είναι τα πιο συγκινητικά, έχουν αμεσότητα και  ειλικρίνεια. Υπάρχουν όμως και άνθρωποι που το βλέμμα τους είναι γυάλινο ή το χειρότερο γεμάτο αυταρέσκεια. Αυτά τα βλέμματα με θυμώνουν. Όχι απλώς με θυμώνουν, με κάνουν έξαλλη. Με συγκινεί ο πόνος στο βλέμμα του άλλου. Κι όταν αυτός είναι έφηβος καρφώνεται μέσα μου και με αιχμαλωτίζει. Μπορεί να ξεχνάω τα ονόματα των μαθητών μου όσο περνούν τα χρόνια. Υπάρχουν όμως βλέμματα που δεν τα ξεχνώ ποτέ. Και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό.

«Ρητορική ένδεια» είναι ο τίτλος της πρώτης σου ποιητικής συλλογής. Γιατί επέλεξες αυτόν τον τίτλο;

Είναι ο τίτλος του πρώτου ποιήματος της συλλογής. Το ποίημα προέκυψε από ένα σχόλιο που είχα στο blog μου. Ένας επισκέπτης μου ζητούσε να του εξηγήσω ένα ποίημα. Του απάντησα πως ντρέπομαι να μιλώ για όσα έγραψα. Προτιμώ να το αφήνω μόνο του το ποίημα, αβοήθητο. Ρητορική ένδεια χαρακτηρίζει  τον ήρωα του «Έφηβου» του Ντοστογιέφσκι, όταν αναρωτιέται: «Πώς γίνεται εκείνα που λέει ένας μυαλωμένος άνθρωπος να είναι πολύ πιο ανόητα από εκείνα που μένουν μέσα του;» Όταν το διάβασα, αισθάνθηκα μια ανακούφιση, ένιωσα λιγότερο μόνη. Εννοώ μ’ αυτό πως από παιδί είχα μια αδυναμία να επικοινωνήσω με τους γύρω μου. Την ένιωθα τότε ως αναπηρία αυτήν την άρνησή μου να μοιραστώ τις σκέψεις μου. Ένιωθα πως η αίσθηση του γελοίου με ακολουθούσε και με κάρφωνε στο στήθος κάθε φορά που ξέφευγα από τη σιωπή. Σαν να μην ήμουν ποτέ ένα πρόσωπο μόνο, σαν να είχα έναν κατήγορο με υψωμένο το δάχτυλο, έτοιμο να μου φτύσει στα μούτρα την περιφρόνησή του. Κι αυτός δεν ήταν άλλος από το πρόσωπό μου παραμορφωμένο από θυμό, ένταση ή το χρώμα του πάθους που έβαφε την όψη μου κάθε φορά που έπαιρνα το λόγο. Με τα χρόνια συμφιλιώθηκα με την παραξενιά μου αυτήν. Προσπάθησα να την ξορκίσω μέσα από τα γραπτά μου.

Τι μπορεί να αποτελέσει για σένα κίνητρο γραφής;

Ο θυμός για όσα βλέπω γύρω μου από παιδί, η «ιερή μελαγχολία» όπως την έχει τόσο όμορφα ορίσει ο Ντοστογιέφσκι. Δεν παίρνω εύκολα χαρτί και μολύβι. Το κάνω μόνο όταν νιώθω πως αν δε μιλήσω θα σκάσω.

Υπάρχουν ποιητές που σε έχουν επηρεάσει; Κάποιο κίνημα ή ρεύμα;

Δεν ξέρω αν μπορώ να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Σίγουρα υπάρχουν ποιητές που αισθάνομαι πολύ κοντά μου. Ο Όμηρος, οι τραγικοί ποιητές, ιδιαίτερα ο Αισχύλος, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Καρυωτάκης, ο Αναγνωστάκης μα και ο Φερνάντο Πεσσόα, η Άννα Αχμάτοβα, η Σύλβια Πλαθ. Περισσότερο όμως με έχουν μαγέψει πεζογράφοι όπως ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης, o Αλμπέρ Καμύ με την «Πτώση», ο Μίλαν Κούντερα, ο Χάινριχ Μπελ με τις «Απόψεις ενός κλόουν», ο Σάλιντζερ με τον «Φύλακα στη σίκαλη», μα και ο Ντοστογιέφσκι με τους «Δαιμονισμένους» του, ο Τσέχωφ, ο Σαραμάγκου με το «Κατά Ιησού ευαγγέλιον», η Μάρω Δούκα με την «Αρχαία σκουριά». Από τότε που κατέκτησα την τέχνη της ανάγνωσης, τα λόγια των άλλων τα αποζητώ όπως ο εθισμένος τη δόση του. Το παραδέχομαι πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς βιβλία. Δε διαβάζω όμως μόνο ποίηση.


Συχνά παρατηρούμε στην ποίησή σου πως γίνονται αναφορές σε ήρωες από την ελληνική μυθολογία και Ιστορία γενικότερα. Πόσο μεγάλη είναι η έλξη που σου ασκεί το ιστορικό παρελθόν;

Με γοητεύει η σκέψη των αρχαίων Ελλήνων, η τόλμη που είχαν να αντικρίζουν κατάματα τη μοίρα τους, να στέκονται χωρίς αυταπάτες απέναντι στη γύμνια τους και να την υμνούν. Και θλίβομαι που η αρχαιογνωσία έχει απαξιωθεί τόσο ώστε να σέρνεται στο στόμα ανθρώπων αδαών και επηρμένων στην πλειονότητά τους. Οργίζομαι κι όταν στο όνομα της ανανέωσης η κλασική λογοτεχνία χαρακτηρίζεται απαρχαιωμένη.


Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σου φόβος;

Νομίζω ο φόβος του θανάτου των δικών μου ανθρώπων. Δεν έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα αυτής της απώλειας..

Κατά τη γνώμη μου, στην ποίησή σου διακρίνει κανείς μια γλυκιά χροιά ευαισθησίας, ειλικρίνειας και ευθύνης απέναντι στον άνθρωπο-αναγνώστη. Τι δεν θα διαπραγματευόσουν να χάσεις με τίποτα;

Το βλέμμα μου δε θέλω να χάσω. Και όση αλήθεια έχω καταφέρει να διαφυλάξω μέσα του.


Διαβάζοντας ένα ποίημά σου, στάθηκα στην ερώτηση που θέτεις: «Τι γίνεται όταν σωπαίνουν ένοχα οι λέξεις κι ό, τι κι αν γράψεις σου φαίνεται στιλέτο στην πλάτη σου;» Πότε βρίσκει πρόσφορο έδαφος η σιωπή και νικά τις λέξεις και τις πράξεις;

Δεν έχω απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Είναι κάτι που με βασανίζει συνεχώς, αυτή η αίσθηση πως φλυαρώ, πως αυτά που λέω στέκουν αδύναμα να μιλήσουν την  πέτρα που ’χω μέσα μου.

Ποια η σχέση σου με τα όνειρα και την ελπίδα;

Τα όνειρα είναι στοιχείο της ζωής μου. Θυμάμαι ακόμη όνειρα που με σημάδεψαν παιδί. Η ελπίδα τώρα είναι κάτι διαφορετικό. Δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς ελπίδα. Πώς να βαστάξουμε την αγριότητα της ζωής αλλιώς; Μα δε μιλώ για τη χαζοχαρούμενη εκδοχή της θετικής σκέψης, όχι καθόλου. Ίσα-ίσα, όταν ακούω να μου λένε «σκέψου θετικά!!» κάθε φορά που εξοργίζομαι με την απανθρωπιά, τη σκληρότητα, την αδικία που βλέπω γύρω μου, μου ’ρχεται να γελάσω σαρκαστικά. Ιδιαίτερα όταν αυτός που το λέει είναι η ενσάρκωση της υποκρισίας και της μικρότητας.

Ποια πιστεύεις πως είναι η μεγαλύτερη αλήθεια που μας λέει η ζωή;

Ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη πλάνη από την απόλυτη αλήθεια. Όποιος νομίζει πως την κατέχει έχει χάσει το βλέμμα του και δεν το ’χει πάρει χαμπάρι. Όσο περνούν τα χρόνια καταλήγω και σε μια άλλη διαπίστωση, πως η μόνη αλήθεια που μπορεί ο άνθρωπος να βαστάξει είναι η ανάγκη του για αγάπη.

Ποια η γνώμη σου για τη σύγχρονη ποίηση;

Δεν ξέρω αν είμαι η κατάλληλη να απαντήσω σε μια τέτοια ερώτηση. Διαβάζω πολύ, νομίζω πως είμαι εθισμένη στις λέξεις των άλλων, μα δεν έχω μεγάλη επαφή με τη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα. Θα ’λεγα πως είμαι κολλημένη στο παρελθόν. Οπότε μάλλον η άποψή μου δεν είναι και πολύ αντικειμενική. Με εκφράζει, ωστόσο, ο στίχος της Κατερίνας Γώγου: «Eκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω “ποιητής”.» Νομίζω πως το διαδίκτυο και η υπερέκθεση σε αυτό ενέχει τον κίνδυνο να χάσουμε το βλέμμα μας και να καταντήσει η ποίηση οίηση, να χάσει όποια αλήθεια θα μπορούσε να κουβαλάει μέσα της.Με αφορμή το απόσπασμα του Τσέχωφ «πόσο φριχτά προβλέψιμοι αυτοί οι άμοιροι βροτοί αιώνες παραμένουν», που έχεις αναρτήσει στο blog σου, θα ήθελα να σε ρωτήσω, πώς κρίνεις τη σύγχρονη κοινωνική και λογοτεχνική πραγματικότητα.

Μα τα είπε όλα ο Τσέχωφ. Η δουλεία του σύγχρονου ανθρώπου είναι ο εθισμός του στην αναζήτηση της ευχαρίστησης, της ευκολίας. Ο δυτικός άνθρωπος έχει θεοποιήσει τη σάχλα. «Να περνάμε καλά» είναι πια σκοπός ζωής. Κι όσο αποφεύγουμε τον πόνο, όσο φτιασιδώνουμε το πρόσωπό μας, όσο μας τρομάζει η ματαίωση, τόσο χάνουμε το βλέμμα μας. Κυνηγάμε το χρόνο, να τον γεμίσουμε με ανόητες και δίχως νόημα δραστηριότητες, μας αρκεί να έχουμε γεμάτο πορτοφόλι κι ας μην έχουμε το χρόνο ή τη διάθεση να κοιτάξουμε στα μάτια το παιδί μας. Και ήρθε η κρίση τα τελευταία χρόνια και μας απογύμνωσε. Φάνηκε ξεκάθαρα πόσο μικροί είμαστε τώρα που το πλοίο έχει μπατάρει, τα νερά μας πλησιάζουν απειλητικά κι εμείς το χαβά μας. Κλεισμένοι στο μικρόκοσμό μας, περιχαρακωμένοι στην μίζερη αλήθεια που μπορούν τα μάτια μας να βαστάξουν, φαγωνόμαστε μεταξύ μας, ενώ το φαγοπότι εκεί ψηλά συνεχίζεται. Με εξοργίζει η τυφλότητα των ανθρώπων γύρω μου, η άρνησή τους να δουν το προφανές. Επιλεκτική μνήμη, επιλεκτική ακοή, επιλεκτική όραση και από πάνω ένας θανάσιμος κυνισμός και μια εμετική εμμονή να τα βλέπουμε όλα σάπια. Έχω την τύχη-ατυχία να διδάσκω σε δημόσιο σχολείο. Βλέπω τα πρόσωπα γύρω μου κάθε χρόνο να γίνονται και πιο άγρια, πιο δυσερμήνευτα. Με ανησυχεί το βλέμμα των παιδιών, βλέμμα δυσπιστίας και αηδίας. Το χειρότερο απ’ όλα όμως είναι ο ξύλινος λόγος τους, η αδυναμία τους να μιλήσουν από καρδιάς. Λες και κάποιος τους έκλεψε την ψυχή κι έβαλε στη θέση της μια μηχανή. Ξέρω πως είναι δύσκολο να μεγαλώνεις σε μια εποχή που όλα σου δίνονται στο πιάτο, δεν υπάρχει πουθενά μυστήριο, εικόνες σε βομβαρδίζουν καθημερινά, ειδήσεις έρχονται και σε χτυπούν κατακέφαλα. Κάπου μπουχτίζεις. Λες: «παρατήστε με όλοι σας… δε θέλω πια να ακούω!» Δεν τα αδικώ τα σημερινά παιδιά. Το μόνο που θέλει ένα παιδί για να αισθανθεί ασφάλεια είναι συνέπεια. Πόσοι από εμάς έχουμε τα κότσια να είμαστε συνεπείς σε όσα διδάσκουμε;

Ποια είναι τα επόμενά σου σχέδια; Αναμένεται να εκδώσεις κάποιο βιβλίο;

Δεν σκέφτομαι κάτι τέτοιο. Να πω την αλήθεια, αν μου έλεγε κάποιος ένα χρόνο πριν ότι θα έκανα αυτό το βήμα θα γελούσα. Ας είναι καλά τα παιδιά του Vakxikon.gr. Αν δεν είχε αρχίσει η συνεργασία μας, δεν θα εξέδιδα βιβλίο ποτέ, πιστεύω.

Τέλος, θα ήθελα να σε ευχαριστήσω πολύ για τη διαδικτυακή συνομιλία, να ευχηθώ καλή επιτυχία σε ό,τι κάνεις και να σου ζητήσω να κάνεις μια ευχή!

Εγώ σε ευχαριστώ για τη συνομιλία μας. Ήταν χαρά και τιμή μου η πρόσκλησή σου. Ειλικρινά. Όσο για την ευχή, δεν ξέρω γιατί, αλλά ποτέ δεν ήμουν καλή στις ευχές. Μου είναι δύσκολο, φαίνεται, να καταλήξω μόνο σε μία. Έχω την απληστία του μικρού παιδιού που του ζητούν να διαλέξει μέσα από πλήθος παιχνιδιών το ομορφότερο. Δεν είναι εύκολη η επιλογή.