Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 25

Το χάδι του Αλέξανδρου Στεφανίδη

Το χάδι, μυθιστόρημα, Αλέξανδρος Στεφανίδης, Εκδόσεις Άγρα 2013

 

Δυο βασικοί κίνδυνοι καραδοκούν σε μια κριτική ματιά επί του παρόντος βιβλίου: η ηλικία του συγγραφέα και η αποτίμηση του βαθμού του συναισθηματισμού των αυτο-βιογραφικων αφηγήματων. Και εξηγούμαι: συνηθίζουμε να κρίνουμε τους συγγραφείς που εκδίδουν το πρώτο τους βιβλίο σε κάπως μεγαλύτερη ηλικία ή με ιδιαίτερα αρνητική προκατάληψη ή με υπερβολική επιείκεια. Αντιστοίχως, συχνά υπερτονίζουμε την εμπλοκή της αυτοβιογραφικής όψης του εκάστοτε λογοτεχνήματος.

Αναφορικά με την πρώτη εμφάνιση στα γράμματα σε προχωρημένη ηλικία, παρατηρείται ένας διπολισμός: από τη μια οι συγγραφείς που το σκέφτονται για καιρό να εκδώσουν, διαβάζουν και ξαναδιαβάζουν και δεν τολμούν και οι συγγραφείς που ανακαλύπτουν όψιμα τη συγγραφή ως ένα ακόμα χόμπι και πριν προλάβουν να γίνουν -στοιχειωδώς έστω- επαρκείς αναγνώστες πιστεύουν πως ανακάλυψαν ταυτόχρονα και τον τροχό. Την αλαζονεία της δεύτερης περίπτωσης δυστυχώς τρέφει και η ψευδαίσθηση της αναγνώρισης που προσφέρουν τα social media. Ο Αλέξανδρος Στεφανίδης ανήκει εμφανώς στην πρώτη κατηγορία.

Τα δώδεκα διηγήματα του τόμου διαβάζονται και ως μία, ενιαία νουβέλα ή σπονδυλωτό μυθιστόρημα, δίχως αυτό να σημαίνει πως δεν στέκουν αυτόνομα (φόρμα που επιλέγει να προβάλλει άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας). Περισσότερο μπορούν να εννοηθούν ως αυτόνομες ψηφίδες ή αλυσίδα. Η κεντρική θεματική είναι η διαβίωση του αφηγητή σ' ένα ορφανοτροφείο της Αθήνας τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Το ''εισαγωγικό'' διήγημα μας εξηγεί το λόγο για τον οποίο εκείνος βρέθηκε εκεί. Ο τίτλος -το χάδι- λειτουργεί ως το κεντρικό σύμβολο της έλλειψης. Αντιστοίχως, η ''Έξοδος'', το επιλογικό διήγημα του τόμου, επιθυμεί να λειτουργήσει ως φινάλε, αφήνοντας όμως την αίσθηση του ενοχικού. Κατά λοιπά παρακολουθούμε στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής στο ορφανοτροφείο, την κοινωνιολογία του, όπου παρελαύνουν η σκληρότητα αλλά και η αλληλεγγύη. Στο πεδίο της κινηματογραφικής διακειμενικότητας, θα μπορούσαν να παρατεθούν επίσης τα 400 χτυπήματα του Τρυφώ αλλά και ο αριστουργηματικός Τοίχος του Γκιουνέι Γιλμάζ.

Μεστή και λιτή η γλώσσα του Στεφανίδη, στρωτή η αφήγησή του, δεν ρέπει ούτε προς το ευσυγκίνητο μελό ούτε προς τον εντελώς αποστασιοποιημένο κυνισμό. Παρά τη θεματική της διαφοροποίηση, μου θύμισε σε ορισμένα σημεία τα εξαιρετικά Καλά Παιδιά του Γιώργου Κάτου. Στα θετικά συγκαταλέγω την αποφυγή των τετριμμένων αναλύσεων περί της μητρικής σχέσης, θέμα που έχει κουράσει πια (εσχάτως έχει μεταναστεύσει μαζικά στην ποίηση). Το τραύμα και η εγκατάλειψη δεν χρειάζονται επαναλαμβανόμενες, γοερές αναφορές ώστε να αναδειχτούν.  Προσωπική επιλογή από τα επί μέρους κείμενα: The letters.

Ιορδάνης Κουμασίδης