Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 25

Καντ του Πολ Γκούγιερ

Καντ, μελέτη, Πολ Γκούγιερ, μτφρ. Γιώργος Μαραγκός, Εκδόσεις Gutenberg 2013

 

Τον Καντ είθισται να συνοδεύει μια στερεότυπη ανάγνωση, που μπορεί να συνοψισθεί στην περίφημη φράση του Σαρλ Πεγκύ, επιτυχώς καυστική (αλλά κι ατυχώς απλουστευτική): «Οι καντιανοί έχουν καθαρά χέρια, μόνο που δεν έχουν χέρια». Και όπου, εν ολίγοις, η ρίζα του προβλήματος εντοπίζεται στην ασυμφιλίωτη, υποτίθεται, δυαρχία που ορίζει την καντιανή σκέψη, ανάμεσα στη νοούμενη τάξη της ηθικότητας (βλ. ελευθερία) και τη φαινόμενη τάξη των αισθήσεων (βλ. φύση).

Λίγοι, εν πάση περιπτώσει, θα απέκρουαν τη θέση ότι μπορεί κανείς σήμερα να φιλοσοφεί συμφωνώντας με τον Καντ ή διαφωνώντας με τον Καντ, αλλά όχι χωρίς τον Καντ. Και από την ελληνική βιβλιογραφία έλειπε μία δόκιμη φιλοσοφική εισαγωγή στον Καντ. Το φιλοσοφική μάλιστα, εδώ, θα πρέπει να διαβαστεί λιγότερο ως ένας απλός προσδιορισμός και μάλλον ως ένα πρόβλημα καθ’ εαυτό: Πώς μπορούμε, δηλαδή, να προσπελάσουμε τη σκέψη ενός φιλοσόφου που επέμενε ότι «μπορεί να μάθει κανείς να φιλοσοφεί, αλλά όχι να μάθει φιλοσοφία»;

Αισίως, διαθέτουμε πλέον και στην ελληνική το σημαντικό έργο Καντ του Γκούγιερ, χάρη στη λεπτοδουλεμένη μετάφραση του Γιώργου Μαραγκού και τη φροντισμένη έκδοση των εκδόσεων Gutenberg. Ο Πολ Γκούγιερ, καθηγητής φιλοσοφίας στην Πενσυλβάνια, εδώ κομίζει μεταξύ άλλων κι ένα μάθημα για το πώς μπορεί κανείς να στοχάζεται φιλοσοφικά –ο ίδιος και πρωτότυπα– πάνω σε ένα δεδομένο (όχι, κατ’ ανάγκη, περαιωμένο) φιλοσοφικό σύστημα. Να ανασυγκροτεί τη σκέψη ενός φιλοσόφου, να αποστάζει τα γονιμοποιά του ερωτήματα, να υποδεικνύει τους όρους, ίσως δε και τα όρια, των απαντήσεων. Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Γκούγιερ («Κοπερνίκεια επανάσταση»), χαρακτηριστικά, συνιστά έξοχη ανακατασκευή του γνωσιοθεωρητικού σχήματος του Καντ, όσο και έκθεση των λόγων για τους οποίους, κατά τον Γκούγιερ πάντοτε, αυτό αποτυγχάνει.

Το βιβλίο συνιστά μια κριτική εισαγωγή στο ensemble της καντιανής φιλοσοφίας. Η αναλυτική αυστηρότητα δεν αποβαίνει εις βάρος ενός προσιτού –αναγνωστικά– ύφους. Ο σπουδαστής φιλοσοφίας ή ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορούν να εισέλθουν στο έργο από πολλές εισόδους: είτε ανατρέχοντας στα κατ’ ιδίαν κεφάλαια και στην οικεία θεματική είτε διαβάζοντας συστηματικά τον τόμο. Προτάσσεται μια εργο-βιογραφική εισαγωγή κι εν συνεχεία ακολουθούν τα τρία μέρη που ονομάζονται αντίστοιχα «Φύση», «Ελευθερία» και «Φύση και Ελευθερία» (με υπονοούμενη αντιστοίχιση προς τις τρεις καντιανές Κριτικές).

Όπως έχει ήδη διαφανεί, ο Γκούγιερ καταγίνεται κεντρικά με το εναρκτήριο ζήτημα, αυτό της συμβατότητας φύσης και ελευθερίας. Το ερώτημα «πώς μπορούμε να γνωρίζουμε έγκυρα για τα εμπειρικά φαινόμενα» ακολουθείται από το «πώς μπορούμε να πράττουμε έγκυρα βάσει ενός καθολικού νόμου ελευθερίας», για να οδηγηθούν μαζί στο «αν υπάρχει φιλοσοφικό έρεισμα για μια φύση που επιδεικνύει υποδοχές ελευθερίας», για έναν κόσμο –αλλιώς ειπωμένο– που είναι όχι απλώς επιδεκτικός αλλαγής μέσω ηθικής δράσης, αλλά το ίδιο το πεδίο πραγμάτωσης της ηθικότητας.

Ασφαλώς, οι απαντήσεις που δίνει ο Γκούγιερ δεν είναι παρά απαντήσεις του ίδιου του Γκούγιερ γύρω από τα καντιανά ερωτήματα. Όμως το κείμενο πλαισιώνεται από πλήθος υποσημειώσεων και βιβλιογραφικών προτάσεων, που ο συγγραφέας δεν παραλείπει να υποδεικνύει ως εναλλακτικές προσεγγίσεις για το εκάστοτε πεδίο. Κι εν πάση περιπτώσει, τυχόν άλλη άποψη του εξειδικευμένου αναγνώστη ανά ζήτημα, δεν παύει να κινητοποιείται από τις ίδιες τις δομημένες λύσεις που ο Γκούγιερ προσφέρει. Με αυτή την αποσαφήνιση και για τις ακόλουθες αράδες, ας μας επιτραπούν κάποιες προσωπικές επισημάνσεις.

Οφείλουμε να εστιάσουμε θετικά στις σελίδες που ο Γκούγιερ αφιερώνει σε μιαν – ατυχώς– αποσιωπημένη περιοχή της σκέψης του Καντ: στη θεωρία δικαίου. Τις καντιανές σπουδές επιμένει να μαστίζει η άγνοια, παράκαμψη ή παρανάγνωση ορισμένων από τις πιο καίριες γραμμές του φιλοσόφου. Ο λόγος, για τις «Μεταφυσικές Πρώτες Αρχές της Θεωρίας του Δικαίου», που αποτελεί και το πρώτο μέρος της Μεταφυσικής των Ηθών (1797). Συχνά εκλαμβάνεται ως ύστερο έργο και (άρα) «προϊόν ενός γηρασμένου εγκεφάλου» ή ανώφελα στριφνό και απροσπέλαστο. Η φιλοσοφική αναζήτηση μιας «καντιανής θεωρίας δικαίου» παγίως στρέφεται οπουδήποτε αλλού πέρα από την ίδια τη Θεωρία Δικαίου του φιλοσόφου – παραδείγματος χάρη στα Θεμέλια της Μεταφυσικής των Ηθών (Τζων Ρωλς) ή στη Θεωρία Αρετής (Ονόρα Ο Νήλ). Συναφώς στη Γαλλία, απόπειρες για δικαιοπολιτική ανάγνωση του Καντ χτίζονται με κύρια βάση την τρίτη Κριτική (Αλεξίς Φιλονενκό, Αλέν Ρενώ).

Ο Γκούγιερ, ως επιφανής μελετητής του καντιανού έργου εν όλω, δεν αποφεύγει τη συνομιλία με τις σελίδες αυτού του «άγνωστου Καντ» – ή, εν πάση περιπτώσει, ενός Καντ λιγότερο γνώριμου για τα συνήθη (φιλελεύθερα) δεδομένα ερμηνείας. Εκεί, ο Καντ θέτει ως κύριο φιλοσοφικό γρίφο-προς-επίλυση την απροσδιοριστία των αξιώσεων ιδιοκτησίας. Και πραγματεύεται την πολιτική αλληλοσχεσία των ανθρώπων, με τρόπο που ελάχιστα έχει να κάνει με σύμφωνα αμοιβαίας ωφέλειας (βλ. Ρωλς) ή φρονησιακές σταθμίσεις για εδραίωση της ασφάλειας και της ιδιοκτησίας (βλ. Χομπς, Λοκ). Θα μπορούσαμε, εδώ, με όλο το ρίσκο της παρένθετης βιβλιοκρισίας να αναφερθούμε στο έργο του Κωνσταντίνου Στρατηλάτη Ο πολιτικός Καντ σήμερα (εκδ. Νησίδες, 2011), τη μονή ελληνόγλωσση μελέτη που συμβάλλει κριτικά στην, εσχάτως επιχειρούμενη διεθνώς, «ανόρθωση» της Θεωρίας Δικαίου του Καντ και των πολιτικών της προεκτάσεων.

Δεν επιμένουμε, εν προκειμένω, επειδή κρίνουμε την εστίαση του Γκούγιερ στα εν λόγω σημεία ελλιποβαρή (ή αναντίστοιχη σε σελίδες, έναντι άλλων κεφαλαίων). Ούτε γιατί, κατά την άποψή μας, δεν οδηγείται πάντα σε ικανοποιητικά συμπεράσματα. Χρωματίζεται, ίσως, υπέρμετρα η ανάλυσή του από χομπσιανές πινελιές (επιχείρημα του τύπου «είμαστε ατελή όντα και, κατά συνέπεια πρέπει να μπούμε σε πολιτική κοινωνία για να παράσχουμε αμοιβαία ασφάλεια ο ένας στον άλλο»). Ο λόγος που επιμένουμε δεν είναι άλλος από το ίδιο το ζήτημα που ο Γκούγιερ έχει θέσει εξαρχής ως κεντρικό: την εξέταση των όρων εντός των οποίων αξιώνεται/πραγματώνεται η ανθρώπινη ελευθερία.

Η καντιανή θεωρία δικαίου, καθώς εστιάζει στη χρήση της εξωτερικής ελευθερίας με αναφορά σε όρους κοινωνικής αναπαραγωγής, υποδέχεται το εναρκτήριο ερώτημα αλλά μετατονίζοντάς το: Όχι αναζητώντας πια τους «φυσικούς» αλλά ευθέως τους κοινωνικούς-οικονομικούς όρους εντός των οποίων αξιώνεται, προάγεται ή παρεμποδίζεται η ελευθερία. Και όπου η ζητούμενη γεφύρωση των καντιανών Κριτικών ανταμώνει –θα μπορούσαμε, όχι παράτολμα, να προσθέσουμε– με μιαν άλλη κριτική, αυτή της πολιτικής οκονομίας.

Στέργιος Μήτας