Top menu

10 ποιητές δημοσιεύουν στο Vakxikon.gr

ΑσφυξίαΔε με χωράει ο κόσμος σας
Δε με χωράει το σώμα μου
Είναι μεγάλο
Κι άσχημο
Και άτσαλο
Και σημαδεμένο
Και δε με χωράειΔε με χωράει η μόρφωσή σας
Δε με χωράνε οι καλημέρες και τα τυπικά με τους γείτονες
Δε με χωράει η καταπίεση και η δουλεία
Δε με χωράνε τα λεφτά
Δε με χωράει καμιά οικογένεια
Δε με χωράει το μυαλό μου
Ακόμα κι όταν το ζαλίζω
Και το παιδεύω
Και το καταστρέφω
Δε με χωράει
Δεν με χωράει κανένα πιθανό σύστημα
Κοινωνικό ή πολιτικό
Κανένας τρόπος ζωής
Καμιά συνήθεια
Δε με χωράνε τα μάτια σαςΔεν έχω θέση εδώ
Δεν είμαι από ‘δω
Δεν είμαι από πουθενάΔεν είμαι ένας από σας
Δεν είμαι καλύτερός σας
Ούτε χειρότερος είμαι
Απλά δεν είμαι ένας από σας

Σας κουράζω και με κουράζετε όλοι σας
Δε θέλω να ‘μαι δω,
Δε θέλω να φύγω,
Δε θέλω να ‘μαι πουθενά.

Ο Κώστας Αθυρόπουλος ζει στην Αθήνα.

Χάρτα πειρατική

Ξετύλιξα την χάρτα μου για να βρω μια πατρίδα
μα η χάρτα ήταν πειρατική κι έπεσα σε παγίδα.
Ήταν σε χρώμα καφετί και είχε παπύρου δέρμα
μαργαριτάρια ολόλευκα γύρω της τυλιγμένα.
Φτιαγμένη από έναν πειρατή που όργωνε την Μεσόγειο
και σχέδια κατάστρωνε στου καραβιού το υπόγειο.
Έδειχνε μέρη ανύπαρκτα κι άγνωστα μονοπάτια
και θησαυρό υποσχότανε στα ερωτευμένα μάτια.
Μαγεύτηκα και θέλησα την τύχη μου να αλλάξω
και κυνηγώντας θησαυρό τις μέρες μου ν’ αδράξω.  
Με το φτερό ενός παγωνιού πνιγμένο στο μελάνι
χάραξα την πορεία μου στης γης τα άδυτα βάθη.
Χωρίς πυξίδα για οδηγό με σφραγισμένα μάτια
γύριζα αδέσποτη να βρω του έρωτος τα παλάτια
τριγύριζα αδέσποτη σε έρωτα μονοπάτια.
Καθώς περιπλανιόμουνα τρανούς ανθρώπους είδα
που μέσα απ’ τις ορμήνιες τους τον εαυτό μου βρήκα
Τούτο ένας γέροντας σοφός κάποτε μου εμπιστεύθη:
Φυλάξου μην παρασυρθείς απ’ των φιλιών τη μέθη.
Κι αυτά τα λόγια άλλοτε ενός «μεγάλου» ανθρώπου:
Μη σε πλανέψουν οι ομορφιές ενός μονάχα τόπου…
Ταξίδευε κι ό,τι αν συμβεί το θάρρος σου μη χάνεις
και μόνο μέσα σου θα βρεις τον θησαυρό που ψάχνεις….
Του χάρτη οι δρόμοι που έβαψες με κόκκινο μελάνι
δεν είναι παρά οι φλέβες σου όπου ο πόθος σου κυλάει.
Κι αν στη μαγεία του ταξιδιού χάσεις τον προορισμό σου
Τόνους χρυσάφι μέσα σου θa βρεις τον εαυτό σου…
Τα λόγια αυτά χαράχτηκαν βαθειά μες στην καρδιά μου
Κι εγώ στιχάκια  τα ‘κανα να βγάζω το νταλκά μου!

Η Χριστίνα Βρακά ζει στη Λάρισα.

Γόβες στιλέτο

Συνήθως τα συνοδεύω με μαστίγιο, χειροπέδες,
μαύρο  διχτυωτό καλτσόν.
Αλλά καλά είναι και όταν πάω στη γωνιακύ έβγα για τσιγάρα,
αργά το βράδυ επειδή αισθάνομαι λίγο πεσμένη…
Ακούω τα τάκα-τάκα τους πάνω στην άσφαλτο
και νιώθω πανέμορφη.
Η χαρά της γυναίκας.

Η Μόντι Ίζα ζει στην Αθήνα. Κατάγεται από την Ιταλία.

Απομεινάρια

Κι όλοι τότε εμείς οι δειλοί, οι εξοικειωμένοι με τη σιωπή και την αμαρτία, καθισμένοι στα νεκροκρέβατά μας, αναπολούμε με άγονη θλίψη τη ζωή, που μας έφτιασε φοβισμένους και ταπεινωμένους, εβρισκόμενους στο μέσο μιας ατέρμονης πορείας αυτοεξόντωσης. Και δεν υπάρχει πια χαρά στα σφιγμένα χείλη μας, χαμόγελο, στα κουρασμένα, σβησμένα μάτια μας, δύναμη, στα κατατσακισμένα, σαρακοφαγωμένα κορμιά μας, δεν υπάρχει ελπίδα στο βαθύ ύπνο μας και ύπνος, στο τέλος του δράματός μας, παρά μια επαναλαμβανόμενη σκλαβιά κι ένα άηχο καρδιοχτύπι, πριν ξαναρχίσει το επόμενο πρωί ο θάνατος. Κι αν αγωνιστούμε με ότι μας απόμεινε για μια ανακωχή ή για δυο σταγόνες ουρανό, εμείς που γευτήκαμε σε μικρές καθημερινές δόσεις την προσμονή του τέλους, εμείς που γεννηθήκαμε σκληροί σαν πέτρα, πελεκημένοι απ’ την μήτρα με τα χαρακτηριστικά μιας πρωτόγονης υποταγής, που στήσαμε θανατερές παγίδες ανάμεσά μας, αυτό που θα κερδίσουμε, αν μπορεί να θεωρηθεί νίκη, θα είναι το δράμα της ίδιας μας της φωνής, ανώφελο, μέσα στην αναπόλησή του, ωφελημένο απ’ τον ίδιο του το στεναγμό. Και αν τελικά ωσάν ποινή, απαλλαγμένη από κάθε τύψη, απαλλαγμένη απ’ την έννοια του χρόνου και της παράλογης συνήθειας, χαρίσουμε στον εαυτό μας μια στιγμή ανακωχής και απλώσουμε το χέρι μας στον Ήλιο, ίσως τότε,

σαν μοναδική επιβράβευση να φωτιστούν οι γραμμές της μοίρας, με το ασίγαστο φως του πρωινού, της ελπίδας ή του Μάρτη και οι χιλιάδες πτυχές, σαν τίμιοι δρόμοι, να ικετεύσουν. Και ν’ ακουστεί έστω για εκείνη τη μοναδική στιγμή, καρτερικά πριν την εγκατάλειψη, κάποιος, κάπου, να φωνάζει τ’ όνομά μας.

Λόγος ουδείς για το ευτυχές.

Αυτοί οι μικροί κύβοι της φτώχιας, που ως πένης σε στοναχές χτισμένος καρτεράς μια άλωση, αυτές οι ρίζες σου οι αφανείς, ανέστιε, με την εκρηκτική δυναμική της μετεγκατάστασης φουντώνουν, ελαστομερείς συνθέσεις και αποσυνθέσεις της στατικής ψυχής σου, που προσδοκά τη θεία ανάπαλση, μια στο απίθανο, δυο στο αληθές, τρία στο τυχερό, τέσσερα στο αρυβαλλόσχημο, το απελευθερωμένο, δίχως να προσεταιρίζεσαι το εξάεδρο, το με οίνο γεμισμένο. Λόγος ουδείς για το ευτυχές. Στις πιθανές προτάσεις το γέλιο απουσιάζει. Το πρόσωπο το ανθρώπινο αλλάζει. Δεν μεταφράζει Και μες στον πλούτο θλιμμένο ουρλιάζει… ώ φτώχια, ώ πατρίδα, ώ τίποτα.

Ο Βασίλειος Κοκκώνης ζει στην Αθήνα.

Γυμνή επιστολή εις τους νεόφερτους

Ίκαροι συντρίβονται οι λέξεις.

το βδέλυγμα απόγονος μου
το βδέλυγμα απόγονος σου
το βδέλυγμα απόγονος σας.

Ίκαροι συντρίβονται οι λέξεις.

έκκλησης προς τους χρυσοΰφαντους,
έκκλησης προς τους προνομιούχους,
έκκλησης προς τους κληρονόμους.

…Για τους κληρονόμους…

Ίκαροι συντρίβονται οι λέξεις.

Μοιράστε το χρυσάφι,
καλύψτε το θειάφι,
το πειρατικό σας το συνάφι.

Ίκαροι συντρίβονται οι λέξεις.

Πόση χαρά θες να κλέψεις;
Πόσες φορές θα τρέξεις;
Πόση αλήθεια μπορείς να αντέξεις;

…Η αλήθεια…

Ίκαροι συντρίβονται οι λέξεις.
…Την θρησκεία σας…
…Την κοινωνία σας…
…Την ύπνωση σας…

Ίκαροι συντρίβονται οι λέξεις.

…Σας εκλιπαρώ…
…Σας συμβουλεύω…
…Σας μισώ…

…Η εποχή του μίσους…

Όμοιος ειμί
με πυλό.
Να πλάσω εαυτόν,
να ποιήσω ήθος.

Άξιον εστί
να πετάξω εις τον ήλιο.
Να αγγίξω αυτόν,
να πείσω πλήθος.

Είδον το φως και θα το φέρω.

Ίκαροι συντρίβονται οι λέξεις
και τα πάντα συντρίβουν οι πράξεις.

Ένα ζευγάρι αδαμάντινης θέλησης
της δίχως τέλος αλλαγής.

Ο Παναγιώτης Κουρτέσης ζει στο Στρασβούργο της Γαλλίας.

Le metamorfosi d’amore

Άτοκος έως τα έξι
είχες δικό σου χέρι
δικό σου πόδι.
Η γιαγιά σε κακόμαθε
Σε τάιζε στην ποδιά
ο παππούς σε κυνηγούσε με τσουκνίδα
Έθαβε τις κότες στο ιερό πεύκο.
Εγώ πενθούσα
χάιδευα το νεφρό
Έκανα δωρεά οργάνων.
Αγόρασα υπνόσακο
ήρθες μαζί με τα σταφύλια.

Η Έλενα Κουτή ζει στο Ρέθυμνο της Κρήτης.

Παιδικά οράματα

Ήσουν ο πομπός κι εγώ ο παθητικός σου δέκτης. Έστω και με καθυστέρηση, το έλαβα το τελικό σου μήνυμα. Ξέρεις πως οι αναλογίες μου ήταν δυσαναλογίες σου, το επαρκές μου ήταν ανεπαρκές σου. Και τα ποιήματα φτωχά για να σε ξεδιψάσουν, εσένα τον άπληστο... Το είχα γράψει ένα βράδυ, όταν μου είχες πει πως δεν απογοητεύεσαι ποτέ... Πως να απογοητεύεσαι, όταν δεν γοητεύεσαι μάτια μου;

Η Χρύσα Μπισμπιρούλα ζει στην Αθήνα.

Σκληρό γαλάζιο

Εβλεπε τις φάτσες που τον περιτριγύριζαν, κενές, απρόσωπες, εφιαλτικές, χωρίς κάνενα χαρακτηριστικό, καποια ιδιαιτερότητα, ομοιομορφία στρατοπέδου. Μοιάζαν σαν τα βιβλία που κοιτούσε σε εκείνο το απόμερο ξεχασμένο απ’ τους πάντες παλαιοβιβλιοπωλείο, όλα είχαν ξεθωριάσει και είχαν πάρει το αδιάφορο γαλανό χρώμα του καλοκαιρινου ουρανού. Μόνο ένας κοντόχοντρος γέρος άραζε μέσα, ιδρωμένος περιμένε πότε θα σκάσει μύτη κανας περίεργος νεαρός για να του δείξει βαριεστημένα κάποια βιβλία θλιβερών εκδόσεων, έτσι γίναμε σκέφτηκε, ομοιόμορφοι και αδιάφοροι, ζήτημα χρόνου είναι να σαπίσουμε μέσα σε κάποια άκρη και στην βιτρίνα θα ξεθωριάζει μόνο το ενοικιαστήριο, και τότε εμέις απο το βαθύ σκοτάδι του μαγαζιου θα το ζηλεύουμε, γιατί είμασταν εμείς κάποτε στην θέση του, θα ζηλεύουμε αρρωστημένα, το τίποτα, το μηδέν.

Μην ξεθωριάσουμε, σκέφτηκε, μόνο στα χέρια των ανθρώπων να καταστραφουμε, με τις σελίδες μας τσαλακωμένες, γεμάτοι υπογραμμίσεις και εξώφυλλα σκισμένα. Μόνο έτσι.Ο Δημήτρης Σάλτος ζει στην Αθήνα.ΚάποτεΚάποτε έλαμψε ο στιλβαδάμας ουρανός
σε Όστρια, Βορρά, Ανατολή και Δύση
και ασπαστήκαμε γλυκά τούτο το φως
και δεν τ’ αφήσαμε έκτοτε να σβήσει.Κάποτε τα όνειρα βγήκαν αληθινά
γυρνούσαμε ελεύθεροι τον κόσμο χέρι χέρι
αμφότεροι κρατούσαμε στα ‘στέρια συντροφιά
και μας χαΐδευε στιλπνό κι απρόσμενο αγέρι.

Κάποτε πέφτανε παντοτινά τα ‘στέρια
κι έλαμπες περισσότερο εσύ
πέφτανε στα βελουδένια δυό σου χέρια
και λούλουδα ανθίζανε στην αγκαλιά σου την χρυσή.

Κι όπως λάμπει ο ουρανός τα βράδια
κι ευωδιάζει το ανοιξιάτικο πρωί
κάποτε θα αφεθούμε σε συμπαντικά πηγάδια
κάποτε θα ζήσουμε παντοτινά μαζί.

Ο Δημήτρης Σανταμούρης ζει στο Ηράκλειο της Κρήτης.

Άσεμνη σιωπή

Σαν έρχεται το απόγευμα,
στην καταχνιά της άσεμνης σιωπής,
η λήθη,  με φοβίζει.
Η λήθη του έρωτα
της μιας βραδιάς,
γλυκιά αυταπάτη
σε σκονισμένα όνειρα,
σε μυστικά που σμίγουν,
σαν τους κρυστάλλους.

Κι η μνήμη,
σεργιανάει στο δέρμα,
αγκάθι,
φτιαγμένο από μετάξι,
να σε πονά,
να μη ξεχάσεις.

Η Αλεξάνδρα Τσιλιμπάρη ζει στην Αθήνα.