Top menu

Φίλιππος Φιλίππου: "Αν διαβάζανε όλοι δε θα φτάναμε στα σημερινά αδιέξοδα"

Συνέντευξη
στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Τι να γράψεις για έναν κορυφαίο δημιουργό που η συγγραφή αποτελεί την πιο σπουδαία του απασχόληση και που δουλεύει ασταμάτητα γιατί αγαπά την τέχνη της γραφής. Του αρέσουν, ακόμη, τα ταξίδια γιατί βοηθούν το μυαλό και οι εικόνες που προσφέρουν είναι ανεκτίμητες. Σε μια εκ βαθέων συζήτηση, ο Φίλιππος Φιλίππου καταφέρνει να μας κερδίσει με την απλότητά του. Γι’ αυτό και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας. 

Ποια ήταν η αφορμή για να γραφεί το βιβλίο Η κόρη του εφοπλιστή;Το νέο μου βιβλίο, η αστυνομική νουβέλα Η κόρη του εφοπλιστή, εκδόθηκε από τον οίκο Αιγαίον της Λευκωσίας. Δέχτηκα απλώς την πρόταση του φίλου μου Κρίτωνα Σαλπιγκτή, κατοίκου Θεσσαλονίκης, υπεύθυνου της σειράς Αστυνομική Βιβλιοθήκη, συγγραφέα του βιβλίου Τελευταίο δρομολόγιο - Μια ιστορία του αστυνόμου Μπέκα. Ελπίζω να συνεχιστεί η σειρά διότι, ατυχώς, στην Κύπρο έχουν τεράστια οικονομικά προβλήματα.

Ο τίτλος που διαλέξατε είναι συμβολικός ή προσδιορίζει κάποιο πρόσωπο;

Στο βιβλίο πρωταγωνιστεί ένας εφοπλιστής με έδρα το Λονδίνο, ο οποίος αναθέτει στον Λεοντάρη, άνεργο δημοσιογράφο, να μεταφέρει μια πολύτιμη εικόνα στην Αθήνα. Αυτός ο εφοπλιστής έχει μια κόρη, η οποία σπουδάζει στην Αγγλία και μολονότι δεν εμφανίζεται, παίζει σημαντικό ρόλο στην πλοκή. Εξ ου και ο τίτλος.

Στη νουβέλα, κύριο πρόσωπο είναι ο δημοσιογράφος Τηλέμαχος Λεοντάρης. Αυτός ο χαρακτήρας έχει κάποια στοιχεία από άλλους ήρωες αστυνομικών μυθιστορημάτων ή είναι δική σας επινόηση;

Ο Τηλέμαχος Λεοντάρης είναι δημοσιογράφος και εργάζεται, ή μάλλον εργαζόταν, σε εφημερίδες της Αθήνας. Κι ο Μαρής είχε ήρωα ένα δημοσιογράφο, τον Μακρή, ο οποίος ενίοτε συνεργαζόταν με τον αστυνόμο Μπέκα. Ο Λεοντάρης εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1988 στο μυθιστόρημα Το χαμόγελο της Τζοκόντας. Μετά τον είδαμε στο Αντίο, Θεσσαλονίκη του 1999 και στο Ο άντρας που αγαπούσαν οι γυναίκες το 2009. Στο βιβλίο Η κόρη του εφοπλιστή εμφανίζεται για τέταρτη φορά. Ο Λεοντάρης δεν είναι διώκτης του εγκλήματος, δεν κυνηγάει κανέναν δολοφόνο, απλώς λόγω της δημοσιογραφικής του δουλειάς τυχαίνει να μπλέκει σε εγκλήματα, προσπαθώντας να τα εξιχνιάσει. Ως λογοτεχνική μορφή, δεν στηρίζεται σε άλλους γνωστούς ήρωες. Τον επινόησα διότι δεν ήθελα να έχω ως ήρωα έναν αστυνομικό, όπως έκανε ο Μαρής και όπως κάνουν άλλοι σύγχρονοι αστυνομικοί συγγραφείς.

Ο Λεοντάρης επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου ο κόσμος υποφέρει από την βαρυχειμωνιά της εποχής του Μνημονίου. Υπάρχει ελπίδα ν’ αλλάξει αυτή η άσχημη οικονομική κατάσταση που βιώνει η χώρα μας;

Ο Λεοντάρης έφυγε από την Ελλάδα προσωρινά λόγω της κρίσης, ελπίζοντας πως θα βρει δουλειά στην Αγγλία. Ξέρουμε πολύ καλά πως πολλοί Έλληνες, νέοι κυρίως μα και λιγότερο νέοι, φεύγουν από τη χώρα στο εξωτερικό για να επιβιώσουν. Το φαινόμενο είναι τραγικό, θυμίζει τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όταν οι φτωχοί Έλληνες τραβούσαν για χώρες που αναζητούσαν εργατικά χέρια για να δουλέψουν σε ορυχεία και εργοστάσια. Τώρα, όμως, φεύγουν νέοι επιστήμονες με πολλά προσόντα που δεν τους σηκώνει το κλίμα της Ελλάδας. Σίγουρα, κάποτε όλα αυτά τα δραματικά που ζούμε σήμερα θα τελειώσουν, δεν ξέρουμε πότε αλλά θα τελειώσουν. Ας ελπίσουμε πως αυτό θα γίνει όσο το δυνατόν συντομότερα.

Μέσα στην ιστορία υπάρχει το πρόσωπο της μοιραίας γυναίκας. Η παρουσία της δε γοητεύει περισσότερο τους αναγνώστες;

Σε πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα οι γυναίκες παίζουν το ρόλο της μοιραίας γυναίκας, της femme fatale. H μοιραία γυναίκα αποτελεί το κέντρο, τον πυρήνα, του μυθιστορήματος, η πλοκή δεν θα μπορούσε να προχωρήσει χωρίς αυτήν. Ασφαλώς, η μοιραία γυναίκα είναι όμορφη, πρέπει να είναι όμορφη, ώστε να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Στην Κόρη του εφοπλιστή πρωταγωνιστεί η γυναίκα του εφοπλιστή, η οποία δίνει το ρυθμό στην πλοκή, προσφέροντας τις απαραίτητες ανατροπές που απαιτούνται για την ολοκλήρωση του μυθιστορήματος. Ασφαλώς, χάρη σε αυτήν ο αναγνώστης βιώνει τη γοητεία του διαβάσματος.

Αναφέρετε στίχους των ποιητών Θωμά Γκόρπα και Κατερίνας Γώγου. Ήταν σημαντικοί ποιητές; Τους γνωρίζουν σήμερα οι νέοι μας;

Ο Θωμάς Γκόρπας και η Κατερίνα Γώγου με τα ποιήματα τους έθρεψαν τις γενιές του ’60, του ’70 και του ’80. Ήταν δύο εμβληματικές μορφές της Αθήνας που ύμνησαν την πόλη, που περιπλανήθηκαν στην πόλη, που έζησαν στα Εξάρχεια και στην οδό Πατησίων, αλλά που  δυστυχώς έφυγαν νωρίς. Ειδικά ο Γκόρπας, εκδότης, βιβλιοπώλης, επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής, λάτρευε την αστυνομική λογοτεχνία και συνέβαλε με εκδόσεις και δημοσιεύματα στη διάδοσή της. Δεν γνωρίζω αν οι νέοι τους ξέρουν, ωστόσο γι’ αυτούς γράφονται σήμερα βιβλία ή άρθρα, υπάρχει κινητικότητα από τους ανθρώπους που τους γνώρισαν και τους αγάπησαν.

Εκβιασμοί, υπόγεια παιχνίδια, απάτες. Όλα αυτά συνυπάρχουν καθημερινά στην ζωή των επιχειρηματιών ή ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας;

Οι επιχειρηματίες στην Ελλάδα και στον κόσμο ενίοτε γίνονται ήρωες αστυνομικών μυθιστορημάτων, ιδίως εκείνοι των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες είναι αδιαφανείς. Διότι υπάρχουν έντιμοι επιχειρηματίες και μη έντιμοι. Οι έντιμοι δεν αφορούν την αστυνομική λογοτεχνία. Οι μη έντιμοι είναι διαπλεκόμενοι με την εξουσία, με τους πολιτικούς, με σκοτεινά συμφέροντα, και για να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους είναι πρόθυμοι να εξαπατήσουν, να εκβιάσουν, να παραβούν τους νόμους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η λογοτεχνία, δηλαδή η φαντασία, δε μπορεί να φτάσει μακριά, η ζωή την ξεπερνάει. Κανένας συγγραφέας, όσο ταλέντο κι αν έχει, δεν μπορεί να υποψιαστεί τι ακριβώς συμβαίνει στον άγνωστο κόσμο των επιχειρήσεων ώστε να το καταγράψει.

«Όμορφη πόλη», είπε, «λίγο ασυνάρτητη μα όμορφη». Γοητεύει ακόμη σήμερα η Αθήνα;

Η Αθήνα του σήμερα, η Αθήνα της κρίσης, δεν είναι η πόλη στην οποία μεγαλώσαμε. Είναι μια άλλη πόλη, θλιβερή, τραυματισμένη, αφιλόξενη, ειδικά το κέντρο της. Δεν έγινε έτσι από μόνη της. Κάποιοι, οι πολιτικοί, αδιαφόρησαν για την τύχη της και την εγκατέλειψαν. Ευτυχώς, εξακολουθούν να υπάρχουν σημεία στην πόλη που διατηρούν την ομορφιά τους και που εμείς οι κάτοικοι της, οφείλουμε να προστατεύσουμε, προτού ολοκληρωθεί η καταστροφή. Η περιοχή γύρω από την Ακρόπολη, η Πλάκα, το Θησείο, έχει μείνει αλώβητη, συνεχίζοντας να μας γοητεύει.


Είσαστε από τους συγγραφείς που σας βλέπουμε να βαδίζετε στο κέντρο της Αθήνας και να χρησιμοποιείτε τα μέσα συγκοινωνίας. Αυτές οι καθημερινές σκηνές δεν μπορούν να αποτελέσουν εμπειρίες για να πλάσετε κάποιο μυθιστόρημα;

Πράγματι, ταξιδεύω πολύ με τα συγκοινωνιακά μέσα. Άρα δε θα μπορούσα να αποφύγω να περιγράψω μερικές από τις σκηνές, τις οποίες βλέπω καθημερινά. Στην Κόρη του εφοπλιστή περιγράφω τη διαδρομή του ήρωα, του Τηλέμαχου Λεοντάρη, από το Σύνταγμα στο αεροδρόμιο με το μετρό και ομολογώ πως όσα βλέπει δεν είναι καθόλου κολακευτικά γι’ αυτήν τη χώρα, γι’ αυτόν το λαό.

Πρέπει οι συγγραφείς να εκφράζουν τη γνώμη τους για σοβαρά κοινωνικά προβλήματα;

Κατ’ αρχάς οι συγγραφείς, εννοώ τους πεζογράφους, αυτό που θέλουν να πουν το λένε μέσα από τα βιβλία τους. Τώρα, αν ερωτηθούν μπορούν να εκφράσουν την άποψή τους για τα τρέχοντα ζητήματα, πράγμα όμως που ενέχει κινδύνους διότι ενδέχεται να δυσαρεστήσουν τους αναγνώστες τους, οι οποίοι ίσως δε συμφωνούν μαζί τους. Είδατε τι έγινε με διάφορα σχόλια που έχουν κάνει  στο facebook άξιοι και προβεβλημένοι συγγραφείς, όπως ο Πέτρος Τατσόπουλος ή η Λένα Διβάνη. Πολλοί πέσανε να τους φάνε. Προσοχή, λοιπόν, στο τι λέμε δημοσίως και στο τι γράφουμε.


Κάνετε παρέα με άλλους συγγραφείς; Ποιο σημείο θα σας άρεσε να τους συναντήσετε;

Ασφαλώς και κάνω παρέα με συγγραφείς. Πρώτα απ’ όλα, συναντώ συχνά τους ομοτέχνους μου που ανήκουν στην Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας, είτε στις συνεδριάσεις μας είτε κατ’ ιδίαν. Όπως σας είπα πιο πάνω, τα σημεία που προτιμώ για τις συναντήσεις μας είναι αυτά γύρω από την Ακρόπολη, πηγαίνουμε σε ήσυχες καφετέριες, όπου μπορούμε να συζητήσουμε άνετα.

Ποια εποχή σάς εμπνέει περισσότερο για να γράφετε;

Γράφω όλο το χρόνο, δεν κάνω διακρίσεις σε εποχές, γράφω μόνο στον υπολογιστή, συνήθως το πρωί και το απόγευμα, όταν ξυπνάω και το μυαλό μου είναι καθαρό και φρέσκο. Γράφω ακούγοντας μουσική είτε από το ραδιόφωνο -μόνο ελληνική-, είτε στο ίντερνετ, μπαίνω στο youtube όπου βρίσκω ελληνική, ξένη, κλασική, τα πάντα.

Θα σας ενδιέφερε να εκδώσετε κάποιο μυθιστόρημά μόνο σε ψηφιακή μορφή; Διαβάζετε μυθιστορήματα σε ψηφιακή μορφή;

Ήδη δύο βιβλία μου κυκλοφορούν και σε ψηφιακή μορφή, Ο ερωτευμένος Ελύτης και Ζωή και θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Όχι, δε μπορώ να διαβάσω βιβλία μόνο σε ψηφιακή μορφή, είμαι της παλιάς γενιάς, μου αρέσει το χαρτί, θέλω να πιάνω το βιβλίο, να το αγγίζω, να νιώθω στα δάχτυλα την υφή του. Διαβάζω όμως βιβλία στο ίντερνετ, βιβλία εξαντλημένα και δυσεύρετα. Εξάλλου, δεν έχω κινητό ούτε λάπτοπ ώστε να πηγαίνω να διαβάσω στην παραλία ή αλλού, όπως κάνουν οι νέοι. Νομίζω πως η ανάγνωση βιβλίων στο χαρτί ή σε ψηφιακή μορφή προσφέρει την ίδια απόλαυση. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να διαβάζουμε βιβλία, τίποτα άλλο.

Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες που διαβάζουν τη συνέντευξή σας;

Να πω για τη ζωή, την κοινωνία, την πολιτική ή το Θεό; Δεν είμαι ειδικός σε τίποτα, δεν μου πάει ο ρόλος του καθοδηγητή, του δάσκαλου, του παπά. Το μόνο που ξέρω, και το ξέρω καλά, είναι η λογοτεχνία, μάλιστα κάποιος φίλος με έχει χαρακτηρίσει γκουρού της αστυνομικής λογοτεχνίας. Γελάω, είναι αστείο. Ένας απλός αναγνώστης είμαι που έχω διαβάσει πολλά βιβλία, που διαβάζω λογοτεχνία και εξωσχολικά βιβλία από τότε που πήγαινα στο δημοτικό σχολείο. Αυτό που θα ήθελα να συστήσω σε όλους είναι να διαβάζουν, όχι πολύ, όχι υπερβολικά, απλώς να διαβάζουν βιβλία, λογοτεχνικά, ιστορικά, φιλοσοφικά. Τα βιβλία ανοίγουν τα μάτια, προσφέρουν γνώσεις, χαρίζουν ψυχαγωγία και χαρά. Αν διαβάζανε όλοι βιβλία, αν στο σχολείο τα παιδιά μάθαιναν ν’ αγαπούν τον Παπαδιαμάντη, τον Καζαντζάκη, τον Σολωμό, τον Καβάφη, αν αργότερα εντρυφούσαν στο έργο του Ελύτη, του Καββαδία, του Σεφέρη, του Αναγνωστάκη, του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου, ίσως να μην φτάναμε στα σημερινά χάλια και στα σημερινά αδιέξοδα. Λέω, τώρα.