Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 4

Ο Ζ.Δ. Αϊναλής "συνομιλεί" με τον Ρομπέρ Ντεσνός

του Ζ.Δ. Αϊναλή

Robert Desnos
(1900 – 1945)

Σε μιαν άγνωστη αγαπημένη
(1926)

Ω, του έρωτα πίκρες!

Ω, του έρωτα πίκρες!
Πόσο μου ‘στε απαραίτητες, πόσο μου ‘στε ακριβές.
Τα μάτια μου που να κλείνοντας μπροστά σε φανταστικά δάκρυα,
Τα χέρια μου που να τείνοντας ασταμάτητα στο κενό.
Ονειρεύτηκα αυτή τη νύχτα τοπία παράφορα και τολμηρές περιπέτειες
Εξίσου από την οπτική του θανάτου κι από την οπτική της ζωής, που είναι ταυτόχρονα του έρωτα η οπτική.
Απ’ τη στιγμή που ξυπνώ είστε παρούσες, ω του έρωτα πίκρες, ω της έρημος μούσες, μούσες απαιτητικές.
Το γέλιο μου κι η χαρά μου συσπειρώνονται γύρω σας. Είναι τα ψιμύθια σας, η πούδρα σας, το κραγιόν σας, είν’ η φιδίσια τσάντα σας, το μεταξωτό σας εσώρουχο… Κι είναι ακόμα αυτή η πτυχή ανάμεσα στ’ αυτί και στο σβέρκο, στη γέννηση του λαιμού, το μεταξένιο σας παντελόνι και το λεπτό σας πουκάμισο και το γούνινο σας παλτό, η ολοστρόγγυλη σας κοιλιά το γέλιο μου κι οι χαρές μου οι γάμπες κι όλα σας τα κοσμήματα.
Πόσο είστε, στ’ αλήθεια όμορφα, ντυμένη και στολισμένη.

Ω, του έρωτα πίκρες, άγγελοι απαιτητικοί, έτσι εγώ σας φαντάζομαι στην ίδια την οπτασία του έρωτα μου συγχέοντας σας μαζί του…
Ω, του έρωτα πίκρες, εσείς που εγώ δημιούργησα κι έντυσα, συγχέεστε με τον έρωτα μου του οποίου δεν γνωρίζω παρά τα ρούχα μονάχα κι ακόμα τα μάτια, τη φωνή, το πρόσωπο, τα χέρια, τα μαλλιά, τα δόντια, τα μάτια…

Σ’ ονειρεύτηκα τόσο συχνά

Σ’ ονειρεύτηκα τόσο συχνά που τώρα αρχίζεις και χάνεις την πραγματικότητα σου.
Υπάρχει ακόμη καιρός να εγγίσω το ζωντανό τούτο κορμί και να φιλήσω σε τούτο το στόμα τη γέννηση της φωνής οπού μου ‘ν’ ακριβή;
Σ’ ονειρεύτηκα τόσο συχνά που τα μπράτσα μου συνηθισμένα ν’ αγκαλιάζουν τον ίσκιο σου σταυρώνοντας τον αέρα στο στήθος μου δεν θα υπακούσουν στο περίγραμμα του κορμιού σου, ίσως.
Και που, μπροστά στην πραγματική εμφάνιση εκείνου που με στοιχειώνει και που με κυβερνά μέρες και χρόνια τώρα θα καταντήσω το δίχως άλλο κι εγώ με τη σειρά μου σκιά,
αισθηματικές αμφιταλαντεύσεις.
Σ’ ονειρεύτηκα τόσο συχνά που δεν υπάρχει καιρός πια να ξυπνήσω. Κοιμάμαι όρθιος, έκθετο το κορμί σ’ όλες τις φαινομενικότητες, και της ζωής και του έρωτα και τις δικές σου, της μόνης που μετράει για μένα ακόμα, ότι είναι λιγότερο πιθανό ν’ αγγίξω το μέτωπο και τα χείλια σου παρά τα πρώτα χείλια και το πρώτο μέτωπο που θ’ απαντήσω μπροστά μου.
Σ’ ονειρεύτηκα τόσο συχνά, περπάτησα τόσο, μίλησα, πλάγιασα με το φάντασμα σου τόσες φορές, που δεν μου μένει κάτι περισσότερο πια, κι όμως, να γίνω ίσως περισσότερο φάντασμα απ’ όλα τα φαντάσματα, η σκοτεινότερη των σκιών μες τις άλλες σκιές που διαβαίνει και θα διαβαίνει ανάλαφρα μες το ηλιακό ρολόι της δικής σου ζωής.

Τα τοπία του ύπνου

Μέσα στη νύχτα υπάρχουν βέβαια τα επτά θαύματα του κόσμου, η γοητεία, το μεγαλείο κι η τραγικότητα.
Τα δάση συγκρούονται σύγχυση τα πλάσματα των θρύλων κρυμμένα στα ρουμάνια.
Υπάρχεις εσύ.
Μέσα στη νύχτα υπάρχει το βήμα του μακρινού στρατολάτη κι εκείνο του δολοφόνου κι εκείνο του λοχία της πόλης και το φως των φανοστατών και του φαναριού του ρακοσυλλέκτη.
Υπάρχεις εσύ.
Μέσα στη νύχτα περνάνε τα τρένα και τα βαπόρια και οι αντανακλάσεις των χωρών που ξημερώνει.
Οι τελευταίες ανάσες του λυκόφωτος κι οι πρώτες ανατριχίλες της αυγής.
Υπάρχεις εσύ.
Ένας ήχος πιάνου, και μία έκρηξη φωνής.
Η πόρτα που κλείνει. Ένα ρολόι.
Και όχι μόνο τα πλάσματα και τα πράγματα και οι ένυλοι ήχοι.
Αλλά ακόμα κι εγώ που με καταδιώκω αδιάκοπα χωρίς ποτέ να με ξεπερνώ.
Υπάρχεις εσύ ένα σφάγιο, εσύ που προσμένω.
Κάποτε γεννιούνται παράξενα πλάσματα μέσα στο βύθος του ύπνου κι εξαφανίζονται.
Όταν κλείνω τα μάτια, φωσφορίζουσες ανθοφορίες εμφανίζονται και μαραίνονται κι ανασταίνονται καθώς που σάρκινο πυροτέχνημα.
Άγνωστες χώρες που να διασχίζοντας με μόνη τη συντροφιά ανήκουστων πλασμάτων.
Υπάρχεις εσύ το δίχως άλλο, εσύ η διακριτική και η όμορφη η κατάσκοπος.
Και η ψυχή απτή η της έκτασης.
Και τ’ αρώματα τ’ ουρανού και τ’ αστέρια και το τραγούδι του κόκορα εδώ και 2000 χρόνια και οι κραυγές του παγονιού μες τα πυρπολημένα πάρκα και των εραστών.
Χέρια που χειράπτουν διεστραμμένα μέσα στο ύποπτο ημίφως τροχοί που να τρίζοντας πάνω σε μεδουσώδεις δρόμους.
Υπάρχεις εσύ το δίχως άλλο εσύ που γνώριζα, εσύ που δεν γνωρίζω.
Εσύ, η στα όνειρα μου παρούσα, κι η επιμένουσα να σε μαντεύω κι όχι να σε γνωρίζω.
Εσύ, η ασύλληπτος εντός της πραγματικότητας κι εντός του ονείρου.
Εσύ, η ανήκουσα βουλητικά σε μένα και να εξουσιάζοντας το φάσμα σου εσύ η μήποτε άπτουσα του προσώπου μου το δικό σου και κλειστά μου τα μάτια σ’ όνειρο και πραγματικότητα εξίσου.
Εσύ, η περιγραφομένη ρηχών ρητορικών οπού το κύμα ξεψυχά στις ακτές, οπού η κουρούνα πετά σ’ ερειπωμένα εργοστάσια, οπού σαπίζει το δάσος σπάζοντας κάτω από έναν μολύβδινο ήλιο.
Εσύ, ένα-ένα τα όνειρα μου που έχτισα πάνω σου όσο που ανατίναζες απ’ τα μέσα το πνεύμα μου μεστό των πιο απίθανων μεταμορφώσεων και που το γάντι σου μ’ άφηνες στα χείλια όσο που φιλούσα το χέρι σου.
Μέσα στη νύχτα υπάρχουν τ’ αστέρια κι η ζοφώδης της θάλασσας κίνηση, τα ποτάμια, τα δάση, οι πόλεις, τα χόρτα, οι πνεύμονες εκατομμυρίων κι εκατομμυρίων πλασμάτων.
Μέσα στη νύχτα υπάρχουν τα θαύματα του κόσμου.
Μέσα στη νύχτα δεν υπάρχουν φύλακες άγγελοι αλλά υπάρχει ο ύπνος.
Μέσα στη νύχτα υπάρχεις εσύ.
Μέσα στη μέρα επίσης.

Αν ήξερες μόνο

Μακριά από μένα και μοιάζοντας στ’ αστέρια και σ’ όλα τα μαραφέτια της ποιητικής μυθολογίας,
Μακριά από μένα κι ωστόσο παρούσα μες την άγνοια σου,
Μακριά από μένα και πιο πολύ ακόμα σιωπηλή γιατί συνέχεια σε σκέφτομαι,
Μακριά από μένα, γλυκέ μου αντικατοπτρισμέ κι αιώνιο όνειρο μου εσύ, εσύ δεν μπορείς να ξέρεις.
Αν ήξερες μόνο.
Μακριά από μένα κι ίσως να μ’ αγνοούσες εκ των προτέρων ακόμα, ακόμα να μ’ αγνοείς.
Μακριά από μένα γιατί το δίχως άλλο δεν μ’ αγαπάς ή, ακόμα κι αν, που αμφιβάλλω.
Μακριά από μένα γιατί επιμένεις προκλητικά ν’ αγνοείς το παθιασμένο μου πόθο.
Μακριά απόμένα γιατί είσαι σκληρή.
Αν ήξερες μόνο.
Μακριά από μένα, χαρούμενη καθώς που το άνθος χορεύοντας στο ποτάμι στο χείλος του υδάτινου μίσχου του, θλιμμένη καθώς που η έβδομη ώρα βαριά μες τους μανιταρώνες.
Μακριά από μένα σιωπηλή ακόμη κι αν ήμουν παρών και χαρούμενη ακόμα καθώς που οι ώρες με τη μορφή του πελαργού που πέφτοντας από ψηλά.
Μακριά από μένα τη στιγμή που τραγουδούν οι αποστακτήρες, τη στιγμή που η θάλασσα θορυβώδης και σιωπηλή διπλώνει σε προσκέφαλα λευκά.
Αν ήξερες μόνο.
Μακριά από μένα, παρούσα μου θύελλα, μακριά μου μες στον υπέροχο βόμβο των οστράκων των στρειδιών που σπάζοντας στο βήμα του υπνοβάτη, που ξημερώνοντας η μέρα όταν περνά μπροστά απ’ τις πόρτες των εστιατορίων.
Αν ήξερες μόνο.
Μακριά από μένα, αντικατοπτρισμέ μου εθελούσιε και υλικέ.
Μακριά από μένα, υπάρχει ένα νησί που συστρέφεται στο πέρασμα των πλοίων.
Μακριά από μένα ένα κοπάδι βοδιών ειρηνικών που χάνοντας το δρόμο απ’ τον ήλιο, να σταματά επίμονα στο χείλος ενός βαθιού γκρεμού, μακριά από μένα, εσύ σκληρή.
Μακριά από μένα, το πεφταστέρι να διαλέγοντας τη νυχτερινή μποτίλια του ποιητή. Κλείνει ζωηρά το φελλό κι έκτοτε καραδοκεί τ’ αστέρι έγκλειστο μες το γυαλί, καραδοκεί τους αστερισμούς που γεννιούνται μυστικά στα τοιχώματα, μακριά από μένα, είσαι μακριά από μένα πολύ.
Αν ήξερες μόνο.
Τα φιλιά των εραστών κι οι αυτοκτονίες ανά δυο κι η γδύμνια στις κάμαρες των άγνωστων καλλονών και τα όνειρα τους μεσάνυχτα, και τα ηδονικά μυστικά ξαφνιασμένα από τις λάμες της επιφάνειας ξύλινης του πατώματος.
Μακριά από μένα,
Αν ήξερες μόνο.
Αν ήξερες μόνο το πόσο σ’ αγαπώ παρόλο που καθόλου δεν μ’ αγαπάς, και το ξέρω, το πόσο είμ’ ευδαίμων, το πόσο είμ’ άλκιμος κι υπερήφανος να παίρνω τους δρόμους με την εικόνα σου στο μυαλό μου, να παίρνω τους δρόμους του σύμπαντος.
Το πόσο είμαι ευδαίμων πεθαίνοντας.
Αν ήξερες μόνο το πόσο ο κόσμος όλος μου υποτάχθηκε.
Κι εσύ, ανυπότακτη ακόμα καλλονή, το πόσο είσαι αιχμάλωτη μου δική μου μικρή.
Εσύ, μακριά από μένα, εσύ που σ’ εσένα έχω υποταγεί.
Αν ήξερες μόνο.

Όχι ο έρωτας δεν είναι νεκρός

Όχι, ο έρωτας δεν είναι νεκρός σ’ αυτήν την καρδιά σε τούτα τα μάτια σ’ αυτό το στόμα που ήδη διακήρυττε την απ’ ώρα αρχινισμένη κηδεία.
Ακούστε, μπούχτισα γραφικότητα, χρώματα, γοητεία.
Αγαπάω τον έρωτα, την τρυφερότητα του και την ανελέητη του σκληρότητα.
Ο έρωτας μου δεν έχει παρά ένα μονάχα όνομα, παρά μία μονάχα μορφή.
Τα πάντα ρει. Στόματα επικολλούνται σ’ αυτό το στόμα
Ω! εσύ του έρωτα μου όνομα και μορφή,
Μια μέρα στη θάλασσα ανάμεσα σ’ Ευρώπη κι Αμερική
Την ώρα που κι η έσχατη ακτίνα του ήλιου θα καθρεφτίζεται στην κυματώδη επιφάνεια των κυμάτων, ή σε μια νύχτα με καταιγίδα κάτω από ‘να δέντρο στην εξοχή, ή σ’ ένα γρήγορο αυτοκίνητο,
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό στη λεωφόρο Μαλεσέρμπ,
Μια μέρα βροχερή,
Πριν να ξαπλώσεις την χαραυγή,
Σκέψου, διατάζω το οικείο μου φάντασμα σου, πως υπήρξα ο μόνος που σ’ αγάπησε χωρίς να σε ξέρει και πως είναι κρίμα που ποτέ δεν με γνώρισες.
Σκέψου, πως ποτέ δεν πρέπει να μετανιώνεις• πριν από μένα ο Ρονσάρ κι ο Μπωντλαίρ τραγουδήσανε το παράπονο των γριών ακόμα και των νεκρών που περιφρόνησαν τον αγνότερο έρωτα,
Εσύ, όταν θα ‘σαι νεκρή,
Θα ‘σαι ακόμα όμορφη, ποθητή.
Εγώ, θα είμαι ήδη νεκρός, έγκλειστος ολάκερος μες στο αθάνατο σου κορμί, κι η στίλβουσα σου εικόνα παρούσα στο άπειρο ανάμεσα στ’ ακατάβλητα θαύματα της ζωής και της αιωνιότητας, αν, αν όμως είμαι ακόμα ζωντανός
Η φωνή σου κι ο τόνος της, το βλέμμα σου κι οι ακτίνες του,
Το άρωμα σου και των μαλλιών σου το άρωμα κι άλλα πολλά πράγματα ακόμα δικά σου θα ζούνε εντός μου,
Εντός μου που δεν είμαι μήτ’ ο Ρονσάρ μητ’ ο Μπωντλαίρ,
Παρά μονάχα ένας φτωχός Ρομπέρ Ντεσνός και που, για να ‘χοντας σε γνωρίσει και αγαπήσει,
Ξέρω να τα τιμώ ακριβά.
Εγώ, που είμαι ο Ρομπέρ Ντεσνός, μόνο για να σ’ αγαπώ,
Και που υστεροφημία άλλη καμιά δε ζητώ παρά μονάχα πως σε αγάπησα.

Καθώς που ένα χέρι τη στιγμή του θανάτου

Καθώς που ένα χέρι τη στιγμή του θανάτου και του ναυάγιου ντύνεται τις ακτίνες του δύοντος ήλιου, έτσι και τα μέλη σου όλα ακτινοβολούνε τα βλέμματα σου.
Δεν υπάρχει πλέον καιρός, ίσως δεν υπάρχει πλέον καιρός να με δεις,
Αλλά το φύλλο που πέφτει και ο δρόμος που στρίβει,
Θα σου πουν πως τίποτα δεν είν’ αιώνιο πάνω στη γη,
Εκτός απ’ τον έρωτα,
Και προσπαθώ μ’ αυτό να με πείσω.
Σωτήριες λέμβοι βαμμένες χρώματα ερυθρά,
Καταιγίδες που τρυπώνουν μέσα στα σύννεφα,
Κάποιο παρωχημένο βαλς που μεταφέροντας τον καιρό και τον άνεμο στα αχανή ουράνια διαστήματα.
Τοπία.
Εγώ δεν θέλω άλλο παρά την περίπτυξη εντός της οποίας μπορώ κι αναπνέω
Πεθαίνοντας το τραγούδι του κόκορα.
Καθώς που ένα χέρι, τη στιγμή του θανάτου, συσπάται, σφίγγεται η καρδιά μου.
Δεν έκλαψα ποτέ απ’ όταν σε γνώρισα.
Σ’ αγαπώ υπερβολικά αγάπη μου για να κλάψω.
Εσύ, θα κλάψεις στον τάφο μου,
Ή εγώ στον δικό σου.
Δεν θα είναι πολύ αργά.
Θα πω ψέματα. Πως ήσουν τάχα η ερωμένη μου.
Κι έπειτα είναι πράγματι άχρηστο.
Όπου να ‘ναι κι οι δυο θα πεθάνουμε.

Επωφελούμενος της νύχτας

Που να γλιστρώντας στον ίσκιο σου επωφελούμενος της νύχτας
Που ν’ ακολουθώντας τα βήματα σου, στο παράθυρο τη σκιά σου.
Αυτή η σκιά στο παράθυρο είσαι εσύ, δεν είναι μια άλλη, είσαι εσύ.
Μην ανοίγεις αυτό το παράθυρο πίσω τις κουρτίνες απ’ του οποίου κινείσαι.
Κλείσε τα μάτια.
Ήθελα με τα χείλη μου να τα κλείσω.
Μα το παράθυρο ανοίγει κι ο άνεμος, ο άνεμος που ταλαντεύει παράξενα τη φλόγα
και τη σημαία κυκλώνει τη φυγή μου απ’ το παλτό σου που ανεμίζει.
Το παράθυρο ανοίγει• δεν είσαι εσύ.
Το ήξερα ήδη.