Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 4

Σέι Μους Χήνυ, ο "Φυσιογνώστης"

του Νίκου Παναγόπουλου

Ο Σέιμους Χήνυ γεννήθηκε στη Βόρεια Ιρλανδία το 1939 και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Queen΄s του Μπέλφαστ.Η ποιητική του πορεία ξεκίνησε το 1962 και στα μέσα τις δεκαετίας το '60 άρχισε να εκδηλώνεται προσοχή για τα ποιήματά του.
Έχοντας γεννηθεί σε μια κοινωνία βαθιά διαιρεμένη η ποίησή του χαρακτηρίζεται από μια βαθιά ανησυχία γύρω από το ερώτημα των ευθυνών και των δικαιωμάτων της ποίησης απέναντι στον κόσμο καθώς η ποίηση ισορροπεί μεταξύ της ανάγκης για δημιουργική ελευθερία και της πίεσης για έκφραση της αίσθησης κοινωνικής ευθύνης από μέρους του ποιητή ως πολίτη.Είναι καθηγητής Λογοτεχνίας στο Χάρβαρντ απο το 1981.Το 1995 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.Για την ποιητική συλλογή "District and Circle" βραβεύτηκε το 2006 με το βραβείο Τ.Σ. Ελιοτ.

Death of a Naturalist

All the year the flax-dam festered in the heart
Of the townland; green and heavy headed
Flax had rotted there, weighted down by huge sods.
Daily it sweltered in the punishing sun.
Bubbles gargled delicately, bluebottles
Wove a strong gauze of sound around the smell.
There were dragon-flies, spotted butterflies,
But best of all was the warm thick slobber
Of frogspawn that grew like clotted water
In the shade of the banks. Here, every spring
I would fill jampots full of the jellied
Specks to range on the window-sills at home,
On shalves at school, and wait and watch until
The fattening dots burst into nimble-
Swimming tadpoles. Miss Walls would tell us how
The daddy frog was called a bullfrog
And how he croaked and how the mammy frog
Laid hundreds of little eggs and this was
Frogspawn. You could tell the weather by frogs too
For they were yellow in the sun and brown
In rain.

Then one hot day when fields were rank
With cowdung in the grass the angry frogs
Invaded the flax-dam; I ducked through hadges
To a coarse croaking that I had not heard
Before. The air was thick with a bass chorus.
Right down the dam gross-bellied frogs were cocked
On sods; their loose necks pulsed like snails. Some hopped:
The slap and plop were obscene threats. Some sat
Poised like mud grenades, their blunt heads farting.
I sickened, turned, and ran. The great slime kings
Were gathered there for vengeance and I knew
That if I dipped my hand the spawn would clutch it. 

Ο Θάνατος ενός Φυσιογνώστη

Όλη την χρονιά το λιναρό-φραγμα σάπιζε στην καρδιά της
γειτονιάς'πράσινο και βαρυκέφαλο
Λινάρι είχε σαπίσει εκεί, λυγισμένo από τεράστια γρασίδια.
Καθημερινά έλυωνε στον τιμωρό ήλιο.
Φυσαλίδες γαργάριζαν απαλά,κρεατόμυγες
Έπλεκαν μια δυνατή γάζα ήχου γύρω από τη μυρωδιά.
Υπήρχαν λιβελλούλες,πεταλούδες με βούλες
Αλλά το καλύτερο από όλα ήταν το θερμό πηχτό σάλιο
Των βατραχοαυγών που ανάβλυζε όπως το θρομβωμένο ύδωρ
Στη σκιά των οχθών. Εδώ, κάθε άνοιξη
Θα γέμιζα βάζα του γλυκού γεμάτα με τις πηγμένες
Κηλίδες για να τα παρατάξω στα περβάζια των παραθύρων στο σπίτι,
Στα ράφια στο σχολείο, και να περιμένω και να κοιτάζω μέχρι
Οι παχιές κουκίδες να ξεσπούν σε σβέλτους-
Κολυμβητές γυρίνους. Η Δεσποινίς Γουόλς θα μας έλεγε πώς
Ο μπαμπάκας βάτραχος λεγόταν κατεσβεϊανός
Και πώς κόαζε και πώς η μανούλα βάτραχος
Γέννησε εκατοντάδες μικρά αυγά και αυτά ήταν τα
Βατραχοαυγά.Μπορούσες επίσης να πείς τον καιρό από τους βατράχους
Γιατί ήταν κίτρινοι στον ήλιο και καφετιοί
Στη βροχή.

Τότε μια καυτή ημέρα όταν τα χωράφια ήταν δύσοσμα
Με αγγελαδοκούραδα στο χορτάρι οι αγριεμένοι βάτραχοι
Εισέβαλαν στο λιναρό-φραγμα'Έσκυψα γρήγορα πίσω από φράχτες
Από ένα αγροίκο κόασμα  που δεν είχα ακούσει
Πριν. Ο αέρας ήταν πυκνός με ένα μπάσο χορωδιακό.
Δεξιά κάτω στο φράγμα αηδιαστικοί-με κοιλιές που πετούσαν έξω βάτραχοι έγερναν
Στα γρασίδια ' οι χαλαροί λαιμοί τους πάλλονταν όπως τα σαλιγκάρια. Μερικοί χοροπηδούσαν:
Το βρόντηγμα και ο γδούπος ήταν αισχρές απειλές. Μερικοί κάθισαν
Ισορροπημένοι σαν χειροβομβίδες λάσπης,τα  τραχύ κεφάλια τους πέρδονταν.
Αηδίασα, έστριψα,και έτρεξα. Οι μεγάλοι γλοιώδεις βασιλιάδες
Είχαν μαζευτεί εκεί για εκδίκηση και ήξερα
Ότι εάν χαμήλωνα το χέρι μου τα αυγά θα το άρπαζαν.

*

Blackberry-picking

Late August, given heavy rain and sun
For a full week, the blackberries would ripen.
At first, just one, a glossy purple clot
Among others, red, green, hard as a knot.
You ate that first one and its flesh was sweet
Like thickened wine: summer's blood was in it
Leaving stains upon the tongue and lust for
Picking. Then red ones inked up and that hunger
Sent us out with milk cans, pea tins, jam-pots
Where briars scratched and wet grass bleached our boots.
Round hayfields, cornfields and potato-drills
We trekked and picked until the cans were full
Until the tinkling bottom had been covered
With green ones, and on top big dark blobs burned
Like a plate of eyes. Our hands were peppered
With thorn pricks, our palms sticky as Bluebeard's.
We hoarded the fresh berries in the byre.
But when the bath was filled we found a fur,
A rat-grey fungus, glutting on our cache.
The juice was stinking too. Once off the bush
The fruit fermented, the sweet flesh would turn sour.
I always felt like crying. It wasn't fair
That all the lovely canfuls smelt of rot.
Each year I hoped they'd keep, knew they would not.

Μάζεμα Βατόμουρων

Τέλη Αυγούστου,λαμβάνοντας υπόψη την δυνατή βροχή και τον ήλιο
Για μια ολόκληρη εβδομάδα,τα βατόμουρα θα είχαν ωριμάσει.
Στην αρχή, μόνο ένας,ένας στιλπνός μωβ θρόμβος
Μεταξύ άλλων, κόκκινων, πράσινων,δύσκολος σαν ένας κόμπος.
Έτρωγες αυτό τον πρώτο και η σάρκα του ήταν γλυκιά
Σαν το πυκνωμένο κρασί: το αίμα του καλοκαιριού ήταν σε αυτόν
Αφήνοντας κηλίδες επάνω στη γλώσσα και τον πόθο για
Μάζεμα.Τότε τα κόκκινα μελανώνονταν και εκείνη η πείνα
Μας έστελνε έξω με κονσερβοκούτια γάλακτος,κονσέρβες μπιζελιών,βάζα του γλυκού
Εκεί που βατομουριές γρατζουνούσαν και υγρό χορτάρι ξέβαφε τις μπότες μας.
Γύρω από χωράφια με σανό,χωράφια με καλαμπόκι και αυλάκια για πατάτες
Περπατούσαμε ξεθεωτικά και μαζεύαμε μέχρι τα κονσερβοκούτια να ήταν γεμάτα
Μέχρι ο κουδουνιστός πάτος να είχε καλυφθεί
Με τα πράσινα, και στην κορυφή μεγάλες σκούρες σταγόνες έκαιγαν
Όπως ένα πιάτο ματιών. Τα χέρια μας ήταν γεμάτα
Με τρυπήματα από αγκάθια,οι παλάμες μας κολλώδεις σαν του Κυανοπώγωνα.
Συγκεντρώναμε τα φρέσκα μούρα στο σταύλο των αγγελάδων.
Αλλά όταν το λουτρό τελείωνε βρίσκαμε ένα πουρί,
Ένα στο χρώμα του αρουραίου γκρίζο μύκητα να έχει πλημμυρίσει την κρυψώνα μας.
Ό χυμός βρωμούσε επίσης.Όταν κοβόταν από τον θάμνο
το φρούτο υφίστατω ζύμωση η γλυκιά σάρκα θα γινόταν ξινή .
Πάντα ένιωθα σαν να ήμουν έτοιμος να κλάψω. Δεν ήταν δίκαιο
Ότι όλες οι ωραίες κονσέρβες μύριζαν από σαπίλα .
Κάθε χρόνο ήλπιζα πως θα κρατήσουν,το ήξερα πως δεν θα κρατoύσαν.

*

Mid-term Break

I sat all morning in the college sick bay
Counting bells knelling classes to a close.
At two o'clock our neighbors drove me home.

In the porch I met my father crying--
He had always taken funerals in his stride--
And Big Jim Evans saying it was a hard blow.

The baby cooed and laughed and rocked the pram
When I came in, and I was embarrassed
By old men standing up to shake my hand

And tell me they were "sorry for my trouble,"
Whispers informed strangers I was the eldest,
Away at school, as my mother held my hand

In hers and coughed out angry tearless sighs.
At ten o'clock the ambulance arrived
With the corpse, stanched and bandaged by the nurses.

Next morning I went up into the room. Snowdrops
And candles soothed the bedside; I saw him
For the first time in six weeks. Paler now,

Wearing a poppy bruise on his left temple,
He lay in the four foot box as in his cot.
No gaudy scars, the bumper knocked him clear.

A four foot box, a foot for every year.

Διάλειμμα στα μέσα του τριμήνου

Κάθισα όλο το πρωί στο αναρρωτήριο
Μετρώντας καμπάνες να σημαίνουν πένθιμα σε τάξεις την λήξη τους.
Στις δύο η ώρα οι γείτονές μας με πήγαν με αυτοκίνητο σπίτι.

Στο χωλ συνάντησα τον πατέρα μου να κλαίει --
Πάντα ήταν ψύχραιμος στις κηδείες --
Και ο Μεγάλος Τζίμ Έβανς έλεγε ότι ήταν ένα σκληρό χτύπημα.

Το μωρό μουρμούρισε και γέλασε και κούνησε το καροτσάκι
Όταν μπήκα, και ντράπηκα
Τους ηλικιωμένους που σηκώνονταν όρθιοι για να μου σφίξουν το χέρι μου

Και να μου πούν ότι "λυπούνται για την στεναχώρια μου"
ψίθυροι πληροφoρούσαν τους ξένους ότι ήμουν ο μεγαλύτερος,
Μακριά στο σχολείο,καθώς η μητέρα μου κρατούσε το χέρι μου

Στο δικό της και έβγαζε άγριους χωρίς δάκρυα στεναγμούς.
Στις δέκα η ώρα το ασθενοφόρο έφθασε
Με το πτώμα,με σταματημένη την αιμορραγία και με επιδέσμους από τις νοσοκόμες.

Το επόμενο πρωινό ανέβηκα στο δωμάτιο.Λευκόια
Και κεριά καταπράυναν το προσκεφάλι'Τον είδα
Για πρώτη φορά σε έξι εβδομάδες. Χλωμότερος τώρα,

Να φορά μία σαν παπαρούνα μελανιά  στον αριστερό κρόταφο του,
Ήταν ξαπλωμένος στο τεσσάρων ποδιών κουτί όπως στην κούνια του.
Καθόλου χτυπητά σημάδια, ο προφυλακτήρας τον χτύπησε χειρουργικά .

Ένα κουτί τεσσάρων ποδιών, ένα πόδι για κάθε χρονιά.

*

The Perch

Perch on their water perch hung in the clear Bann River
Near the clay bank in alder dapple and waver,

Perch they called ‘grunts’, little flood-slubs, runty and ready,
I saw and I see in the river’s glorified body

That is passable through, but they’re bluntly holding the
pass,
Under the water-roof, over the bottom, adoze

On the current, against it, all muscle and slur
In the finland of perch, the fenland of alder, on air

That is water, on carpets of Bann stream, on hold
In the everything flows and steady go of the world.

Η πέρκα

Πέρκα στο νερό τους κουρνιάζει γραπωμένη στον διαυγή ποταμό Μπάνν
Κοντά στην λασπώδης όχθη σε κλήθρα πιτσιλιά και κύμα ,

Πέρκα αποκαλούσαν τα "γρυλίσματα", μικρά ποταμο-γυρισμένα, μικρόσωμα και γρήγορα,
Είδα και βλέπω στο δοξασμένο σώμα του ποταμού

 Που είναι διαβατός παρόλο, αλλά κρατούν ξεκάθαρα το
πέρασμα,
Κάτω από την σκεπή του νερού, πάνω από τον βυθό, λαγοκοιμούνται

Στο ρεύμα, ενάντιά του, ολόκληρος μυς και κηλίδα
Στη φινλανδία της πέρκας, στον βαλτότοπο της κλήθρας, στον αέρα

Που είναι νερό, στα χαλιά του ποταμιού Μπάνν, να κρατάνε
Στο ότι τα πάντα αυτού του κόσμου κυλούν και σταθερά απομακρύνονται.

*

Summer 1969

When the Constabulary covered the mob

Firing into the Falls, I was suffering

Only the bullying sun of Madrid.

Each afternoon, in the casserole heat

Of the flat, as I sweated my way through

The life of Joyce, stinks from the fishmarket

Rose like the reek off a flax-dam.

At night on the balcony, gules of wine,

A sense of children in their dark corners,

Old women in black shawls near open windows,

The air a canyon rivering in Spanish.

We talked our way home over starlight plains

Where patent leather of the Guardia Civil

Gleamed like fish-bellies in flax-poisoned waters.

"Go back", one said, try to touch the people."

Another conjured Lorca from his hill.

We sat through death counts and bullfight reports

On the television, celebrities

Arrived from where the real thing still happened.

 

I retreated to the cool of the Prado.

Goya's "Shootings of the Third of May"

Covered a wall- the thrown-up arms

And spasm of the rebel, the helmeted

And knapsacked military, the efficient

Rake of the fusillade. In the next room

His nightmares, grafted to the palace wall-

Dark cyclones, hosting breaking; Saturn

Jewelled in the blood of his own children,

Gigantic Chaos turning his brute hips

Over the world. Also, that holmgang

Where two berserks club each other to death

For honour's sake, greaved in a bog, sinking.

He painted with his fists and elbows, flourished

The stained cape of his heart as history charged.

 

Καλοκαίρι του 1969

Όταν η Χωροφυλακή κάλυπτε τον όχλο

Που πυροβολούσε στους Καταρράκτες , εγώ υπέφερα

Μόνο τον δυνάστη ήλιο της Μαδρίτης.

Κάθε απόγευμα, στην ζέστη κατσαρόλας

Του διαμερίσματος, καθώς μοχθούσα να περάσω μέσα από

Την ζωή του Τζοις, δυσωδίες από την ψαραγορά

Έβγαιναν όπως η αναθυμίαση ενός λιναρο-φράγματος.

Τη νύχτα στο μπαλκόνι, κόκκινη χροιά του οίνου,

Μια αίσθηση παιδιών στις σκοτεινές γωνίες τους,

Ηλικιωμένες γυναίκες σε μαύρα σάλι κοντά σε ανοικτά παράθυρα,

Ο αέρας ένα φαρράγι που κυλά στα Ισπανικά.

Μιλήσαμε για τον γυρισμο στην πατρίδα περνώντας από πεδιάδες με αστροφεγγιά

Όπου το ευδιάκριτο δερμάτινο της Πολιτικής Φρουράς

'Αστραφτε όπως κοιλιές ψαριών στα λιναρό-δηλητηριασμένα νερά.

"Πήγαινε πίσω", ένας είπε, προσπάθησε να αγγίξεις τον λαό."

Και άλλος ένας εκλιπαρών Λόρκα από το λόφο του.

Καθίσαμε μέχρι την ολοκλήρωση του αριθμού των νεκρών και τον απολογισμό των ταυρομαχιών

Στην τηλεόραση, διασημότητες

Έφταναν από εκεί όπου το πραγματικό γεγονός συνέβαινε ακόμα.

 

Αποσύρθηκα στην δροσιά του Πράντο.

Το "Τουφεκισμοί της Τρίτης Μαίου" του Γκόια

Σκέπαζε έναν τοίχο - τα εγκαταλελειμένα όπλα

Και o σπασμός του επαναστάτη, ο κρανοφόρος

Με σακίδια στρατός, το αποτελεσματικό

Γάζωμα της ομοβροντίας. Στο επόμενο δωμάτιο

Οι εφιάλτες του,προσκολλημένοι στον τοίχο του παλατιού -

Σκοτεινοί κυκλώνες,διακοπή της φιλοξενίας'Ο Κρόνος

Στολισμένος στο αίμα των παιδιών του,

Το Γιγαντιαίο Χάος να γυρίζει τους κτηνώδεις γλουτούς του

Πάνω από τον κόσμο. Επίσης, εκείνη την μονομαχία

Όπου δύο μπερσέκεροι χτυπιούνται μεταξύ τους μέχρι θανάτου

Για τη χάρη της τιμής, με περικνημίδες σε ένα βάλτο, βουλιάζοντας.

Ζωγράφιζε με τις γροθιές του και τους αγκώνες, κυμάτισε

Την λεκιασμένη κάπα της καρδιάς του καθώς η ιστορία όπλιζε .

*

Limbo

Fishermen at Ballyshannon
Netted an infant last night
Along with the salmon.
An illegitimate spawning.

A small one thrown back
To the waters. But I’m sure
As she stood in the shallows
Ducking him tenderly

Till the frozen knobs of her wrists
Were dead as the gravel,
He was a minnow with hooks
Tearing her open.

She waded in under
The sign of her cross.
He was hauled in with the fish.
Now limbo will be

A cold glitter of souls
Through some far briny zone.
Even Christ’s palms, unhealed,
Smart and cannot fish there.

Καθαρτήριο

Ψαράδες στο Μπαλυσάνον
Έπιασαν στο δίκτυ ένα βρέφος χτες την νύχτα
Μαζί με τον σολομό.
Μια νόθα ωοτοκία.

Ένα μικρό ριγμένο πίσω
Στα νερά. Αλλά είμαι βέβαιος
Καθώς αυτή στεκόταν στα ρηχά
Βυθιζοντάς τον απαλά

Μέχρι οι παγωμένοι ρόζοι των καρπών της
Να ήταν νεκροί σαν το χαλίκι,
Αυτός ήταν ένας φοξίνος με γάντζους
Σχιζοντάς την στα δύο.

Ενήργησε δραστήρια κάτω
Από το σύμβολο του σταυρού της.
Αυτός τραβήχτηκε μαζί με τα ψάρια.
Τώρα το καθαρτήριο θα είναι

Μία κρύα λάμψη ψυχών
Μέσα σε κάποια μακρινή αλμυρή ζώνη.
Ακόμη και οι παλάμες του Χριστού,πληγιασμένες,
Βαριές και δεν μπορούν να αλιεύσουν εκεί.