Top menu

Λέσχη Ανάγνωσης Ιουλίου: 10 βιβλία [Προτάσεις για το καλοκαίρι]

Τα εκατό ωραιότερα ερωτικά ποιήματα της ισπανικής γλώσσας, μτφρ. - ανθ. Ρήγας Καππάτος, Εκδόσεις Εκάτη 2000


Πώς ξεκινάνε όλα από ένα ποίημα, ή φορές, πώς καταλήγουν σε αυτό;  Είναι ο έρωτας η αιτία - αιτία για το ποίημα και για την ανθολόγησή του ίσως; Τα εκατό ωραιότερα ερωτικά ποιήματα της ισπανικής γλώσσας, μια δίγλωσση έκδοση από τις Eκδόσεις Εκάτη έχουν μέσα τους τον έρωτα του ποιητή και καθηγητή της ισπανικής γλώσσας Πέδρο Λάστρα και του μελετητή και μεταφραστή Ρήγα Καππάτου για τα ποιήματα που έχουν γραφεί σε μια ξένη γλώσσα, την ισπανική, και απευθύνονται σε όσους μπορούν να μιλήσουν την κοινή γλώσσα του έρωτα.

Ο έρωτας είναι το ανεξάντλητο θέμα των ποιητών. Η ποίηση που έχει γραφτεί στην ισπανική γλώσσα, έχει τη δική της μεγάλη και αδιαμφισβήτητη μερίδα από αυτά τα αριστουργήματα. «Είναι πρόκληση», λένε στον πρόλογο του βιβλίου οι συντελεστές του Ρήγας Καππάτος και Πέδρο Λάστρα, «γιατί η παραγωγή σε αυτήν τη γλώσσα είναι πολύ μεγάλη, ομιλείται σε πάνω από 20 χώρες, καλύπτει χωρίς διακοπές το χρονικό διάστημα από τον 15ο αιώνα της ισπανικής αναγέννησης ως τους μοντερνιστές της εποχής μας».

Οι δύο ανθολόγοι παρουσιάζουν εδώ, τη δικιά τους εκλογή των ποιημάτων που γράφτηκαν στη γλώσσα του Γκαρθιλάσο, του Κεβέδο, του Γκόνγκορα. Σονέτα, μπαλάντες και ποιήματα σε ελεύθερο στίχο παρασύρουν τον αναγνώστη σε μια γνωριμία με όλη την κλίμακα των συναισθημάτων που προκαλεί ο φτερωτός θεός σε 78 ποιητές από 14 χώρες, ανάμεσά τους και 4 αποδέκτες του βραβείου Νόμπελ.

Γιατί σκοπός των Πέδρο Λάστρα και Ρήγα Καππάτου είναι «μια ανθολογία ερωτικών ποιημάτων και όχι χωρών ή ποιητών» και για δικιά μας ευχαρίστηση τον πέτυχαν.

Μαρία Τσιράκου

 

Παρθένος με καρκίνο, φιλοσοφία, Κώστας Σεμερτάκης, Εκδόσεις Δίαυλος 2012


Καυστικός, ειρωνικός, ωμός; Αυτός είναι ο Παρθένος με καρκίνο. Αντιμετωπίζει τη ζωή με χιούμορ και αθεράπευτο πραγματισμό. «Έκπληξη θα προκαλέσει το γεγονός ότι θα ξανανιώσεις σαν έφηβος ακόμη και σ’εσένα τον ίδιο. Θα συμβεί εντελώς φυσικά όταν ο μισθός σου θα είναι ίδιος σε απόλυτα μεγέθη με το χαρτζιλίκι που έπαιρνες όταν ήσουν μικρός»

Το βιβλίο αυτό θα σας κερδίσει από τις πρώτες κιόλας γραμμές. Αν δεν πιστεύετε στα ζώδια, ο τίτλος ίσως σας κάνει δύσπιστους. Ίσως αναρωτηθείτε για ποιο λόγο να διαβάσετε το βιβλίο αυτό. Όταν όμως θα ξεκινήσετε την ανάγνωση, θα πιάνετε τον εαυτό σας να χαμογελά, αδιαφορώντας για το αν βρίσκεστε στο μετρό, το λεωφορείο ή τη δουλειά.

Δε χρειάζεται να ξέρετε από ζώδια για να καταλάβετε ότι ο Παρθένος με Καρκίνο έχει επιτυχία στις προβλέψεις του για εσάς. «Τη στιγμή που θα αναγκαστείς να ανέβεις πέντε ορόφους με τα πόδια και το τσιγάρο στο χέρι, θα συνειδητοποιήσεις με κομμένη την ανάσα ότι ήρθε επιτέλους η ώρα να κόψεις το κάπνισμα. Η μάχη με την εξάρτηση, όμως, θα αποδειχτεί άνιση, οπότε θα επιλέξεις να κόψεις τις σκάλες».

Αλήθεια όμως, πιστεύετε στα ζώδια; Στη φιλία; Τον έρωτα; Τις ανθρώπινες σχέσεις; Εάν ναι, ετοιμαστείτε να αναθεωρήσετε τις απόψεις σας. Αν πάλι όχι, ετοιμαστείτε να ταυτιστείτε απόλυτα με τον Παρθένο με Καρκίνο.

Στεφανία Κοκκόση

 

Κατά χρόνον ευαγγέλιο, ποίηση, Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος, Εκδόσεις των Φίλων 2012


Κάθε φορά που φτάνει στα χέρια μου μια ποιητική συλλογή νέου ανθρώπου, παίρνω μεγάλη χαρά. Διότι κάθε έργο νέου ποιητή, συνιστά προσφορά σε έναν αέναο διάλογο με τον συνάνθρωπο, με τον κόσμο. Κι η χαρά γίνεται μεγαλύτερη λόγω πικρής συγκυρίας, όπου η ανάγκη για άκουσμα νέων φωνών γίνεται επιτακτική. Διότι στους χαλεπούς καιρούς μας, από πού θα πήγαζε η ελπίδα, αν όχι από νέους δημιουργούς;

Να λοιπόν γιατί έχω χαρά μ’ έναν ποιητή απέναντί μου, να τραγουδάει, να μοιράζει το τραγούδι του σε μας, αποζητώντας τη στοιχειώδη δικαιολογία ύπαρξης κάθε δημιουργού μέσα από τη μοιρασιά του έργου του με τους άλλους. Το έργο χωρίς αποδέκτη, νομίζω, δεν μπορεί να υπάρχει. Γι αυτό πασχίζουμε όσοι γράφουμε να το δείχνουμε με την ελπίδα της αποδοχής.

Θα ξεκινήσω από τον τίτλο του βιβλίου που μας έφερε εδώ σήμερα: Κατά χρόνον ευαγγέλιο. Η αρχαιοελληνική λέξη Ευαγγέλιο σημαίνει την καλή αγγελία, το χαρμόσυνο νέο. Το νέο, ως ποιητική παρουσία εδώ, είναι πράγματι χαρμόσυνο. Ο Γιώργος Στεργιόπουλος, μην ξεχνάτε, είναι μουσικός. Έχει αίσθηση της αρμονίας και του μέτρου, στοιχείων που συνιστούν την μουσικότητα του ποιητικού λόγου. Και την μουσικότητα, την παρατηρώ και στα πεζόμορφα ποιήματά του, όπως, για παράδειγμα, στο πρώτο της συλλογής, «Το αστέρι».

Όμως στην περίπτωση Στεργιόπουλου δεν έχουμε απλά ένα τραγούδι. Έχουμε μία - πότε εμφανή, πότε όχι - σύνδεση της ποιητικότητας με τη φιλοσοφική ενατένιση του κόσμου, των σχέσεων, των ανθρώπων, του εαυτού. Κι ομολογώ, αυτά τα ψήγματα φιλοσοφικής αναζήτησης με συγκινούν. Διότι κρύβουν την αγωνία της πορείας, προς μια τελείωση που δεν αποτελεί στόχο, αλλά άπιαστο όριο μιας όμορφης και, φορές, άχαρης πορείας. Ο διάλογος με την όποια ετερότητα είναι άκρως παραγωγικός, προκαλεί για σκέψη και αποτρέπει την άγονη στατικότητα. Εδώ το στίγμα της ψυχαγωγίας με την έννοια της αγωγής ψυχής, είναι έντονο και παραπέμπει σε ελπιδοφόρες σκέψεις για το μέλλον της γραφής του Στεργιόπουλου.

Προσέλαβα ως υπερβολική τη λακωνικότητα σε ορισμένες περιπτώσεις, αναγκαίο συστατικό βέβαια στην ποιητική γραφή, αλλά θα το ήθελα πιο ήπιο. Τα πεζοποιήματα μου άρεσαν ιδιαίτερα. Θεωρώ ότι η γραφή του Στεργιόπουλου υπόσχεται πολλά βήματα ακόμα, φαντάζομαι ότι οι αντιδράσεις που εισπράττει τον γεμίζουν δημιουργική ευθύνη και περιμένω με πραγματική περιέργεια το επόμενο ποιητικό του βήμα.

Κλείνοντας, δράττομαι της ευκαιρίας να πω ότι οι καιροί απαιτούν από τους ποιητές εγρήγορση. Ιδιαίτερα από τους νέους ποιητές. Διότι οι νέοι είναι αυτοί που ίσως κάτι αλλάξουν στον κόσμο. Και το λέω αυτό, διότι έχω πλήρη συναίσθηση του τι είδους κόσμο παραδώσαμε στους νεώτερους. Έναν κόσμο που τους γεμίζει αβεβαιότητα, ανασφάλεια, φόβο, απάνθρωπη σκληρότητα.

Δε χρειάζονται οικονομικές και κοινωνιολογικές αναλύσεις. Αρκεί μια βόλτα στους δρόμους της πρωτεύουσας για να έχει κάποιος εικόνα της σημερινής ποιότητας ζωής, της απανθρωπιάς, της ένδειας, που μαστίζουν τον τόπο μας. Ζούμε μια πρωτοφανούς υφής δικτατορία με άρση στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν με αγώνες δεκαετιών από τους γονείς μας. Ζούμε την άρση ως και συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτών. Υπονομεύεται το δικαίωμα των νέων μας στην εργασία, την Υγεία, την Παιδεία, στην ίδια τη ζωή. Αυτόν τον κόσμο σας παραδίδουμε. Κι αν δεν είμαστε εμείς οι μεγαλύτεροι ένοχοι συμμετοχής σε αυτή την κατάσταση, το βέβαιο είναι ότι είμαστε ένοχοι ανοχής.

Μέσα σε αυτό το γκρίζο τοπίο, καλείται ο ποιητής να κάνει τη μεγάλη στροφή από το εσωστρεφές προσωπικό προς το συλλογικό. Καλείται με το τραγούδι του, που πολλές φορές ενοχλεί, να καταγράψει την πραγματικότητα, να υμνήσει τον άνθρωπο και να υπηρετήσει το  δικό του αξιακό σύστημα, μακριά από μικρόψυχες κομματικές σκοπιμότητες.  Μην ξεχνάμε ότι η φωνή του ποιητή έρχεται από πολύ μακριά. Έχει ρίζα στις πιο ευαίσθητες χορδές της ανθρώπινης ψυχής. Απλώνεται κι αγκαλιάζει μεγάθυμα την οικουμένη. Είναι έτοιμη να ζεστάνει τους μοναχικούς, τους αδύναμους, τους έχοντες ανάγκη, με ταπεινότητα και κυρίως πολλή αγάπη.

Ίσως ακούγεται παράταιρο, αλλά απευθυνόμενος στους νέους ποιητές, όπως ο Γιώργος Στεργιόπουλος, νιώθω την ανάγκη να πω: Εμείς αποτύχαμε. Τώρα, σε σας εμπιστευόμαστε το βάρος τόσων ανεκπλήρωτων ονείρων...

Γιώργος Δουατζής

 

Η εξέγερση των νεκρών, μυθιστόρημα, Θανάσης Καρτερός, Εκδόσεις Καστανιώτη 2012


Το νέο μυθιστόρημα του Θανάση Καρτερού θα μπορούσε χωρίς αμφιβολία να χαρακτηριστεί ως πολιτικό. Η ηρωίδα του ζει σε μία άκρως αντιδημοκρατική κοινωνία, η οποία έχει ως μόνο σκοπό το κέρδος και χρησιμοποιεί εντελώς ιδιότυπες και «σκληρές» μεθόδους για να σωφρονίσει τα μέλη της.

Σε μία τέτοια κοινωνία οι μη παραγωγικές ομάδες του πληθυσμού, αυτοί που δεν αποτελούν μέρος του συστήματος, όπως οι πόρνες, οι ομοφυλόφιλοι, οι αναρχικοί και οι ηλικιωμένοι, θεωρούνται επιζήμιοι για το κράτος και εξολοθρεύονται. Η ηρωίδα Αντιγόνη θα προσπαθήσει να αντισταθεί και θα ξεκινήσει τη δική της εξέγερση, μαζί με τους υπόλοιπους «νεκρούς» απέναντι στην κρατική εξουσία.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας έναν ιδιόμορφο τρόπο γραφής καθώς και αλληγορικά στοιχεία μας περιγράφει μία κοινωνία η οποία παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τις σύγχρονες αστικές κοινωνίες.

Σε πολλά σημεία θα δούμε κοινά χαρακτηριστικά με τη δική μας κοινωνία η οποία έχει σαν σκοπό το κέρδος και με διάφορους τρόπους αποκλείει κοινωνικά «αδύναμες» ομάδες με στόχο όχι τη φυσική τους εξόντωση, όπως στο μυθιστόρημα του Θανάση Καρτερού, αλλά τη μη ενσωμάτωση τους σε ένα κοινωνικό σύστημα που η εκάστοτε εξουσία καθορίζει τις ζωές των αδυνάτων, αποκλείοντας κάθε μορφή ελευθερίας.

Το ζήτημα και ο προβληματισμός που προκύπτει όμως είναι κατά ποσό οι «νεκροί» της σημερινής κοινωνίας θα εξεγερθούν κάποια στιγμή και θα διεκδικήσουν έναν κόσμο δίκαιο και ελεύθερο;

Αλεξία Νταμπίκη

 

Ιχνηλάτες ανέμων, ποίηση, Αχιλλέας Κατσαρός, Ιδιωτική έκδοση 2013


Πολλές φορές η κριτική κάνει το λάθος να μην ασχολείται με μια ποιητική συλλογή αν δεν συνοδεύεται από ένα βαρύγδουπο όνομα εκδοτικού οίκου. Πόσο μάλλον όταν δεν αναφέρεται καθόλου εκδοτικός οίκος, που σημαίνει ότι ο ποιητής έχει πάει απευθείας στο τυπογραφείο και έχει κάνει ένα είδος αυτοέκδοσης. Όμως, υπάρχουν ποιητικές συλλογές, που μπορούν να σταθούν δίχως τα δεκανίκια της διαφήμισης από το σημερινό εκδομιντιακό κατεστημένο. Μια τέτοια ποιητική συλλογή είναι και το βιβλίο του Αχιλλέα Κατσαρού Ιχνηλάτες ανέμων.

Το πρώτο, που παρατηρεί κανείς στη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή είναι ότι ο ποιητής χρησιμοποιεί διάφορα είδη ποίησης χωρίς να μπαίνει σε κάποιο καλούπι. Έτσι, συναντάμε ποιήματα σουρεαλιστικά δίπλα σε ποιήματα παραδοσιακής τεχνοτροπίας – λόγου  χάρη κριτικές  μαντινάδες – συμβολισμό, υπαρξιακές αγωνίες και κοινωνικό προβληματισμό.

Πολλές και διαφορετικές είναι και οι εμπνεύσεις του Αχιλλέα Κατσαρού. Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι ο ποιητής είναι επηρεασμένος από τον Οδυσσέα Ελύτη, επειδή χρησιμοποιεί δυο φορές ως μότο ορισμένους στίχους του, όμως, προχωρώντας στο διάβασμα της ποιητικής συλλογής «Ιχνηλάτες ανέμων», παρατηρούμε ότι ο ποιητής είναι επηρεασμένος, ιδιαίτερα και από τον Καβάφη. Παρά τις όποιες επιρροές από παλιότερους ποιητές ο Αχιλλέας Κατσαρός καταφέρνει να προσδώσει στα ποιήματά του ένα δικό του προσωπικό στυλ ξεφεύγοντας από την παγίδα της κακέκτυπης μίμησης.

Ο Αχιλλέας Κατσαρός στην ποιητική του συλλογή Ιχνηλάτες ανέμων κάνει μια παρότρυνση προς τον εαυτό του και κατ’ επέκταση προς τους νέους ποιητές, στους οποίους ανήκει: «Μάθε να πολεμάς με τις λέξεις», γράφει ο ποιητής, στέλνοντάς μας το μήνυμα του παλέματος του στίχου, των αλλεπάλληλων διορθώσεων, του γραψίματος, του σβησίματος, αλλά και του σκισίματος, όπου αυτό χρειάζεται.

Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω από την συγκεκριμένη ποιητική συλλογή δεν λείπουν οι κοινωνικές αναφορές. Ο ποιητής αλλού δείχνει τα αντιρατσιστικά του ανακλαστικά, όπως στα ποιήματα: Το τραγούδι του αντιρατσιστικού είναι και Ανθρωπιά ή τίποτα και αλλού την αποξένωση των σημερινών νέων, που περνούν άπειρες ώρες στο διαδίκτυο, όπως στο ποίημα Αγάπη μου facebook, ένα ποίημα, όπου η ειρωνεία είναι διάχυτη και τείνει να γίνει τραγική.

Στην ποιητική συλλογή του Αχιλλέα Κατσαρού Ιχνηλάτες ανέμων, συναντάμε και μια ενότητα εικοσιτεσσάρων μικρών ποιημάτων με τίτλο: Μια διαφορετική αλφαβήτα. Πρόκειται για μικρά διαμαντάκια, με έξυπνα και ευρηματικά νοήματα: Είθε να μετράς τις ρωγμές στο χρόνο / και να βγαίνεις όχι λιγότερος / από τον υπέροχο άνθρωπο που είσαι!

Θα κλείσουμε αυτό το μικρό μας ταξίδι στην ποιητική συλλογή του Αχιλλέα Κατσαρού Ιχνηλάτες ανέμων, τονίζοντας ότι ο ποιητής έχει ήδη καταφέρει να πολιτογραφηθεί στην πόλη των ιδεών και είναι ήδη έτοιμος από το Πρώτο σκαλί να ανέβει την κλίμακα της ποίησης.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

 

Φίλοι σε ελαφρήν απόκλιση, επιστολογραφία, Ε.Μ. Φόρστερ - Κ.Π. Καβάφης, μτφρ. Κατερίνα Γκίκα, Εκδόσεις Ίκαρος 2013


Διανύουμε φέτος το έτος Καβάφη και το όνομα του μεγάλου Αλεξανδρινού είναι πάλι στο προσκήνιο. Πάντα λαμπερός υπερβαίνει το χώρο και το χρόνο εξακολουθώντας να μαγεύει με την ποίησή του. Κρατώ στα χέρια μου λοιπόν μια νέα κυκλοφορία από τις Eκδόσεις Ίκαρος, ένα βιβλίο που διάβασα απνευστί μέσα σε λίγες ώρες.

Η επιμέλεια και τα σχόλια του βιβλίου ανήκουν στον Peter Jeffreys (Παναγιώτη Τσαφαρά) που έχει σημαντική συμβολή στις καβαφικές σπουδές, ενώ η μετάφραση στην Κατερίνα Γκίκα. Πρόκειται για την αλληλογραφία ανάμεσα στον Ε.Μ. Φόρστερ και στον Κ.Π. Καβάφη που και οι δυο τους "υπήρξαν από ιδιοσυγκρασία δεινοί επιστολογράφοι", όπως διαβάζουμε στην εκτενή και πολύ κατατοπιστική  εισαγωγή του βιβλίου. Εκτός από το σύνολο της σωζόμενης αλληλογραφίας (που καλυπτει το διάστημα σχεδόν μιας δεκαπενταετίας) ανάμεσα στους δύο άνδρες, η πλούσια έκδοση περιλαμβάνει συσχετιζόμενες επιστολές (προς μεταφραστές, λογίους και εκδότες που εμπλέκονται στην υπόθεση της δημοσίευσης ποιημάτων του Καβάφη στα αγγλικά) και αρχειακό φωτογραφικό υλικό.

Η εν λογω αλληλογραφία αποτελεί τη διεξοδική καταγραφή μιας ιδιότυπης "λογοτεχνικής σχέσης" ή αλλιώς "λογοτεχνικής φιλίας" που λαμβάνει χώρα μέσα στον 20ο αιώνα. Από τη μία είναι ο Φόρστερ που εκφράζει το μεγάλο του θαυμασμό για τον Καβάφη μέσα στις επιστολές του. Του μιλά άμεσα, φιλικά, αισιόδοξα και εγκάρδια, χρησιμοποιώντας τόνους οικειότητας. Από την άλλη, ο Καβάφης μέσα από τα κείμενά του φαίνεται ότι είναι κάπως συγκρατημένος στην έκφραση συναισθημάτων και σκέψεων, καθώς και ειρωνικός στα σημεία. Μοιάζει ουδέτερος και αποστασιοποιημένος πολλές φορές. Συχνά "η σιωπή" του βασανίζει τον Φόρστερ.

Είναι διασκεδαστικές οι επιστολές, κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον. Φωτίζουν το χαρακτήρα και τις επιδιώξεις των προσώπων και δίνουν το στίγμα μιας εποχής. 23 επιστολές του Καβάφη και 29, πιο εκτενείς, του Φόρστερ. Ο Φόρστερ είναι παθιασμένος με τον ποιητή και την εργασία του και στα πλαίσια μιας ανευ προηγουμένου γενναιοδωρίας έχει ως στόχο ζωής να προωθήσει το έργο του στα αγγλικά. Ο Φόρστερ τελικά θα πετύχει να γνωρίσει τον Καβάφη στον αγγλόφωνο κόσμο θέτοντας γερά θεμέλια για την σημερινή παγκόσμια λογοτεχνική φήμη του ποιητή. Όμως πρώτα θα περάσει μια μικρή οδύσσεια που θα του διδάξει πολλά. Διότι ο Καβάφης δείχνει μια κάποιου είδους αδιαφορία, έχοντας τους λόγους του. Ίσως γιατί δεν τον ενθουσιάζουν καθόλου οι φιλίες του Φόρστερ και τα πρόσωπα που αυτός συναναστρεφόταν, παρόλο που μέσα στον κύκλο του υπήρχαν προσωπικότητες σαν τον Arnold Toynbee, τoν T.S. Eliot, τον T.E. Lawrence και τον Leonard Woolf.

Ακόμα, οι δισταγμοί και οι αναβολές του Καβάφη προκειμένου να δώσει την τελική του έγκριση για την αγγλόφωνη έκδοση των ποιημάτων του, έχει να κάνει και με την όλη του φιλοσοφία σχετικά με τη διάδοση της ποίησής του. Ο ποιητής φρόντιζε να τον διαβάσουν πρωτίστως εκείνοι που εκούσια το επιθυμούσαν, γι' αυτό και εξέδιδε ο ίδιος τα ποιήματά του σε μονόφυλλα και τα μοίραζε απλόχερα σε όσους του τα ζητούσαν. Τρίτος λόγος θα έλεγε κανείς ότι είναι η  διαφορετική αντίληψη του περί αρχαίας και σύγχρονης του πραγματικότητας και του ιστορικού Γίγνεσθαι, καθώς και η  διαφορετική αντίληψή του για  την αγγλική εξωτερική πολιτική  και την ευρύτερη  στάση της Μεγάλης Βρετανίας απέναντι στο ζήτημα της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Ο Καβάφης πιστεύει ότι ο Φόρστερ δεν μπορεί να κατανοήσει πλήρως τον κόσμο της Ανατολής, αφού είναι απολύτως διαποτισμένος με τη νοοτροπία και τις πρακτικές της Δύσης. Τέλος, ήταν και ένα εκδοτικό λάθος αναφορικά με ποιήματά του που αναστάτωσε τον Καβάφη και τον έκανε να δυσανασχετήσει. Ο Φόρστερ σε σχετική επιστολή του για την πρώτη εμφάνιση ποιημάτων του Καβάφη στο Athenaeum τo 1919 γράφει χαρακτηριστικά: "Oι τυπογραφοι έχουν κάνει μια ολέθρια μετάθεση δύο στίχων - καταστρέφοντας εντελώς ένα ποίημα και αποδυνανμώνοντας το άλλο". Ο Καβάφης ίσως και να εμπιστευόταν μόνο το "δικό του μεταφραστή", τον Γιώργο Βαλασόπουλο, που μπορούσε και να τον ελέγχει στην Αλεξάνδρεια.

Δε θα μπορούσαμε σε αυτό το κείμενο να μην αναφερθούμε στο θέμα της εκλεκτικής συγγένειας που εμφανώς αισθάνεται ο Φόρστερ ότι τους συνδέει μια και οι δύο "εκτιμούν" τους ωραίους άνδρες, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή του επιμελητή. Ο Φόρστερ εγκλωβισμένος σ' έναν καταπιεσμένο ερωτισμό και φορτωμένος με επιθυμίες που ζητούν απεγνωσμένα ικανοποίηση, νιώθει περίσσιο θαυμασμό για τον Καβάφη που ελεύθερα εξασκεί την τέχνη του και έντεχνα εκδηλώνει την ιδιάζουσα ιδιοσυγκρασία του μέσω αυτής.

Ασημίνα Ξηρογιάννη

 

Στάζουν μεσάνυχτα, ποίηση, Δήμητρα Αγγέλου, Εκδόσεις Μελάνι 2013


Ένα βιβλίο που ξεκινάει με την παραδοχή της τρέλας: «How do you know I’ m mad?» said Alice. «You must be» said the Cat «Or you wouldn’t have come here» από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, δεν μπορεί παρά να είναι ειλικρινές και καθετί ειλικρινές δεν μπορεί παρά να είναι τουλάχιστον όμορφο. Γονιμότητα μέσα από φαντασιώσεις και τρέλα ό,τι γεννιέται από τα δύο γεννιέται για να καταστρέψει. Γονιμότητα που έχει ήδη υπάρξει κρυμμένη σε παλιές φωτογραφίες.

Η παιδική ηλικία βασιλεύει, σχεδόν δυναστεύει τις ανάσες των εικόνων της Δήμητρας. Οι απαισιόδοξοι γράφουν πιο όμορφα από τους αισιόδοξους. Το ίδιο ισχύει και με την παιδική ηλικία. Όσοι είχαν ευχάριστη γράφουν χειρότερα απ’ όσους είχαν δυσάρεστη. Απολυτότητες, αλλά δεν πειράζει, επιτρέψτε μου τις, μου έχουν λείψει.

Και δεν πρέπει να μας ξεγελάσουν μερικοί στίχοι - δηλώνοντας παθητικότητα, το χειροκρότημα είναι ειρωνικό και άλλωστε όποτε ακούγεται χειροκρότημα κατευθείαν μετά την αυλαία χωρίς τη μεσολάβηση αυτών των λίγων δευτερολέπτων σιγής μέχρι την επαναφορά στην πραγματικότητα, δηλώνει περισσότερο υποχρέωση παρά πηγαία ανάγκη. Η Δήμητρα λοιπόν χειροκρατάει με ειρωνεία και από υποχρέωση αλλά έχει τον τρόπο της να δηλώνει την αυθεντική της ανάγκη μέσα από το από κοινού χαμόγελο της με τον πόνο.

Η φύση της γραφής της, όπως και η ίδια, είναι βαθιά ανθρώπινη αλλά όχι ανεπτυγμένη και μετουσιωμένη από ανθρώπους• οι συνιστώσες της, οι μνήμες της, η ουσία της είναι πίσω από την καθημερινότητα του ανθρώπου, στο χώρο που γεννιέται ανάμεσα στο ένστικτο και τη φαντασία, μακριά από την περιοριστική απλούστευση της λογικής, εκεί που η αληθινή ποίηση τρέχει ελεύθερη συναρπάζοντας και γοητεύοντας, κλείνοντας το μάτι σε κάθε επόμενη λέξη που δεν υπάρχει μα θα υπάρξει. Η Δήμητρα εξερευνά αυτό το τοπίο, δεν την αφορά κανένα ενδιάμεσο ημίμετρο. Οι μεγάλες μάχες όμως ενέχουν μεγάλες θυσίες και κάθε νίκη για την ποίηση είναι μια πύρρειος νίκη. Άλλα ποιος είπε άλλωστε πως θελήσαμε ποτέ να νικήσουμε;

Η ίδια λέει πως είναι ο εφιάλτης της ψυχής της. Είναι το καθετί που την τρομάζει. Η μάχη με τον εαυτό παραμένει συνεχής. Μοιάζει να νικάει ο εαυτός• κακό για την ίδια, καλό για την ποίηση της. Μοιάζει σε κάθε παιχνίδι έρωτα να χάνει. Μα σε τέτοια παιχνίδια όσοι ξέρουν να ερωτεύονται αληθινά δεν παίζουν για την νίκη μα για την ιδέα. Η παρουσία της μητέρας είναι έντονη σε διάφορα σημεία• άλλα εμφανή, άλλα κρυμμένα. Μα δεν τολμώ να αναφερθώ σε αυτά γιατί δεν έχω λύσει ακόμα τα θέματα με τη δική μου.

Ψυχές όπως της Δήμητρας, δεν χρειάζονται φτερά, αφέθηκαν στο να τους τα κόψουν και επέλεξαν να τριγυρνούν αναζητώντας τα εδώ, νιώθουν πιο βολικά με το όνειρο και τη νοσταλγία της πτήσης πάρα με την πτήση καθεαυτή. Για τη Δήμητρα ο δυόσμος πονάει, το γιασεμί γιατρεύει. Οι λέξεις καταπίνονται επιχειρώντας να καταστρέψουν. Οι λέξεις πονάνε μα το ποίημα επουλώνει. Το ποίημα: ένα κορμί που πάντα είναι πρόθυμο να του κάνεις έρωτα ακόμα κι αν είναι έτοιμο να δακρύσει μετρώντας τις μικρές ρωγμές στο ταβάνι. Η ποίηση της Δήμητρας δεν είναι κλάμα• είναι σχεδόν κλάμα και υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στα δύο. Κι από μικρή γνωρίζει αλήθειες με τις οποίες νιώθει πως έχει έρθει η ώρα να ‘ρθει αντιμέτωπη, αλλά εκτίθεται συνειδητά, ηθελημένα, ώστε να μην μπορεί παρά να εναντιωθεί πλέον σε κάθε είδους εξουσία που απαιτεί υποταγή – είτε κοινωνική, είτε ερωτική -.

Ο δρόμος δεν είναι ξεκάθαρος μπροστά, μα δεν την ενδιαφέρει κιόλας. Γνωρίζει πως δεν υπάρχουν πυξίδες που να λένε αλήθεια, αλλά δεν υπάρχουν άλλωστε και προορισμοί. Η’ αν μη τι άλλο δεν θέλει να φτάσει σε κάποιο μέρος που έχει ήδη αποτυπωθεί. Παραπατάει χαρούμενη επειδή εκεί που πάει είναι ακόμα παρθενικά, άγρια κι αθώα μαζί. Αναζητεί τη μοναξιά αλλά παραδέχεται την υπόγεια αναζήτηση συνοδοιπόρων.

Η εναλλαγή μεταξύ του α’ ενικού και α’ πλυθηντικού κρατάει μια ιδιαίτερη ισορροπία. Ανατρέχοντας στο βιβλίο νομίζει κανείς πως είναι ένα καθαρά προσωπικό βιβλίο, που λειτουργεί ως κιβωτός ατομικών εμπειριών, συναισθημάτων και σκέψεων. Στην ουσία όμως η Δήμητρα επιχειρεί το μεγάλο στοίχημα κάθε βιβλίου ποίησης, να προσεγγίσει μέσα από το υποκειμενικό του ατομικού το οικουμενικό του συλλογικού• και τα καταφέρνει. Πέρα όμως από την οικουμενικότητα μέσα από την υποκειμενικότητα του εγώ αποπειράται και βήματα έκφρασης του συλλογικού – τόσο ανάγκαια για την εποχή και τόσο παραμελημένα από προηγούμενες γενιές.

Η συνειδητοποίηση του συλλογικού αδιεξόδου μα η βίωση του μόνο από το εγώ. Άλλωστε ο ρόλος του ποιητή παραμένει πάντα πιο κοντά σ’ αυτόν του μάρτυρα απ’ αυτόν του μεσσία. Η έμφυτη αποστροφή για κάθε είδους εξουσία δεν μπορεί παρά να απεμπολεί και κάθε ιδέα μεσσιανισμού και εξωτερικά προερχόμενης σωτηρίας. Βιώνουμε το αδιέξοδο του κόσμου όλοι, αλλά ένας τρελένεται από αυτό και μόνο. Όλοι μπαίνουμε στα κουτάκια αλλά ένας είναι που δεν χωράει.

Κάθε άγγιγμα είναι πόνος, ανοιχτές πληγές παντού, όπου και να την ακουμπήσει κάποιος θα έχει πονέσει ήδη. Κι αυτό την κάνει ή υπερβολικά τρωτή ή υπερβολικά άτρωτη. Είναι έτοιμη για όλα αλλά δεν θέλει να είναι τίποτα έτοιμο γι’ αυτήν. Θα συμφωνήσω μαζί της πως τα πρωινά είναι πάντα μια καλή αρχή θανάτου• υπάρχει αυτή η ευκολία στην απόφαση της εκκίνησης του, είτε κρατήσει πολύ η διαδικασία είτε είναι σύντομη, αν είναι να πεθάνουμε, καλό είναι να το αποφασίσουμε κάποιο πρωινό.

Βρίσκεται στα κύματα, ελέγχει τη θερμοκρασία του νερού, κάθεται στα γόνατα όσων κλαίνε, το χαμόγελο της δεν κατοικείται. Περιπλάνηση έξω από την εμπειρία, μπλεγμένη σε μια ανικανότητα φυγής που μόνο ο έρωτας μπορεί να δώσει λύση. Το σώμα του έρωτα τρύπιο• η ιδέα του όμως τον μπαλώνει. Υπάρχει μια απλότητα στην προσέγγιση της εμπειρίας, σαν ότι σώζεται ή χάνεται να μην έχει και τόση σημασία ή μάλλον καλύτερα όποια κι αν είναι η σημασία του να μην ενθουσιάζει. Υπάρχουν στίχοι που πετάνε σχοινί στην κλινική κατάθλιψη, μα στην ουσία σκοπό έχουν να την παραπλανήσουν. Ακόμα κι αν βρίσκεται εκεί, η Δήμητρα επιλέγει μέχρι ποιο ύψος του γκρεμού θα την ανεβάσει.

Υπάρχει η ανασφάλεια της απουσίας του άλλου όταν δεν υπάρχει απόλυτη ανάγκη της παρουσίας του. Η αφή κυριαρχεί• διαβάζοντας την ποίηση της Δήμητρας, ακόμα και τη μουσική μοιάζεις περισσότερο να την αγγίζεις παρά να την ακούς. Όλα παίζονται ανάμεσα στο πόσα θα προλάβεις να αγγίξεις, να κρατήσεις και πόσα θα γλιστρήσουν μέσα από τα χέρια σου ή δεν θα προλάβεις ποτέ να πλησιάσεις. Όσα κάγκελα μπαλκονιών και να αποπειραθεί να πηδήξει, δεν θα πέσει, θα αιωρείται ή ακόμα καλύτερα θα μετεωρίζεται, καθώς αυτό είναι το ζητούμενο της ποίησης, να μετεωρίζεται από ιδέα σε ιδέα και από κραυγή σε κραυγή.

Ένα κορίτσι που νιώθει αποπλανημένο από τον ίδιο της τον εαυτό, από τα όνειρα που την οδήγησαν στη λάσπη. Ένα κορίτσι που θα προτιμούσε τουλάχιστον να είχε αποπλανηθεί από έναν ορατό εχθρό. Το δυνατό σημείο της κρύβεται σίγουρα στη διαίσθηση, σε όσα δεν γνωρίζει ακόμα αλλά αισθάνεται προς τα που να κινηθεί για να τα γνωρίσει ή με ποιες λέξεις να τα φωνάξει κοντά της• κάθε λέξη της, ένα νεύμα λοιπόν, για όσα κρυβεί μέσα της μα δεν γνωρίζει ακόμα. Επιχειρεί να σκοτώσει τις λέξεις της μα συνειδητοποιεί πως τότε θα μετουσιωθεί σε αυτές ή και το αντίθετο.

Η ποίηση της Δήμητρας είναι πιο δυνατή από το μυαλό της, ενέχει το ένστικτο, τη φαντασία και τη διαίσθηση που προκύπτει από αυτά τα δύο, και γι’ αυτό θα τη σώζει πάντα. Άλλο το άκουσμα της φωνής, άλλο η ίδια η φωνή. Ό,τι ακούγεται, δεν σημαίνει πως υπάρχει. Καθετί αυθεντικό, καθετί αυτόνομο μπορεί να επανέλθει στη μνήμη, καθετί πέρα από όσα άλλοι επέλεξαν για εμάς, όπως το όνομα μας. Μοιάζουν όλα να είναι ζήτημα μεγέθους νυχιών και σκληρότητας τοίχου. Ποιανού θα αντέξουν πιο πολύ, ποιανού θα κάνουν μεγαλύτερη ζημιά.

Η εμπειρία λειτουργεί ως πηγή αλλά ύστερα απορρίπτεται εξευτελιστικά, με ένα είδος εξευτελισμού όμως που παραμένει βαθιά ερωτικό. Η απουσία του πάτερα, η απουσία του νερού• η απουσία της βούλησης τόσο για θάνατο όσο και για ζωή. Παρουσιάζεται μια παραίτηση καθόλου μηδενιστική, περισσότερο ρομαντική, μια παραίτηση θυσίας. Μπορούν όλα να την πάρουν μακριά αρκεί αυτά τα όλα να αφήσουν πίσω ομορφιά.

Για τη Δήμητρα η ομορφιά κρατάει λίγο και δεν φωτίζει ποτέ τη ζωή. Μα είμαι σίγουρος πως μέσα της δεν ξεχνάει πως το φως των αστεριών δεν κρύβεται παρά μόνο από ήλιο. Ας συνεχίσουμε να πέφτουμε λοιπόν αρπάζοντας φωτιά με μόνη ελπίδα αυτήν της διάρκειας. Θα συνεχίσουμε να ακουμπάμε το αυτί μας στο στόμα της, όπως γράφει κι η ίδια, για να ακούμε τη θάλασσα. Για μένα, τυχεροί είναι όσοι έχουν στεγανά μα όχι σύνορα. Συνέχισε λοιπόν Δήμητρα να κρατάς την πυξίδα που δείχνει ουρανό και εμείς εκεί, μαζί σου, στο ταξίδι κάτω από την πραγματικότητα προς το αληθινό ύψος.

Νίκος Ερηνάκης

 

Ένας γάτος που τον έλεγαν Μπομπ, αφήγημα, Τζέιμς Μπόουεν, μτφρ. Ιφιγένεια Αναστασίου, Εκδόσεις Anubis 2013


Διεθνές μπεστ σέλερ έχει γίνει η ζωή ενός πρώην άστεγου, απεξαρτημένου από την ηρωίνη, άλλοτε μουσικού του δρόμου κι άλλοτε πωλητή της αγγλικής Σχεδίας (με άλλα λόγια του πρωτοπόρου και δημοφιλούς περιοδικού δρόμου στη Βρετανία Big Issue), o οποίος με φίλο, σύντροφο και συνοδοιπόρο του τον αδέσποτο γάτο Μπομπ πείσμωσε, ανέκαμψε, γέμισε τη ζωή του με χρώμα και ενέργεια, επιστρέφοντας στα γνώριμα μονοπάτια της ζωής. Μια πορεία που οι χρονικογράφοι στις μεγάλες εφημερίδες θα ονόμαζαν success story, είναι αυτή η ιστορία σαν παραμύθι που εκτυλίσσεται στους δρόμους του Λονδίνου και που περιλαμβάνει τις πιο σκοτεινές, πιο μύχιες πλευρές της καθημερινότητας εκεί. Αυτή τη στιγμή, το αφήγημα του Τζέιμς Μπόουεν, περί ου ο λόγος, με τίτλο Ένας γάτος που τον έλεγαν Μπομπ έχει μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες και έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, κάνοντας το συγγραφέα του και φυσικά το γάτο δημοφιλείς και αγαπητούς διεθνώς.

Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο Ένας γάτος που τον έλεγαν Μπομπ διαπιστώνουμε ότι δεν πρόκειται για μυθιστόρημα αλλά για αφήγημα, εν είδει αυτοβιογραφίας του Τζέιμς Μπόουεν, που περιστρέφεται κυρίως γύρω από τη σχέση και την πορεία του με τον Μπομπ. Αρχικά μαθαίνουμε μερικά πράγματα για τη ζωή του Τζέιμς. Μεγαλωμένος σε ένα ασταθές οικογενειακό περιβάλλον (χωρισμένοι γονείς, συχνές μετακινήσεις σε πόλεις και χώρες -Αγγλία και Αυστραλία-, παραμέληση από τη μητέρα του, κακές σχέσεις με τον πατριό του), γρήγορα κάνει την επανάσταση του, μεταβαίνει στην Αγγλία όπου δε μπορεί να βρει σημείο σύγκλισης ούτε με τον πατέρα του. Τελικά, μετά από περιπλανήσεις και πειραματισμούς, αλλά και με οδηγό τη μουσική που αγαπάει πολύ, καταλήγει στο δρόμο, άστεγος και περιπλανώμενος, επιπλέον εξαρτημένος από τα ναρκωτικά.

Σημείο εκκίνησης του βιβλίου είναι η γνωριμία του Τζέιμς με τον αδέσποτο κεραμιδόγατο Μπομπ, ένα όνομα που προήλθε από την τηλεοπτική σειρά Twin Peaks του Ντέιβιντ Λιντς και φυσικά «νονός» είναι ο ίδιος ο Μπόουεν. Σε αυτή τη φάση, ο Τζέιμς διαμένει σε ξενώνα της κοινωνικής πρόνοιας στο Τότεναμ, παίζει μουσική έξω από το σταθμό μετρό του Κόβεντ Γκάρντεν και βρίσκεται σε πρόγραμμα απεξάρτησης, λαμβάνοντας μεθαδόνη. Κατά την αφήγηση του Τζέιμς, ο οποίος αργότερα μαθαίνουμε ότι έγραψε το βιβλίο με τη βοήθεια του συγγραφέα Γκάρι Τζένκινς έπειτα από την πρόταση των Εκδόσεων Hodder & Stoughton, μας πληροφορεί για τις συνθήκες των επαγγελματιών του δρόμου, την κατάσταση που επικρατεί σε αυτούς του Λονδίνου, τις σχέσεις τους με την αστυνομία, τη δημοτική αστυνομία, τους φύλακες του μετρό και τους λογής-λογής περαστικούς.

Ο Τζέιμς Μπόουεν εστιάζει την αφήγηση του σε δυο άξονες: αφενός στη σχέση του με τον Μπομπ, πως τον περιμαζεύει από το δρόμο, τον φροντίζει και ουσιαστικά τον «σώζει» καθότι είναι βαριά τραυματισμένος. Αλλά και πως «σώζει» ο Μπομπ τον ίδιο, τόσο ψυχολογικά όσο και επαγγελματικά, παραλληλίζοντας και ταυτίζοντας τις ιστορίες τους. Αφετέρου στην «περιπέτεια» του δρόμου, από τη μια ως περιπλανώμενου μουσικού και από την άλλη ως πωλητή του Big Issue. Και στις δυο περιπτώσεις οι κόντρες, οι διαμάχες, οι μικρότητες και καμιά φορά οι τσαμπουκάδες (… μέχρι τις δικαστικές αίθουσες και τη φυλακή) ρίχνουν ψυχολογικά τον ίδιο όπως και το Μπομπ. Υπάρχουν όμως και οι χαρούμενες μέρες, η καλοσύνη του κόσμου, οι άνθρωποι – εργαζόμενοι που δεν αντιμετωπίζουν τους επαγγελματίες του δρόμου ως παρακατιανούς, οι περαστικοί που δε σταματούν να αγαπούν τον Μπομπ...

Με τούτα και με κείνα, εν έτη 2009 ο Τζέιμς και ο Μπομπ είναι ένα αχώριστο, αισιόδοξο, χαρούμενο δίδυμο στους δρόμους του Λονδίνου, που έκανε άψογα τη δουλειά του πουλώντας το Big Issue και φτάνοντας στο σημείο να γίνει η ιστορία τους βιβλίο (το 2012), και -ποιος ξέρει;, ίσως ταινία ή τηλεοπτική σειρά αργότερα. Ένα πραγματικό μάθημα ζωής.

Nέστορας Πουλάκος

 

Κόκκινο κοκτέιλ, μυθιστόρημα, Σίλβια Οκάλιοβα, Ιδιωτική έκδοση 2012


Αναρωτιέμαι πόσο δύσκολο είναι να περιγράψει κανείς σε ένα μυθιστόρημα πολιτικά γεγονότα που έχουν σημαδέψει τη σύγχρονη ιστορία χωρίς να πάρει θέση απέναντι σε αυτά ή και χωρίς να ταχθεί υπέρ ή κατά κάποιας πολιτικής παράταξης. Κάτι τέτοιο κατορθώνει χωρίς αμφιβολία η συγγραφέας Σίλβια Οκάλιοβα στο βιβλίο της Κόκκινο κοκτέιλ. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ανάγνωσμα το οποίο χωρίζεται σε τρία μέρη.

Στο πρώτο μέρος, παρακολουθούμε την ιστορία του Σλοβάκου Υπουργού Εσωτερικών της πρώτης κυβέρνησης της Τσεχοσλοβακίας μέσα στα πλαίσια της εποχής του υπαρκτού σοσιαλισμού και ταυτόχρονα την ιστορία μιας νεαρής εργάτριας την ίδια περίπου εποχή. Στο δεύτερο μέρος μία δημοσιογράφος μάς αφηγείται τις εμπειρίες της στην Τσεχοσλοβακία σε μία περίοδο ιδιαίτερα σημαντικών ανακατατάξεων για τη Σοβιετική ένωση και γενικότερα για τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού ενώ στο τρίτο μέρος ο αναγνώστης παρακολουθεί την αλληλογραφία μίας κοπέλας από τη Σλοβακία με έναννεαρό άνεργο Έλληνα.

Στο βιβλίο της Σίλβια Οκάλιοβα ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να αντλήσει πληροφορίες για διαφορετικές χρονικές περιόδους της σύγχρονης Ιστορίας και για το πώς διαμορφώθηκαν οι κοινωνικές συνθήκες και τα πολιτικά συστήματα την κάθε περίοδο. Η συγγραφέας χωρίς να παίρνει θέση μάς παραθέτει τα γεγονότα μέσα από τις ιστορίες των ηρώων της κι έτσι μαθαίνουμε με τρόπο απλό αλλά εξαιρετικά ζωντανό το πώς διαμορφώθηκαν οι σκέψεις και οι ζωές των ανθρώπων σε εποχές πολιτικά ταραγμένες.

Ένα βιβλίο για τον κομμουνισμό; Δεν θα το χαρακτήριζα ακριβώς έτσι. Ίσως μετά την ανάγνωσή του, αν σκεφτόμασταν λίγο πιο σφαιρικά, θα βλέπαμε ότι παρόλο που τα πολιτικά συστήματα μεταβάλλονται και οι κοινωνικές συνθήκες αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου οι φόβοι, οι ανασφάλειες, οι ελπίδες, τα όνειρα των ανθρώπων παραμένουν ίδια. Και ίσως αυτό αποτελεί και τη μόνη σοβαρή ένδειξη ότι αυτός ο κόσμος έχει ελπίδες να αλλάξει ουσιαστικά κάποτε και να γίνει καλύτερος.

Αλεξία Νταμπίκη

 

Η επιστροφή του Αρχιερέα και άλλα διηγήματα, Στέφανος Κωνσταντινίδης, Εκδόσεις Αιγαίον 2011

Δεν είναι η πρώτη φορά που γι’ αλλού κινήθηκε ο λαός και αλλού κατέληξε ως όχλος. Ακόμη, δεν είναι η πρώτη φορά που οι εξουσίες είχαν εφεδρείες, που το πλήθος νόμιζε ότι… ήταν δική του επιλογή! Πρόσωπα και προσωπεία της εξουσίας, που η ανασφάλεια τα οδηγεί στον αυταρχισμό. Οβιδιακές μεταμορφώσεις χωρίς τελειωμό. Λογάριασε σε όλα αυτά και τον ρωμαϊκό ιμπεριαλισμό και τότε αντιλαμβάνεσαι με ποια Λερναία Ύδρα αντιπαλεύεις. Κι όμως, δεν έχεις άλλη επιλογή. Πρέπει να συνεχίσεις να αντιπαλεύεις τη Λερναία Ύδρα. Τόσο απλό.

Με αυτό το απόσπασμα ολοκληρώνεται το εισαγωγικό διήγημα Η επιστροφή του Αρχιερέα, που αποτελεί και τον πυρήνα του ομώνυμου βιβλίου. Συγχρόνως, το εν λόγω απόσπασμα λειτουργεί ως ο απαραίτητος αρμός μεταξύ του κεντρικού διηγήματος και των προεκτάσεών του – δηλαδή, των διηγημάτων Ιουλιανού ελληνικά και Αποχαιρετισμός στον Τσε Γκεβάρα που συμπληρώνουν την έκδοση. Προεκτάσεις, οι οποίες δεν ενέχουν δευτερεύοντα ρόλο στη δομή και το ρητορικό σχέδιο του κειμένου, αντιθέτως εμβαθύνουν στην αποτύπωση και αναγνώριση της εξουσιαστικής παρτίδας που στήνεται - αδιάφορο πού - εδώ και κάποιες χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης ιστορίας ή… σφαγής. Για την ακρίβεια, μιας παρτίδας αφενός εγγενούς της εκάστοτε κοινωνικής δομής και πολιτικής διαχείρισης - και άρα γνώριμης -, μα αφετέρου ανοίκειας, καθότι η συγχρονικότητα που αναπτύσσεται ανάμεσα στη δράση του ατόμου ή των κοινωνικών ομάδων και στους όρους που επιβάλλει το μοντέλο της παρτίδας, απομονώνει τον συμμετέχοντα εμποδίζοντάς τον ακόμη και να αντιληφθεί την πραγματική θέση του σε αυτήν, ενώ παράλληλα προκρίνει την κατασταλτική ιεραρχία ως το μοναδικό όργανο που μπορεί να εξασφαλίσει τη συνέχιση της παρτίδας – με όποιο κόστος.

Ας επανέλθω όμως στο κείμενο: Κάλλιστα, ο τίτλος του βιβλίου θα μπορούσε να είναι Η επιστροφή του Αρχιερέα και άλλες παραβολές. Τα τρία κείμενα του Κωνσταντινίδη δεν αποτελούν «διηγήματα» με τη συμβατική έννοια του όρου. Η επιστροφή του Αρχιερέα - με τις πέντε παραλλαγές της για τις συνέπειες αυτής της επιστροφής, τη στοιχειώδη εισαγωγή και έξοδό της - κινείται στην κόψη του λογοτεχνικού δοκιμίου. Αποκεί και πέρα, η συνειρμική παραπομπή στην Επιστροφή του Ασώτου καθώς και τα συμβολικά σχήματα που μετέρχεται ο Κωνσταντινίδης - η Ρώμη ως το «μακρινό» κέντρο εξουσίας, ο Αρχιερέας ως μεσολαβητής της εξουσίας αυτής ανάμεσα στη Ρώμη και τον λαό του, συμπεριλαμβανομένων των Πραιτόρων, των πληβείων, των ολιγαρχικών, των δημοκρατικών κ.ο.κ. - αποκαλύπτει με παραβολικό τρόπο τη φρίκη που γεννά κάθε εξουσία, όταν αναγκάζει έναν λαό - πίσω από συνθήματα όπως Ζήτω η ελευθερία, Κάτω ο ρωμαϊκός ιμπεριαλισμός - να κραυγάζει κατ’ ουσία Ζήτω η εξουσία.

Ομοίως, στα Ιουλιανού ελληνικά ο Κωνσταντινίδης αναδημιουργεί με σύγχρονους όρους τις Συρακούσες - αποικία των Αθηναίων. Εδώ, οι φορείς της εξουσίας αποκτούν όνομα - μεταξύ άλλων, ο Ανδρόνικος ντε Μαρρί, η δεσποινίς Αβαριάδα, ο Μεγαλοαρχοντόπουλος της εφημερίδας Ο Δημοκράτης -, πλην όμως η διάθεση του συγγραφέα είναι εμφαντικά ειρωνική. Μέσα από τους διαλόγους των εν λόγω προσώπων στο πλαίσιο των εργασιών της Επιτροπής Αλληλεγγύης για τα Εθνικά Θέματα αποκαλύπτεται το ιδιοτελές παρόν και μέλλον τους, καθώς και τα αληθινά «προσόντα» τους για να ανέλθουν στην κλίμακα της εξουσίας. Και όλα αυτά υπό τη σκέπη της «εθνικής ενότητας» και του «καλώς νοούμενου δημόσιου συμφέροντος». Με την πρόφαση της υπερκομματικότητας σε ένα παζάρι συμφωνιών μεταξύ ακροδημοκρατών, μεσοδημοκρατών, ολιγαρχικών και ανένταχτων. Ανάμεσα σε ευνούχους, χρέη και οικοδομικό οργασμό. Σε μια αποικία που διαρκώς φθίνει – γιατί αυτή είναι η αναπόφευκτη μοίρα κάθε αποικίας.

Το τρίτο διήγημα του βιβλίου - ο Αποχαιρετισμός στον Τσε Γκεβάρα - παρουσιάζεται ως το πιο ρεαλιστικό, δεδομένου ότι κτίζεται πάνω στις σκέψεις του αφηγητή και τα ευσύνοπτα διαλογικά μέρη ανάμεσα στον ίδιο και φίλους του. Συγχρόνως, πρόκειται για το πιο λυρικό από τα τρία κείμενα της έκδοσης, καθώς θα μπορούσε να διαβαστεί και ως η παραβολή του Μπολιβάρ - του περίφημου ποιήματος του Νίκου Εγγονόπουλου. Ο συλλογισμός του αφηγητή ακολουθεί ορισμένως τον μηχανισμό του vortex - της «δίνης», όπως θεμελιώθηκε από τους μοντερνιστές καλλιτέχνες που υπέγραψαν το Βορτιστικό Μανιφέστο το 1914. Έτσι, στο vortex της ανθρώπινης ιστορίας η Πενταλιά της Πάφου είναι η Πλάγια Μπλάνκα της Κούβας, το άστρο του Τσε Γκεβάρα σβήνει πάνω από τον ποταμό του Κάμπου και το κρανίο του Ονήσιλου είναι θαμμένο κάπου στη Λατινική Αμερική. Σε αντίθεση με την κατάσταση διαδοχής που επικρατεί στους εξουσιαστικούς κύκλους - όπου και εστιάζουν τα δύο πρώτα κείμενα του Κωνσταντινίδη -, οι ηγετικές μορφές της ανθρώπινης ιστορίας που αγωνίστηκαν για την ελευθερία συμπλέουν ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου: Αυξεντίου, Μπολιβάρ, Οικονόμου, Ρήγας, Ροβεσπιέρος είναι μαζί στο Καράκας, στην Αθήνα, στο Παρίσι και στον Μαχαιρά.

Εδώ αξίζει να επισημανθεί το εξής: Στα πρώτα δύο κείμενα, τα ονόματα των πρωταγωνιστών «περιορίζονται» στα αξιώματα που κατέχουν και στις ταμπέλες με τις οποίες ομαδοποιούνται για να ελέγχονται καλύτερα. Εναλλακτικά, προσδιορίζονται με αλληγορικά ονοματεπώνυμα, που υπονομεύουν τον θεσμικό τους ρόλο. Θεωρώ πως αυτή η πρακτική δεν οφείλεται μόνο στο ότι η συμβολική διάθεση των παραβολών αποφορτίζεται στο τρίτο μέρος. Άλλωστε εξίσου συμβολική και ισχυρή είναι η αναφορά στα ιστορικά πρόσωπα που συνδέθηκαν με τους εθνικοαπελευθερωτικούς και κοινωνικούς αγώνες της ανθρωπότητας. Εννοώ ότι η Ρώμη του πρώτου κειμένου μπορεί να είναι η αποικιοκρατική Αγγλία του 19ου και ως τα μισά του 20ού αιώνα, ή οι ΗΠΑ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ύστερα, ή η σύγχρονη Γερμανία της χρηματοπιστωτικής Ευρωζώνης. Αντίστοιχα, ο Αρχιερέας μπορεί να είναι ένας εκλεγμένος Πρόεδρος ή Πρωθυπουργός ή ένας διορισμένος Επίτροπος. Εν ολίγοις, πρόκειται για μια λίστα δίχως τέλος, όπου τα πρόσωπα - ή οι καρικατούρες - της εξουσίας απλώς αλλάζουν όνομα, στο πλαίσιο της διαδοχής, μα οι κανόνες της παρτίδας δεν αλλάζουν. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να ονοματιστούν - ή καλύτερα, δεν έχουν όνομα, παρά μόνο τη θεσμική ιδιότητα της εξουσίας που ασκούν. Αντίθετα, οι προσωπικότητες που αντιτάσσονται σε αυτή την Αρχή προσδιορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τα έργα και τις μέρες τους. Δεν υπάρχει διαδοχή, αλλά μια κατάσταση έμπνευσης από εποχή σε εποχή που καθιστά τους πεπερασμένους ζωντανούς στη συνείδηση και τα οράματα κάθε γενιάς. Σε αυτή την περίπτωση, οι άνθρωποι έχουν ανάγκη τον συμφωνημένο μύθο για να συναντηθούν. Κι όσο στη σχέση εξουσίας-ατόμου τίποτα δεν είναι συμφωνημένο, τόσο αυξάνει η ανάγκη ν’ αναγνωρίσουμε στον συμφωνημένο μύθο των Πραιτοριανών, των Αμαθούσιων ή της αποικίας των Συρακουσών τις συγκαιρινές παραλλαγές της εξουσιαστικού δημόσιου λόγου και πολιτικού βίου, και στον συμφωνημένο μύθο του Ονήσιλου ή του Μπολιβάρ τους εναλλακτικούς δρόμους αντίστασης, αλλά και στοχασμού.


Κάπου εδώ, προκύπτει και το ερώτημα: Πόσο δραστική είναι η επιλογή του συγγραφέα να μιλήσει παραβολικά; Ή για να το θέσω αλλιώς, θα επιτύγχανε πιο αποτελεσματικά το καλλιτεχνικό του σχέδιο ο Κωνσταντινίδης, αν παρουσίαζε το κυπριακό παιχνίδι εξουσίας με απτούς όρους; Αν οι παραλληλισμοί, στους οποίους μπορεί να προβεί ο αναγνώστης - ταυτίζοντας τον Μακάριο με τον Αρχιερέα ή το Εθνικό Συμβούλιο με την Επιτροπή Αλληλεγγύης για τα Εθνικά Θέματα, για παράδειγμα - δεν εδράζονταν στο επίπεδο της υπόδειξης, αλλά της βεβαιότητας;
Εικάζω πως μια πνευματική παρουσία όπως ο Κωνσταντινίδης, με συχνές δημόσιες παρεμβάσεις - είτε μέσω των επιφυλλίδων είτε μέσω των βιβλίων του - στα κοινωνικά, πολιτικά και εθνικά τεκταινόμενα της Κύπρου, είχε την ανάγκη να φορέσει ένα προσωπείο ανεβαίνοντας επί της λογοτεχνικής σκηνής και να αποστασιοποιηθεί από τον φθαρμένο δημόσιο λόγο.

Αντιπαρέρχομαι την ενδεχόμενη ανωριμότητα που διέπει αυτόν τον δημόσιο λόγο ν’ αναμετρηθεί κατά μέτωπο με τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία του τόπου και να επανακαθορίσει τη σχέση του με την προσωποπαγή πολιτική εξουσία που ασκείται μέχρι και σήμερα.

Και καταλήγω πως επιδίωξη του Κωνσταντινίδη ήταν να αναδημιουργήσει την αρχέτυπη εικόνα της εξουσίας και της αλληλεπίδρασής της με το άτομο. Πρόθεσή του ήταν να ξεθάψει τη ρίζα του φαινομένου και να μην αναλωθεί στην περιγραφή μιας εγχώριας περιπτωσιολογίας - έστω και επαναλαμβανόμενης. Και επίτευγμά του ήταν να σπαράξει τα σκυλιά της εξουσίας - ας είναι και στον πεπερασμένο χρόνο του κειμένου -, εκείνα τα σκυλιά που διαχρονικά σπαράζουν τον ποιητή.

Μιχάλης Παπαντωνόπουλος

 

Πανόραμα βιβλίων


- Νέα έκδοση για τον Αμφίβολο επισκέπτη (Εκδόσεις Άγρα 2012) του Έντουαρντ Γκόρυ, σε μετάφραση Σωτήρη Κακίση. Με την υπέροχη καλλιτεχνική επεξεργασία της Παυλίνας Καλλίδου και επίμετρο του Πατρίκ Μοριέ.

- Απουσία ήλιου αυτόφωτου / φορώ αέρα κρύο. Στίχος από τη νέα ποιητική συλλογή της Βίκυς Δερμάνη, Πικροί ως άψινθος καρποί (Εκδόσεις ΑΩ 2013).

- Κυκλοφόρησε το βιβλίο με τα άπαιχτα ρεμπέτικα τραγούδια του Κώστα Ριτσώνη Τραγούδια στα Μακάμια (Εκδόσεις Ποιήματα των Φίλων 2013).

- Ένα από τα καλύτερα βιβλία του 2012 είναι η έκδοση του Γιώργου Δουατζή Το σπασμένο παιχνίδι. Η τελευταία συνέντευξη του Κώστα Αξελού (Εκδόσεις Καπόν). Μια ολοκληρωμένη επισκόπηση για τον σπουδαίο αυτόν φιλόσοφο, με επίμετρο του Μάριου Μπέγζου.

- Πνευματική περιτομή (Εκδόσεις Ατέρμονο 2006) τιτλοφορείται η ντανταϊστική έκδοση κειμένων, ποιημάτων και θραυσμάτων του σκιτσογράφου Δημήτρη Κουταρέλλη.

- Η πρώτη ποιητική συλλογή της Μαρίας Τσολιά καλείται Όσο κόκκινο μου αρνήθηκες (Εκδόσεις Οσελότος 2013). Αποπλανώ την ενοχή / συλλαβίζω απ' την αρχή / ηδονές ανοίκειες.

- Το τελευταίο botox και άλλες ιστορίες (Εκδόσεις Παρουσία 2013) είναι η συλλογή διηγημάτων με το μεγάλο φούξια εξώφυλλο, του ηθοποιού Κωνσταντίνου Ιωακειμίδη.

- Καταγγελτικός στίχος και σαφές κοινωνικό μήνυμα εξέγερσης περιλαμβάνονται στην πρώτη ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Παπαπαναγιώτου, Σαπράνθρωποι (Εκδόσεις Ρέω 2012).