Top menu

Καίρια κείμενα για επίκαιρα βιβλία [Χ. Μπελ - Α. Φραγκιάς]

 
Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος


Λοιμός, μυθιστόρημα, Ανδρέας Φραγκιάς, Εκδόσεις Κέδρος 1998


«Αν κανείς δεν μπορεί να νιώσει την πραγματικότητα παρεκτός σαν ιστορία, σαν ανθρώπινη ροή, όπου ουσιαστικά δεν υπάρχει φραγμός, ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν και το μέλλον, τότε η ποίηση είναι η μόνη, πρωτότυπη και άμεση γνώση της πραγματικότητας», επισημαίνει ο Γιώργος Σαραντάρης. Το απόσπασμα αυτό φαντάζει ιδιαίτερα ενδιαφέρον, καθώς διαπιστώνει, θεωρεί και τελικά λογοτεχνικοποιεί το ζήτημα της χρονικής ευρύτητας, στοιχείο σημαίνον, πρώτιστα ως προς την αισθητική επικαιρότητα και την εξειδικευμένη σήμανση με την οποία προικίζεται ο Λοιμός του Ανδρέα Φραγκιά. Καθώς ανακαλούμε τον όρο «ποίηση» επισημαίνουμε τα ειδικά χαρακτηριστικά μιας τάσης συμπόρευσης πεζογραφίας και ποίησης, μία ευκαιρία ανταλλακτική ανάμεσα στα δυο είδη, έτσι ώστε να εκπληρωθεί η αισθητική απαίτηση του Σαραντάρη, για μία μυθιστορία ικανή να εκφραστεί με το σχήμα και την εκφραστική, ποιητική πυκνότητα. Πρόκειται για την άρση ενός ιδιόμορφου εγωισμού, έτσι ώστε δυο διαφορετικές μεταξύ τους τέχνες, ή πάλι ορισμένες εξειδικεύσεις, συγκεκριμένης, καλλιτεχνικής ενασχόλησης, να σμίξουν συμβάλλοντας στη διαμόρφωση ενός πλουσιότερου και αρτιότερου συνόλου.

Ο Λοιμός του Φραγκιά συνιστά ένα αιρετικό, ιδεολογικό έργο, μια συμβολική αναπαράσταση της ανθρώπινης τροχιάς. Οι σημάνσεις του Ανδρέα Φραγκιά, καίρια αισθητικές, ψυχολογικές, βιωματικές ως προς την πνευματική τους ένταση θα διατείναμε, μεταγγίζουν στο έργο ένα αίσθημα ωμότητας και αποστροφής, ενισχύουν και καθιστούν ανθρωπινότερο τον πεζολογικό λόγο, ακόμα και αν ετούτη η ανθρωπιά αποδεικνύεται μέσω μιας εφιαλτικής και τραγικής εμπειρικής απεικόνισης. Ετούτη είναι και η πρώτη ιδεολογική αναγωγή, μια αρχική ανταπόκριση του έργου ως προς τις ψυχολογικές εκφορές του, γεννήματα μιας αντιστοιχίας περισσότερο, παρά μιας αντιθετικής ομολογίας. Τόσο η κοινωνική θεώρηση του έργου, όσο και η πολιτική του, -διαχωρίζοντας εννοιολογικά και στοχαστικά τους δύο παράλληλους όρους-, συνιστούν εξειδικευμένες εκτιμήσεις μιας διάστασης βαθιά ανθρώπινης. Ο Φραγκιάς καταθέτει έναν φορτισμένο, εικονοποιητικό λόγο, στα πλαίσια του οποίου ανιχνεύεται η αίσθηση ενός απάνθρωπου περιθωρίου, με βαρύνουσα την επίδρασή του. Ο εκπορευόμενος υποκειμενισμός του πασχίζει να θεμελιώσει ένα βασικό, αισθητικό μοντέλο, έξω και πέρα από τη διάσταση του προσωπικού βιώματος. Ένα μοντέλο πέρα ακόμη και από τις τεχνικές επιδιώξεις του.

Ο Λοιμός φανερώνει μια σαφή αντιστοιχία με ορισμένα έργα κοινής θεματολογίας, διαμορφωμένα κάτω από μια πολιτική και ψυχολογική θεώρηση. Κατ΄αντιστοιχία λοιπόν με το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, ο Φραγκιάς επικεντρώνει τη δυναμική του σε μια παραδοξολογική και εφιαλτική προβολή του ανθρώπινου δράματος, έτσι όπως εκτυλίσσεται καθορισμένο από τη δογματική ένταση, την ακραία, εντατική προσήλωση που σε τίποτα δεν σχετίζεται με την αναγκαιότητα μιας ανθρωπινότερης πραγματικότητας.  Ο Φραγκιάς προσδιορίζει, καθώς και ο τραγικός Αλεξάνδρου την έννοια του δογματισμού, αναγνωρίζοντας στα συστατικά του στοιχεία στερήσεις, ανελευθερίες, τεχνηέντως καλλιεργημένες δεσμεύσεις ηθικής φύσεως, παράγωγες αυτιστικών, πολιτικών προδιαθέσεων.

Σε μια πρώτη σύνοψη του πρωτοποριακού και ιδιόμορφου έργου του Ανδρέα Φραγκιά, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως με την κοινωνική του χροιά, αγωνιώδες και θλιβερό, δηκτικό εμπρός στον ιδιόμορφο «φυλετικό» διαχωρισμό με όρους πολιτικής υφής, διαθέτει την ικανότητα να μεταθέσει όλη εκείνη την ένταση, η οποία ενυπάρχει στην αιώνια και ιδεώδη, ανθρώπινη φιλοδοξία της ελευθερίας. Με τούτο ως επιχείρημα θα μπορούσε  κανείς με ασφάλεια να αποδώσει στο Λοιμό την έννοια του κοινωνικού μυθιστορήματος  με τις ξεκάθαρα, ανθρώπινες προοπτικές. Ένας μυθιστόρημα διεκδικητικό της ελευθερίας, με άλλα λόγια.

Επιστρατεύσαμε  αρχικά το θεώρημα του Σαραντάρη, όχι μόνο εξαιτίας του συσχετισμού του με τη διαρκώς επίκαιρη θεματική του Λοιμού, αλλά ακόμα διότι μες  στην προσδιοριστική απόπειρα του ποιητή ενυπάρχει το ποιητικό έρεισμα ως αφετηρία. Ο Φραγκιάς καταθέτει έναν λόγο περιεκτικό και αναγωγικό, μια συνθετική απόπειρα, αναπαραστατική της εποχής και ενδεικτική του ρυθμού ενός μεταβαλλόμενο κόσμου. Ο Λοιμός διαθέτει τη σπάνια δυναμική ενός έργου, το οποίο μες στο φαντασιακό του σύμπαν, επιτυγχάνει ένα λαμπρό, μεταφυσικό ρεαλισμό, μια εφαρμογή δηλαδή της ιδέας με αισθητικές και υπαρξιακές ανταποκρίσεις, ανασυνθετικές της ανθρώπινης ψυχολογίας. Με τον τρόπο αυτό εκπληρώνεται λοιπόν ένα ποιητικό προαπαιτούμενο, πάει να πει εισάγεται η ποίηση μες στον πεζογραφικό λόγο, εγκαταλείπεται οριστικά η ηθογραφική αποτύπωση, η ρηχότητα, ο ελληνικός βουκολισμός, χαρακτηριστικά τα οποία με τόση ακρίβεια αποδίδει στην ελληνική πεζογραφία των αρχών του προηγούμενου αιώνα, ο μελετητής Γιώργος Αριστηνός. Οι στιγμές των μακριών ρεμβασμών του Φραγκιά, οι οποίες συνιστούν μια ακόμα βαθύτερη εκτίμηση της ατμόσφαιρας μιας ολόκληρης εποχής,  δεν αναιρούν το σχηματισμό ενός διευρυμένου, ανθρώπινου πεδίου, επιβεβαιώνουν και ισχυροποιούν τη διδακτική στόχευση του δοξολογήματος της ποιητικής πεζογραφίας προς αναζητήσεις υπαρξιακού χαρακτήρα, ψύχραιμες αποτυπώσεις των εντάσεων και των αδιεξόδων, καθώς επισημαίνει ο «πολιτικός» Γιάννης Δάλλας. Το έργο αναρριχάται διαρκώς σε πεδία υπερβατικότερα της μυθιστορίας, το υπαρξιακό ζήτημα στοιχειοθετείται κεντρικό και αναλλοίωτο.

Οι έξω και πέρα του νόμου δημιουργοί, καθώς ο Φραγκιάς, οι οποίοι τροφοδοτούν τα ποιητικά σύμπαντα με εκπληκτικές αναπαραστάσεις εμπεριέχουν την αμφισβήτηση, την έννοια της ηθικής επιβολής μες στα όρια μιας τραχιάς πραγματικότητας. Η επιδίωξη του Φραγκιά θα μπορούσε να συνιστά την πραγμάτωση ενός είδους κοινωνικού θεοφωτισμού, ενός στοχασμού ενεργητικότερου, ικανού να ξεπεράσει το υποβλητικό δόγμα, τις προγραμματικές και πολιτικές σκοπιμότητες. Ο ρεαλισμός του Φραγκιά κατορθώνει να επιστρατεύσει ένα μοντέλο αισθητικής, αγνοώντας οριστικά, σχεδόν καταργώντας πια τα ιδεολογήματα, καταργώντας το είδος των σχέσεων με την πολιτική τους πια διάσταση.

Ο ανθρώπινος φόβος απασχολεί τον Ανδρέα Φραγκιά. Ο ίδιος τον προσωποποιεί, η έννοια της σκηνογραφικής αναπαράστασής του υφίσταται ως χαρακτηριστικό του Λοιμού σε όλη πια την έκτασή του. Τον προσδιορίζει ως μια επιβολή κυριαρχικού τύπου, άκαμπτου και ανυπέρβλητου, μιας χυδαίας εφαρμογής του δόγματος και των αρχών του. Ετούτη η τεχνική της ειλικρινούς και υποκειμενικής δήλωσης, η περιγραφικότητα του Φραγκιά που αντικειμενοποιεί την αισθητική, καθίσταται ελληνική και υποδειγματική, καθώς εμπεριέχει το στοιχείο της εντοπιότητας, καταγεγραμμένο μες στα πλαίσια της ιστορικής αδράνειας, όπως εκφράζεται μια ορισμένη, ιστορική κατάσταση.

Ο ψυχολογικός ρεαλισμός του Ανδρέα Φραγκιά διαμορφώνεται ακόμη σε μια πλήρη και σαφή απεικόνιση της σύγχρονης, προβιομηχανικής εποχής, όπως εξελίσσεται μες στον ελλαδικό χώρο. Ετούτη η εξέλιξη, ελπιδοφόρα μα και βάναυση δεν εκφράζει παρά μια στρέβλωση, μια επίμονη διαστροφή, η οποία απαιτεί την κατάθεση μιας κριτικής θεώρησης, με στοχεύσεις ανθρωπολογικές, ένα είδος σαφούς και ανάλογης κατεύθυνσης. Ο συγγραφέας των «τοξικών παραδοξολογιών», ο Γιώργος Αριστηνός  διατυπώνει την αναντίρρητη τοποθέτηση περί μιας ταύτισης ηθικής και ιδεολογίας , έτσι ώστε ο Λοιμός να εκφράζει, όχι μόνο την εποχή και το προσωπικό βίωμα, αλλά να συνιστά έναν διαρκή και επίκαιρο, ανθρωπολογικό εφιάλτη. Επικαλούμαστε σε τούτο το σημείο, τον ίδιο τον Ανδρέα Φραγκιά ο οποίος επισημαίνει πως «μέσω του  του προσωρινού και του συγκεκριμένου, καθορίζεται με ακρίβεια το μελλοντικό, το αφηρημένο και το διαχρονικό.» Έτσι διαμορφώνεται η μελλοντολογική, θα μπορούσαμε να πούμε πεζογραφία του Ανδρέα Φραγκιά.

Το υπερρεαλιστικό ζητούμενο στο Λοιμό δεν σχετίζεται τόσο με τη διατύπωση ενός ανάλογου λόγου. Η παρουσία του Ανδρέα Εμπειρίκου, εντυπωμένη σε φραστικές αναγωγές, καθώς «η κορασίδα, φροντίζουσα διά τη ροδαλότητα των παρειών της», μπορεί να συνθέτει ένα ορισμένο είδος σήμανσης, όμως συνίσταται στην ίδια την υπερβατική επιδίωξη του μυθιστορήματος η μεταφορική του δυναμική. Πραγματώνεται ένας νατουραλισμός δηλαδή, μια σκηνοθετική, σχεδόν ζωγραφική αναπαράσταση του σκοταδιού, εν μέσω του φωτός, καθώς κλιμακώνεται η πρόσμιξη της αγωνίας και του προαναφερόμενου εφιάλτη μες στο μυθιστορηματικό σώμα. Η παρουσία του δημιουργού της «Οκτάνας» μες στο έργο του Ανδρέα Φραγκιά, συνιστά ένα είδος σηματοδότησης, προκειμένου να ερμηνευτεί η αισθητική καταγωγή του Φραγκιά, αλλά και η διαμόρφωση ενός  εφιαλτικού, ρυθμικού πλάνου.

Ένα άκρως ενδιαφέρον ζήτημα, το οποίο ανακύπτει στο έργο του Φραγκιά, συνιστά η υπονοούμενη, θεωρητική και ιδεολογική ανταπόκριση του ίδιου του δημιουργού ως προς την κοινωνική και συνεπώς πολιτική προσφορά του ποιητικού, κρυπτικού λόγου. Ο Φραγκιάς εκτιμά την εκμετάλλευση του λόγου ως ένα συνηθισμένο φαινόμενο στην ιστορική ακολουθία, ένα αντικείμενο υποστηρικτικό, ώστε να εκτεθεί συνειδησιακά κάθε είδος δογματικής επιβολής.

Η αποχρώσα αυτή συχνότητα στο έργο του Φραγκιά επιβάλλει μια συνολικότερη θεώρηση, μια επισκοπική εκτίμηση της εποχιακής συγκυρίας μες στο ρεύμα της οποίας αρθρώνεται ο μυθιστορηματικός λόγος του Λοιμού. Περίοδοι εντάσεων, πολιτικών στρεβλώσεων, εμπόλεμα και μετεμφυλιακά τραύματα στο κοινωνικό σώμα, ένα ασίγαστος επαρχιωτισμός, αυτιστικές προσεγγίσεις, ένας αδύναμος, κριτικός λόγος, ανεπαρκής προκειμένου να εκτιμήσει την ιστορική συγκυρία και τελικά, καθώς επιβάλλεται η λήθη του ιστορικού γίγνεσθαι να διατυπωθεί η οριστική ολοκλήρωση του παρελθόντος και των παθών του. Ο Φραγκιάς μεταθέτει στο λόγο του όλη αυτήν την ακρότητα, την ιστορική ένταση, η οποία έθεσε τον άνθρωπο και την τέχνη του στο περιθώριο, αντλώντας από το πρόσωπο και το μυθικό του οίστρο το βασικό, δομικό υλικό, για μια ποίηση αφοσιωμένη στην κενή υποβλητικότητα θέσεων και ρευμάτων κοινωνικών με ακραίες αφετηρίες, εξειδίκευσεις και αποκαλύψεις μιας ευρύτερης, φιλοσοφικής εκτίμησης, διατύπωσης με ουσιαστικότερες προεκτάσεις και χαρακτήρα σαφώς πιο διεθνοποιημένο. Ο Ανδρέας Φραγκιάς προσδιορίζει το σύγχρονο άνθρωπο, τις προβληματικές, βιωματικές καταστάσεις, εμπρός στις οποίες φαίνεται αντιμέτωπος, τη διαρρύθμιση του βιωματικού ρυθμού, την καθιέρωση των προτεραιοτήτων μιας διαρκώς καθοδηγούμενης ύπαρξης, υποχείριας των εκάστοτε επιβολών, της ασημαντότητας καταστάσεων, εμπρός στις οποίες το πρόσωπο πασχίζει να αναγνωρίσει και να αποκωδικοποιήσει την υπεροχή του έναντι μιας πρόσκαιρης και άγονης κορυφής, από την οποία θα συντριβεί, συναινώντας στα ταπεινότερα πάθη, εμπλεκόμενος ασυνείδητα με αυτά, επιζώντας πάντα παραμεθόρια.

Ο Μπρύκνερ επισημαίνει πως η σύγχρονη τραγωδία δεν πέφτει σαν μια κατάρα στις ζωές των ανθρώπων, μα γεννιέται από την αδεξιότητά του, δίχως πια να επιτρέπεται η επίκληση της ίδιας εκείνης δικαιολογίας με την οποία διασώζεται ο τραγικός Ορέστης. Ο Ανδρέας Φραγκιάς αναπαριστά ετούτη την τραγωδία, εκφράζει το κλίμα και τη φρίκη ενός θεσμοθετημένου φόβου, για τον οποίο βαρύνεται η ανθρώπινη επιλογή. Μες στην ποιητική εκφορά του «Λοιμού» ο συγγραφέας κατορθώνει να αποσαφηνίσει την ολοσχερή απουσία της, την έλλειψή της μες σε ένα συμπαντικό χώρο ολοσχερούς έλλειψης του σκοπού, της επιδίωξης, των ειδικών, αισθητικών συνθηκών, που διατηρούν αμείωτες τις εσωτερικότερες, ψυχικές διεκδικήσεις του προσώπου. Οι μορφές του Λοιμού ενσαρκώνουν τη διαπίστωση του Κώστα Αξελού, καθώς δεν αναπτύσσουν μια κριτική στάση, δεν σκέπτονται, μιλούν πολύ, αισθάνονται πολύ φόβο και δίχως συντεταγμένη γλώσσα, σωματικά και αισθητικά ράκη, ρωτούν και απαντούν, δίχως συνέχεια ή συνέπεια, βαδίζουν σε ένα δρόμο, αλλά δεν πορεύονται, δυσχεραίνοντας ακούσια το πέρασμά τους από τη σχολή της αποδοχής και της άκριτης σκέψης, σε εκείνη του συλλογισμού, της διαλεκτικής, της τελικής και ενσυνείδητης επιλογής.

Ο χρόνος απουσιάζει από το έργο του Φραγκιά. Δεν υφίσταται ως δομικό υλικό στο μυθιστορηματικό λόγο, μεταβάλλεται και αντικαθίσταται από το χώρο, ένα ευρύ, εφιαλτικό πεδίο μες στο οποίο συμπυκνώνονται οι περιγραφόμενες και διαχρονικές στρεβλώσεις της ανθρώπινης ψυχολογίας.  Ο Αλέξης Ζήρας, επισημαίνοντας τη σημαντική της ποίησης του Νίκου Καρούζου, αναγνωρίζει αυτές ως οριακές καταστάσεις, εξεικονισμένες μες στον ποιητικό λόγο, με εξίσου οριακά ανοίγματα προς το ανείπωτο, το ασύλληπτο. Ο Λοιμός αναπτύσσεται ως ένα «χωροταξικό» μυθιστόρημα, μες στο οποίο αναδεικνύεται και τονίζεται η ανθρώπινη εξάντληση μες στην περιττολογία. Αναπτύσσεται μια δράση εξειδικευμένη, δράση κλειστού χώρου μες στην οποία κυριαρχεί μια αίσθηση παραφροσύνης ανάλογη με εκείνη του «Κιβωτίου», έργο το οποίο ήδη μνημονεύσαμε. Η αδυναμία να ακεραιωθεί η ύπαρξη, η αισθητηριακή εντροπία, ο διαφαινόμενος και επισημασμένος, γενετικός μαρασμός, η έλλειψη εσωτερικής ζωής αχρηστεύουν τον άνθρωπο του Φραγκιά και συνθέτουν ως βασικά χαρακτηριστικά την υποκύπτουσα μορφή στη δίνη ενός Λοιμού με αφετηρία περισσότερα ψυχολογικά ή ιδεολογικά συμπτώματα.

Η σκηνοθετική όψη του κόσμου, όπως συλλαμβάνεται από τον Φραγκιά συνιστά ένα χώρο ψευδαισθήσεων, χώρο ασφυκτικό, μια τραχιά γεωμετρία, ένα ψυχολογικό περιβάλλον, μια σκληρότατη και υποβλητική αναπαράσταση του σύγχρονου, αστικού χώρου με τις ειδικές, δομικές του συνθέσεις. Ένα εργοτάξιο αδιάφορων θανάτων, ένα εξαιρετικά αφιλόξενο τοπίο, προικισμένο με τα απάνθρωπα, γεωμορφικά χαρακτηριστικά ενός πεδίου βολής. Ένας χώρος προσωπικός, αναμνησιακός του Ανδρέα Φραγκιά. Πεδίο τέλεσης  ενός απάνθρωπου δράματος.  Ο φυσικός νόμος του συγγραφέα δεν συνιστά μια αυθόρμητα διαμορφωμένη τοπογραφία, μα το αποτέλεσμα μια θεσμικής κυοφορίας, εκ της οποίας προκύπτουν με όλη την απανθρωπιά και τη στρεβλότητά τους οι νέοι, φυσικοί και κοινωνικοί νόμοι. Πρόκειται λοιπόν για μια συγγενική αναπαράσταση των αστικών έρκερ, ασφυκτικές, αιωρούμενες σχεδίες μιας διαβαθμισμένης πολυτέλειας.

Στο Λοιμό εκείνη η ρητή και αποφασιστική δήλωση του Στάλκερ μοιάζει να συνιστά ένα κέντρο. «Το παρόν χωνεύτηκε στο μέλλον με την έννοια ότι περιέχει όλες τις προϋποθέσεις  για την καταστροφή.» Μιλούμε για το συμπαντικό κόσμο του Ανδρέα Φραγκιά, τον οποίο οφείλουμε δυσάρεστα να παραδεχτούμε ως ένα απόλυτα πια, οικείο εφιάλτη. Η αναγκαιότητα  για μια κάθαρση, για μια εκ βαθέων μεταβολή της βαθιά, ριζωμένης κατάστασης, σηματοδοτεί μια διακριτική μεταστροφή στο ιδιότυπο  και μονότονα, ασφυκτικό ρυθμό του έργου. Σύμβολα, όπως ο καθαρτικός ασβέστης, το καυστικό υλικό, επισημαίνουν τη μεταβολή της υπάρχουσας κατάστασης όπως αποτυπώνεται στο έργο του Ανδρέα Φραγκιά. Η μεταβολή όμως θα επέλθει με μια διακριτική και ανεπαίσθητη υποβολή του λόγου, με μια περιφρόνηση του ρυθμού, με παραστάσεις αμφισβήτησης, σκηνοθεσίες ονειρικές, έξω και πέρα από τα καθορισμένα σύνορα του εφιαλτικού περιθωρίου. Στη μορφή του αστικού ανθρώπου, ο Φραγκιάς αναγνωρίζει έναν νέο τύπο, μορφοποιημένο μες στη διαρκή, εξελικτική πορεία, ένα σχήμα διαμορφωμένο μες στις πολλαπλές φάσεις του εμπειρισμού. Η αυστηρή, γλωσσική εκφορά του Φραγκιά ενισχύει τη διαδικασία της μεταστροφής, της ανθρώπινης μετεξέλιξης, της απόδρασης και της αντίθεσης εμπρός στα δόγματα και τις κανονιστικές επιβολές. Πρόκειται για ένα είδος θανάτου της παλιάς γλώσσας, όπως επιδιώχθηκε από τον Saussure προκειμένου μαζί με τη γλώσσα να ολοκληρωθεί και η βαρβαρότητα του πολιτισμού, η αιώνια, οριστική λέξη του.

Η ψευδαισθησιακή αναπαραγωγή της πραγματικότητας, η μεταβολή των βασικών στοιχείων της, η ολοκληρωτική επίδραση του φόβου, μια ολοφάνερη αντιστοιχία της προσκόλλησης στην παράδοση, με την οποία ο Ανδρέας Φραγκιάς πραγματοποιεί μια οριστική και απόλυτη ρήξη, στρέφοντας την οπτική του προς το μέλλον. Η απουσία χρόνου, η ασταθής ζωή μες σε τούτα τα ρευστότατα πλαίσια η οποία δεν μπορεί παρά να επωάζει στους κόλπους της την αδιαμόρφωτη και εκκρεμή, μυθιστορηματική γραφή του Φραγκιά, η διάρρηξη της μορφής είτε σε επίπεδο εικόνων, είτε σε ιδεολογικά ζητήματα, όλα ετούτα επιβεβαιώνουν το ρηξικέλευθο χαρακτήρα του Λοιμού. Ο ρεαλισμός του Φραγκιά συνίσταται στην αντικειμενοποίηση του εφιαλτικού χώρου και χρόνου, μια αλληγορίας τόσο υποβλητικής, ώστε να αποκτά την ιδιότητα και τη χάρη του πραγματικού. Η ανθρώπινη σκέψη, η αστική πραγματικότητα βάλλεται  από το οριακά ακραίο, από το ίδιο το παράλογο με μια απρόσμενη φυσικότητα, μια εγκαρτέρηση ενδεικτική της αγωνιώδους πνοής του μυθιστορήματος. Ο Λοιμός, καθώς σημειώνει ο Π. Μπουκάλας, υπονοεί έναν εφιαλτικό χώρο. Ο Κωστής Παπαγιώργης στο αφιέρωμα του περιοδικού Διαβάζω αναδεικνύει δίχως περιστροφές πια τη σκευωρία της φαινομενικής ευτυχίας μας, καθώς αποκαλύπτεται στην ανθρώπινη, ηθική πτώση της πολιτείας του Λοιμού. Ετούτος ο κόσμος του Ανδρέα Φραγκιά βρίσκεται πάντοτε σε μια εφαρμοστική απόσταση αναπνοής. Το μυθιστόρημα του «Λοιμού» αναπαριστά τη λογική της απελπισίας, την ελευθερία και την ανθρωπιά αναπαριστά, πράγματα πολύτιμα που ίσως σήμερα να καίγονται. Η επικαιρότητά του κρίνεται αδιαμφισβήτητη.
*
Γράφει η Ειρήνη Παραδεισανού


Γυναίκες σε τοπίο με ποτάμι, μυθιστόρημα, Χάινριχ Μπελ, μτφρ. Κατερίνα Αναστασοπούλου, Εκδόσεις Γράμματα 1987



Το είδα στο σφυρί.  Ένας  τοίχος  γεμάτος  με εκπτωτικά βιβλία στο υπόγειο ενός ιστορικού βιβλιοπωλείου της πόλης. Κολλημένη στο εξώφυλλό του η τιμή: 3 ευρώ. Και απέναντι όλες οι ευπώλητες παραφυλλάδες σε περίοπτη θέση. Η κατάντια του πολιτισμού μας. Σε άλλες σκοτεινές εποχές αυτό το βιβλίο θα ήταν απ’ τα απαγορευμένα. Τώρα όμως δε χρειάζεται να καεί στην πυρά. Έχει καεί το μυαλό κι έχει νεκρώσει η ψυχή των επίδοξων αναγνωστών του πολύ καιρό πριν. Ο συγγραφέας του, εμπνευστής ενός απ’ τους πιο αληθινούς μυθιστορηματικούς ήρωες, του Χανς Σνηρ απ’ τις Aπόψεις ενός κλόουν». Οι Γυναίκες σε τοπίο με ποτάμι είναι το τελευταίο του βιβλίο που ολοκληρώθηκε το 1985, λίγο πριν το θάνατό του. Τυχαία έπεσε στα χέρια μου και με εντυπωσίασε πόσο προφητικό αποδεικνύεται ένα μυθιστόρημα πολιτικό, γραμμένο στη Γερμανία λίγο πριν την πτώση του τείχους από έναν συγγραφέα που έβλεπε με θαυμαστή οξυδέρκεια αυτό που θα ακολουθούσε.

Την πλήρη υποδούλωση της Ευρώπης στον αμοραλισμό, τον κυνισμό και τη σήψη μιας χούφτας ηγετών ανάξιων να κρατήσουν το τιμόνι. Την Ευρώπη των λαών να καταλήγει Ευρώπη των τραπεζιτών. Την Ευρώπη του Διαφωτισμού να πλήττεται από την άνοδο του φασισμού για μια ακόμη φορά. Τον Ευρωπαίο πολίτη να βλέπει το κράτος, το νόμο και την τάξη ως έναν δεσμοφύλακα μακριά από τις ανάγκες του. Και την ηθική κρίση να έχει διαποτίσει τη συνείδησή του καθιστώντας τον ανάπηρο πνευματικά.

Το βιβλίο έχει τη μορφή θεατρικού έργου. Σκηνικό του, το ποτάμι του Ρήνου που συμβολίζει την ελευθερία της αθωότητας και το εσωτερικό των σπιτιών, ένα σκηνικό ηθικής σήψης. Ηρωίδες οι σύζυγοι και οι ερωμένες των ισχυρών ανδρών μιας πολιτικής σκηνής τοποθετημένης στη Γερμανία της δεκαετίας του 1980. Μόνο αυτές οι γυναίκες επιμένουν να υπερασπίζονται το δικαίωμα στην ιστορική μνήμη και την κοινωνική ηθική. Οι πιο μεγάλες σε ηλικία έζησαν στο πετσί τους τις αγριότητες της Χιτλερικής Γερμανίας σαράντα χρόνια πριν και τώρα με τρόμο ανακαλύπτουν ότι αφέθηκαν να γίνουν το όμορφο παραπέτασμα μιας πολιτικής σκηνής που όζει. Μιας πολιτικής σκηνής που χρησιμοποίησε πολιτικούς αγνούς ως φερέφωνα και μαριονέτες «δήθεν» μετανιωμένων Ναζί. Και στο επίκεντρο το χρήμα.

Ο Χάινριχ Μπελ χωρίζει το βιβλίο σε δώδεκα σκηνές. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες τους ανήκουν σε διαφορετικές γενιές της μεταπολεμικής Γερμανίας, με ένα κοινό: με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εμπλέκονται στην πολιτική σκηνή. Στο βάθος το αγκάθι στις σκέψεις και τις συνειδήσεις όλων: ο άνθρωπος που μπαίνει νύχτα στα σπίτια επιφανών τραπεζιτών της πόλης και τους καταστρέφει τα πιάνα. «Για Τρίτη φορά χτες τη νύχτα καταστράφηκε ένα πανάκριβο πιάνο με ουρά στο οποίο λένε πως έπαιξε και ο Μπετόβεν και πετάχτηκε στη φωτιά σαν καυσόξυλο».

Οι υποψίες πέφτουν στον Καρλ, το μοναδικό άνδρα του μυθιστορήματος που πραγματικά καταφέρνει να διασώσει την ψυχή του και πορεύεται με μοναδική ηθική ακεραιότητα σ’ ένα περιβάλλον παλιανθρωπιάς και αμοραλισμού. Τον βλέπουμε στις όχθες του Ρήνου έξω από ένα τροχόσπιτο όπου κατοικεί με την ερωμένη του Κατερίνα και το μικρό τους γιο. Προσπαθεί να φτιάξει ένα παιδικό αυτοκινητάκι για το γιο του χρησιμοποιώντας τις ρόδες ενός πιάνου. Του δικού του πιάνου που κομμάτιασε εφτά χρόνια πριν μετά τον ύποπτο θάνατο του αδερφικού του φίλου. Μια πράξη που τον οδήγησε στην απομόνωση.

Ο Καρλ με τη στάση ζωής του μας θυμίζει τον Χανς από τις Απόψεις ενός κλόουν. Ο νέος πολιτικός, ενώ έχει μπροστά του την προοπτική μιας «λαμπρής» καριέρας, τα τινάζει όλα στον αέρα και καταλήγει να ζει σ’ ένα τροχόσπιτο δίπλα στο Ρήνο, εξασφαλίζοντας τα προς το ζην με μια παράδοξη ενασχόληση: κλέβει αστέρια των Μερσεντές για λογαριασμό πλουσίων που  τα θέλουν στη συλλογή τους.

Είναι ο πρώτος  που εξανίσταται απέναντι σ’ αυτό που συμβαίνει; Όχι. Η μητέρα του είχε πέσει στο Ρήνο και είχε πνιγεί όταν αυτός ήταν πέντε χρονών. Είχε επιλέξει αυτό τον τρόπο φυγής από μια πραγματικότητα αποπνιχτική. Κατ’ αυτόν τον τρόπο βλέπουμε τη μία μετά την άλλη τις συζύγους των πολιτικών να ξυπνάνε από τη νάρκη τους και να προσπαθούν να αντιδράσουν. Η συνείδησή τους εξεγείρεται και μιλά μέσα από αποκαλυπτικούς μονολόγους.

Η Έρικα Βούμπλερ, με αγέρωχη αποφασιστικότητα τρίβει την αλήθεια στη μούρη όλων των πολιτικάντηδων που την περιτριγυρίζουν. Η σύζυγος του τραπεζίτη Κρέγκελ νεκρή. «Ξέρετε από τι πέθανε η γυναίκα μου; Από φόβο, φαντασία και απάθεια… Δεν άντεχε τη θέα του χρήματος. Στο μυαλό της έρχονταν πάντα τα χρυσά δόντια των σκοτωμένων… Και πού μπορούσε να πάει και να μη δει λεφτά;»

Μα η πιο τραγική φιγούρα απ’ όλες είναι η σύζυγος του Μπλάουκρεμερ, του «δήθεν» μετανιωμένου Ναζί που γίνεται τώρα υπουργός. Η Ελίζαμπετ είναι η γυναίκα που στα πενήντα πέντε της κι ενώ όλοι γύρω της πίστευαν πως είχε αποδεχτεί το ρόλο της, ανοίγει το στόμα της. Κι αυτά που λέει είναι χαστούκι στη σοβαροφάνεια ενός συστήματος που τη χρησιμοποίησε όσο ήταν υπάκουη. Τώρα όμως που επιμένει να θυμάται με φρίκη τις ιστορίες που τη σημάδεψαν, τώρα που ξεθάβει τις εμμονές της και τις κραυγάζει, τώρα γίνεται η φωνή της Ερινύας που όλοι γύρω της προσπαθούν να φιμώσουν. Και την κλείνουν σε ψυχιατρείο πολυτελείας.

Η συνεδρία με την ψυχίατρο είναι συνταρακτική. Η ψυχίατρος με την αλλοτριωμένη ματιά προσπαθεί να πείσει μια γυναίκα ότι είναι τρελή, επειδή κραυγάζει την αλήθεια, επειδή θέλει να κοιτάξει κατάματα τον εαυτό της στον καθρέπτη χωρίς να σιχαίνεται. «- Η φαντασία σας! Πρέπει να ηρεμήσετε... - Δεν έχω στάλα φαντασία! Ίσως αυτή είναι η ατυχία μου, ίσως η αρρώστια μου, αυτή που θέλετε να θεραπεύσετε. Δεν έχω φαντασία, μόνο μνήμη. Δώστε μου φαντασία και χαρά.»

Δικαίωμα στη μνήμη η Ελίζαμπετ δεν έχει. Ή μάλλον έχει, αρκεί να επαναλαμβάνει αυτά που συμφέρουν το σύζυγό της να λέει. Ότι οι Ρώσοι σκότωσαν τον πατέρα της και τον αδελφό της και βίασαν την ίδια. Ότι ο σύζυγός της δεν υπήρξε ποτέ συνεργάτης των Ναζί. Ότι ο Πλιτς δεν είναι ο Πλόνιους, το λαγωνικό των Ναζί σαράντα χρόνια πριν, που τώρα αθόρυβα κινεί τα νήματα της γερμανικής πολιτικής σκηνής. Μιας σκηνής που καταδικάζει το Ναζισμό, χωρίς να γνωρίζει ότι τον υπηρετεί ακόμη. Η Ελίζαμπετ βλέπει και θυμάται. Γι’ αυτό και είναι επικίνδυνη. Αποκαλυπτικό είναι το τέλος της συζήτησης με την ψυχίατρο. « -Τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτούς; Με τις αναμνήσεις μου που ούτε να τις ξεχάσω μπορώ ούτε να τις διορθώσω; Εσείς, εσείς πιστεύετε πολλά, πιστεύετε ό,τι βλέπουν τα μάτια σας, δεν αμφιβάλλετε για όσα μάθατε. Η ιδέα που έχετε για μένα είναι λογική αλλά και αφελής, εν μέρει σωστή, αλλά μόνο εν μέρει – κι αυτό το εν μέρει σας τυφλώνει. Βλέπω ό,τι δε βλέπετε, βλέπω γερμανόπουλα να κρέμονται από κει πάνω, βλέπω να χτυπάνε το Δημήτρη. Είμαι υστερική; Ναι. Ψεύτρα; Ναι. Άρρωστη; Ναι. Δυστυχισμένη; Ναι.»

Λίγο μετά η Ελίζαμπετ αυτοκτονεί. «Ζω ειρηνικά με τον εαυτό μου», τα τελευταία λόγια της. Η αυτοκτονία της συνδέεται στη συνείδηση των ηρώων με την καταστροφή των πιάνων και μέσα τους αρχίζει μια μεταστροφή. «Μεταφυσικό ρίγος» το αποκαλεί ο Γκρομπς, ο οποίος αρχίζει να καταλαβαίνει το συμβολισμό της καταστροφής των πιάνων: τη ματαιότητα της πολιτικής σε έναν κόσμο όπου κυβερνά το χρήμα.

Στην 11η σκηνή ο Χάινριχ Φον Κράυλ αναφωνεί: «Πού πάμε λοιπόν; Έχω το κενό μέσα μου και η θλίψη δεν το γεμίζει. Αισθάνομαι ένοχος χωρίς να έχω φταίξει σε τίποτα και το μόνο βάρος στην ψυχή μου είναι η θλίψη για την πορεία του κόσμου και των πραγμάτων». Στη 12η σκηνή ο τραπεζίτης Κρέγκελ στέκει δίπλα στο πιάνο του μ’ ένα τσεκούρι και μονολογεί: «Είναι ασφαλέστερο να αγοράσεις παρά να ληστέψεις μια τράπεζα. Αυτή είναι η μέθοδος, αλλά εγώ δεν είμαι μαθημένος. Ο ασφαλέστερος και ο πιο νόμιμος τρόπος να ληστέψεις μια τράπεζα είναι να την αγοράσεις, αφού πρώτα την εξωθήσεις στο χείλος του γκρεμού... Τον καταλαβαίνω τον Καρλ. Ήθελε να πετύχει το χρυσάφι στην καρδιά, αλλά το χρυσάφι δεν έχει καρδιά, είναι άτρωτο.»

Ο Μπελ δεν τρέφει αυταπάτες, ούτε γράφει ένα βιβλίο κομματικής προπαγάνδας όπου θα εξυμνεί τους αγώνες του λαού εναντίον του κεφαλαίου. Είναι πολύ πιο πάνω απ’ αυτά. Βλέπει με γυμνή ματιά το πολιτικό σκηνικό της Ευρώπης και δεν προσπαθεί να αποκοιμίσει το κοινό του με ψεύτικες ελπίδες. Για τους ήρωες του  δεν υπάρχει εύκολος δρόμος.

«Πολιτική είναι να ξερνάς..» λέει ο Γκρομπς. «Εμείς οι πολιτικοί φτιάχνουμε το βούρκο και πέφτουμε μόνοι μας μέσα, για να μπορούν εκείνοι να βγαίνουν καθαροί. Και τους βλέπεις κομψούς στους πλειστηριασμούς, όταν προσπαθούν να σώσουν κάποια πολύτιμη σταύρωση, κειμήλια για την πατρίδα. Δε σκέφτονται το αίμα, τον ιδρώτα, τα σκατά απ’ όπου βγαίνουν τα λεφτά τους.»

Και η ελπίδα; Ελπίδα είναι τα ψήγματα αυτογνωσίας και ηθικής που καθένας μας έχει μέσα του. Η ελπίδα κρύβεται στη ματιά του Καρλ, που μαστορεύει στις όχθες του Ρήνου ένα αυτοκινητάκι για τον μικρό του γιο. Και είναι σαν να μας λέει ο Μπελ πως ο μοναδικός τρόπος αντίστασης είναι η δική μας ακέραιη στάση ζωής, ακόμη κι αν το τίμημα είναι να αισθανόμαστε παρείσακτοι και μόνοι.